1997
The Best of the Rest
(25 in total)
Tier B
- Borknagar - The Olden Domain
Θα είχε φάση κάποια στιγμή να κάτσω να μετρήσω όλες τις δισκάρες στις οποίες έχει συμμετάσχει ο Garm-αρος, και μάλιστα σε πόσο μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Να, το '97 ας πούμε πρέπει να είμαστε στις 5-6 σε 2-3 χρόνια μες στο νερό. Ας είναι καλά βέβαια εν προκειμένω ο Brun και το συνθετικό ρεσιτάλ του με τους Borknagar, όπου ακριβώς έναν χρόνο μετά το ομώνυμο ντεμπούτο, στο Olden Domain εξακολουθεί να φτύνει χορταστικές ριφάρες και μελωδιάρες, με black αφετηρία μεν αλλά και μπόλικο μπρίο, απορροφώντας σαν σφουγγάρι “αρώματα” folk, prog κ.ο.κ., και αξιοποιώντας και τα χαμαιλεοντικά φωνητικά του Garm, για τελευταία φορά σε ρόλο lead vocalist - not to worry though, έρχεται εξίσου επικός αντικαταστάτης.
- Cauldron Born - Born of the Cauldron
Για κάποιο λόγο οι περισσότερες μπάντες με sword ‘n’ sorcery θεματολογία - και ανάλογη μουσική - αποφεύγουν να παίξουν πραγματικά τεχνικά. Οι κακεντρεχείς σίγουρα θα πουν ότι είναι επειδή δεν μπορούν, εγώ όμως που είμαι πιο ευνοϊκά διακείμενος πιθανολογώ πως ο λόγος είναι διαφορετικός και έχει να κάνει με το ότι αγχώνονται μην “αλλοιωθεί” το επικό feeling που επιδιώκουν στις συνθέσεις τους. Ευτυχώς υπάρχουν και μπάντες που δεν κωλώνουν μπροστά σ’ αυτό. Όπως οι Cauldron Born. To (κατά κάποιο τρόπο) ομώνυμο άλμπουμ τους είναι η αποθέωση του επικότροπου και την ίδια ώρα εγκεφαλικού power metal, που στα 90s ο κόσμος σχεδόν ξέχασε ότι υπήρχε. Αλλά ευτυχώς δεν είχε πάει πουθενά. Απλά είχε χωθεί (very deep) underground.
Για να είμαι ειλικρινής, είμαι κι εγώ απ’ αυτούς που (έχοντας ήδη ακούσει τα προηγούμενα) η αντίδρασή τους στο Flow ήταν τύπου “…τι συνέβη; Γιατί είναι έτσι χαρωπό;”. Η δε εξέλιξη της ιστορίας είναι λίγο anticlimactic: Ο δίσκος μεγάλωσε μεν αρκετά μέσα μου αλλά όχι τόοοοσο που να το τοποθετώ στην κορυφή των Conception προτιμήσεών μου. In fact, μάλλον το έχω ως το λιγότερο αγαπημένο μου από τους δίσκους της πρώτης περιόδου τους. Όλα αυτά βέβαια είναι σχετικά: “Υποδεέστερος” δίσκος Conception παραμένει ανώτερος του 99% του progressive metal, του power metal κ.λπ. Ό,τι και να γίνει, ο Ρόι, ο Τόρε και οι υπόλοιποι είναι τόσο ταλαντούχοι που δεν σε αφήνουν παραπονεμένο.
Εμάς τους επικάδες συνήθως μας λένε κολλημένους τύπους. Ισχύει και δεν ισχύει: Ισχύει, γιατί ο πολυμήχανος Chris Black ποτέ δεν έγινε μαζικά αποδεκτός στον χώρο για τα συνθετικά του κατορθώματα. Και δεν ισχύει, γιατί και ο ίδιος είναι επικάς αλλά παίζει να μην ξέρει καν το νόημα της λέξης “στεγανό”. Στο πρώτο full-length των Dawnbringer ξεκινάει από black metal αφετηρία αλλά δεν αργεί να αποκαλύψει πού βρίσκεται η καρδιά του, με μεγαλειώδη κομμάτια που σε κάνουν να ψάχνεις για εκείνη τη σπάθα. Και για όσους παρέμεναν σκεπτικοί, το κάνει πενηνταράκια με εκείνο το medley όπου διασκευάζει Omen! Convinced yet? Doesn’t matter. There’s more Dawnbringer epic metal goodness to come.
- Gates of Ishtar - The Dawn of Flames
Συμβαίνει καμιά φορά να βγαίνει ένα συγκρότημα που ακολουθεί κατά πόδας τα χνάρια ενός άλλου πολύ πιο γνωστού και καθιερωμένου, αλλά αντί να στραβώνεις και να γυρνάς την πλάτη, να γουστάρεις και να αναφωνείς “επιτέλους, μπορούν κι άλλοι!”. Στο The Dawn of Flames των Σουηδών Gates of Ishtar όλα φωνάζουν At the Gates, από τις κιθάρες και τα φωνητικά μέχρι και το “Erlandsson beat” που ο ντράμερ έχει το θράσος να αναπαράγει, και το κάνει στην εντέλεια. Κάμποσα χρόνια πριν επέλθει η δύση του melodeath φαινομένου για να δώσει τη σκυτάλη στην άλλη, πολύ πιο μαζική (αλλά και πολύ πιο απεχθή) σπορά των θρύλων του Γκέτεμποργκ, οι GoI καταθέτουν μια πληθωρική δισκάρα για όλους όσοι γουστάρουν μελωδική καφρίλα.
