Άντε βρε @SvenN , θα σε δώσω κάτι, που είχα στείλει σ’ έναν διαγωνισμό στην Ιατρική του Βόλου:
«Ανακομιδή οράσεως»
Η βροχή είχε υποχωρήσει. Τα σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί σε πλήρη διάταξη, άρχισαν πλέον να απομακρύνονται. Εκφράστηκαν βαθέως μην αφήνοντας την ενσυναίσθησή τους από τον ψυχισμό του. Η αποκατάσταση της προϋπάρχουσας έναστρης ουράνιας γαλήνης σηματοδοτούσε την επισήμανση προς τους πικραμένους οφθαλμούς του, οι οποίοι είχαν καταβληθεί από την εξάντληση της απόγνωσης και ήταν αδύνατον να στραφούν προς τα πάνω. Σκλαβώθηκαν μέσα στη δίνη της αφόρητης καταιγίδας που κατέκλυζε την ψυχή του.
Κάθισε σε ένα παγκάκι της κεντρικής πλατείας από εκείνα που τα σκεπάζουν με το περιούσιο υπάρχον φύλλωμά τους οι πελώριοι θάμνοι, που σαν άλλοι φύλακες κρατάνε ασφαλή τα ιερά μέρη, στα οποία κάποιος «προσκυνητής» μπορεί να καθίσει για να βρει λιγάκι τον εαυτό του. Εκείνος, όμως, χαμένος και απελπισμένος καθώς ήταν, δεν μπορούσε να βρει τον εαυτό του· δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Δεν το βάσταγε η επιθυμία του νου. Όσο για την καρδιά του, απωλέσθηκε σε ημέρες και νύχτες άνισων μαχών, όταν εκείνος προσπάθησε να βάλει τη «μεγαλειότητά» του πάνω από τους γονείς του. Όταν κατακερμάτιζε με κατηγορίες ακατανόητες εκείνο το πρόσωπο που εγκατέλειψε αρκετά δικά της για χάρη του. Πίστευε εκείνος ότι εκείνη δεν ήθελε να συμμεριστεί το «βασίλειό» του. Όταν προσπερνούσε σαν ανύπαρκτους, γνωστούς και αγνώστους εκείνους που του ζήταγαν από ένα ψίχουλο μέχρι και λίγο από τον δικό του χρόνο· ίσα ίσα για ν’ ακούσει τη φωνή τους, την επιθυμία τους, την παρουσία τους. Όλες αυτές τις ημέρες και τις νύχτες εκείνος βασίλευε και διαίρεε την ύπαρξη του.
Εκείνη την ώρα ήταν εξόριστος της ζωντάνιας των παρόντων ημερών. Τίποτα δε φαινόταν ότι μπορούσε να τον κάνει να παρακολουθήσει κάτι πέρα από την «αμαξοστοιχία» της απογοήτευσης και την απόγνωσης. Πήρε την απόφασή του· θα τσαλάκωνε μια και για πάντα αυτό το χαρτί, που λέγεται ζωή και που κάποτε του δόθηκε για να το γεμίσει με το δικό του στίγμα. Ήταν προ του τελικού και καθοριστικού βήματος, όταν σε μια στιγμή επάνω στο μάτι του έσταξε μία σταγόνα τέλεια στη συμμετρική της διάσταση. Έσταξε και δεύτερη, σχεδόν όμοια και λίγο πιο δυνατή από την πρώ-τη. Ήταν το μοναδικό γεγονός εκείνης της ώρας που τον ανάγκασε να στρέψει την παρουσία του σε κάτι πέραν του χαμένου εαυτού του, πέραν των ανελέητων σκέψεών του.
