2016
The Best of the Rest
(25 in total)
Tier B
- Arrayan Path - Chronicles of Light
Αυτή τη φορά οι φίλτατοι Κύπριοι είπαν να κάνουν κάτι ελαφρώς διαφορετικό. Έτσι, κράτησαν από τη μία τα γνωστά τους μεγαλειώδη/πάντα αλάνθαστα ρεφρέν, συνδυάζοντάς τα από την άλλη με έναν κιθαριστικό ήχο καθοριστικά πιο “modern metal”. Κανονικά αυτό δεν θα έπρεπε να μου αρέσει καθόλου, αλλά (πάλι) μάσησα, τι να κάνω. Besides, όταν έχεις στον δίσκο σου διασκευή στο Σημάδι του Σκορπιού (ω ναι) απλά κερδίζεις από τα αποδυτήρια στον cool-as-fuck factor.
Για άλλη μια φορά θα αρκούσε η παρουσία όλων των χαρακτηριστικών στοιχείων των αειθαλών Ολλανδών deathsters: Της απέριττης αλλά αποτελεσματικότατης, ultra heavy riff-ολογίας, των on-point εναλλαγών από Motorhead-ικά γκάζια σε doomy έρπειν και των λοιπών λαχταριστών Frost-ισμών, της κλασικής αγριοφωνάρας του Martin. Εδώ όμως τη διαφορά κάνει στα χασομέρια του άλμπουμ το Death: The Only Immortal. Ένα πραγματικά συγκλονιστικό κομμάτι, από τα all-time highlights της μπάντας.
- Eternal Champion - The Armor of Ire
Φαντάσου τώρα αμηχανία, να είσαι fan του είδους (τρουμέταλ) και να είσαι συνηθισμένος στο να γεμίζετε βανάκι (στην καλύτερη) όσοι εκτιμάτε τους ίδιους δίσκους - και ξαφνικά να σκάει μύτη ένα άλμπουμ και συγκρότημα που αποθεώνεται και από τρίτους, “εξωτερικούς”, αλλά εσένα να μη σου φαίνεται τίποτα το σπουδαίο (!). Εννοείται ότι τα επόμενα χρόνια εκτίμησα, αρκετά κιόλας, αλλά - επιμένω - το δημιούργημα που δικαιολόγησε πλήρως όλη αυτή την αποθέωση δεν είχε έρθει ακόμα.
- Etrusgrave - Aita’s Sentence
Το τρίτο άλμπουμ των Λιβορνέζων Etrusgrave πολύ φοβάμαι ότι θα αποδειχθεί και το τελευταίο τους, καθώς ο μέγας Fulberto είναι πια και μιας αρκετά προχωρημένης ηλικίας… Τουλάχιστον όμως θα είναι σωστό “αντίο”. Το επικό μέταλ στην πιο “αριστοκρατική” του εκδοχή, με οπερατικής αισθητικής μελωδίες, όπως πάντα εκθαμβωτικά σόλο, μια “Σειρήνα” - acquired taste στα φωνητικά, αν δε ανακυκλώνει και κάποιες παλιές ιδέες, και τι έγινε; Σαν παλιούς καλούς Dark Quarterer δεν παίζουν πια ούτε οι ίδιοι οι Dark Quarterer…
Αυτό θα μπορούσε να είχε πάει ΠΟΛΥ στραβά. Επιστροφή μετά από σχεδόν μιάμιση δεκαετία αλλά χωρίς το (σήμα κατατεθέν) δίδυμο των Jan / Synne πίσω από το μικρόφωνο; Σίγουρα πρέπει να μιλάμε για άλλη μπάντα. Ναι και όχι: Από τη μία η παρουσία του Fogarty στα φωνητικά τροποποιεί καθοριστικά το στίγμα, από την άλλη όμως τα αδέρφια Botteri και ο Kobro εγγυώνται τη συνέχεια από το ένδοξο παρελθόν των Heart of the Ages / Omnio / Strage in Stereo. Εν τέλει, άλλος ένας δίσκος με το χαρακτηριστικό ItW απύθμενο συναισθηματικό βάθος.
- Litany - Pyres of Lamentation
Μία από τις πολλές παραλείψεις μου στο παιχνίδι ήταν η μη αναφορά στο προ οκταετίας Aphesis: The Sapience of Dying, ένα στην καλύτερη obscure αλλά πολύ αγαπημένο doom metal album. Το καλό με το παιχνίδι όμως είναι ότι παρέχει αφειδώς ευκαιρίες για επανορθώσεις, και τέτοια είναι και η συμπερίληψη σ’ αυτή τη λίστα του δεύτερου δίσκου των Litany, με τη χαρακτηριστική φωνή του Νικόλα Βαρσάμη (Wrathblade) να δεσπόζει πάνω από τα epic doom riffs και μαζί να παράγουν ένα εξίσου όμορφο αποτέλεσμα.
