Summary
Χαιρετώ με ένα φευγαλέο νεύμα το Λύσανδρο τον πορτιέρη - cult φιγούρα των 70s, αναπόσπαστο κομμάτι του χώρου - και παραμερίζοντας το κόκκινο πανί που κρέμεται από την κάσα ως διαχωριστικό/προστατευτικό του Έξω από το Μέσα και vice versa, μπαίνω στο μπαράκι.
Το υποκοριστικό δεν είναι τυχαίο και σίγουρα όχι μειωτικό. Απλά το μπαράκι είναι όντως ένα μπαράκι. Σε αναλογία με ένα συνηθισμένο σπίτι 100 τ.μ. φαντάσου τον κυρίως χώρο σαν μια σαλονοτραπεζαρία, την μπάρα λίγο πιο μικρή από το χωλ και το WC αρκετά πιο μικρό από τον αντίστοιχο οικιακό χώρο κατάθεσης, ανακούφισης και αναζωογόνησης της Αγίας Ελληνικής Οικογένειας. Ναι, τα εναπομείναντα τετραγωνικά που αντιστοιχούν στα δύο υπνοδωμάτια, την κουζίνα και ενδεχομένως σε ένα spare room δίχως προφανή λόγο ύπαρξης, απλά απουσιάζουν. Ειδάλλως θα έκανα λόγο για μπαρ και όχι για μπαράκι, έτσι δεν είναι;
Τεσπα, ο εσωτερικός διάκοσμος θα μπορούσε να ανήκει στο ιδανικό σπίτι για μένα, αρκεί βέβαια να είχα γεννηθεί στα τέλη των 40s και γύρω στις αρχές των 70s να έκανα τη διατριβή μου πάνω στις παντός είδους χημικές αντιδράσεις που προκαλούν διάφορα πονηρούτσικα υλικά στον ανθρώπινο οργανισμό. Ναι, πιθανότατα κάπου στα Μάταλα.
Δυστυχώς όμως έτυχε να ξεβραστώ στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και ξανά-μανά δυστυχώς, το ημερολόγιο (προσφορά/ευλογία της ενορίας του Αγίου Γεωργίου έναντι μόνο 70 ψωροευρώ) αυτή τη στιγμή αράζει στον αριθμό 2008. Όπως και να χει πάντως, η ειρηνική συνύπαρξη στον ίδιο καναρινί τοίχο μιας βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνας της Παναγίας και μιας αφίσας της Brigitte Bardot (γυμνά χυμένης μπρούμυτα πάνω σε μια λευκή φλοκάτη), με ολίγη από πολύχρωμα (σε βαθμό χρωματικής σαλάτας) διακοσμητικά πανιά στο ταβάνι, συν τ’ αρωματικά sticks ανά 2 τετραγωνικά εκατοστά, ε, σίγουρα όλο αυτό που μόλις σου περιέγραψα είναι από μόνο του κάτι το ενδιαφέρον. Και αν θες την ταπεινή μου γνώμη, πολύ καλύτερο από κάτι δήθεν trendy μαγαζιά που φυτρώνουν σαν μανιτάρια στις παρυφές των high-class χωματερών του λεκανοπεδίου.
Το ρολόι Betty Boop στον τοίχο πάνω από την χιλιογδαρμένη μπάρα έδειχνε 4:35 π.μ. όταν έκατσα στο συνηθισμένο μου τραπέζι. Μάλλον πρέπει να φταιει το υπερβολικό proximity στις τουαλέτες που καθιστά το εν λόγω τραπέζι αντιτουριστικό προορισμό, αλλιώς δεν εξηγείται η μόνιμη διαθεσιμότητα του ακόμα και σε στιγμές που το μπαράκι είναι πιο φίσκα κι από μια κυψέλη εν ώρα εργασιακού οργασμού. Ή την Κυψέλη all over the year, αν προτιμάς.
Το θέμα είναι ότι από δω έχεις οπτική επαφή με τα πάντα. Από το ποτήρι γάλα που κρύβει με παιδική κουτοπονηριά ο μπάρμαν κάτω από την μπάρα έως και την (πάντοτε) τυχαία αντανάκλαση στον καθρέπτη, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το γυναικείο ημισφαίριο των τουαλετών, μιας ανέμελης κοπελιάς που ανεβάζει το στρινγκάκι της μη παραλείποντας να αγγίξει με ανακούφιση το (ακόμα) αψεγάδιαστο δέρμα που ντύνει τους μηρούς της. Έτσι ασυναίσθητα. Ή μήπως όχι; Well… It doesn’t really matter.
