- Μια μικρή (πολύ μικρή) παρέα παιδιών, από 9 έως 12, αρχίζει σιγά σιγά να γνωρίζει τη ροκ μουσική. Με πολύ ενθουσιασμό και όρεξη. Περιττό να αναφέρω ? μιας και έχω αναφέρει το 1986 ? ότι η πληροφόρηση είναι σχεδόν μηδαμινή. Τα νέα ακούσματα φτάνουν σε μας με το σταγονόμετρο. Α, και μην έχετε στο νου σας την Αθήνα. Μιλάμε για ένα χωριό «φυτεμένο» σχεδόν στην κορφή του Ψηλορείτη. Τα βράδια του χειμώνα, σήκωνες τα μάτια, κι ένιωθες ότι η χιονισμένη κορυφή κρέμεται πάνω απ? το κεφάλι σου.
Είναι οι φοιτητές κυρίως, που όταν έρχονται για τις διακοπές τους, μας τροφοδοτούν με νέα πράγματα ? όσοι απ? αυτούς είχαν ασχοληθεί με την ροκ μουσική.
Ένα καλοκαίρι, ένας απ? αυτούς (εννοείται ότι είχαμε ξεκινήσει ακούγοντας ελληνικό ροκ) μας δίνει την πρώτη αντιγραμμένη κασέτα «ξένου» ροκ, θέλοντας να μας βάλει σιγά σιγά σ? αυτά τα μονοπάτια. Είναι το Machine Head, των Deep Purple. Κλασική επιλογή.
Εμείς το βιώνουμε σαν να άνοιξε μια σχισμή και πήραμε μια φευγαλέα θέαση ενός άλλου κόσμου. Κολλάμε όλοι με το smoke on the water (προφανές), αλλά και με όλο τον δίσκο (εγώ τρώω ένα φοβερό κόλλημα και με το pictures of home).
Βέβαια εγώ εδώ τώρα, δεν γράφω για το machine head (ίσως σε επόμενα ποστ για άλλα αγαπημένα άλμπουμ), αλλά για άλλον δίσκο. Γιατί κάνω αυτήν την εισαγωγή; Μα γιατί ο δίσκος των Purple ήταν που με οδήγησε στον άλλον κατά λάθος.
Η κασέτα παίζει και ξαναπαίζει, λιώνει κι αναστενάζει, καίγεται μαζί με μας?
Αρχίζω «οικονομίες». Έχω πάρει την απόφαση να αγοράσω αυτόν τον δίσκο. Σχεδόν δεν μπορώ να ακούσω τίποτε άλλο, από τα λιγοστά έτσι κι αλλιώς που διαθέτω τότε. Δεν έχω ξανακούσει κιθάρα έτσι όπως παίζει αυτός ο τύπος ? δεν ξέρω και πως τον λένε. Τα πλήκτρα να δένουν τόσο όμορφα κι αρμονικά. Η φωνή! Το μπάσο ? ειδικά στο πέρασμα που κάνει πριν το τελευταίο σόλο του pictures of home ? με έχει στοιχειώσει. Ακόμα θυμάμαι πώς ανατρίχιαζα!
Μάζεψα λοιπόν τα λεφτά. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να κατέβω Ηράκλειο. Είμαι ?σκάρτα- 10 χρονών. Ρωτάω τους γονείς μου πότε θα κατέβουν, μου απαντούν ότι οπωσδήποτε όχι αυτήν την εβδομάδα. Εγώ έχω τα λεφτά στην τσέπη. Δεν κρατιέμαι. Σιγά μην περιμένω ?τουλάχιστον- μια εβδομάδα.
Την επόμενη το πρωί είμαι στη στάση του λεωφορείου, χωρίς φυσικά να έχω πει σε κανέναν τίποτα, διότι πολύ απλά δεν θα άφηναν ένα 10χρονο παιδί να κατέβει στην πόλη μόνο του.
Όταν μπήκα στο δισκοπωλείο, είχα τέτοια ένταση, που σχεδόν την νιώθω και τώρα που γράφω.
Και έρχεται η μεγάλη απογοήτευση. Δεν το έχει. Και τώρα τι κάνω; Έκανα αυτό που έκανα, ποιος ξέρει τι με περιμένει πίσω και θα γυρίσω με άδεια χέρια;
Προφανώς το παιδί στο δισκοπωλείο είδε την απόγνωση στην έκφραση μου. Δεν ξέρω, μπορεί και να δάκρυσα. Μου λέει: «Να σου δώσω κάτι άλλο που σίγουρα θα σου αρέσει;» Δεν μίλησα εγώ. Ήμουν ακόμα βουτηγμένος στην απόγνωση. «Τους Led Zeppelin τους ξέρεις;» με ξαναρωτά. Μηχανικά απαντάω «Όχι». Από μέσα μου σκέφτομαι «τι μου λέει τώρα; Ποιοι είναι αυτοί; Εγώ για άλλο ήρθα εδώ». Όντως δεν είχα ούτε καν ακουστά το όνομα «Led Zeppelin».
