Όχι ρε συ, ηρέμησε
Δεν παίζει τέτοιο πράγμα
Η Nevermore-άρα θα βγει πρώτη
Όχι ρε συ, ηρέμησε
Δεν παίζει τέτοιο πράγμα
Η Nevermore-άρα θα βγει πρώτη
2000:
Λίγο πιο σύντομα γιατί είμαστε και στας διακοπάς.
Electric Wizard - Dopethrone
Μνημείο της Sabbath-ικής κληρονομιάς και του doom γενικότερα. Ο δρυίδης και τα ντουμάνια του εξωφύλλου αναπαριστούν γλαφυρά τι θα βρεις εκεί μεσα το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από μερικά από τα καλύτερα κομμάτια της σκηνής βουτηγμένα στην λάσπη και τον καπνό.
Ulver - Perdition City
Black δεν ακούω, το Perdition City είναι αυτό που με έμπασε στον κόσμο τους και ασχολήθηκα με την μουσική αυτής της τόσο ξεχωριστής μπάντας, από αυτό το album και έπειτα. Αν και έχω άλλο προσωπικό αγαπημένο, αυτό είναι ένα το απόλυτο urban soundtrack, φουτουριστικό και μεγαλειώδες.
Deftones - White Pony
Οι καλύτερες εποχή τους και οι καλύτερες στιγμές τους βρίσκονται στο White Pony. Εδώ ωριμάζει και κορυφώνεται η μοναδικότητα των Deftones. Θα ακολουθήσουν πολλά και θα ξανασηκώσουν κεφάλι. Κολοσσιαία μπάντα.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Βραχνός Προφήτης
Όπως ολοι, το 2000 είχα πάρα πολλά πενταδάτα albums, μου αρέσει που το παιχνίδι λέει, όχι ρε καριόλη 5 θα βάλεις. Κάνω μια μικρή παρασπονδία βάζοντας ένα ακόμα αλλά γενικά δεν μου αρέσει μετά το ατελειώτο name dropping. Αλλά μαθαίνουμε κιόλας οπότε ας είναι. Όσα είχα από τις θέσεις 4 και πάνω άλλο τόσο η 3άδα μου για το 2000 είχε κλειδώσει εξαρχής. Εδώ έχουμε τον καλύτερο ελληνόφωνο δίσκο που ξεκινάει με το 2 στην ημερομηνία κυκλοφορίας. Στον Βραχνό Προφήτη αυτό που με συναρπάζει, είναι αυτή η παράδοση που αποπνέει, πέρα από τα τεράστια τραγούδια που έχουν γράψει την ιστορία τους. Η ιστορία του ληστή στο Α. Μάνθος, ο Ήμερος ύπνος, οι Γριές, το Ούτε Λυγμός είναι τραγούδια, ταξίδι στον χωροχρόνο, στα χωριά, στις ιστορίες, στην φύση, στους ανθρώπους, που έζησαν και πέρασαν, στις παραδόσεις που ευλαβικά ακολουθούσαν και σε όσα σε συνδέουν με το χτες και με το αύριο. Είναι βιωματική η ακρόαση αυτού του δίσκου, δεν θα πάψει ποτέ να με κάνει να απλώνω τις σκέψεις και τα συναισθήματα που κρατώνται εκεί βαθιά.
GY!BE - Lift your Skinny Fists like Antennas to Heaven
Εν αρχή ήταν τον Infinity. Και μετά το Slow Riot…Αν αυτά δεν προκαλούν εγκεφαλικό αυτό έρχεται με πάσα βεβαιότητα με το 3ο πόνημα των Καναδών. Πάλι αποκαθήλωση, πάλι άβολες ηχητικές παραβολές, πάλι αυτή η πνιγηρή αίσθηση. Static και Storm σε οδηγούν στην κάθοδο, όμως ξάφνου ξεκινάει μια ζεστή, οικεία φωνή να εξιστορεί νοσταλγικές εφηβικές στιγμές που χάθηκαν στο χρόνο μαζί με την εγκατάληψη ενός πάρκου. They dont sleep anymore on the beach…Και η πιο μεγαλειώδης στιγμή των GY!BE έχει λίγη γεύση νοσταλγίας, οικειότητας, όμορφων αναμνήσεων που αν και σβήσανε, αφήνουν αυτήν την γλυκόπικρη γεύση. Θρίαμβος.
Pain of Salvation - The Perfect Element pt.1
Δεν μπορώ να περιγράψω τι σημαίνει αυτός ο δίσκπς για μένα, πόσο τον έχω ακούσει την κάθε του νότα. Οι PoS του Perfect Element δημιούργησαν μοναδική μουσική, είχαν ένα οπλοστάσιο ικανοτήτων και ιδεών που τα δέσανε με τέτοιο τρόπο και μας χάρισαν ένα από τα καλύτερα (prog) album όλων των εποχών. Πέρα από το ίδιο το concept, οι συνθέσεις και η ροη του δίσκου είναι ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, οι κορυφές απάτητες και οι στιγμές μεγαλείου άπιαστες. Τι να πω, για το τελειώμα του Her Voices, για το In the Flesh, για την γλυκήτητα του Morning on Earth, για το αλλαγή και το solo στο King of Loss, για το ΚΑΛΥΤΕΡΟ σημείο που έχει γραφτεί και έχει τραγουδηθεί ποτέ, αυτό μετά το 4ο λεπτό του ομώνυμου;;; Πιστεύω πως όση μουσική και αν γνωρίσω από το παρελθόν ή το μέλλον, αυτό το album δεν θα φύγει ποτέ από τα Χ καλύτερα μου ever.
2000
honorable mentions
Ένα υπέροχο που έχει το παιχνίδι είναι οι εικόνες και οι αναμνήσεις που ξυπνά από το πουθενά. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα A PERFECT CIRCLE και -όπως φαντάζομαι ισχύει με τις περισσότερες παλιοσειρές εδώ μέσα- ήταν με το videoclip του Judith από το MER DE NOMS. Τι κομματάρα και τι βιντεοκλιπάρα επίσης! Ο Maynard δείχνει πόσο τσίφτης και μερακλής είναι και εκτός της κύριας του μπάντας. Αν το δεύτερο μισό του δίσκου ήταν το ίδιο επικό όσο το πρώτο πήγαινε καρφί τριάδα. Αλλά και πάλι.
Οι Σκωτσέζοι IDLEWILD με το δυναμικό 100 BROKEN WINDOWS κέρδισαν πολλούς φίλους στην χώρα μας. Θυμάμαι να πηγαίνουμε χειμώνα με σκατόκαιρο να τους δούμε στον Μύλο στην Θεσσαλονίκη σε μια βραδιά γεμάτη ενέργεια και συγκινήσεις. Με κομματάρες όπως τα Little Discourage, These Wooden Ideas, Roseability (ΥΜΝΟΣ), Idea Track, Actually It’s Darkness κλπ, ο δίσκος είναι υπέροχος και ήδη μετάνιωσα που δεν το έβαλα πεντάδα. Απ’ ότι βλέπω συνεχίζουν ακόμη, οπότε θα τους τσεκάρω και στα καινούρια τους για εξιλέωση! Αν γουστάρετε αυτά που κάνουν μπάντες όπως πχ οι THERAPY? , εδώ είστε.
Είναι γνωστό ότι ο Josh Homme είναι μεγάλος αρχηγός. Στο 2ο άλμπουμ των QUEENS OF THE STONE AGE με τίτλο RATED R το αποδεικνύει για άλλη μια φορά. Να βάζεις γκολ απ’ τα αποδυτήρια με το εκρηκτικό Feel Good Hit of the Summer, να διπλασιάζεις το σκορ με το κλασσικό πια The Lost Art of Keeping a Secret -που έχει ντύσει ένα κάρο ταινίες και σειρές- να πετάς την μια γκολάρα μετά την άλλη (Αuto Pilot, Better Living Through Chemistry), να έχεις και τον Mark τον Lanegan στην ομάδα για να βαρέσει το πέναλτι (In the Fade). Ε, ναι ο Josh Homme είναι αρχηγάρα.