- Lord Vicar - Gates of Flesh
Αν το τρίτο άλμπουμ των Lord Vicar ήταν μαγαζί, στην είσοδο θα έγραφε “For Doom Nerds Only” ή κάτι τέτοιο. Η χαρά του πιουρίστα γίνεται εδώ: Το εξώφυλλο με τις νύμφες και τον σάτυρο παραπέμπει ευθέως σε Cathedral και Reverend Bizarre, η δε μουσική εκπληρώνει αυτές τις υποσχέσεις, όντας DOOM, σκέτο doom, χωρίς κανένα επίθετο από μπροστά. Αργόσυρτες, μουντές συνθέσεις που διώχνουν τους τουρίστες αλλά ανταμείβουν τους Πιστούς με υπέροχες μελωδίες - πεμπτουσία της μελαγχολίας και της εσωστρέφειας.
- Quicksand Dream - Beheading Tyrants
Τα πράγματα εξελίχθηκαν λίγο πιο ομαλά εδώ για τους Σουηδούς Quicksand Dream απ’ ό,τι στο ντεμπούτο τους, που έπρεπε να περάσουν 10 ολόκληρα χρόνια μέχρι να κυκλοφορήσει κατά τον τρόπο που του άξιζε. Στις τάξεις σοβαρής δισκογραφικής πλέον (της Cruz del Sur) κατάφεραν να ηχογραφήσουν με πολύ καλή παραγωγή και να αναδειχθεί με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια το ιδιαίτερο ύφος τους, που επανασυνδέει το επικό μέταλ με τις 70s ρίζες του και έτσι το παρουσιάζει τόσο laid-back, ταξιδιάρικο, νοσταλγικό, όσο δεν έχει ακουστεί ποτέ άλλοτε.
Οι Νορβηγοί psychedelic heavy rockers εξακολουθούν να μην έχουν χρόνο για κανονικούς τίτλους (…), ευτυχώς όμως στο μουσικό περιεχόμενο δίνεται η δέουσα φροντίδα. Σε σχέση με το Spidergawd II, που ήταν καλό αλλά και λίγο στάσιμο συγκριτικά με το ντεμπούτο, το τρίτο άλμπουμ αντιπροσωπεύει ένα πραγματικό άλμα προς τα εμπρός, ανώτερο σε όλους τους τομείς, από την παραγωγή μέχρι το παίξιμο, τις συνθέσεις, τα πάντα. Καμιά φορά θέλω απλά να ροκάρω βρε αδερφέ, και οι Spidergawd είναι εγγύηση από τις λίγες που έχω βρει τα τελευταία χρόνια.
Μιλώντας για vintage heavy rock καταστάσεις, οι μυστήριοι Αυστραλοί Tarot εξακολουθούν να το κάνουν πιο πειστικά από ίσως οποιονδήποτε άλλον. Δεν ξέρω τι ακριβώς παίχτηκε με την πάρτη τους, ήταν κλεισμένοι σε ένα σπίτι γεμάτο δίσκους Wishbone Ash, Uriah Heep, Genesis etc. όλη τους τη ζωή και ξαφνικά βγήκαν στον έξω κόσμο και άρχισαν να παίζουν τη μόνη μουσική που ξέρουν; Σε κάθε περίπτωση ο ήχος τους είναι σκέτη απόλαυση για όποιον μπορεί ενίοτε να ξεχνά τους κανόνες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) περί μουσικής εξέλιξης μπλαμπλαμπλά.
- The Temple - Forevermourn
Είπαμε, γενικά δεν βγάζουμε πολλές doom μπάντες άξιες λόγου, αλλά όταν βγάζουμε, διάολε του δίνουμε και καταλαβαίνει. Άψογο ντεμπούτο από τους Σαλονικιούς The Temple, οι οποίοι αγνοούν τις sludge τάσεις (μπράβο ρε καρντάσια), μπροστά δε στο κρίσιμο ερώτημα “κλασικό σαμπαθικό doom ή πιο επικίζον” λένε ΔΞ/ΔΑ και αντλούν κατά βούληση και από τα δύο αυτά μεγάλα ρεύματα του παραδοσιακού ήχου, ρίχνοντας και κάτι extreme metal καλούδια εδώ κι εκεί έτσι για να νοστιμίσει (κι άλλο). Μια ριφάρα για κάθε σου ψυχοπλάκωμα.
