#15 - #6
OK δεν κρύβω την αδυναμία μου στους Paradise Lost και τους θεωρώ την αρχετυπική, την απόλυτη doom/death/gothic metal μπάντα, αλλά και οι πρώιμοι Anathema δεν κατούρησαν σε κάνα πηγάδι. Βασικά μπορεί και να το έκαναν (Λίβερπουλ είσαι), αλλά δεν είμαστε εδώ για να κρίνουμε. Anyway, το στα χαρτιά EP Crestfallen (ρε μαλάκες, πόσες φορές θα το πούμε ότι το κριτήριο είναι η διάρκεια και όχι ο αριθμός των κομματιών; Το Reign in Blood με μικρότερη διάρκεια θεωρείται full length for fuck’s sake!) είναι η τρανή πρώτη προσπάθειά τους να αναπαράγουν τον ζόφο και την απόγνωση που χαρακτήριζαν εκείνη την ιστορικής σημασίας βρετανική σκηνή των early 90s και το κάνουν πράξη με συγκινητικά αποτελεσματικό τρόπο. Τα πέντε αριστουργήματα που περιέχονται εδώ είναι όλα τους αργόσυρτες, καρα-heavy ελεγείες (εκτός από το υπέροχο ακουστικό Everwake, με την Ruth Wilson στο μικρόφωνο, που θα έβαζε την υπογραφή της και σε άλλες δουλειές τους, με ή χωρίς Anathema στη μαρκίζα) με φανταστικές μελωδίες και τον Darren White να αναδεικνύεται σε άλλον έναν από τους ήρωές μου στη σκηνή: Φωνητικά - ο πόνος ο ίδιος.
Πόσα και πόσα συγκροτήματα εκεί στα early 90s δεν πάσχιζαν (συνήθως με συζητήσιμα αποτελέσματα) να αναπτύξουν δικό τους, προσωπικό ήχο, να παίξουν το “κάτι διαφορετικό” στο πλαίσιο του μελωδικού ή αν θέλετε μη ακραίου/κάφρικου μέταλ; Και να σου ‘ρχονται κάτι τύποι από μία χώρα που παρότι γέννησε το progressive, τη μεταλλική μετενσάρκωσή του τη σνόμπαρε όσο λίγες, για να μην πω όσο καμία, και να το πετυχαίνουν από τον πρώτο κιόλας δίσκο, αφήνοντας μάλιστα την εντύπωση ότι δεν προσπάθησαν καν! Ναι, φίλοι μου καλοί καλοί μου φίλοι, αν έχετε ένα έστω και φευγαλέο ενδιαφέρον για το progressive metal αλλά δεν έχει συμβεί να ακούσετε το Crawl των Βρετανών The Beyond, απλά σας ζηλεύω που έχετε μπροστά σας (εφόσον το επιλέξετε, που πρέπει) την εμπειρία της πρώτης έβερ ακρόασης αυτού του διαμαντιού. Fair warning: Ήδη από την αρχή θα σας κάψουν λίγο τον εγκέφαλο, καθώς θα προσπαθείτε να καταλάβετε τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτό το εξωπραγματικό ριφ του Sacred Garden. Θα το ξεπεράσετε όμως και για τα επόμενα 43 λεπτά δεν θα χορταίνετε τον μοναδικό ήχο αυτής της εγκληματικά παραγνωρισμένης μπάντας, που δεν θυμίζει τίποτα και κανέναν (άντε μόνο κάποιους Fates Warning απόηχους να εντοπίζουμε εδώ κι εκεί, αλλά κι αυτό με πολλούς αστερίσκους).