Το DEAD HEART IN A DEAD WORLD είναι εύκολα η κορυφαία δουλειά των NEVERMORE πολύ απλά γιατί περιέχει μόνο κομματάρες και μια από τις καλύτερες παραγωγές σε μέταλ άλμπουμ έβερ. Ότι ακουμπάνε γίνεται χρυσός και ότι πείραμα κάνουν πετυχαίνει. Έχει ποικιλία σε γρήγορα ή αργά, επικά ή μπαλαντοειδή, απλά ή τεχνικά κομμάτια που στην τελική όλα ανακατωμένα δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Και έχει έναν Warrel Dane σε δαιμονισμένη φόρμα να προσφέρει για άλλη μια φορά απλόχερα κομμάτια της ψυχής του.
Οι SYMPHONY X με το V: THE NEW MYTHOLOGY SUITE συνεχίζουν να παίζουν χωρίς αντίπαλο στο διανθισμένο με νεοκλασσικά στοιχεία τεχνικό power/progressive όπου και ειδικεύονται. Oι ριφάρες είναι και πάλι εδώ (Evolution, Absence Of Light), τα πλήκτρα χρωματίζουν υπέροχα τις συνθέσεις (Fallen, Comunion And The Oracle) και ο Russel Allen παραδίδει ρεσιτάλ ερμηνείας για άλλη μια φορά.
Η ευχή και επιθυμία όλων (σχεδόν) έγινε πραγματικότητα με την επιστροφή του Adrian και φυσικά του Bruce στους IRON MAIDEN και την κυκλοφορία του BRAVE NEW WORLD που προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού στους απανταχού φίλους του μέταλ. Χρόνια μετά παραμένει το καλύτερο άλμπουμ των MAIDEN από την επανένωση και μετά και το μόνο που κοιτάζει στα μάτια τους κολοσσούς των '80ς.
Πόσο τυχεροί ήμαστε που την ίδια χρονιά είχαμε σούπερ κυκλοφορίες πρώτα από τους THE BLACK LEAGUE του Taneli Jarva και μετά από τους SENTENCED (την παλιά του μπάντα δηλαδή). Με το ICHOR οι οπαδοί της ΑΜΟΚ περιόδου έχουν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν, ενώ αντίστοιχα το CRIMSON, ευνοημένο από μια παραγωγή τούμπανο και ωθούμενο από την δύναμη των κομματιών του, διεκδικεί τον τίτλο του κορυφαίου SENTENCED άλμπουμ.
Ένας δίσκος πραγματική ανατριχίλα που όταν κυκλοφόρησε άπαντες τον αποθέωσαν. Είναι αυτοί οι αληθινοί, ανεπανάληπτοι, συγκινητικοί και άκρως ποιητικοί στίχοι που τσακίζουν και βράχο. Είναι αυτές οι γλυκιές και ονειρικές μελωδίες που λικνίζονται, συναντάνε διονυσιακά πνευστά και καταλήγουν σε ανεξέλεγκτες κιθαριστικές εξάρσεις. Είναι αυτή η γεμάτη μελαγχολία, πάθος και εκφραστικότητα ερμηνεία ενός μοναδικού ερμηνευτή. Είναι τα ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ και το ΕΥΩΔΙΑΖΟΥΝ ΑΓΡΙΟΚΕΡΑΣΑ ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ.
top 5
5)ULVER - PERDITION CITY
Ψηλά κτήρια. Άδειοι δρόμοι. Σκοτεινά πάρκα. Ανεξήγητη ησυχία. Η Χαμένη λεωφόρος… Είναι αξιοθαύμαστο που σε αυτόν τον δίσκο και παρότι οι ULVER δεν χρησιμοποιούν το υπερατού τους - την ζεστή φωνή του Kristoffer Rygg δηλαδή, που είναι υποβαθμισμένη σε ρόλο guest star -καταφέρνουν με επιτυχία να εισάγουν τον μοναχικό ακροατή σε έναν κόσμο φουτουριστικό και γεμάτο μυστήριο. Στο μυαλό μου έρχεται το DEAD CITIES των FUTURE SOUND OF LONDON αν και περισσότερο θεματικά παρά μουσικά. Το PERDITION CITY θα μπορούσε να είναι η ιδανική μουσική υπόκρουση για βραδινή οδήγηση και ίσως τελικά να μην χρειάζονται και πολλά λόγια για να χαθείς σε στιγμές στο κέντρο αυτής της νεκρής πόλης.
4)IMMOLATION - CLOSE TO A WORLD BELOW
Didn’t you say Jesus was coming?
Οι Νεοϋορκέζοι είναι μακράν η αγαπημένη μου Death Metal μπάντα. Με ισοδύναμους ηγέτες τον καραφλό μάγο της κιθάρας Robert Vigna και τον έχω μαλλί σαν την Ραπουνζέλ και φωνή βόθρο Ross Dolan, διαφέρουν κατά πολύ από άλλες ανάλογου ύφους μπάντες κατά την γνώμη μου σε δύο σημεία: Πρώτον το ρίφινγκ τους είναι τελείως ασυνήθιστο - κάπου διάβασα την έκφραση “διαγώνια ριφ” και γαμώτο, χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς τι σημαίνει αυτό συμφωνώ απόλυτα. Η υπερένταση που προκαλούν τα κομμάτια τους είναι το κάτι άλλο. Αυτό το εκρηκτικό και απρόβλεπτο που έχουν οι συνθέσεις τους είναι αντίστοιχο μεταγενέστερων συγκροτημάτων όπως οι Deathspell Omega κλπ. Και το δεύτερο σημείο που ξεχωρίζουν: οι αντιχριστιανικοί αλλά άκρως φιλοσοφημένοι στίχοι τους, καμιά σχέση με τα εφηβικά παραλληλήματα άλλων δυστυχώς πιο γνωστών συγκροτημάτων. Σε αυτόν τον 4ο στη σειρά δίσκο τους έχουν την ευτυχία να έχουν στην σύνθεση τους και έναν απίστευτο ντράμερ, τον Alex Hernandez, του οποίου το παίξιμο είναι εκπληκτικό με διαρκή γεμίσματα και ποικιλία που ανταπεξέρχεται άνετα στον στριφνό χαρακτήρα των συνθέσεων. Κορυφαίες στιγμές για εμένα το σαρωτικό opener Higher Coward, το σουξέ (!?) Father, you’re not a Father, το…γκρούβι Lost Passion και το κολασμένο ομώνυμο που κλείνει το δίσκο σε επικούς τόνους.
3)THE CURE - BLOODFLOWERS
Το BLOODFLOWERS ήταν - για κάποιον σαν εμένα που αγαπά το συγκρότημα περισσότερο για τις μελαγχολικές στιγμές του παρά για τις pop επιτυχίες του - η μεγάλη επιστροφή των CURE . Οι ίδιοι το προώθησαν σαν το τρίτο μέρος μιας σκοτεινής τριλογίας που συμπληρώνεται από τα PORNOGRAPHY και DISINTEGRATION. Χωρίς φυσικά να αγγίζει τα αριστουργηματικά επίπεδα αυτών των δύο, στέκεται με αξιοπρέπεια δίπλα τους έχοντας να επιδείξει για τελευταία ίσως φορά στοιχεία της συνθετικής ιδιοφυΐας που ακούει στο όνομα Robert Smith. Ειδικότερα στο εναρκτήριο κομμάτι, το παίξιμο του Robert στην ακουστική κιθάρα είναι Οut of this World, όπως δηλαδή είναι κι ο τίτλος του! Το 11λεπτο Watching Me Fall θα μπορούσε βέβαια να διαρκεί αρκετά λιγότερο… Τα Where The Birds Always Sing, Maybe Someday και The Last Day Of Summer είναι υπέροχα δείγματα CURE χαρμολύπης. Το There Is No If είναι απλά ΟΚ, θα μπορούσε να είναι κάποιο Βside του ΚΙSS ME KISS ME KISS ME, ενώ τo The Loudest Sound θα μπορούσε να βρίσκεται στο FΑΙΤΗ αν αυτό κυκλοφορούσε το 2000. Τα 39 ( So the fire is almost out and there’s nothing left to burn ) και Blooflowers ( Always fade/Always die/I let fall flowers of blood ) κλείνουν τον δίσκο δυσοίωνα και απαισιόδοξα, όπως πρέπει δηλαδή!
