Eσύ που βαριέσαι, κάνε σκιπ τις επόμενες 3 παραγράφους.
Πρέπει να ήταν χριστούγεννα '95, όπου ο μικρός Sevek εχει πάει σε ένα τραπέζι οικογενειακώς.
Φίλοι των γονιών μου, οι οποίοι είχαν εναν γιο, τότε μάλλον τελευταίες τάξεις λυκείου, ίσως και 3η λυκείου (εγω 11). Δεν θυμάμαι, αλλά επειδή το επόμενο καλοκαίρι είχαμε πάει διακοπές με αυτούς, ο οποίος Θοδωρής οδηγούσε τότε, υποθέτω ότι μάλλον τελικά την προηγούμενη χρονιά ήταν 3η λυκείου. Παρένθεση στην παρένθεση, απλά να πω ότι σε αυτές τις διακοπές, η μεγαλύτερη κατά λίγο αδερφή του, είχε φέρει και μια φίλη της μαζί, η οποία εκτός από ωραία, φόραγε και ένα πάνω ασπρο μαγιό, που όταν βρεχόταν γινόταν see through. 11 εγώ ε
Στο δωμάτιου του Θοδωρή λοιπόν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς. Ο οποίος είχε λοιπόν και ένα μαλλιά φίλο του εκείνη το βράδυ. Εγώ ανυποψιαστός λοιπόν, σε ένα ημισκότεινο δωμάτιο, όντας καινούργιος στον σκληρό ήχο, έχοντας ακούσει, Maiden, Sabbath, κανα Manowar και κανά Megadeth. Ένας καινούργιος κόσμος μπροστά μου.
Κάποια στιγμή λοιπόν βάζουν κάτι να παίζει το οποίο και λόγω της έντασης (ντάξει, όχι τόσο δυνατά, αλλά αρκετά δυνατά ώστε να μην ενοχλεί, αλλά τόσο ώστε να κρύβει τους υπόλοιπους ήχους σε έναν σπίτι που γινόταν τραπέζι με κάμποσο κόσμο) και της ατμόσφαιρας (είπαμε ημισκότεινο), με άφησε κάπως έτσι:
Όπως μαθαίνω συντόμως, αυτοί οι πιο σκοτεινοί, γρήγοροι και πιο τραχιοί ήχοι, ήταν το Imaginations From the Other Side. To όλο setting φυσικά, χτίζει έναν ολόκληρο κόσμο γύρω του, ακόμα και μόνο από το άκουσμα μερικών τραγουδιών (δεν θυμάμαι καν τι είχαμε ακούσει ή αν ήταν όλος ο δίσκος).
Γεγονός είναι πως ο δίσκος αγοράστηκε άμεσα, αγαπήθηκε παράφορα και συνεχίζει να ακούγεται αγέραστος, όντας ενδεχομένως ένας από τους 10 δίσκους που θα έπαιρνα έτσι και καταστρεφόταν η Γη.
Εγώ και οι Guardian λοιπόν έχουμε μια σχέση, η οποία είναι κοντά 27 (!!!) χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτής της σχέσης, έχουν υπάρξει πολλές διαφορετικές περίοδοι: o πρώτος καιρός, του έρωτα, διήρκησε περισσότερο απ ότι συνήθως. Μέχρι το 2002 είμασταν στα μέλια, με την μια δισκάρα μετά την άλλη είτε να την ακούω ετεροχρονισμένα (Τales, Somewhere), είτε κατά την κυκλοφορία τους (Nightfall, A night…). Κάπου εκεί στο 2002 λοιπόν, πάω rock city, καλοκαίρι πρέπει να ήταν και βλέπω μπροστά μου το single του And then there was silence, το οποίο και έπαιξε απευθείας στο discman που κουβαλούσα πάντα. Από την μια εντυπωσιακά πολύπλοκο και διαφορετικό, από την άλλη ίσως παραήταν πολύπλοκο, όχι progressive, αλλά πολύπλοκο, γιατί κάποια σημεία από την μέση και μετά δεν μου έμεναν καθόλου.
Στο ANATO, λοιπόν, είχαμε τα πρώτα σύννεφα στην σχέση μας, αφού αυτή η πρώτη γεύση συνέχισε και στον υπόλοιπο δίσκο, όντως ένας δίσκος που είχε και κάποια αδιάφορα τραγούδια. Στα χωρίσματα βρεθήκαμε με το που έμαθα την “αποπομπή” του Thomen, ο οποίος ήταν και θα είναι ένας καταπληκτικός για το είδος drummer. Παράνθεση: από τότε ακουγόταν όμως λίγο μετριούλης σε ηχογραφημένα live, καθώς όποιος παρακολουθήσει την δικαση του, κλαίει λίγο. Χωρίσαμε με το A twist in the Myth, το οποίο είχα βρεί τελείως ανέμπνευστο και φλατ. Ίσως φυσικά έφταιγε και το γεγονός ότι σαν ακροατής είχα πάει και σε άλλα ακούσματα, είτε πιο progressive, είτε πιο ακραία, οπότε κάπου εκεί μπαίνει μια ταφόπλακα. Στο At the Edge of Time, όντας πλήρως εκτός ήχου και έχοντας παντρευτεί άλλους ήχους, κάναμε ένα one night stand, το οποίο ήταν όμως απλά καλό. Έχει μέσα πολύ ωραία κομμάτια, αλλά δεν μου κρατάει από την αρχή μέχρι το τέλος την προσοχή. Καλούλης δίσκος μετά από 8 χρόνια, why not, ποτέ δεν ξέρεις. Το the Red Mirror, πέρασε και δεν ακουμπησε. Οπότε μπήκαμε σε μια νέα έποχη αποχής, τι να κάνουμε, καλά να είναι όλη η υπολοιπη μουσική.