Η καλολαδωμένη μηχανή του πολέμου που ακούει στο όνομα Bolt Thrower εξακολουθεί να σπέρνει τον όλεθρο και στο IVth Crusade. Μυστικά της επιτυχίας, για άλλη μια φορά, η εγκράτεια στις ταχύτητες (ναι διάολε! once again: the kind of death metal I most favour) και τα απλά αλλά πάντα καίρια / ευκολομνημόνευτα ριφ, ενώ ο Καρλ στο μικρόφωνο και το rhythm section - αλωνιστική μηχανή κάνουν τη δουλίτσα τους μια χαρά, δίνοντας το έναυσμα για headbanging μέχρι τελικής πτώσης. Ειδική μνεία στο ανεπίσημο μάθημα Ιστορίας Through the Ages, που κανονικά δεν θα έπρεπε να λειτουργεί (far too simplistic) …κι όμως με κάποιον τρόπο λειτουργεί! Όπως και στο ομότιτλο κομμάτι με τη μόνο-αλήθειες εξιστόρηση της 4ης Σταυροφορίας ως αυτό ακριβώς που ήταν, δηλαδή το ιστορικό, ασυγχώρητο / απαράγραπτο δυτικοευρωπαϊκό έγκλημα της καταστροφής της Κωνσταντινούπολης, της κατάλυσης του Βυζαντίου και της καταδίκης ενός ολόκληρου λαού σε αιώνες βαρβαρότητας και υπαρξιακής σύγχυσης. Μήπως τελικά σαν χώρα αυτό είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, που πληρώνουμε μέχρι και σήμερα; Μεγάλη κουβέντα, για άλλη περίσταση… Επ’ ευκαιρία, το εξώφυλλο της χρονιάς (ΟΚ λίγο cheat αλλά τι να γίνει, Ντελακρουά, κάπου ώπα δηλαδή).
Τα έχει πει ο Ζαν Ζιράρ: Το καθετί έχει το αντίβαρό του, το αντίπαλο δέος, alter ego, άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, όπως θέλετε πείτε το. Έτσι και στο σουηδικό doom. Στις πληθωρικές, υπερδραματικές, επικές αναζητήσεις του Leif Endling και των Candlemass, η απάντηση ήταν και είναι η μουντή, βλοσυρή, δωρική, μονολιθική (φαινομενικά τουλάχιστον) προσέγγιση του Dan Fondelius και των Count Raven. Στο Destruction of the Void δεν υπάρχει πια το χαρισματικό λαρύγγι του Linderson (ήθελε Saint Vitus το πουλάκι μου) και αναλαμβάνει να τον αντικαταστήσει ο ίδιος ο Dan, με φωνή …ακόμα πιο Ozzy, βασικά σχεδόν καρμπόν (αλλά με εύρος που ο Ozzy δεν έχει δει ούτε στον ύπνο του), την ίδια ώρα που εξακολουθεί να σπέρνει τα πιο καβλερά ριφ και σόλο στη σκηνή. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει στον φανταστικό ήχο αυτού του δίσκου, καθαρός χωρίς επουδενί να γίνεται πλαστικός, αναδεικνύοντας σε όλο τους το Iommi-ικό μεγαλείο τις κιθάρες - ογκόλιθους και την επιβλητική μπασαδούρα, με τα ντραμς ειδικά να γράφουν Ιστορία με το προσωπικό στυλ του Renfield, ο οποίος αφήνει μια αίσθηση σαν να βάζει έξτρα δύναμη για να κουβαλήσει τα ριφ του Fodde! Δίσκος - εμπειρία για τους λάτρεις του αρχετυπικού σκληρού ήχου.