Η Σόνια στη γνώριμη της θέση. Στη μέση της μπάρας για να έχει πρόσβαση στον μπάρμαν, ακριβώς όπως ένας τερματοφύλακας πριν τα πέναλτι. Μπορεί να χάσει 5-6 αλλά ένα θα το πιάσει. Έστω και κατά τύχη. Αυτό το ένα όμως μπορεί να αργήσει πολύ. Και συνήθως συμβαίνει λίγο πριν το τέλος. Λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, η Σόνια θα βρει την ευκαιρία να μιλήσει για λίγο με τον Γιώργο τον μπάρμαν περί ανέμων και υδάτων. Τότε είναι η στιγμή που της αναλογεί , το μερτικό της από τον πεπερασμένο χρόνο του μπάρμαν-σαμάνου. Για ένα λεπτό έχει την απόλυτη προσοχή του. Κρίμα που κάθε φορά είναι φέσι, μιας και για να καπαρώσει την επισφαλή της θέση στο λαμπερό κόσμο του Γιώργου για τόση ώρα έχει συνήθως καταναλώσει μια καθόλου αμελητέα ποσότητα αλκοόλ. Και έτσι, ο Γιώργος βλέπει πάντα την πραγματική εικόνα της Σόνιας και όχι την «πραγματική», αυτή που εκείνη θα ήθελε να πλασάρει. Μια γυναίκα γεμάτη ανασφάλειες που πηγάζουν από χίλιες δύο αιτίες. Καβατζάρισμα των 40, ένας διαλυμένος γάμος, ένα κοριτσάκι που ζει μόνιμα με τους υπερήλικες γονείς της κάπου στην επαρχεία και φυσικά καβατζάρισμα των 40.
Ας μη γελιόμαστε. Κατά τη γνώμη της Σόνιας, αυτή ήταν Η αιτία για την πνιγμένη στα σκατά ζωή της. Θες τα στήθη που βαρέθηκαν να αντιστέκονται σε θεμελιώδεις νόμους της Φυσικής και σιγά - σιγά παίρνουν τον κατηφορικό τους δρόμο, θες η περιφέρεια που ανοίγει πλέον τόσο εύκολα όσο και μια ξεψαρωμένη πουτάνα τα πόδια της, θες οι ρυτίδες που χαρτογραφούν με εξαιρετική ευκρίνεια στο πρόσωπο της τις διαδρομές των δεκαετιών που πέρασαν, όλα αυτά και άλλα πολλά σωματικής φύσεως θέματα συσσωρεύονταν στον πάτο της χύτρας που ονόμαζε 40. Πάνω όμως απ’ αυτά, σαν το κεράκι σε ταφικό καντήλι, επέπλεαν ψυχικές πληγές με φελλένια βάση.
Ο φόβος της απόρριψης έσφιγγε όλο και περισσότερο το λαιμό της, σαν πύθωνας που αγκαλιάζει το μεγαλόσωμο θύμα του μέχρις ότου αυτό να ξεψυχήσει. Μια ανύπαρκτη αυτοεκτίμηση. Ένας πρώην σύζυγος που την παράτησε αφού πρώτα πρόλαβε να την γκαστρώσει και να την απατήσει με διψήφιο αριθμό γυναικών. Ένα παιδί που θα ντρέπεται για την κατάντια της μητέρας του. Όχι γιατί αυτή το πάσαρε στην ηλικία των 10 μηνών στους ορεσίβιους γονείς της δίχως δεύτερη σκέψη (και ουσιαστικά του όρισε ολόκληρη την παιδική του διαδρομή) αλλά γιατί τα στήθη της πέφτουν, η περιφέρεια μεγαλώνει και οι ρυτίδες αυλακώνουν το πρόσωπο της. ‘Οχι δεν είναι έτσι οι σωστές μάνες. Τουλάχιστον όχι αυτές για τις οποίες είναι υπερήφανα τα παιδιά τους.
Ο Γιώργος μόλις είχε σπαταλήσει άλλο ένα λεπτό από τη ζωή του στα πιωμένα λόγια της Σόνιας. Αν είχε όμως μόνο μια Σόνια να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια του 8-10-και συχνά 12ώρου του θα ήταν μάλλον ο πιο ευτυχισμένος μπάρμαν του κόσμου. Φευ. Ορδές από Σόνιες και Σόνιους κατάπιναν με βουλιμία όχι μόνο τις εργατοώρες του αλλά και την ίδια του την ύπαρξη.