«Θα σου δώσω ένα δίσκο και θα δεις πόσο θα σου αρέσουν. Είναι το ίδιο πράγμα με αυτό που μου ζητάς». Αυτό το «είναι το ίδιο», «το ίδιο κάνει», το άκουσα μετέπειτα αρκετές φορές, από αρκετούς ανθρώπους γι? αυτές τις δύο μπάντες. Και δεν το κατάλαβα ποτέ. Ζητούσες κάτι απ? τους μεν ή τους δε σε ένα δισκάδικο, σε ένα μαγαζί απ? τον dj, και συχνά άκουγες «δεν έχω Purple, θα σου βάλω zeppelin, το ίδιο κάνει» ή το ανάποδο. Εγώ που τους λάτρεψα με την μία και τους δύο και ακόμα τους λατρεύω και είναι αργά πια για να αλλάξω γούστα (ναι, έχω ξεπεράσει κατά πολύ την κρίσιμη ηλικία που ο πρώην ροκάς βρίσκει τελικά τον δρόμο του προς τα σκυλάδικα), άρα θα τους λατρεύω για όσο ζήσω, ποτέ δεν κατάλαβα «πώς κάνει το ίδιο». Μάλλον δεν έχω καταλάβει ακόμα φαίνεται την μουσική ούτε της μίας μπάντας, ούτε της άλλης. Ας είναι , κλείνει η παρένθεση.
Επέστρεψε κρατώντας έναν δίσκο στα χέρια του και μου τον πρότεινε. Πήρα το δίσκο στα χέρια μου. Κάτι αλλόκοτο συμβαίνει εδώ. Ποιος ήταν αυτός ο γέρος με την κατσούνα και το δεμάτι τα ξύλα στην πλάτη; Θα μπορούσε να ήταν ο παππούς μου. Ναι, βέβαια. Αν αντικαταστήσεις το καπέλο με το μαύρο Κρητικό σαρίκι, τον μαντηλέ όπως τον λέμε, θα μπορούσε να είναι ο παππούς μου. Να γυρίζει από την εξοχή με το δεμάτι τα ξύλα στην πλάτη. Να ανάβει την παραστιά. Να ρίχνει μέσα την πατάτα. Να πίνει μονορούφι 2 κούπες κρασί και να μου φωνάζει: «Παλικάρι! Να σου τραγουδήσω;» και χωρίς να περιμένει απάντηση να αρχίζει τον Ερωτόκριτο: «Του κύκλου τα γυρίσματα π? ανεβοκατεβαίνου?». Έπαιζε την λύρα με το στόμα του. Σε λίγο έπιανε με τα χέρια του την οφτή πατάτα από την παραστιά: «Έτοιμη η οφτή πατάτα παλικάρι!». Έτσι με έλεγε πάντα.
Γύρισα τον δίσκο από την ανάποδη. Γύρισε τούμπα κι η ζωή μου. Ένας κόμπος στο στομάχι. Άλλος ένας στον λαιμό. Αν ήταν ο παππούς μου στο εξώφυλλο, τότε στο οπισθόφυλλο ήταν σίγουρα η Γερμανία.
«Τι στο καλό συμβαίνει εδώ;» ίσως και να το είπα φωναχτά, καθώς θυμάμαι το όλο απορία βλέμμα του παιδιού στο δισκοπωλείο.
Ήμουν ο γόνος ? ο μοναδικός ? δύο Ελλήνων μεταναστών στην Γερμανία. Γεννήθηκα εκεί. Έμεινα εκεί ως τα τρία μου χρόνια. Μάλλον η ανωγειανή μου φύση δεν άντεχε την κοιλάδα του Ρουρ. Δεν έτρωγα, δεν έπινα. Ο γιατρός συνέστησε επιστροφή. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Με πήραν και με έφεραν στον παππού και τη γιαγιά. Και έφυγαν.
Αναγεννήθηκα. «Αν τρώει;» απαντούσε ο παππούς μου στο τηλέφωνο, στην αγωνία του πατέρα μου. «Κι εμάς θα φάει ζωντανούς!»