Καλώς όρισες λοιπόν second wave black metal! Πώς; Είχε έρθει ήδη; Πότε καλέ; Όχι ρε μη μου μετράς τις κασέτες των Thorns. Όχι, ούτε τον απατεώνα που έκανε καριέρα πάνω στην έμπνευση του Quorthon, στη χιτλερική “political incorrectness” και σε actual εγκλήματα. Εδώ είσαι, στο A Blaze in the Northern Sky των Darkthrone. Αναμφίβολα τον σημαντικότερο δίσκο της χρονιάς για το μεταλλικό underground και, όπως και να ‘χει, έναν από τους κορυφαίους black metal δίσκους όλων των εποχών, που σε μόλις έξι κομμάτια είναι τόσο πλήρης, ολοκληρωμένος, καίριος, που συγχωρώ μέχρι και τις γραφικές παπαριές του Fenriz περί “παρακμής των Death”. Άσε που έχω την υποψία ότι όλοι εκείνοι οι Νορβηγοί πολλά βαρείς τύποι κατά τ’ άλλα, όπως δεν πολυεννοούσαν την όλη Hail Satan φάση (…), έτσι δεν πολυεννοούσαν και τις χοντράδες με την απαξίωση του δήθεν εμπορευματοποιημένου λοιπού ακραίου ήχου. Εντάξει μωρέ ένα σκιάχτρο θέλανε τα παιδιά για να πάρουν έμπνευση και κίνητρο and go do their thing. Να μην τους δικαιολογήσουμε; Εδώ άλλα κι άλλα δικαιολογήσαμε. Ένα feeling είναι όλα άλλωστε. Σαν τη σηκωμένη τρίχα στο τέλος του In the Shadow of the Horns, με εκείνη τη στοιχειωτική ακουστική κιθάρα πάνω από την ξύστρα (παλιά χαμερική ορολογία ftw) και το blastbeat να το δηλώνει με έμφαση: Πάνω απ’ όλα έρεβος δι’ ατμόσφαιρας, παίδες.
Για κάποιους από εμάς που στην ύστερη εφηβεία μας (και γενικά στα νιάτα μας) ακούσαμε ΠΟΛΥ προγκμέταλ αυτής της κοπής, της Theater-ικής, αλλά με τα χρόνια χμμμμ πώς να το πω… Ψιλοκουραστήκαμε; Ψιλοσιχαθήκαμε; Όπως και να το πω, δεν θα ήταν εντελώς παράλογο να μη μου λέει πια και πολλά το Images and Words. Άσε που εγώ έχω και πρόσθετες “παραξενιές”, π.χ. δεν μου αρέσει η φωνή του Λαμπρή, δεν μου αρέσει αυτή η απροκάλυπτα pop χροιά που έχουν ενίοτε στις πιο soft στιγμές τους, δεν μου αρέσει που όταν αρχίζουν να σολάρουν πρέπει να περάσουν ολόκληρα λεπτά μέχρι να θυμηθούν να βάλουν άνω τελεία, δεν, δεν, δεν… Κι όμως, κάθε φορά που έχει παίξει το Images όλα αυτά τα χρόνια, της “επαναξιολόγησης”, η συγκίνηση είναι πάντα εκεί. Στο …watch the sparrow falling… Στα υπερβατικά πράγματα που παίζει ο Τιτάνας Kevin Moore εκεί προς το τέλος του ίδιου, λίγο πριν τη “συγκοπή”. Στο ανατριχιαστικό Wait for Sleep. Στο Metropolis part 1, ίσως ό,τι καλύτερο ηχογράφησαν ποτέ (μαζί με άλλο ένα που θα τα πούμε γι’ αυτό τη μετεκλογική βδομάδα, λογικά). Ναι, δεν το κρύβω, για μένα όλα τα λεφτά στους Dream Theater ήταν ο Moore και όταν έφυγε τίποτα δεν ήταν ίδιο. Ευτυχώς έχουμε άλλη μία αφορμή αποθέωσης οσονούπω.
