Μπαίνοντας γερά στη νέα δεκαετία από την οποία έχω μνήμες και σαν ακροατής, και βλέποντας τις επιλογές μου για το 1991 αναρωτιέμαι πόσα τελικά από τα album που γνωρίζουμε σε νεαρή ηλικία και μας εντυπωσιάζουν, επιβιώνουν με την υψηλότατη εκτίμηση που είχαμε για αυτά τότε. Παρατηρώ δηλαδή ότι αρκετούς από τους δίσκους που προέκρινα για “φέτος” δεν τους είχα ακούσει όταν πρωτοβγήκαν, είτε επειδή ήταν πολύ ακραίοι για τα τότε απαίδευτα αυτιά μου, είτε όχι ιδιαίτερα προβεβλημένοι, αργότερα όμως εκτόπισαν πράγματα που τα θεωρούσα εξαιρετικά – δεν μιλάμε βέβαια για αυτά που μας καθόρισαν και διαμόρφωσαν σαν ακροατές, αυτά δεν εκθρονίζονται με τίποτε!. Άλλη κουβέντα αυτή, για κάποια άλλη στιγμή…
Από τα πολλά, εντυπωσιακά και ιστορικής σημασίας που κυκλοφόρησαν το 1991, παρακάτω παρατίθενται αυτά που εξακολουθούν να με συναρπάζουν – και πάλι σχεδόν όλα, χάριν μιας (κάποιας) συντομίας! Έμειναν εκτός, μεταξύ άλλων, μοσχοπουλημένοι blockbuster δίσκοι για τους οποίους παρέλκει μια περαιτέρω αναφορά και από εμένα
1. Bathory – Twilight of the Gods
Η συμβατική περιοδολόγηση θέλει το “Twilight of the Gods” μέρος της Viking περιόδου των Bathory. Παρόλο που υπάρχει σημαντική δόση αλήθειας σε αυτό, μια προσεκτικότερη ματιά καταδεικνύει ότι τελικά το έκτο πόνημα των Bathory μπορεί να σταθεί αυτόνομο στην δισκογραφία τους, τόσο μουσικά όσο και ιδεολογικά. Εδώ ο Ace δημιουργεί, υπό την επιρροή πλέον και της κλασικής μουσικής που άκουγε τότε (ειδικά του Wagner) όπως και των Manowar (κι ας αρνούνταν κατηγορηματικά κάθε σύνδεση) ένα album “ενήλικο”, με αλληγορίες που λειτουργούν σε περισσότερα του ενός επίπεδα και με έντονη ατμόσφαιρα, όπου ουδόλως τον απασχολεί αν μπορεί να πιάσει όλες τις νότες, αλλά τον ενδιαφέρει αποκλειστικά να μεταφέρει το συναίσθημα, που εδώ είναι καθαρά το επικό.
Με την πολυτέλεια μάλιστα των δεκαετιών που παρήλθαν, η επιρροή που άσκησε και ασκεί ο εν λόγω δίσκος σε μια ολόκληρη metal σκηνή είναι και εμφανής και ανεκτίμητη.
2. Fates Warning – Parallels
Ο Μαθιός το παίρνει αποκλειστικά πάνω του συνθετικά και οι Fates αφήνουν πίσω τους τα 80s και το “επιθετικά” βαρυφορτωμένο στυλ τους έως τότε, ο Alder γίνεται πιο φειδωλός στις υψιπετείς ακροβασίες του και τα τραγούδια περισσότερο εύληπτα, χωρίς φυσικά εκπτώσεις οιασδήποτε φύσεως μιας και ο δίσκος είναι άλλο ένα ανεκτίμητης αξίας διαμάντι. Άγνωστο αν αυτό οφειλόταν μόνο στη (φυσιολογική) εξέλιξη τους ή επιχειρούσαν ένα - για τα δεδομένα τους πάντα - άνοιγμα σε μεγαλύτερο ακροατήριο (κάτι που αναγνώρισαν και οι ίδιοι σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις), το εγχείρημα πάντως δεν θα βρει ιδιαίτερα μεγαλύτερη ανταπόκριση από τα προηγούμενα τους, βυθίζοντας τους στην εσωστρέφεια. Τόσο το καλύτερο για εμάς τους ακροατές, θα πω εγώ!