Γύρισε ολόκληρος και κοίταξε προς τα πάνω. Σηκώθηκε και κοίταξε προσεκτικά το φύλλο εκείνο που είχε μαζέψει νερό από την βροχή και έσταζε σταγόνα σταγόνα προς τα κάτω σαν να ήθελε να θρέψει και να δροσίσει ξηρούς και διψασμένους. Να μην κράταγε αυτή την ποσότητα του νερού για το ίδιο, θέλοντας να το εισάγει στα σπάργανά του. Εκείνος, όμως, πρόσεξε ότι πάνω από το φύλλο υπήρχε ένα άλλο που έσταζε σε αυτό και καθώς παρακολουθούσε αυτή τη φυσική ροή των πραγμάτων, άκουσε τον ήχο των σταγόνων ενώ έπεφταν. Έβλεπε και άκουγε, και τότε θυμήθηκε… η αναπνοή του μέσα στα πνευμόνια και το θώρακά του έγινε πλατιά· και σαν άλλη σταγόνα συμμετρικά τέλεια στη διάστασή της έσταξε μέσα του η ανάμνηση…
-
Παππού, εσύ τη φύση την αγαπάς για να έρχεσαι εδώ σχεδόν κάθε μέρα, ε;
-
Αμ πως λεβέντη μου να μην την αγαπώ…; Τόσες ζωντανές ομορφιές μας χαρίζει κάθε μέρα. Είναι δυνατόν να μην της ανταποδόκω την αγάπη της;
-
Ναι, αλλά και τη γιαγιά την αγαπάς και σ’ αγαπάει. Μόνο που εκείνη σου μιλάει κιόλας. Η φύση πως μπορεί να μιλήσει; Δε μιλάει.
-
Μαϊστράλι μου αγαπημένο, φαίνεται ότι οι δασκάλοι σας έχουν και αυτοί τις τόσες έγνοιες μέσα στο μυαλό τους, που καμιά φορά ξεχνάνε να σας πουν κάποια πραματάκια. Ας είναι. Μπορεί άνθρωπος σοφός να μην είμαι, αφού δεν πέρασα ποτέ το κατώφλι των πανεπιστημίων, αλλά δυο πράματα μπορώ να στα μάθω. Για έλα εδώ λίγο μαζί μου…
-
Που θα πάμε;
-
Θα δεις. Πρώτα κλείσε τα ματάκια σου και δώκε μου το χεράκι σου. Θα με κρατάς και θα σε κρατώ. Χωρίς να φοβάσαι, με κλειστά τα μάτια σου ν’ ακολουθείς τα βήματά μου, καθώς θα κρατιόμαστε.
-
Εντάξει.
Ο μικρός Πέτρος άκουσε τον παππού του χωρίς δισταγμό, έπιασε εκείνο το γιγαντιαίο χέρι γεμάτο από εμπειρίες ζωής χαραγμένες μέσα στην ανοιχτή παλάμη σαν να ήταν ένας κατευθυντήριος χάρτης, έκλεισε τα μάτια του και χωρίς ανησυχία ξεκίνησε να περπατάει ακολουθώντας τον. Δίχως να ξέρει τι σημαίνει αυτό που ένιωθε, τον εμπιστευόταν. Δεν έδινε σημασία στα λόγια του περί έλλειψης σοφίας του εαυτού του και της άρνησής του να σπουδάσει. Τον Πέτρο τον ένοιαζαν οι βηματισμοί του παππού του· αυτούς που πρωτοέκανε κι έμαθε ν’ αγαπάει, και αυτούς που κάνει τώρα και ξέρει να περπατάει πάνω στη γη. Ο παππούς του ήταν ο προσωπικός του θησαυρός, ο δικός του κοσμοναύτης.
- Λοιπόν, Πετράκη, πιάσε αυτό εδώ το δέντρο όπως είσαι, αγκάλιασέ το, ακούμπα το κεφαλάκι σου με το αυτί σου απάνω στον κορμό του και πες μου τι ακούς.
Ο Πέτρος έκανε όπως του υπέδειξε ο παππούς του. Το αγκάλιασε σαν να αγκάλιαζε τον παππού του. Δεν είπε κουβέντα κι έκανε ν’ ακούσει προσεκτικά.