Καθαρά υποθετικό σενάριο - είναι ‘92, ο Ralph Hubert ή/και άλλοι από τους Mekong Delta δέχονται να παραχωρούν συνεντεύξεις (πάντα χρησιμοποιώντας τα ευφάνταστα ψευδώνυμά τους όμως) και τα τζιμάνια του μουσικού Τύπου τούς ρωτάνε ρε παιδιά πώς και πήρατε την απόφαση να απλοποιήσετε τον ήχο σας στο Kaleidoscope. Γελάμε! Αν είναι έτσι οι “απλοποιήσεις”… Τι κάνανε; Κόψανε τα πολυμερή επικών διαστάσεων κομμάτια, ρίξανε ελαφρώς τις ταχύτητες, ε και μετατόπισαν ελαφρώς και την προσοχή στο πλαίσιο του κατοχυρωμένου τους Russian/Soviet classical music worship: Αυτή τη φορά διασκευή σε Χατσατουριάν και ουχί Μουσόργκσκι (τα φυλάγανε για λίγα χρόνια μετά βλέπεις). Κατά τ’ άλλα όλα τα γνωστά (…) στοιχεία τους ήταν εκεί. Και τα ριφ - ανεμοστρόβιλοι, και το αποστομωτικό παίξιμο σε μπάσο και ντραμς, και οι ερεβώδεις αντι-μελωδίες, και η τρομακτική ένταση μέσα από κομμάτια όπως το Sphere Eclipse. Βάλε τώρα και άψογη διασκευή Genesis, όπως και μία από τις πιο έξυπνες και ανατρεπτικές ιστορίες που ειπώθηκαν ποτέ, στο Misunderstanding, και έχεις άλλο ένα εσχατολογικό progressive thrash metal αριστούργημα από ένα εκ των κορυφαίων συγκροτημάτων που ανέδειξε ποτέ το (υπο-)είδος.
Η κυριαρχία των Peaceville Three ολοκληρώνεται με το ντεμπούτο των My Dying Bride. Ήδη από την instrumental εισαγωγή του Silent Dance, και αμέσως μετά με το πολυεπίπεδο Sear Me, δημιουργείται η αίσθηση ότι εδώ έχουμε κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Ο Aaron ακόμα δεν έχει εξελίξει τα άκρως εκφραστικά καθαρά φωνητικά του, αλλά και αυτό το νεανικό του γρύλλισμα την κάνει τη δουλειά και συνεισφέρει στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος τραγωδίας άνευ λύτρωσης, που πολύ σπάνια έχει αναπαραχθεί στο μέταλ. Στα καλύτερά του το As The Flower Withers (βλ. The Return of the Beautiful) βγάζει κάτι τόσο συγκλονιστικό, τόσο καίριο, που θα μπορούσε μέχρι και πεντάδα να χτυπήσει. Δεν το πετυχαίνει καθαρά και μόνο επειδή ώρες ώρες (και κυρίως στο Vast Choirs - τζάμπα η τιτλάρα…) οι MDB χάνουν τη συγκέντρωσή τους σ’ αυτό που τους κάνει σπουδαίους, δηλαδή στο θρηνητικό doom/death, και το παίζουν τυπική death metal μπάντα. Lads, σοβαρευτείτε, ΔΕΝ είστε death μπάντα του σωρού. Ευτυχώς το συνειδητοποιήσατε εγκαίρως.
Το Wayward Sons of Mother Earth είχε ήδη προκαλέσει πάταγο, τελικά όμως αποδείχθηκε απλό ορεκτικό. Στο δεύτερο άλμπουμ τους, A Burnt Offering for the Bone Idol, οι Skyclad καταπλέουν ορμητικά στα αχαρτογράφητα νερά της επιμετάλλωσης της βρετανικής μουσικής παράδοσης και το να πω ότι οργιάζουν θα είναι understatement. Όλοι λένε για το Spinning Jenny και ορθώς, αλλά τι να πούμε και γι’ αυτό το πελώριο Karmageddon με τους δραματικούς τόνους του, που αποδεικνύουν περίτρανα ότι η υπόθεση folk metal δεν χρειαζόταν σε καμία περίπτωση να εξελιχθεί σε πανηγυράκι μπιρόβιων; Ή για το εξίσου συνταρακτικό Alone in Death’s Shadow; Η καλλιτεχνική συνεύρεση των Ramsey / English / Walkyier εκείνη την εποχή, μετά τις πορείες τους σε Satan και Sabbat αντίστοιχα, ήταν αναμφίβολα δώρο θεϊκό για τους αμετανόητους λάτρεις του (ευρύτερα) μελωδικού μέταλ σε μια περίοδο που ο όρος έτεινε να γίνει βρισιά… Χωρίς φυσικά να υποτιμώ τον ρόλο και των υπόλοιπων, ειδικά της Fritha Jenkins που με το βιολί της έβαλε τη σφραγίδα της σ’ αυτόν τον φανταστικό δίσκο. Απλά, πώς να το κάνουμε, όλα τα λεφτά είναι αυτός ο ψευδός Τρελός του Χωριού. Ποιος άλλος έχει γράψει στίχους όπως No “prima-donnas” are allowed in this “menage-a-trois” / So will someone please accept us for the naive fools we are?
