Ιστορίες. Εκ Δεξιών της Πεζογραφίας, Εξ Ευωνύμων μίας Εγκεφαλικής Κλανιάς

Εδώ λοιπόν βάζουμε τις Ιστορίες μας. Μεγάλες, μικρές, συναρπαστικές, βαρετές, διηγήματα, παραμύθια ή αναθέματα, γιου νέιμ ιτ!

Με μία μόνο κόκκινη γραμμή. Θα πρέπει όποια ιστορία ανεβαίνει εδώ να αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και μόνο. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις που περιγράφονται να είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα να είναι συμπτωματική και να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ακόμα και αν η αφετηρία των ιστοριών αυτών είναι βιωματική. Ακόμα και αν στην ιστορία αναφέρεται το αντίθετο.

Άρα λοιπόν, όταν με το καλό διαβάσω στην ιστορία κάποιου καλού συμφορουμίτη για την Κυρία Μαίρη, που τοποθέτησε με εξαιρετική προσοχή στο πιατάκι του τούρκικου καφέ τους βολβούς των γκριζοπράσινων ματιών του συζύγου της, προκειμένου αυτός να μην την χάσει ποτέ ξανά από τα μάτια του και άρα να μη χρειάζεται και αυτή πλέον δικαιολογίες για τους τόνους makeup που αναγκαζόταν να βάζει συχνά πυκνά στο πρόσωπο της, δε θα χρειαστεί να προβληματιστώ για το αν θα πρέπει να βγω στο μπαλκόνι με καπνογόνο. Θα ξέρω ότι πρόκειται για μία [………] ιστορία.

Αφού λοιπόν έγινε η ξήγα η σωστή, να σημειώσω ότι σε προσωπικό επίπεδο δεν προβλέπεται (ελέω κοντής αλλά και μεγάλου) χρόνος για γράψιμο στο άμεσο μέλλον. Όμως θα πέσει τσιτ, μιας και τα χρόνια τα αρχαία διατηρούσα για κάποιο διάστημα ένα blog, του οποίου δυστυχώς τα ηλεκτρονικά ίχνη έχουν πλέον εξαφανιστεί. Πρόλαβε όμως η κούκλα με την οποία έβγαινα τότε (αλλά και ο γονέας νο1 της κοντής και του μεγάλου τώρα) να αντιγράψει τα κειμενάκια αυτά σε word, οπότε ανά τακτά διαστήματα θα ανεβάζω εδώ και από ένα. Και όταν τελειώσουν βλέπουμε.

Εσείς όμως που δεν έχετε τέτοιες (φθηνές) δικαιολογίες αλλά ούτε και ανάλογο
(εξτραορντινέρ) σταςςς, παρακαλώ αρχίστε το γράψιμο. Δεν έχετε ιδέα πόσο απελευθερωτικό είναι.

Αυτά τα ολίγα, και κάνω ευθύς αμέσως την αρχή με….

2 Likes

MONEY (Scene Outline)

Summary

1) Νύχτα. Ο 30χρονός Mika βρίσκεται μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του. Στα χέρια του κρατάει ένα πιστόλι, ο σιγαστήρας του οποίου αγγίζει παλινδρομικά πότε την άκρη της μύτης του και πότε το τιμόνι. Το βλέμμα του είναι ασυναίσθητα κολλημένο σε μια γριά που προσπαθεί να μαζέψει τις ακαθαρσίες του μικροσκοπικού σκύλου της από το πεζοδρόμιο. Η γριά χάνει ξαφνικά την ισορροπία της και πέφτοντας καταπλακώνει τον σκύλο που τώρα γρυλίζει από πόνο μην αντέχοντας το βάρος της πάνω του. Ο Mika βγαίνει από το αυτοκίνητο, πλησιάζει την γριά και την πυροβολεί εξ επαφής στο κεφάλι, αφήνοντας την αιμόφυρτη στη μέση του έρημου από κόσμο πεζοδρομίου. Παίρνει τον σκύλο στην αγκαλιά του, μπαίνει στο αυτοκίνητο του και φεύγει.

2) Νύχτα. Στην τραπεζαρία των Walker η οικογένεια ετοιμάζεται να πάρει το δείπνο της. Η μητέρα και η κόρη σερβίρουν κοτόσουπα στα πιάτα, ο πατέρας προσπαθεί καθισμένος στην καρέκλα του να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί ενώ ο μικρός γιος της οικογένειας παίζει με τα παιχνίδια του οκλαδόν στο πάτωμα λίγα μέτρα μακριά από το τραπέζι. Μια κόκκινη φωτεινή κηλίδα τρεμοπαίζει στο μέτωπο του πατέρα και αμέσως μετά το τζάμι του παραθύρου θρυμματίζεται. Ο πατέρας πέφτει νεκρός από την καρέκλα του και το κεφάλι του φωλιάζει στην αγκαλιά του αποσβολωμένου γιου του. Η μητέρα και η κόρη αρχίζουν να ουρλιάζουν ενώ από τον δρόμο ακούγεται ένα πνιχτό γάβγισμα και λάστιχα να στριγκλίζουν στην άσφαλτο.

3) Νύχτα. Ο Mika μπαίνει στο διαμέρισμα του έχοντας τον σκύλο στην αγκαλιά του. Με το δεξί του χέρι ανοίγει ένα πορτάκι στο πάνω μέρος μιας κατασκευής από ξύλο και χοντρό γυαλί, πετάει τον σκύλο μέσα και το ξανακλείνει. Κοντοστέκεται για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα κατευθύνεται προς το μπάνιο ενώ ο σκύλος προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει από το αγκάλιασμα ενός κατοικίδιου πύθωνα. Μετά από ένα λεπτό, οι άναρθρες στριγκλιές του σκύλου μπερδεύονται με το θόρυβο του νερού που πέφτει από το ντους.

4) Μεσημέρι. Η 26χρονή Kathryn ανοίγει νωχελικά τα μάτια της ενοχλημένη από ένα μπουκέτο ηλιαχτίδες που ξέφυγαν από το κατεβασμένο πατζούρι της. Σηκώνεται από το στρώμα και καλύπτει τη γύμνια της μ’ ένα τεράστιο ανδρικό μπουρνούζι. Η υγρασία που νιώθει στα πέλματα της από τον χθεσινό εμετό που ακόμα υπάρχει στο πάτωμα της φέρνει νέα αναγούλα και με σπασμωδικές κινήσεις προσπαθεί να φτάσει στο μπάνιο. Απελευθερώνεται όπως-όπως από το μπουρνούζι, κάθεται στην λεκάνη της τουαλέτας με τους ώμους στα γόνατα και ξανακάνει εμετό, καλύπτοντας τα δάκτυλα των ποδιών της με χολή και αίμα.

5) Απόγευμα. Η Kathryn έχει ετοιμαστεί για το ραντεβού της και τσεκάρει μια τελευταία φορά το σπίτι πριν φύγει. Σιγουρεύεται ότι έχει σβήσει το καντηλάκι κάτω από ένα μικρό γύψινο ομοίωμα της Παναγίας, βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει κάποιος ανοιχτός διακόπτης στην ηλεκτρική κουζίνα της περνώντας μηχανικά τον δεξί της δείκτη από πάνω τους, ανοίγει και ξανακλείνει τον θερμοσίφωνα και επιθεωρεί όλα τα παράθυρα και τις πόρτες του σπιτιού. Λίγο πριν βγει από την εξώπορτα, ξαναγυρίζει στην κρεβατοκάμαρά για να ελέγξει άλλη μια φορά το καντηλάκι και έπειτα κατευθύνεται και πάλι προς την εξώπορτα. Κλειδώνει μία φορά, σταματάει, ξεκλειδώνει, μπαίνει στο διαμέρισμα και τσεκάρει αν το παράθυρο του μπάνιου είναι κλειστό. Περνώντας από τον διάδρομο, ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο καντηλάκι, έπειτα στους διακόπτες της κουζίνας, ανοίγει και κλείνει την μπαλκονόπορτα του σαλονιού και τελικά, βγαίνει από το διαμέρισμα, κλειδώνει δύο φορές και κατεβαίνει τις σκάλες. Στον πρώτο όροφο σταματάει, γυρίζει στο διαμέρισμά της, ανοίγει και κλείνει τον διακόπτη του θερμοσίφωνα, τσεκάρει το καντηλάκι, κλειδώνει δύο φορές την πόρτα και ξανακατεβαίνει τις σκάλες.

6) Νύχτα. Η Kathryn χτυπάει το κουδούνι του ορφανοτροφείου αρρένων «Ο Άγιος Ιγνάτιος». Ο διευθυντής του, πρεσβύτερος Benedict, ανοίγει την πόρτα και την καλωσορίζει θερμά. Την οδηγεί μέσα από την σκοτεινή και άδεια τραπεζαρία του ιδρύματος σε ένα μικρό δωμάτιο που χρησιμεύει ως αποθήκη τροφίμων. Ο πρεσβύτερος παραμερίζει ένα καφάσί με χαλασμένες πατάτες, τραβάει ένα μάνταλο στο πάτωμα και ανοίγει μια καταπακτή φανερώνοντας μια μισοφωτισμένη σκάλα. Κατεβαίνει πρώτος και τείνει το χέρι του προς βοήθεια της Kathryn. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα εισέρχονται σε μια μεγάλη και επαρκώς φωτισμένη σάλα. Και τα 12 αγόρια, ηλικίας 16-18 ετών, του ορφανοτροφείου βρίσκονται στοιχισμένα σε τριάδες ανά ηλικία και τελείως γυμνά. Η Kathryn χαμογελά πρώτα στον πρεσβύτερο, έπειτα στα αγόρια και αρχίζει να βγάζει τα ρούχα της. Εντωμεταξύ, ο πρεσβύτερος καλεί την πρώτη τριάδα αγοριών να πάρουν τις θέσεις τους στο μεγάλο στρώμα που βρίσκεται στο κέντρο της σάλας. Μισό λεπτό αργότερα, η Kathryn ενώνεται με τα πρώτα αγόρια ενώ ο πρεσβύτερος πατάει το play σε ένα φορητό CD-player αφήνοντας τις πρώτες νότες από τον Μεσσία του Haendel να πλημμυρίσουν την αίθουσα.

7) Πρωί. Ο 52χρονός Sol βρίσκεται στο γραφείο του, στον 18ο όροφο του ιδιόκτητου κτηρίου του ομίλου Sol Media Enterprises. Η τηλεόραση είναι ανοικτή και αυτός παρακολουθεί με εύθυμη διάθεση την κωμική απελπισία ενός σκίουρου-cartoon που προσπαθεί να χωρέσει μια τεράστια στοίβα βελανιδιών μέσα σε μια θεόστενη κουφάλα του δέντρου-σπιτιού του. Ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου ανασύρει τον Sol από την ευδαιμονία του και τον αναγκάζει να σηκώσει απρόθυμα το ακουστικό. Έπειτα από μισό λεπτό, ο Sol κάθιδρος και χαλαρώνοντας σπασμωδικά την γραβάτα του θα ψάξει μανιασμένα στα συρτάρια του ογκώδους γραφείου του για ένα τσιγάρο.

8) Μεσημέρι. Οι πληροφορίες του αγνώστου στο τηλέφωνο ήταν ακριβείς. Στις 14:02 ακριβώς, η ιδιαιτέρα του Sol αφήνει πάνω στο γραφείο του έναν κίτρινο φάκελο. Αυτός τον ανοίγει και βγάζει από μέσα μερικές φωτογραφίες και ένα κίτρινο post-it που αναγράφει ένα όνομα και έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου. “Mika, 07779631132”. Ο Sol κοιτάζει τις φωτογραφίες μία προς μία. Η κόρη του Kathryn με ένα νάνο και ένα σκύλο, η κόρη του Kathryn με 5 άντρες ταυτόχρονα, η κόρη του Kathryn στο κρεβάτι με τον ίδιο του τον αδερφό. Στη θέα της τελευταίας φωτογραφίας ο Sol ξεσπάει σε λυγμούς. Και καλεί τον αριθμό του κίτρινου post-it.

9) Νύχτα. Ο Sol μπαίνει στην pub Shakespeare’s Head και κάθεται στο τραπέζι του Mika, ο οποίος έχει μπροστά του ένα απείραχτο pint Guinness και το τεύχος “Η κληρονομιά του ΡανΤανΠλαν” της σειράς comics Lucky Luke. Ο Sol δίνει στον Mika ένα χαρτί με την διεύθυνση του αδερφού του, τον κίτρινο φάκελο με τις φωτογραφίες και το post-it, πίνει μονοκοπανιά το μισό pint και φεύγει. Μετά από 4 λεπτά, ο Mika σηκώνεται από την θέση του, βάζει τον κίτρινο φάκελο μέσα στο τεύχος και παίρνει τον μαύρο χαρτοφύλακα που είχε αφήσει ο Sol δίπλα στην καρέκλα του. Αφήνει ένα χαρτονόμισμα των 5 λιρών στο τραπέζι και βγαίνει από την pub.

10) Νύχτα. Ο Mika έχει δέσει σε μια καρέκλα τον φιμωμένο αδερφό του Sol και καλεί από ένα κλεμμένο καρτοκινητό τον Sol για να παρευρεθεί στην εκτέλεση, όπως είχαν συμφωνήσει εξ αρχής. Ο Mika τον συμβουλεύει να εισέλθει στον πύργο του αδερφού του από το κελάρι για να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες να γίνει αντιληπτός από το υπηρετικό προσωπικό και κλείνει το τηλέφωνο.

11) Νύχτα. Ο Sol μπαίνει διστακτικά στο υπνοδωμάτιο, αντικρίζει τον σιγαστήρα του όπλου του Mika να απέχει ελάχιστα εκατοστά από το κεφάλι του δεμένου αδερφού του και αμέσως μία γκριμάτσα ικανοποίησης ζωγραφίζεται στο ιδρωμένο πρόσωπο του. Δύο δευτερόλεπτα αργότερα ο Sol κείτεται νεκρός στο πάτωμα με μία σφαίρα καρφωμένη στον δεξί του κρόταφο. Ο Mika τοποθετεί το όπλο στο δεξί χέρι του Sol και φεύγει από τον πύργο, αφήνοντας τον δεμένο αδερφό να κοιτά τον νεκρό συγγενή του με φρίκη.

12) Νύχτα. Στις 23:00 ακριβώς, η κυρία Westwood χτυπάει την πόρτα του υπνοδωματίου του εργοδότη της για να τον ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι πριν αυτή αποσυρθεί. Στο τρίτο χτύπημα, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να ουρλιάζει σαν τρελή.

13) Ξημερώματα. Το τηλεοπτικό δίκτυο SolTV, ναυαρχίδα του ομίλου Sol Media Enterprises, διακόπτει το πρόγραμμα του στις 03:14 για να αναφέρει την είδηση ότι ο Πρόεδρος του ομίλου βρέθηκε νεκρός χθες το βράδυ. Η λιτή ενημέρωση καταλήγει με την επισήμανση ότι οι έρευνες της αστυνομίας βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη καθώς και με την εκτίμηση ότι το θλιβερό γεγονός δεν αναμένεται να επιφέρει σημαντικές διακυμάνσεις στην τιμή της μετοχής του ομίλου.

14) Πρωί. Ένα μήνα μετά την ταφή του εκλιπόντος Προέδρου δίπλα στο μνήμα της πολυαγαπημένης του συζύγου, η οποία είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια πριν από 10 ακριβώς χρόνια, το Διοικητικό Συμβούλιο της Sol Media Enterprises εκλέγει παμψηφεί στην θέση του Προέδρου του ομίλου την θυγατέρα του μακαρίτη Sol Gunnar, Kathryn Gunnar.

15) Πρωί. Σε κοσμική εκδήλωση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, ένας διαπιστευμένος φωτογράφος απαθανατίζει μια χαρούμενη παρέα. Από δεξιά προς τα αριστερά, εμφανίζονται οι: Kathryn Gunnar, Πρόεδρος του ομίλου Sol Media Enterprises - Benedict Gunnar, πρεσβύτερος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, διευθυντής του ιδρύματος «Ο Άγιος Ιγνάτιος» και θείος της Kathryn - Mika Elfestrøm, ραδιοφονικός παραγωγός και προσφάτως διευθυντής ψυχαγωγικού προγράμματος στο τηλεοπτικό δίκτυο SolTV.