- The Gathering - Nighttime Birds
Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν… Το '97 λοιπόν γράφτηκε ο επίλογος του σύντομου αλλά τόσο υπέροχου αυτού σταδίου της πορείας των Gathering κατά το οποίο εξερεύνησαν εκείνο το ημίφως μεταξύ της πιο σκοτεινής και της πιο λαμπερής πλευράς του ατμοσφαιρικού μέταλ, με οδηγό τη θεά Anneke στα φωνητικά. Μετά το Nighttime Birds θα έβγαζαν μεν κι άλλους ποιοτικούς δίσκους, δεν αντιλέγω, τίποτα όμως δεν θα ήταν πια το ίδιο. Μέχρι λοιπόν να μπουν για τα καλά στη ζωή τους οι Radiohead, οι Massive Attack, οι Portishead και όλοι αυτοί, και να έρθει εκείνος ο ήλιος, για μια τελευταία φορά βαδίζω μέσα στο λευκό φως του χιονιού / και το σπάω με τη σκιά μου / η οποία μου λέει πού πάω. Στα πόδια σας, μαντάμ…
Αν υπάρχουν δύο δίσκοι σ’ αυτή τη λίστα που μάλλον αδικούνται από το ότι βρίσκονται σ’ αυτές τις θέσεις, και όχι στο αμέσως επόμενο tier, ο ένας είναι σίγουρα το Nemesis. Οι Grip Inc. δεν λειτουργούν τόσο ως συγκρότημα όσο ως στρατός εν κινήσει: Από τη στιγμή που πατήσαμε / κατακτήσαμε το τάδε κάστρο, δεν καθόμαστε εκεί να χάνουμε τον καιρό μας, συνεχίζουμε την προέλαση και πάμε να πάρουμε το επόμενο. Διαφορετική λοιπόν η γεύση εδώ σε σχέση με το ντεμπούτο, αλλά τα πάντα ούτως ή άλλως φωνάζουν “Grip Inc.”, απλά με ακόμα περισσότερο γκρουβ και ένταση. Για την τριάδα Γκας / Ντέιβ / Βάλντεμαρ γράφτηκε εδώ μια φορά κι έναν καιρό ότι είναι από τις πιο πωρωτικές ομάδες σε όλο το μέταλ. Και δεν θα διαφωνήσω καθόλου.
…και ο άλλος δίσκος σ’ αυτή τη λίστα ο οποίος αδικείται από το ότι βρίσκεται σ’ αυτό το tier, και όχι στο αμέσως επόμενο, είναι το Omnio. Οι In the Woods… εξακολουθούν να αντιστέκονται πεισματικά σε κάθε ευκολία που ενδεχομένως τους ζήταγαν όσοι άκουσαν το Heart of the Ages και ένιωσαν να τους αγγίζει. Δεν ζητάνε την προσοχή σου, την επιβάλλουν, με μια προσέγγιση καθαρά αντιεμπορική αλλά πέρα για πέρα αυθεντική. Το black metal στοιχείο υποχωρεί ακόμα περισσότερο για να ενισχυθεί η Floyd-ική ενδοσκόπηση, χωρίς όμως την ασάφεια που συχνά αυτή συνεπάγεται, με αποτέλεσμα επτά αργόσυρτους, συγκινητικούς ύμνους (σε τρία μέρη ο ομότιτλος) που σφραγίζονται από τις υπέροχες ερμηνείες του Jan και της Synne.
- Jag Panzer - The Fourth Judgement
Ένα από τα γεγονότα της χρονιάς στον χώρο του heavy/power (αλλά και γενικότερα as far as I’m concerned) ήταν σίγουρα η μεγάλη επιστροφή των Jag Panzer μετά από δεκαετία και βάλε (Dissident what? I know not what you speak of). Με το The Fourth Judgement έκαναν ακριβώς ό,τι είχαν κάνει με το ιστορικό Ample Destruction, δηλαδή τοποθετήθηκαν κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του heavy/power. Το νέο, επικαιροποιημένο τους πρόσωπο διατηρεί όλη την ενέργεια που αγαπάει ο οπαδός του είδους ανεξαρτήτως εποχής, παράλληλα εισάγοντας σε λελογισμένη κλίμακα καινούργια στοιχεία, καινοτομίες και πινελιές που σίγουρα δεν θα πέρναγαν το ‘84, και εγκαινιάζοντας μια λαμπρή γι’ αυτούς εποχή που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.
- Rotting Christ - A Dead Poem
Αυτό που βρισκόταν υπό επεξεργασία στο Triarchy… εδώ μοιάζει να σχηματοποιείται, και πλέον αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο μία ταμπέλα για να περιγράψει τους Rotting Christ, αυτή είναι περισσότερο το gothic παρά το black. Ακόμα κι αν ισχύει αυτό, όμως, μιλάμε ίσως για τον πιο κιθαριστικό, τον πιο μεταλλικό gothic δίσκο που γράφτηκε ποτέ. Το έχω πει ήδη αλλά θα το ξαναπώ, ο Σάκης στα 90s ήταν άχαστη εγγύηση. Όπου κι αν έτεινε ως μουσική κατεύθυνση, πάντα φρόντιζε να σου δίνει τα καλύτερα ριφ, τις καλύτερες μελωδίες, τα καλύτερα κομμάτια. Ειδική μνεία στο επικό κλείσιμο με Between Times και Ira Incensus, όπου επιστρέφουμε σε πιο “τριαρχικές” καταστάσεις και πανηγυρίζουμε δεόντως γι’ αυτό.