Αυτό εδώ δεν ξέρω αν το έχει ακούσει κανένας άλλος εκτός από μένα Πολωνοί που τους πέτυχα εντελώς κατά τύχη και μπήκα στο τριπάκι να ασχοληθώ μόνο και μόνο λόγω της περιγραφής που έχει γίνει γι’ αυτούς: Epic death metal λέει, τι διάολο, νόμιζα ότι μόνο οι Bolt Thrower είχαν κατακτήσει αυτό το tag. Κι όμως, τους κολλάει γάντι σαν όρος και - το κρισιμότερο - τον υπηρετούν με εξαιρετικά αποτελέσματα: Με έναν ήχο heavy και επιθετικό (φυσικά), αλλά και πολύ μελωδικό, και με μια τρομερή brutal φωνή που θυμίζει John Tardy!
- Torture Chain - Wasting Syndrome
Το δεύτερο άλμπουμ του black metal project του Brendan Radigan τον εμφανίζει να προσπαθεί να κάνει λίγο τον έξυπνο, με τρία μόλις κομμάτια και όλα διάρκειας 10 λεπτών και άνω, παρά δε τον πιο καθαρό ήχο να παράγει ένα αποτέλεσμα ακόμα πιο θορυβώδες και ακραίο σε σχέση με το ντεμπούτο. Νομίζω βέβαια ότι προτιμώ εκείνο προσωπικά, μου φαίνεται λίγο πιο ξεχωριστό ηχητικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εκτιμώ ιδιαίτερα και αυτή τη νέα προσπάθεια, που είναι κι αυτή εξαιρετική από όλες τις απόψεις.
Βλέποντας κάμποσους να αποθεώνουν αυτή τη βδομάδα το τρίτο Vektor ως το καλύτερό τους, αναρωτιέμαι μήπως τελικά είμαι ο μόνος εδώ μέσα που προτιμά τα δύο πρώτα, και αν ναι, γιατί συμβαίνει αυτό… Ίσως η απάντηση να βρίσκεται ακριβώς σε εκείνους τους πειραματισμούς προς το τέλος, με τα γυναικεία φωνητικά και τη γενικά πιο “φωτεινή” ατμόσφαιρα, που καταλαβαίνω μεν πού το πήγαιναν αλλά προσωπικά θα ήμουν ΟΚ αν δεν υπήρχαν αυτά τα στοιχεία… Μην παρεξηγηθώ βέβαια, άλλες ενστάσεις δεν έχω, για κλασική Vektor ισοπέδωση μιλάμε.
Καλώς τους ξανά τους αγαπημένους μας Νορβηγούς avant-garde rockers. Όπως δεν το κάναμε σε καμία από τις προηγούμενες τρεις φορές, έτσι και τώρα δεν χάνουμε την ευκαιρία να βυθιστούμε στο αλλόκοτο, εξπρεσιονιστικό τους σύμπαν. Αν οι Virus ήταν πίνακας ζωγραφικής θα ήταν η Κραυγή του Μουνκ, αν ήταν ταινία θα ήταν Το Εργαστήρι του Δόκτωρος Καλιγκάρι, αν ήταν συμφωνική μουσική θα ήταν κάποιο έργο του Άντον Βέμπερν. Δύο χρόνια ακόμα μέχρι να σιγήσει για πάντα ( ; ) αυτή η κοσμική οιμωγή.
Και μια που βάλαμε Virus, ε, ας βάλουμε και τους μπαμπάδες τους. Οι Γαλλοκαναδοί θρύλοι της metal πρωτοπορίας την τελευταία δεκαετία διέρχονται μια δεύτερη νιότη και αυτό για μένα πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό στον υπερταλαντούχο Daniel Mongrain, ο οποίος ήρθε και έκανε το unthinkable: Γέμισε τα παπούτσια του αείμνηστου Piggy. Έτσι, αν κάτι χαρακτηρίζει το Post Society EP είναι η τέλεια αισθητική του σε όλους τους τομείς, από το εξώφυλλο μέχρι την ατμόσφαιρα της μουσικής, η οποία δεν είναι τίποτα λιγότερο από Voivod όπως παλιά.
Tier A
Η εξέλιξη των Aenaon συνεχίζεται και πλέον έχουν φτάσει κι αυτοί στο ίδιο σημείο με αρκετούς άλλους ταλαντούχους ανανεωτές του ακραίου ήχου: Ουσιαστικά δεν είναι πια black metal μπάντα που “κάνει κι άλλα πράγματα”, αλλά μια ευρύτερα πειραματική/προοδευτική metal μπάντα που το black metal είναι ένα από τα πολλά εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της. Και οι σκοποί αυτοί, και στο Hypnosophy, υλοποιούνται στο έπακρο μέσα από τα μουσικά όργια στα οποία επιδίδονται οι Aenaon.