[Σαβ, 01 Δεκ 2007 07:54 μμ]

Pink Floyd - Money (Official Music Video) - YouTube

7 Likes

:sweat_smile:

Προσκυνώ τη διεστραμμένη σου φαντασία, φίλε Σβεν

2 Likes

I see what you did there…

5 Likes

At first, I thought I am hallucinating, due to the fact I am in my first cup of coffee.
Saner thoughts prevailed: this is a group therapy session, and I will be happily a part of it .
Thank you @SvenN

2 Likes

Άντε βρε @SvenN , θα σε δώσω κάτι, που είχα στείλει σ’ έναν διαγωνισμό στην Ιατρική του Βόλου:

«Ανακομιδή οράσεως»

Η βροχή είχε υποχωρήσει. Τα σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί σε πλήρη διάταξη, άρχισαν πλέον να απομακρύνονται. Εκφράστηκαν βαθέως μην αφήνοντας την ενσυναίσθησή τους από τον ψυχισμό του. Η αποκατάσταση της προϋπάρχουσας έναστρης ουράνιας γαλήνης σηματοδοτούσε την επισήμανση προς τους πικραμένους οφθαλμούς του, οι οποίοι είχαν καταβληθεί από την εξάντληση της απόγνωσης και ήταν αδύνατον να στραφούν προς τα πάνω. Σκλαβώθηκαν μέσα στη δίνη της αφόρητης καταιγίδας που κατέκλυζε την ψυχή του.

Κάθισε σε ένα παγκάκι της κεντρικής πλατείας από εκείνα που τα σκεπάζουν με το περιούσιο υπάρχον φύλλωμά τους οι πελώριοι θάμνοι, που σαν άλλοι φύλακες κρατάνε ασφαλή τα ιερά μέρη, στα οποία κάποιος «προσκυνητής» μπορεί να καθίσει για να βρει λιγάκι τον εαυτό του. Εκείνος, όμως, χαμένος και απελπισμένος καθώς ήταν, δεν μπορούσε να βρει τον εαυτό του· δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Δεν το βάσταγε η επιθυμία του νου. Όσο για την καρδιά του, απωλέσθηκε σε ημέρες και νύχτες άνισων μαχών, όταν εκείνος προσπάθησε να βάλει τη «μεγαλειότητά» του πάνω από τους γονείς του. Όταν κατακερμάτιζε με κατηγορίες ακατανόητες εκείνο το πρόσωπο που εγκατέλειψε αρκετά δικά της για χάρη του. Πίστευε εκείνος ότι εκείνη δεν ήθελε να συμμεριστεί το «βασίλειό» του. Όταν προσπερνούσε σαν ανύπαρκτους, γνωστούς και αγνώστους εκείνους που του ζήταγαν από ένα ψίχουλο μέχρι και λίγο από τον δικό του χρόνο· ίσα ίσα για ν’ ακούσει τη φωνή τους, την επιθυμία τους, την παρουσία τους. Όλες αυτές τις ημέρες και τις νύχτες εκείνος βασίλευε και διαίρεε την ύπαρξη του.

Εκείνη την ώρα ήταν εξόριστος της ζωντάνιας των παρόντων ημερών. Τίποτα δε φαινόταν ότι μπορούσε να τον κάνει να παρακολουθήσει κάτι πέρα από την «αμαξοστοιχία» της απογοήτευσης και την απόγνωσης. Πήρε την απόφασή του· θα τσαλάκωνε μια και για πάντα αυτό το χαρτί, που λέγεται ζωή και που κάποτε του δόθηκε για να το γεμίσει με το δικό του στίγμα. Ήταν προ του τελικού και καθοριστικού βήματος, όταν σε μια στιγμή επάνω στο μάτι του έσταξε μία σταγόνα τέλεια στη συμμετρική της διάσταση. Έσταξε και δεύτερη, σχεδόν όμοια και λίγο πιο δυνατή από την πρώ-τη. Ήταν το μοναδικό γεγονός εκείνης της ώρας που τον ανάγκασε να στρέψει την παρουσία του σε κάτι πέραν του χαμένου εαυτού του, πέραν των ανελέητων σκέψεών του.

Γύρισε ολόκληρος και κοίταξε προς τα πάνω. Σηκώθηκε και κοίταξε προσεκτικά το φύλλο εκείνο που είχε μαζέψει νερό από την βροχή και έσταζε σταγόνα σταγόνα προς τα κάτω σαν να ήθελε να θρέψει και να δροσίσει ξηρούς και διψασμένους. Να μην κράταγε αυτή την ποσότητα του νερού για το ίδιο, θέλοντας να το εισάγει στα σπάργανά του. Εκείνος, όμως, πρόσεξε ότι πάνω από το φύλλο υπήρχε ένα άλλο που έσταζε σε αυτό και καθώς παρακολουθούσε αυτή τη φυσική ροή των πραγμάτων, άκουσε τον ήχο των σταγόνων ενώ έπεφταν. Έβλεπε και άκουγε, και τότε θυμήθηκε… η αναπνοή του μέσα στα πνευμόνια και το θώρακά του έγινε πλατιά· και σαν άλλη σταγόνα συμμετρικά τέλεια στη διάστασή της έσταξε μέσα του η ανάμνηση…

  • Παππού, εσύ τη φύση την αγαπάς για να έρχεσαι εδώ σχεδόν κάθε μέρα, ε;

  • Αμ πως λεβέντη μου να μην την αγαπώ…; Τόσες ζωντανές ομορφιές μας χαρίζει κάθε μέρα. Είναι δυνατόν να μην της ανταποδόκω την αγάπη της;

  • Ναι, αλλά και τη γιαγιά την αγαπάς και σ’ αγαπάει. Μόνο που εκείνη σου μιλάει κιόλας. Η φύση πως μπορεί να μιλήσει; Δε μιλάει.

  • Μαϊστράλι μου αγαπημένο, φαίνεται ότι οι δασκάλοι σας έχουν και αυτοί τις τόσες έγνοιες μέσα στο μυαλό τους, που καμιά φορά ξεχνάνε να σας πουν κάποια πραματάκια. Ας είναι. Μπορεί άνθρωπος σοφός να μην είμαι, αφού δεν πέρασα ποτέ το κατώφλι των πανεπιστημίων, αλλά δυο πράματα μπορώ να στα μάθω. Για έλα εδώ λίγο μαζί μου…

  • Που θα πάμε;

  • Θα δεις. Πρώτα κλείσε τα ματάκια σου και δώκε μου το χεράκι σου. Θα με κρατάς και θα σε κρατώ. Χωρίς να φοβάσαι, με κλειστά τα μάτια σου ν’ ακολουθείς τα βήματά μου, καθώς θα κρατιόμαστε.

  • Εντάξει.

Ο μικρός Πέτρος άκουσε τον παππού του χωρίς δισταγμό, έπιασε εκείνο το γιγαντιαίο χέρι γεμάτο από εμπειρίες ζωής χαραγμένες μέσα στην ανοιχτή παλάμη σαν να ήταν ένας κατευθυντήριος χάρτης, έκλεισε τα μάτια του και χωρίς ανησυχία ξεκίνησε να περπατάει ακολουθώντας τον. Δίχως να ξέρει τι σημαίνει αυτό που ένιωθε, τον εμπιστευόταν. Δεν έδινε σημασία στα λόγια του περί έλλειψης σοφίας του εαυτού του και της άρνησής του να σπουδάσει. Τον Πέτρο τον ένοιαζαν οι βηματισμοί του παππού του· αυτούς που πρωτοέκανε κι έμαθε ν’ αγαπάει, και αυτούς που κάνει τώρα και ξέρει να περπατάει πάνω στη γη. Ο παππούς του ήταν ο προσωπικός του θησαυρός, ο δικός του κοσμοναύτης.

  • Λοιπόν, Πετράκη, πιάσε αυτό εδώ το δέντρο όπως είσαι, αγκάλιασέ το, ακούμπα το κεφαλάκι σου με το αυτί σου απάνω στον κορμό του και πες μου τι ακούς.

Ο Πέτρος έκανε όπως του υπέδειξε ο παππούς του. Το αγκάλιασε σαν να αγκάλιαζε τον παππού του. Δεν είπε κουβέντα κι έκανε ν’ ακούσει προσεκτικά.

  • Ακούω κάτι σαν γρατζούνισμα. Ακούω κάτι κελαηδίσματα και τον αέρα.

  • Μπράβο. Το γρατζούνισμα είναι ο κύριος σκίουρος που μένει μέσα στο δέντρο. Τα κελαηδίσματα είναι του κυρίου και της κυρίας κοκκινολαίμη που στέκουν στο κλαδί και τραγουδούν ο ένας στον άλλο την αγάπη τους. Και το κάνουν στο μόνο μέρος που τους φιλοξενεί ο οικοδεσπότης, το δέντρο. Όσο για τον αέρα, δεν είναι εκείνος ακριβώς που ακούς, αλλά τα φύλλα του δέντρου που τα πειράζει ο αέρας για να τα κάνει ν’ ακούγονται έτσι σαν κουδουνίσματα της κτίσης. Ο αέρας παίζει με τα δέντρα. Εκείνος ξεχύνεται απάνω τους κι εκείνα βγάζουν με τον ήχο των φύλλων όλη τη ζωντάνια τους.

Όλα αποτυπώνονταν μέσα του, ένα κι ένα. Άκουγε και παρατηρούσε συγχρόνως με προσοχή και θαυμασμό. Είχε μία ανεκλάλητη χαρά μέσα του, που ήθελε να τη μοιραστεί με όλους τους οικείους και τους γνωστούς του. Την κράταγε, όμως, εν σιγή, ώστε να συνεχίσει να μαθαίνει από τον παππού του.

  • Για ξανακλείσε τα ματάκια σου και πιάσε ξανά το χέρι μου να σε πάω και σ’ έναν φίλο μου.

  • Σε ποιον παππού;

  • Θα δεις μικρέ μου, θα δεις…

Η απόσταση που διένυσαν ήταν λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη και παρά τη δυσκολία στο μονοπάτι, ο Πέτρος δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια του ή να παραπονεθεί. Επειδή, μάλιστα, φοβόταν μήπως και τα μάτια του άνοιγαν κατά λάθος, τα κράταγε κλειστά όσο πιο σφιχτά μπορούσε.

  • Φτάσαμε παλικάρι μου. Λοιπόν, τώρα σε αφήνω και εκεί που στέκεις, ξάπλωσε και άπλωσε τα χέρια σου μπροστά. Μην ανοίξεις, όμως, τα μάτια σου.

Έκανε όπως του είπε. Ξάπλωσε και άπλωσε τα χέρια του. Απόρησε, όμως, γιατί ένιωθε το νερό.

  • Παππού είναι ποταμάκι αυτό;

  • Ναι καλέ μου. Τώρα, βάλε τα χεράκια σου απάνω στο νερό, ακουμπώντας το και πες μου τι ακούς…

Προσπαθούσε να είναι συγκεντρωμένος, να μην κάνει κάποιο λάθος και ο παππούς τον κατάλαβε σε αυτό. Γι’ αυτό, έκατσε δίπλα του και του είπε σιγανά στο αυτί του.

  • Απαλά, Πετράκι μου, απαλά. Μην ζορίζεσαι νά βρεις το σωστό από το λάθος. Μείνε ν’ ακούσεις τη φύση που σου μιλά, καθώς σ’ έχει μέσα στην αγκάλη της. Καθώς είσαι ξαπλωμένος μέσα στις ανοιχτές παλάμες της. Απαλά…

Εκείνος ξέσφιξε τα μάτια του. Τα κράτησε απαλά κλειστά και αφέθηκε ν’ ακούσει τι είχε να του πει το νερό. Άκουγε από το επάνω μέρος που ξεχυνόταν ένας μικρός καταρράκτης, άκουγε που κυλούσε και το άκουγε που ανέβαινε πάνω στα χέρια του. Θαρρείς και οι μυριάδες σταγόνες ήταν παιδιά μιας αυλής που ακατάπαυστα έτρεχαν πέρα δώθε ορμώμενα από την ανεξάντλητη χαρά τους κι έπαιζαν.

  • Τι ακούς Πετρή;

  • Ακούω το νερό παππού, εκεί στον καταρράκτη και πάνω στα χέρια μου. Το ακούω που έρχεται και πηγαίνει πιο κάτω.

  • Τώρα, κάνε τις δυο σου παλάμες ενωμένες σα μια μικρή κούπα και πες μου τι αισθάνεσαι.

  • Αισθάνομαι να μου γεμίζει τις παλάμες μου.

  • Ναι κανακάρη μου. Σου γεμίζει τις παλάμες σου. Στις γεμίζει με τον εαυτό του ο φιλαράκος μου. Μέσα στις παλάμες σου έχεις τα τραγούδια του νερού. Έχεις το λόγο του. Γεμίζοντάς τες σου λέγει το ποταμάκι τι σου δίνει και για ποιο λόγο στο δίνει. Και στο δίνει για να σε ξεδιψάσει και με τη σειρά σου να το δώκεις σε κάποιον άλλον που είναι διψασμένος, ώστε να τον ξεδιψάσεις εσύ. Ο λόγος του νερού, δεν είναι θόρυβος, αλλά είναι τραγούδι μικρό μου αγέρι. Τραγούδι της ζωής που το ‘φτιαξε ο Κύρης του ουρανού. Τραγούδι που το μαθαίνει ο ένας στον άλλον. Κι έτσι δεν το σπαταλάμε· κι εκείνο που μας καταλαβαίνει, συνεχίζει να μας δίνεται, έτσι όπως γεμίζει πλουσιοπάροχα τώρα τα δυο σου τα χεράκια. Κι επειδή ξέρει ότι αυτά τα χεράκια θα δώκουν συνέχεια στην πνοή και στη ροή του, όπως έδωκε πρώτη φορά ο Κύρης μας σε αυτό και σε εμάς, αφήνει τώρα κι εκείνο να τα βάζεις μέσα του για να συνεχίσεις εσύ τη ροή της δροσιάς του προς τους άλλους ανθρώπους.

Πολλά από τα λόγια αυτά δεν τα καταλάβαινε ακριβώς, αλλά θυμήθηκε που προ ολίγου του είπε ο παππούς του «απαλά». Παράλληλα, όμως, ένιωθε μέσα του τη καρδιά του να σκιρτάει με όλα αυτά που άκουγε. Ήταν ο λόγος του παππού, η φωνή του, η αγάπη του για την κτίση, η αγάπη της κτίσης προς εκείνον, η δωρεά του νερού, του αέρα, των φυλλομάτων και η δωρεά του Κύρη του ουρανού. Δεν ήξερε να τα εξηγήσει, αλλά όλα τον γαλήνευαν.

Σηκώθηκαν αμφότεροι, νεότερος και γηραιότερος για να συνεχίσουν τον περίπατό τους. Ο Πέτρος δεν άφηνε από ‘κεινης της στιγμής τίποτα από τα μάτια του και τ’ αυτιά του. Είχε ενεργοποιήσει τις αισθήσεις του έτσι ώστε να γίνει ένα με όλα γύρω του και πρώτα πρώτα με τον παππού του. Για πρώτη φορά στα έξι του χρόνια αισθανόταν μέσα του κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει, ούτε και να το περιγράψει. Ήταν κάτι μεγάλο και ανεξήγητο για την ηλικία του; Ή μήπως πάλι σφιγγόταν και δεν αφηνόταν με απαλότητα; Μήπως χρειαζόταν να φτάσει μέχρι το πανεπιστήμιο για να το εξηγήσει; Ντρεπόταν κάπως να ρωτήσει τον παππού του, αν και ήθελε να τον ρωτάει για τα πάντα. Ο Πέτρος ήταν για πρώτη φορά πεινασμένος και διψασμένος για ζωή. Ωστόσο, σκέφτηκε καλύτερα να το αφήσει και αν το αισθανθεί ξανά αυτό το «μεγάλο» μέσα του, θα έπαιρνε το θάρρος να ρωτήσει πρώτα τον παππού του.

  • Παππού, θέλω να σε ρωτήσω κάτι που όταν το είπα στη μαμά, μου είπε να μη σε ρωτήσω καλύτερα για να μη στενοχωρηθείς. Αλλά εγώ, να ξέρεις, δε θέλω να σε στεναχωρήσω.

  • Όχι μαργαριτάρι μου, εσύ δεν υπάρχει περίπτωση να με στεναχωρήσεις! Τι είναι αυτά τα πράματα! Δεν πειράζει, ας λέει η μαμά σου. Εσύ να με ρωτάς. Γιατί, ακόμα κι αν δεν ξέρω σε κάτι να σου απαντήσω, θα το ψάξω να το μάθω κι εγώ. Μη θαρρείς δα πως τα ξέρω όλα. Έτσι, την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούμε θα ξέρω την απάντηση και θα στη δώκω, όπως έκανε και ο φιλαράκος μου το ποταμάκι. Ακόμη μαθαίνω. Α, μπορούμε να πούμε ότι είμαστε και συμμαθητές έτσι.