- Savatage - The Wake of Magellan
Πριν καμιά δεκαετία ο Jon σε μια συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι οι Savatage ουσιαστικά πέθαναν μαζί με τον Criss. Καλό αφήγημα αλλά δεν πείθομαι: Έχω την αίσθηση ότι ήταν κάτι που έλεγε στον εαυτό του ως δικαιολογία για το ότι ήταν με τους Trans-Siberian Orchestra (αρχής γενομένης από το ‘96, δηλαδή αμέσως μετά το Dead Winter Dead) που έφτασε επιτέλους στην επιτυχία την οποία κυνηγούσε επί δεκαετίες (δεν τον κατακρίνω γι’ αυτό). Καλώς ή κακώς, λοιπόν, τo ‘97 - έστω κι αν ακόμα δεν το ήξεραν όλοι - είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτό το αγαπημένο συγκρότημα. Το πρώτο “αντίο” ήταν το Wake of Magellan, τελευταίος δίσκος και με τον Zak άλλωστε, και ήταν αντάξιο “αντίο”, μέχρι το οριστικό λίγα χρόνια μετά.
- Skyclad - The Answer Machine?
Όπως έχει αναφερθεί ήδη, το '97 κάτι έμοιαζε να έχει αλλάξει πια στους Skyclad. Η γνήσια οργή ενός Prince of the Poverty Line, π.χ., έχει παραχωρήσει τη θέση της σε ένα σαφώς πιο στωικό vibe, κάτι που αποτυπώνεται και στο The Answer Machine? Μας χαλάει όμως αυτό; Σιγά μη μας χάλαγε. Ούτως ή άλλως η μουσική πηγή από την οποία αντλούν έμπνευση είναι πρακτικά αστείρευτη, η δε κλάση των Skyclad εγγυάται και πάλι τη μετουσίωση όλου αυτού του folk πλούτου σε τραγουδάρες. Και επειδή αναφορά σε δίσκο Skyclad χωρίς τεμενάδες στην ιδιοφυία του Walkyier δεν γίνεται, να εκθειάσω εντελώς ενδεικτικά το Troublesometimes (Trouble sometimes? Troublesome times? Θρήνος για την τραγωδία της πρώην Γιουγκοσλαβίας;).
- Solefald - The Linear Scaffold
Σε μια συζήτηση που είχαμε μια φορά με τον @Chaos περί τρελαμένων Νορβηγών, καταλήξαμε βασικά στο ίδιο συμπέρασμα (“hail Norway!”) αλλά μέσα από διαφορετικές οδούς, ή, αν προτιμάτε, με διαφορετικά οχήματα: Εκείνος επικαλέστηκε τους Enslaved, εγώ τους Solefald. Λίγες οι ομοιότητες βέβαια αλλά κοινή συνισταμένη αυτή η αίσθηση ότι κάτι πίνουν εκεί πάνω και φτιάχνουν ίσως το πιο συναρπαστικό μέταλ, βγάζουν ένα vibe ελευθερίας έκφρασης που δεν έχει το ταίρι του. Και η εν λόγω αίσθηση γίνεται ακόμα πιο ψαρωτική στη σκέψη ότι αφενός τούτοι δω αυτό που ήθελαν να κάνουν το πέτυχαν με την πρώτη, αφετέρου ήταν (και είναι) δυο νοματαίοι όλοι κι όλοι. Welcome, Cornelius και Lazare, περιμένουμε τα καλύτερα εφεξής.
- Theory in Practice - Third Eye Function
Αν αρέσκεστε κι εσείς να τριγυρνάτε στα μέταλ αρκάιβς, ακολουθώντας τα μουσικά χνάρια μελών αγαπημένων συγκροτημάτων, σίγουρα έχετε νιώσει τον ενθουσιασμό μιας ανακάλυψης/αποκάλυψης. Κάπως έτσι έμαθα κάποια στιγμή ότι ο Peter Sjöberg, που μου είχε πετάξει τα μάτια όξω στο Lurking Fear των θεών Mekong Delta (θα τα πούμε εν καιρώ), παλιότερα έπαιζε κιθάρα και σε μια μπάντα τεχνικού death metal από το Gävleborg της Σουηδίας (το αναφέρω για προφανείς λόγους). Όταν άκουσα δε τους Theory in Practice και τα απίθανα πράγματα που έκαναν ήδη απ’ αυτό εδώ το ντεμπούτο, σαν ο Αντρές Σεγόβια να έφτιαξε ένα death metal project (!), εκεί πια έκανα τούμπες. Και σε δυο βδομάδες από τώρα έρχεται ακόμα μεγαλύτερη αποθέωση…
- Threshold - Extinct Instict
Μετά από διάλειμμα ενός δίσκου (του πολύ δυνατού Psychedelicatessen, που δυστυχώς δεν χώρεσε στη λίστα μου για το '94) το παζλ στην κορυφαία βρετανική progressive metal μπάντα ξαναγίνεται πλήρες, με την επιστροφή του τεράστιου Damian Wilson, μιας φωνής που δεν χορταίνω να ακούω και ούτε φυσικά να την εκθειάζω. Alas, και η δεύτερη αυτή συνύπαρξη/συνεργασία αποδείχθηκε βραχύβια… Καθίστε μωρέ εκεί όπως είστε… Τέλος πάντων, ό,τι μπορώ από το σωστό Threshold line up θα το πάρω και θα πω κι ένα τραγούδι. Ό,τι ακριβώς είχαν κάνει στο Wounded Land το κάνουν και στο Extinct Instict, δηλαδή μέταλ έντονα συγκινησιακό, τεχνικό αλλά ουσιώδες και - φυσικά - για άλλη μια φορά με ερμηνείες από άλλο πλανήτη.