- Borknagar - Winter Thrice
Τρομερό αυτό που συμβαίνει με τους Borknagar την τελευταία δεκαετία και κάτι, δηλαδή από το Urd και μετά. Όχι πως προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η επιστροφή του ICS Vortex και η προσθήκη του Lazare από Solefald τους έδωσε καινούργια πνοή μετά από μια σειρά ποιοτικούς-αλλά-μέχρι-εκεί δίσκους folky/progressive-ίζοντος black metal, στο Winter Thrice όμως έφτασαν στο σημείο να καταθέσουν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας τους, στο ίδιο ύψος με τα τέσσερα πρώτα τους! Α ρε Brun τιτάνα, πόσους άσους έχει πια αυτό το μανίκι…
- The Dillinger Escape Plan - Dissociation
Μία περιοδεία της τελευταίας δεκαετίας που σκάω από το κακό μου για το ότι δεν είχα την ευκαιρία να παρευρεθώ έστω σε λίγα shows της ήταν η αποχαιρετιστήρια των DEP το 2017. Να ακούσω τον Μάικ τον Πάτον να ερμηνεύει επί σκηνής ολόκληρο το Irony is a Dead Scene, να δω τον Μήτσο τον Μηνακάκη ντουέτο με τον Γκρεγκ σε κομμάτια εποχής Calculating Infinty… Και αφορμή για όλα αυτά το Dissociation, το κύκνειο άσμα αυτής της τεράστιας μπάντας και ό,τι πιο έξοχα νοσηρό έφτιαξαν ποτέ. Εγώ πάντως - θα το πω - ελπίζω σε επάνοδο μια μέρα…
- Fates Warning - Theories of Flight
Είπαμε, ήταν να μη γίνει η αρχή με τη στροφή του Μαθιού σε πιο επιθετικά κομμάτια. Αισίως τρίτος δίσκος της νέας αυτής εποχής για τον GOAT του progressive metal (μην ξεχνάτε και το Sympathetic Resonance) και σε όποιους λείπει ακόμα η μελαγχολική/introspective περίοδος των Fates (που βέβαια, συμφωνώ, έδωσε κάποια από τα καλύτερα άλμπουμ τους) …λυπόμαστε αλλά στο καλό και μη μας γράφετε. Ούτε καν το ότι ο Aresti περιορίζεται εδώ σε guest ρόλο δεν μπορεί να υπονομεύσει αυτή τη δισκάρα, ό,τι καλύτερο έκαναν οι Fates από το 2000 και μετά.
Μετά το κολοσσιαίο Colored Sands ο Luc Lemay, αυτή η ηγετική μορφή της ακραίας μουσικής, έπρεπε να βρει τρόπο το επόμενο βήμα του να είναι εξίσου συνταρακτικό ως προς το αντίκτυπό του - κι ας είχε λιγότερη μουσική έτοιμη. Και τον βρήκε: Ένα και μόνο κομμάτι διάρκειας άνω του μισάωρου, η Σκόνη των Πλειάδων, μια ωδή στη Χρυσή Εποχή του Ισλάμ μέσα από τα επιστημονικά επιτεύγματα του “Οίκου της Σοφίας”, της μεσαιωνικής Βαγδάτης, και στο τραγικό τέλος της. Literary metal at its absolute best.
- Hail Spirit Noir - Mayhem in Blue
Από κορυφή σε κορυφή καλλιτεχνικά πάει η γκρουπάρα, με τον χαρακτηριστικό της ήχο να συνδέεται πλέον με το black metal ουσιαστικά μόνο σε αισθητικό επίπεδο, μια σύνδεση η οποία μεταφράζεται σε αυτή τη μόνιμη αίσθηση απειλής που κρύβεται πίσω από όλους αυτούς τους θαυμαστούς πειραματισμούς τους. Extreme progressive metal, της ύψιστης βαθμίδας, done the Greek way. Βασικά είναι τόσο θεούληδες που βάλανε λατέρνα (!) στο Lost in Satan’s Charms. Και το έκαναν να δουλέψει. Τι συζητάμε από κει και πέρα.
