Να γράψω και γω τα 2 λογάκια μου…
Metalcore. Το συμπαθώ αρκετά, αλλά μέχρι εκεί.Όσο έχουν πέσει στην αντίληψη μου, ναι μεν μου αρέσουν ως ένα βαθμό, αλλά πιστεύω ότι το είδος στερείται ποικιλίας. Το ανελέητο κοπάνημα και beat down στο beat down, μέχρι ενός σημείου είναι ανεκτο, αλλά όχι για πολύ. Συν το γεγονός ότι πολλές πάντες έχουν αυτή την Linkin Park-ίτιδα (πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο τρόπο να το περιγράψω!) όπου έχουμε τα emo-tional φωνητικά με αυτή την μιζερια, που μου γυρίζει ελαφρώς το μάτι (οι αγαπητοί Architects το έχουν αυτο, το οποίο μέχρι τώρα δεν το έχω χωνέψει - αλλά ποτέ δεν ξέρεις). Προφανώς δεν έχω εντρυφήσει στο είδος, οπότε μπορεί να λέω παπάτζες, αλλά μέχρι εκεί έχω φτάσει.
Πάμε στους αγαπητούς Parkway Drive. Tους τύπους τους ξέρω, τους έχω ακούσει από τα παλιά δισκάκια τους (Deep Blue), έχω ακούσει μέχρι και το Reverenge, αλλά έχουν αποθηκευτεί πολύ Deep στο μυαλό μου, ίσως γιατί δεν ήμουν στην διάθεση ίσως (με είχαν κερδίσει οι Textures εκεινη την - Deep Blue - περίοδο!). Παρά ταύτα θυμώμουν να τους έχω συμπαθήσει, αλλά μέχρι εκεί.
Τώρα λοιπόν στα γεράματα ξανακούω σοβαρά metalcore, και αυτή την φορά όντως σοβαρά, καθώς από την στιγμή που είναι πρόταση συμφορουμήτη, αυτό σημαίνει ότι πρέπει αν δωθεί δέουσα προσοχή.
Ξεκινάω με 2 αρνητικά, για να φεύγουv: 1) πολύ δυνατή παραγωγή στα όρια της παραμόρφωσης στο εισαγωγικό κομμάτι. Μετά δεν ακούγεται.Δεν ξέρω αν φταίει το rip που κατέβασα ή αν είναι όντως έτσι ή αν τελικά μετά το εισαγωγικό κομμάτι έχουν καταστραφεί τα τυμπάνα μου (νταξ δεν είναι τόσο τραγικό, ένα κλιπαρισμα κάνει), αλλά μετά δεν ακούγεται. Το 2) είναι ο τεράστιος αριθμός κομματιών, το οποίο αντικειμενικά (αν δεν έχεις εισαγωγές κλπ) δυσκολεύει πολύ και σαν ποσότητα κομματιών για να ακούσεις, αλλά και σε βάζει σε αμφιβολία για την ποιότητα.
Ξεπερνάμε τα παραπάνω και πάμε στην ουσία.
Αυτό που βγαίνει από τα ηχεία στο Destroyer, είναι παντελώς αναντίστοιχο στο τι μπορεί να περιμένει κανείς απο metalcore (είπαμε έχω ακούσει Parkway Drive, συμπαθώ, αλλά πραγματικά δεν θυμόμουν τίποτα) και τέτοιο τίτλο. Ξεκιναει με γλυκια μελωδία, η οποία καλλιστα θα μπορούσε να βρεθεί σε ροκ κομμάτι, το οποίο σε πηγαίνει σε ένα ρυθμικό (όχι beatdown!) ωραίο ριφφ με το φωνακλά τραγουδιστή να πατάει ωραία στον ρυθμό και να έχει φωνή με ταυτότητα. Not bad. Τελικά καταλήγει στην αρχική μελωδία ως ρεφραιν και εδώ έρχεται το πρώτο σκάσιμο: επιτέλους κάτι με harsh φωνητικά που δεν ενοχλουν, μοντέρνο, μελωδικό (χωρίς να είναι μελό) - τι μου θυμίζει(όχι στην ουσία, αλλά σαν ηχοχρωμα)? Tην θεική μείξη των παραπάνω στο Clayman των In Flames. Όχι, δεν μοιάζουν με In Flames, αλλά έχουν αυτή την maidenική μελωδία διάσπαρτη μέσα στο δίσκο, το οποίο δίνει μια ωραία τσαχπινιά στο δίσκο (άλλοι μπορεί να το θεωρούν κάκιστο στοιχειο).
