Ένας τύπος, που ετοιμαζόταν για αγώνες μπόντυ-μπήλντιγκ, χτυπιόταν καθημερινά με τις ώρες στα βαράκια και στα μηχανήματα. Παράλληλα, έμπαινε στο σολάριουμ για να αποκτήσει το απαραίτητο μαύρισμα που θα ανεδείκνυε τους μυς του. Κανά δυο μέρες πριν του αγώνες, γδύνεται και κοιτιέται στον καθρέφτη. Ωραίο μαύρισμα, μόνο που… το όργανό του ήταν κάτασπρο! Εραστής της λεπτομέρειας καθώς ήταν, κατεβαίνει στην παραλία, γδύνεται και σκεπάζεται με την άμμο, αφήνοντας μόνο το όργανό του να εξέχει. Λίγη ώρα αργότερα, περνάνε δυο γηραιές κυρίες.
- Αχ, άδικος κόσμος, άδικος, λέει η μία βλέποντας το …όργανο.
- Γιατί το λες αυτό καλέ; απορεί η άλλη.
- Κοίτα το! Όταν ήμουν 10 χρόνων το φοβόμουν. Όταν έγινα 20 είχα μεγάλη περιέργεια γι’ αυτό. Στα 30 το απολάμβανα. Στα 40 το αποζητούσα. Στα 50, πλήρωνα γι’ αυτό! Στα 60 προσευχόμουν να το βρω. Στα 70 το είχα ξεχάσει. Και τώρα που έγινα 80, τα καταραμένα φυτρώνουν και στην άμμο ακόμα!
…
Η γυναίκα μοιάζει με τον κόσμο
Στα είκοσι είναι σαν την Αφρική… Μισοεξευρευνημένη.
Στα τριάντα μοιάζει με την Ινδία… Ζεστή, τρυφερή, μυστηριώδης.
Στα σαράντα μοιάζει με την Αμερική… Τεχνητώς τελειοποιημένη.
Στα πενήντα μοιάζει με την Ευρώπη… Μισοερειπωμένη.
Στα εξήντα μοιάζει με την Σιβηρία… Όλοι ξέρουν που είναι, αλλά κανείς δεν θέλει να πάει!
Ο άνδρας μοιάζει με το τρένο.
Στα είκοσι είναι σαν τοπικό, σταματά σε κάθε σταθμό.
Στα τριάντα μοιάζει με έκτακτο, σταματά μόνο στα μεγάλα χωριά.
Στα σαράντα μοιάζει με εξπρές, σταματά μόνο στις μεγάλες πόλεις.
Στα πενήντα του μοιάζει με παλιά ατμομηχανή, σταματά συχνά, αλλά κυρίως για νερό.
Στα εξήντα του, δεν ταξιδεύει πια, έχει αποσυρθεί και βρίσκεται στη μάντρα.
…
- Πως λέγεται η ροκ μπάντα που αποτελείται από 4 μέλη;
- Ροκ-four!
(ξερω, ηταν κρυο)
…
Ο Τζιράκης, ένας βοσκός από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου που συνελήφθη να κλέβει αρνιά στην Δίκτη, λίγο πριν γίνει η δίκη του λέει στον Δικηγόρο του ικετευτικά:
- Σώσε με, κύριε Δικηγόρε, και εγώ … . ό,τι θες μου ζήτα. Και, όταν λέω ό,τι θες το εννοώ. Θες αυτοκίνητο θα σου το πάρω. Θες λεφτά, ένα-δυο εκατομμύρια, όσο θες, θα σου τα δώσω.
- Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα εκατομμύρια, όσο κάνει μια μερσεντές, και συνάμα αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς. Συμφωνείς ή όχι;
- Συμφωνώ και λέγε γρήγορα τι να κάνω;
- Λοιπόν, σε λίγο ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τον συμβουλεύει ο δικηγόρος, εσύ θα απαντάς “μπεε…” και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει;
- Εντάξει και παραντάξει, συμφωνεί ο Τζιράκης.
Σε λίγο ο πρόεδρος ρωτά τον κατηγορούμενο:
- Πως λέγεσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, απαντά αυτός.