Και Phobos και Tromos και ό,τι θες… Πιάνοντας το νήμα από το εξαιρετικό Negatron, οι Voivod φτιάχνουν το ‘97 ακόμα καλύτερο δίσκο, όπου ο αειθαλής Piggy για πολλοστή φορά δίνει ρέστα εναλλάσσοντας διαστημικές/ψυχεδελικές πενιές με τα γνωστά του δυσαρμονικά ριφ, πιο βαριά κι απ’ την Κόλαση, και οι υπόλοιποι στέκονται στο ύψος τους συμβάλλοντας στο στήσιμο του νέου εφιαλτικού Voivod-ικού πονήματος. Special credit στον Eric Forrest και τα άψογα “γδαρμένα” φωνητικά του, που επιμένω ότι ήταν γάντι με το συγκρότημα και προσωπικά ήθελα κι άλλους δίσκους μ’ αυτόν. Βέβαια οι οπαδοί ήθελαν επιστροφή του Snake, όπως και έγινε, αλλά έπρεπε να μεσολαβήσουν λίγα χρόνια ακόμα και μια αποχώρηση - σοκ από κάποιους άλλους…
Tier A
- Domine - Champion Eternal
Οι Τοσκανέζοι μπορεί γενικά να θεωρείται ότι ανήκουν στον χώρο του ευρωπαϊκού power metal, όμως το ξεκίνημά τους ήταν εντελώς διαφορετικό. Στο Champion Eternal ήταν μια γνήσια μπάντα επικού, βαρβαρικού μέταλ, βγαλμένου από τις ένδοξες μέρες των Manowar και των Manilla Road. Μάλιστα συνέβαλαν τα μέγιστα στο να επανέλθει στο προσκήνιο αυτός ο ήχος… και τότε τους ήρθε η φαεινή ιδέα να κάνουν στροφή προς πιο europower καταστάσεις, ακριβώς δηλαδή την εποχή που το europower άρχισε σταδιακά να υποχωρεί έναντι του αγνού ατσαλιού που οι ίδιοι είχαν αναζωογονήσει! Ο θεός και η ψυχή τους… Anyway, αυτός ο πρώτος δίσκος μέχρι και σήμερα αποδεικνύεται αρκετός για να λατρεύονται παθολογικά από την true metal σκηνή, και όποιος το ακούσει καταλαβαίνει γιατί. Μεγαλειώδεις συνθέσεις απ’ την αρχή μέχρι το τέλος και κάτω τα χέρια απ’ τον Moby ρε συκοφάντες, ο άνθρωπος είχε φωνάρα από πάντα, ακούτε;!
- Emperor - Anthems to the Welkin at Dusk
Καταρχάς ένα μεγάλο ευχαριστώ στους αγαπητούς συμφορουμίτες που έχουν αναφέρει τόσες φορές μέχρι τώρα στο παιχνίδι τη λέξη “Burzum” - με έχετε βοηθήσει να τιμώ τους Emperor χωρίς τύψεις. Και έχει έρθει η ώρα για το πιο ενθουσιώδες appreciation - καθότι για σχεδόν κάθε άλλη μπάντα θα ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο να παράξει ένα έστω αξιοπρεπές follow-up σε μια τόσο υπερβατική δισκάρα όπως το In the Nightside Eclipse. Όχι για τους Αυτοκράτορες του symphonic / majestic black metal. Εκείνοι πήγαν και το ξεπέρασαν! Ναι, θεωρώ το Anthems to the Welkin at Dusk ακόμα πιο αριστουργηματικό άλμπουμ από τον προκάτοχό του, με μια ατμόσφαιρα που με στοιχειώνει κάθε φορά που το βάζω να παίξει. Ένα rollercoaster συναισθημάτων και συγκινήσεων - δέος, πώρωση, τρόμος, μελαγχολία, εξύψωση, όλα μέσα στο χαρμάνι και το αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο επικά, καθηλωτικά πράγματα που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ στο bm.
- Megadeth - Cryptic Writings
Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν - part 2. Ο τέταρτος δίσκος της εμβληματικής τετράδας Mustaine / Friedman / Ellefson / Menza έμελλε να είναι ο τελευταίος κλασικός τους, καθώς ο MegaDave κάτι δεν είχε καταλάβει και πολύ καλά, και συγκεκριμένα ότι ο λαός των Megadeth ήταν μεν λιγότερο πολυπληθής από των άλλων αλλά πιο συνειδητοποιημένος και απαιτητικός, περίμενε πράγματα, δεν ήταν διατεθειμένος να καταπιεί ό,τι παπαριά θα του σερβίριζαν. Πριν τη μεγάλη πατάτα, λοιπόν, η τελευταία φορά που η προσφορά ανταποκρίθηκε στο ύψος του πήχη ήταν στο Cryptic Writings. Έναν δίσκο κλασικού Mustaine-ικού μέταλ με thrash απόηχους, οργή, μελαγχολία, ριφάρες, σολάρες, όλα αυτά που αγαπήσαμε στους Megadeth και δεν έχουν μείνει και πολλοί τρόποι να εκφραστεί η λατρεία προς αυτά. Κρατάμε λοιπόν ύμνους όπως το ομότιτλο, το Secret Place, το She-Wolf κ.λπ. και περιμένουμε τη Δευτέρα Παρουσία.