Πάμε στο 2022. Δεν θα σχολιάσω τα single, ελάχιστες φορές άκουσα το καθένα και τα αφησα εκεί, όχι γιατί δεν μου άρεσαν, αλλά δεν ήθελα να τα ακούσω παραπάνω, ήθελα να περιμένω όλο τον δίσκο.
Και ήρθε ο δίσκος. Ο οποίος φυσικά με πιάνει εντελώς εκτός power, ο ήχος δεν υπάρχει πλέον στα ακούσματα μου, τον βαριέμαι.
Και ο δίσκος είναι σχεδόν ο μόνος που ακούω εδώ και 2 βδομάδες. Από ένα είδος που δεν ακούω. Ίσως φταίει το ορεκτικό του λάιβ του καλοκαιριού, το οποίο με έκανε να τους ξανακοιτάξω. Σε κάθε περιπτωση, έχω κολλήσει με έναν power metal δίσκο, το 2022.
O δίσκος λοιπόν, έχει 2 αρνητικά: παραγωγή και τύμπανα. Αν είχε παραγωγή πιο κοντά στο Imaginations (πιο τραχιά δηλαδή), θα παραμιλάγαμε και επειδή φαντάζομαι ότι θα γινόταν ότι έγινε και με τους Theater και τον Sneap, τα τύμπανα θα ακούγονταν λιγότερο εκνευριστικά και σε σωστή ένταση, χωρίς να καλυπτουν τα υπόλοιπα σε στιγμές. Ο φίλος μας ο τυμπανιστής, πάσχει από έμπνευση, καθώς η δίκαση είναι εξαιρετικά καλή του φίλη. Είναι βέβαια εξαιρετικός παίχτης και ίσως είναι η καλύτερη επιλογή για τα λάιβ τους.
Ο δίσκος λοιπόν, έχει μια ορμή που σε συνεπαίρνει. Μπορεί να έχει κάποια σημεία, ίσως πιο τυπικά power metal (το τσουγκου-τσουγκου στις κιθάρες εδώ και εκεί), αλλά μόλις μπαίνει ο Hansi στο Deliver us from evil, σκάνε τα πρώτα χαμόγελα. Γιατί υπάρχει πάθος, έμπνευση και πολύ όρεξη. Ο δίσκος λοιπόν είναι ένα πισωγύρισμα, σε εποχές Tales για τα αυτιά μου (με αρκετές τζούρες Imaginations). Καθώς αυτό το συνεχές lead που υπήρχε από το Somewhere και μετά, δεν υπάρχει, αλλά μετά από πολύ καιρό στηρίζονται σε riff και φωνητικές γραμμές. Ενδεχομένως το καταλυτικό για αυτό το πισωγύρισμα, ίσως να βγαίνει ως αντίθεση στους Twilight Orchestra, το οποίο ακουλουθούσε την πολύπλοκη πλευρά των Guardian (φωνητικές γραμμές 10 κομματιών σε ένα) και μάλλον ένιωσαν την ανάγκη για κάτι πιο άμεσο.
Ε δεν ξέρω αν έγιναν τόσο ρομαντικά τα πράγματα, αλλά το αποτέλεσμα τους δικαιώνει.
Αρκετά δυνατά και γρήγορα κομμάτια (5/9), που είναι αρκετα straighforward. To Secrets που το είχαμε ακούσει και σε single, είτε το πιο symphonic κομμάτι του δίσκου, το οποίο έχει την σημασία του, καθώς σπάει λίγο τον πάγο και την ταχύτητα, διαφοροποιώντας αρκετά τις εντάσεις.
Η τεράστια σύνθεση του δίσκου, θα άξιζε να είναι σε ΟΠΟΙΟΝΔΉΠΟΤΕ δίσκο τους, είναι το Life beyond the Spheres, όπου δείχνει ότι mid tempo + Guardian = 10. Mιλάμε για φοβερό χτύσιμο, για γέφυρες φοβερές και refrain βγαλμένο από το Νightfall.
Άλλη εντυπωσιακή στιγμή του δίσκου, είναι το Architects of Doom, το οποίο είναι από τα πιο ακραία κομμάτια που έχουν γράψει από το 1990 και μετά, στο οποίο όμως ο Hansi έχει μια απόδοση στην οποία αρκετές φορές αναρωτήθηκα, πως σκέφτηκε να γράψει αυτές τις γραμμές πάνω από αυτά τα ριφφ. Όχι ότι είναι κάτι δύσκολο σε τεχνική, αλλά το ταίριασμά τους είναι τόσο καλό, που σε αφήνει να αναρωτιέσαι. Το Destiny είναι επίσης μια ενδιαφέρουσα σύνθεση ίσως λίγο πιο κοντά σε ύστερους Guardian,αλλά με το ενδιαφέρον της.
Τα μόνα 2 κομμάτια που δεν με αγγιζαν τόσο, όσο τα άλλα (αλλά επ ουδενί κακα), είναι τα Damnation και Let it Be No More. 7/9 κομμάτια, για power metal το 2022, ε δεν είναι και ασχημα.
Εχει μπεί ήδη ψηλά στην λίστα της χρονιας. Και δεν περίμενα αρχικά να ακούσω παραπάνω από μια φορά τον δίσκο.
edit: Α, ναι, ξεχασα να πώ ότι τον θεωρώ τον καλύτερο τους δίσκο από το ANATO και μετά (!!) και για το γεγονός ότι έπεστρεψαν σε πιο απλές φορμες τραγουδιών, που εκ των υστέρων, έκανε τρομακτική διαφορά.