-
Ακούω κάτι σαν γρατζούνισμα. Ακούω κάτι κελαηδίσματα και τον αέρα.
-
Μπράβο. Το γρατζούνισμα είναι ο κύριος σκίουρος που μένει μέσα στο δέντρο. Τα κελαηδίσματα είναι του κυρίου και της κυρίας κοκκινολαίμη που στέκουν στο κλαδί και τραγουδούν ο ένας στον άλλο την αγάπη τους. Και το κάνουν στο μόνο μέρος που τους φιλοξενεί ο οικοδεσπότης, το δέντρο. Όσο για τον αέρα, δεν είναι εκείνος ακριβώς που ακούς, αλλά τα φύλλα του δέντρου που τα πειράζει ο αέρας για να τα κάνει ν’ ακούγονται έτσι σαν κουδουνίσματα της κτίσης. Ο αέρας παίζει με τα δέντρα. Εκείνος ξεχύνεται απάνω τους κι εκείνα βγάζουν με τον ήχο των φύλλων όλη τη ζωντάνια τους.
Όλα αποτυπώνονταν μέσα του, ένα κι ένα. Άκουγε και παρατηρούσε συγχρόνως με προσοχή και θαυμασμό. Είχε μία ανεκλάλητη χαρά μέσα του, που ήθελε να τη μοιραστεί με όλους τους οικείους και τους γνωστούς του. Την κράταγε, όμως, εν σιγή, ώστε να συνεχίσει να μαθαίνει από τον παππού του.
-
Για ξανακλείσε τα ματάκια σου και πιάσε ξανά το χέρι μου να σε πάω και σ’ έναν φίλο μου.
-
Σε ποιον παππού;
-
Θα δεις μικρέ μου, θα δεις…
Η απόσταση που διένυσαν ήταν λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη και παρά τη δυσκολία στο μονοπάτι, ο Πέτρος δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια του ή να παραπονεθεί. Επειδή, μάλιστα, φοβόταν μήπως και τα μάτια του άνοιγαν κατά λάθος, τα κράταγε κλειστά όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
- Φτάσαμε παλικάρι μου. Λοιπόν, τώρα σε αφήνω και εκεί που στέκεις, ξάπλωσε και άπλωσε τα χέρια σου μπροστά. Μην ανοίξεις, όμως, τα μάτια σου.
Έκανε όπως του είπε. Ξάπλωσε και άπλωσε τα χέρια του. Απόρησε, όμως, γιατί ένιωθε το νερό.
-
Παππού είναι ποταμάκι αυτό;
-
Ναι καλέ μου. Τώρα, βάλε τα χεράκια σου απάνω στο νερό, ακουμπώντας το και πες μου τι ακούς…
Προσπαθούσε να είναι συγκεντρωμένος, να μην κάνει κάποιο λάθος και ο παππούς τον κατάλαβε σε αυτό. Γι’ αυτό, έκατσε δίπλα του και του είπε σιγανά στο αυτί του.
- Απαλά, Πετράκι μου, απαλά. Μην ζορίζεσαι νά βρεις το σωστό από το λάθος. Μείνε ν’ ακούσεις τη φύση που σου μιλά, καθώς σ’ έχει μέσα στην αγκάλη της. Καθώς είσαι ξαπλωμένος μέσα στις ανοιχτές παλάμες της. Απαλά…
Εκείνος ξέσφιξε τα μάτια του. Τα κράτησε απαλά κλειστά και αφέθηκε ν’ ακούσει τι είχε να του πει το νερό. Άκουγε από το επάνω μέρος που ξεχυνόταν ένας μικρός καταρράκτης, άκουγε που κυλούσε και το άκουγε που ανέβαινε πάνω στα χέρια του. Θαρρείς και οι μυριάδες σταγόνες ήταν παιδιά μιας αυλής που ακατάπαυστα έτρεχαν πέρα δώθε ορμώμενα από την ανεξάντλητη χαρά τους κι έπαιζαν.