- Pain of Salvation - Entropia
Μέχρι να χαθούν οι δρόμοι μας με των PoS, εκεί προς τα τέλη των 00s, ήταν και από τα δικά μου αγαπημένα συγκροτήματα, το δε Entropia ο δίσκος τους που με ψάρωνε περισσότερο και στην κορυφή των προτιμήσεών μου, αφαιρώντας παραμέτρους καθαρά προσωπικής σχέσης (θα εξηγηθώ πιο μετά στο παιχνίδι). Το εντυπωσιακό με τούτο δω είναι ότι αφενός αποτελεί εκείνη τη δουλειά τους με τη μεγαλύτερη σχέση με το υπόλοιπο progmetal της εποχής και την ας πούμε μαξιμαλιστική αντίληψη περί του είδους, αφετέρου δε αυτή η σχέση και πάλι αποδεικνύεται μικρή, καθώς οι PoS αναπτύσσουν με το καλημέρα ένα εντελώς δικό τους ύφος, που το υπηρέτησαν καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία (για τα πιο πρόσφατα δεν έχω άποψη). Όσο για highlights, ο καθένας βλέπω έχει τα δικά του - ας ρίξω λοιπόν κι εγώ ένα Revival, με τις πραγματικά ανατριχιαστικές του μελωδίες, και ένα Oblivion Ocean να σε πιάνουν τα ζουμιά στο διηνεκές…
Γενικά Radiohead δεν ακούω. Να 'μαστε ξηγημένοι! Αυτό όμως δεν έχει σημασία όταν μιλάμε για ένα άλμπουμ τόσο iconic. Να 'ναι καλά βασικά εκείνος ο καθηγητής μου, που μεταξύ ιδιαίτερων σε Αρχαία και λοιπά θεωρητικοτέτοια στο Λύκειο, μου έκανε και μαθήματα διεύρυνσης μουσικών οριζόντων (με μερική έστω επιτυχία ). Αφού λοιπόν μου έμαθε τους Led Zeppelin - κάτι για το οποίο θα του είμαι αιώνια ευγνώμων - είπε να μου ανοίξει τα μάτια (ή μάλλον τα αυτιά) και με κάτι πιο μονδέρνο, και διάλεξε τούτο δω. Ψέματα μην πω: Η βραδυφλεγής μελαγχολία που διαποτίζει το μεγαλύτερο μέρος του OK Computer ήταν ζόρικη κατάσταση για έναν νεόκοπο έφηβο μεταλλά. Ευτυχώς όμως υπήρχαν και πιο ΡΟΚ στιγμές, όπως το Electioneering, από κάπου να πιαστώ για να εξοικειωθώ σιγά σιγά και με τον υπόλοιπο δίσκο. Μέχρι που έγινε το “κλικ” και ορκίστηκα αιώνια πίστη - όχι στους Radiohead γενικά, στο OK Computer όμως σίγουρα.
- Septic Flesh - Ophidian Wheel
Το Μέλλον Ανήκει Στους Γενναίους, αναφωνούσαν το '97 οι Septic Flesh και αν μη τι άλλο είναι ιντριγκαδόρικη όχι μόνο η ίδια η θέση που μπήκε ο πήχης αλλά και η περί αυτού αντίληψη του συγκροτήματος, με την αρχαιοπρεπή αισθητική που προσέδιδε στο ατμοσφαιρικό death metal. Ο πήχης όμως ξεπεράστηκε και με χαρακτηριστική άνεση, εγκαινιάζοντας μια εξαετία κατά την οποία οι Septic Flesh έβγαλαν τις καλύτερες δουλειές τους, για μένα. Οι ενορχηστρώσεις είναι πλούσιες αλλά ακόμα όχι αβάσταχτα βαρύγδουπες, με τις Mackintosh-ικές lead παρεμβολές να παρέχουν τις απαραίτητες ανάσες πριν να αρχίσει η επόμενη εμβατηριακή ultra-heavy επίθεση και, φυσικά, στο μείγμα να προστίθεται ένα στοιχείο που πραγματικά έκανε τη διαφορά τότε: Η μαγευτική φωνή της Ναταλίας Ρασούλη, εύθραυστη και την ίδια στιγμή πανίσχυρη, αγέρωχη, η προσωποποίηση της γενέτειρας του πατέρα της. Τον επόμενο χρόνο θα ερχόταν και το πρώτο “hit”!
- Spastic Ink - Ink Complete
Ο καθένας έχει το δικό του “gold standard” στον τομέα του ακραία τεχνικού παιξίματος - για μένα είναι το Ink Complete, o μοναδικός instrumental δίσκος που θα έπαιρνα μαζί μου στο proverbial ερημονήσι (αν βρίσκαμε λύση στο πρόβλημα της ηλεκτρικής ενέργειας - ίσως αν φέρναμε και κάνα δισ. φορτισμένα power banks; A bit counterintuitive…), ένας απερίγραπτος Watchtower-ικός παροξυσμός. O Ron Jarzombek αναδεικνύεται στον απόλυτο guitar hero, ο αδερφός του ο Bobby στα ντραμς μάς αποκαλύπτει ότι είναι κι αυτός του ίδιου επιπέδου, ενώ η μεγάλη έκπληξη είναι ο τρίτος της τεξανής παρέας, ο Pete Perez, που παρότι μέχρι τότε είχε παίξει μόνο σε κάτι δίσκους Riot, στέκεται στο ύψος των Jarzombek και φτιάχνει αδιανόητα πράγματα στο μπάσο. Και το τρίο να παίζει τα πάντα, από soundtrack transcriptions αρχαίων animations μέχρι Bach-ικές counterpoint ασκήσεις. Δεν υπάρχουν αυτά που γίνονται εδώ λέμε…
- Ulver - Nattens Madrigal (Aatte Hymne til Ulven i Manden)
Το πιο απρόβλεπτο συγκρότημα των 90s ξαναχτυπά. Μετά το σοκ της διαδοχής του Bergtatt με την εξ ολοκλήρου ακουστική folk του Kveldssanger (!), έρχεται τώρα νέα στροφή 180 μοιρών. Αυτή τη φορά το μενού έχει το πιο ασυμβίβαστο, κατακλυσμιαίο black metal που έπαιξαν ποτέ οι Ulver και ω θεοί, το δέος που προκαλεί αυτός ο δίσκος, το Nattens Madrigal, με λίγα πράγματα απ’ όσα έχω ακούσει από bm μπορεί να συγκριθεί. “Ηχογραφημένο στα δάση της Νορβηγίας” έλεγε η καμπάνια της Century Media (κάτι τέτοιες μαλακίες έκαναν τον Garm να ξενερώσει και να εγκαταλείψει πλήρως το black metal, τέλος πάντων…) και ακούγοντάς το θες να ορκιστείς ότι ναι, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα. Μια ασταμάτητη, ανελέητη 44λεπτη ηχητική επίθεση στα αυτιά, στο μυαλό και στην καρδιά, με μια ιδιαίτερα μελαγχολική μελωδικότητα όμως πανταχού παρούσα. Μάλλον στη δεκάδα των αγαπημένων μου black metal δίσκων.
