Η «αρρώστια» έφυγε από την Εθνική (Φ. Συρίγος):
[SPOILER]Μετά την πρόβα του «Ακρόπολις» και περίπου 80 ώρες πριν αρχίσει το προολυμπιακό τουρνουά, εκείνο που ανεπιφύλακτα μπορώ να πω είναι ότι η «αρρώστια» που βασάνισε πέρυσι την Εθνική ομάδα μπάσκετ έφυγε!
Αυτή τη στιγμή η ενδοξότερη ομάδα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού βιώνει ένα κλίμα όμοιο με το οποίο μάλλον δεν είχε ποτέ. Ούτε καν στις ένδοξες μέρες του Βελιγραδίου και της Χαμαμάτσου του Τόκιο.
Οι λόγοι που προκάλεσαν το ευτυχές αυτό γεγονός είναι κυρίως δύο: πρώτον, η ως επί πλείστον αναγκαστική αλλαγή φρουράς στο έμψυχο υλικό και, δεύτερον, η συνακόλουθη διαφοροποίηση στον τρόπο παιχνιδιού, χάρη στην οποία και η ομάδα παίζει καλύτερα και οι παίκτες είναι πιο ευχαριστημένοι.
Δεν θέλω να πω ότι ο καπετάνιος (δηλαδή ο προπονητής) πέταξε τη σαβούρα στη θάλασσα και το πλοίο (δηλαδή η ομάδα) βρήκε τη ρότα του. Οχι, δεν θέλω να πω αυτό. Πρώτον, γιατί ο Γιαννάκης έκοψε μόνο τον έναν από τους τέσσερις απόντες (οι άλλοι τρεις έφυγαν μόνοι τους) και, δεύτερον, γιατί ο χαρακτηρισμός «σαβούρα» δεν ταιριάζει σε κανένα από τα παιδιά που πήραν μέρος στα μεγάλα κατορθώματα αυτής της ομάδας. Θα έκανα ένα διαχωρισμό μόνο για τον Λάζαρο Παπαδόπουλο από την άποψη ότι με τη συμπεριφορά του, τον τρόπο παιχνιδιού αλλά και με τον ρόλο που του έδινε ο προπονητής, ειδικά στο επιθετικό κομμάτι, έβαζε πολλά κιλά βαρίδια στην ομάδα. Αλλά κατόπιν εορτής (που δεν είναι βέβαια έτσι, γιατί αυτά τα πράγματα τα έγραψα σε αυτήν ειδικά τη στήλη από πέρυσι και μάλιστα πριν από το Ευρωπαϊκό της Μαδρίτης με αποτέλεσμα να γίνω -ως συνήθως- κακός) δεν έχει καμία αξία να τα φορτώνει κανείς σ’ έναν παίκτη. Επιπλέον, κάθε ομάδα όλη μαζί δοξάζεται και όλη μαζί καταποντίζεται, πράγμα που με την Εθνική μπάσκετ έχει να συμβεί από το 2001.
Ομως, κακά τα ψέματα, κάποιες αλλαγές κάνουν συνήθως τις ομάδες καλύτερες ή χειρότερες. Και στην προκειμένη περίπτωση νομίζω πως οι συγκυρίες τα έφεραν όλα δεξιά! Γιατί, ας μην ξεχνιόμαστε, δεν είναι μόνο αυτοί που έφυγαν αλλά και αυτοί που γύρισαν, δηλαδή ο Φώτσης και ο Σχορτσιανίτης, οι οποίοι έλειψαν πολύ πέρυσι, γεγονός που επιβεβαιώνεται στην πράξη με τη φετινή συνεισφορά τους στην όλη προσπάθεια.
Ολα, λοιπόν, δείχνουν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν και το βλέπει κανείς όταν οι διεθνείς ορμούν σαν καμικάζι για να πάρουν ένα ριμπάουντ, να δώσουν μία «τάπα» ή να κερδίσουν μία διεκδικούμενη κατοχή μπάλας. Επίσης, γίνεται φανερό από τον τρόπο που εμψυχώνει ο ένας τον άλλο και από τα «δεν πειράζει» που ακούγονται έπειτα από κάποιο λάθος ή ένα άστοχο σουτ.