Από τα πρώτα του κιόλας χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά είχε αποδεχθεί το ρόλο του εξομολογητή. Του αληθινού όμως εξομολογητή , αυτού που στον οποίο ο κάθε άνθρωπος μπορεί να ανοίξει την καρδιά του δίχως αναστολές και όχι του κάθε τράγου που νομίζει ότι με το να παραιτηθεί από τους κοσμικούς πόνους ευαγγελιζόμενος παιδικά παραμυθάκια αποκτά αυτόματα και το δίπλωμα του μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινούς ανθρώπους και το θεό. Μάλλον διαφεύγει της προσοχής του εν λόγω τράγου ότι νταβατζής χωρίς εμπόρευμα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Ποτέ.
Στην πραγματικότητα, ο Γιώργος είχε καλύψει από πολύ νωρίς το επάγγελμα του μπάρμαν με το μανδύα του εξομολογητή, ενός λειτουργήματος στην ουσία δηλαδή, προκειμένου να αποτρέψει την μπόχα της σαπίλας που ανέδυε το μπαρμανιλίκι από το να φτάσει στα ρουθούνια της συνείδησης του και να του υπενθυμίζει έτσι σε κάθε δοθείσα ευκαιρία το ανούσιο του πράγματος. Γέμισε ποτήρι, βάλ’ το στα άπλυτα ή αν είσαι τυχερός, ξαναγέμισε το. Αλλά σίγουρα κάποτε θα το βάλεις στα άπλυτα.
Νόημα; Ουδέν. Τώρα θα μου πεις, τι νόημα έχει άραγε να πουλάς βιομηχανικά τρυπάνια, διαφημιστικό αέρα, ασφάλειες, διαζύγια, ελπίδες σε μελλοθάνατους ή φέρετρα σε νεοψόφιους; Ουδέν και πάλι, όπως άλλωστε και στις περισσότερες μορφές εργασίας. Αλλά τουλάχιστον σ’ όλες αυτές, ο πελάτης δεν θεωρεί απαραίτητα δεδομένο ότι ο εκάστοτε πωλητής επιβάλλεται όχι μόνο να παραβρεθεί στο άνοιγμα της ψυχής του αλλά και να προσπαθήσει να βάλει τα σκόρπια κομμάτια που θα βρει εκεί σε μια σειρά. Κι ας μην ταιριάζουν οι γωνίες των κομματιών αυτών απόλυτα μεταξύ τους. Ας τσαλακώσει λοιπόν μερικές από δαύτες αν είναι να δοθεί τουλάχιστον η ψευδαίσθηση ότι κάποιος - επιτέλους - ασχολήθηκε με αυτά τα γαμημένα τα κομμάτια.
Αυτό που έτρωγε τις σάρκες του Γιώργου όμως δεν ήταν ούτε τα εξαντλητικά ωράρια, ούτε η ορθοστασία, ούτε η έλλειψη νοήματος, ούτε καν το εξομολογητήρι αυτό καθ’ αυτό. Το βαρίδι που ήταν δεμένο στο πόδι του και τον τράβαγε όλο και πιο βαθιά μέσα στο βόθρο ήταν χωρίς αμφιβολία το μονόδρομο της καταστάσεως. Καταδικασμένος να ακούει και να συμπάσχει με ομιλούντες τοίχους. Ναι, οι δίποδοι τοίχοι μπορούν να μιλήσουν. Αλλά σίγουρα δεν μπορούν - ή καλύτερα, δεν θέλουν - να ακούσουν. Έχεις πετύχει ποτέ εξομολογούμενους να εξομολογούν με ανιδιοτελή ευχαρίστηση εξομολογητές; Ούτε κι εγώ. Ίσως γιατί αυτό το εγωκεντρικό πλάσμα που αυτοαποκαλείται άνθρωπος δε δίνει δεκάρα τσακιστή για τους άλλους. Αρκεί να κάνει πρώτα τη δουλειά του εννοείται.
Αν και τον είχε σπρώξει διαφορετικό χέρι, ο Γιώργος πνιγόταν κι αυτός, όπως και η Σόνια, στα σκατά. Βοήθεια πάντως δεν έψαχνε στην οικογένεια του, στην εκάστοτε γκόμενα του ή στους φίλους του. Όλους αυτούς τους είχε αποκλείσει σχεδόν ασυναίσθητα μιας και το ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να είναι 100% ειλικρινής απέναντί τους. Βλέπεις, όλοι είχαν συμβάλλει - άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο - στην αύξηση του όγκου των σκατών στο δικό του, αυστηρά προσωπικό, βόθρο. Επίσης είχε αποκλείσει άλλους μπάρμεν καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτόγνωρο και, ως γνωστόν, τα πρωτόγνωρα κυκλοφορούν γρήγορα αφήνοντας πατημασιές ελέφαντα. Από την άλλη, το να κάνει κάτι τέτοιο κρύβοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, πιθανόν κάπου στην επαρχεία όπου θα ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων, του φαινόταν θλιβερό. Τόσο θλιβερό όσο και το να προστρέξει σε κάποιον self-authorized νταβά των Ουρανών. So? Φοβάμαι, όχι και πολλά.