Και εξώφυλλο της χρονιάς.
- Windwalker - The Dance of the Elves
Εδώ κι αν απαιτούνται εξηγήσεις. Οι πιο μυημένοι στο επικό doom πιθανότατα ξέρουν τους Σουηδούς Isole, και έστω κάποιοι θα έχουν ακουστά ότι της ίδρυσης αυτών είχαν προηγηθεί διάφορα obscure συγκροτήματα με τη συμμετοχή κάποιων από τα μέλη τους, το πιο χαρακτηριστικό από τα οποία ήταν οι Windwalker (κι αυτοί από το Gävle, τυχαία το αναφέρω και πάλι). Αυτό που ίσως οι περισσότεροι δεν ξέρουν είναι ότι το Dance of the Elves είναι ένας από τους πιο ειλικρινείς και κατανυκτικούς φόρους τιμής που έχουν αποτιθεί ποτέ στους επικούς Bathory, με άλλα λόγια εδώ έχουμε μια μυσταγωγία αργόσυρτου, λυρικού, εξυψωτικού μέταλ με τις απαραίτητες κάφρικες/bm παρεμβολές και ουράνιες μελωδίες σε κάθε γωνιά. Να το κάνω ακόμα πιο σαφές: Έχουμε να κάνουμε με τον προπομπό των όσων θα έκαναν από την επόμενη δεκαετία και μετά οι Ereb Altor - οπότε όσοι τους προσκυνάτε, ξέρετε τι να κάνετε.
Top 5
NUMBER FIVE
..........
Το 1997 μπορεί να χαρακτηριστεί σημαδιακή χρονιά για το heavy metal: Μετά από χρόνια ανυποληψίας, έχουμε στο ίδιο έτος όχι μία αλλά δύο δισκάρες λιγότερο ή περισσότερο παραδοσιακού ατσαλιού, που έβγαλαν το είδος από το τέλμα και σε μεγάλο βαθμό άνοιξαν τον δρόμο για τις διάφορες αναβιώσεις των επόμενων δεκαετιών. Η μία είναι το Unleash the Beast των Saxon, οι οποίοι βέβαια είχαν επανακάμψει από την αρχή της δεκαετίας, με αξιολογότατους δίσκους όπως Solid Ball of Rock, Forever Free και Dogs of War, με το Unleash… όμως ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και έβγαλαν ένα άλμπουμ που δεν είναι απλά το καλύτερό τους από τα 90s και δώθε, αλλά κατά τη γνώμη μου διεκδικεί στα ίσα και τον τίτλο του κορυφαίου της καριέρας τους! Ναι, όσο ιεροσυλία κι αν ακούγεται το να συγκρίνεις έναν - οποιονδήποτε - 90s δίσκο με κάτι Denim and Leather, Strong Arm of the Law κ.λπ., για μένα δεν υστερεί σε τίποτα. Ο νεοφερμένος Σκάρατ αποδεικνύεται το κομμάτι που χρειαζόταν για τη συμπλήρωση του παζλ, συνθέτοντας φοβερό δίδυμο με τον αγέραστο Π. Κουίν, ο άλλος αγέραστος ο Μπιφ είναι στη φόρμα της ζωής του, στα ρυθμικά Νάιτζελ και Νιμπς δίνουν ρεσιτάλ, τι άλλο θες από τη ζωή σου; Κομματάρες, έτσι; Πάρε λοιπόν και ομότιτλο, πάρε και Circle of Light, και Bloodletter, και για να μην πω όλη την tracklist θα κλείσω με το α-κα-τα-μά-χη-το “σπιντάτο γκρουβ” (© Saxon) του All Hell Breaking Loose. Και τώρα μανάρια φυλάξτε τα κεφάλια σας, γιατί το Θηρίο έχει Ξαμοληθεί και θα βρέχει δισκάρες κάθε δύο άντε τρία χρόνια!
NUMBER FOUR
..........
Και, φυσικά, η άλλη μεγάλη δισκάρα του '97 που αποστόμωσε όσους βιάστηκαν να γράψουν τον επικήδειο του heavy metal είναι το Accident of Birth του Bruce Dickinson. Αφού διαπίστωσε ότι με μοδάτες εναλλακτικούρες δεν το 'χε και πολύ, ο Μπρους πήρε τη μεγάλη back-to-the-roots απόφαση, πήρε ένα τηλέφωνο, “έλα Έιντριαν λέω να τους δείξω how it’s done, κόπιασε κι εσύ να βγάλουμε γούστα”, “ω πολύ ευχαρίστως Μπρούσι μπόι, τσακίζομαι κι έρχομαι”, έσκασε μύτη κι ο Ρόι να καθοδηγήσει το εγχείρημα και το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που ηχεί κλασικό και ταυτόχρονα ούτε στο ελάχιστο παλιομοδίτικο (εδώ κολλάει το “λιγότερο” που λέω πιο πάνω). Το μπάσιμο με τις εντελώς 90s κιθάρες του Freak σε μπερδεύει στιγμιαία, αλλά πολύ γρήγορα συνειδητοποιείς ότι εδώ το βασικό στίγμα είναι εκείνος ο τόσο γνώριμος συνδυασμός δύναμης και μελωδίας που έχεις συνδέσει με το όνομα Dickinson, σκας πλατύ χαμόγελο και η συνέχεια δεν είναι τίποτα λιγότερο από απολαυστική. Χτυπιέσαι μέχρι τελικής πτώσης με το κλασικό πλέον Darkside of Aquarius, τραγουδάς με πάθος τη δισολία του I Want Out - εεε σόρι το ρεφρέν του Road to Hell ήθελα να πω, σφίγγεις τη γροθιά στο θεϊκό Omega, σηκώνεις ψηλά τον αναπτήρα χωρίς τύψεις στο Man of Sorrows και στο Arc of Space, και - εννοείται ότι θα το άφηνα για το τέλος - εκστασιάζεσαι, ταξιδεύεις, κλαις με μαύρο δάκρυ, όλα μαζί, με το κορυφαίο κομμάτι στη σόλο δισκογραφία του Μπρους: Our skeletons rise through the veil of blood / Who summons us now from our graves? We are the dead! The shriek of death in your eyes / The hawklord and the beast enter your room / The wraiths of night caress and whisper softly now: We are the dead / They bear your life away / They’ve torn your heart in two / They’ve taken the queen…
NUMBER THREE
..........
