Ε όχι και “άλλοι κι άλλοι”
Αφού το ξέρεις, από κείνη την παλιοπαρέα ήταν εύκολα η πιο ρομαντική ψυχή
Ε όχι και “άλλοι κι άλλοι”
Αφού το ξέρεις, από κείνη την παλιοπαρέα ήταν εύκολα η πιο ρομαντική ψυχή
Ούτε εγώ έχω κάτι παίδες! Μικρός (πολύ μικρός, 11-12-13 χρονών), όταν ξυπνούσα και κοιμόμουν με βιβλία, πρέπει να είχα κάνει κάποιες παιδικές, αφελείς προσπάθειες να γράψω ποιήματα αλλά θυμάμαι να έχω πάρει σοβαρά και να αρχίζω να γράφω ένα βιβλίο (φαντασίας?), στο οποίο είχα 1-2 κεφάλαια (?), αλλά όλα αυτά δεν ξέρω που είναι καν (κάποτε τα είχα ψάξει, δίχως αποτέλεσμα).
Μεγαλώνοντας από εκεί και πέρα ποτέ δεν ασχολήθηκα. Μου είχαν περάσει σκέψεις τα τελευταία χρόνια μπας και ξεκινήσω κάτι, καθώς θεωρώ τη συγγραφική διαδικασία κάτι μαγικό, αλλά υπάρχουν διάφοροι αποτρεπτικοί παράγοντες, πρωτίστως και κυρίως ένας συνδυασμός χαμηλής αυτοπεποίθησης και εξαιρετικής αυστηρότητας προς τον εαυτό μου, έχω το κουσούρι να ικανοποιούμαι δύσκολα με ό,τι καταπιάνομαι, δευτερευόντως νιώθω πως έχουν αμβλυνθεί οι όποιες συγγραφικές μου δεξιότητες, κατηγορώ την ιντερνετική γραφή για αυτό (εδώ στο φόρουμ γράφω συνήθως πιο χαλαρά π.χ, ενώ τις περισσότερες φορές, ιδίως σε πιο μικρά ποστς, ακολουθώ περισσότερο τον ειρμό της ομιλίας και μια πιο πρόχειρη σύνταξη και πιστεύω πως έχω “ξεμάθει” κάπως να γράφω σωστά).
Ο λόγος σου είναι μια χαρά. Δεν χρειάζεται να γράφεις πολύ σύνθετα για να διηγηθείς μια ιστορία. Δεν μπορούμε να γίνουμε όλοι Σαραμάγκου…δυστυχώς.
Δεν είναι θέμα πολυπλοκότητας, είναι πως απλά δεν ικανοποιούμαι εύκολα με ό,τι αποφασίζω να ασχοληθώ. Περισσότερο μια light εκδοχή τελειομανίας θα τα χαρακτήριζα
Ναι, αλλά είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που λέει για την αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό σου. Μπορεί να είναι μαλακία, αλλά πολλοί αν γράψουμε κάτι και μετά δεν είμαστε σε φάση “πω ρε τι ξηγήθηκα ο τρελός, τύφλα να 'χει ο Σαραμάγκου (see what I did there )” το κατατάσσουμε στην κατηγορία “σκουπίδι / ν’ ανοίξει η γης να με καταπιεί έτσι και το δει ποτέ άλλος άνθρωπος”
Κάπου εδώ να ξεκαθαρίσω ότι κατά διαβολική σύμπτωση έχω αναφορά σε Σαραμάγκου και στο ποστ που ετοιμάζω για τους δίσκους του '99. Λέω ξεκαθαρίζω γιατί η ιδέα αυτή προηγήθηκε της σημερινής συζήτησης, παρότι το εν λόγω ποστ δεν έχει ολοκληρωθεί. Για να μη λέτε.