-
Τι ακούς Πετρή;
-
Ακούω το νερό παππού, εκεί στον καταρράκτη και πάνω στα χέρια μου. Το ακούω που έρχεται και πηγαίνει πιο κάτω.
-
Τώρα, κάνε τις δυο σου παλάμες ενωμένες σα μια μικρή κούπα και πες μου τι αισθάνεσαι.
-
Αισθάνομαι να μου γεμίζει τις παλάμες μου.
-
Ναι κανακάρη μου. Σου γεμίζει τις παλάμες σου. Στις γεμίζει με τον εαυτό του ο φιλαράκος μου. Μέσα στις παλάμες σου έχεις τα τραγούδια του νερού. Έχεις το λόγο του. Γεμίζοντάς τες σου λέγει το ποταμάκι τι σου δίνει και για ποιο λόγο στο δίνει. Και στο δίνει για να σε ξεδιψάσει και με τη σειρά σου να το δώκεις σε κάποιον άλλον που είναι διψασμένος, ώστε να τον ξεδιψάσεις εσύ. Ο λόγος του νερού, δεν είναι θόρυβος, αλλά είναι τραγούδι μικρό μου αγέρι. Τραγούδι της ζωής που το ‘φτιαξε ο Κύρης του ουρανού. Τραγούδι που το μαθαίνει ο ένας στον άλλον. Κι έτσι δεν το σπαταλάμε· κι εκείνο που μας καταλαβαίνει, συνεχίζει να μας δίνεται, έτσι όπως γεμίζει πλουσιοπάροχα τώρα τα δυο σου τα χεράκια. Κι επειδή ξέρει ότι αυτά τα χεράκια θα δώκουν συνέχεια στην πνοή και στη ροή του, όπως έδωκε πρώτη φορά ο Κύρης μας σε αυτό και σε εμάς, αφήνει τώρα κι εκείνο να τα βάζεις μέσα του για να συνεχίσεις εσύ τη ροή της δροσιάς του προς τους άλλους ανθρώπους.
Πολλά από τα λόγια αυτά δεν τα καταλάβαινε ακριβώς, αλλά θυμήθηκε που προ ολίγου του είπε ο παππούς του «απαλά». Παράλληλα, όμως, ένιωθε μέσα του τη καρδιά του να σκιρτάει με όλα αυτά που άκουγε. Ήταν ο λόγος του παππού, η φωνή του, η αγάπη του για την κτίση, η αγάπη της κτίσης προς εκείνον, η δωρεά του νερού, του αέρα, των φυλλομάτων και η δωρεά του Κύρη του ουρανού. Δεν ήξερε να τα εξηγήσει, αλλά όλα τον γαλήνευαν.
Σηκώθηκαν αμφότεροι, νεότερος και γηραιότερος για να συνεχίσουν τον περίπατό τους. Ο Πέτρος δεν άφηνε από ‘κεινης της στιγμής τίποτα από τα μάτια του και τ’ αυτιά του. Είχε ενεργοποιήσει τις αισθήσεις του έτσι ώστε να γίνει ένα με όλα γύρω του και πρώτα πρώτα με τον παππού του. Για πρώτη φορά στα έξι του χρόνια αισθανόταν μέσα του κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει, ούτε και να το περιγράψει. Ήταν κάτι μεγάλο και ανεξήγητο για την ηλικία του; Ή μήπως πάλι σφιγγόταν και δεν αφηνόταν με απαλότητα; Μήπως χρειαζόταν να φτάσει μέχρι το πανεπιστήμιο για να το εξηγήσει; Ντρεπόταν κάπως να ρωτήσει τον παππού του, αν και ήθελε να τον ρωτάει για τα πάντα. Ο Πέτρος ήταν για πρώτη φορά πεινασμένος και διψασμένος για ζωή. Ωστόσο, σκέφτηκε καλύτερα να το αφήσει και αν το αισθανθεί ξανά αυτό το «μεγάλο» μέσα του, θα έπαιρνε το θάρρος να ρωτήσει πρώτα τον παππού του.