Όπως το συνηθίζω τελευταία, τους παγκίτες μου που θα έπιαναν τις θέσεις #7 έως #15 τους παρέθεσα σε αλφαβητική σειρά και άφησα για το τέλος αυτού του κεφαλαίου τον έναν δίσκο που σκεφτόμουν να βάλω στο Top 5 αλλά τελικά δεν. Το #6 μου για το 1992, λοιπόν, είναι το The Crimson Idol των WASP.
Με τα χρόνια λίγο - πολύ όλοι έχουμε ψιλοαπορρίψει τον Μπλάκι, τιμωρώντας τον για τη σκατοψυχιά που τον δέρνει. Ο άβολος αστερίσκος όμως είναι ότι πρόκειται για κάτι σχετικά εύκολο να κάνεις ως προς την τελευταία, πιο πρόσφατη περίοδό του, κατά την οποία έχει επέλθει και η φυσιολογική φθορά του χρόνου σε επίπεδο έμπνευσης και εκτελεστικής ικανότητας. Αλλά τι γίνεται με την κατά γενική ομολογία πιο γόνιμη συνθετικά και παιχτικά εποχή του, στο μεταίχμιο των δεκαετιών '80 και ‘90; Επεκτείνεται “αναδρομικά” το ανάθεμα; Υπάρχει σωστή και λάθος αντιμετώπιση; Για όσους απαντούν “ναι” στο προηγούμενο ερώτημα, είναι δικό τους θέμα και εννοείται σεβαστή η επιλογή τους. Από την πλευρά μου, και από τη στιγμή που ο κατά τ’ άλλα βλαξ / σιχαμένος δεν έχει παραβιάσει και τις τελευταίες μου “κόκκινες γραμμές” προσωπικής άμυνας, έχω επιλέξει να μη σταματήσω να ακούω τους κορυφαίους δίσκους του, που πρώτος μεταξύ ίσων ανάμεσά τους είναι για μένα τούτος δω, το Crimson Idol, η ιστορία του καταραμένου ροκ σταρ Jonathan Steel.
Όπως ειπώθηκε εύστοχα από κάποιον συμφορουμίτη, ο @Ian_Metalhead πρέπει να ήταν αν δεν κάνω λάθος (κι εγώ πρέπει να το πέταξα αναφερόμενος στο The Headless Children), εκείνη την εποχή η φάση με τους WASP ήταν ότι κάπως έτσι θα ακούγονταν οι The Who αν το γύρναγαν στο μέταλ. Τρομερό νεύρο στις “σκληρές” συνθέσεις, με αδιανόητα ξεσηκωτικά ντραμς από τον Fankie Banali, που σίγουρα θα έκαναν τον μεγάλο Keith Moon περήφανο, στα πιο μαλακά δε του δίσκου το λυρικό / συναισθηματικό βάθος είναι απρόσμενο, αν ληφθεί υπόψη ότι μιλάμε για τον ίδιο τύπο που κάποια χρόνια πριν επαιρόταν μουσικώς ότι γαμάει σαν θηρίο. Από κει φτάσαμε στο No love to shelter me / Only love, love set me free. Πώς αλλάζουν οι καιροί…
Μερικά ακόμα...