Όπως σίγουρα θα έχει γίνει κατανητό μέχρι τώρα, είμαστε κάμποσοι που μας έχει σημαδέψει τόσο βαθιά η επική πλευρά των Bathory (η “viking metal” πλευρά τους αν επιμένετε) ώστε κάνουμε “κρα” να βρούμε ό,τι μπορεί να υπάρχει εκεί έξω το οποίο να περιέχει έστω λίγη από τη μαγεία του Quorthon. Κατά την ταπεινή μου άποψη, λοιπόν, αν υπάρχει ένα συγκρότημα, ένα άλμπουμ που έχει πλησιάσει περισσότερο από κάθε άλλο στο να αναπαράγει το Bathory-ικό μεγαλείο, είναι οι Scald με το Will of the Gods is Great Power. Δεν έχουμε τίποτα κλώνους εδώ, καμία σχέση, απλά αυτοί οι Ρώσοι - δεν ξέρω πώς το πέτυχαν - έφτιαξαν ένα έργο που θαρρείς καλύπτεται από ένα πέπλο ομίχλης και σε μεταφέρει νοερά πολύ πίσω, στους χρόνους του Μεσαίωνα με τους πολεμοχαρείς βόρειους θαλασσοπόρους να τρομοκρατούν την Ευρώπη. Βοηθάει και η ιδιαίτερη παραγωγή, σίγουρα, το βασικό όμως είναι αυτό το απόκοσμο feeling, αυτή η αίσθηση απειλής, κινδύνου, η οποία συνοδεύεται από υμνικά μέρη τόσο έντονα, τόσο συναισθηματικά φορτισμένα, που νιώθεις ότι είναι από τις λίγες φορές που κάτι τόσο όμορφο μπορεί ταυτόχρονα να είναι τόσο αβάσταχτο, τόσο πνιγηρό μέσα στη λάμψη του. 6 κομμάτια όλα κι όλα, 55 λεπτά, ούτε μισό δευτερόλεπτο περιττό, κάθε νότα σε έχει να κρατάς την ανάσα σου και να περιμένεις την επόμενη ηχητική ζωγραφιά, την επόμενη ψυχική αγαλλίαση. 6 ύμνοι υψηλής αισθητικής, σπάνιου κάλλους, από το Night Sky στο Eternal Stone, από το Ragnaradi Eve στο Sepulchral Bonfire και από το A Tumulus στο απόλυτο αποκορύφωμα, τον επίλογο (στην έκδοση που έχω, δεν ξέρω για σας) με το In the Open Sea, το οποίο σφραγίζει η βαλχαλίσια φωνή του τόσο πρόωρα και άδικα χαμένου Μαξίμ Αντριάνοφ aka Agyl, με τις πιο συνταρακτικές κραυγές που έχουν ακουστεί στην ιστορία της μουσικής.
NUMBER TWO
..........
Κι όμως, το μαγευτικό Aspera Hiems Symfonia, ο ωραιότερος black metal δίσκος που ηχογραφήθηκε ποτέ, για τους ίδιους τους Arcturus απ’ ό,τι φαίνεται ήταν ασφυκτικά περιοριστικός από άποψης μουσικής κατεύθυνσης, έπρεπε να τον υπερβούν, να ανοίξουν ακόμα περισσότερο το εύρος των στοιχείων που θα συνέθεταν τη μουσική τους. Ή μπορεί να ήταν και το άλλο, ότι ξέρω γω το black metal στην προηγούμενη μορφή του το τερματίσαμε, τώρα ας το αποδομήσουμε κι ας το ξαναπλάσουμε από την αρχή. Ό,τι απ’ τα δύο κι αν ήταν, το βέβαιο είναι ότι το όραμα που πήρε σάρκα και οστά στο La Masquerade Infernale δεν επαναλήφθηκε, ούτε από τους Arcturus ούτε βέβαια από καμία άλλη μπάντα. Αυτή η απίθανη σύλληψη της διαμόρφωσης του Κακού ως της τραγωδίας του Απολεσθέντος Παραδείσου, και όχι του αέναου μπαμπούλα της ανθρωπότητας αλλά του πόνου, του θρήνου για μια καταδίκη χωρίς λυτρωμό, δίνει στους τετραπέρατους Sverd, Garm, Knut, Skoll και Hellhammer το περιθώριο να εκτείνουν τη μουσική τους εξερεύνηση σε μια απέραντη περιοχή, να δημιουργήσουν ένα ανεπανάληπτο πανόραμα συναισθημάτων και ιδεών. Η παράνοια του εναρκτήριου Master of Disguise δίνει τον τόνο για να ξεδιπλωθεί η μαγεία. Πότε σε εκτοξεύει στο υπερπέραν (Ad Astra), πότε σε τιμωρεί αλύπητα με κολασμένο όσο και εκλεπτυσμένο black metal (Alone), πότε σε βυθίζει σε έναν ωκεανό μελαγχολίας (The Throne of Tragedy) και πότε σε ρίχνει στο μάτι ενός κυκλώνα από τον οποίο παρακαλάς να μη σωθείς (Of Nails and Sinners). Κάτι ξέχασα; Τίποτα δεν ξέχασα, απλά άφησα για κερασάκι στην τούρτα την αποκάλυψη του Masquerade, την πρώτη επαφή που είχα - όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι - με μία από τις κορυφαίες φωνές των τελευταίων δεκαετιών, τον λατρεμένο Simen Hestnæs, ο οποίος κλέβει την παράσταση με τη συμμετοχή του στα δύο απόλυτα highlights του δίσκου, το αλλοπαρμένο Painting My Horror (α-πί-στευ-το ριφ) και φυσικά το ασύγκριτο Chaos Path, ένα από τα 10, μην πω 5 κορυφαία κομμάτια της δεκαετίας.