2)DEFTONES - WHITE PONY
Ένα συγκρότημα με προσωπικό ήχο που δύσκολα κατατάσσεται κάπου, εκτός αν κάποιος είναι ικανοποιημένος με τον γενικό όρο alternative metal. Οι DEFTONES στο WHITE PONY κάνουν το επόμενο λογικό βήμα μετά το πολύ καλό AROUND THE FUR και αγκαλιάζουν ακόμη περισσότερο το σκοτάδι - ξεπερνώντας την ίδια χρονιά τους δασκάλους τους (βλέπε πχ το μάλλον συναισθηματικό νο3 της λίστας μου). Παίζουνε περισσότερο με την ατμόσφαιρα χωρίς να ξεχάσουν καθόλου τα απαραίτητα ξεσπάσματα τους και παραδίδουν μια ώριμη και εσωστρεφή δουλειά που θα μπορούσε να αποτελεί άνετα και ένα Greatest Hits με τουλάχιστον 6,7 πραγματικά κορυφαία κομμάτια. Πώς να μην παγιδευτεί κανείς μέσα στις άρρωστες μελωδίες του Digital Bath ή στην επικίνδυνη σαγήνη του Change (In the House of Flies). Πώς να αντισταθεί στην νοσταλγική διάθεση του Τeenager ή στην γλυκιά εκτόνωση του Knife Prty. Ή στo Passenger, που με την φιλική συμμετοχή του Maynard των TOOL, από την μία υπνωτίζει και από την άλλη κάνει ενέσεις αδρεναλίνης στον ανήμπορο να αντιδράσει ακροατή/επιβάτη.
1)RADIOHEAD - KID A
Θυμάμαι όταν κυκλοφόρησε το συγκεκριμένο αριστούργημα όλοι έξυναν τα κεφάλια τους να καταλάβουν τι παίχτηκε. Μπορεί το καθοριστικό ΟΚ COMPUTER να ξεπερνά τα τυπικά όρια της κλασσικής βρετανικής pop-rock τραγουδοποιίας, περιείχε ωστόσο αρκετές ευκολοχώνευτες μελωδίες και βασίζονταν κυρίως σε κιθάρες. Αυτό πραγματικά που έκαναν οι RADIOHEAD εδώ - και που το συνέχισαν σε κάποιο βαθμό στο δίδυμο αδερφάκι της επόμενης χρονιάς - είναι πραγματικά γενναίο και δείγμα μεγάλης μπάντας. Τα πάντα αλλάζουν.
Με τις πρώτες νότες του Everything in its right place οι RADIOHEAD μας καλωσορίζουν στον 21 αιώνα. Το ομώνυμο που ακολουθεί κλείνει το μάτι στον πρωτοπόρο APHEX TWIN, ενώ το The National Anthem ξεκινά με ένα έντονο και υπνωτικό μπάσο για να εξελιχθεί σε έναν free jazz παροξυσμό. Συνέχεια με το How to Disappear Completely ένα από τα ωραιότερα τραγούδια των RADIOHEAD. I’m not here/This isn’t happening ακούγεται σαν μάντρα που ο Thom York επαναλαμβάνει για να διώξει το κακό. Ακούγοντας το instrumental ambient του Treefingers στο μυαλό μου έρχεται ο DAVID BOWIE με τα δικά του αντίστοιχα πειράματα στο άλμπουμ LOW δεκαετίες πριν. Kοιτάζοντας το album cover του KID A σκέφτομαι πόσο αλληλένδετες είναι οι τέχνες όταν έχουν κοινό σκοπό. Το Optimistic είναι το πιο “RADIOHEAD” κομμάτι του δίσκου χωρίς αυτό να είναι κακό. Το In Limbo δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό τίτλο με τον Thom York να ψιθυρίζει You’re living in a fantasy εν μέσω μιας κατάστασης ονείρου. Το Idioteque ξεχωρίζει με το beat που κυριαρχεί σε όλη την διάρκεια του κομματιού να ευθύνεται για τα επίπεδα του άγχους μου που ανέβηκαν απότομα. Το Morning Bell θα μπορούσε να είναι το soundtrack της ταινίας Abre los ochos ή αντίστοιχα του Vanilla Sky - τα πρώτα ομιχλώδη λεπτά που έχεις ξυπνήσει από το όνειρο και έχεις ανοίξει τα μάτια. Tέλος το Motion Picture Soundtrack είναι η λυπημένη διαπίστωση αυτού ακριβώς του ξυπνήματος…
Το KID A με τα μπιμπλίκια του, τις jazz επιρροές του και τις post rock ευαισθησίες του έμελλε τελικά να αποτελέσει ορόσημο για την μουσική των 2000ς.
*και best album cover
2000: The zero years begin
Top Five
(25 in total)
Χρονιά μεγάλων επιστροφών το 2000 - και για συγκροτήματα που ξαναβρήκαν τη φόρμα τους, και για άλλα που βρίσκονταν σε αδράνεια και επαναδραστηριοποιήθηκαν με εντυπωσιακό τρόπο. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι καλοί μας Armored Saint, με το Revelation, πρώτο άλμπουμ μετά από σχεδόν δεκαετία, να θυμίζει πόσο μεγάλο γκρουπ είναι στον χώρο του ατόφιου heavy/power. Τα είπε πολύ καλά ο @hopeto και για τη φωνάρα, τις ριφάρες, τις σολάρες, τις κομματάρες, όλα, οπότε εγώ απλά θα προσθέσω ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το ίντερνετ (συγκεκριμένα, από κριτική στα μεταλαρκάιβς), το οποίο τα λέει όλα και για τους Saint και για το αληθινό πνεύμα του heavy metal:
(…) that’s another important element to the feel of a metal album (…) the lurking loneliness of the lone wolf. Where once there was a group of rebels, now there is a single road warrior. His gang of misfits had long jumped ship, citing “the times” as a primary reason for change. Our hero knows the real reason: no one wants to be alone when the gas runs out and the vultures circle overhead.
4 στα 4 για τους Borknagar, το συγκρότημα - λίρα εκατό στον χώρο του progressive black metal. Ενώ οι περισσότεροι από τους πρωτοπόρους της νορβηγικής σκηνής εκείνη την περίοδο ασχολούνται με τη δημιουργία cyberpunk/δυστοπικών/εφιαλτικών ηχοτοπίων, ο Brun παραμένει στοχοπροσηλωμένος στο δικό του όραμα, την εξερεύνηση του Ωραίου μέσα στη Μουσική του Κακού, αυτή τη φορά περιορίζοντας το folk στοιχείο και ρίχνοντας το βάρος σε ένα reimagining της αισθητικής των 70s, κυρίως μέσω της χρήσης των πλήκτρων. Το αποτέλεσμα είναι ένα μουσικό ταξίδι στον έναστρο ουρανό, πολλαπλά ενισχυμένο από τις όπως πάντα ασυναγώνιστες ερμηνείες του ICS Vortex. Ειδικά αυτό το Colossus είναι ό,τι ακριβώς δηλώνει, ένα κολοσσιαίο αριστούργημα που αφήνεσαι στη μαγεία του και ανανεώνεις τους όρκους πίστης στους συντελεστές του.
Ο Chris Black με τους Dawnbringer συνεχίζει να παίζει μπάλα μόνος του σ’ αυτό το τόσο ιδιαίτερο ύφος, που θα το περιέγραφα ως epic blackened speed metal (!). Απίθανο υβρίδιο, γεννημένο θαρρείς από την πιο αρρωστημένη φαντασία, ή που ως περιγραφή είναι σαν να προέκυψε από κάποιον metal subgenres generator. Προφανώς και δεν θα έπρεπε να λειτουργεί, έλα όμως που λειτουργεί. Βασικό χαρακτηριστικό, αυτό το απόκοσμο παρατεταμένο γρύλισμα, σχεδόν σαν ψίθυρος που θέλει να γίνει κραυγή αλλά κάτι τον εμποδίζει, και είναι σαν να σου λέει “μη δίνεις σημασία, απλά δεν ήθελα να είναι instrumental ο δίσκος - τα riffs άκου απλά”. Αυτό ακριβώς κάνουμε λοιπόν, και βγαίνουμε ασπροπρόσωποι. Ο Black, όπως θα αποδείκνυε αρκετές ακόμα φορές στο μέλλον, έχει αυτή τη μοναδική ικανότητα να σου πετάει θέματα 100% άμεσα και πιασάρικα μέσα στην ενέργεια και την επική τους διάθεση. Ξεχωριστή, ασυμβίβαστη δισκάρα.