-
Παππού, θέλω να σε ρωτήσω κάτι που όταν το είπα στη μαμά, μου είπε να μη σε ρωτήσω καλύτερα για να μη στενοχωρηθείς. Αλλά εγώ, να ξέρεις, δε θέλω να σε στεναχωρήσω.
-
Όχι μαργαριτάρι μου, εσύ δεν υπάρχει περίπτωση να με στεναχωρήσεις! Τι είναι αυτά τα πράματα! Δεν πειράζει, ας λέει η μαμά σου. Εσύ να με ρωτάς. Γιατί, ακόμα κι αν δεν ξέρω σε κάτι να σου απαντήσω, θα το ψάξω να το μάθω κι εγώ. Μη θαρρείς δα πως τα ξέρω όλα. Έτσι, την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούμε θα ξέρω την απάντηση και θα στη δώκω, όπως έκανε και ο φιλαράκος μου το ποταμάκι. Ακόμη μαθαίνω. Α, μπορούμε να πούμε ότι είμαστε και συμμαθητές έτσι.
Σε όλη την ημέρα, αυτό ήταν από τα πιο ωραία και αστεία πράγματα που άκουσε ο Πέτρος. Γέλασαν και οι δυο τους, αλλά ο μικρός συμφώνησε και συγκατέβαινε στην άποψη του παππού του. «Ποιος εγγονός, άλλωστε», σκέφτηκε, «δε θα ήθελε για συμμαθητή του έναν τέτοιο παππού; Τον δικό του παππού;».
-
Για πες μου, λοιπόν. Τι είναι αυτό που θέλεις να με ρωτήσεις;
-
Όταν έπεσε πέρσι το σπίτι σας από το σεισμό, στεναχωρήθηκες;
-
Μμμ… Κοίταξε, σαν το είδα να είναι χίλια κομμάτια, τα μάτια μου, νιώθοντας τον πόνο της καρδιάς μου, δεν άντεξαν και γέμισαν με δάκρυα. Υπάρχουν μνήμες μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Μνήμες στις οποίες υπάρχεις κι εσύ. Αλλά ξέρεις κάτι; Όταν, πλέον, έγινε ερείπιο και μετά έπεφτε η βροχή και καθόμουν και το κοίταγα, συνειδητοποίησα ότι το πιο σημαντικό αυτού του σπιτιού δεν έγινε σκόνη μαζί με τις πέτρες. Ήταν εκεί και οι στάλες του ουρανού πότιζαν την πονεμένη ζωντάνια του και την αιώνια ο-μορφιά του.
-
Και ποιο είναι αυτό;
-
Η γιαγιά σου, αγόρι μου. Η γιαγιά σου. Στεκόταν εκεί παράμερα και κοιτούσε κι εκείνη με δάκρυα, αλλά όταν την έβλεπα, έστω και μέσα στη στεναχώρια της, μέσα στον πόνο της, δοξολογούσα που ήταν εκεί έξω, που θα την αγκάλιαζα ξανά, ενώ εκείνη θα έκλαιγε μέσα στα χέρια μου, και που δεν ήταν εκεί μέσα.