Σε όλη την ημέρα, αυτό ήταν από τα πιο ωραία και αστεία πράγματα που άκουσε ο Πέτρος. Γέλασαν και οι δυο τους, αλλά ο μικρός συμφώνησε και συγκατέβαινε στην άποψη του παππού του. «Ποιος εγγονός, άλλωστε», σκέφτηκε, «δε θα ήθελε για συμμαθητή του έναν τέτοιο παππού; Τον δικό του παππού;».

  • Για πες μου, λοιπόν. Τι είναι αυτό που θέλεις να με ρωτήσεις;

  • Όταν έπεσε πέρσι το σπίτι σας από το σεισμό, στεναχωρήθηκες;

  • Μμμ… Κοίταξε, σαν το είδα να είναι χίλια κομμάτια, τα μάτια μου, νιώθοντας τον πόνο της καρδιάς μου, δεν άντεξαν και γέμισαν με δάκρυα. Υπάρχουν μνήμες μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Μνήμες στις οποίες υπάρχεις κι εσύ. Αλλά ξέρεις κάτι; Όταν, πλέον, έγινε ερείπιο και μετά έπεφτε η βροχή και καθόμουν και το κοίταγα, συνειδητοποίησα ότι το πιο σημαντικό αυτού του σπιτιού δεν έγινε σκόνη μαζί με τις πέτρες. Ήταν εκεί και οι στάλες του ουρανού πότιζαν την πονεμένη ζωντάνια του και την αιώνια ο-μορφιά του.

  • Και ποιο είναι αυτό;

  • Η γιαγιά σου, αγόρι μου. Η γιαγιά σου. Στεκόταν εκεί παράμερα και κοιτούσε κι εκείνη με δάκρυα, αλλά όταν την έβλεπα, έστω και μέσα στη στεναχώρια της, μέσα στον πόνο της, δοξολογούσα που ήταν εκεί έξω, που θα την αγκάλιαζα ξανά, ενώ εκείνη θα έκλαιγε μέσα στα χέρια μου, και που δεν ήταν εκεί μέσα.

  • Ναι, αλλά παππού, αυτό το σπίτι εσύ το έχτισες με τα χέρια σου κι έμενες για πολλά χρόνια…

  • Μικρέ Πετρή, άκουσε κάτι και κράτα το καλά μέσα σου. Όσα σπίτια και να χτίσει ο άνθρωπος, όσα χρόνια και να μείνει μέσα σε αυτά, όταν υπάρχει μια άλλη καρδιά δίπλα του, το πιο σημαντικό είναι η καρδιά αυτή. Το σπίτι είναι μερικά ντουβάρια, τούβλα που παίρνουν χρώμα και σχήμα. Η ζωντάνια του, όμως, είναι μέσα από αυτά, εκεί που μιλάνε οι καρδιές των ανθρώπων. Εκεί που στα εύκολα και τα δύσκολα στέκουν και προχωράνε μαζί. Όταν ένα σπίτι μιλάει, σημαίνει ότι μιλάει η ζωντάνια αυτών των ανθρώπων. Ένα σπίτι ας πέσει, ας γίνει χίλια κομμάτια· το ξαναχτίζεις από την αρχή, όπως εσείς τα μικρά παιδιά που παίρνετε ένα χαρτί λευκό και αρχινάτε να κάνετε σχέδια και βάζετε και χρώματα. Δε σας βγαίνει κάτι καλό ή τσαλακώθηκε το χαρτί; Παίρνεις ένα καινούργιο και το πιάνεις από την αρχή. Τον άνθρωπό σου, όμως, αγόρι μου μια φορά τον έχεις δίπλα σου. Αν τον χάσεις, δεν τον ξαναχτίζεις. Και αν τον αγαπάς, τότε εκείνος αξίζει όσο δεν αξίζουν εκατό σπίτια μαζί.

Έπρεπε να περάσουν εικοσιδύο χρόνια, ώστε ο Πέτρος να τολμήσει να ακούσει ξανά τα πάντα να του μιλάνε. Ν’ ακούσει ξανά σαν τότε το λόγο των υδάτων, που του αποκαλύπτουν τη ζωντάνια. Ότι με μια σταγόνα, ο οφθαλμός εγείρεται από το βαλσάμωμα της ψυχής και μπορεί να ξανακοιτάξει ό,τι υπάρχει γύρω και την ίδια τη ζωή. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια θυμήθηκε τη βόλτα με τον παππού του, όπως θυμήθηκε και τον ψίθυρο που του είχε χαρίσει την τελευταία στιγμή της ζωής του· όταν ο εικοσάχρονος τότε Πετρής έσκυψε στα γέρικα εκείνα χείλη και άκουσε μόνο μερικά λόγια· «ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὑ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰώνος. Ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα ».

Το πρόσωπό του απέκτησε μία θερμότητα, ο αέρας στο μεταίχμιο βροχής και ξαστεριάς του αναζωογόνησε τις αναπνοές του. Η απωλεσθείσα του καρδιά ανέζησε εξ ύδατος και πνεύματος. Το πήρε απόφαση· δε θα τσαλάκωνε εκείνο το χαρτί, επειδή δεν το είχε ολοκληρώσει ακόμη. Οι πρώτες γραμμές, τα πρώτα σχέδια έμειναν ημιτελή και δίχως χρώματα· ίσως μάλιστα κάποιες έγιναν και τραβήχτηκαν παραπάνω απ’ όσο έπρεπε και μέ-σα σε βιασύνη. Η ανάμνηση του παρελθόντος έφερε την ανατολή του παρόντος. Πάνω στην απόφασή του έκλαψε πολύ, όχι όμως πικρά και απελπισμένα, αλλά με μία σφοδρή επιθυμία να «χτίσει» ένα μόνο πράγμα· την αγάπη του. Τα βήματά του μέχρι το σπίτι του δεν ήταν βαριά, ούτε και τα έσερνε. Φανέρωναν, περισσότερο, την πρόθεση να ερευνήσουν το παρόν για το επικείμενο μέλλον. Μόλις μπήκε στο διαμέρισμα και στάθηκε για μια στιγμή να αφουγκραστεί τα πάντα, οι κόρες του στράφηκαν μονομιάς στο σημείο εκείνο που έστεκε κρεμάμενη η επαλήθευση της ανάμνησης που τον ζωντάνεψε· η φωτογραφία με τον παππού του.

Ο Πέτρος, ο σοβαρός μεγάλος, που ξέχασε να ζει απαλά και προτίμησε το «σκληρά», κοίταξε στην εικόνα τον Πέτρο, το ζωντανό παιδί, τα μάτια του οποίου δίψαγαν για ζωή. Και έβλεπε εκείνα τα μικρά μάτια που χώραγαν μέσα τους όλη την αιωνιότητα, την οποία αναγνώριζαν στο γέρικο ανάστημα που ήταν πλάι τους. Θυμήθηκε που πορευόταν στην πλατεία του χωριού με τον παππού του κι εκεί, οι γέρικοι λίθοι καθήμενοι σαν τον ρώταγαν τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει, εκείνος απαντούσε, «θέλω να γίνω σαν τον παππού μου!». Η ομήγυρη γελούσε, όπως και ο παππούς του, μα εκείνος ο μικρός ήταν σίγουρος, ήθελε μόνο αυτό· να μεγαλώσει και να μάθει να ζει όπως ο παππούς του. Να πορεύται μέσα από σεισμούς και καταστροφές, αλλά με την πρόθεση να ξαναχτίσει. Να αγαπάει τους άλλους και να ξέρει ν’ ακούει την κτίση, καθώς εκείνη θα του μιλάει. Να σηκώνεται και να προσφέρει το δικό του λόγο, τη δική του πνοή, να λέει ένα τραγούδι. Και αυτό δεν χρειαζόταν σφίξιμο, αλλά απαλότητα, φυσική πορεία, όπως ο φιλαράκος του παππού του, που του είχε γεμίσει τότε τις παλάμες του.

Αυτά τα μάτια δεν ανήκαν αποτυπωμένα απλά σε μία φωτογραφία, ούτε και στην εποχή που ο Πέτρος ήταν μικρός. Ήταν ακόμη εκεί, πίσω από τις κόρες που ποτίστηκαν με την πικρότητα της μεγάλης ιδέας και της ισχυρογνωμοσύνης. Ήταν εκεί, αποκρυσταλλωμένα από τη σκληρότητα του ισχυρού ενήλικα που ζήταγε ένα πρωτείο αποκλειστικά δικό του· ένα άγαλμα από χρυσό για να στέκεται στο μέσον και να προσκυνείται. Κι όμως, αυτά τα μάτια της παιδικής διάκρισης ξαναβγήκαν μπροστά, αφού τα δάκρυα, ως πυρακτομένες σταγόνες, έθραυσαν τις γυάλινες σφαίρες της ψευδαίσθησης κι έδωσαν αφορμή ανακομιδής των γνήσιων βολβών που κοίταζαν με ελπίδα και προσμονή χαράς.

Αμέσως στράφηκε προς το παράθυρο. Μέσα στην ήσυχη και λαμπυρίζουσα νύχτα από τα ουράνια στολίσματά της, κοίταξε γύρω του τις πολυκατοικίες, τα μπαλκόνια, τα άνθη που στριμώχνονταν μέσα σ’ αυτά τα τσιμέντα, τους λίγους ανθρώπους που περπάταγαν προς πάσα κατεύθυνση. Σήκωσε το δεξί του χέρι έξω από το παράθυρο, στερεώνοντάς το ως έρμαιο του αέρα. Μόνο που ο αέρας έμοιαζε περισσότερο να το χαϊδεύει, σαν να το παρηγορεί και να το ζητεί, την ίδια στιγμή, για να παίξει μαζί του. Και τότε, εκείνα τα μάτια, τα γνήσια, είδαν πως αυτό το χέρι μαζί με το άλλο μπορούσαν να ξαναχτίσουν ό,τι γκρέμισε ο ίδιος. Μπορούσαν να σκάψουν πίσω από τη ρωγμή του κάλλους κι εκείνος να ξαναβρεί τους άλλους. Αυτό ήταν το παρόν του, το μέλλον του, η ζωή του· το παιδικό του όνειρο.

7 Likes

Ο PAKIS ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΩΝ ΔΟΧΕΙΩΝ (μία πράσινη φωσφοριζέ ιστοριούλα)

Summary

Ο Pakis δε διέφερε και πολύ από τα άλλα μπουμπούκια που απλώνουν τη σταφιδιασμένη αρίδα τους στις καφετί σελίδες του μεγάλου Ελληνικού βοτανολογίου. Γόνος μεσοαστικής οικογένειας της πρωτευούσης, προσπάθησε (ύστερα κι από σχετική πατρική νουθεσία-πλύση εγκεφάλου) να ακολουθήσει το τιμημένο δρόμο προς το Greek dream. Ήτοι, πανεπιστήμιο-μεταπτυχιακό-δουλειά γαμάουα και λεφτά με το φτυάρι. Μπορεί να έφτασε με σχετική ευκολία μέχρι και τη δεύτερη στάση του δρομολογίου, όμως μετά τα γάλατα έσφιξαν. Η στάση δουλειά-γαμάουα είχε ως βασική προϋπόθεση και τις ανάλογες συστάσεις (blink), τις οποίες όμως ο Pakis δε διέθετε. Δυστυχώς.

Τι να κάνει λοιπόν το έρμο το παλικάρι, έριξε τη μούρη του και άρχισε την αναζήτηση εργασίας μέσα από αγγελίες εφημερίδων. Μετά από ένα άλφα χρονικό διάστημα άκαρπης αναζήτησης -ικανό να γκαστρώσει Ινδό φακίρη- μια πολυεθνική ευτύχισε να εντάξει στο δυναμικό της το δυναμικό Pakis.

Ο πρώτος χρόνος πέρασε σχετικά ζάχαρη. Ευκαιρία για νέες εμπειρίες και γνώσεις, γνωριμίες, διασυνδέσεις. Άσε που το μαγαζί ήταν και πήχτρα στις πιπόζες. Ένας πραγματικός κήπος της Ψωλέμ επί της Γης δηλαδή.

Στο μπες του δεύτερου χρόνου, ο Pakis άρχισε να προβληματίζεται. Οι εμπειρίες και γνώσεις που είχε καταφέρει να αποκομίσει κατά τη διάρκεια του έτους άντε και να του χρησίμευαν για κάνα τελειωμένο σουαρέ ηλιθίων που παίζουν trivial pursuit χρησιμοποιώντας, αντί για ζάρια, κόπιτσες από πεταμένα σουτιέν που βρίσκουν έξω από κινέζικα καταστήματα ένδυσης. Όσο για γνωριμίες και διασυνδέσεις; Παπάρια μάντολες, πούτσες μπλε, τ’ αρχίδια μας κουνιούνται κου-του-λου, κου-του-λου. Το networking του είχε φτάσει μέχρι και την απόκτηση του κινητού τηλεφώνου (της συσκευής, δεν κάνω πλάκα) μιας ανθυπογραμματέως με ομολογουμένως μαρμάρινα βυζιά. Πέραν τούτου όμως, το απόλυτο μηδέν.

Όπως ήταν φυσικά αναμενόμενο, στον Pakis δεν άρεσε καθόλου όλη αυτή η τελματωμένη κατάσταση. Μα καθόλου όμως! Άρχισε λοιπόν να εξετάζει alternative plans προκειμένου να φτάσει στην πολυπόθητη τρίτη στάση του δρομολογίου που είχε τερματικό σταθμό το Greek dream. Έπειτα από ένα τρικυμιώδες Σου-Κου και πάμπολλα διαφορετικά πλάνα δράσης-αντίδρασης ενάντια στον επερχόμενο επαγγελματικό του βούρκο, ο Pakis κατέλήξε στο προφανές και πιο δύσκολο απ’ όλα όσα είχε σκεφτεί εκείνο το διήμερο. Έπρεπε να φτάσει στην τρίτη στάση μέσα από την τωρινή του δουλειά. Taunting task όπως θα έλεγε μέσα από τα δόντια του και ένας μπαστουνοκατάπιος του Μπι-Μπι-Σι. Το master plan λοιπόν, έστω κι αν προκαλούσε ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο της σούφρας, είχε επιλεγεί. Τώρα έμενε να αποφασισθεί και το Πως.

Άπλωσε μια τεράστια λαδόκολλα (2Χ3 μέτρα) στο πάτωμα του σαλονιού του και μ’ ένα κάρβουνο ζωγραφικής (απομεινάρι των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων) ανά χείρας βάλθηκε να βρει ΤΗΝ λύση.

Και η αλήθεια είναι ότι ο μπαγάσας βρήκε όντως πολλές λύσεις. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν στην ποσότητα αλλά μάλλον στην ποιότητα. Σε αυτό το σημείο επιτρέψτε μου να αντισταθώ στον ανείπωτο πειρασμό και να αναφέρω μόνο μία εξ αυτών (και αυτή για καθαρά κοινωνικό-κλινικούς λόγους), μιας και η λεπτομερής καταγραφή όλων των προτεινομένων λύσεων θα κατάφερνε θανάσιμο πλήγμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια του Pakis

«Implementation plan #3: Πρέπει να αποπνέω σεβασμό στους συναδέλφους μου! Γι’ αυτό το λόγο, επιβάλλεται να αποστηθίσω επιλεγμένους στίχους ποιημάτων καταξιωμένων Ελλήνων ποιητών, έτσι ώστε να διανθίσω με αυτούς την (ξύλινη, φοβάμαι…) επαγγελματική μου jargon. Θεωρώ ότι τις απανωτές προαγωγές τις έχω στο τσεπάκι μου!»

Εντάξει. Ο Pakis δεν ήταν ΤΟΟΟΟΣΟ μαλάκας! Πράγμα που σημαίνει ότι το 99,99% από αυτά που έγραφε τα διέγραφε αμέσως με το που τα ξαναδιάβαζε.

Η ώρα όμως περνούσε. Και λύση στο θέμα του δεν είχε βρει. Εκεί που σκεφτόταν σαν χάνος τη wannabe λύση 189, το μάτι του έπεσε πάνω στο μεσαίο ράφι της βιβλιοθήκης του. Πρώτο, «Το Κουμπί της» του Μανάρα. Ελαφρά πίεση στον καβάλο του παντελονιού του. Το μάτι του συνέχισε την πορεία του. Δεύτερο, το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο. Καμία αντίδραση. Τουλάχιστον όχι κάποια που να είναι μετρήσιμη από μη εξωγήινους αισθητήρες. «Η Μαμά Ντάλτον» των Μορρίς και Γκοσινύ. Πνιχτό χαμόγελο. «Απόρρητος φάκελος Αλίκη Βουγιουκλάκη, μια ζωντανή ανθρώπινη μαρτυρία» του Ζαραβέλη. Θαυμασμός. Από τα καλύτερα που είχε διαβάσει στη ζωή του. Ο «Φάουστ» του Γκαίτε. «Calculus for Business, Economics and the Social and Life Sciences» των Χόφμαν και Μπράντλεϊ. Ο «ΦΑΟΥΣΤ» ΤΟΥ ΓΚΑΙΤΕ;;;;!!!