3. Soundgarden – Badmotorfinger
Οι Soundgarden που είχαν στις τάξεις τους την σπουδαιότερη φωνή της γενιάς τους, εδώ αναβαθμίζονται και στη θέση του μπασίστα με τον Ben Sheppard. Δεν ξέρω αν οφείλεται σε αυτό το γεγονός ή στην χρονική συγκυρία, αλλά με το τρίτο τους LP κάνουν ένα άλμα από κάθε άποψη, όχι στο κενό αλλά στα αστέρια, και έχοντας την Sabbath κληρονομιά ως εφαλτήριο και όχι ως αυτοσκοπό που να τους περιορίζει, μεγαλουργούν με το Badmotorfinger.
Κάποιος μπορεί να το αποκαλέσει grunge ή οτιδήποτε γουστάρει (δεν μας απασχολεί), το απίθανο είναι να μην του προσάψει πλείστα όσα αποθεωτικά σχόλια! Αγαπημένο τραγούδι, πρώτο μεταξύ ίσων: Slaves and Bulldozers (ήθελα να το πω!)
4. Coroner - Mental Vortex
Oι Coroner, σε όλη τους τη πορεία, υπήρξαν ο ορισμός του συγκροτήματος που δεν επαναλάμβανε τον εαυτό του. Έχοντας αριστεύσει στο techno thrash πεδίο, στο 4ο τους LP δίνουν μεγαλύτερο βάρος στο groove και την (καθόλου αισιόδοξη, αλλά μάλλον εφιαλτική) ατμόσφαιρα, έννοιες που από την υπερχρήση έχουν πλέον προσλάβει αρνητική έννοια, στην περίπτωση των Coroner όμως, αυτό έγινε με τους δικούς τους όρους και χωρίς να αποποιηθούν των καταβολών τους. Στο “Mental Vortex” οι εντυπώσεις κερδίζονται με το που μπει το “κλινικό” riff του “Divine Step”. Ο συγκεκριμένος δίσκος ακούγεται σαν να έχει ηχογραφηθεί “μόλις χθες”.
5, Atheist - Unquestionable Presence
Οι Atheist όσο σκανδαλωδώς ταλαντούχοι κι αν ήταν, άλλο τόσο άτυχοι υπήρξαν στην καριέρα τους. Πως αλλιώς να ερμηνεύσεις το ότι λίγο πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις για το νέο δίσκο, ο απίστευτα τεχνίτης μπασίστας τους, Roger Patterson, σκοτώνεται σε τροχαίο δυστύχημα. Κι όμως, οι Atheist κατάφεραν να συνέλθουν από το βαρύτατο πλήγμα και βρήκαν στο πρόσωπο του Tony Choy των Cynic έναν – εκτελεστικά τουλάχιστον – άξιο αντικαταστάτη.
Αν το “Piece of Time” είχε “προειδοποιήσει”, το “Unquestionable Presence” ήρθε για να κάνει πράξη όλες τις υποσχέσεις! Μέσα στην “γνωστή” διάρκεια των 32 λεπτών χώρεσαν οκτώ έμφορτα ιδεών τραγούδια όπου οι jazz/fusion επιρροές δένουν απόλυτα φυσικά με το death metal στοιχείο χωρίς να του στερούν την επιθετικότητα. Μια πληθώρα από riffs, αλλαγές ρυθμών, χρονισμών αλλά και μουσικών ειδών, σε μη συμβατικές δομές λαμβάνουν χώρα σε κάθε κομμάτι αφήνοντας άναυδο τον εμβρόντητο ακροατή που βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να ανακαλύπτει πράγματα σε κάθε μια από τις (επιβεβλημένα) πολλές ακροάσεις, απολαμβάνοντας την γνήσια progressive φύση της μουσικής, αλλά και τα δελεαστικά, ήπια ή/και μελωδικά μέρη που παρεμβάλλονται!
