ήτανε ο σάκης, ένα εντελώς αβανγκάρντ άτομο, αντισυμβατικός τύπος και ελεύθερο πνεύμα, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ λέμε, ο οποίος παρά την αβέβαιη επαγγελματική αποκατάσταση και τα χλεύη της συντηρητικής κοινωνίας όπου ζούσε, αποφασίζει να ακολουθήσει το όνειρό του και να γίνει σκηνοθέτης. νοικιάζει λοιπόν ένα χώρο της κακιάς ώρας ξερωγώ και πιάνει δουλειά.
το μαθαίνει αυτό ο φίλος του ο τάκης και περνά μια βόλτα να δει τι παίζει. όπως μπαίνει λοιπόν αντικρίζει ένα πραγματικά παρανοϊκό σκηνικό: διάφοροι τύποι που φοράνε ρούχα εποχής, ξέρετε εντυπωσιακά φορέματα 18ου αιώνα, περούκες, φαβορίτες αλα έλβις στους άντρες, ψηλές κάλτσες (σικ!), τέτοια φάση.
ωστόσο, το αξιοπερίεργο είναι ότι όλοι τους φοράνε από ένα κράνος, μάσκες οξυγόνου ενώ μερικοί κρατάνε τσεκούρια και κουβάδες νερού.
μάλιστα βλέπει τον ίδιο τον σάκη, ο οποίος κρατώντας έναν πυροσβεστήρα (!) έδινε οδηγίες στους ηθοποιούς.
-καλά ρε τι δγιάλο γίνεται εδωμέσα?
-γεια σου τάκη, όπως βλέπεις γυρίζω την καινούργια μου ταινία που είναι μια πιστή μεταφορά ενός κλασικού αγγλικού μυθιστορήματος.
-ναι ρε συ αλλά τι σημαίνουν όλα αυτά τα σκηνικά?! και πως λέγεται αυτό το μυθιστόρημα ναπούμε?!?!
"Γεία σας’’ λέει ο Αγγελάκας. Του λέει η μια απο τις 2 ‘‘γεια σου γιαννη’’. Η άλλη τίποτα. ο Γιάννης, ‘‘πως σας λένε ρε κορίτσια;’’ η μια η κοπέλα,’‘εμένα με λένε Μαρία, και η φίλη μου η Πόλυ.’’ Κάνει χειραψία με την Μαρία, η Πόλυ τίποτα. Ξενερώνει ο Αγγελάκας, και πάει στον μπάρμαν. ‘‘Βάλε ενα διπλό’’ του λέει. ‘‘Τι έγινε ρε Γιάννη; Γιατί τέτοια μούτρα;’’
Ενας τυπος στο κεντρο της Αθηνας ψαχνει απεγνωσμενα να παρκαρει. Εχει κανει κυκλους σε 20 τετραγωνα και μετα απο 3 τεταρτα αναζητησης, αγανακτισμενος αρχιζει να λεει “Θεε μου, κανε να βρω θεση παρκιν και απο μενα ο,τι θες. Λαμπαδες, προσευχες, δωρεες στην εκκλησια, ο,τι γουστ… Α! Ασε, βρηκα!”
Ειναι απο αυτα που εχουν πιο πολυ πλακα απο κοντα. Μολις μου το ειπαν ελιωσα