Eφίδρωση των παλαμών του, διασταλμένες κόρες, σφίξιμο στο στομάχι. Και το μυαλό του να σκέφτεται με ταχύτητα φταρνίσματος. Το αυθεντικό δεν το είχε διαβάσει. Το δερματόδετο βιβλίο όμως, δώρο του παππού του στα έκτα του γενέθλια, του έφερε στο μυαλό το ομότιτλο «Κλασσικό Εικονογραφημένο» που είχε ξεφυλλίσει στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια εικοσάλεπτων σκοπέτων στην εξωτική Σαλαμίνα.

Αδυνατώντας να συγκρατήσει μια πορδή χαράς, ο Pakis μάζεψε άρον-άρον τη λαδόκολλα από το πάτωμα και χύθηκε στην αναπαυτική κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς του. Το Μέλλον, με αμφίεση κουνελιού του Playboy και παρουσιαστικό Ντόρας, του έκλεινε συνωμοτικά το μάτι. «Μέγιστε, σχεδόν έφτασες στο στόχο σου!» σκέφτηκε. Άλλη μια πορδή ευτυχίας. Σκεπτόμενος τα μεγαλεία που έρχονται, δεν άργησε να αποκοιμηθεί πάνω στην πολυθρόνα-εκκρεμές της γιαγιάς.

Ο ύπνος του δεν ήταν και ο πλέον ανέφελος. Βλέπεις, το υποσυνείδητο του, που μάλλον λειτουργούσε καλύτερα από το συνειδητό του, είχε πάρει μυρουδιά ότι αν είναι να καλέσεις τον Σατανά στο τσαρδί σου, καλό θα είναι τουλάχιστον να έχεις σκεφτεί τι θες από αυτόν. Ε, που λες, ο Pakis δεν ήξερε Χριστό (sweeeet)! Επειδή λοιπόν το υποσυνείδητο του δεν ψηνόταν και πολύ να ψηθεί στην Κόλαση σετάκι με τον ξενοίκιαστο εγκέφαλο του, πάσχιζε τώρα σαν τρελό για να βρει μια λύση. Και φυσικά να την πασάρει με υπόγειο τρόπο στο χαζοβιόλικο αφεντικό του.

Εκείνη τη νύχτα, ο Pakis είδε ένα παράξενο όνειρο. Ήταν λεει σε ένα χημείο και είχε μπροστά του διάφορα δοχεία που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους. Ξαφνικά μια σταγόνα απροσδιόριστου λευκού παχύρρευστου υγρού πέφτει εντός του πρώτου δοχείου, προκαλώντας ένα τσιριπιπίμ (επιστημονικός όρος για την ανεπαίσθητη ταλάντευση της στάθμης των υγρών) στα υπόλοιπα δοχεία. Ο Pakis ξαναφόρεσε την μάσκα του χάνου και το βλέμμα του περιπλανήθηκε δίχως αποσκευές στο τραπέζι με τα δοχεία. Είδε ένα υπερμέγεθες post-it πάνω στο οποίο αναγραφόταν με κεφαλαία το εξής μήνυμα: «ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ! ΖΗΤΑ ΤΟΥ ΝΑ ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΙ ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙΟ ΣΟΥ ΚΕΦΑΛΙ ΟΛΗ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ GURU ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ. ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣΟΥ ΟΤΙ ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΗΣ, ΟΤΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΘΑ ΤΟ ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ! ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟ STREAMING ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ. ΓΚΕΓΚΕ ΡΕ ΠΑΠΑΡΑ Ή ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΣΩ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΒΥΖΙΑ;;»

Αν ο Pakis κοιμόταν με καμιά γκόμενα στην ποδιά του, αυτή μάλλον θα είχε ήδη ξυπνήσει από την επανάληψη (σε βαθμό επιληψίας) δύο συγκεκριμένων λέξεων εκ μέρους του. «Από ποιόν;». Αλλά κοιμόταν μόνος του. Γι’ αυτό και ξύπνησε μόνο όταν έπεσε από την κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς του.

Με τη νύστα να του έχει κάνει κανονικό κεφαλοκλείδωμα, ο Pakis πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφεδάκο. Με το που άναψε όμως το φως του απορροφητήρα λίγο έλειψε να μείνει στον τόπο. Πάνω στα δύο μεγάλα μάτια της κουζίνας ήταν ένα ζευγάρι τροφαντά βυζιά και πάνω στα βυζιά ήταν ζωγραφισμένο ένα μήνυμα απελπισίας: «ΗΜΑΡΤΟΝ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΗΜΑΡΤΟΝ!!».

Ο Pakis έκλεισε τα μάτια του και αναφώνησε «ΕΥΡΗΚΑ!». Όταν τα ξανάνοιξε, τα βυζιά είχαν εξαφανιστεί. Μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στο ύποπτο αυτό γεγονός (αλήθεια, γιατί πάνω στα μάτια της κουζίνας και όχι κρεμασμένα στον τοίχο σαν βαλσαμωμένο κεφάλι άγριου ζώου σε σαλόνι Τεξανού;) ο Pakis τσακίστηκε μέχρι να φτάσει στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή. Τώρα που το puzzle είχε ολοκληρωθεί, έπρεπε να βρει πάση θυσία ένα τρόπο για να καλέσει τον Άρχοντα των Μυγών εδώ και τώρα.

Προσευχές backwards μπροστά σε καθρέπτες, τσίτσιδη ακρόαση όλων των δίσκων των Burzum με τη μία, ανασκαλόπιση παρθένων κορασίδων με το τηλεκοντρόλ της TV, κόκορες στο αίμα τους, κότες στο ζουμί τους και τα συναφή δεν του γέμιζαν και πολύ το μάτι. «Σίγα μη σκάσει μύτη ο Βελζεβούλης μ’ αυτές τις μαλακίες!» σκέφτηκε και συνέχισε το ψάξιμο για κάτι περισσότερο sophisticated.

Η μαρτυρία ενός Περουβιανού ιερομόναχου που υποστήριζε ότι κατάφερε να καλέσει τον Εωσφόρο κάνοντας κατακόρυφο γυμνός με ένα αγγούρι στο στόμα του (ολόκληρο και με τη φλούδα του) για δύο ολόκληρα μερόνυχτα μπορεί να τον έβαλε για λίγο σε σκέψεις αλλά τελικά αυτό που έκανε ήταν να σβήσει τον υπολογιστή. «Παπαριές! Ένας είναι ο τρόπος!» συλλογίστηκε.

Και πραγματικά, μπορεί ο τρόπος που σκέφτηκε να ήταν απλός στη σύλληψη του μα δεν ήταν καθόλου απλοϊκός στο περιεχόμενο του. Τουναντίον. Μέσες άκρες, η θεωρία του Pakis βασιζόταν στην υπόθεση ότι ο Έκπτωτος Άγγελος δεν υπάρχει περίπτωση να εμφανίζεται μπροστά σε όσους επιλέγουν την πεπατημένη. Αν ήταν έτσι, τότε ο Πρίγκιπας του Σκότους θα είχε στρογγυλοκαθίσει στη Γη και η Κόλαση θα είχε βαρέσει λουκέτο. Αυτό λοιπόν που έψαχνε ο ραδιούργος Pakis ήταν ένα συνθηματικό, σαν κι αυτό που είχε χρησιμοποιήσει ο Δόκτωρ Μπιλ στο Eyes Wide Shut για να εισέλθει στη βίλα των οργίων. Τι καλύτερο συνθηματικό λοιπόν από το όνομα ενός πραγματικά κακού ανθρώπου; Αλλά πρόσεξε! Πραγματικά κακού, όχι εμφανώς κακού! Γιατί αν ίσχυε το δεύτερο, τότε ξαναγυρνάμε στο λουκέτο της Κολάσεως και την παραχώρηση της με leasing στη Βαρβάκειο Αγορά για xxxx-large ψυγείο-αποθηκευτικό χώρο.

«Ποιος είναι πραγματικά κακός ρε πούστη μου;» μονολόγησε. «Ποιος είναι κακός μέχρι το μεδούλι αλλά δεν τον υποψιάζεται κανείς;» συνέχισε τη σκέψη του. Μάλλον το brainstorming θα έβγαζε πάλι το φίδι από την τρύπα… Άρχισε να πετάει ονόματα λοιπόν, με την ελπίδα ότι κάποιο από αυτά θα ήταν ο Μαύρος Πρέσβης επί της Γης και συγχρόνως το συνθηματικό που θα τραβούσε πάνω το Αφεντικό του Αδραμελεχ.

  • Άννα Ψαρούδα - Μπενάκη!

  • Stephen Hawking!

  • Βέφα Αλεξιάδου!

  • Bono!

  • Anna Kournikova!

  • Λουκάς Βύντρα!

  • Γιάννης Γαλάτης!

  • Εύα Καϊλή!

  • Nelson Mandela!

Ξαφνικά, το ραδιόφωνο άρχισε να παίζει μόνο του. Ο Pakis το ήξερε το τραγούδι και απογοητευμένος από την άκαρπη υπερπροσπάθεια, άρχισε να το σιγοτραγουδάει αφηρημένα. «Λα-λα-λα-λα-λα-λα-λα-λα for you, λα-λα-λα-λα-λα-λα-λα-λα but I’m true…» Ένα ζευγάρι βυζιά εμφανίστηκαν και πάλι από το πουθενά μπροστά του αλλά αυτή τη φορά ήταν ψευτοκαλυμμένα με ροζ-μαυρο τούλι. Και είχαν και κάτι το καυλομπεμπεκοπουτανιάρικο ρε παιδί μου…

  • ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ΣΑΡΑΝΤΗ!!!

  • ΤΗΝ @#$%$$# ΚΑΙ ΤΟΝ @#$#%#$# ΣΟΥ ΜΕΣΑ! ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΣ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ;;!!

  • Εεεε… Pakis Αναστασίου ονομάζομαι… και… και… και θέλω να μιλήσουμε για b… business…

  • BUSINESS;;!! Ε, πέσ’ το ρε παιδάκι μου τόση ώρα και τσάμπα τσιτώνω κι εγώ, τσάμπα τ’ ακούς κι εσύ! Σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος;

(Του αναλύει το master καθώς και το implementation plan #189)

  • Μάλιστα. Δεν είναι κακό! Σίγουρα καλύτερο από εκείνου του Αμερικάνου γυαλάκια πιτσιρίκου που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο με κάτι μικρό και μαλακό. Και ποιοι θα είναι τα δοχεία σου;

  • Ανέστης Καραγεωργίου, Διευθυντής μου. Περικλής Τουμερλέκας, CEO της εταιρείας μου. Veronica Wong, marketing guru. Philip Kottler, marketing guru εις το τετράγωνο. And last but not least, Χλοη Αποστολοπούλου.

  • Αυτή η τελευταία τι είναι;

  • Τίποτα, μια γκόμενα που μου αρέσει.

  • Να σου πω, σε μένα μιλάς τώρα ή στο καυλί σου;!

  • ΟΚ, ΟΚ. Κράτα μόνο τους τέσσερις πρώτους.

  • Καλώς! Εγώ τι θα κερδίσω;

  • Την ψυχή μου!

  • Να την χέσω την ψυχή σου! Κοίτα να δεις… Έχω σταματήσει να δέχομαι ψυχές ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών μου εδώ και πολύ καιρό. Να φανταστείς, η τελευταία ήταν της Μητέρας Τερέζας. Ναι μωρέ, αυτής με το αιγαιοπελαγίτικο τραπεζομάντιλο στην κεφάλα. Και δεν έμεινα καθόλου ευχαριστημένος. Όταν πριν μερικές εκατοντάδες χρόνια κάποιος σου πρόσφερε την ψυχή του, it meant something ρε παιδί μου! Ήταν κάτι σπάνιο. Τώρα, το μόνο που έχω να κάνω είναι ν’ αρχίσω να διαβάζω blogs. Και βαριέμαι.

  • Οπότε;

  • Οπότε, θα το πάμε λίγο διαφορετικά το θεματάκι σου. Αυτό που θέλω εγώ ως αντάλλαγμα είναι ο πολλαπλασιασμός των συναισθημάτων που θα σου προκαλούνται από το όλο σκηνικό.

  • Δηλαδή;

  • Τελικά δεν είναι πάντα οι εξυπνότεροι αυτοί που με φωνάζουν μου φαίνεται! Δηλαδή, μικρό και αθώο αγοράκι μου, ας υποθέσουμε ότι η κυρία Wong σκέφτεται κάτι πρωτοποριακό για τον τομέα του New Product Development την ώρα που παίρνει το μπιντέ της. Εσύ λογικά θα χεστείς από τη χαρά σου που γίνεσαι κοινωνός μιας τόσο σημαντικής πληροφορίας, έτσι; Ε, αυτό που γουστάρω εγώ είναι αυτή τη χαρά να την βιώσεις στο εκατονταπλάσιο της!

  • Γιατί;

  • Γιατί είμαι ο Number One φιλάνθρωπος του σύμπαντος, το φελέκι μου μέσα! Γαμώ την προπαγάνδα του Κωλόγερου, γαμώ… Μόνο εγώ σας αγαπώ ρε μαλάκες! Ο Άλλος απλά σας δουλεύει για να κάθεται μετά οκλαδόν μαζί με τα ασέξουαλ τα χερουβείμ του μπροστά σε μια οθόνη και να σκανε στα γέλια με την πάρτη σας καταβροχθίζοντας ταχίνι με μέλι! Λοιπόν; Τι λες; Deal;

  • Εννοείται deal!!

  • Πρόσεξε μόνο μια μικρή λεπτομέρεια σε αυτό το σημείο για να μη μου λες μετά μου-σου-του και διάφορα τέτοια γκομενίστικα. Όλη αυτή η φάση δεν θα έχει γυρισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι τόσο οι πληροφορίες, όσο και τα συναισθήματα που θα βιώνεις από αυτές θα εισρέουν μέχρι που να τα κακαρώσουν και τα τέσσερα vessels σου. Σε ξαναρωτάω λοιπόν. Deal;

  • Κάνεις πλάκα;! Deal!!

  • Χαίρομαι! Από αύριο το πρωί στις 06:00 θα αρχίσει το downloading από τα δοχεία σου. Και αφού τους στραγγίξουμε για τα καλά, τότε θα συνεχίσουμε με το streaming των φρέσκων πληροφοριών σε real time. Χαιρετώ!

  • Ε…Bye!

§

Ο καιρός κύλαγε όπως το αίμα από τα κεφάλια των αρνιών στα σφαγεία. Εύκολα δηλαδή. Πολύ εύκολα. Χάρις στους άσσους που έκρυβε στα μανίκια του (πάνω από 83. Σόρρυ, 82. Ο ένας ήταν Τζόκερ.), ο Pakis είχε κατορθώσει μέσα στο διάστημα-ρεκόρ των 2 ετών, 4 μηνών και 22 ημερών να εξελιχθεί από ένας entry-level υπάλληλος σε CEO της εταιρείας του και να καθαρίζει μηνιάτικο της τάξεως των 9.000 ευρώπουλων καθαρά. Οι υφιστάμενοι του τον αντιμετώπιζαν με ένα μείγμα τρόμου και θαυμασμού. Άντε, και μια πρέζα ζηλοφθονίας για να είμαστε ακριβείς. Η δε αγορά είχε χεστεί πάνω της και φυσικά όχι από τη χαρά της. Αττίλα τον ανέβαζαν, Ρίτσαρντ Γκιρ από το Pretty Woman τον κατέβαζαν. Και φυσικά όλοι (από μεγαλοκαρχαρίες μέχρι μικροσκοπικές σαρδέλες) έτρεμαν στη σκέψη και μόνο ότι ο Pakis θα μπορούσε να ξυπνήσει ένα πρωί και, πριν κατουρήσει, να έβαζε στο μάτι την εταιρεία τους. Γιατί αν την ήθελε, δεν υπήρχε τρόπος να αποτρέψουν την εξαγορά της. Περί τέτοιων μεγαλείων μιλάμε. Ο Pakis λοιπόν ήταν χαρούμενος. Τόσο χαρούμενος που ένας άσχετος τρίτος θα νόμιζε ότι κάτω από το δέρμα του προσώπου του κρύβεται επιμελώς ένα σωληνάκι που τιγκάρει τα ρουθούνια του με αέριο Γέλιου. Αλλά τέτοιες λεπτομέρειες δεν απασχολούσαν τον Pakis. Ούτε αυτές αλλά ούτε και κάποιες άλλες. Λογικό και αναμενόμενο.