Δεν γίνεται να λείψει αναφορά στο Somewhere Far Beyond των Blind Guardian, κι ας μην είμαι πια και τόσο ενθουσιώδης φαν τους όσο στο παρελθόν. Στο συγκεκριμένο, τέταρτο άλμπουμ τους, είναι που τελειοποίησαν τη συνταγή “οι Queen το γύρισαν στο τευτονικό power” και δίκαια αποθεώθηκε και αποθεώνεται μέχρι σήμερα ως ένας από τους κορυφαίους δίσκους της δεκαετίας στο είδος. Αυτοί που ούτε αποθεώνονταν ούτε αποθεώνονται ακριβώς, αλλά περισσότερο δίχαζαν και διχάζουν, είναι οι Manowar. Τουλάχιστον το Triumph of Steel περιέχει κάμποσα κομμάτια που δεν είναι επικά μόνο στα λόγια αλλά και με πράξεις, (περίπου) όπως παλιά, με προσωπικές αδυναμίες - ώστε να αποφύγω και να σχολιάσω τον Αχιλλέα… είναι μεγάλη ιστορία - τα Spirit Horse of the Cherokee και Master of the Wind. Και η ατσάλινη κορυφή αυτού του ας-το-πούμε-χριστουγεννιάτικο-δέντρο ολοκληρώνεται με το Pile of Skulls, ένα typically (τότε) πολύ δυνατό άλμπουμ των Running Wild, χωρίς μέτρια στιγμή και με ορισμένες εξαιρετικές, όπως το μεγαλειώδες 11λεπτο closer Treasure Island.
Από τις εξυψωτικές καταστάσεις κατεβαίνουμε τώρα σε - ταιριαστά - πιο σκοτεινή βαθμίδα και για να μην doom-ανιάσουμε τελείως απότομα, το πάμε clockwise, από τους Solitude Aeturnus που στο Beyond the Crimson Horizon αναπτύσσουν περαιτέρω τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα από το ντεμπούτο και αποδεικνύουν ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια αμερικάνικη εκδοχή των Candlemass. Σε δυσθεώρητα ύψη, για άλλη μια φορά, οι ερμηνείες του Lowe. Time to mix things up though: Οι Άγγλοι Seventh Angel συνεχίζουν και στον δεύτερο δίσκο τους, Lament for the Weary, να με ψαρώνουν άσχημα με το πολύ ιδιαίτερο doom/thrash αμάλγαμά τους, αυτή τη φορά ρίχνοντας ακόμα περισσότερο τις ταχύτητες, ανεβάζοντας την απεγνωσμένη ένταση και προετοιμάζοντας για την εντυπωσιακή στροφή που θα κάνουν αρκετά χρόνια αργότερα. Και αφού είναι αργά πια για να σταματήσουμε να το πηγαίνουμε heavier and heavier, ας υποκλιθούμε για άλλη μια φορά στα πλέον άξια τέκνα των Celtic Frost, τους Obituary, οι οποίοι στο The End Complete μεγαλουργούν για άλλη μια φορά, α ρε γίγαντα John Tardy… Παραμένοντας δε στον βούρκο του αργόσυρτου death metal, ανεβάζουμε εκ νέου το doom-όμετρο και αποθεώνουμε το δεύτερο άλμπουμ των Asphyx, Last One On Earth, με πολλοστό ρεσιτάλ πνιχτών αλλά φουλ πωρωτικών γρυλλισμάτων από τον Van Drunen.
