Δεύτερη απόπειρα χτες για κάτι ανάλαφρο και ταιριαστό με την… σαλάτα που έφτιαξα (μιας και βαδίζω στα 92 κιλά πλέον) αλλά φευ - η συνάντησή μου νωρίτερα μέσα στη βδομάδα με έναν αγαπητό φορουμικό έμπορα και η φευγαλέα μας συζήτηση για John le Carré με τρίγκαρε και έβαλα να δω το Tinker Taylor Soldier Spy, μια εκ των κορυφαίων ταινιών… όλων των εποχών κατ’ εμέ (και επειδή έχει πάθει κοκομπλόκο το forum με τις εικόνες, ρουφήχτε gifs):

Το Tinker Tailor Soldier Spy του 2011 λοιπόν είναι ένα εγκεφαλικό κατασκοπικό θρίλερ σκηνοθετημένο από τον Tomas Alfredson (του ασύγκριτου Let the Right One In και του αποτυχημένου, μετά από ένα τρελό production hell The Snowman, που τον έκανε να αποσυρθεί έκτοτε δυστυχώς στη πατρίδα του για να στανιάρει) βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του John le Carré (1974) - και περιστρέφεται γύρω από τον George Smiley, ο οποίος επιστρέφει μετά από την αναγκαστική του συνταξιοδότηση στο Circus και την βρετανική ΜΙ6 για να ανακαλύψει ποιος εκ των υπολοίπων εναπομενόντων μεγάλων “κεφαλιών” της βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είναι κρυφός κατάσκοπος των Σοβιετικών.
Ο Alfredson καταφέρνει να αποδώσει την ασφυκτική, δυσπιστούσα ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος μέσα από μια υπολογισμένη, εξαιρετικά ακριβή σκηνοθετική προσέγγιση: υιοθετεί μια μεθοδική και συγκρατημένη σκηνοθεσία, γεμάτη διακριτικά σύμβολα και αφηγηματική οικονομία. Οι εικόνες του είναι πυκνές σε πληροφορία και δεν παίρνουν από τον χέρι τον μέσο θεατή, επιτρέποντας του να συναρμολογήσει μόνος του το παζλ της ιστορίας.
Χωρίς περιττές φιοριτουρες αναδημιουργεί οργανικά και με ακρίβεια την ατμόσφαιρα της Ψυχροπολεμικής περιόδου και μεταφέρει με αργό, υποβλητικό και βραδύκαυστο ρυθμό, μια ιστορία γεμάτη ίντριγκα, προδοσία και ισχυρές πινελιές υπαρξισμού.
Η προδοσία πλέον δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά και συναισθηματική, φιλική - ακόμα και ερωτική.
Οι χαρακτήρες της ταινίας μοιάζουν χαμένοι και εγκλωβισμένοι παράλληλα, σε ένα γαϊτανάκι μυστικών και ψεμάτων, μέσα στο οποίο διαρκώς παλεύουν για να ανακαλύψουν μια ρανίδα σιγουριάς.
Ο Smiley περιφέρει το σαρκίο του ψάχνοντας τον διπλό πράκτορα, ουσιαστικά όμως ψάχνει λόγο ύπαρξης: Άνθρωποι - σκιές αποξενωμένοι και αποκομμένοι από τα πάντα, κοινωνικά απόβλητα του παγιδεύτηκαν σε ένα σύστημα που έφτιαξαν οι ίδιοι, με ιδανικά τα οποία, εν συνεχεία, ξέφτισαν και έμειναν ξεκρέμαστοι να κυνηγούν χίμαιρες - μελαγχολικοί και θλιμμένοι “βρικόλακες” μιας εποχής που έχει πεθάνει και περιφέρονται στις στάχτες της θηρεύοντας μια ψευδαίσθηση.

Όλη αυτή η (φυσικώς συνεπακόλουθη) υπαρξιακή αγωνία που δείχνει να κατατρώει όλους τους χαρακτήρες, εντείνεται από την πολυπλοκότητα ενός πολύ απαιτητικού σεναρίου - με παράλληλες υποπλοκές, χωροχρονικά “παράδοξα” και μια εκπληκτική αφήγηση που σε ρουφάει διαρκώς ολοένα και πιο βαθιά σε μια απύθμενη τρύπα αμφιβολιών, κρυμμένων απαντήσεων, υπαινικτικών ματιών και απόγνωσης.
Το κείμενο του le Carré δεν απλοποιείται καθόλου, απαιτώντας από τον θεατή να συμμετέχει ενεργά στη ταινία, βιώνοντας τη σύγχυση και την ανάγκη αποκρυπτογράφησης των πληροφοριών όπως ακριβώς και οι ίδιοι οι κατάσκοποι της ιστορίας - πετυχαίνοντας ένα συναρπαστικό immersion που ανάγει τη ταινία σε κάτι παραπάνω από μια απλή εγκεφαλική εμπειρία.