§

«Κι αν με τσακώσει η γυναίκα μου καβάλα στο γιο μου; Πόσο να είναι ρε γαμώτο το μισό της περιουσίας μου;»

«Όχι ρε πούστη μου! Πάλι μου πήρε το παγκάκι ο Ουκρανός. Ε σήμερα δεν θα την γλιτώσει ο καριόλης! Θα του τη φαω την καρωτίδα!»

« 나는 지독한 빛을 껐는가? 최후, 전기 요금은 거대했다!»

«Goddamn socks!»

§

Λουτρό αίματος μέρα μεσημέρι!

Όσοι πέρασαν από την πλατεία Βάθη χθες το μεσημέρι, βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ένας άστεγος που κοιμόταν στα παγκάκια της πλατείας τα τελευταία δύο χρόνια, αποκεφαλίστηκε με ανείπωτη βία μπροστά στα μάτια των έντρομων περαστικών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο άτυχος 55χρονος -πρώην μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής εταιρείας- δέχθηκε επίθεση από άγνωστο άνδρα την ώρα που προσπαθούσε να μαζέψει αλουμινένια κουτάκια από κάδο απορριμμάτων. Ο δράστης πετάχτηκε ξαφνικά μέσα από ένα πολυτελές αυτοκίνητο και πριν προλάβει κανείς να αντιδράσει, αποκεφάλισε το θύμα με δύο χτυπήματα τσεκουριού. Στη συνέχεια ο δράστης επιβιβάστηκε στο σπορ αυτοκίνητο του και διέφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Διενεργείται έρευνα από τις αστυνομικές αρχές.

Νίκη Στράβελακάκη

§

ΓΕΡΟ! Πότε θα μάθεις ρε γαμώτο μου να χάνεις με αξιοπρέπεια;! Και διώξε τα κωλοχερουβείμ σου από το βαρέλι με το ταχίνι μην τα πάρω και τα σηκώσω! Άιντε… Παίζεις!

[Δευ, 07 Ιούλ 2008 10:47 μμ]

Spotify

4 Likes

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

Summary

Περνάει η ώρα… Περνάει… Το δείχνει καθαρά το αυτιστικό ρολόι στον τοίχο σου… Τα δευτερόλεπτα αφήνονται να πέσουν στον σκουπιδότοπο της ζωής σου με ένα ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη, χείλη γεμάτα αποστήματα με πύον… Χείλη που κάποτε -στιγμές πριν- έσφυζαν από υγεία… Σου κλείνουν το μάτι θλιμμένα, συνωμοτικά και βουτάνε θεατρινίστικα στο κενό… Στο κενό όπου θα συναντηθούν με τα δισεκατομμύρια άλλα αδέρφια τους… Τα αδικοχαμένα αδέρφια τους… Τα αδέρφια τους, που εσύ πέταξες εκεί… Με τις επιλογές σου… Μπορούσες να τα ανυψώσεις στον Ουρανό… Αλλά όχι! Τα άφησες να καταβαραθρωθούν… Πέρασαν από μπροστά σου και εσύ δεν άπλωσες το χέρι να τα πιάσεις… Να τα συγκρατήσεις… Να τα εκμεταλλευτείς… Και μετά να τα αφήσεις, ανάλαφρα από ευτυχία που συνεισέφεραν και αυτά σε κάτι, να ακολουθήσουν τον Ουράνιο δρόμο… Όχι… Εσύ ήσουν απασχολημένος με άλλα, σοβαρότερα ζητήματα… Σιγά μην κάτσεις να ασχοληθείς με όλα αυτά τα γαμημένα δευτερόλεπτα που περνούν από μπροστά σου, καρφώνοντας σε με βλέμματα γεμάτα παιδική αναίδεια και απογοήτευση. Όχι βέβαια!

Εσύ είχες τη ματιά σου στυλωμένη στην οθόνη… Στην οθόνη που αντικατέστησε το Θεό… Τον οποιονδήποτε γαμημένο προσωπικό σου Θεό… Που κάποτε είχες… Και τώρα όχι… Τώρα, η οθόνη είναι μάνα και ερωμένη για σένα… Και εσύ τη σέβεσαι… Έκανες το καθημερινό καθήκον σου… Την θυσία σου… Έγραψες και σήμερα τις πιο μύχιες σκέψεις σου… Δεν έχει καμία σημασία αν αυτές οι σκέψεις δεν σε αντιπροσωπεύουν ούτε στο ελάχιστο… Οι άλλοι δεν το ξέρουν αυτό… Περιμένουν κάτι από σένα… Δεν γίνεται να τους απογοητεύσεις… Αυτοί είναι πιο σημαντικοί από τα δικά σου δευτερόλεπτα! Έγραψες λοιπόν και σήμερα… Ναι! Υπάρχεις!

Και τώρα περιμένεις… Περιμένεις την ανταμοιβή σου, με την σιγουριά του Πιστού που διετέλεσε το καθήκον του… Άλλα κι αυτός ο Θεός μοιάζει με όλους τους προηγούμενους… Κάποιες φορές σου προσφέρει απλόχερα αυτό που με τόσο πόθο αποζητάς… Τις περισσότερες όμως σιωπά… Και αυτή τη σιωπή δεν την αντέχεις… Σου τρυπάει τα τύμπανα… Σε κάνει να ζαλίζεσαι… Να ξερνάς την όποια αυτοπεποίθηση είχες… Και να μένεις με το βλέμμα αδειανό και τον δεξί σου δείκτη καρφωμένο στο ποντίκι ξεσπώντας φρενιασμένα στο refresh…

Σήμερα δεν είναι καλή μέρα… Κανένα Πρόσφατο Σχόλιο για σένα… Για την κατάθεση ψυχής σου… Αυτή, που σου πήρε τόσο χρόνο να κατασκευάσεις… Αυτή, που κόπιασες πραγματικά για να την πλασάρεις όσο καλύτερα γινόταν… Αυτή, που για να την γράψεις έστυψες κυριολεκτικά το μυαλό σου για να βρεις τις πιο βαρύγδουπες λεξούλες και να τις χρησιμοποιήσεις με όσο πιο λόγιο τρόπο μπορούσες… Τίποτα… Κανένα Πρόσφατο Σχόλιο για σένα… Καμία αναγνώριση της θυσίας σου… Σιωπή…

Βρες άλλο Θεό… Αυτός, δεν είναι για σένα… Για κανέναν…

[Κυρ, 23 Σεπ 2007 04:03 μμ]

3 Likes

12kg

Summary

Γ: Εσύ είσαι λοιπόν…

Α: Εγώ.

Γ: Δε σε περίμενα σήμερα…

Α: Και πότε με περίμενες δηλαδή; Σε 30 χρονάκια ας πούμε; Έλα, για παρ’ τον κώλο σου τώρα σιγά-σιγά γιατί έχουμε και δουλειές.

Γ: Έχεις να πάρεις κι άλλους σήμερα;

Α: Όχι άλλους. Άλλη. Με ήτα.

Γ: Τι έχει η κακομοίρα;

Α: Όχι και κακομοίρα! Μια χαρά γκομενάκι είναι. Έφτυσα αίμα μέχρι να την πείσω να μου κάτσει.

Γ: Πας με γυναίκες;!

Α: Με οτιδήποτε διαθέτει σούφρα για να ‘μαστε ακριβολόγοι.

Γ: Θες να πας και με μένα;

Α: Κοίτα, δε λεω, ομορφούλα είσαι αλλά σήμερα είμαι ρεζερβέ για την Τούλα.

Γ: Έλα αύριο τότε…

Α: Για μαλάκες ψάχνεις; Αύριο θα σαι πιο κρύα και από τ’ αστεία του Μεγάλου. Και μπορεί να σου φαίνομαι χαβαλές αλλά να ξες ότι στη δουλειά μου είμαι τύπος και υπογραμμός. Και αφού το πρόγραμμα λεει ότι πεθαίνεις σήμερα, να σαι σίγουρη ότι δε θα ρισκάρω τη θέση μου για τη ροδέλα σου! Όσο γλυκιά και να 'ναι!

Γ: Δε θέλω να πεθάνω σήμερα! Δεν πρέπει να πεθάνω σήμερα!

Α: Μην τα λες κούκλα μου αυτά σε μένα, δε βγάζω εγώ τα προγράμματα. Ένα απλό delivery είμαι.

Γ: Μα δε σου λεω να μην πεθάνω! Να πεθάνω! Στην κατάσταση που είμαι βεβαίως και να πεθάνω. Αλλά σε ικετεύω, όχι σήμερα…

Α: Τι στο διάολο είναι σήμερα;

Γ: Τα γενέθλια της μικρούλας μου…

Α: Α, με το μπαρδόν τότε! Να σου ζήσει βρε! Τα πόσα κλείνει η τσούπρα;

Γ: Τα δύο. Θα με βοηθήσεις λοιπόν;

Α: Τι να σου πω κι εγώ τώρα… Αυτό το γαμωπρόγραμμα πρέπει να τηρηθεί με ακρίβεια δευτερολέπτου, αλλιώς την πούτσισα κανονικά και με το νόμο. Όμως… για κάτσε… χμμμ… κοίτα να δεις φίλε μου!! Ίσως να υπάρχει τελικά ένα παραθυράκι!

Γ: Θα κάνω ότι μου ζητήσεις!

Α: Κάτσε πρώτα να τ’ ακούσεις γιατί κάτι μου λεει ότι θα χουμε δράματα… Λοιπόν, το θέμα έχει ως εξής. Σήμερα μέχρι τις 11μισυ το βράδυ πρέπει να έχω παραδώσει στα χέρια του Μεγάλου μια ψυχή. Η πλάκα είναι ότι το στραβάδι ο γραφιάς που συμπλήρωσε το πρόγραμμα, ξέχασε να σημειώσει όλα τα στοιχεία σου! Δες εδώ! Επώνυμο, διεύθυνση, όροφος, διαμέρισμα, φύλλο, χρώμα ματιών και αιτία θανάτου αλλά πουθενά όνομα ή ηλικία! Πράγμα που μας λεει, τι;

Γ: Τι μας λεει;

Α: Μας λεει κούκλα μου ότι εγώ σαν τσίφτης, πρίφτης, καραμπουζουκλής και παιδί της πιάτσας που είμαι φυσικά και ξέρω ότι μ’ αυτό το επώνυμο, σ’ αυτήν τη διεύθυνση, όροφο και διαμέρισμα, η μόνη που πεθαίνει από το χτικιό είσαι συ. Έλα όμως που οι χαρτογιακάδες των κεντρικών δεν έχουν ιδέα για το τι γίνεται πέρα από τους 4 τοίχους που τους έχουν χωμένους! Αυτοί πιστεύουν μόνο ότι είναι γραμμένο στα χαρτιά. Με πιάνεις ή να το περάσω στη μηχανή του κιμά;

Γ: Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω.

Α: Συγκεντρώσου! Εγώ θα παραδώσω την ψυχή της Γεωργακοπούλου που πέθανε από το χτικιό. Πόσες Γεωργακοπούλου μένουν σε αυτό το διαμέρισμα;

Γ: Μόνο εγώ.

Α: Είσαι σίγουρη;

Γ: ΤΙΙΙ;;;;!!! (τον χτυπάει με γροθιές)

Α: Όπα μωρό, κατέβασε ταχύτητα γιατί με τσιτώνεις άσχημα! Άκουσε με λίγο και απάντησε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι. Δε θα κάτσω να σε παρακαλάω κιόλας! Λοιπόν, η κόρη σου είναι 2 ετών. Τι έχει καταλάβει από τη ζωή μέχρι τώρα; Τίποτα σου λεω εγώ. Δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα. Εσύ πόσο είσαι; 30. Αν δεν είχες αρρωστήσει, πόσο θα ζούσες περίπου; Άλλα 30 με 40 χρονάκια στο νερό. Τι σου προτείνω λοιπόν; Γιορτάζετε τα γενέθλια της μικρής, ύστερα την παίρνω μαζί μου και η υπόθεση της Γεωργακοπούλου που είχε αρρωστήσει του θανατά κλείνει με κάθε επισημότητα. Τι γίνεται μ’ αυτή που μένει πίσω; Τίποτα δεν γίνεται αφού δεν είναι άρρωστη. Με λίγα λόγια, γιατί κουράστηκα να μιλάω τόση ώρα, παίρνω το κουτάβι στη θέση σου, εσύ γίνεσαι αυτομάτως καλά και μπορείς να ξαναπροσπαθήσεις να γίνεις μάνα από αύριο κιόλας. Δέχεσαι, ναι ή όχι;

Γ: ΟΧΙΙΙΙΙ!!! Τ’ ΑΚΟΥΣ;;;!!! ΟΧΙΙΙΙΙ!!!

Α: Πολύ καλά λοιπόν. Σήκω να φύγουμε τότε γιατί αρκετά με καθυστέρησες με τις μαλακίες σου και η Τούλα θα πάθει λουμπάγκο περιμένοντας τόση ώρα με τον κώλο τουρλωμένο.

.

.

.

Γ: Θα πονέσει;

Α: Η Τούλα;

Γ: Η μικρούλα μου…

[Παρ, 29 Μάι 2009 08:22 μμ]

2 Likes

Ο ΛΥΚΟΣ

Summary

Πέρασε αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που είδα ένα λύκο να περνάει έξω από το σπίτι μου. Κι ενώ είμαι σίγουρος ότι ήταν το ίδιο περήφανο ζώο που μου είχε τραβήξει έντονα την προσοχή πριν από κανά χρόνο περίπου, το βλέμμα του σήμερα ήταν αλλιώτικο. Συννεφιασμένο, σβηστό.

Ξέχωρα όμως απ’ αυτή τη μικρή λεπτομέρεια, οι κινήσεις του ήταν και πάλι ακριβώς οι ίδιες… Και πάλι ξεκοίλιασε όποιο τσοπανόσκυλο - δικαίως ή αδίκως - προσπάθησε να τον περιορίσει, και πάλι έσυρε αιμόφυρτο από το λαρύγγι όποιο πρόβατο έκανε το λάθος να βρεθεί μπροστά του.

Όταν τελικά πήρε το δρόμο της επιστροφής για το λημέρι του, εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι για ένα αρμένικο τσιγάρο. Σήκωσε το βουτηγμένο στο ξένο αίμα κεφάλι του και με κοίταξε. Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. Ποτέ μου δε συμπάθησα τους λύκους που ακολουθούν έθιμα και παραδόσεις.

[Κυρ, 06 Δεκ 2009 11:04 μμ]

2 Likes

ΤΑ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΜΟΥ

Summary

Μου αρέσουν τα εξιδανικευμένα φαντάσματα. Πάντα μου άρεσαν. Κάνουν καλή παρέα, χώνουν με παιδικό θράσος τα δακτυλάκια τους στις μπερδεμένες μου σκέψεις, δεν με πιέζουν, δεν με εκμεταλλεύονται, δεν με εγκαταλείπουν ποτέ, ούτε στην χαρά αλλά ούτε και στην λύπη και το μόνο που ζητάνε από μένα ως αντάλλαγμα για όλα αυτά είναι η ζωή μου. Σιγά το αντάλλαγμα! Δεν συμβαίνει και συχνά να δίνω μπρούτζο και να λαμβάνω ράβδους χρυσού. Έστω κι αν το εσωτερικό τους κρύβει μολύβι. Μαύρο. Αβάσταχτο.

Απ’ όλα αυτά τα φαντάσματα όμως, ένα είναι που ξεχωρίζει όπως ο Σείριος σε ματωμένο ουρανό. Τι κι αν έχω να δω την σάρκινη αντανάκλαση του πάνω από δύο μήνες; Αυτό βρίσκεται πάντα εδώ. Και δεν μπορώ να περιγράψω την καλοσύνη του… Λες και προσπαθεί να επανορθώσει για όλες τις πράξεις του ειδώλου του.

[Παρ, 07 Δεκ 2007 04:39 μμ]

ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΜΑΡΟΥΛΙ

Summary

Σαν σήμερα, 20 Νοεμβρίου του σωτήριου έτους 2001, γεννήθηκε στο Εθνικό Νομισματοκοπείο το πιο τσίφτικο νόμισμα του ενός ευρώ που θα περνούσε ποτέ από τις τσέπες και τα πορτοφόλια του κοσμάκη! Και το όνομα αυτού; Μαρούλι!

