Λοιπόν, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για αυτή την μπαντάρα που λέγεται Caligula’s Horse.
Αυστραλοί λοιπόν, οι οποίοι υπάρχουν από το 2011, κυρίως ως μουσικό όχημα του Sam Vallen σε συνδιασμό με τον Jim Grey (αρχικά). Κάπου εκεί λοιπόν καταλαβαίνουν ότι γράφουν κάτι καλό και μαζεύουν τους υπόλοιπους για να φτιάξουν μια μπάντα ώστε να μπορούν να παίζουν και live.
Πρώτος δίσκος το Ephemeral City. Eξωφυλλάρα. Για αρχή να πω ότι τους πρωτογνώρισα από κάποιο ποστ εδώ μέσα στο progressive thread, όπου γινόταν αναφορά σε αυτούς και στην κομματάρα Alone in the World με το εκπληκτικό refrain. Με κερδίζουν κατευθείαν.
Αν κάποιος πρέπει να περιγράψει με λίγες λέξεις τι παίζουν σε αυτόν τον δίσκο: Οι lead κιθάρες από τις πρώτες νότες του δίσκου βγάζουν το ίδιο συναίσθημα με το 3:27 του !(Forward) των Pain of Salvation (αυτό το λιγότερο ως εκπληκτικό μπορεί να θεωρηθεί), κιθάρες οι οποίες είναι ξεκάθαρα πρωταγωνιστικές και έχουν μια μοντέρνα προσέγγιση (λέγε με djent – αν και ακόμα δεν είναι τόσο καθαρό), μια Dredg λογική του echo σε μελωδίες στην κιθάρα, με έναν τραγουδιστή με ιδιαίτερη φωνή, ξεκάθαρα πολύ καλές ιδέες, αλλά και συγχρόνως λατρη του Keenan. Αν κάπου πάσχει αυτός ο δίσκος, είναι ο λόγος που δημιουργήθηκε: όντας μουσικό όχημα του Vallen, ο οποίος είναι ένας εκπληκτικός κιθαρίστας, σημαίνει ότι πέφτει σε σημεία στην παγίδα της Petruccίασης. Κοινώς πολλά σόλο, όχι όμως τόσο επιτηδευμένα και οχι τόσο πολλά ευτυχώς.
Αναφορά επίσης πρέπει να γίνει στην όχι και τόσο καλή παραγωγή ( για τα δεδομένα της εποχής , γιατί αλλιώς μια χαρά είναι) καθώς υπάρχει μια μικρή ανισορροπία προς τις κιθάρες.
Πρώτος δίσκος πολλά υποσχόμενος, πανέμορφες κιθάρες, πολύ ωραία φωνή, για να δούμε.
Boom! The Tide, the Thief & River’s End !
Έπος. Από τα βίντεο που βγάζουν πριν την κυκλοφορία, ακούγεται το riff στο 5:25 του Water’s Edge. Mε λίγα λόγια ένα από τα καλύτερα riff στην ιστορία του σκληρού ήχου(ναι, όντως τέτοιο το θεωρώ,δεν υπερβάλλω) και μένω με το στόμα ανοιχτό.
Τι προβλήματα υπήρχαν στον προηγούμενο δίσκο? Μετριούλα παραγωγή? Δεν νομίζω. Κρύσταλλο τα πάντα. Ακους οτιδήποτε γίνεται.
Λίγο παραπάνω σολάρισμα από αυτό που περίμενες? Δεν νομίζω, όποια νότα υπάρχει εδώ μέσα, έχει νόημα.
O Jim Grey έχει αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση/ χαρακτήρα και το παιδί πλέον εδώ ζωγραφίζει. Φοβερες μελωδίες.
Πραγματικά δεν μπορώ να βρώ κομμάτι που να μην χρειάζεται στο δίσκο, δεν έχει κάποια πολύ καλή στιγμή απλά, έχει μόνο κορυφές. 8 κομμάτια ένα και ένα. Το djent σε σημεία έχει γίνει πιο χαρακτηριστικό(στις ρυθμικές κυρίες που είναι αρκετά κοφτές), οι κιθάρες είναι ακόμα πιο σίγουρες για τις φράσεις τους, όπως επίσης αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι αποκτουν δικό τους χαρακτήρα καθώς τα lead είναι πλέον «Caligulas Horse ήχος». Δεν τον βρίσκεις αλλού και τον ακούς για δευτερο σερί δίσκο. Χαρακτήρας λοιπόν.
Έχοντας λιώσει τον δίσκο, απλά περιμένεις να ακούσεις καινούργιες μουσικες, νιαμ νιαμ.
B(l)oom^2!! Κάνουν δηλώσεις ότι το The tide ήταν ένας σκοτεινός δίσκος και θέλουν κάτι πιο αισιοδοξο. Ωραία. Σκάει το Μarigold και μαζεύεις το σαγόνι από το πάτωμα με το εναρκτήριο riff, καθώς για δεύτερο σερί δίσκο, έχουν «ένα από τα καλύτερα riff στην ιστορία του σκληρού ήχου». O Grey ακόμα καλυτερος, αν υπήρχαν κάποια ψήγματα Keenan στο The Tide, εδώ είναι μόνος του, είναι ο ευατός του και ζωγραφίζει. Το Marigold είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εκπληκτική ερμηνεία και σε χαμηλή και υψηλη ένταση.
Ο δίσκος είναι σίγουρα λιγότερο σκληρός από τον προηγούμενο, έχει πιο αισιόδοξες μελωδίες (κάπου εδώ να πω πως αγαπώ τους A.C.T), αλλά συγχρόνως φαίνεται πιο εστιασμένος. Οι κιθάρες ζωγραφίζουν σε κάθε δευτερόλεπτο, από τα lead εως τα solo.
To dragonfly είναι και πιο δύσκολο κομμάτι (και το πιο μεγάλο), καθώς έχει πιο αργή ανάπτυξη, οπως επίσης δεν ακολουθεί αυτή την γραμμή αισιοδοξίας που βρίσκεται διάχυτη σε όλο τον δίσκο. Μοναδικό του ψεγάδι, το τελευταίο 3λεπτο κομμάτι, που και να έλειπε ο κόσμος δεν θα ήταν χειρότερος. Οι κορυφές του όμως είναι τόσο μεγάλες που πραγματικά το μόνο που σε ξενερώνει είναι ότι θες και αλλο από τα 45 λεπτά που διαρκεί.
Μέχρι στιγμής ένα ακόμα χαρακτηριστικό τους είναι πως δεν ξεπερνουν τα 8 κομματια σε δίσκο (7 στον πρώτο), πράγμα που δεν ισχύει στο Ιn Contact.
Tον δίσκο ακόμα δεν τον έχω ακούσει όπως τους αρμόζει οπότε δεν θα πω πολλά. Σίγουρα ο πιο metal δίσκος τους πάντως.
Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για μια μπάντα που έχει καταφέρει να έχει το δικό της χαρακτηριστικό ήχο, έχει έναν εκπληκτικό κιθαρίστα/συνθέτη καθώς και μια από τις καλυτερες φωνές εκεί έξω. Θες κάτι άλλο?