- Spiritus Mortis - The Year is One
Για όσους δεν τους θυμούνται, οι Φινλανδοί Spiritus Mortis είχαν προκαλέσει αρκετό θόρυβο στα doom δρώμενα το 2009 με το The God Behind The God, έναν από τους κορυφαίους δίσκους των 00s στο είδος, ο οποίος έδωσε απάντηση και στο μέχρι τότε θεωρητικό ερώτημα “πόσο θα γάμαγε ένα άλμπουμ με φωνή Albert Witchfinder αλλά πιο σπιρτόζικο από Reverend Bizarre”. Ε, το δεύτερο άλμπουμ αυτής της συνεργασίας παίζει να είναι ακόμα καλύτερο! Doom που δαγκώνει και (πρόσκαιρα) σε κάνει μέχρι και να σκέφτεσαι “τι να τους κάνουμε και τους θρήνους”.
Ο τίτλος της νέας δουλειάς της μπαντάρας είναι ταυτόχρονα παραπλανητικός και ακριβής: Από τη μία, δεν εντοπίζεται εδώ μέσα καμία δραματική αλλαγή ή τουλάχιστον όχι τέτοια που θα τους γύρναγε μπούμερανγκ - όλα τα γνωστά και λατρεμένα στοιχεία τους είναι (και) εδώ. Από την άλλη, υπάρχει μια αίσθηση ότι έχουν βρει νέους τρόπους να πουν τα ίδια πράγματα, ότι έχουν ανανεωθεί και είναι έτοιμοι για νέο γύρο αριστουργημάτων σ’ αυτό το experimental doom όπως μόνοι αυτοί ξέρουν να παίζουν. Άντε λοιπόν! Οχτώ χρόνια κλείνουμε όπου να 'ναι.
Εδώ λοιπόν άρχισαν όλα. Ένα από τα πιο ποιοτικά συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας εγκαινιάζει το εγχείρημα, εν είδει ιερής αποστολής που ανέλαβε, σε πείσμα των καιρών, να υμνήσει και να αναδείξει το Ωραίο στη σκληρή μουσική. Μπούσουλάς του, θρυλικά ονόματα του ροκ παρελθόντος όπως Thin Lizzy, Wishbone Ash, Deep Purple. Όπλο του, η αλάνθαστη αίσθηση της μελωδίας και της τραγουδοποιίας. Και καύσιμό του, η άτεγκτη αποφασιστικότητα να μην παρεκκλίνει ούτε χιλιοστό από αυτό το μονοπάτι. Το οποίο βγάζει μέχρι τις μέρες μας…
The Top 5
NUMBER FIVE
.............
Επτά ολόκληρα χρόνια - περισσότερα από ποτέ στη μέχρι τώρα πορεία τους - με υποχρέωσαν οι Madder Mortem να περιμένω καινούργιο δίσκο τους. Σκληρό βασανιστήριο. Θα λάβουν άφεση μόνο αν το Red in Tooth and Claw αποδειχθεί δισκάρα. Και όταν λέω δισκάρα δεν εννοώ “ΟΚ για Madder Mortem, οπότε έτσι κι αλλιώς καλύτερο από τους περισσότερους άλλους”. Εννοώ ΔΙΣΚΑΡΑ επιπέδου Deadlands ή All Flesh is Grass, ή κάπου εκεί κοντά εν πάση περιπτώσει.
Και διάολε, όντως τα πλησιάζει. Οι λατρεμένοι Νορβηγοί είναι σε τρελά κέφια συνθετικά και εκτελεστικά, το πολυετές διάλειμμα προφανώς βοήθησε. Η εκφραστική ποικιλία αποστομωτική: Από το ισοπεδωτικό εναρκτήριο Blood on the Sand (“wait for me!”) στο κολασμένα groovy Fallow Seasons και από το παραπλανητικά “χαρούμενο” (με πολύ σωστό τρόπο) Pitfalls μέχρι το συναισθηματικά εξουθενωτικό All the Giants are Dead κ.ο.κ., ο συνδυασμός των στοιχειωμένων heavy riffs και των συγκλονιστικών ερμηνειών της Agnete θριαμβεύει ξανά και ξανά. Δεν υπάρχει άλλη μπάντα τόσο ικανή να σε πηγαίνει από την κόλαση στον παράδεισο και τούμπαλιν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και με τέτοιο αβίαστο τρόπο.
Και γενικά στον σύγχρονο προοδευτικό (και μη) σκληρό ήχο δεν υπάρχουν πολλές μπάντες σαν τους Madder Mortem.
NUMBER FOUR
.............
Το έργο των Hammers of Misfortune με το Dead Revolution μόνο εύκολο δεν ήταν. Σαν δίσκος καλούνταν να διαδεχτεί με επιτυχία το 17th Street, κατά τη γνώμη μου ένα από τα καλυτερότερα άλμπουμ του 2011, ένα επικό αριστούργημα που πλησίασε όσο γινόταν τα The August Engine και The Locust Years. Θυμάμαι ότι τότε είχα μεν ενθουσιασμό να ακούσω την καινούργια δουλειά της μπαντάρας, αλλά δεν πίστευα ότι θα έφτανε στα ίδια επίπεδα με τον προκάτοχό της, είχα βάλει τον πήχη πιο χαμηλά.