Τα παιδιά, λοιπόν, είναι ενωμένα, θέλουν να φτάσουν και φέτος ψηλά και -το σπουδαιότερο- δείχνουν ότι τα ευχαριστεί αυτό που κάνουν. Οσο για το πόσο ψηλά μπορούν να φτάσουν, είναι νωρίς για να το πούμε από τώρα. Σίγουρα, πάντως, ψηλότερα από το προολυμπιακό που έχουν μπροστά τους, στο οποίο μπορούν να πετύχουν τον στόχο τους (δηλαδή την πρόκριση για το Πεκίνο), χωρίς να φτάσουν στην καλύτερή τους φόρμα ως ομάδα, πράγμα που θα είναι ζητούμενο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Τι έχει αλλάξει, όμως, στο αγωνιστικό στυλ; Κατ’ αρχάς, με τον Φώτση στο «4», τον Μπουρούση σε ρόλο άτυπου σέντερ, τον Βασιλόπουλο βασικό στο «3» αλλά και τον Πρίντεζη να δίνει μικρές χρονικά βοήθειες πίσω από τον Φώτση, η Εθνική έχει γίνει πιο γρήγορη και πιο αθλητική. Εχει στιγμές που στραγγαλίζει τον αντίπαλο με την άμυνά της, φεύγει με μεγαλύτερη σιγουριά στον αιφνιδιασμό και γενικά έχει καλύτερη κίνηση στην επίθεση, γεγονός που της επιτρέπει να απειλεί και σε ενδιάμεσο χρόνο, πράγμα που μέχρι πέρυσι δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο γι’ αυτή. Το ισχυρότερο άρμα μάχης είναι πάντα η άμυνά της, με πίεση που αρχίζει από τα 3/4 του γηπέδου, αλλαγές στα μαρκαρίσματα και παγίδες. Μοναδικό αδύναμο σημείο της στον τομέα της άμυνας κάποια δυσκολία που παρατηρείται απέναντι σε σέντερ με μεγάλο μπόι και όγκο, πράγμα που όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί με γρήγορες βοήθειες και έγκαιρες περιστροφές ή την είσοδο του Γλυνιαδάκη στη δωδεκάδα, που όμως θα έχει επιπτώσεις σε άλλους τομείς.
Κάτι άλλο που έκανε τρομερή εντύπωση στα ματς του «Ακρόπολις» ήταν η σιγουριά με την οποία αντιμετώπισαν οι παίκτες της Εθνικής τόσο τις αμυντικές όσο και τις επιθετικές καταστάσεις. Λες και το άγχος πέθανε, μαζί με τα βαρίδια του παρελθόντος που έκαναν ευάλωτη την ομάδα στην αντιμετώπιση του «πικ εντ ρολ» και ταυτόχρονα αργή, μονοδιάστατη και άρα προβλέψιμη σε επιθέσεις «5 εναντίον 5».
Υπάρχουν πάντως (τουλάχιστον αυτή τη στιγμή) και ερωτηματικά, τα οποία άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο σίγουρα δεν αγνοούνται. Μεγαλύτερο απ’ όλα ο βαθμός ετοιμότητας και η αντοχή (όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική) του Σχορτσιανίτη. Ο «Σόφο» προσπαθεί, παλεύει, γουστάρει αυτό που κάνει αλλά σίγουρα δεν έχει τον βαθμό ετοιμότητας του 2006, όταν έκανε θραύση στην Ιαπωνία. Ενδεχομένως, με βάση τα προβλήματα που αντιμετώπισε πέρυσι και φέτος, να είναι πάρα πολλά ακόμη και αυτά που πρόσφερε τώρα. Αν πάντως μέχρι το Πεκίνο σταθεροποιηθεί σε μία δυναμική συμμετοχή 15 λεπτών ανά αγώνα, τότε οι συμπαίκτες του και ο προπονητής του θα αισθανθούν πολύ περισσότερη σιγουριά.
Αλλο (μικρότερο) ερωτηματικό προκύπτει από τη μέχρι στιγμής απόδοση του Τσαρτσαρή που ενδεχομένως να έχει σχέση και με τον ρόλο που καλείται να παίξει στην ομάδα. Είναι σχεδόν βέβαιο, όμως, ότι με την ποιότητα και την εμπειρία που διαθέτει θα ξεπεράσει τα προβλήματα και θα δώσει τελικά τον καλύτερό του εαυτό.
[/SPOILER]