Εκεί στα mid to late 00s - early 10s ξύπναγα με Dropkick Murphys, κοιμόμουνα με Flogging Molly και τούμπαλιν, είχα φέρει γνωστούς, φίλους, συγγενείς στο σημείο να μου λένε ΣΚΑΣΕ ΠΙΑ ΜΑΣ ΕΠΡΗΞΕΣ Μ’ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΙΡΛΑΝΔΟΥΣ, τέτοιο κόλλημα. Αυτήν την περίοδο λοιπόν στο παιχνίδι τιμώ με κάθε ευκαιρία εκείνες τις ωραίες αναμνήσεις, που αντέχουν και στο τώρα. Γιατί μπορεί να “μου έχει περάσει” γενικά, αλλά ακόμα όποτε βάζω κάποιον από εκείνους τους δίσκους, σαν το Swagger καλή ώρα, περνάω τόσο ωραία με εκρηκτικά κομμάτια όπως το Devil’s Dance Floor ή το Black Friday Rule, όπου ο Dave King (hilariously, στα 80s ήταν μέταλλο και τραγούδαγε στους Fastway του Eddie Clarke!), η πιο γνήσια μορφή του χώρου - καθότι actual Ιρλανδός - αφηγείται την ιστορία της μετανάστευσής του στην Καλιφόρνια και όταν τραγουδάει The buildings they shake, but my heart it beats still / Oh mother of Jesus, I feel pretty ill / I want to go home, where my feet both feel safe / But there ain’t no jobs in the old Free State! θέλω να τον πάρω μια μεγάλη αγκαλιά τον μπαγάσα.
Έτσι, χωρίς παύλα, φαίνεται πιο γαμάτο. Είναι όμως το μουσικό του περιεχόμενο πιο γαμάτο απ’ αυτό του ντεμπούτου; Εντάξει, όχι, και δεν ήταν και πολύ ρεαλιστικό εδώ που τα λέμε. Παρότι η θρας λύσσα παραμένει, δεν ισχύει - δεν θα μπορούσε να ισχύει - το ίδιο και με τον παράγοντα “σοκ και δέος”, αντ’ αυτού έχουμε πια την επιβεβαίωση της ζωτικότητας της θρας πρότασης των Haunted. Λίγο πιο κοντά στο death metal βέβαια αυτή τη φορά (στο death metal των At the Gates, εννοείται), κάτι στο οποίο συμβάλλει και η χροιά του νέου frontman της μπάντας, Marco Aro, ο οποίος σίγουρα δεν φτάνει σε επιθετικότητα τον Peter Dolving (πολύ λίγοι μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο) αλλά δίνει τσαμπουκαλεμένες και με το παραπάνω ερμηνείες. Κατά τ’ άλλα, εντάξει, αν δεν είναι thrash anthem ένα Bury your Dead δεν ξέρω ποιο είναι.
Ο δίσκος - ελέφαντας στο δωμάτιο για το 2000. Ή τουλάχιστον έτσι υπολόγιζα μέχρι που είδα μέχρι και πρωτιά να παίρνει, κάτι που με έκανε να χαμογελάσω αυθόρμητα. Πάμε λοιπόν να αναμετρηθούμε μαζί του: Είναι το BNW ένας άψογος Maiden δίσκος; Σε καμία περίπτωση. Πάσχει από όλα τα κουσούρια των ύστερων Maiden και φωνάζει απελπισμένα για την ανάγκη να το πιάσει κάποιος σοβαρός παραγωγός, ένας Martin Birch (αντί ενός “ό,τι πεις Steve” τσάτσου) και να του κάνει ένα γενναίο edit. Από την άλλη: Έχει ποιότητα και μια γλυκιά αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας μέσα από στιγμές που σε κάνουν περήφανο για τους Maiden; Έχει και παραέχει. Ξεπερνάμε το πολλαπλό fail με το Wicker Man (δεν έφτανε η ξετσίπωτη αντιγραφή Priest και Queensryche, έβαλαν και τη λάθος εκδοχή, αντί αυτής του single με ρεφρέν τουλάχιστον 100 φορές πιο γαμάτο…) και στήνουμε πανηγύρι με ομότιτλο, Ghost of the Navigator, Mercenary, Dream of Mirrors, Fallen Angel, Nomad, Out of the Silent Planet… Τελευταία ερωταπάντηση λοιπόν: Είναι το BNW ο τελευταίος πραγματικά πολύ καλός δίσκος Maiden; Ναι, δυστυχώς.
Από τις πιο συναρπαστικές ανακαλύψεις του 2000 ήταν για μένα οι Jacobs Dream. Πόσο μας (μου) είχε λείψει ένα συγκρότημα να παίζει λυρικό prog/power στην αμερικάνικη παράδοση: Με δύναμη και μελωδικότητα. Με απίθανα riffs και solos. Με πλήκτρα όσο χρειάζεται για να δημιουργηθεί αυτή η iconic δραματική ατμόσφαιρα των καλύτερων εκπροσώπων του είδους από τα 80s. Και με μια φωνή απ’ αυτές που ήδη το 2000 σπάνιζαν πια, μια μοναδική προσέγγιση, Geddy-meets-Tate-meets-Midnight (!), να παίρνει άριστα σε όλους τους τομείς - θεατρικότητα, ζεστασιά στα χαμηλά και μεσαία, πώρωση και συγκίνηση στις απαραίτητες (ναι! εδώ είναι!) κραυγές. Θυμάμαι ακόμα την εμπειρία εκείνης της πρώτης ακρόασης, κατόπιν παρότρυνσης συμφορουμιτών, εκείνο το σκίρτημα στο πρώτο λεπτό του Kinescope… Καλή και απαραίτητη η πρόοδος, αλλά καμιά φορά εύχομαι να είχαμε περισσότερα συγκροτήματα τόσο υπέροχα “οπισθοδρομικά”.
Ένα μήνυμα σε σήματα μορς αντηχεί στο μυαλό ενός ανθρώπου ο οποίος βρίσκεται σε κώμα. Save Our Souls. Μέσα στο όνειρό του αρχίζει να βλέπει εικόνες Αποκάλυψης - η ανθρωπότητα αργοσβήνει, θάνατος παντού, αρχαίοι δαίμονες αφυπνίζονται, ο ουρανός βάφεται κόκκινος από αίμα και στο τέλος δύο πόρτες μπροστά του που μόνο η μία οδηγεί σε απόδραση από τον εφιάλτη. Ποια θα διαλέξει; Εντάξει εδώ που τα λέμε σαν ιστορία δεν είναι κάτι το τρομερό, οι αγαπημένοι Σουηδοί power/thrashers δεν είναι και οι πιο αριστοτεχνικοί conceptual storytellers. Το θέμα είναι ότι αυτές τις εικόνες που σκάρωσαν τις ντύνουν με ιδανική μουσική, βίαιη, τεταμένη, θεοσκότεινη, με όλα τα στοιχεία από τους προηγούμενους δίσκους που έκαναν εμάς τους λίγους αμετανόητους οπαδούς τους. Άντε και σε λίγα χρόνια επανακτούν την Μοργκάνα τους, να μην είναι πια λειψό το όνομα, και να βγάλουν και (μάλλον) το magnum opus τους.
Για να δούμε, θα τους αναφέρει κανείς άλλος; Σε μια χρονιά ηχηρών comebacks, τούτο δω παίζει να ήταν το πιο απροσδόκητο και “τι λες τώρα” απ’ όλα. Γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του '70 (!), το In Anadi’s Bower των Νορβηγών Lucifer Was (βασικά μήπως ο πλήρης τίτλος είναι Lucifer Was In Anadi’s Bower; Όλο κάτι τέτοιους περίεργους συνειρμούς κάνω αυτή τη βδομάδα, αλλά δεν θα γαμούσε;) επιτέλους ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 2000, και παρουσιάζει ένα πραγματικά μοναδικό heavy/folk/prog rock κράμα, μελωδικό, λυρικό, ταξιδιάρικο, πα-νέ-μορ-φο. Έχω διαβάσει παραλληλισμούς με Jethro Tull - προσωπικά δεν ακούω πολλές ομοιότητες, δεν ξέρω ποιο άλλο (obscure ή μη) 70s group μπορεί να ενέπνευσε αυτό το διαμαντάκι, το μόνο που ξέρω είναι ότι όποιον είναι οπαδός αυτής της μουσικής αλλά δεν έχει ακούσει Lucifer Was, τον ζηλεύω. They’re in for a (really special) treat.