Κούνια που με κούναγε - το Dead Revolution είναι τουλάχιστον ισάξιο του 17th Street, σε σημεία δε το ξεπερνάει κιόλας! Ο μέγας John Cobbett, πιθανώς έχοντας γεμίσει τις μπαταρίες του με ενέργεια από το εγχείρημα των Vhol που είχε μεσολαβήσει, εμφανίζεται πιο αγριεμένος και επιθετικός από ποτέ στα riffs του και συνολικά στις συνθέσεις, μη παραλείποντας φυσικά να δώσει και πολλές από τις χαρακτηριστικές πιο μελωδικές στιγμές των HoF. Η υπόλοιπη μπάντα τον υποστηρίζει εξαιρετικά, με μπροστάρισσες την “κυρία του κυρίου”, την Sigrid με τα υπέροχα Beatlesy πλήκτρα της, και την Λέιλα στη δεύτερη κιθάρα, που μάλιστα προσφέρει και ένα από τα highlights του δίσκου, τη φανταστική τρομπέτα στο τέλος του Here Comes the Sky. Όσο για τον frontman Joe Hutton, μπορεί να χτυπήθηκε κι αυτός από την κατάρα “αν δεν σε λένε Mike Scalzi μην περιμένεις να βαστάξεις πολλά χρόνια εδώ”, αλλά στην τελευταία του - όπως εξελίχθηκε το πράγμα - παρουσία του σε δίσκο του συγκροτήματος πρόλαβε να αφήσει το στίγμα του με ιδιαίτερα παθιασμένες και εκφραστικές ερμηνείες.
Άφησα για το τέλος το κερασάκι στην τούρτα, τη μεγαλύτερη αποκοτιά που επιχείρησε ποτέ ο Cobbett, τη διασκευή στο Days of 49’. Όσοι έχετε μάθει αυτό το κομμάτι από τον Bob Dylan, ξεχάστε ό,τι ξέρατε - εδώ μετατρέπεται σε μια αργόσυρτη doomy ελεγεία γεμάτη ένταση και συναίσθημα, έναν ύμνο που στο τέλος λέει μόνο “Hammers”, ζαλισμένο από τη σφραγίδα ενός από τα σπουδαιότερα metal συγκροτήματα του 21ου αιώνα.
NUMBER THREE
.............
Η μόνη μπάντα από την οποία θα άκουγα τη γνωστή κλισεδιά “το καινούργιο μας άλμπουμ είναι το καλύτερό μας” χωρίς να κριντζάρω του θανατά είναι οι Ulcerate. Γιατί πολύ απλά το καλύτερό τους άλμπουμ, δι’ απλής εμπειρικής παρατήρησης και διαπίστωσης, είναι πάντα το πιο πρόσφατό τους - μέχρι το επόμενο. Στη φάση που είμαστε λοιπόν αυτός ο τίτλος πηγαίνει αναπόφευκτα ( ; ) στο Shrines of Paralysis.
Ένα ψαρωτικό avant-garde/technical death metal αραβούργημα (όπως κάθε δίσκος των Ulcerate) που πατάει σε όσα έχουν προηγηθεί για να αναπτύξει και να εξελίξει παραπέρα το όλο ηχητικό concept τους, αν μπορώ να το θέσω έτσι, και συνολικά να πάει ένα ή περισσότερα βήματα παρακάτω τη μοναχική διαδρομή που έχουν χαράξει ως πρωτοπόροι του σύγχρονου ακραίου ήχου (όπως κάθε δίσκος των Ulcerate). Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε λοιπόν; Θα έλεγα σε μια ψιλομεταβατική κατάσταση (αν μπορεί κάτι τέτοιο να ειπωθεί για δίσκο μιας μπάντας που ούτως ή άλλως - και το έχει αποδείξει - βρίσκεται σε διαρκή κίνηση όσον αφορά το συγκεκριμένο “μείγμα” στο οποίο αποκρυσταλώνεται το στυλ της). Ακόμα διατηρείται σε αρκετά μεγάλο βαθμό το στοιχείο της βάναυσης tech death επίθεσης στις αισθήσεις, που τους έκανε διάσημους στους underground κύκλους ιδίως με τους πρώτους δίσκους τους, παράλληλα όμως ενισχύεται ολοένα και περισσότερο η αίσθηση ότι ο παράγοντας “ατμόσφαιρα” κερδίζει έδαφος και χαρακτηρίζει σε αυξανόμενο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα. Δεν μιλάμε εδώ για εύκολες ασκήσεις στη μελωδικότητα, όπως λογικά μπορεί να υποψιαστεί ο καθένας, αλλά για μια ιδιαίτερα επιδέξια διαχείριση των παραμέτρων του ήχου τους, έτσι που τελικά μέσα από τον θόρυβο, τη βιαιότητα, την κακοφωνία, να ξεπροβάλει η ομορφιά, σαν λουλούδι μες στην έρημο. Κάτι χτίζεται εδώ, όχι βιαστικά αλλά μεθοδικά και με σιγουριά, και μόνο στη σκέψη τού πού θα οδηγήσουν όλα αυτά, πώς θα επέλθει η κορύφωση, ανατριχιάζω.