Το Μαρούλι δεν ευτύχισε να έχει ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Πριν καλά-καλά συμπληρώσει 5 μερούλες ζωής στην θαλπωρή του Νομισματοκοπείου, το φόρτωσαν άρον-άρον παρέα με τα περισσότερα από τα φιλαράκια του σε μια λιγδιασμένη καρότσα φορτηγού χρηματαποστολής και…μην τα είδατε! Προορισμός; Κόρινθος!

25 Νοεμβρίου 2001: Ο κυρ Τάκης, τραπεζικός υπάλληλος στα όρια της συνταξιοδότησης και φανατικός συλλέκτης χρησιμοποιημένων εσωρούχων παραδίδει το Μαρούλι καθώς και άλλα 1.229 ευρώ στα όχι-και-τόσο-καθαρά χέρια της κυρίας Σούλας, περιπτερούς στο επάγγελμα και χήρας από άποψη.

26 Νοεμβρίου 2001: Ο Γιώργης, άνεργος πτυχιούχος Ε.Μ.Π. που εντός μισής ώρας θα καταταγεί στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού, δίνει στην κυρία Σούλα ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών για να αγοράσει την αγαπημένη του σοκολάτα. Η κυρία Σούλα του δίνει τα ρέστα σε ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του Μαρουλιού. Ο Γιώργης κοιτάει απορημένος το Μαρούλι και ρωτάει την κυρία Σούλα τι στο Διάτανο είναι αυτό το νόμισμα γιατί δραχμή σίγουρα δεν είναι. Η κυρία Σούλα του απαντά ότι είναι το νέο νόμισμα της χώρας, ότι γίναμε Ευρώπη και ότι θα πρέπει να το συνηθίσει αν θέλει να εξακολουθήσει να αγοράζει πράγματα. Ο Γιώργης θεωρεί το νόμισμα σημάδι από τον Θεό, αφού αυτό του φανερώθηκε σε μια τόσο κρίσιμη καμπή της ζωής του, το ανακηρύσσει σε «τυχερό ευρώ» του και ορκίζεται στα κόκαλα της μακαρίτισσας της μητέρας του ότι θα το έχει πάντα μαζί του.

27 Νοεμβρίου 2001: Το Μαρούλι βρίσκεται στην κρυφή εσοχή του πορτοφολιού του Γιώργη.

28 Νοεμβρίου 2001: Το Μαρούλι βρίσκεται στην κρυφή εσοχή του πορτοφολιού του Γιώργη.

29 Νοεμβρίου 2001: Το Μαρούλι βρίσκεται στην κρυφή εσοχή του πορτοφολιού του Γιώργη.

15 Μαρτίου 2003: Το Μαρούλι βρίσκεται στην κρυφή εσοχή του πορτοφολιού του Γιώργη.

16 Μαρτίου 2003: Ο Γιώργης ξεμπερδεύει με τον Στρατό και επισκέπτεται για μια τελευταία φορά την πόλη της Ρόδου προκειμένου να γιορτάσει με την καρδιά του και τα φιλαράκια του την πολυπόθητη απόλυση τους. Μετά από 17 σφηνάκια tequila, 3 ποτήρια dry martini και 1 ½ λίτρο ρετσίνα, ο Γιώργης ξερνάει τα έντερα του μπροστά από ένα Σουηδικό μπαράκι της οδού Ορφανίδου. Μαζί με τον εσωτερικό του κόσμο, ο Γιώργης χάνει και το Μαρούλι το οποίο πέφτει από την δεξιά τσέπη του μπουφάν του μιας και ο ίδιος το είχε βγάλει προηγουμένως από το πορτοφόλι για να το δείξει στα φιλαράκια του και να τους διηγηθεί την ιστορία του. Το Μαρούλι αφού διένυσε έναν πλήρη κύκλο, παραδόξως στάθηκε κατακόρυφα δίπλα σε ένα αρκετά μεγάλο και συμπαγές κομμάτι του εσωτερικού κόσμου του Γιώργη. Μία ώρα αργότερα, Σουηδέζα τουρίστρια ονόματι Liv βγαίνοντας από το μπαρ γλιστράει πάνω στον εσωτερικό κόσμο του Γιώργη και ξαπλώνεται με την πλάτη στον δρόμο. Το παραδόξως όρθιο Μαρούλι καρφώνεται στην σπονδυλική της στήλη και σταγόνες νωτιαίου μυελού αναμειγνύονται με τον εσωτερικό κόσμο του Γιώργη.

17 Μαρτίου 2003: Πεπειραμένος νευροχειρούργος, με επαγγελματική κάρτα που αναγράφει το όνομα Dr. Nikolaos Pesmatzoglou, αφαιρεί το Μαρούλι από την σπονδυλική στήλη της Liv ακούγοντας στο iPod του Πορτογαλικά fados. Η Νόρα, νοσοκόμα 6 εβδομάδων, τακτοποιώντας το χειρουργικό τραπέζι αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του Μαρουλιού, το σκουπίζει με μία χρησιμοποιημένη γάζα και το βάζει στην κωλότσεπη του παντελονιού της. Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο Γρηγόρης, αγιογράφος με σπουδές στην Ιταλία, κατεβάζει με χειρουργική ακρίβεια το παντελόνι της Νόρας έως τους αστραγάλους της και απουσία εσωρούχου εισέρχεται εντός της χωρίς άλλη περιττή κίνηση. Στην 12η παλινδρομική κίνηση του Γρηγόρη, το Μαρούλι πέφτει από την κωλότσεπη της Νόρας στο πάτωμα και κυλάει μέχρι το δεξί πισινό πόδι της αγαπημένης πολυθρόνας της Μύριαμ, συχωρεμένης γιαγιάς της Νόρας.

18 Μαρτίου 2003: Ο Γρηγόρης φεύγοντας από το διαμέρισμα της Νόρας, παρατηρεί το Μαρούλι στο πάτωμα και το τσεπώνει χωρίς να αναφέρει το παραμικρό στην Νόρα η οποία κοιμάται τον ύπνο του τρισευτυχισμένου δικαίου στο ροζ king size κρεβάτι της. Δύο τετράγωνα πιο κάτω, ο Γρηγόρης αγοράζει με το Μαρούλι ένα hot dog από υπαίθριο πωλητή που γυρίζει ενίοτε στο όνομα Αλέκος και ενίοτε στο προσωνύμιο Φούσκας. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Αλέκος ή Φούσκας δίνει για ρέστα το Μαρούλι και άλλα 98 ευρώ σε έναν γιάπη Αθηναίο που αγόρασε ένα hot dog με χαρτονόμισμα των 100. Ο Λύσανδρος Αθηναίος, μεγαλοστέλεχος σε πολυεθνική που εδρεύει στα βόρεια προάστια των Αθηνών και εμπορεύεται οτιδήποτε μπορεί να πωληθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο, τσεπώνει τα ρέστα και κατευθύνεται στο αεροδρόμιο.

19 Μαρτίου 2003: Η Liu Ang Xu, πρώην χημικός μηχανικός στην γενέτειρα της και νυν οικονόμος (sic) στην οικία Λύσανδρου Αθηναίου, αδειάζει τις τσέπες του παντελονιού του εργοδότη της προκειμένου να το στείλει στο καθαριστήριο. Βρίσκει ένα εισιτήριο λεωφορείου ακυρωμένο πάνω από 7 φορές καθώς και το Μαρούλι. Επανατοποθετεί το πρώτο εκεί που το βρήκε και τσεπώνει το δεύτερο. Επιστρέφοντας το απόγευμα στο σπίτι της, η Liu πλησιάζει το κεντρικό σιντριβάνι της πλατείας Συντάγματος, κλείνει τα μάτια, κάνει μια ευχή στα Φιλιππινέζικα και πετάει μέσα το Μαρούλι έχοντας ζωγραφισμένο ένα πλατύ χαμόγελο στο πλισέ της στόμα.

20 Μαρτίου 2003: Το Μαρούλι βρίσκεται μέσα στο κεντρικό σιντριβάνι της Πλατείας Συντάγματος.

21 Μαρτίου 2003: Το Μαρούλι βρίσκεται μέσα στο κεντρικό σιντριβάνι της Πλατείας Συντάγματος.

22 Μαρτίου 2003: Το Μαρούλι βρίσκεται μέσα στο κεντρικό σιντριβάνι της Πλατείας Συντάγματος.

19 Νοεμβρίου 2007: Το Μαρούλι βρίσκεται μέσα στο κεντρικό σιντριβάνι της Πλατείας Συντάγματος.

20 Νοεμβρίου 2007: Ο Αχιλλέας, ηρωινομανής εβρισκόμενος σε κρίση, βουτάει μέρα μεσημέρι με τα ρούχα στο κεντρικό σιντριβάνι της Πλατείας Συντάγματος και αρχίζει να μαζεύει ότι νόμισμα βρίσκει μπροστά του. Βάζει το Μαρούλι και άλλα 778 νομίσματα διαφόρων χωρών μέσα στην πάνινη τσάντα που του είχε χορηγήσει το πανεπιστήμιο του York κατά την εγγραφή του σε πρόγραμμα MSc και κατευθύνεται προς την Καπνικαρέα. Εκεί συναντά τον παπά-Ματθαίο στον οποίο δίνει την πάνινη τσάντα με αντάλλαγμα ένα τέταρτο του γραμμαρίου καθαρής ηρωίνης. Ο Αχιλλέας αποσύρεται στο ιερό, ετοιμάζει το υλικό στο κουταλάκι της Θείας Κοινωνίας και το σουτάρει πετώντας χωρίς καθυστέρηση προς καταπράσινα λιβάδια. Ο παπά-Ματθαίος από την πλευρά του, διαχωρίζει ευλαβικά το περιεχόμενο της πάνινης τσάντας σε ευρώ και συνάλλαγμα και τα τοποθετεί στα αντίστοιχα οστεοφυλάκια.

21 Νοεμβρίου 2007:

[Τρι, 20 Νοέ 2007 01:49 πμ]

3 Likes

:sweat_smile:

ΤΗΣ ΣΟΝΙΑΣ. ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ. ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ.

Summary

Χαιρετώ με ένα φευγαλέο νεύμα το Λύσανδρο τον πορτιέρη - cult φιγούρα των 70s, αναπόσπαστο κομμάτι του χώρου - και παραμερίζοντας το κόκκινο πανί που κρέμεται από την κάσα ως διαχωριστικό/προστατευτικό του Έξω από το Μέσα και vice versa, μπαίνω στο μπαράκι.

Το υποκοριστικό δεν είναι τυχαίο και σίγουρα όχι μειωτικό. Απλά το μπαράκι είναι όντως ένα μπαράκι. Σε αναλογία με ένα συνηθισμένο σπίτι 100 τ.μ. φαντάσου τον κυρίως χώρο σαν μια σαλονοτραπεζαρία, την μπάρα λίγο πιο μικρή από το χωλ και το WC αρκετά πιο μικρό από τον αντίστοιχο οικιακό χώρο κατάθεσης, ανακούφισης και αναζωογόνησης της Αγίας Ελληνικής Οικογένειας. Ναι, τα εναπομείναντα τετραγωνικά που αντιστοιχούν στα δύο υπνοδωμάτια, την κουζίνα και ενδεχομένως σε ένα spare room δίχως προφανή λόγο ύπαρξης, απλά απουσιάζουν. Ειδάλλως θα έκανα λόγο για μπαρ και όχι για μπαράκι, έτσι δεν είναι;

Τεσπα, ο εσωτερικός διάκοσμος θα μπορούσε να ανήκει στο ιδανικό σπίτι για μένα, αρκεί βέβαια να είχα γεννηθεί στα τέλη των 40s και γύρω στις αρχές των 70s να έκανα τη διατριβή μου πάνω στις παντός είδους χημικές αντιδράσεις που προκαλούν διάφορα πονηρούτσικα υλικά στον ανθρώπινο οργανισμό. Ναι, πιθανότατα κάπου στα Μάταλα.

Δυστυχώς όμως έτυχε να ξεβραστώ στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και ξανά-μανά δυστυχώς, το ημερολόγιο (προσφορά/ευλογία της ενορίας του Αγίου Γεωργίου έναντι μόνο 70 ψωροευρώ) αυτή τη στιγμή αράζει στον αριθμό 2008. Όπως και να χει πάντως, η ειρηνική συνύπαρξη στον ίδιο καναρινί τοίχο μιας βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνας της Παναγίας και μιας αφίσας της Brigitte Bardot (γυμνά χυμένης μπρούμυτα πάνω σε μια λευκή φλοκάτη), με ολίγη από πολύχρωμα (σε βαθμό χρωματικής σαλάτας) διακοσμητικά πανιά στο ταβάνι, συν τ’ αρωματικά sticks ανά 2 τετραγωνικά εκατοστά, ε, σίγουρα όλο αυτό που μόλις σου περιέγραψα είναι από μόνο του κάτι το ενδιαφέρον. Και αν θες την ταπεινή μου γνώμη, πολύ καλύτερο από κάτι δήθεν trendy μαγαζιά που φυτρώνουν σαν μανιτάρια στις παρυφές των high-class χωματερών του λεκανοπεδίου.

Το ρολόι Betty Boop στον τοίχο πάνω από την χιλιογδαρμένη μπάρα έδειχνε 4:35 π.μ. όταν έκατσα στο συνηθισμένο μου τραπέζι. Μάλλον πρέπει να φταιει το υπερβολικό proximity στις τουαλέτες που καθιστά το εν λόγω τραπέζι αντιτουριστικό προορισμό, αλλιώς δεν εξηγείται η μόνιμη διαθεσιμότητα του ακόμα και σε στιγμές που το μπαράκι είναι πιο φίσκα κι από μια κυψέλη εν ώρα εργασιακού οργασμού. Ή την Κυψέλη all over the year, αν προτιμάς.

Το θέμα είναι ότι από δω έχεις οπτική επαφή με τα πάντα. Από το ποτήρι γάλα που κρύβει με παιδική κουτοπονηριά ο μπάρμαν κάτω από την μπάρα έως και την (πάντοτε) τυχαία αντανάκλαση στον καθρέπτη, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το γυναικείο ημισφαίριο των τουαλετών, μιας ανέμελης κοπελιάς που ανεβάζει το στρινγκάκι της μη παραλείποντας να αγγίξει με ανακούφιση το (ακόμα) αψεγάδιαστο δέρμα που ντύνει τους μηρούς της. Έτσι ασυναίσθητα. Ή μήπως όχι; Well… It doesn’t really matter.

Η Σόνια στη γνώριμη της θέση. Στη μέση της μπάρας για να έχει πρόσβαση στον μπάρμαν, ακριβώς όπως ένας τερματοφύλακας πριν τα πέναλτι. Μπορεί να χάσει 5-6 αλλά ένα θα το πιάσει. Έστω και κατά τύχη. Αυτό το ένα όμως μπορεί να αργήσει πολύ. Και συνήθως συμβαίνει λίγο πριν το τέλος. Λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, η Σόνια θα βρει την ευκαιρία να μιλήσει για λίγο με τον Γιώργο τον μπάρμαν περί ανέμων και υδάτων. Τότε είναι η στιγμή που της αναλογεί , το μερτικό της από τον πεπερασμένο χρόνο του μπάρμαν-σαμάνου. Για ένα λεπτό έχει την απόλυτη προσοχή του. Κρίμα που κάθε φορά είναι φέσι, μιας και για να καπαρώσει την επισφαλή της θέση στο λαμπερό κόσμο του Γιώργου για τόση ώρα έχει συνήθως καταναλώσει μια καθόλου αμελητέα ποσότητα αλκοόλ. Και έτσι, ο Γιώργος βλέπει πάντα την πραγματική εικόνα της Σόνιας και όχι την «πραγματική», αυτή που εκείνη θα ήθελε να πλασάρει. Μια γυναίκα γεμάτη ανασφάλειες που πηγάζουν από χίλιες δύο αιτίες. Καβατζάρισμα των 40, ένας διαλυμένος γάμος, ένα κοριτσάκι που ζει μόνιμα με τους υπερήλικες γονείς της κάπου στην επαρχεία και φυσικά καβατζάρισμα των 40.