Στο τρίτο επίπεδο ανεβάζουμε ξανά τις ταχύτητες, κρατώντας όμως την death μελωδικότητα, ποιους μας θυμίζουν λοιπόν αυτές οι λέξεις - κλειδιά; Φυσικά τους At Τhe Gates. Ναι, ΟΚ, στο The Red In The Sky Is Ours ντεμπούτο τους (πόσο μέταλ τίτλος όμως!) ακόμα δεν έχουν αναπτύξει πλήρως το αναγνωρίσιμο από χιλιόμετρα προσωπικό τους ύφος για το οποίο τους ξέρει πλεον και ο τελευταίος πρώην emo στο Νιου Τζέρσεϊ, αλλά, παρά και την αδύναμη παραγωγή, καταφέρνουν να κλέψουν την παράσταση με χαρακτηριστική ευκολία, χάρη στην κιθαριστική παραγωγικότητα των Α. Μπγιόρλερ - Σβένσον, στις καλαίσθητες nordic folk πινελιές (πεθαίνω γι’ αυτό το βιολάκι ε) και, βέβαια, στη φωνητική επίδειξη ισχύος του Lindberg (η πρώτη από τις πολλές που έμελλαν). Μήπως όμως κολλήσει και σε μας η ρετσινιά του “Gay-teborg”; Κλάιν, αναπληρώνουμε σε true death σαπίλα με το συγκρότημα - εγγύηση του είδους, Autopsy. Στο Acts of the Unspeakable πράγματι περιγράφουν πράξεις απερίγραπτης ωμότητας (τσεκάρετε μόνο τίτλους, πολύ γέλιο) και τις ντύνουν με εξίσου απερίγραπτη μουσική ωμότητα. Σκέψου, ποιο είναι το πιο ξεδιάντροπα διασκεδαστικό gore/splatter που είδες ποτέ; Ε, εδώ είναι το μουσικό του αντίστοιχο. Ας χαλαρώσουμε όμως λίγο με τη σαπίλα, τι να χαλαρώσουμε δηλαδή που τη θέση της παίρνει η απάνθρωπη στην τεχνική της εντέλεια/ακρίβεια deathrash επίθεση των Sadus. A Vision Of Misery, Steve DiGiorgio, Darren Travis, ε αν δεν την έχετε ψυλλιαστεί ακόμα τη δουλειά τι να σας κάνω. Ούτε απέξω μην περάσετε, οι Καλιφορνέζοι θα σας πλακώσουν στο ξύλο ε.
Κλείνουμε με τη βάση του σχήματος, πάντα clockwise, και αφού έχουμε περάσει πια στο good ol’ thrash σιγά μη σηκωθούμε να φύγουμε. Η γερμανική αξιοπιστία των Sodom παραμένει παροιμιώδης, Tapping the Vein η δουλειά τους για “φέτος” και ενώ οι υπόλοιποι ασθμαίνουν πλέον, τούτοι δω εξακολουθούν να κοπανάνε αμετανόητα και ξεροκέφαλα, λες και το ημερολόγιο γράφει ακόμα 1989. Εύγε! Έχω φυλάξει όμως επαίνους και για άλλους υπέροχα οπισθοδρομικούς, π.χ. τους Exhorder, οι οποίοι με τον δεύτερο δίσκο τους, The Law, απαντάνε στις συνεχιζόμενες συγκρίσεις με Pantera διατάζοντας “hold my beer”. “Ο Νόμος”, γατάκι, είναι ότι θα ρίχνεις μεν γκρούβα αλλά ΔΕΝ θα εγκαταλείπεις the Ways of the Thrash! Εντάξει; Όχι ε; Suit yourself… Μην ξεχάσω όμως να μνημονεύσω και μια πολύ σημαντική εξέλιξη για τη γόνιμη underground παραγωγή, τη δισκογραφική πρεμιέρα των Depressive Age. Το First Depression είναι σίγουρα ό,τι πιο thrashy έφτιαξαν ποτέ, κι όμως ακόμα και σ’ αυτό τα κάνουν όλα με εντελώς δικό τους τρόπο, από τα ριφ μέχρι τη φωνή και τους στίχους, αποπνέοντας έναν αέρα γοητευτικής παρακμής που τόσο αρμόζει σε αυτό το βερολινέζικο τσούρμο… Επειδή όμως σαν να ακούω κάτι γκρίνιες ότι πολλή κουλτούρα πλάκωσε, ολοκληρώνω το παρόν κεφάλαιο με no-nonsense τρόπο, με τον πιο δολοφονικό thrash δίσκο που κυκλοφόρησε όχι μόνο το 1992 αλλά, για πολλούς, στη δεκαετία γενικά: Το Epidemic of Violence των Demolition Hammer. Εσύ νομίζεις ότι ξέρεις τι θα πει thrash τόσο heavy που ντροπιάζει μέχρι και death metal μπάντες αλλά δεν έχεις ακούσει το δεύτερο των DH; Ε ρε ήττα που σε περιμένει…