Με έπαιρνε μαζί του στην εξοχή. Από πολύ μικρό. Στ? αμπέλια, στις ελιές, στα λίγα ζα (ζώα) που είχε. Με άφηνε να καβαλικεύω τον γαιδαράκο του. Κι ένιωθα καβαλάρης του σύμπαντος. Σφύριζε τους σκοπούς του, ακουμπισμένος στο κορμό του δέντρου που καθόμασταν για κολατσιό. Μου μάθαινε τις μαντινάδες, τον Ερωτόκριτο, που τόσο λάτρευε.
Τα βράδια, στην παραστιά, οι δυο μας. Να ψήνει τις οφτές πατάτες και να μου λέει ιστορίες. Αληθινές και παραμύθια.
Ένα μικρό σπιτάκι στην πλαγιά του Ψηλορείτη, με τρία μικρά δωμάτια και την τουαλέτα έξω. Με τους στραβούς τοίχους του, ένιωθες πως έγερνε, πως πάλλονταν στην πλαγιά του βουνού. Το έχτισε ο ίδιος με τα χέρια του, όπως και όλοι οι χωριανοί μας, μετά την κατοχή και το ολοκαύτωμα του χωριού απ? τους ναζί. Σκοτείνιαζε το βλέμμα του, όταν μου έλεγε πώς ένιωσε σαν μπήκε στο ολοκαυτωμένο χωριό. «Φεύγαν τα πουλιά μου έλεγε? δεν έβρισκαν έναν τοίχο όρθιο να χτίσουν την φωλιά τους. Δεν λέει ψέματα το τραγούδι. Έτσι ήταν?». Ένα σπιτάκι, με πέτρες και ξύλα, σχεδόν ατάκτως ερριμμένα. Να το σκεπάζουν τα χιόνια. Να μπάζει από παντού. Κι όμως ήταν το πιο ζεστό σπίτι που είχα ποτέ.
Αυτός αντάρτης στα βουνά στην κατοχή. Και μετά ξανά αντάρτης. Και μετά εξορίες. Κι η γιαγιά μου, πίσω μόνη με έξι παιδιά. Τα τέσσερα θηλυκά. Ζωσμένη τ? άρματα κι αυτή, να γλιτώσει το σπίτι της. «Ήμουνα σαν χήρα πες» μου έλεγε «με τον παππού σου να λείπει συνέχεια στα βουνά και στις εξορίες. Γυναίκα μοναχή εγώ και τέσσερα θηλυκά μέσα στο σπίτι. Ήντα θα λα κάμω; Εζώνουμου και γω τ? άρματα». Αντάρτης λοιπόν κι αυτή, θέλοντας και μη. Κι αγρότισσα ταυτόχρονα και βόσκισα. Έπρεπε να αναθρέψει τα παιδιά της. Και τα κατάφερε. Τα έσωσε, τα ανάθρεψε και τα δώσε στην κοινωνία συνειδητούς πολίτες, παρ ότι η ίδια δεν ήξερε να γράψει ούτε το όνομα της στο χαρτί. Έναν σταυρό έβαζε για υπογραφή.
Ήρθε η ώρα να πάω σχολείο. Οι γονείς μου έπρεπε να πάρουν μια απόφαση. Και καθώς πίσω δεν είχαν ούτε δουλειά, ούτε σπίτι, αποφάσισαν να με πάρουν ξανά στην Γερμανία. Ήλπιζαν, ότι καθώς ήμουν πιο μεγάλος θα συνήθιζα. Δεν θέλω να περιγράψω τι ένιωσα όταν ήρθαν και με πήραν. Δεν λέγεται με λόγια.
Περιττό να πω πώς δεν συνήθισα ποτέ. Έμεινα άλλον ένα χρόνο εκεί και επέστρεψα και πάλι στον παππού. Στη μήτρα του Ψηλορείτη. Στ? αμπέλια, στις ελιές, στα ζα. Στα δέντρα, στα πουλιά, στο πέτρινο μικρό σπιτάκι. Στην παραστιά το βράδυ με τον παππού να ξεδιπλώνει με την φωνή του τον κόσμο εμπρός μου. Στα βελάσματα των προβάτων στις αυλές. Στη μάντρα με τον τράγο, που πήγαινα και τον πείραζα συνέχεια. Και δαιμονιζόταν εκείνος κι έπαιρνε φόρα κι κουτουλούσε τον τοίχο της μάντρας με τα στριφτά του κέρατα. Και συνέχιζα εγώ να τον πειράζω, λέγοντας του την μαντινάδα: «σαν είναι ο τράγος δυνατός, μάντρα δε τονε στένει?», «μα εσύ», του φώναζα, «δεν είσαι δυνατός, δεν μπορείς να πηδήξεις τη μάντρα, ενώ εγώ μπορώ! Πηδώ και φεύγω, όποτε θέλω?» και το πίστευα τότε.