Ας μη γελιόμαστε. Κατά τη γνώμη της Σόνιας, αυτή ήταν Η αιτία για την πνιγμένη στα σκατά ζωή της. Θες τα στήθη που βαρέθηκαν να αντιστέκονται σε θεμελιώδεις νόμους της Φυσικής και σιγά - σιγά παίρνουν τον κατηφορικό τους δρόμο, θες η περιφέρεια που ανοίγει πλέον τόσο εύκολα όσο και μια ξεψαρωμένη πουτάνα τα πόδια της, θες οι ρυτίδες που χαρτογραφούν με εξαιρετική ευκρίνεια στο πρόσωπο της τις διαδρομές των δεκαετιών που πέρασαν, όλα αυτά και άλλα πολλά σωματικής φύσεως θέματα συσσωρεύονταν στον πάτο της χύτρας που ονόμαζε 40. Πάνω όμως απ’ αυτά, σαν το κεράκι σε ταφικό καντήλι, επέπλεαν ψυχικές πληγές με φελλένια βάση.

Ο φόβος της απόρριψης έσφιγγε όλο και περισσότερο το λαιμό της, σαν πύθωνας που αγκαλιάζει το μεγαλόσωμο θύμα του μέχρις ότου αυτό να ξεψυχήσει. Μια ανύπαρκτη αυτοεκτίμηση. Ένας πρώην σύζυγος που την παράτησε αφού πρώτα πρόλαβε να την γκαστρώσει και να την απατήσει με διψήφιο αριθμό γυναικών. Ένα παιδί που θα ντρέπεται για την κατάντια της μητέρας του. Όχι γιατί αυτή το πάσαρε στην ηλικία των 10 μηνών στους ορεσίβιους γονείς της δίχως δεύτερη σκέψη (και ουσιαστικά του όρισε ολόκληρη την παιδική του διαδρομή) αλλά γιατί τα στήθη της πέφτουν, η περιφέρεια μεγαλώνει και οι ρυτίδες αυλακώνουν το πρόσωπο της. ‘Οχι δεν είναι έτσι οι σωστές μάνες. Τουλάχιστον όχι αυτές για τις οποίες είναι υπερήφανα τα παιδιά τους.

Ο Γιώργος μόλις είχε σπαταλήσει άλλο ένα λεπτό από τη ζωή του στα πιωμένα λόγια της Σόνιας. Αν είχε όμως μόνο μια Σόνια να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια του 8-10-και συχνά 12ώρου του θα ήταν μάλλον ο πιο ευτυχισμένος μπάρμαν του κόσμου. Φευ. Ορδές από Σόνιες και Σόνιους κατάπιναν με βουλιμία όχι μόνο τις εργατοώρες του αλλά και την ίδια του την ύπαρξη.

Από τα πρώτα του κιόλας χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά είχε αποδεχθεί το ρόλο του εξομολογητή. Του αληθινού όμως εξομολογητή , αυτού που στον οποίο ο κάθε άνθρωπος μπορεί να ανοίξει την καρδιά του δίχως αναστολές και όχι του κάθε τράγου που νομίζει ότι με το να παραιτηθεί από τους κοσμικούς πόνους ευαγγελιζόμενος παιδικά παραμυθάκια αποκτά αυτόματα και το δίπλωμα του μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινούς ανθρώπους και το θεό. Μάλλον διαφεύγει της προσοχής του εν λόγω τράγου ότι νταβατζής χωρίς εμπόρευμα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Ποτέ.

Στην πραγματικότητα, ο Γιώργος είχε καλύψει από πολύ νωρίς το επάγγελμα του μπάρμαν με το μανδύα του εξομολογητή, ενός λειτουργήματος στην ουσία δηλαδή, προκειμένου να αποτρέψει την μπόχα της σαπίλας που ανέδυε το μπαρμανιλίκι από το να φτάσει στα ρουθούνια της συνείδησης του και να του υπενθυμίζει έτσι σε κάθε δοθείσα ευκαιρία το ανούσιο του πράγματος. Γέμισε ποτήρι, βάλ’ το στα άπλυτα ή αν είσαι τυχερός, ξαναγέμισε το. Αλλά σίγουρα κάποτε θα το βάλεις στα άπλυτα.

Νόημα; Ουδέν. Τώρα θα μου πεις, τι νόημα έχει άραγε να πουλάς βιομηχανικά τρυπάνια, διαφημιστικό αέρα, ασφάλειες, διαζύγια, ελπίδες σε μελλοθάνατους ή φέρετρα σε νεοψόφιους; Ουδέν και πάλι, όπως άλλωστε και στις περισσότερες μορφές εργασίας. Αλλά τουλάχιστον σ’ όλες αυτές, ο πελάτης δεν θεωρεί απαραίτητα δεδομένο ότι ο εκάστοτε πωλητής επιβάλλεται όχι μόνο να παραβρεθεί στο άνοιγμα της ψυχής του αλλά και να προσπαθήσει να βάλει τα σκόρπια κομμάτια που θα βρει εκεί σε μια σειρά. Κι ας μην ταιριάζουν οι γωνίες των κομματιών αυτών απόλυτα μεταξύ τους. Ας τσαλακώσει λοιπόν μερικές από δαύτες αν είναι να δοθεί τουλάχιστον η ψευδαίσθηση ότι κάποιος - επιτέλους - ασχολήθηκε με αυτά τα γαμημένα τα κομμάτια.

Αυτό που έτρωγε τις σάρκες του Γιώργου όμως δεν ήταν ούτε τα εξαντλητικά ωράρια, ούτε η ορθοστασία, ούτε η έλλειψη νοήματος, ούτε καν το εξομολογητήρι αυτό καθ’ αυτό. Το βαρίδι που ήταν δεμένο στο πόδι του και τον τράβαγε όλο και πιο βαθιά μέσα στο βόθρο ήταν χωρίς αμφιβολία το μονόδρομο της καταστάσεως. Καταδικασμένος να ακούει και να συμπάσχει με ομιλούντες τοίχους. Ναι, οι δίποδοι τοίχοι μπορούν να μιλήσουν. Αλλά σίγουρα δεν μπορούν - ή καλύτερα, δεν θέλουν - να ακούσουν. Έχεις πετύχει ποτέ εξομολογούμενους να εξομολογούν με ανιδιοτελή ευχαρίστηση εξομολογητές; Ούτε κι εγώ. Ίσως γιατί αυτό το εγωκεντρικό πλάσμα που αυτοαποκαλείται άνθρωπος δε δίνει δεκάρα τσακιστή για τους άλλους. Αρκεί να κάνει πρώτα τη δουλειά του εννοείται.

Αν και τον είχε σπρώξει διαφορετικό χέρι, ο Γιώργος πνιγόταν κι αυτός, όπως και η Σόνια, στα σκατά. Βοήθεια πάντως δεν έψαχνε στην οικογένεια του, στην εκάστοτε γκόμενα του ή στους φίλους του. Όλους αυτούς τους είχε αποκλείσει σχεδόν ασυναίσθητα μιας και το ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να είναι 100% ειλικρινής απέναντί τους. Βλέπεις, όλοι είχαν συμβάλλει - άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο - στην αύξηση του όγκου των σκατών στο δικό του, αυστηρά προσωπικό, βόθρο. Επίσης είχε αποκλείσει άλλους μπάρμεν καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτόγνωρο και, ως γνωστόν, τα πρωτόγνωρα κυκλοφορούν γρήγορα αφήνοντας πατημασιές ελέφαντα. Από την άλλη, το να κάνει κάτι τέτοιο κρύβοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, πιθανόν κάπου στην επαρχεία όπου θα ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων, του φαινόταν θλιβερό. Τόσο θλιβερό όσο και το να προστρέξει σε κάποιον self-authorized νταβά των Ουρανών. So? Φοβάμαι, όχι και πολλά.

Καθημερινή εξάσκηση στην τεχνική των σφουγγαράδων με την κρυφή ελπίδα να ζεσταίνει το μυαλό του ότι κάποτε, κάποιος θα βρεθεί να ανοίξει μια τρύπα στο γαμημένο το βόθρο έτσι ώστε να μπορεί τουλάχιστον να πατώνει. Κάποιος άλλος όμως, όχι αυτός. Κάποιος που να μπορεί. Και προπάντων να θέλει. Και κάνοντας άλλη μια άσκοπη νοητική ανασκόπηση της σκατένιας του ζωής, ο Γιώργος ξέχασε αγκυροβολημένο το βλέμμα του σε μια σκοτεινή γωνιά του μαγαζιού. Εκεί όπου πάντα πίστευε ότι ζούσε ο μοναδικός άνθρωπος που είχε το κεφάλι του χωμένο πιο βαθιά στα σκατά απ’ ότι ο ίδιος. Και φυσικά αυτή η σκέψη του πρόσφερε πάντα μια κάποια παρηγοριά. Τι νόμιζες;

Το πιο απόμερο τραπέζι του μαγαζιού, σχεδόν κρυμμένο πίσω από ένα δοκάρι, ήταν το καθημερινό κρησφύγετο του κύριου Απόστολου. Και καθώς το καθημερινό περικλείει εξ ορισμού το σήμερα, ο κύριος Απόστολος ήταν στη θέση του από νωρίς. Κάπως διαφορετικός όμως. Σίγουρα, όταν μπήκε μέσα έβγαλε πάλι την γκρι καπαρντίνα του με το αριστερό αν και δεξιόχειρας. Σίγουρα, έφτασε για ακόμα μια φορά στο τραπέζι-καταφύγιο με τα χέρια του να μην συνδέονται με μύες και νεύρα με το υπόλοιπο σώμα, απλά διακοσμητικά ριγμένα άχαρα στα πλάγια του κορμιού του. Σίγουρα, ξανά σκυφτοί ώμοι, ξανά σκυφτό κεφάλι. Και σίγουρα πάλι περπατούσε ούτε γρήγορα αλλά ούτε και αργά. Όσο ακριβώς χρειαζόταν δηλαδή για να μην τραβά την προσοχή κανενός, ούτε ακόμα και αυτής της Betty Boop που καρφωμένη στον τοίχο επιδιδόταν σε καμασουτρικές χρονικές ακροβασίες.

Αυτή τη φορά όμως δεν έδωσε την παραγγελία του στη Βανέσα τη σερβιτόρα αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια και ανακατεύοντας ταυτόχρονα νευρικά τα όποια νομίσματα είχε στην δεξιά τσέπη του σακακιού του. Όπως έκανε πάντα δηλαδή. Ούτε παρήγγειλε το σύνηθες ποτό του, ένα ποτήρι λευκό κρασί. Ούτε το βλέμμα του πρόδιδε πλέον μια ακαταμάχητη θέληση να βαλσαμώσει οτιδήποτε ζωντανό έβλεπε γύρω του.

Οφείλω να ομολογήσω ότι η αναπάντεχη αλλαγή του τελετουργικού που αναγράφεται στο κεφάλαιο «Κύριος Απόστολος - είσοδος - παραγγελία - προσαρμογή στο περιβάλλον» είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον μου. Για τα επόμενα 15 λεπτά, ο κύριος Απόστολος θα αποτελούσε το μοναδικό είδωλο στον καθρέπτη του συνειδητού μου. Στα πρώτα 14 λεπτά δεν συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο, από την άποψη ότι το νέο behavioural pattern ακολουθούταν ευλαβικά. Πάνω στο τέταρτο, ο κύριος Απόστολος σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να κατευθύνεται προς τις τουαλέτες (ή μήπως το τραπέζι μου;) με ένα περπάτημα που ξεχείλιζε όψιμα αποκτημένη αυτοπεποίθηση. Σε απόσταση λίγων εκατοστών από το τραπέζι μου, σταμάτησε. Μου ψιθύρισε χαμηλόφωνα κάτι στο αυτί και ανάλαφρος - σχεδόν πετώντας - χάθηκε στο περιορισμένο εσωτερικό των τουαλετών.

-Έφυγε.

Ώστε έφυγε λοιπόν η κυρία Κυπαρισσία. Μετά από 49 χρόνια γάμου, ήταν αυτή τελικά που έσπασε τους γαμήλιους όρκους. Και όχι ο άντρας της, όπως συχνά του παραπονιόταν την τελευταία δεκαετία. Ο άντρας της ο άβουλος, το πρόβατο, ο μέσος όρος της μάζας, που κάποτε θα ξυπνούσε από το λήθαργο που ο ίδιος είχε επιβάλλει στον εαυτό του, θα έβλεπε με τρόμο το επιτραπέζιο παιχνίδι της ζωής του και λίγο πριν το - νομοτελειακό - φινάλε θα απέσυρε γεμάτος δειλία το πιόνι του από το ταμπλό, αφήνοντας την μόνη once and for good.

Όχι, ο κύριος Απόστολος δεν αυτοκτόνησε. Ξύπνησε μεν από το λήθαργο τη στιγμή που υπέγραψε την τυπική αναγνώριση του πτώματος της γυναίκας του, αλλά, κόντρα στις προβλέψεις της, δεν αυτοκτόνησε. Ίσως γιατί όταν η κυρία Κυπαρισσία συλλογιζόταν την εξίσωση της αυτοκτονίας του, δεν υπολόγιζε τον δικό της χαμό ως τον καταλύτη της - δήθεν - αυτοκαταστροφικής αφύπνισης του άντρα της. Και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τη στιγμή που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να χαλιναγωγήσουν το άγχος θανάτου (το οποίο - κάπως μαρκετινίστικα είναι η αλήθεια - αναλύει ο Γιάλομ στο τελευταίο του πόνημα) που ταλανίζει τον καθένα μας εξ απαλών ονύχων και να το μετατρέψουν σε ένα πιθανό κομμάτι μιας πιθανής υπόθεσης. Όχι, η κυρία Κυπαρισσία δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου. Με του άντρα της, ίσως. Αλλά με το δικό της σίγουρα όχι.
Το ίδιο συνέβαινε αντιστοίχως και με τον κύριο Απόστολο. Ούτε που του είχε περάσει από το μυαλό η αυτοκτονία ως πιθανός επίλογος μιας ειλικρινά σκατένιας ζωής. Πάντα ήλπιζε ότι μια ανώτερη δύναμη θα διασπούσε την γυναίκα-άγκυρα του σε χίλια-δύο κομμάτια (όταν δεν θα ήταν αυτός παρών) και, έστω και την ύστατη στιγμή, θα τον ελευθέρωνε από τα δεσμά που ο ίδιος δεν είχε τα κότσια να λύσει δεκαετίες τώρα.

«Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Καρκίνου» φαντάζομαι ότι θα σκέφτηκε καθώς θα στράγγιζε την τελευταία σταγόνα ούρων από την ταλαιπωρημένη οπή του πέους του, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τραβήξει το καζανάκι της θεόστενης τουαλέτας και στείλει μερικά ακόμα σωματικά υγρά του στον υπόνομο που άπλωνε τη μεγαλοσύνη του 5 μόλις μέτρα κάτω από τα κακοφορμισμένα, λόγω ηλικίας, πέλματα του.

«Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Καρκίνου». Κυνική εξυπνάδα, αλλά μάλλον ποτέ δεν θα μπορούσε να τη σκεφτεί κάποιος σαν τον κύριο Απόστολο. Τέτοιες παπάτζες είναι συνήθως δικής μου επινόησης. Ενός ανθρώπου που αρέσκεται στο να παρακολουθεί μετά μανίας ανθρώπους-κομμάτια του εαυτού του, κρατώντας νοητικές σημειώσεις και ενημερώνοντας συνεχώς τους ήδη παραφορτωμένους φακέλους τους.

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι έχω χωρίσει τη ζωή μου σε τρία κομμάτια, με καθένα απ’ αυτά να έχει χρεωθεί σε τρία συγκεκριμένα άτομα - τη Σόνια, το Γιώργο και τον κύριο Απόστολο - και καθημερινά τσεκάρω το πως αυτή προχωρά και βιώνεται μέσα από τους 3 πιστούς μου, εν αγνοία τους, φορείς.

Μέχρι τώρα πάντως, οι φορείς μου δε δείχνουν να τα πολυκαταφέρνουν με τη ζωή μου. Φταιω κι εγώ μάλλον που τους χρέωσα σκάρτο πράγμα.

Που θα πάει όμως, κάποια στιγμή θα τους πετύχω τους κατάλληλους.

Μέχρι τότε… Υπομονή.

[Τρι, 09 Σεπ 2008 10:57 μμ]

2 Likes

ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΝΕΚΡΟ ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟ ΓΙΑ ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ; (η ιστορία του Σκάντζυ)

Summary

Ο Σκάντζυ ένα μόνο όνειρο είχε από τότε που ήταν δεν ήταν μεγαλύτερος από τρεισήμισι βελόνες βαλμένες η μία μετά την άλλη… Να πετάξει! Ήταν εκείνο το βροχερό πρωινό σε ένα τοπικό πανηγυράκι κάπου στην νότια Ουαλία που ο Σκάντζυ ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του… Ακριβώς πριν τέσσερα χρόνια.