-
Ναι, αλλά παππού, αυτό το σπίτι εσύ το έχτισες με τα χέρια σου κι έμενες για πολλά χρόνια…
-
Μικρέ Πετρή, άκουσε κάτι και κράτα το καλά μέσα σου. Όσα σπίτια και να χτίσει ο άνθρωπος, όσα χρόνια και να μείνει μέσα σε αυτά, όταν υπάρχει μια άλλη καρδιά δίπλα του, το πιο σημαντικό είναι η καρδιά αυτή. Το σπίτι είναι μερικά ντουβάρια, τούβλα που παίρνουν χρώμα και σχήμα. Η ζωντάνια του, όμως, είναι μέσα από αυτά, εκεί που μιλάνε οι καρδιές των ανθρώπων. Εκεί που στα εύκολα και τα δύσκολα στέκουν και προχωράνε μαζί. Όταν ένα σπίτι μιλάει, σημαίνει ότι μιλάει η ζωντάνια αυτών των ανθρώπων. Ένα σπίτι ας πέσει, ας γίνει χίλια κομμάτια· το ξαναχτίζεις από την αρχή, όπως εσείς τα μικρά παιδιά που παίρνετε ένα χαρτί λευκό και αρχινάτε να κάνετε σχέδια και βάζετε και χρώματα. Δε σας βγαίνει κάτι καλό ή τσαλακώθηκε το χαρτί; Παίρνεις ένα καινούργιο και το πιάνεις από την αρχή. Τον άνθρωπό σου, όμως, αγόρι μου μια φορά τον έχεις δίπλα σου. Αν τον χάσεις, δεν τον ξαναχτίζεις. Και αν τον αγαπάς, τότε εκείνος αξίζει όσο δεν αξίζουν εκατό σπίτια μαζί.
Έπρεπε να περάσουν εικοσιδύο χρόνια, ώστε ο Πέτρος να τολμήσει να ακούσει ξανά τα πάντα να του μιλάνε. Ν’ ακούσει ξανά σαν τότε το λόγο των υδάτων, που του αποκαλύπτουν τη ζωντάνια. Ότι με μια σταγόνα, ο οφθαλμός εγείρεται από το βαλσάμωμα της ψυχής και μπορεί να ξανακοιτάξει ό,τι υπάρχει γύρω και την ίδια τη ζωή. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια θυμήθηκε τη βόλτα με τον παππού του, όπως θυμήθηκε και τον ψίθυρο που του είχε χαρίσει την τελευταία στιγμή της ζωής του· όταν ο εικοσάχρονος τότε Πετρής έσκυψε στα γέρικα εκείνα χείλη και άκουσε μόνο μερικά λόγια· «ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὑ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰώνος. Ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα ».
Το πρόσωπό του απέκτησε μία θερμότητα, ο αέρας στο μεταίχμιο βροχής και ξαστεριάς του αναζωογόνησε τις αναπνοές του. Η απωλεσθείσα του καρδιά ανέζησε εξ ύδατος και πνεύματος. Το πήρε απόφαση· δε θα τσαλάκωνε εκείνο το χαρτί, επειδή δεν το είχε ολοκληρώσει ακόμη. Οι πρώτες γραμμές, τα πρώτα σχέδια έμειναν ημιτελή και δίχως χρώματα· ίσως μάλιστα κάποιες έγιναν και τραβήχτηκαν παραπάνω απ’ όσο έπρεπε και μέ-σα σε βιασύνη. Η ανάμνηση του παρελθόντος έφερε την ανατολή του παρόντος. Πάνω στην απόφασή του έκλαψε πολύ, όχι όμως πικρά και απελπισμένα, αλλά με μία σφοδρή επιθυμία να «χτίσει» ένα μόνο πράγμα· την αγάπη του. Τα βήματά του μέχρι το σπίτι του δεν ήταν βαριά, ούτε και τα έσερνε. Φανέρωναν, περισσότερο, την πρόθεση να ερευνήσουν το παρόν για το επικείμενο μέλλον. Μόλις μπήκε στο διαμέρισμα και στάθηκε για μια στιγμή να αφουγκραστεί τα πάντα, οι κόρες του στράφηκαν μονομιάς στο σημείο εκείνο που έστεκε κρεμάμενη η επαλήθευση της ανάμνησης που τον ζωντάνεψε· η φωτογραφία με τον παππού του.