Σκέφτομαι τώρα και συμπάσχω μαζί τους, την πίκρα των γονιών μου, καθώς έβλεπαν να χάνουν το γιο τους. Να μην τους ανήκει. Έβαλαν μπροστά γρήγορα το σχέδιο επιστροφής. Άρχισαν να χτίζουν ένα σπίτι, έψαχναν να βρουν άκρη με δουλειά. 3-4 χρόνια μετά τα κατάφεραν. Και ήρθαν πάλι να με πάρουν, όχι για την Γερμανία αυτή τη φορά, αλλά για το καινούριο μας σπίτι. Δωμάτια πολλά, ανέσεις, αλλά για μένα λίγη διαφορά είχε από την Γερμανία. Αυτό που με εξόργιζε πιο πολύ από όλα, ήταν το καλοριφέρ. Τι διαβολόπραμα ήταν αυτό; Που είναι η ξυλόσομπα; Και το κυριότερο, που είναι η παραστιά;
Είχα τον δίσκο στα χέρια μου. Έβλεπα την μια εικόνα και την άλλη. Ήταν οι εικόνες της ζωής μου. Ήμουν πια σίγουρος ότι αυτός ο δίσκος ήταν «δικός μου». «Θα τον πάρω» ψέλλισα και έβγαλα να πληρώσω. Πήγα στο ΚΤΕΛ και περίμενα να έρθει η ώρα για το λεωφορείο. Ένιωθα ήδη την σχέση μου με τον δίσκο να αναπτύσσεται, παρ? ότι δεν είχα ακούσει καν μια νότα. Σχεδόν πίστευα ότι δεν ήταν τυχαίο που δεν είχε τους deep purple. Ότι όλα είχαν γίνει για να πέσει στα χέρια μου αυτός ο δίσκος.
Αναμενόμενη ήταν η εικόνα που αντίκρισα όταν επέστρεψα. Είχα αναστατώσει το μισό χωριό. Με έψαχναν παντού. Ήταν έτοιμοι να απευθυνθούν στην αστυνομία. «Που είσαι μωρέ; Που είσαι;» η κραυγή της μάνας μου. «Πήγα Ηράκλειο να πάρω έναν δίσκο» ατάραχος εγώ. Ο παππούς ήταν πάλι εκεί, εκτονώνοντας την ένταση: «Δεν σας το πα εγώ; Δεν παθαίνει πράμα το παλικάρι!». Με πήρε αγκαλιά, ανεβήκαμε στο σπίτι, πήρε το γαμημένο γερμανικό πικ απ και πήραμε το δρόμο για το σπίτι του ? το σπίτι μου ? όπου με άφησε να ακούσω μόνος μου τον δίσκο, λέγοντας μου «εγώ πάω στο καφενείο, κάνε εσύ ότι θες έπαε μέσα».
Ήταν το πρώτο καμπανάκι στους γονείς μου ότι εγώ συνεχώς θα έφευγα. Το έκανα συχνά τα επόμενα χρόνια. Χανόμουν για αρκετές ημέρες. Περιπλανιόμουν, επέστεφα. Ώσπου στα 17 έφυγα και πήγα να ζήσω μόνος μου σε «δικό» μου σπίτι (νοικιασμένο εννοείται). Όχι, δεν τους εγκατέλειψα. Ίσα ίσα. Τους αγάπησα και τους αγαπώ. Αλλά ήθελα να μένω μόνος και κάπως μακριά. Ήταν μια τάση που δεν μπορούσα και δεν ήθελα να την ελέγξω. Έχω αλλάξει από τότε ίσαμε 10 σπίτια. Μάλλον θα μείνω ανέστιος για πάντα, ψάχνοντας ένα σπίτι με παραστιά και ξύλινα μεσοδόκια, μια οφτή πατάτα στη χόβολη και μια ζεστή, βραχνή φωνή.
Στην παραστιά του παππού. Εκεί πρώτη φορά τον άκουσα. Ήταν η σειρά του Plant τώρα να μου διηγηθεί τις δικές του ιστορίες. Black dog, rock n roll. Χοροπηδούσα εκστασιασμένος.
The battle of evermore, stairway to heaven,misty mountain hop, four sticks η επιστροφή στην μήτρα, στην αρχέγονη μήτρα.
Going to California, when the levee breaks η αιώνια φυγή κι επιστροφή.