Από τα γεγονότα της χρονιάς στον ακραίο χώρο, σε ό,τι με αφορά, είναι η επιστροφή των Napalm Death σε full-on grind μονοπάτια με το σαρωτικό Enemy of the Music Business. Καθ’ όλη τη διάρκεια των 90s οι ND είχαν πειραματιστεί με ένα σωρό πράγματα, από death και “groove” metal μέχρι industrial, alternative, noise rock κ.ο.κ., πάντα με αξιοπρεπέστατα αποτελέσματα, το 2000 όμως αποδείχθηκε περίτρανα ότι αυτό που τους ταιριάζει πάνω απ’ όλα ήταν, είναι και θα είναι η μουσική που οι ίδιοι έφεραν στο προσκήνιο, δηλαδή το grindcore. Στο Enemy… λοιπόν έχουμε ένα ατέλειωτο μπαράζ ισοπεδωτικών riffs από τους Harris/Pintado, με τους Embury/Herrera να τους κάνουν πλάτες και τον Barney να ακούγεται πιο πωρωτικός από ποτέ, και κατά τη γνώμη μου εγκαινιάζεται η καλύτερη περίοδος του συγκροτήματος, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ευρωπαϊκή και δη γερμανική υπόθεση, in my book, το thrash του 2000. Ένα όνομα της τευτονικής σκηνής το οποίο δεν έτυχε ποτέ της ίδιας αναγνώρισης με τους γνωστούς και μη εξαιρετέους, και μετά την αδρανοποίηση της μπάντας στα early 90s σχεδόν ξεχάστηκε, ήταν οι Paradox. Ένα συγκρότημα που δεν ακολουθούσε τα χνάρια των Kreator και Sodom, αντίθετα συνδύαζε τη δική του ηχητική επίθεση με γενναίες δόσεις σχεδόν κλασικής μεταλλικής μελωδικότητας, δημιουργώντας underground classics όπως Product of Imagination, Heresy …και πλέον και Collision Course! Πραγματικά απίθανος δίσκος, ακριβώς στο μεταίχμιο μεταξύ thrash και power metal, με τον Charly Steinhauer να έχει την ιδανική φωνή για τέτοιου είδους μουσική και μαζί με τον Kai Pasemann να κεντάνε στις κιθάρες. Και ωπ ωπ ωπ τι βλέπουν τα ματάκια μου στο rhythm section; Αδερφοί Holzwarth;;;;!!! Εντάξει. Τώρα γίναμε.
Υπάρχει ζωή έξω από τους Tool; Για τον Maynard η απάντηση είναι καταφατική και το ντεμπούτο των A Perfect Circle είναι το πρώτο ισχυρό επιχείρημα. Πόσο Tool είναι όμως τελικά οι APC; Πολύ και ταυτόχρονα ελάχιστα. Για να εξηγηθώ, αφενός οι παραλληλισμοί λόγω φωνής είναι αναπόφευκτοι (είναι τόσο χαρακτηριστική άλλωστε αυτή η χροιά/εκφορά), αφετέρου όμως ο Howerdel έχει συνθετικές ανησυχίες που πάνε τη μουσική των APC σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις, π.χ. gothic και εν γένει post punk, όπως στο Magdalena. Συνολικά ο δίσκος, αν και δεν φτάνει τα επίπεδα του διαδόχου του, είναι πολύ δυνατός, με απόλυτο highlight το Judith, αν δεν κάνω λάθος το πρώτο κομμάτι στο οποίο ο Maynard ασχολείται με το πιο προσωπικό και ψυχοφθόρο θέμα της ζωής του: Το μαρτύριο της μητέρας του. Οργή και πόνος που στοιχειώνουν, feeling που δεν φεύγει όσες χιλιάδες μέρες κι αν περάσουν.
Να ξεκινήσω από μια προσωπική υπόθεση που δεν έχω ιδέα αν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα: Μήπως ο τίτλος του άλμπουμ, εκτός από το κόνσεπτ του Χρόνου (Chronos 666 ήταν ο working title), περικλείει και αυτό του Κρόνου; (Κρόνος + Χρόνος = Khronos). Θα ήταν ιδιοφυές και θα άνοιγε ένα σωρό δυνατότητες σε επίπεδο ερμηνειών / φιλοσοφικών αναζητήσεων. Anyway, κι απ’ το μυαλό μου να το 'βγαλα, ο δίσκος γαμάει. Καλή η gothic metal περίοδος των Rotting Christ, αλλά ήταν πια καιρός για μια επιστροφή στο αμιγές, αγαπημένο hellenic black metal του Non Serviam και του Triarchy of the Lost Lovers, και το Khronos το καταφέρνει με θριαμβευτικό τρόπο, με έναν σκασμό επικές/σκοτεινές κομματάρες και μια διασκευάρα στο neofolk classic Lucifer Over London. Welcome Home, Sakis.
In bitter stars that cast their shrine upon the wilderness / Rabid eyes of shamen flood the moon’s descending crest / Creeping in clairvoyance painted savages are drawn / Locked in dire sacrifice to dance and die at dawn / We are the red men / Feathers-in-our-head men / Down among the deadmen / UM-POW-WOW! Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν κάθε Slough Feg album είναι #1 και δεν με νοιάζει και καθόλου. Στο σύμπαν των Slough Feg δεν υπάρχει πιο γαμάτο, πιο επικό μέταλ. Ο πολέμαρχος Mike Scalzi εδώ βρίσκει μάλλον τον καλύτερο συμπαραστάτη του έβερ, τον τιτάνα John Cobbet, που δυστυχώς η συνύπαρξή τους δεν κράτησε πολλά χρόνια αλλά πρόλαβε να καρποφορήσει όχι μόνο τρεις φανταστικούς Slough Feg δίσκους αλλά και ακόμα τρεις εξίσου καταπληκτικές δουλειές, μέσα από το δημιουργικό όχημα του Cobbet αυτή τη φορά - αλλά γι’ αυτό θα τα λέμε από την άλλη βδομάδα. Και για μήνες ακόμα.
Η δισκογραφία των Symphony X είναι σαν ένα αγαπημένο εστιατόριο, όχι πολύ μοδάτο (ας πούμε επειδή βρίσκεται σε κάποια συνοικία τύπου Λαμπρινή ή Θυμαράκια κι όχι σε κάποια “in” περιοχή τύπου Παγκράτι, Πετράλωνα, Γκάζι κ.λπ.) αλλά ούτε απλώς αυτό που λέμε “τίμιο” - μόνο ποιοτικό και αξιόπιστο. Όταν πας ξέρεις ότι οι γεύσεις, τα αρώματα, οι υφές θα είναι λίγο πολύ όπως ήξερες, με μικρές αλλά καίριες τροποποιήσεις / προσθαφαιρέσεις, και χαίρεσαι δεόντως γι’ αυτό. Η φάση είναι, για να δούμε τι έχει αυτή τη φορά το μενού; Ω, Ατλαντίδα και αρχαία Αίγυπτο; Έξοχα. Για μισό λεπτό, Αίγυπτος είπατε; Δεν έχετε ακούσει ότι σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς ο μύθος της Ατλαντίδας βασίζεται στην καταστροφή της κρητικής αποικίας στη Σαντορίνη; Τέλος πάντων, ξέχνα το, Αμερικάνοι είστε αφού. Απλά φέρτο μου να το φάω. Μμμμμμ αυτά είναι, νεοκλασικό progressive/power metal να γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση κύριοι, ραντεβού στην επόμενη δισκάρα.