Καθημερινή εξάσκηση στην τεχνική των σφουγγαράδων με την κρυφή ελπίδα να ζεσταίνει το μυαλό του ότι κάποτε, κάποιος θα βρεθεί να ανοίξει μια τρύπα στο γαμημένο το βόθρο έτσι ώστε να μπορεί τουλάχιστον να πατώνει. Κάποιος άλλος όμως, όχι αυτός. Κάποιος που να μπορεί. Και προπάντων να θέλει. Και κάνοντας άλλη μια άσκοπη νοητική ανασκόπηση της σκατένιας του ζωής, ο Γιώργος ξέχασε αγκυροβολημένο το βλέμμα του σε μια σκοτεινή γωνιά του μαγαζιού. Εκεί όπου πάντα πίστευε ότι ζούσε ο μοναδικός άνθρωπος που είχε το κεφάλι του χωμένο πιο βαθιά στα σκατά απ’ ότι ο ίδιος. Και φυσικά αυτή η σκέψη του πρόσφερε πάντα μια κάποια παρηγοριά. Τι νόμιζες;
Το πιο απόμερο τραπέζι του μαγαζιού, σχεδόν κρυμμένο πίσω από ένα δοκάρι, ήταν το καθημερινό κρησφύγετο του κύριου Απόστολου. Και καθώς το καθημερινό περικλείει εξ ορισμού το σήμερα, ο κύριος Απόστολος ήταν στη θέση του από νωρίς. Κάπως διαφορετικός όμως. Σίγουρα, όταν μπήκε μέσα έβγαλε πάλι την γκρι καπαρντίνα του με το αριστερό αν και δεξιόχειρας. Σίγουρα, έφτασε για ακόμα μια φορά στο τραπέζι-καταφύγιο με τα χέρια του να μην συνδέονται με μύες και νεύρα με το υπόλοιπο σώμα, απλά διακοσμητικά ριγμένα άχαρα στα πλάγια του κορμιού του. Σίγουρα, ξανά σκυφτοί ώμοι, ξανά σκυφτό κεφάλι. Και σίγουρα πάλι περπατούσε ούτε γρήγορα αλλά ούτε και αργά. Όσο ακριβώς χρειαζόταν δηλαδή για να μην τραβά την προσοχή κανενός, ούτε ακόμα και αυτής της Betty Boop που καρφωμένη στον τοίχο επιδιδόταν σε καμασουτρικές χρονικές ακροβασίες.
Αυτή τη φορά όμως δεν έδωσε την παραγγελία του στη Βανέσα τη σερβιτόρα αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια και ανακατεύοντας ταυτόχρονα νευρικά τα όποια νομίσματα είχε στην δεξιά τσέπη του σακακιού του. Όπως έκανε πάντα δηλαδή. Ούτε παρήγγειλε το σύνηθες ποτό του, ένα ποτήρι λευκό κρασί. Ούτε το βλέμμα του πρόδιδε πλέον μια ακαταμάχητη θέληση να βαλσαμώσει οτιδήποτε ζωντανό έβλεπε γύρω του.
Οφείλω να ομολογήσω ότι η αναπάντεχη αλλαγή του τελετουργικού που αναγράφεται στο κεφάλαιο «Κύριος Απόστολος - είσοδος - παραγγελία - προσαρμογή στο περιβάλλον» είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον μου. Για τα επόμενα 15 λεπτά, ο κύριος Απόστολος θα αποτελούσε το μοναδικό είδωλο στον καθρέπτη του συνειδητού μου. Στα πρώτα 14 λεπτά δεν συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο, από την άποψη ότι το νέο behavioural pattern ακολουθούταν ευλαβικά. Πάνω στο τέταρτο, ο κύριος Απόστολος σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να κατευθύνεται προς τις τουαλέτες (ή μήπως το τραπέζι μου;) με ένα περπάτημα που ξεχείλιζε όψιμα αποκτημένη αυτοπεποίθηση. Σε απόσταση λίγων εκατοστών από το τραπέζι μου, σταμάτησε. Μου ψιθύρισε χαμηλόφωνα κάτι στο αυτί και ανάλαφρος - σχεδόν πετώντας - χάθηκε στο περιορισμένο εσωτερικό των τουαλετών.
-Έφυγε.