Όχι, το Shrines of Paralysis δεν είναι απλό ορεκτικό όπως θα μπορούσε πλέον να ιδωθεί στο context της δισκογραφίας τους, είναι μεν κρίσιμο stepping stone αλλά ακούγεται αυτόνομο και με την επιβλητική του αύρα απειλεί να δικάσει σκληρά και αδίστακτα όποιον τολμήσει να το ακουμπήσει.
NUMBER TWO
.............
Είναι μεγάλα τρολ οι Watchtower. Η πρώτη νύξη περί τρίτου άλμπουμ, που θα διαδεχόταν τους ακρογωνιαίους λίθους του progressive metal Energetic Disassembly και Control and Resistance, ήταν στα early 90s. Στα early 90s! Επιπροσθέτως, ήδη από τα early 00s πληροφορηθήκαμε ότι το τρίτο άλμπουμ θα βγει, όχι παιδιά αλήθεια, μας έλεγε ο Jarzombek, θα φέρει τον τίτλο Mathematics και μένουν μόνο κάτι λεπτομέρειες μέχρι να ολοκληρωθεί λέει το συνθετικό κομμάτι και να μπει η μπάντα στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις. Άλλα 20+ χρόνια από τότε Mathematics ακούμε και Mathematics δεν βλέπουμε, μέχρι και οι G’n’R τους πρόλαβαν σ’ αυτό το κομμάτι for fuck’s sake. Η μόνη πραγματική αναλαμπή / “κάτι κινείται τελικά” ήταν το 2016, με την κυκλοφορία ενός EP - προάγγελου του επερχόμενου άλμπουμ λέει (άντε πάλι) και με τίτλο τι; Concepts of Math: Book One λέει! Ρε; Παίζετε με την υπομονή μας;
Ρητορικό το ερώτημα φυσικά. Ανέκαθεν η ίδια η μουσική των Watchtower έπαιζε με την υπομονή μας, και όχι μόνο - με τον πόνο μας, με τις σκέψεις μας, με την πνευματική μας υγεία, ε παίζουν μαζί μας γενικώς, τι να πούμε τώρα. Αν δεν ήμασταν μαζόχες του κερατά θα τους αφήναμε να φλυαρούν για τα πώς και τα γιατί των καθυστερήσεων και θα προχωρούσαμε τη (μουσική) ζωή μας, έλα όμως που είμαστε μαζόχες του κερατά και ψάχνουμε από κάτι να πιαστούμε, EP; Ας είναι και EP, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί. Ποιος είναι τραγουδιστής αυτή τη βδομάδα, ο Άλαν ή ο Τζέισον; Σε οποιαδήποτε άλλη μπάντα θα είχε γίνει ανέκδοτο, η Watchtower-ική φαρσοκωμωδία όμως μας αφήνει ανέκφραστους. Απλά φέρτο κι ας τραγουδάει όποιος να ‘ναι. Η μουσική ακούγεται σαν Energetic… ή σαν Control… ή έχει εξελιχθεί το πράγμα; Who the fuck am I kidding, ό,τι και να ήταν θα το δάγκωνα και θα παραληρούσα μετά, όχι από λύσσα - βασικά ναι, από λύσσα. Ωπ, κοίτα να δεις τελικά, είναι “επικαιροποιημένη” εκδοχή των Watchtower, τα riffs ακούγονται αρκετά διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν, τα φωνητικά δεν είναι τόσο ακραία ψηλά όσο ήταν παλιά (btw ο Άλαν ήταν τελικά, όχι ότι είναι ακόμα εκεί, τρέχα γύρευε), κάτσε να βρω το ένα από τα δύο κουτάκια “και γαμώ” να το τσεκάρω. Μονά - ζυγά δικά τους (και δικά μου). Τι να κάνω ρε μαλάκες, είμαι άρρωστος μ’ αυτό το συγκρότημα.