Ρε, ναι, συμφωνώ απόλυτα και με τους δύο. Η μόνη φορά που μου ζητήθηκε να γράψω κάτι ήταν για να δώσω “υλικό” σ’ έναν φίλο μου που έγραφε το σενάριο μιας παράστασης που βασιζόταν σε βιώματα κοντινών του ανθρώπων. (Πω, η μνήμη μου είχε διαγράψει αυτό το ρεζιλίκι που βίωσα από αίσθημα βαθειάς ντροπής.). Δεν είναι εύκολο να βάζεις στη σειρά αυτές τις σκέψεις και να τις αποτυπώνεις με λέξεις, ειδάλλως θα γινόμασταν όλοι συγγραφείς. ;p Για μένα είναι από τις πιο απαιτητικές δραστηριότητες και προϋποθέτει και ένα ποσοστό αυτοπεποίθησης (εκτός από συγγραφική δεξιότητα). Πάντως, κρίνοντας σαν τρίτη, το επίπεδο του λόγου στο φόρουμ είναι πολύ ανεβασμένο, θα μπορούσα να σκεφτώ πρόχειρα -τουλάχιστον- πέντε άτομα, εδώ μέσα, που γράφουν εξαιρετικά, κατά τη γνώμη μου πάντα, αλλά έχω επίγνωση ότι αυτό από μόνο του δεν αρκεί.
Ναι ρε, τι, αυτά τα χαλαρά κειμενάκια που γράφουμε για μουσικούλα; Αυτά δεν είναι τίποτα.
Κάτι ψιλοάσχετο, με αφορμή τον @martian που δεν θυμάται πού είναι καταχωνιασμένα τα γραπτά του:
Βρίσκεται κανείς άλλος σε διαδικασία αγωνιώδους αναζήτησης αγαπημένων αναγνωσμάτων της εφηβείας του; Μιλάω για οτιδήποτε, από κάποιο obscure διήγημα μέχρι κάποιο κόμικ κ.λπ. Και κυρίως για λόγους νοσταλγίας φυσικά. Με τη φάση να είναι “έλα πατέρα, θυμάσαι εκείνο το βιβλίο που είχα, με εκείνον τον έτσι και τον αλλιώς και που γίνονταν σούξου μούξου μανταλάκια;” - “όχι” - “έλα μωρέ αφού ξέρεις ποιο λέω, που στην αρχή ήτανε στη Randomville και μετά πήγανε στην Nowhere Valley αλλά παίχτηκε μαλακία με την μούμπλε μούμπλε και έσκασε μύτη και ο άλλος ο ό,τι να 'ναι και έγινε χαμός;” - “δεν καταλαβαίνω τι μου λες, αλλά αν είχες τέτοιο βιβλίο πρέπει να το 'χεις εκεί στην Αθήνα” - “μα δεν παίζει τέτοιο πράγμα, έχω ψάξει παντού και δεν το βρίσκω” - “ε τότε το 'χεις χάσει γιατί εδώ τέτοιο βιβλίο δεν υπάρχει” - “oh for fuck’s sake” - “τι θα πει αυτό” - “τίποτα άστο”.
Χαλαρά κειμενάκια, τα σεντόνια; Άλλο πάλι και τούτο. ;p
Μίνι σεντονάκια στην καλύτερη
Ναι, μονά!
Κακό αστείο
JAMES (the arse, not the band)
Ο James βρισκόταν καμιά δεκαπενταριά μίλια μακριά από το default του προσηνούς ανθρώπου. Καμιά φορά μάλιστα, σε σπάνιες στιγμές αυτοκριτικής, απορούσε και ο ίδιος με την υπομονή - τη σχεδόν μητρική - με την οποία οι οικείοι του αντιμετώπιζαν τις αναρίθμητες ιδιορρυθμίες του. Όχι, ο James δεν ήταν ένας καλόβολος άνθρωπος. Ούτε και ευχάριστος. Και σίγουρα, μόνο ένα τέρμα αφελές άτομο θα τολμούσε να τον χαρακτηρίσει ψυχή της παρέας.
Ο James ήταν υστερόβουλος. Ποτέ του δεν βοήθησε τον οποιονδήποτε δίχως να προσβλέπει σε κάποιο αντάλλαγμα, μη υλικό κατά προτίμηση. Από ένα φευγαλέο δουλικό βλέμμα εκ μέρους του εκάστοτε ευεργετηθέντος, μέχρι και την πλέον απροκάλυπτη κολακεία… και ας προσποιούνταν ότι δεν την αποζητούσε.
Ο James ήταν ανίκανος να αγαπήσει τον οποιονδήποτε έστω και στο ελάχιστο. Δεν είχε όμως συναίσθηση αυτής της συναισθηματικής του αναπηρίας. Την συνειδητοποιούσε μόνο όταν έθετε στον εαυτό του (σπανιότατα) το εξής ερώτημα: «Τι θα αισθανθώ αν σηκώσω το τηλέφωνο και μου πουν ότι ο/η τάδε πέθανε;». Η απάντηση που έπαιρνε, κάθε φορά ήταν η ίδια. Ένα εκκωφαντικό «Τίποτα».