Ώστε έφυγε λοιπόν η κυρία Κυπαρισσία. Μετά από 49 χρόνια γάμου, ήταν αυτή τελικά που έσπασε τους γαμήλιους όρκους. Και όχι ο άντρας της, όπως συχνά του παραπονιόταν την τελευταία δεκαετία. Ο άντρας της ο άβουλος, το πρόβατο, ο μέσος όρος της μάζας, που κάποτε θα ξυπνούσε από το λήθαργο που ο ίδιος είχε επιβάλλει στον εαυτό του, θα έβλεπε με τρόμο το επιτραπέζιο παιχνίδι της ζωής του και λίγο πριν το - νομοτελειακό - φινάλε θα απέσυρε γεμάτος δειλία το πιόνι του από το ταμπλό, αφήνοντας την μόνη once and for good.
Όχι, ο κύριος Απόστολος δεν αυτοκτόνησε. Ξύπνησε μεν από το λήθαργο τη στιγμή που υπέγραψε την τυπική αναγνώριση του πτώματος της γυναίκας του, αλλά, κόντρα στις προβλέψεις της, δεν αυτοκτόνησε. Ίσως γιατί όταν η κυρία Κυπαρισσία συλλογιζόταν την εξίσωση της αυτοκτονίας του, δεν υπολόγιζε τον δικό της χαμό ως τον καταλύτη της - δήθεν - αυτοκαταστροφικής αφύπνισης του άντρα της. Και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τη στιγμή που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να χαλιναγωγήσουν το άγχος θανάτου (το οποίο - κάπως μαρκετινίστικα είναι η αλήθεια - αναλύει ο Γιάλομ στο τελευταίο του πόνημα) που ταλανίζει τον καθένα μας εξ απαλών ονύχων και να το μετατρέψουν σε ένα πιθανό κομμάτι μιας πιθανής υπόθεσης. Όχι, η κυρία Κυπαρισσία δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου. Με του άντρα της, ίσως. Αλλά με το δικό της σίγουρα όχι.
Το ίδιο συνέβαινε αντιστοίχως και με τον κύριο Απόστολο. Ούτε που του είχε περάσει από το μυαλό η αυτοκτονία ως πιθανός επίλογος μιας ειλικρινά σκατένιας ζωής. Πάντα ήλπιζε ότι μια ανώτερη δύναμη θα διασπούσε την γυναίκα-άγκυρα του σε χίλια-δύο κομμάτια (όταν δεν θα ήταν αυτός παρών) και, έστω και την ύστατη στιγμή, θα τον ελευθέρωνε από τα δεσμά που ο ίδιος δεν είχε τα κότσια να λύσει δεκαετίες τώρα.
«Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Καρκίνου» φαντάζομαι ότι θα σκέφτηκε καθώς θα στράγγιζε την τελευταία σταγόνα ούρων από την ταλαιπωρημένη οπή του πέους του, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τραβήξει το καζανάκι της θεόστενης τουαλέτας και στείλει μερικά ακόμα σωματικά υγρά του στον υπόνομο που άπλωνε τη μεγαλοσύνη του 5 μόλις μέτρα κάτω από τα κακοφορμισμένα, λόγω ηλικίας, πέλματα του.
«Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Καρκίνου». Κυνική εξυπνάδα, αλλά μάλλον ποτέ δεν θα μπορούσε να τη σκεφτεί κάποιος σαν τον κύριο Απόστολο. Τέτοιες παπάτζες είναι συνήθως δικής μου επινόησης. Ενός ανθρώπου που αρέσκεται στο να παρακολουθεί μετά μανίας ανθρώπους-κομμάτια του εαυτού του, κρατώντας νοητικές σημειώσεις και ενημερώνοντας συνεχώς τους ήδη παραφορτωμένους φακέλους τους.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι έχω χωρίσει τη ζωή μου σε τρία κομμάτια, με καθένα απ’ αυτά να έχει χρεωθεί σε τρία συγκεκριμένα άτομα - τη Σόνια, το Γιώργο και τον κύριο Απόστολο - και καθημερινά τσεκάρω το πως αυτή προχωρά και βιώνεται μέσα από τους 3 πιστούς μου, εν αγνοία τους, φορείς.
Μέχρι τώρα πάντως, οι φορείς μου δε δείχνουν να τα πολυκαταφέρνουν με τη ζωή μου. Φταιω κι εγώ μάλλον που τους χρέωσα σκάρτο πράγμα.
Που θα πάει όμως, κάποια στιγμή θα τους πετύχω τους κατάλληλους.
Μέχρι τότε… Υπομονή.
[Τρι, 09 Σεπ 2008 10:57 μμ]