- Ρε, σε ρώτησα πως σε λένε;
- Μπεε, απαντά και πάλι αυτός.
- Μήπως δεν ακούς, κατηγορούμενε; Από πού είσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, λέει πάλι αυτός.
Μετά από λίγο ο πρόεδρος του δικαστηρίου νευριάζει και λέει δυνατά στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς:
- Κύριε εισαγγελέα, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός, αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ, αθώος!
Μετά από αυτό ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη και του λέει θριαμβευτικά:
- Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι.
Και ο Τζιράκης του απαντά με τρελό ύφος:
- Μπέε!
(και αυτο λιγο κρυο)
…
Είναι μία χελώνα σε ένα μπαρ με τα άλλα ζώα.
- Ρε χελώνα, λέει το λιοντάρι, ξέχασα τα τσιγάρα στο αμάξι… Μπορείς να πεταχτείς να μου τα φέρεις;
- Καλά, πάω.
Περιμένουν… Περνάει μία ώρα, δύο ώρες… τρεις ώρες… και λέει το λιοντάρι:
- Αντε, τι κάνει τόσες ώρες; Τα ζώα μου αργά είναι αυτή η χελώνα.
Και ακούγεται η χελώνα:
- Αν γκρινιάζετε, δεν θα πάω!
…
Είναι τρεις μεξικανοί σε ένα μπαρ και κοιτάνε το άπειρο. Περνούν μία ώρα, δύο ώρες και λέει ο ένας:
- Ρε παιδιά, πείτε κάτι…
Μετά από άλλες τρεις ώρες λέει ο δεύτερος:
- Ε, πες εσύ!
Μετά από άλλες τρεις-τέσσερις ώρες λέει ο τρίτος:
- Παιδιά, αν έχετε όρεξη για κουβέντα, εγώ να φύγω.
…
Μπαίνει ο τύπος στο σπίτι του, μεθυσμένος, σε κακή κατάσταση και βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγριεμένη γυναίκα του.
- Που ήσουνα μέχρι τα άγρια χαράματα; ρωτάει
- Γυναίκα, ήταν υπέροχα. Ένα καινούργιο μπαρ, το «Golden Saloon»… Όλα εκεί μέσα είναι χρυσά. Έχει τεράστιες χρυσές πόρτες, χρυσό πάτωμα,… μέχρι και το ουρητήριο είναι χρυσό.
Η γυναίκα του δεν πίστεψε λέξη, αλλά την άλλη μέρα βρίσκει το νούμερο του νέου μπαρ και τους τηλεφωνεί, για να ελέγξει την ιστορία του άντρα της.
- Εκεί “Golden Saloon”; ρωτάει, μόλις κάποιος απάντησε το τηλέφωνο.
- Βεβαίως! Τι θα θέλατε; τη ρωτάει ο μπάρμαν.
- Έχετε χρυσές πόρτες;
- Φυσικά, λέει αυτός.
- Και χρυσό πάτωμα;
- Έχουμε και χρυσό πάτωμα.
- Και χρυσό ουρητήριο;
Και τότε ο μπάρμαν βάζει τις φωνές σε κάποιον άλλον μέσα στο μπαρ.
- Γιάννη, μου φαίνεται ότι βρήκα τα ίχνη αυτού που κατούρησε μέσα στο σαξόφωνό σου χτες.
…
Μια μέρα, ο Μπίλ Γκέιτς, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα (χτύπα ξύλο!). Προχωρώντας προς τους ουρανούς, συνάντησε μπροστά του την πόρτα του Παραδείσου και τον γιο Πέτρο, με τα κλειδιά στο χέρι. Ο Αγιος Πέτρος λοιπόν, του λέει:
- Τώρα βρε Μπίλ, με βάζεις προ διλήμματος: από την μία, χάρη σε εσένα, πολλοί άνθρωποι απέκτησαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Από την άλλη, έφτιαξες αυτό το λειτουργικό, τα Windows 98, που καθημερινά βασανίζει πολλούς χρήστες. Πού να σε πάω τώρα; Στον Παράδεισο ή στη Κόλαση;
Και ο Μπιλ, ψύχραιμος απαντά:
- Ας τα δοκιμάσουμε και τα δύο και θα πάω έκει, που μου αρέσει περισσότερο.
