Jess and the Ancient Ones “Jess and the Ancient Ones” (2012)
Με είχε τρομάξει η ταμπέλα του occult rock (όχι με την έννοια που θα ήθελαν οι εφευρέτες της), αλλά τελικά μιλάμε για το καλύτερο album που μου έχει πέσει μέχρι στιγμής στο παιχνίδι. Με τον ήχο δε θα έλεγα ότι έχω ιδιαίτερη σχέση (πέρα από κάτι πρώτα Ghost, The Devil’s Blood κλπ.), ούτε και με τρελαίνει ο φετιχισμός με τον ήχο και την αισθητική των 70’s. Ωστόσο εδώ υπάρχει ψωμί.
Το πρώτο μεγάλο ατού της μπάντας είναι ότι έχει την ικανότητα να στήνει τα κομμάτια της πάνω σε ευκολομνημόνευτα θέματα (ας τα πούμε και «hooks»), είτε μιλάμε για φωνητικές μελωδίες, είτε για τα κιθαριστικά riffs, είτε για τα πλήκτρα κλπ. Δηλαδή νιώθεις ότι μπορείς να «τραγουδήσεις» τα πάντα, κι αυτό είναι μεγάλη μαγκιά να το καταφέρεις γιατί φανερώνει κι ένα originality όσον αφορά τη σύνθεση.
Προχωράμε σ’ άλλο ατού, τη φωνή. Κάπου ανάμεσα στο στυλ της Grace Slick και τη χροιά της Manuela των αδικοχαμένων Terrible Feelings (μη σας φανεί παράταιρος ο τελευταίος παραλληλισμός -κι αυτοί το γύρισαν σε πιο παλιομοδίτικες rock φόρμες όσο περνούσε ο καιρός), η τύπισσα δίνει ρέστα βγάζοντας ένταση κυρίως, πάθος όπου χρειάζεται, έχει τις χαμηλές νότες, έχει προσωπικό στυλ θα έλεγα.
Άλλο πλεονέκτημα, ότι ο δίσκος κυλά νεράκι (προσωπικά μόνο το “Ghost riders” θα έκανα skip), υπάρχουν πολύ λίγα κομμάτια άρα το καθένα καλείται να «σηκώσει» βαρύ φορτίο έχοντας κάτι να πει. Απ’ το “Twilight witchcraft” που εμένα μου φάνηκε σαν ΤΟ εν δυνάμει hit μέχρι το “Sulfur giants” που μέσα σε 10 λεπτά κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο (μαγεία η ήρεμη, ατμοσφαιρική εισαγωγή με το πιάνο, πόρωση με τους Maiden-ικούς καλπασμούς και τις δισολίες (ή μήπως τρισολίες;) έπειτα), κι από το “The devil (in G-minor)” που θα μπορούσα να το φανταστώ με τη φωνή του Nick Cave ξέρω ‘γώ μέχρι το ΑΠΟΛΥΤΟ κλείσιμο με το έπος “Come crimson death”, οι τύποι έχουν δομήσει έτσι τις συνθέσεις τους ώστε να τις «αρπάζεις» κατευθείαν από τη 2η ακρόαση, αλλά ν’ ανακαλύπτεις συνεχώς ιδέες σε κάθε μεμονωμένη σύνθεση γι’ αρκετό καιρό.
Τέλος, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για ‘μένα (μιας και δύσκολα θα με «κρατήσει» για πολύ κάτι που δεν περιέχει μινόρε μελωδίες), παρ’ όλο που επιφανειακά το όλο άκουσμα φέρνει σε easy-listening, κλασικές rock φόρμες του ’70, μέσα του κουβαλά και μία τραγικότητα, ένα σκοτάδι, που σε στιγμές βγαίνει στην επιφάνεια και κάνει την όλη μουσική πρόταση πραγματικά ενδιαφέρουσα. Κάτι τέτοιο, για παράδειγμα συμβαίνει στο refrain του “Twilight witchcraft”, στις (Maiden-ικές στην ουσία, ε) κιθαριστικές μελωδίες του refrain του “13th breath of the Zodiac”, καθώς και στο ΕΠΙΚΟ κλείσιμο του “Come crimson death” - το συναισθηματικό αποκορύφωμα του δίσκου που απογειώνει μία σύνθεση που περνά από διάφορα στάδια μέχρι να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Μπράβο, μπράβο, ωραία πράγματα.