Ο Πέτρος, ο σοβαρός μεγάλος, που ξέχασε να ζει απαλά και προτίμησε το «σκληρά», κοίταξε στην εικόνα τον Πέτρο, το ζωντανό παιδί, τα μάτια του οποίου δίψαγαν για ζωή. Και έβλεπε εκείνα τα μικρά μάτια που χώραγαν μέσα τους όλη την αιωνιότητα, την οποία αναγνώριζαν στο γέρικο ανάστημα που ήταν πλάι τους. Θυμήθηκε που πορευόταν στην πλατεία του χωριού με τον παππού του κι εκεί, οι γέρικοι λίθοι καθήμενοι σαν τον ρώταγαν τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει, εκείνος απαντούσε, «θέλω να γίνω σαν τον παππού μου!». Η ομήγυρη γελούσε, όπως και ο παππούς του, μα εκείνος ο μικρός ήταν σίγουρος, ήθελε μόνο αυτό· να μεγαλώσει και να μάθει να ζει όπως ο παππούς του. Να πορεύται μέσα από σεισμούς και καταστροφές, αλλά με την πρόθεση να ξαναχτίσει. Να αγαπάει τους άλλους και να ξέρει ν’ ακούει την κτίση, καθώς εκείνη θα του μιλάει. Να σηκώνεται και να προσφέρει το δικό του λόγο, τη δική του πνοή, να λέει ένα τραγούδι. Και αυτό δεν χρειαζόταν σφίξιμο, αλλά απαλότητα, φυσική πορεία, όπως ο φιλαράκος του παππού του, που του είχε γεμίσει τότε τις παλάμες του.
Αυτά τα μάτια δεν ανήκαν αποτυπωμένα απλά σε μία φωτογραφία, ούτε και στην εποχή που ο Πέτρος ήταν μικρός. Ήταν ακόμη εκεί, πίσω από τις κόρες που ποτίστηκαν με την πικρότητα της μεγάλης ιδέας και της ισχυρογνωμοσύνης. Ήταν εκεί, αποκρυσταλλωμένα από τη σκληρότητα του ισχυρού ενήλικα που ζήταγε ένα πρωτείο αποκλειστικά δικό του· ένα άγαλμα από χρυσό για να στέκεται στο μέσον και να προσκυνείται. Κι όμως, αυτά τα μάτια της παιδικής διάκρισης ξαναβγήκαν μπροστά, αφού τα δάκρυα, ως πυρακτομένες σταγόνες, έθραυσαν τις γυάλινες σφαίρες της ψευδαίσθησης κι έδωσαν αφορμή ανακομιδής των γνήσιων βολβών που κοίταζαν με ελπίδα και προσμονή χαράς.
Αμέσως στράφηκε προς το παράθυρο. Μέσα στην ήσυχη και λαμπυρίζουσα νύχτα από τα ουράνια στολίσματά της, κοίταξε γύρω του τις πολυκατοικίες, τα μπαλκόνια, τα άνθη που στριμώχνονταν μέσα σ’ αυτά τα τσιμέντα, τους λίγους ανθρώπους που περπάταγαν προς πάσα κατεύθυνση. Σήκωσε το δεξί του χέρι έξω από το παράθυρο, στερεώνοντάς το ως έρμαιο του αέρα. Μόνο που ο αέρας έμοιαζε περισσότερο να το χαϊδεύει, σαν να το παρηγορεί και να το ζητεί, την ίδια στιγμή, για να παίξει μαζί του. Και τότε, εκείνα τα μάτια, τα γνήσια, είδαν πως αυτό το χέρι μαζί με το άλλο μπορούσαν να ξαναχτίσουν ό,τι γκρέμισε ο ίδιος. Μπορούσαν να σκάψουν πίσω από τη ρωγμή του κάλλους κι εκείνος να ξαναβρεί τους άλλους. Αυτό ήταν το παρόν του, το μέλλον του, η ζωή του· το παιδικό του όνειρο.