Το έφερα από εδώ, γκρίνιαξα από εκεί, σχεδόν τελευταία στιγμή έφτασε και οκ, ξερωγω, ας γράψω κάτι. ;p
Να ξεκινήσω λέγοντας ότι έχω ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτά τα παιδιά, από όταν άκουσα το “Oi Magoi” το 2014 (το οποίο πρέπει και να παραμένει η αγαπημένη μου δουλειά τους). Το “Pneuma” το ανακάλυψα αμέσως μετά και το “Mayhem in Blue”, στο οποίο έπεσε και ο κλήρος με την πρόταση του @Pargalatsos, το είχα λιώσει την χρονιά που κυκλοφόρησε. Το “Eden In Reverse” δεν το έχω ακούσει ακόμα, νομίζω όμως ήρθε η ώρα του μετά το ρετροσπεκτιβ των τελευταίων ημερών. Αλλά αυτό είναι κατά τι άσχετο.
Να συνεχίσω σημειώνοντας πως το να πλαισιώσω την μουσική των HSN με λέξεις μου φαίνεται από δύσκολο έως και ανούσιο, καθώς αυτό που έχουν φτιάξει είναι στα αυτιά μου άνευ πλαισίου. Είναι κάτι πολύ ξεχωριστό, που δεν μπορώ να το εντάξω αυστηρά σε κάποιο είδος ή σε κάποια ταμπέλα. Είναι avant-garde, είναι black, είναι prog, είναι αυτά και άλλα τόσα και βασικά είναι μια ξεκάθαρη, δουλεμένη και βαθιά ειλικρινής άποψη, η άποψή τους, πάνω στον ακραίο ήχο. Κυρίως, όμως, είναι progressive με την έννοια ακριβώς αυτή, του προοδευτικού, κι όχι της αναφοράς σε συγκεκριμένο στυλ ή της παικτικής μανιέρας, με την έννοια της ηχηρής πρότασης που κρύβεται πίσω από τον τόσο πετυχημένο και τόσο προσωπικό συγκερασμό πολυποίκιλων μουσικών στοιχείων και διαφορετικών αισθητικών πλαισίων.
Και μετά από όλα αυτά τα εισαγωγικά, γενικά κι αόριστα, ας προχωρήσω στον υπό εξέταση δίσκο και σε… ακόμα γενικότερα, μιας και δεν θα επιχειρήσω να κάνω ανάλυση κομμάτι κομμάτι. Θα αναφέρω απλώς πως τα “Mayhem in Blue”, “Lost in Satan’s Charm” (σύνθεση που, αν κανείς αρέσκεται στο να βρίσκει τα «καλύτερα» ενός πονήματος, μάλλον σε αυτήν θα πρέπει να ποντάρει τα λεφτά του) και “The Cannibal Tribe Came from the Sea” είναι τα αγαπημενότερά μου και επίσης τα καλυτερότερα για όση ώρα κρατάνε και δεν μπορώ να τα απομονώσω και να διαλέξω ένα, ή να κάνω κάποια περαιτέρω κατάταξη. Ο δίσκος όλος έτσι κι αλλιώς είναι σαν ένα μεγάλο κομμάτι, είναι ενιαίος και κυλάει έτσι ακριβώς όπως τοποθέτησαν τις συνθέσεις την μία δίπλα στην άλλη οι δημιουργοί του. Σε αυτό το σημείο να προσθέσω πως, αν και κενή νοήματος, τυχόν «σύγκριση» με τις προηγούμενες δουλειές της μπάντας μπορεί ίσως μόνο να καταδείξει πως αυτή στερείται του στοιχείου του εντυπωσιασμού/ αιφνιδιασμού, αλλά δεν χάνει καθόλου, κατά την άποψή μου, σε ουσία και περιεχόμενο.
Πέρα από αυτά,
Βαθιά η ρίζα του κακού,
Βαθιά που ούτε το χέρι του Θεού δεν την φτάνει
Από την στιγμή που πατιέται το play μέχρι και το κλείσιμο του έργου, το μυαλό μου γεμίζει με πανέμορφες σκοτεινές εικόνες, σα να παίζει μια πειραματική ταινία τρόμου ένα πράγμα και ο δίσκος να είναι το soundtrack. Τα ηχοχρώματα και η παραγωγή είναι, πράγματι, μαεστρικά σκηνοθετημένα. Γκρίζα φυσικά τοπία εναλάσσονται με σκηνές από την κόλαση, το Carnival of Souls (on steroids εν προκειμένω) συναντά την αισθητική του Argento και το ασπρόμαυρο γίνεται το πιο έντονο κόκκινο. Καννίβαλοι και δαίμονες, τρελοί και αιρετικοί, φιλόσοφοι και καλλιτέχνες παρελαύνουν και χορεύουν υπό τους ήχους μοχθηρών φωνητικών, απόκοσμων πλήκτρων (hammond organ, mellotron ? flute/strings), ακόμα και μιας εκκεντρικής λατέρνας (!) ή, ενίοτε, μιας ευθυτενούς ροκ κιθάρας, επιχειρώντας μια διαειδική ακροβασία σε ένα εξόχως αλλόκοτο καρναβάλι. Σε ένα καρναβάλι που το διευθύνουν από κάπου μακριά τόσο οι King Crimson ή οι Doors (αναφορές στα πλήκτρα), όσο οι Dodheimsgard και οι Ved Buens Ende. Σε ένα καρναβάλι που οι καρναβαλιστές έχουν βουτήξει σε προγκ καζάνια, μεταφέρουν στον χορό τους την χρυσή δεκαετία του ‘70, της κλείνουν το μάτι και κοιτάνε, με μαύρα μάτια, μπροστά.
I’d rather fly in blackness now
Than begging for a bloody crown
Ακούστε τον δίσκο