Ώρα να πω και για άλλη μια μεγάλη αδυναμία μου από τον χώρο του celtic/folk punk, τους Tossers από το Σικάγο, που η ερωτική μου σχέση με τη μουσική τους ξεκινάει κάπου εδώ, στο Long Dim Road. Η κρίσιμη διαφορά με άλλα γνωστά συγκροτήματα του χώρου είναι ότι ενώ εκείνοι - άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο - ακούγονται σαν να πήγες σε ένα τσούρμο “κανονικών” πάνκηδων και να τους είπες “ακούστε, η σκούφια σας κρατάει από Ιρλανδία” (ή από Σκωτία στην περίπτωση των Real McKenzies), “ψηθείτε να κάνετε κάτι γι’ αυτό”, οι Tossers ακούγονται σαν να πήγες σε ένα παραδοσιακό ιρλανδικό συγκρότημα, να τους πέταξες στα πόδια ροκ όργανα και να τους είπες “ψηθείτε να κάνετε κάτι μ’ αυτά”. Με άλλα λόγια, είναι συνεχιστές αυτού που είχαν αρχίσει στα 80s οι θρυλικοί The Pogues. Βέβαια έχω και πιο αγαπημένα άλμπουμ απ’ αυτούς, αλλά και μόνο που ακούω τον σεληνιασμένο Tony Duggins σε κάτι The Ballad of NATO, Mad Riot, The Pub, Got Lucky κ.λπ., λέω ε δεν γίνεται να μείνουν απέξω.
The butcher strikes back / Devastating thrash attack / An invincible force released from agony / Hail to those who obey and believe in DESTRUCTION! Όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για το All Hell Breaks Loose παρέχονται σ’ αυτό το αξιολάτρευτα αυτοαναφορικό ρεφρέν. Το περιφρονημένο, συκοφαντημένο τευτονικό θρας ήταν ένα καζάνι που έβραζε στα late 90s - early 00s, αλλά από τις ηχηρές επανακάμψεις εκείνων των χρόνων καμία, για μένα, δεν φτάνει τον πάταγο αυτής των Destruction. Πόσα χρόνια σπαταλήθηκαν, ρε πούστη μου. Τζάμπα και βερεσέ, Για μαλακίες. Δεν πειράζει όμως. Ο Schmier είναι πάλι εδώ και δαγκώνει, με τις πιο ώριμες και λυσσασμένες ερμηνείες της ζωής του. Ο δε ήχος του άλμπουμ παίζει να είναι το απόλυτο μέταλλο, ριφάρες μες στη μούρη από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Και επειδή εγώ το θέλω το κεφάλι μου, ναι, δηλώνω υπακοή και πίστη στους DESTRUCTION.
Μετά από μια καταπώς φαίνεται αγρανάπαυση πέντε χρόνων (πολλά ήτανε ρε μάγκες) το καλύτερο συγκρότημα στον κόσμο το οποίο θα έπρεπε να ακούει ο χρήστης @hopeto - αλλά για κάποιον λόγο που ξέρει μόνο αυτός, ακόμα δεν έχει κάτσει να ασχοληθεί - επιστρέφει με το, μάλλον, κορυφαίο έργο του. Μπάσιμο με το All Falls Away, μπάντζο, από πίσω κιθαριστικές “ανάσες” και από πάνω η θεά Νατάσα να σπέρνει heartbreaks με την μπλουζ φωνάρα της. Γιατί το ακούω εγώ αυτό; Δεν ξέρω, αλλά γουστάρω άσχημα. Η συνέχεια εξίσου καταπληκτική, ο ένας ύμνος μετά τον άλλον, σε alternative ύφος αλλά με progressive ψυχή. Αυτό που έκανε τούτο το συγκρότημα να ξεχωρίζει ήταν οι απίστευτες συνθετικές επιλογές του, ιδίως με εκείνες τις εντελώς out-of-the-box τονικές αλλαγές, που δεν γίνονται απλά για να γίνουν αλλά για να δημιουργήσουν μια μελαγχολία που τόσο γλυκιά δεν έχω βιώσει από πολλά άλλα συγκροτήματα.
Τελικά το Last-Minute Lies ήταν το ορεκτικό. Ίσα ίσα να γουρλώσεις τα μάτια και με ανοιχτό το στόμα να ψιθυρίζεις “τι φτιάξανε ρε οι παλαβοί…”. Το κυρίως πιάτο ήρθε έναν χρόνο μετά. Σου έκανε κάτι αυτό το αδιανόητο blackened jazz πείραμα; Πάρτο τώρα ξεδιπλωμένο σε όλο του το διεστραμμένο μεγαλείο, στο Department of Apocalyptic Affairs, έναν από τους πιο φευγάτους μέταλ ή περίπου μέταλ δίσκους που δημιουργήθηκαν ποτέ. Μη βιαστείς να ερωτευτείς τις κοπελιές που τραγουδάνε νωχελικά πάνω από αυτά τα ατονικά riffs και εκείνα τα εξωγήινα σαξόφωνα. Πρώτα δες τι άλλους guests έχει. Όλο το “who’s who” της νορβηγικής σκηνής έχει σκάσει μύτη εδώ και κάνει τα δικά του. Μέλη από Arcturus, Mayhem, Beyond Dawn; Είμαστε σοβαροί; Ρητορική η ερώτηση. Φυσικά και δεν είμαστε. Υποκλίσου στην avant-garde ιδιοφυία των Alexander Norgarden / Svein Egil Hatlevik και άστα τα υπόλοιπα.
Μέχρι τώρα στην αποτίμηση του 2000 είχαμε επιστροφές επιβλητικές, ψαρωτικές, αναπάντεχες/out-of-nowhere… Ώρα τώρα για την πιο συγκινητική, την πιο “δική μου” σε συναισθηματικό επίπεδο. Δεν έχω κρύψει ποτέ ότι ο Metal God είναι το ίνδαλμά μου και ειλικρινά ζηλεύω που το Resurrection (most descriptive title ever) βγήκε μόλις κάποιους μήνες πριν αρχίσω να ακούω μέταλ, να συμβάλω κι εγώ στη θάλασσα δακρύων χαράς που γεμίσανε οι πιστοί Priest-άδες. Η δήλωση προθέσεων γίνεται κραυγαλέα με το “γεια σας”, με το ομότιτλο. Τη θυμάσαι αυτή την τσιρίδα μικρέ; Σήκωσε τη γροθιά σου. Και στα καπάκια Made in Hell, λέγε, πόσο σου έλειψε αυτή η ασύγκριτη χροιά; Δεν σταματάνε τα highlights, Night Fall, The One You Love To Hate, βρε καλώς τον Μπρους, Cyberworld, Slow Down… Ακόμα και το καημένο το Twist, που όλοι το κράζουν, εμένα μια χαρά μου φαίνεται. Φυσικά άφησα για το τέλος το απόλυτο Halford κομμάτι, αυτόν τον αθάνατο ύμνο του heavy metal του 21ου αιώνα, το Silent Screams. Δεν ξέρω ρε σεις, μπορεί κάποιοι να γελάνε και να θεωρούν τεμπέλικη αυτοαναφορικότητα κάτι …so every time I scream l’m killing pain, εμένα πάλι με φτιάχνουν ακόμα περισσότερο. Μεγάλε Ρόι, αιώνια ευγνωμοσύνη που τον επανέφερες και τούτον δω στον σωστό δρόμο.
Ο δεύτερος καλύτερος δίσκος των Jag Panzer (μετά το εκτός συναγωνισμού Ample Destruction); Δεν ξέρω αλλά παίζει, παίζει πολύ δυνατά. ΟΚ το ότι είχαν το αξιοθαύμαστο θράσος να μελοποιήσουν Μάκβεθ είναι ολόκληρο κεφάλαιο από μόνο του. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ο τρόπος που προσεγγίζουν το όλο εγχείρημα. Οι περισσότερες μπάντες σίγουρα θα το παράκαναν με ορχήστρες, χορωδίες, τενόρους, σοπράνο, ό,τι θες - trying too hard υπό την πίεση του να δημιουργήσουν κάτι “καλλιτεχνικά επαρκές”. Όχι οι Panzer! Οι Panzer βάζουν τέτοιες πινελιές μόνο σε ορισμένα σημεία και κατά τ’ άλλα εμπιστεύονται τη δική τους μουσική. Ξέρουν ότι η ένταση και το σκότος του heavy metal, συν βέβαια ο “one-man-opera-cast” Τύραννος και ο παιχταράς Broderick, φτάνουν και περισσεύουν. Thane to the Throne = το μέταλ όπως θα έπρεπε να είναι. Θεατρικό, λυρικό, δυναμικό, συγκινησιακό, υπέροχο.