Να σου και σκάει το πρώτο ξύλο του δίσκου με το 2ο κομματι (Dying to Believe), δυνατή εισαγωγή, ωραιο μπασιμο φωνής και αλλαγή tempo, όπως και ωραίο ρεφραιν. Οργισμένο (ντάξει, δεν είναι και thrash) αλλά διατηρεί και αυτό μια μελωδικότητα με το “leadaκι” στο bridge που δίνει μια πολύ ωραία νότα. Ιδιαίτερη μνια στο πολύ όμορφο και ταιριαστό σόλο, το οποίο καταλήγει σε “καθαρτικό” beatdown. Πολύ ωραία τοποθετημένα όλα με σωστή διάρκεια. 2/2 ξεκάθαρα.
Για να μην φτάσω τις 85 σελίδες (έχει και 14 κομμάτια!), θα είμαι λίγο πιο σύντομος στα υπόλοιπα. Το vice grip συνεχίζει στην λογική του Destroyer με ωραία μελωδια στην κιθάρα (εδώ είναι In Flames η φάση) που πραγματικά θα μπορούσε να είναι και σε rock δισκο, έχει τα πρώτα γιει-γιεεεει-γιεε φωνητικά (ο ροκ δίσκος που λέγαμε) κάπου στην μέση έχει την αλλαγή με μονοχορδο ριφφ που σπάει πολύ όμορφα την μελωδία.
Στο Crushed θα σταθώ παραπάνω καθώς είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Ξεκινάει με κάτι σαν ψαλμωδία, πάει σε σκισμένη αρχή με break που λες τώρα θα βγεί από το ηχείο ο φίλος, συνοδεία δυσαρμονίας, συνεχίζει πιο πειραματικά με “παιχνιδίσματα” στην κιθάρα και καταλήγει σε ένα απλό αλλά πoρωτικό ριφφ στο ρεφραιν. Γενικά φοβερό κομμάτι, άψογο καθε δευτερόλεπτο.
Ξαναπάμε στις ροκ μελωδίες με το Fractures, που αυτή την φορά όμως συνοδεύεται με ένα πιο metalcore ριφφακι, το οποίο έχει ένα σχετικά άδιαφορο ριφφ για main riff, το οποίο στην πορεία διανθίζεται με ένα πολύ όμορφο lead να του κάνει παρέα, καθώς και καταλήγει σε oooo-oooo-oooo ρεφραιν, γενικά ρυθμικό κομμάτι, με πολύ μελωδία. Όμορφο, αλλα ίσως το πιο αδύναμο σε σχέση με τα προηγούμενο ( επ ουδενή κακό όμως). In Flames πάλι η αύρα.
Στο Writings on the wall, ξεκινάει με βιολιά μια σύντομη μελωδία και συνεχίζει με πιάνο και το τραγουδιάρη να τραγουδάει καθαρά, αλλά “ζορισμένα”. Δύο ταχύτητες κάτω από τα υπολοιπα (καλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ήρεμο κομμάτι), το refrain του με την γυμνή μελωδία της κιθάρας είναι ένα πολύ όμορφο σημείο, προς τα 2/3α το κομματί δυναμωνει ελαφρώς σε mid tempo με συνοδεία βιολιού και καταλήγει σε ένα πιο διανθισμένο ρεφραιν. Ωραίο.
Κάπου εδώ λοιπόν όντως θα σταματήσω να αναφέρομαι σε κομμάτια και θα πω γενικά για τον δίσκο. Ο δίσκος έχει φοβερά δουλεμένες κιθάρες, οι μελωδίες που πετάνε εδώ και εκεί στα κομματια, έχουν πραγματικά νόημα ύπαρξης και τον ανεβάζουν επίπεδο. Όπως είπα, έχει μια In Flames αύρα της καλής περιόδου (χωρίς να ακούγονται σαν In Flames), σε συνδυασμό με τις ροκ μελωδίες, το κάνει να έχει ωραία ποικιλία (σε σημεια μου έφεραν και λίγο σε chimaira). Συχνά κάνει την εμφάνισή του και το metalcore riffing, το οποίο δένει όλα τα υπόλοιπα ανέλπιστα καλα. Ο τραγουδιάρης έχει πολύ ωραία φωνή και ταιριαστή, καθώς ξεφεύγει σαν ηχόχρωμα από τα στανταρ, καθώς ναι μεν φωνάζει, αλλά το κάνει με ποικιλια. Επίσης να προσθέσω πως ο δίσκος έχει μια α ποικιλία σε ρυθμούς(για το είδος), το οποίο τον κάνει ακόμα πιο ευκολοάκουστο.
Ο δίσκος θα αγοραστεί κάποια στιγμή στο μέλλον, το οποίο μου φαινεται ότι δείχνει αν μου άρεσε ή όχι
Να πω ότι επίσης ότι δεν σταμάτησα στο 6ο κομμάτι και για αυτό έγραψα αναλυτικά έως εκεί, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι θα κούραζα αρκετά να πάω track by track έως τέλους.
Eυχαριστώ @LesAnTz !