Είναι αξιοθαύμαστο και ενδεικτικό της ζωτικότητας που διακατείχε το νεαρό τότε death metal, το ότι εν έτει 1991 ήδη ξεκίναγε να επεκτείνεται πέραν των έως τότε ορίων του. Όπως για παράδειγμα στο (μόλις την τελευταία στιγμή εκτός πεντάδας) Human όπου οι Death δεν είναι πια κανονικό συγκρότημα μιας και ο Schuldiner προσλαμβάνει πλέον session μουσικούς για κάθε δίσκο/περιοδεία. Για τις ανάγκες του συγκεκριμένου επιστράτευσε τους Steve DiGiorgio από τους Sadus και το ντουέτο των Cynic, Paul Masvidal και Sean Reinert, και αυτό λέει περισσότερο για τον δίσκο από όσα τα λόγια μπορούν! Κολοσσιαίο album, αν όχι το καλύτερο τους, σίγουρα αυτό που ισορροπεί ιδανικά όλες τους τις εκφάνσεις!
Μιλώντας για τους Death, τα υπόλοιπα τρία τέταρτα του lineup του θρυλικού Leprosy επανενώνονται ως Massacre με τον Kam Lee και βγάζουν το From Beyond, έναν δίσκο που ούτε το ροζ χρώμα του εξώφυλλου κατάφερε να μετριάσει το πόσο αμείλικτα λυσσαλέος ήταν!
Οι Morbid Angel από την άλλη αποδεικνύουν ξανά γιατί ήταν ηγέτες της σκηνής στο Blessed Are the Sick, όπου οι ταχύτητες πέφτουν (τα blastbeats παραμένουν όμως!), οι κιθάρες ακούγονται (ελλείψει ακριβέστερης περιγραφής) διεστραμμένα μελωδικές μέσα στη δυσαρμονία τους και το αποτέλεσμα προκαλεί μια αίσθηση απειλής και αγωνίας στον ακροατή.
Στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Σουηδία, ο Nicke Andersson πιάνει και το μικρόφωνο μετά την προσωρινή αποχώρηση του LG και οι Entombed όχι απλώς δεν μένουν στο (καταπληκτικό) ντεμπούτο τους, αλλά πάνε σε κάτι ακόμη πιο σκοτεινό και επιβλητικό με το Clandestine! Ο αυθορμητισμός, η άγνοια κινδύνου και η έλλειψη καριερίστικης λογικής θα τους χαρακτήριζε και στη συνέχεια της πορείας τους.
Σε εντελώς άλλο, πιο εσωστρεφές ύφος, μια από τις κορυφές τους θα καταγράψουν και οι Tiamat στο The Astral Sleep, με τις ανατολίτικες κλίμακες του και τα συναφή! Κατευθυνόμενοι νοτιοδυτικά θα συναντήσουμε τους Pestilence οι οποίοι τάσσονται πλέον ανοιχτά υπέρ της τεχνοκρατικής προσέγγισης στο είδος με το Testimony Of The Ancients να καταξιώνεται σαν ένα από τα επιφανέστερα δείγματα του συγκεκριμένου ήχου
Μιας και βρισκόμαστε στα ακραία μονοπάτια, είναι επιβεβλημένο να σημειώσουμε ότι με το Arise οι Sepultura πετυχαίνουν το φαινομενικά ακατόρθωτο. Ανοίγοντας τον ήχο τους και προς την death metal κατεύθυνση – απόρροια ενδεχομένως της “αύρας” των Morrisound studios – δημιουργούν ένα album πιο ογκώδες, πιο τεχνικό, πιο τα πάντα όλα σε σχέση με το φοβερό Beneath the Remains που προηγήθηκε – και με ένα εξώφυλλο της επιλογής τους, επιτέλους!