- Εντάξει. Και τί να δοκιμάσουμε πρώτα;
- Ε, ας δοκιμάσουμε πρώτα την Κόλαση!
Ο Αγιος Πέτρος λοιπόν, τον οδηγεί στην Κόλαση. Μπαίνει ο Μπιλάκος μέσα και τα χάνει! Απέραντες ακτές, καυτές γυναίκες με καυτά μπικίνι, παγωτατζήδες και άλλα ωραία. Ο γιος Πέτρος, παίρνει τον Μπίλ εντυπωσιασμένο και του λέει:
- Πάμε τώρα και στον Παράδεισο. Πάνε στον παράδεισο, βλέπουν σύννεφα, αγγέλους να απαγγέλουν ύμνους, τον ίδιο το Θεό να κάθεται στον θρόνο Του, κ.α.
Και τον ρωτάει ο Αγιος Πέτρος:
- Τώρα, που τα είδες και τα δυο, πού θα ήθελες να μείνεις; Στην Κόλαση βέβαια!!! απαντάει με σιγουριά ο Μπίλ.
- Καλά, λέει ο γιος Πέτρος, λίγο απογοητευμένος. Τον συμπάθησε βλέπετε. Μετά από λίγες μέρες, ο γιος Πέτρος, πάει να δει πως περνάει ο Μπιλ στην Κόλαση. Τον βλέπει αλυσοδεμένο, να φοράει μόνο το εσώρουχο του και να τον τσουρουφλάνε οι φωτιές από κάτω.
Μόλις τον είδε ο Μπιλ, άρχισε να ουρλιάζει:
- Αγιε, με κορόιδεψες! Πού πήγαν οι γυναίκες με τα μπικίνι και οι ακτές;
Και ο γιος Πέτρος, ήρεμος του απαντά:
- Ε, αυτά ήταν στο demo!
…
ανεκδοτο για ατομα του φορουμ
Πεθαίνει κάποιος και πάει στον παράδεισο.
- Όλα καλά, του λεν στο σεμινάριο, αλλά εδώ πρέπει να προσέχεις να μην πατήσεις κανένα ροζ συννεφάκι, γιατί αλλιώς θα πρέπει να κάνεις συνέχεια σεξ με κάποια πολύ άσχημη. Μα πάρα πολύ άσχημη.
- Εντάξει, λέει αυτός και βγαίνει έξω για μια βόλτα.
Προχωράει και βλέπει τον παλιό φίλο τον Karvou, με μία γριά με μία τεράστια ελιά στην μύτη. Πιο άσχημη γυναίκα δεν είχε ξαναδεί.
- Τί έπαθες, ρε Karvou;
- Ασε ρε φίλε… Τρίτη μέρα που ήμουν εδώ, ξυπνάω, πάω να σηκωθώ αγουροξυπνημένος και πατάω ένα ροζ συννεφάκι… Τι γκαντεμιά ήταν αυτή;! Ανάθεμα το ροζ συννεφάκι τους!!
Συνεχίζει την βόλτα του αφού τον παρηγορεί λίγο και βλέπει τον φίλο του τον Bluezlick.
Και αυτός ήταν με μία εξωφρενικά κακάσχημη γυναίκα.
- Ρε συ, τι έπαθες;
- Αστα ρε! Περπάταγα στον δρόμο, βλέπω μία ωραία γκόμενα, και αφηρημένος πατάω το ροζ συννεφάκι! Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή!!!
Συνεχίζει τον δρόμο του και βλέπει τον φίλο του τον led_zeppelin, τον πιο άσχημο της παρέας. Αυτός ήταν με μία κουκλάρα, και φυσικά μες στην τρελή χαρά.
- Τι έγινε, τυχερούλη;
- Πάτησα το ροζ συννεφάκι, λέει περίλυπη η κοπέλα…