Μόλις είχε κουτσομάθει το πως να καλύπτεται από τους εχθρούς του αλλά, όντας ακόμα αδέξιος και μες στην βιασύνη του να πετύχει την κίνηση όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε σε μια κάπως περίεργη και άβολη στάση που του επέτρεψε όμως να δει για πρώτη φορά τον ουρανό… Το θέαμα τον αποσβόλωσε και πρέπει να έμεινε έτσι ακίνητος για κάνα μισάωρο, πράγμα που ήταν σαφέστατα πολύ επικίνδυνο γιατί αν τον έπαιρνε χαμπάρι κανένα αρπακτικό θα αποτελούσε τον τέλειο μεζέ για ένα τόσο μουντό πρωινό… Μέσα στην έκσταση του να βλέπεις για πρώτη φορά στη ζωή σου τον απέραντο ουρανό, ο Σκάντζυ διέκρινε ένα πλάσμα που έσκιζε τον αέρα με απίστευτη χάρη και επιδεξιότητα! Ήταν τρομακτικά μεγάλο σε μέγεθος και το άνοιγμα των φτερών του έμοιαζε στα μικρά του μάτια πολύ μεγαλύτερο από όση απόσταση είχε κατορθώσει συνολικά να διανύσει ο ίδιος από τότε που θυμόταν τον εαυτό του… Το πλάσμα έκανε δύο-τρεις τελευταίες μανούβρες και τελικά προσγειώθηκε λίγα μέτρα από κει που είχε μαρμαρώσει ο μικρός σκαντζόχοιρος… Προς μεγάλη του έκπληξη, το πλάσμα αποχωρίστηκε τα φτερά του χωρίς να βγάλει την παραμικρή κραυγή πόνου και τα άφησε να πέσουν στο νοτισμένο από την υγρασία χώμα. Ο Σκάντζυ δεν καταλάβαινε πως στην ευχή το πλάσμα εξακολουθούσε να ζει χωρίς τα φτερά του αλλά εκείνη την ώρα αυτό ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε…

Ήδη ονειρευόταν το πως θα ήταν να πετάει και ο ίδιος! Το είχε πάρει απόφαση! Την επόμενη φορά που θα έβρισκε το πλάσμα, θα γαντζωνόταν από τα πόδια του (ναι, ναι, αυτό ακριβώς θα έκανε!) πριν αυτό απογειωθεί και έτσι θα μπορούσε να πετάξει και αυτός! Έπρεπε όμως να είναι αρκετά γρήγορος έτσι ώστε να το προλάβει στο έδαφος… Και σίγουρα, αυτά τα βαριά βελόνια που κουβαλούσε στην πλάτη του δεν θα τον βοηθούσαν καθόλου. Μάλλον το αντίθετο… Κατέληξε λοιπόν ότι προτού αφοσιωθεί στην προσπάθεια του να γίνει ίσως ο πιο ταχύς σκαντζόχοιρος πάνω στη Γη, θα έπρεπε πρώτα να ξεφορτωθεί τα καταραμένα βελόνια του…

Πράγματι, τον επόμενο ένα χρόνο ο Σκάντζυ θα τον περνούσε ξεριζώνοντας ένα προς ένα τα βελόνια από την πλάτη του με το ίδιο του το στόμα… Είχε κατορθώσει να αποκτήσει αξιοθαύμαστη ευλυγισία εξελίσσοντας την κίνηση που κάποτε προοριζόταν για να τον σώσει από τους εχθρούς του σε μία άλλη, δικής του επινόησης, που τον βοήθησε εντέλει να απαλλαχθεί από το μοναδικό εμπόδιο ανάμεσα σε αυτόν και τον ουρανό… Αυτό που στην αρχή της ζωής του αποτελούσε το μοναδικό του εφόδιο για να επιβιώσει… Τα ίδια του τα βελόνια! Πονούσε απίστευτα αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου… Όταν τελικά απαλλάχθηκε από όλα τα βελόνια που ήταν δυνατόν να φτάσει με τα δόντια του, άρχισε το τρέξιμο… Αργά στην αρχή αλλά με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο σβέλτος.

Τέσσερα χρόνια μετά από κείνο το πρωινό στο πανηγύρι, ο Σκάντζυ ήταν πλέον πιο γρήγορος και από γάτα… Όταν ένιωσε ότι ήταν απολύτως έτοιμος, άρχισε να πηγαίνει στο μέρος όπου είχε πρωτοδεί εκείνο το παράξενο πλάσμα. Και να! Μετά από περίπου μία άκαρπη βδομάδα, ο Σκάντζυ αντίκρισε επιτέλους το πλάσμα που θα τον οδηγούσε εκεί που ένοιωθε ότι δικαιωματικά ανήκει… Στον ουρανό!

Πλησίασε και κρύφτηκε σε ένα θάμνο πολύ κοντά στο πλάσμα, το οποίο εκείνη την ώρα προσπαθούσε να βάλει τα φτερά του. Το περίμενε καρτερικά να ετοιμαστεί και όταν αυτό άρχισε να τρέχει προς τον γκρεμνό που δέσποζε ανατολικά του χώρου όπου γινόταν μια φορά το χρόνο το τοπικό πανηγύρι, ο Σκάντζυ ξεπετάχτηκε από την κρυψώνα του και βάλθηκε να το ακολουθεί μανιασμένα. Λίγα μέτρα πριν το πλάσμα πηδήξει στο κενό, ο Σκάντζυ γραπώθηκε με όλη του την δύναμη από το αριστερό του πόδι.

Θεέ μου! Επιτέλους πετούσε! Ο άνεμος γλιστρούσε ορμητικά μέσα από τα εναπομείναντα βελόνια του κεφαλιού του και μαστίγωνε ανά κύματα το σωματάκι του… Πόσο του άρεσε! Ήταν ελεύθερος! Πετούσε πάνω από πόλεις, πάνω από δρόμους, πάνω από αγρούς, πάνω από την ίδια του την παλιά ζωή! Ήταν τόσο απορροφημένος από το πρωτόγνωρο συναίσθημα της απόλυτης ευτυχίας που δεν πρόσεξε καν το άλλο πόδι του πλάσματος να κατεβαίνει με λύσσα στο κεφάλι του… Τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι συνέβη, έπεφτε στο κενό με τρομακτική ταχύτητα… Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα αλλά δεν έβλεπε… Το στόμα του έχασκε αλλά ο αέρας δεν έμπαινε μέσα… Ότι ήθελε να δει και να γευτεί το είχε πλέον καταφέρει… έστω και για λίγο… άξιζε όμως τον κόπο… και τώρα, απλά δεν σκεφτόταν τίποτα… ένοιωθε πλήρης…


ΕΝΑ-ΚΑΤΙ-ΣΑΝ-ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΣΤΟ ΚΑΖΑΝΙ ΜΟΥ!!

Του ανταποκριτή μας, David Seagan.

Το φετινό φεστιβάλ του Συνεταιρισμού Αρτοποιών και Ζαχαροπλαστών της περιοχής μας προσέλκυσε, εκτός από τους συνήθεις υπόπτους (Από αύριο αρχίζω δίαιτα! Τέρμα τα γλυκά σου λεω!), κι έναν απρόσμενο -και σίγουρα απρόσκλητο- επισκέπτη! Ήταν λίγο μετά τις 12:00 το μεσημέρι όταν οι ακουστικοί πόροι του πλήθους που μασούλαγε αμέριμνο διάφορες λιχουδιές διακορεύτηκαν από μία φονική τσιρίδα της Mrs Higgins… Ε λοιπόν, είτε το πιστεύετε είτε όχι, ένα ουρανοκατέβατο «πράγμα» που έφερνε σε ξεπουπουλιασμένο (sic) σκαντζόχοιρο είχε κυριολεκτικά προσγειωθεί μέσα στο καζάνι όπου η συμπαθέστατη κατά τα άλλα Mrs Higgins ετοίμαζε την σπεσιαλιτέ του ζαχαροπλαστείου της! Κάτι μας λεει ότι από την επόμενη Δευτέρα η Mrs Higgins θα συνοδεύει πλέον τους διάσημους λουκουμάδες της όχι με μπανάλ πιρούνι αλλά μάλλον με trendy βελόνες σκαντζόχοιρου! Άμοιρο ζωντανό… Γλυκός θάνατος δεν λεω, αλλά…

[Παρ, 26 Οκτ 2007 02:43 πμ]

1 Like

Επειδή το κείμενο είναι μεγάλο, βάζω έξι από τους βασικούς πρωταγωνιστές. Σαφώς και πρόκειται για ψυχιατρείο, με τους περισσότερους εξ αυτών να αποτελούν πραγματικά περιστατικά:

"Ρε παλιοσαπάκι, και τη μάνα σου θα πούλαγες για να φτιαχτείς. Τόσο κωλόπαιδο και παρτάκιας είσαι, της είχαν πει οι όμοιοί της. Στην πραγματικότητα την είχε πουλήσει, σε δόσεις όμως. Πρώτα τα νεφρά, μετά τα μάτια, στη συνέχεια το συκώτι και στο τέλος το πάγκρεας"

Η Φθισικιά (52), θάλαμος 1

«Το λευκό άτι που είδε από το παράθυρο, κάλπαζε ακανόνιστα στο λιβάδι και ήταν το φυτίλι για το επερχόμενο λαμπάδιασμα. Άφησε το δωμάτιό του με αργά βήματα, για να μπει στην κάμαρα του πατέρα του με αποφασιστικό και σχεδόν ταχύ βηματισμό. Σήκωσε τα κλινοσκεπάσματα, έσκυψε πάνω από το λευκό με κίτρινες κηλίδες εσώρουχό του και άρχισε να δαγκώνει με μανία το πέος του. Σε δύο λεπτά το είχε κόψει και το είχε πετάξει από το παράθυρο. Στους μπάτσους που τον βρήκαν πάνω από το πτώμα, είπε ότι είχε ξεριζώσει το Κακό. Η πηγή για όλα τα δεινά της ζωής του, ήταν αυτό. Αν δεν το είχε βάλει στον κόλπο της μάνας του και δεν την είχε γονιμοποιήσει, δε θα είχε γεννηθεί ποτέ».

Ο Κανίβαλος (43), θάλαμος 3

«Είχαν δεκάξι χρόνια διαφορά. Στα είκοσι όδευε εκείνη, κλεισμένα τέσσερα ο μικρός. Από πιτσιρίκα ο κόσμος και οι δικοί της την έλεγαν περίεργη. Δίχως περαιτέρω εξηγήσεις, δίχως να νοιάζονται ιδιαίτερα. Τους ένοιαξε όμως, όταν ένα απόγευμα που τα δυο αδέρφια ήταν μόνα στο σπίτι και αυτή ήθελε να μιλήσει στο τηλέφωνο με τις φίλες της, ο μικρός ήθελε να παίξει και αποζήταγε την προσοχή της κάνοντας σκανδαλιές. Δε δίστασε στιγμή, άναψε τον φούρνο στους 180 για να ζεστάνει, και τον πέταξε μέσα. Για τα επόμενα είκοσι λεπτά μίλαγε ατάραχη στο τηλέφωνο, κατάχαμα, με την πλάτη ακουμπισμένη στον φούρνο».

Η Φουρνάρισσα (25), θάλαμος 5

"Σχεδόν δυο μέτρα, με χέρια σαν κουπιά. Του ήταν κομματάκι δύσκολο να κουμαντάρει την καραμπίνα, έμοιαζε με παιχνιδάκι όταν την κράταγε. Τα δύο πρώτα σκάγια δε βρήκανε στόχο. Τον ξάπλωσε στο έδαφος και ακούμπησε την κάνη στο στομάχι του. Πήρε μια βαριά που ήταν παραδίπλα και άρχισε να βαράει με μανία το κοντάκι του όπλου. Άντερα ξεπρόβαλλαν μετά από λίγο και αυτός συνέχιζε. Η τρύπα στην κοιλιά του πατέρα του ήταν τέτοια που χώραγε η δική του μπουνιά μέσα της".

Το Θεριό (58), θάλαμος 2

"Κάποτε είχε κι αυτός κανονικό όνομα. Σαν τον Σμήγκολ πριν γίνει Γκόλουμ. Είχε και τα πολύτιμά του, Playstation , καφέδες και τσιγάρα. Του τα μείωσαν και το έφερε βαρέως. Έδεσε παππού και γιαγιά σε καρέκλες στο υπόγειο και έβαλε φωτιά στην πόρτα του δωματίου του. ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΤΟ ΓΑΜΗΔΙ φώναζε με μάτια που γυάλιζαν, ενώ σάλια έτρεχαν ασταμάτητα από το στόμα του"

Ο Γκολουμάκης (45), θάλαμος 6

«Ετούτος ήτανε για λύπηση…σε μια εξαιρετικά άσχημη υποτροπή, άρχισε να βλέπει τη μάνα του σαν αρχαίο δαίμονα με τεράστια κέρατα, να ξερνάει φωτιές από το στόμα του και να προσπαθεί να τον κατασπαράξει. Της πολτοποίησε το κεφάλι με μπουνιές και κλωτσιές για να σωθεί»

O Surtur (22), θάλαμος 4

3 Likes

Εξαιρετικό το Single, παρακαλώ να έχουμε και ολόκληρο το Album ε; :sunglasses: Αν είναι XXXXL σεντόνι, no worries, το summary να είναι καλά!

Ευκαιρίας δοθείσης, θα ήθελα ήρεμα να ρωτήσω, για αρχή όσους έχουν αφήσει έστω κι ένα ίχνος σε αυτό το thread, αν ΜΟΝΟ ο @Dr.Feelgood και ο @Achamian έχουν γράψει έστω και μια ιστορία στη ζωή τους!

Ε;!!!

@Alejandro.m @anhydriis @Curehead @Dr_Love @generationx @GRACCHUS_BABEUF @hopeto @LeChuck @pantelis79 @QuintomScenario @RiderToUtopia @Sevek @The_Black_League

3 Likes

Είχα γράψει κάποιες ιστορίες μικρός (πολύ μικρός, βαριά γυμνάσιο) αλλά χάθηκαν στη λήθη.

Το λυπηρό είναι πως κάποια στιγμή το είχα πάρει τόσο ζεστά, που μαζί με τον αδερφό μου στις πρώτες τάξεις του δημοτικου, τυπωναμε (από κάποιο writer του DOS, ειμασταν οργανωμένοι) ένα μηνιαίο περιοδικό λίγων σελίδων με τα νέα της γειτονίας (Αμπελόκηπους κοντά στον ερυθρό σταυρο εμένα τότε) συν κάποια μυθοπλασία που αν σκεφτείς και την ηλικία μας πρέπει να είχε πολύ ενδιαφέρον, αλλά οι ΤΡΟΜΠΕΣ δεν κρατήσαμε ούτε ένα τεύχος

Το εν λόγω περιοδικό το μοσχόπουλαγαμε σε φίλες της γιαγιάς μου, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν όντως τους άρεσε ή αν η παργαλατσογιαγια τις ανάγκαζε, με μεθόδους κοζα νοστρα, να αγοράσουν.

6 Likes

Πρώτον, εντάξει, ρε παιδί, με έπεισες.

Ένα μικρουλάκι, από κάποιον διαγωνισμό, αρκετά χρόνια πριν:

“Δραπετεύοντας”

“Δε θα έπρεπε να ήμουν εδώ!”, σκέφτηκε καθώς έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε τις ακτίνες του ήλιου να φωτίζουν το πρόσωπό του. Αισθάνθηκε το δροσερό κύμα αέρα από το ανοιχτό παράθυρο κι έξαφνα άρχισε να βυθίζεται, να πετάει, να είναι ελεύθερος… “Θα έπρεπε να ήσουν εδώ, τουλάχιστον μία ώρα πριν!”, μόλις που διέκρινε μία φωνή στο βάθος…”.

Δεύτερον, ανατριχιαστικό το κείμενο του @Achamian, ιδιαίτερα δε λόγω του ότι:

Τρίτον, δυστυχώς, πάσχω κι εγώ από Λατσίαση, καθότι είχα πολύ περισσότερα κείμενα όταν ήμουν μικρός, τα οποία (γαμώ το κεφάλι μου) δεν κράτησα ποτέ. Βέβαια, δεν είχα το ξεδιάντροπο σπρώξιμο της γιαγιάς μου, όπως ο ψηλός! :face_with_raised_eyebrow:

Τέταρτον και τελευταίο, τέτοιου είδους κάλεσμα, χωρίς αναφορά σε αρκετούς γραφιάδες όπως ο @Ian_Metalhead, ο @Lupin, o @martian κ.ά. το θεωρώ τρανταχτή παράλειψη, συνεπώς, λαμβάνω εγώ την πρωτοβουλία.

4 Likes

Να προσθέσω και τον @JTN

5 Likes