Ανεπίτρεπτο είναι να ξεχάσουμε το Manic Impressions όπου οι ώριμοι πια Anacrusis άφησαν ελεύθερη την εφευρετικότητα τους, αδιαφορώντας χαρακτηριστικά για τα στεγανά μεταξύ των μουσικών ειδών. Έτσι, εδώ οι αχαλίνωτοι ρυθμοί εμπλέκονται με ακουστικά περάσματα, μελωδικά choruses και φυσικά τα πολύμορφα φωνητικά του αρχηγού Kenn Nardi που κυριολεκτικά περνάει όλα τα στάδια από τα ουρλιαχτά που “παγώνουν το αίμα” μέχρι τους υποβλητικούς ψιθύρους!
Στο πεδίο του αγαπημένου doom, δύο ντεμπούτα είναι που κλέβουν την παράσταση. Το Forest of Equilibrium των Cathedral (του πρώην τραγουδιστή των Napalm Death και του πρώην κιθαρίστα των Acid Reign!) είναι τόσο μονολιθικά συντριπτικό, ακόμη και συγκρινόμενο με την μετέπειτα δισκογραφία των ίδιων, ενώ εδώ ξεκινά και η συνεργασία με τον Dave Patchett του οποίου τα υπέροχα έργα θα συνεχίσουν να κοσμούν τα εξώφυλλα των δίσκων τους μέχρι το τέλος.
Στο Into the Depths of Sorrow, οι Τεξανοί Solitude Aeturnus επιδέξια και με βαθιά γνώση της έως τότε παράδοσης, συνθέτουν μεγαλοπρεπείς doom ύμνους που κινούνται ως επί το πλείστον σε αργούς ρυθμούς, με ήπια ακουστικά περάσματα αλλά και μια τάση να ξεσπούν ενίοτε σε καταιγιστικής ταχύτητας riffs, κρατώντας την πολυμορφία όπως και το ενδιαφέρον του ακροατή σε υψηλότατα επίπεδα!
Μιας και κάνουμε λόγο για πρώτα βήματα, στο δικό τους οι Skyclad δεν είχαν διαμορφώσει πλήρως την ταυτότητα με την οποία θα άφηναν ανεξίτηλο σημάδι στην δεκαετία, όμως το The Wayward Sons Of Mother Earth είναι ένας εκπληκτικός δίσκος, μπολιασμένος με thrash στοιχεία που εντείνουν την γοητεία του, ενώ η στιχουργική ευφράδεια του Walkyier ήταν ήδη σε πλήρη άνθηση - τίποτε λιγότερο από ένα κόσμημα για το metal!
Στο… φιλοπρόοδο σκέλος, το A Sense of Change των Sieges Even έχει απαράμιλλη ποιότητα, έχει ερμηνείες, έχει άποψη πάνω απ’ όλα.
Σε πιο παραδοσιακά… χωράφια, το Symbol of Salvation με συνθέσεις επί το πλείστον του τότε πρόσφατα εκλιπόντος Dave Prichard θεωρείται από πολλούς σαν το καλύτερο των Armored Saint, όμως στα early nineties αυτός ο ήχος δεν ήταν καθόλου του συρμού, είχαν χάσει και τον βασικό τους συνθέτη, οπότε το μέλλον τους διαγραφόταν δυσοίωνο.
Επειδή όμως το USPM ποτέ δεν πεθαίνει, το 1991 θα δει την επιστροφή των Titan Force με το Winner/Loser που μπορεί να μην πιάνει τις ιλιγγιώδεις κορυφές του πρώτου τους, αλλά παραμένει ένας σπουδαίος δίσκος, ενώ στο T.A.L.E.S. των Καναδών Zions Abyss βρίσκει την απόλυτη δικαίωση του το cliché που υποστηρίζει ότι αν είχε κυκλοφορήσει κάποια χρόνια νωρίτερα θα είχε πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση!
Τέλος, το Innuendo θα συγκινούσε ακόμη κι αν δεν ήταν το κύκνειο άσμα των Queen - η γνώση των όσων ακολούθησαν κάνει την φόρτιση έως και δυσβάσταχτη.