NUMBER ONE
..........
Από πού ν’ αρχίσουμε λοιπόν… Το ‘97 μας συστήθηκαν οι νέοι Fates Warning. Πάει ο Aresti, πάει κι ο DiBiase, ο Matheos αναλαμβάνει τις κιθάρες μόνος του, φέρνει Kevin Moore και Joey Vera, γίνονται πραγματάκια. Και ενώ μετά το Inside Out η αίσθηση είναι κάπως σαν “καλά μέχρι εδώ, αλλά ίσως απαιτείται κάποια ανανέωση και όχι μόνο σε επίπεδο line up αλλά και σε μουσικό”, γίνεται γνωστό ότι το νέο άλμπουμ, A Pleasant Shade of Gray, δεν έχει τίτλους και αντ’ αυτού τα 12 κομμάτια του είναι αριθμημένα ως “μέρη”, υπονοώντας ότι πρόκειται για ένα ενιαίο κομμάτι σπασμένο στα δώδεκα. Μα τι παραξενιές είναι πάλι αυτές;
…και τι έχει μείνει να πούμε; Αν και η λέξη “τέλμα” σίγουρα θα ήταν ασυγχώρητα βαριά, είναι γεγονός ότι οι Fates δεν βρίσκονταν ακριβώς στο απόγειό τους εκείνη την εποχή, κάμποσες μπάντες τους είχαν ξεπεράσει, αν όχι σε δημοφιλία, σίγουρα σε “coolness”, και έπρεπε να υπάρξει ένα μεγάλο σοκ. Και υπήρξε. Όχι σε επίπεδο ιδεών, βέβαια. Εκεί βρίσκουμε μπροστά μας γνώριμες - για Fates Warning - καταστάσεις. Μοναξιά. Απάθεια. Έλλειψη επικοινωνίας. Λέξεις που δεν λέγονται, σκέψεις που δεν μοιράζονται, αίσθηση ματαιότητας. Έστω κι αν μας παρουσιάζονται με φρέσκο τρόπο, αυτές τις Αποχρώσεις του Γκρίζου τις έχουμε ξαναβιώσει από το συγκρότημα. Υπάρχει όμως μια αίσθηση ότι ναι, κάτι σαν να έχει αλλάξει αυτή τη φορά.
Όταν έχουν οριοθετηθεί τα πάντα… Ίσως να είναι η προσθήκη του Kevin (μην τα ξαναλέμε, πρόκειται για τον απόλυτο μέταλ πληκτρά). Ίσως πάλι να είναι αυτή η αίσθηση του Τζιμάκου ότι κάπου έχει παραγίνει το κακό με την επίδειξη τεχνικής στο μέταλ. Αυτό που προκρίνεται λοιπόν είναι μια αισθητική απογύμνωσης. Για να αναδειχθεί αυτό το απέραντο κενό μέσα μας, το οποίο θέλουμε να εξερευνήσουμε και να αφηγηθούμε, πρέπει τα ριφ, οι μελωδίες, οι ακουστικές κιθάρες, οι πινελιές των πλήκτρων, όλα, να είναι απλά, απέριττα. Να τονιστεί η μελαγχολία, να υπογραμμιστούν οι σιωπές, τα μεσοδιαστήματα. Και όταν το σηκώνει η κατάσταση, να εξαπολυθούν και λίγες αλλά καίριες τεχνικές επιθέσεις. Μεγιστοποιημένες - σε αντίκτυπο - τόσο από την εγκράτεια που τις περιβάλλει, όσο και από το - έτσι κι αλλιώς - ασύλληπτο επίπεδο του Jim, του Kevin, του Mark, ακόμα και του Joey.
…τι να κάνουμε σήμερα; Και μέσα από όλο αυτό το συναισθηματικό ταξίδι, αρχίζει να αχνοφαίνεται η ελπίδα. Ναι, μέχρι τώρα βλέπουμε παντού και μόνο Γκρίζο. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαισιοδοξία. Είναι απλά η αποτύπωση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Κατά βάθος το μήνυμα που πρέπει να μεταδοθεί είναι αυτό της αισιοδοξίας. Μπορεί το Άσπρο να είναι απατηλό, κίβδηλο, ψευδεπίγραφο, οπότε χαιρετίσματα, αλλά και το Γκρίζο, αν το αφήσεις να σε καταπλακώσει, δεν θέλει πολύ να γίνει Μαύρο. Βρες την ελπίδα όπου μπορείς. Ακόμα και μέσα στο Γκρίζο. Πιθανότατα σε έναν άλλο άνθρωπο. Και τότε θα βρεις την Ευχάριστη Απόχρωση του Γκρίζου.
Και μαζί της θα βρεις, αν όχι το καλύτερο, το πιο συναισθηματικά βαθύ άλμπουμ των Fates Warning (σίγουρα πάντως το αγαπημένο μου) και ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της δεκαετίας.