Ασθενής από την Τρίτη το βράδυ, με κρύωμα βαρύ και ασήκωτο, αναγκαστικά παίζουν πολλές ώρες ενώπιον της οθόνης, με τη γνωστή πλατφόρμα να έχει την τιμητική της.
Ξεκινάμε με John Wick I, II και ΙΙΙ, λοιπόν.
Το Ι το είχα δει αποσπασματικά και μέχρι κάποιο σημείο (ποτέ μέχρι το τέλος, όμως), στις αμέτρητες προβολές της τηλεόρασης. Τιμιότατο, με εμβληματική μορφή τον Keanu, γενικά σε κρατάει μέχρι το τέλος, άκοπα κι αβίαστα.
Στο ΙΙ βαρέθηκα περισσότερο απ’ όλα, ομολογώ. Δεν ξέρω… Σαν να μην κλιμακώθηκε ποτέ.
Στο ΙΙΙ, σαφώς καλύτερα απ’ ό,τι στο ΙΙ τα πράγματα, αλλά και πάλι μέτρια. Ομολογώ ότι το στοιχείο που μου έμεινε πιο πολύ ήταν ότι χρειάστηκε ειδική τεχνική και περισσότερες σφαίρες για να εξουδετερωθούν οι εχθροί.
Και τα 3, πάντως, παρακολουθούνται μια χαρούλα στο σπίτι, με άφθονο ποπ-κορν, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πρόκειται για μία ημι-καρτουνίστικη, αμπαλαρισμένη σπλατεριά, με σενάριο που μπάζει από χίλιες μεριές και γράφεται άνετα από πωρωμένο έφηβο κομιξά, με ορισμένες πολύ εντυπωσιακές χορογραφίες μαχών και ιδιαίτερα θελκτική και ταιριαστή video-clip-ίστικη σκηνοθεσία. Βγαίνει και το IV, λέει σε λίγο καιρό. Μια χαρά. Όταν το δείξει η τηλεόραση ή μπει σε καμιά πλατφόρμα, θα σπεύσω.
Ακολούθως, έχουμε το ντοκιμαντέρ για τη χαμένη πτήση, από το 2014, πτήση MH 370, της Malaysian.
Εδώ να αναφέρω ότι έχω μια ιδιαίτερη «σύνδεση» με αυτήν την πτήση και το γεγονός μ’ είχε σημαδέψει, καθώς περίπου 2 εβδομάδες μετά το συμβάν ταξίδευα για ΗΠΑ (Salt Lake City) και τις προηγούμενες ημέρες έπαιζε το θέμα διαρκώς και παντού στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο, γεγονός που είναι δύσκολο να σε αφήσει ανεπηρέαστο σαν ταξιδιώτη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν επιβιβαζόμασταν στο πρώτο αεροπλάνο για Παρίσι, ο μαλάκας από πίσω μας είπε δυνατά: “Έτσι ανυποψίαστοι έμπαιναν και οι άλλοι στο αεροπλάνο”. Απορώ με τον εαυτό μου, πώς συγκρατήθηκα και δεν τον άρπαξα. Αποτέλεσμα όλων αυτών α) να αναζητώ σε τακτά χρονικά διαστήματα, μέσα στα 9 χρόνια που έχουν παρέλθει, εξελίξεις αναφορικά με την υπόθεση, και β) να αναμένω με πολλή ανυπομονησία το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.
Μεγάλη απογοήτευση, το αποτέλεσμα. Τελείως επιδερμική η προσέγγιση, στα όρια του απαράδεκτου και προσβλητικού, θα έλεγα, ιδιαίτερα δε αν λάβουμε υπ’ όψιν το χώρο που δίνεται στα συνωμοσιολογικά σενάρια, εις βάρος των σοβαρά και άμεσα εμπλεκομένων με την υπόθεση. ΟΚ, η φαντασία πουλάει, αλλά πραγματικά τζάμπα ο κόπος, για όσους θέλαμε να μάθουμε λίγα πράγματα παραπάνω απ’ όσα ξέρουμε.
Τέλος, βράδυ, μόνος, με δέκατα κι επιλέγεις να δεις το “In the Earth”.
Αξιολόγηση 5,2 στο IMDb, λέει. Κατανοητό… Ή θα το λατρέψεις, ή θα το μισήσεις.
Με βεβαιότητα λέω ότι θέτω εαυτόν στην πρώτη κατηγορία. Άρρωστο (pun intended), δυσκολοχώνευτο, χωρίς φρου-φρου και αρώματα στην ιστορία, άμεσο, δύστροπο και λίαν ακατάλληλο, σε σημεία, για άτομα με επιληψία ή φωτοευαισθησία. Ωμή βρετανίλα, με ανόθευτο και ανεπιτήδευτο τρόμο, φουλ στο σασπένς, με τις αλληγορίες του και τις ανοιχτά σε ερμηνεία μηνύματά του (μόνο η ψυχή παραμένει αλώβητη για να σε σώσει τελικά/pun intended #2), ένα ομορφότατο κράμα -υφολογικά και τουλάχιστον στα δικά μου μάτια- του “The Blair Witch Project” και του (εξαιρετικού) “Annihilation”. Γενικά, είχα πολύ καιρό να νιώσω τόσο άβολα με ταινία κι όταν συμβαίνει αυτό, de facto θεωρώ ότι έχω παρακολουθήσει κάτι πολύ αξιόλογο και ιδιαίτερο.
Αυτά.