Ο James ερωτεύτηκε μια φορά στη ζωή του, στα τελειώματα της εφηβείας του. Απορρίφθηκε. Έκτοτε, έπεισε τον εαυτό του ότι ο έρωτας είναι μια ασθένεια που αν δεν αντιμετωπιστεί εν τη γενέσει της μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί μοιραία. Και όντας υποχόνδριος, δεν επέτρεπε στον εαυτό του να παίρνει αψήφιστα καμία ασθένεια.
Ο James ήταν μισάνθρωπος και δειλός. Μισάνθρωπος, γιατί και η πιο απλή συναναστροφή με τον οποιονδήποτε του έφερνε ναυτία και τάση προς έμετο. Δειλός, γιατί αν και αποστρεφόταν τους συνανθρώπους του, ούτε μία φορά δεν τόλμησε να τους διαολοστείλει και να ζήσει έστω και για λίγο αποκομμένος από τους πάντες.
Ο James περνούσε προς τα έξω την εικόνα του φιλότεχνου και καλλιεργημένου. Ποτέ του όμως δεν έμεινε βουβός μπροστά σ’ ένα πίνακα ζωγραφικής, ποτέ του δεν αφέθηκε στην δημιουργική ορμή ενός σκηνοθέτη, ποτέ του δεν ανατρίχιασε με ένα τραγούδι. Ρηχός σαν γιαλός, κενός σαν χρησιμοποιημένο ντενεκεδάκι.
Ο James απεβίωσε την περασμένη Παρασκευή, σε ηλικία 32 ετών. Το παράδοξο; Πολλοί ήταν αυτοί που θρήνησαν το χαμό του. Αυθόρμητα. Σιωπηρά. Ειλικρινά.
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, θα πρόσθετα ανερυθρίαστα εγώ…
[Πεμ, 14 Φεβ 2008 11:59 μμ]
2014 ήταν όταν έγραφα κάθε χρόνο από 2-3 μυθιστορήματα.
Να πω ότι πέρα από μερικά που είχα γράψει περί το 2009-10, κανείς δεν τα έχει διαβάσει. Σήμερα άνοιξα ξανά το αρχείο μου.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι από το 6ο κεφάλαιο ενός από τα τελευταία που τελείωσα, αφού πρώτα το χτένισα και το ξαναέγραψα, με κάποιες προσθήκες. Ηθελημένα παρουσίασα μία Αθήνα παραμορφωμένη, ακόμα χειρότερη από αυτή που ξέρουμε.
Ο αέρας ήταν δυνατός και έμπαινε μέσα από τις χαραμάδες δημιουργώντας έναν ήχο που έμοιαζε να προμηνύει θάνατο. Ο Νίκος είχε κλείσει τα μάτια του για να πείσει τον εαυτό του πως έπρεπε να κοιμηθεί, όμως το μόνο που έκανε ήταν να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του. Είχε αλλάξει τόσες πολλές φορές πλευρό, που είχε ξεσκεπαστεί τελείως κι είχε αρχίσει πάλι να κρυώνει. Κάπως έτσι πέρασε τη νύχτα, μέχρι το πρωί.
Πριν χτυπήσει το ρολόι της εκκλησίας για να ανακοινώσει ηχηρά σαν ένας ηλεκτρικός κόκορας πως η ώρα ήταν έξι, είχε σηκωθεί, είχε νιφτεί και είχε βάλει τα ρούχα που φορούσε κάθε μέρα: ένα τζιν, ένα αθλητικό φούτερ και το δερμάτινο παλτό που είχε βρει κάποτε δίπλα σ’ έναν κάδο στο Περιστέρι. Πήγε να δει λίγο τα σκυλιά, τους έβαλε κάτι να φάνε και κοίταξε από το μπαλκόνι. Στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή.
Πήρε το κασκόλ του από την κρεμάστρα και το φόρεσε, έπειτα κλείδωσε κι έφυγε για την κοντινότερη στάση του λεωφορείου. Είχε καιρό χρησιμοποιήσει τα μέσα για να κινηθεί μέσα στην πόλη, συνήθως έπαιρνε το αμάξι για να πάει όπου ήθελε. Δεν τον πείραζε να παίρνει πού και πού τα μέσα για να μετακινείται, αλλά εκείνο που δεν άντεχε με τίποτα ήταν ο ηλεκτρικός.
Τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας της υποχρηματοδότησης των σταθερών συγκοινωνιών, οι διαδρομές με τον ηλεκτρικό και το μετρό είχαν γίνει μία καθημερινή κόλαση. Τα τρένα ήταν βρώμικα και ανθυγιεινά, αφού είχαν απολυθεί όλες οι καθαρίστριες, ενώ και οι σταθμοί ήταν σε άθλια κατάσταση. Εκτός από το θέμα της καθαριότητας, είχε γίνει μείζον και το θέμα της ασφάλειας, αφού ακόμα και στο μετρό έμπαινε όποιος ήθελε για να ζητιανέψει, είχαν αυξηθεί κατά πολύ τα κρούσματα κλοπής και πολλοί άστεγοι είχαν βρει καταφύγιο στους υπόγειους σιδηροδρομικούς σταθμούς.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στον ηλεκτρικό είχε χαλάσει το σύστημα ανταπόκρισης μεταξύ των σταθμών και οι πίνακες ανακοινώσεων έγραφαν πάντα λάθος ώρες άφιξης των συρμών. Ο Νίκος, όμως, είχε συνηθίσει πια και κοιτάζοντας το ρολόι του ήξερε ακριβώς σε πόσα λεπτά θα φτάσει ο ηλεκτρικός, ακόμα και τι ώρα έφευγε από τους άλλους σταθμούς. Ο μοναδικός σταθμός όπου όλα λειτουργούσαν ρολόι ήταν ο σταθμός δίπλα στο μεγάλο εμπορικό κέντρο. Ο σταθμός εκείνος ήταν ο εφιάλτης των επαιτών και των άστεγων, αφού φυλασσόταν πάντα από αστυνομικές δυνάμεις. Ήταν μάλιστα ο μόνος σταθμός ο οποίος καθαριζόταν μια φορά την εβδομάδα.
Τουλάχιστον τα λεωφορεία λειτουργούσαν ακόμα κανονικά, αφού ο οργανισμός έβγαζε πολλά χρήματα από τα πρόστιμα των λαθρεπιβατών. Έτσι, ο Νίκος κατάφερε να φτάσει σε φυσιολογικό χρονικό διάστημα στον πιο κοντινό σταθμό του ηλεκτρικού. Όταν έφτασε στο σταθμό, είδε πολύ κόσμο να έχει μαζευτεί εκεί και να περιμένει. Απ’ έξω, μερικοί πλανόδιοι είχαν στήσει πάγκους και πουλούσαν μικροπράγματα, παρά το τσουχτερό κρύο, κανείς όμως δε φαινόταν να αγόραζε κάτι. Το τρένο είχε αργήσει δέκα ολόκληρα λεπτά. Από τα μεγάφωνα μία άξεστη φωνή ανακοίνωσε ότι ο συρμός θα έφτανε με καθυστέρηση.
Ο Νίκος άρχισε να κοιτάει τα παπούτσια του, για να μην κοιτάζει τα απρόσωπα πρόσωπα του κόσμου γύρω του. Υπολόγιζε μέσα του πως αν ο συρμός είχε αργήσει δέκα λεπτά, θα βρισκόταν ακόμα στην αφετηρία. Το προηγούμενο τρένο θα είχε φτάσει στα Άνω Πατήσια, ή αλλιώς, στην Παναγία των Πατησίων, όπως συνήθιζε να λέει, επειδή δίπλα στο σταθμό βρισκόταν μια μεγάλη εκκλησία της περιοχής.
Όταν τελείωσε το βασανιστικό τέταρτο της αναμονής, όλος ο κόσμος που περίμενε στην αποβάθρα μπήκε μέσα σαν μπουλούκι, λες και κάποιος μοίραζε χρήματα κι έπρεπε να προλάβουν. Ο Νίκος μπήκε στο τελευταίο βαγόνι, που είχε περισσότερο χώρο. Αν και όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, στη μύτη του έφτανε μία αφόρητη και αποπνικτική μυρωδιά. Όσο κι αν το περίμενε πως το τρένο θα μύριζε απαίσια, μετάνιωσε που μπήκε μέσα. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να βγει, όμως, πρόσεξε με την άκρη του ματιού του κάποιον και αποφάσισε να μείνει μέσα.
Απλοϊκό και πολύ ωραίο. Μου έδωσε με την πρώτη εικόνες, πράγμα πολύ σημαντικό για μένα όταν διαβάζω και δη, όταν αναμένω τη συνέχεια.