Εδώ έχουμε για μένα το καλύτερο Motörhead άλμπουμ από το 1916 και μετά, οπότε εννοείται ότι θα το έβαζα στη λίστα μου. Τρίτος δίσκος της τριάδας Lemmy / Campbell / Dee, διπλό τριάρι δηλαδή οπότε ευθυγραμμίζονται οι πλανήτες και η επιμονή του ψηλού περί “ροκενρόλ, όχι μέταλ” αποκτά το πιο ισχυρό αντεπιχείρημα έβερ - όχι αναιρώντας το πρώτο σκέλος, αλλά σμίγοντάς το με το δεύτερο με τρόπο πιο ξεκάθαρο από ποτέ. Μόλις παραπάνω από 38 λεπτά (που πέφτουν στα 35 αν κάνουμε το σώφρον πράγμα και πατήσουμε σκιπ ξέρετε πού) γεμάτα από άξεστους, αξύριστους (επιτέλους ρε ψηλέ, δεν σου πήγαινε η clean cut φάτσα), τριχωτούς δυναμίτες, με επιστέγασμα το ομότιτλο στο τέλος, όπου έχουμε και το εμβληματικό μπασομπάσιμο, μη μείνουμε παραπονεμένοι, και We are the ones you love, or we’re the ones you hate / We are the ones always too early or too late / We are the first and we just still might be the last / We are Motörhead - born to kick your ass.
Έχω να ομολογήσω το εξής: Το Perfect Element ποτέ δεν το ένιωσα “δικό μου” δίσκο (κάτι που π.χ. έγινε 100% με τον διάδοχό του - θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα). Προσοχή, δεν είναι ότι το άκουγα και έλεγα “τι μαλακία είναι αυτή”. Ίσα ίσα. Πάντα με εντυπωσίαζε η μουσική του αρτιότητα, είναι φανερό ότι εδώ πέρα ακούς μια υπερταλαντούχα μπάντα at the top of its game. Κάτι με εμπόδιζε όμως να πω στον εαυτό μου “ναι, το αγαπώ αυτό το άλμπουμ” και να γεμίζει το στόμα ρε παιδί μου. Και απορούσα γιατί. Μέχρι που μου ήρθε η επιφοίτηση: Δεν χρειάζεται να αναπτύξεις τέτοια σχέση με κάθε δίσκο. Κάποιους δίσκους τους θαυμάζεις αλλά - είναι το θέμα τους; Η όλη φυσιογνωμία τους; Δεν ξέρω τι ακριβώς - κρατάς και τις αποστάσεις σου. Πώς το είπε ο φίλος μου (που εντάξει δεν θα τον ταγκάρουμε και τρεις φορές στο ίδιο ποστ); Από μακριά κι αγαπημένοι; Κάπως έτσι.
Ο μεσαίος δίσκος της απόλυτης τριάδας Primordial δίσκων (ή ο δεύτερος της απόλυτης τετράδας τους - εξαρτάται από τη διάθεση, για να είμαι ειλικρινής) σε γενικές γραμμές ακολουθεί τα χνάρια του αριστουργηματικού A Journey’s End, κάτι που σημαίνει ατμόσφαιρα πάνω απ’ όλα θρηνητική και ενδοσκοπική, αν και ήδη έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα στοιχεία πολεμικού κλίματος (Glorious Dawn, Children of the Harvest) που σε δυο βδομάδες θα κλειδώσει ότι οδήγησαν την μπάντα στη Θέωση. Προς το παρόν παρακαλάμε να μη σταματήσουν να επανέρχονται τα τρομερά riffs των Gods to the Godless και Burning Season. Αφηνόμαστε στη δίνη των The Soul Must Sleep και Cruel Sea, εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα να καταλάβουμε από τι σόι υλικό είναι φτιαγμένα. Και το κραυγάζουμε κι εμείς: Η Γη πρέπει να παραδοθεί στις Φλόγες. Με το Πνεύμα.
Τώρα, μάλιστα… Τι να γράψεις για το A Sceptic’s Universe; Όσοι το έχετε ακούσει (και οι πέντε) αυτή τη στιγμή κουνάτε το κεφάλι σας καταφατικά. Για τους υπόλοιπους, σκεφτείτε απλά τι μπορεί να γίνεται όταν βάζεις στο μίξερ Watchtower, Psychotic Waltz και Cynic… Και θα είμαι απολύτως ειλικρινής: Αν κάποιος μου πει “ρε μαν αυτό δεν ακούγεται” ή “πώς την παλεύεις με τέτοια πράγματα”, δεν θα τον ψέξω. Όχι, έτσι είναι. Δεν είναι στραβός ο γιαλός - εμείς αρμενίζουμε στραβά. Γιατί να ακούς ένα πράγμα συνεχώς υπερτεχνικό, εγκεφαλικό, στριφνό, σχεδόν απάνθρωπο, που σε πάει από τη μία ηχητική σπαζοκεφαλιά στην άλλη χωρίς να σε αφήνει να πάρεις ανάσα, χωρίς να σου δίνει ποτέ μια “κανονική” μελωδία να ανακουφιστείς; Έλα μου ντε; Δεν υπάρχει εξήγηση. Μαζόχες είμαστε. Μπαίνεις στο Σύμπαν του Σκεπτικιστή και ξεχνάς και πώς σε λένε. Αλλά - αυτό θα πω μόνο - και μόνο για την υπερέκκριση αδρεναλίνης, αξίζει.
NUMBER FIVE
Λείπει ο Μάης από τη Σαρακοστή; Όχι βέβαια. Έτσι και εκείνη η ανεπανάληπτα δημιουργική για το black metal περίοδος δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς να βάλουν το χεράκι τους, ή μάλλον τη χερούκλα τους, οι Mayhem. Στο Grand Declaration of War οι πρωτοπόροι του δεύτερου κύματος έκαναν ό,τι και άλλα σχήματα της σκηνής: Έψαξαν μια νέα κεντρική ιδέα που θα μπορούσε να εκφράσει τι σημαίνει black metal στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Και βρήκαν αυτό το theme στον Πόλεμο. Η ανατριχιαστική εικόνα του θανάσιμα πληγωμένου περιστεριού φτιάχνει το κλίμα, και το μουσικό περιεχόμενο του δίνει και καταλαβαίνει. Πέρα από τα ασυμβίβαστα δαιδαλώδη riffs του Blasphemer, πολλοί θα γκρίνιαξαν ότι καινοτομίες όπως οι εμβατηριακοί ρυθμοί, οι καθαρές κραυγές και οι ρομποτικές παραμορφώσεις του Maniac, οι ηλεκτρονικοί παλμοί, “δεν είναι black metal”. Εγώ λέω πως είναι ό,τι πιο black metal μπορεί να υπάρξει. Με το “πνεύμα” και όχι το “γράμμα” του είδους.
NUMBER FOUR
Από τις πιο θεαματικές μεταμορφώσεις στην πρόσφατη ιστορία της σκληρής μουσικής πρέπει να ήταν αυτή που υλοποίησαν οι Cave In από τον πρώτο στον δεύτερο δίσκο τους. Από κει που στο Until Your Heart Stops έπαιζαν ένα στριφνό, χαοτικό metalcore/mathcore όχι μακριά από όσα έκαναν την ίδια περίοδο οι Botch και οι Dillinger Escape Plan, στο Jupiter, ούτε δύο χρόνια μετά, δεν ξέρω τι μύγα τους τσίμπησε και πέταξαν στα σκουπίδια τα πάντα: από τους σπαστικούς ρυθμούς μέχρι τα γνωστά σκισμένα φωνητικά - και παρουσίασαν στην εμβρόντητη σκηνή ένα ψυχεδελικό, ονειρικό, διαπλανητικό, θορυβώδες και ταυτόχρονα αβάσταχτα μελωδικό heavy/progressive rock. Ακόμα αναρωτιέσαι αν πέτυχε το make-over; Βάλε το ομότιτλο, ή το Big Riff, ή το New Moon, και έλα πες μου. Δεν έχουν πολλές μπάντες το ταλέντο και την κλάση να γράψουν τόσο μεγαλειώδεις συνθέσεις. Πάμε να κατακτήσουμε και κοτζάμ Δία ρε τρελιάρηδες;
NUMBER THREE
Αν το 2000 υπήρχε ακόμα κόσμος που επέμενε να θεωρεί τους Spiritual Beggars “stoner” συγκρότημα, ο νέος τους δίσκος, το Ad Astra, διέλυσε με πάταγο κάθε σχετικό παπατζιλίκι. Και τα τελευταία τέτοια υπονοούμενα που υπήρχαν στα προηγούμενα albums της μπάντας - και τα οποία έτσι κι αλλιώς ήταν επί της ουσίας παραπλανητικά - εδώ πια έχουν εξαφανιστεί και προβάλλει σε όλο του το μεγαλείο το ατόφιο hard rock / heavy metal των Beggars. Απλά να μωρέ, μπαίνει στη νέα χιλιετία αφήνοντας την αίσθηση ότι αγνοεί σχεδόν* πλήρως την “επεκτατική” περίοδο των 80s και ότι μένει αφοσιωμένο στα πιο “ρομαντικά” 70s. Προς τι ο αστερίσκος, ρωτάς; Άκου το Sedated και θα καταλάβεις. Μήπως μπορούμε να το πούμε… hard rocking thrash τούτο δω; Εγώ λέω ναι. Κατά τ’ άλλα το εθιστικό groove ενός Angel of Betrayal δεν έχει βρει ακόμα το ταίρι του, ούτε η ορμή ενός Goddess, και αν δεν ήταν κάτι χαζοί να ανάψουν αναπτήρες στο Mantra σε εκείνο το live στο Ρόδον, γενόμενοι βούκινο στο Χάμερ, θα ήταν όλα τέλεια.