Το IV έγινε και έμεινε έτσι. Ο δικός μου δίσκος. Είναι για μένα η επιστροφή στη μήτρα του Ψηλορείτη και του μικρού πέτρινου σπιτιού. Είναι οι φλογέρες των βοσκών του βουνού. «The piper?s calling you to join him?»
Είναι η διονυσιακή μέθεξη, τα βράδια που ανάβαμε τις φωτιές στα ξέφωτα του βουνού της Ίδης, πίνοντας δυνατή ρακή ? πρωτόρακη ? και χορεύοντας γύρω από τη φωτιά τον Ανωγειανό πολεμικό πυρρίχιο, τον Ανωγεινό πηδηχτό που λέμε εμείς, γιατί ο τράγος πάντα θα προσπαθεί να πηδήξει τη μάντρα.
Είναι η μυρωδιά της οφτής πατάτας, η μυρωδιά από τις προβατσουλιές, η αίσθηση της στούπας που κολλάει στα μαλλιά, η αγέρωχη θωριά του Ψηλορείτη.
Είναι ο παππούς μου που έφυγε κι εγώ έλλειπα. Μου έλεγε πάντα τα τελευταία του χρόνια, όταν πήγαινα να τον βρω: «Πάλι μοναχός ήρθες; Πότε θα ρθεις με μια κοπελιά;». Του το χα πει: «Μη περιμένεις να σου έρθω εδώ με καμιά εφήμερη σχέση. Αν ποτέ γνωρίσω μια γυναίκα για την οποία θα νιώσω πώς είναι ο σύντροφος της ζωής μου, τότε θα έρθουμε μαζί και θα είσαι ο πρώτος που θα την δεις». Και συνέβη. Τον πήρα μια μέρα τηλέφωνο και του είπα: «Έρχομαι σε λίγες μέρες. Και δεν θα είμαι μόνος». Δεν πρόλαβα. Την επομένη χτύπησε το τηλέφωνο και δεν ήταν για καλό. Έτρεξα σαν παλαβός. Έφτασα. Κόσμος έξω από το μικρό σπιτάκι. Μέσα οι γυναίκες να κλαίνε. Τις έβγαλα ευγενικά έξω. Μείναμε οι δυο μας. Έσμιξα τα χείλη μου στα δικά του. Του πα μια μαντινάδα: «Ήμουν μακριά, δεν πρόλαβα τα μάτια σου να κλείσω, ποτέ δεν το χα φανταστεί να σε νεκροφιλήσω». Γιατί δεν άντεξες λίγες μέρες ακόμα για να την δεις; Σε φαντάζομαι να με παίρνεις μετά παραπέρα και να με πειράζεις: «Πώς την κατάφερες μπρε ασχημομούρη έτσα γυναίκα;!».
Είναι οι παρέες στα καλντερίμια του χωριού. Είναι η φυγή στην πόλη. Είναι η επιστροφή. Η αιώνια επιστροφή στην μήτρα. Στον αρχέγονο ρυθμό.
Είναι οι «άγριες αναπνιές, όπου μυρίζαν θειάφι?».
Είναι οι στίχοι του Απολινναίρ:
«Στα άρτια ως μορφή και αδρά όνειρα μου σκύψε, ταπεινώσου! Σε τιθασεύουν! Η δε μοίρα μου θα στεφθεί ηνίοχος σου, η χρυσάρματη!, σφίγγοντας για γκέμια (ως ότου να τα σπάσεις!.. παράφορα!..) τους στίχους μου,
Ποιήσεως μέτρον απάσης!».
Είναι ο ρυθμός, ο παλμός της φύσης! Να ξαπλωθείς γυμνός, να γίνεις ένα με το χώμα (το χώμα του Ψηλορείτη στην δική μου περίπτωση), να αφουγκραστείς πρώτα και μετά να νιώσεις τον αρχέγονο παλμό, να αφεθείς να γίνεις ένα μαζί του, «If we all call the tune, then the piper will lead us to reason?.» να πάλλεσαι σ? αυτόν τον ρυθμό, με ΣΕΒΑΣΜΟ, ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ.
Είναι όλα αυτά το IV και ακόμα περισσότερα για μένα. Αυτός ο δίσκος και αυτή η μπάντα σημαίνουν τόσα πολλά που δεν μπορούν να κριθούν (για μένα πάντα) με τα μέτρα που κρίνονται άλλοι δίσκοι. Είναι οι δύο όψεις μια ζωής,
'Cause you know sometimes words have two meanings?
Deckard μπράβο για το θρεντ!