Ειδικώς:
-“Afterglow of Ragnarok”: Αν και αρχικά το είχα βρει μέτριο, τολμώ να πω πως εν συγκρίσει με την αίσθηση που αφήνει συνολικά ο δίσκος, βρίσκει τον χώρο του και δεν χάνεται. Το ρεφρενάκι είναι το δυνατό του σημείο. Και πάλι, βέβαια, παραμένει, απλά, μία ΟΚ στιγμή.
-" Many Doors to Hell": Δεν ξέρω γιατί, αλλά (η εισαγωγή κυρίως) μού έβγαλε λίγο Ghost feeling. Ενώ το προσπαθεί κάπως, δεν νομίζω ότι μένει στην ιστορία για τον οποιονδήποτε λόγο. Τόσο διεκπεραιωτικό και άοσμο, όσο το να πηγαίνεις από γραφείο σε γραφείο σε δημόσια υπηρεσία.
-" Rain on the Graves": Ίδια περίπτωση με το εναρκτήριο. Πριν ακούσω όλη την κυκλοφορία, το θεωρούσα σχεδόν ανυπόληπτο. Τώρα, στη ροή, το βρήκα διασκεδαστικό σε σημεία (όμορφο lead-άκι και solo), αλλά και πάλι τόσο μονότονο, ώστε φτάνει να κουράζει.
-“Resurrection Men”: Το έχει το ενδιαφέρον του, δεν λέω, αλλά δεν συμμερίζομαι και τόσο τον ενθουσιασμό. Επίσης, η απότομη αλλαγή είναι σαν να σπάει το κομμάτι στα δύο και στα αυτιά μου δεν κολλάει και τόσο. ΟΚ, πάντως, συγκριτικά με το υπόλοιπο υλικό είναι από αυτά τα κομμάτια στα οποία θα δώσεις μία Α βάση παραπάνω. Καλό είναι, αλλά μέχρι εκεί.
-" Fingers in the Wounds": Ετούτο είναι όμορφο πολύ, με τα πλήκτρα να κάνουν τη μισή δουλειά. Δεν θα μου έκανε εντύπωση κάποιοι να το θεωρήσουν το καλύτερο του δίσκου (μάλλον συγκαταλέγομαι σε αυτούς). Η πρώτη στιγμή που νιώθεις ότι κάτι γίνεται.
-" Eternity Has Failed": Το ξέρουμε, το έχουμε ακούσει, το έχουμε αγαπήσει και οι διαφορές είναι αμελητέες. Υπήρχε λόγος να συμπεριληφθεί όταν έχει ήδη “καεί” από την “πρωινή”/κύριά σου απασχόληση; Κατ’ εμέ, όχι. Anyway, όμορφη και αυτή η εκδοχή, πάντως.
-“Mistress of Mercy”: Φέρνει κάτι στο νου από τη δυάδα της φωτιάς, αλλά αμφιβάλλω αν χώραγε σε οποιοδήποτε από τα δύο. Τις έχει τις στιγμές του. Από τις αξιόλογες στιγμές του δίσκου.
" Face in the Mirror": Πάρε-βάλε για τον Bruce, τέτοια κομμάτια. Τα λέει και στον ύπνο του. Δεν ενοχλεί, δεν είναι κακό, δεν ενθουσιάζει, δεν αγγίζει, δεν το θυμάσαι με το που ολοκληρώνεται, δεν θα μείνει στην ιστορία.
“Shadow of the Gods”: Προσωπικά, δεν τρελάθηκα και τόσο για το πρώτο μισό του κομματιού. Το δεύτερο μισό, τώρα, είναι μία άλλη υπόθεση. Εκεί παίρνει μπρος η μηχανή και κουνιούνται πόδια και αυχένες. Συμπαθητικό και το outro με τις μελωδιούλες του. Ναι, ΟΚ, μάλλον είναι η top ερμηνεία του Bruce στον δίσκο και ίσως γι’ αυτό περισσότερο η γενική αποδοχή. Περίμενα κάτι συγκλονιστικό είναι η αλήθεια με ό,τι διάβαζα και δεν το συνάντησα.
" Sonata ( Immortal Beloved)": Save me now, save me now από τη μονοτονία (για να μην πω τη βαρεμάρα), ρε παίδες. Λυπάμαι, αλλά η άψογη ερμηνεία του Bruce-άρα από μόνη της και κάνα δυο σημεία δώθε-κείθε, όπως η γέφυρα και το ωραιότατο κλείσιμο, δεν διασώζουν ένα κομμάτι που πλατιάζει τόσο πολύ στο υπόλοιπό του, ώστε να καταντά σχεδόν φορτικό. “Και βλέπαν’ την μπογιά να στεγνώνει” κατάσταση.
Γενικώς:
Προσωπικά, βρίσκω τη συνολική εικόνα σχεδόν απογοητευτική, χωρίς να ενοχλούμαι ιδιαίτερα, όμως, από αυτό (πλέον), καθώς εμπίπτω στην κατηγορία όσων αντέχουν ένα ψιλο-αδιάφορο album από τον τιτάνιο Bruce. Η παραγωγή ΟΚ, η φωνή του Bruce καλή, χωρίς να ασπάζομαι ότι είναι η καλύτερη εδώ και χρόνια. Εγώ πιστεύω ότι στο Senjutsu κέντησε ο άνθρωπος, αλλά είπαμε… απόψεις, κωλοτρυπίδες κ.λπ. Αυτό που εγώ δεν αντέχω πια, ιδιαίτερα από τους “μεγάλους” που γράφουν τα τελευταία ένσημα, είναι αυτή η εμμονή του να προσφέρουν “πολλή μουσική”. Δεν ξέρω αν φταίνε οι ίδιοι, οι εταιρείες ή όποιος άλλος, αλλά (εγώ, τουλάχιστον) θα προτιμούσα πιο συμπυκνωμένες κυκλοφορίες. Όπως και να 'χει, καλά να 'ναι ο Bruce-άρας και να τον χαιρόμαστε όσο είναι ακόμη ακμαίος.