NUMBER TWO
Τρία χρόνια μετά τον υπέρτατο καλλιτεχνικό θρίαμβο του A Pleasant Shade of Gray, οι Fates Warning έχουν επιτέλους έτοιμο το νέο τους αριστούργημα. Disconnected και η (τόσο Fates-ική) αμφισημία του μουσικού περιεχομένου είναι αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν / θέλαμε: Από τη μία εισακούμε την ανάγκη να πάμε παραπέρα, παρακάτω, όπως θες πες το, από την άλλη όμως δεν θέλουμε ακόμα να αφήσουμε εντελώς πίσω μας τη μαγεία του APSOG - και έτσι …we kinda linger. Πειράζει; Όχι βέβαια. Δώσε μας κι άλλον progmetal μινιμαλισμό λέμε. Ο αδιαφιλονίκητος GOAT του είδους, Jim Matheos, τον ξέρει τον τρόπο. Χρειάζεται μόνο ένα επαναλαμβανόμενο bend (με υπέροχη πλάτη από τον Kevin τον Moore, που δίνει βροντερό “παρών” σε έναν ακόμα Fates δίσκο) για να μας μπάσει στο κλίμα και από κει και πέρα οι καρδιές ραγίζουν ξανά και ξανά, με κολοφώνα του όλου δημιουργήματος βέβαια μία από τις πιο συγκλονιστικές συνθέσεις που παρουσίασε ποτέ αυτό το συγκρότημα (και οποιοδήποτε συγκρότημα), το 16λεπτο - και λίγα ήταν! - Still Remains, όπου και μόνο εκείνο το σπάσιμο της φωνής του Ray στο …and a fading memory… θα αρκούσε για να σε σκλαβώσει - αλλά σιγά μην ήταν μόνο αυτό. Μητσάρα, το 'κανες πάλι το θαύμα σου…
NUMBER ONE
Λοιπόν. Το Dead Heart in a Dead World είναι σχεδόν σίγουρα όχι το καλύτερο άλμπουμ των Nevermore. Fuck, υπάρχει πολύ ισχυρή πιθανότητα να μην είναι καν το καλύτερο άλμπουμ του 2000 (πήγα να γράψω “αντικειμενικά” τώρα… Ας πω απλά “με βάση αυτά που ακούω πλέον συνήθως”).
Και τότε; Πώς παίρνει αυτή την πρωτιά, κάτι που δεν κατάφεραν ούτε το Politics of Ecstasy ούτε το Dreaming Neon Black; Δεν είναι μόνο θέμα ανταγωνισμού: Το Dead Heart… έχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, ως το πρώτο Nevermore και από τα πρώτα metal albums που άκουσα γενικώς. Ο νέος κιθαριστικός ήχος της μπάντας κάνει τα κομμάτια να ακούγονται πιο heavy από ποτέ, ο Warrel μπορεί να μην ηχεί τόσο αυτοκαταστροφικά έντονος όσο στα δύο προηγούμενα αλλά παραμένει ένας από τους απόλυτους metal ερμηνευτές (ειδικά στο πολύ υποτιμημένο We Disintegrate), ακόμα και η τάση του δίσκου να το γυρνάει πολύ συχνά στην μπαλάντα - κάτι που στα περισσότερα metal albums είναι πρόβλημα - λειτουργεί στα υπέρ, με τουλάχιστον 2 από τις 3 (Heart Collector και ιδίως Insignificant) να είναι σκέτο κατράμι (which is a great thing, obviously).
Άλλες τρεις σπέσιαλ αναφορές: Το Sound of Silence θα ήταν από τις καλύτερες διασκευές όλων των εποχών …αν ήταν διασκευή, γιατί πρακτικά είναι δικό τους κομμάτι - και τι κομμάτι. Το Engines of Hate είναι ένα μεγαλειώδες πανόραμα όλων όσα σημαίνουν Nevermore: Φανταστικό μπαστάρδεμα death/thrash/power/groove, Jeff Loomis - Guitar God, προσκυνήστε όλοι στο Ιερό του, συν αδιανόητο ψυχεδελοντούμ πέρασμα. Και το ομότιτλο κομμάτι είναι απλά στο πάνθεον της μπάντας, ό,τι και να πω για την ατμόσφαιρά του θα είναι λίγο.
Κατά τ’ άλλα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, οι Nevermore έχουν σχεδόν σίγουρες άλλες δύο ψήφους μου και μάλλον θα διεκδικήσουν και άλλη μία πρωτιά από μένα. Not bad.
+ εξώφυλλο της χρονιάς
Ωραία, και τώρα απο το Tier B, Mantra στο top-5, Ad Astra, παραδέξου πως αυτό είναι το καλύτερο Beggars.
Σωστότατος και κάτι ακόμη: 2001 είμαστε προ των πυλών.
Υπολόγιζέ με σε αυτό. Είμαι ακριβώς στην ίδια γραμμή. Για να δούμε, όμως, αν το νο1 μας θα είναι το (ή ίσως και τα…) ίδια.
Συγγνώμη ε
Οι Limp Bizkit είναι αυτοί που είναι, καλώς ή κακώς έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στη μουσική. Αν κρίνουμε καθαρά στο μουσικό κομμάτι, λίγες είναι οι μπάντες που τους κοντράρουν στην αίσθηση του groove. Δεν είναι καθόλου λίγο - ούτε εύκολο - πράγμα μια μουσική να μπορεί να σε “κουνήσει”. Το hate θεωρώ ότι προέρχεται λόγω του Fred Durst και εν μέρει δίκαια. Αυτό όμως, δε μπορεί να αναιρέσει ούτε ότι οι δίσκοι είναι όντως πολύ ωραίοι, ούτε το guilty pleasure της συνολικής υπόθεσης. Και στην τελική θεωρώ ότι με τα χρόνια έχει αποδειχτεί ότι ο Fred Durst είναι ουσιαστικά μια περσόνα που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο concept.
Και μη νομίζεις, με τη λογική που το λες κι εσύ, υπάρχουμε και οι άλλοι, αυτοί που βγάζουμε σπυριά με το power metal συρφετό ή με τη λατρεία για τους Manowar αυτού του κόσμου, που πάλι με τη σειρά μας δεν πιάνουμε τους λόγους που θεωρούνται καλά δείγματα μουσικής.
μα, για τι άλλο θα περιμέναμε το 2001, αν όχι για τους Madrugada…
Θα είναι ένα αξιόλογο honorable!
EDIT: το λιγότερο
Every rose has its thorn(s) θα πω…
Το λιγότερο αξιόλογο? Οκ μαζί σου
όλοι έχουμε δικαίωμα στο κακό γούστο εννοείς;
Αυτό εννοείται και είναι μάλιστα και αναφαίρετο για όλους μας
Καλά, το 2000 παράγινε το κακό
Ε, καλά δεν είμαι και ο μοναδικός hater! Χαχα!
https://youtube.com/shorts/Km4u3ZF1D8o?feature=share
Όλα στην τελική εξαρτώνται από το τι κάνει κλικ στα τετραγωνάκια σου.
Προβοκάτορας για την επιλογη κομματιου, αλλά αν έκανα τοπ 100 του 2000 ίσως το έβαζα το αλμπουμ