Το πραγματικό ερώτημα είναι άλλο. Έβγαλαν οι Watchtower …κάτι τέλος πάντων, κι ας μην είναι full-length, και δεν τους έβαλα #1; Πώς διάολο έγινε αυτό;
NUMBER ONE
.............
Α ναι ρε, πες το έτσι. Έβγαλαν δίσκο οι Meshuggah. Για μισό λεπτό όμως. Meshuggah να 'ναι κι ό,τι να ‘ναι; Θέλω να πιστεύω ότι δεν έχω φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Το The Violent Sleep of Reason για να φτάσει τόσο ψηλά έπρεπε να μην είναι απλά άλλο ένα Meshuggah άλμπουμ, που ΟΚ το ξέρουμε ότι δεν γίνεται να βγάλουν μέτριο δίσκο ούτως ή άλλως, στο γήπεδο αυτό παίζουν μπάλα μόνοι τους και την έχουν τελειοποιήσει τη φόρμουλα (και ας τους αντέγραψε - αποτυχημένα - το μισό σύμπαν την τελευταία εικοσαετία, οδηγώντας στο εξάμβλωμα που ονομάστηκε “djent”, άντε μην αρχίσω πάλι). Το θέμα είναι όμως ότι υπάρχουν τα “τυπικά” φανταστικά Meshuggah albums και υπάρχουν και τα κορυφαία Meshuggah albums, αυτά του διαμετρήματος ενός Nothing ή ενός obZen. Ωχ, τέτοια μπάλα παίζει το Violent Sleep…; Παλαβά πράγματα, κάνε κάτι να μετριαστούν οι αντιδράσεις, πρέπει ( ; ) να κρατήσουμε και ολίγα προσχήματα. Νομίζω.
Κι όμως, όσες φορές κι αν ακούσω αυτό το άλμπουμ προσπαθώντας να επιστρατεύσω κριτική διάθεση, να βρω στοιχεία που θα με κάνουν να αναφωνήσω “αχά! Δεν είναι εφάμιλλο των καλύτερων δίσκων τους τελικά! Το 'ξερα!”, στο τέλος όλο ηττημένος βγαίνω. Κατατροπωμένος βασικά. Αυτός ο δίσκος Σ-Π-Ε-Ρ-Ν-Ε-Ι τόσο σκληρά που ναι, υψώνεται σε ένα επίπεδο (αρκετά) πάνω απ’ αυτό που αυθαίρετα όρισα ως “μέσο - απλά σούπερ - Meshuggah album”. Βάζω καμιά φορά το Koloss στα καπάκια να δω μήπως παίζουν παιχνίδια με το μυαλό μου και αποπροσανατολίζομαι. Λοιπόν ήταν δισκάρα κι εκείνο, φυσικά. Αλλά, η βεβαιότητα μεγαλώνει κάθε φορά, Violent Sleep… ΔΕΝ ήταν. Το ξεπέρασε σε όλους τους τομείς, ναι, αυτό ακούω, τι να σας πω. Τα riffs μού ακούγονται πιο καίρια, πιο αποτελεσματικά, πιο δολοφονικά, τα σόλο πιο σοκαριστικά, τα ρυθμικά μοτίβα πιο εξελιγμένα και περίτεχνα, οι φιούζιον παρεμβολές πιο παρανοϊκές και αρρωστημένες. Όχι, δεν προσποιούμαι ότι έχω τις μουσικές γνώσεις για να εντοπίσω ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα σε ένα εξαιρετικό Meshuggah θέμα και σε ένα κορυφαίο Meshuggah θέμα, προς θεού, το μόνο που έχω στη διάθεσή μου είναι μια ας πούμε υποτυπώδης ικανότητα να εκφράσω τι αίσθηση μου αφήνει το καθένα απ’ αυτά. Και η αίσθηση που μου αφήνει σαν σύνολο το Violent Sleep… είναι ότι είναι ποτισμένο στην τελειότητα απ’ την κορφή ως τα νύχια, ότι δεν υπάρχει ούτε μία περιττή στιγμή εδώ, ότι όλα συντείνουν στο να προκύψει τελικά ένα από τα κορυφαία άλμπουμ που έφτιαξαν ποτέ.
Δεν ξέρω αν σας το 'χω ξαναπεί, οι Meshuggah είναι η κορυφαία ακραία (και μάλλον όχι μόνο) μπάντα των καιρών μας.-
Εξώφυλλο της χρονιάς
There is a place I know for sure
Where there is life and the water is pure
But it’s not mine and it’s not yours…