Ο ρυθμός της ταινίας είναι αργός, αλλά κάθε σκηνή έχει συγκεκριμένο σκοπό και ειδική βαρύτητα. Το χρώμα και η φωτογραφία παίζουν αναμφισβήτητα μεγάλο ρόλο στην αισθητική, με τον διευθυντή φωτογραφία Hoyte van Hoytema να δημιουργεί μια παλέτα που κυριαρχείται από μουντούς, ψυχρούς τόνους – γκρι, καφέ και ξεθωριασμένα μπλε, που ενισχύουν τη υπόγεια (βαθιά) μελαγχολία της ταινίας, αλλά και την καχυποψία που διατρέχει όλους τους “παίκτες της σκακιέρας”.
Η χρήση του κάδρου και της σύνθεσης εικόνας είναι εξίσου εντυπωσιακή και κουρδισμένη σαν ελβετικό ρολόι: πολλές σκηνές διαμορφώνονται με αυστηρή συμμετρία, αποδίδοντας μια αίσθηση ελέγχου και ασφυκτικής πειθαρχίας. Τα κοντινά πλάνα χρησιμοποιούνται στρατηγικά, συνήθως αρκετά σπάνια, με απώτερο σκοπό να αναδείξουν ή να εντείνουν τη συγκρατημένη ένταση μεταξύ των χαρακτήρων.
Υπάρχει μια εξαιρετική αξιοποίηση επίσης του ήχου – η απουσία μουσικής σε πολλές σκηνές προσθέτει στην αίσθηση έντασης (btw έχει γραφτεί και ένα εξαιρετικό theme για τη ταινία) ενώ οι λεπτές ηχητικές λεπτομέρειες (το θρόισμα ενός χαρτιού, μια μακρινή συνομιλία, οι ήχοι μιας παλιάς γραφομηχανής) δημιουργούν μια αίσθηση διαρκούς επιτήρησης και καχυποψίας.
Ο Gary Oldman, κάνει μια μεγάλη ανατροπή (σε σύγκριση με το πόσο υπερβολικά θεατρικός είναι ανέκαθεν - ή απλά υπερβολικός
) και δίνει μια πολύ εσωστρεφή, μινιμαλιστική και εξαιρετικά πολυεπίπεδη ερμηνεία ως George Smiley. Άλλοι ηθοποιοί (ή κάλλιστα και ο ίδιος) θα μπορούσαν να προσδώσουν έναν πιο εξωστρεφή, εκρηκτικό τόνο στον ρόλο, ο Oldman όμως διαλέγει μια σιωπηλή, αναλυτική προσέγγιση. με μετρημένες κινήσεις και ένα προσεκτικό, εποπτικό βλέμμα που σπανίως αφήνει τον θεατή - παρατηρητή να τον “διαβάσει”. Είναι από εκείνες τις ουσιαστικές, μετρημένες ερμηνείες που χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, λόγω της εσωστρέφειας τους, αγγίζουν φοβερά επίπεδα ενσυναίσθησης.

Το υπόλοιπο all star English cast (John Hurt, Colin Firth, Βenedict Cumberbatch, Tom Hardy, Mark Strong, Toby Jones, Ciarán Hinds, Kathy Burke κτλ)) είναι εξίσου εξαιρετικό στις ερμηνείες του - πλήρως εναρμονισμένο με τον Oldman και τον ρυθμό που επιβάλλει στη ταινία.
Ο κάθε ηθοποιός φέρνει κάτι μοναδικό στην ταινία (συνειδησιακές συγκρούσεις ο ένας, ευαισθησία ο άλλος, αγωνία απέναντι σε ένα σύστημα που καταρρέει ο τρίτος κτλ κτλ κτλ) και όλοι μαζί συνθέτουν ένα σύνολο που αποπνέει, πέρα από αληθοφάνεια, συναρπαστική πολυπλοκότητα.

Το Tinker Tailor Soldier Spy είναι μια αριστοτεχνική κινηματογραφική μεταφορά ενός απαιτητικού λογοτεχνικού έργου. Η ταινία απαιτεί την προσοχή του θεατή, αρνείται πεισματικά να υποκύψει στα κατασκοπικά κλισέ, είναι εξαιρετικά πυκνή σε πλοκή και ίντριγκα, δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις και λειτουργεί περισσότερο σαν ένα λεπτομερές παζλ που συναρμολογείται κατά τη διάρκεια της.
Με μια συγκρατημένη αλλά εξαιρετικά μελετημένη σκηνοθεσία, υποδειγματικές ερμηνείες, η ταινία overall ξεφεύγει από την ταμπέλα του κατασκοπευτικού θρίλερ και εμπίπτει περισσότερο σε εκείνη του διαλογισμού πάνω στην ανθρώπινη αδυναμία και τις περίπλοκες, ηθικά αμφίσημες πάσης φύσεως εξουσιαστικές δομές.