Ώπα και να 'μαι κι εγώ που θα έλεγε ο Προύσαλης. Είχα σημαδέψει εδώ και καιρό μεν το '65 ως σημείο εισόδου μου στην 60s edition του παιχνιδιού …αλλά τελικά δεν κρατήθηκα διάολε. Θέλω να (ξανα)παίξω! Πάμε λοιπόν με μία απλή πεντάδα, “ψιλοφτωχή”, no matter though, απλά ζεσταινόμαστε.
1964
#5
The Chieftains S/T
Κοιτάξτε να δείτε λοιπόν, ο @hopeto σας έχει ταράξει (και θα συνεχίσει να σας ταράζει) στα blues, στη soul, στα country & western, γενικά all things American… Ε εγώ θα σας ταράξω στη folk Και δη στην ιρλανδική folk.
Αρχίζουμε λοιπόν με τους Chieftains, ένα όνομα που υποθέτω έχετε ακούσει πολλοί, ίσως οι περισσότεροι. Τι είναι αυτό που τους κάνει σημαντικούς; Το ότι είχαν τεράστια συμβολή στο να μάθουν πρώτα απ’ όλα οι ίδιοι οι Ιρλανδοί να αγαπάνε τη μουσική του τόπου τους - για να ακολουθήσει μετέπειτα και όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Πώς λέμε “αν θες να σε αγαπάνε, πρώτα μάθε να αγαπάς τον εαυτό σου”; Κάπως έτσι ( ; )…
Ναι, όσο τρελό κι αν ακούγεται, υπήρχε μια εποχή που ο πολύς κόσμος στην Ιρλανδία άκουγε όλα αυτά τα reels και τα jigs και όλα τα υπόλοιπα και κρίντζαρε, τα θεωρούσε “χωριάτικα” πράγματα, ξεπερασμένα, κατάλοιπα ενός παρελθόντος που ήθελε να αφήσει πίσω του.
Σας θυμίζει κάτι μήπως; Δεν κάνετε λάθος… Εκεί όμως δεν περιορίστηκαν στο να “εισάγουν” ενέσεις μουσικής ζωτικότητας από μεταναστευτικό/προσφυγικό στοιχείο (και εξ ανατολών και εκ δυσμών - θα πούμε περισσότερα για το δικό τους “ρεμπέτικο” με άλλες αφορμές) αλλά βίωσαν και μια εκ των έσω αναζωογόνηση της αμιγώς ορχηστρικής/οργανικής μουσικής τους παράδοσης: Διαδικασία στην οποία ηγήθηκε μια τεράστια προσωπικότητα ονόματι Seán Ó Riada ο οποίος, επηρεασμένος από την κλασική μουσική του παιδεία, παρουσίασε μια σειρά ενορχηστρώσεων παραδοσιακών σκοπών οι οποίες αφαίρεσαν από την ιρλανδική μουσική το στίγμα του ceilidh συγκροτήματος (μουσική του χωριού θα τη λέγαμε, ή τα “καγκέλια” της Ιρλανδίας) και την έκαναν πιο αστικού τύπου, πιο ραφιναρισμένη (με την καλή έννοια), πιο ευκρινή/λαμπερή.
Στο συγκρότημα που δημιούργησε, τους θρυλικούς Ceoltóirí Chualann (με κάποια αφορμή, εκτός παιχνιδιού, θα τους αφιερώσω κάποιο κείμενο κάποια στιγμή), συμμετείχε κι ένας ταλαντούχος νεαρός παίχτης των uilleann pipes (η ιρλανδική εκδοχή της σκοτσέζικης Great Highland Bagpipe) που τον έλεγαν Paddy Moloney. Ο οποίος κάποια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να ανοίξει τα φτερά του και να δημιουργήσει το δικό του συγκρότημα, που θα έπιανε το νήμα από τον μέντορά του τον Ó Riada και θα εξέλισσε εκείνο το όραμα, για μια ιρλανδική μουσική που θα είχε κύρος και θα παράλληλα θα αγαπιόταν και από τον απλό κόσμο.
Το συγκρότημα εκείνο ονομάστηκε Chieftains και σε τούτο δω το ομώνυμο ντεμπούτο τους μπορεί να απέχουν ακόμα κάμποσο από τη διεθνή καταξίωση που θα γνώριζαν αργότερα, από τα 70s και μετά, όλη η μυσταγωγία όμως είναι ήδη παρούσα και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι τα θέλουμε αυτά τα φωνητικά τέλος πάντων, όταν έχουμε ένα τσούρμο υπέροχους μουσικούς να παραδίδουν τη μία εξαίσια μελωδία μετά την άλλη.
#4
The Dubliners S/T
Μένουμε Ιρλανδία και περνάμε σε ένα από τα πολύ αγαπημένα μου συγκροτήματα όχι μόνο της δεκαετίας (και θα το διαπιστώσετε και τα επόμενα χρόνια) αλλά και όλων των εποχών, τους μεγάλους Dubliners.
Τι τους κάνει σπουδαίους τούτους δω στο wider context της ιρλανδικής μουσικής; Ότι ήταν, κατά τη γνώμη μου (και σίγουρα δεν είμαι ο μόνος), το απόλυτο all-around συγκρότημα: Η τραγουδιστική/φωνητική παράδοση είχε ήδη καταστεί δημοφιλής από κάμποσα χρόνια πριν χάρη στις δουλειές των άλλων σπουδαίων, των Clancy Brothers (και του Tommy Makem), οι οποίοι όμως είχαν τις περισσότερες φορές υποτυπώδη μουσική συνοδεία στις απολαυστικές πολυφωνίες τους - αρκούσε συνήθως η κιθάρα του Liam, ενίοτε και το tin whistle του Tommy, και ιδού. Σχεδόν παράλληλα ήρθε η επανάσταση των Ceoltóirí Chualann (και κατοπινά των Chieftains, όπως αναφέρω πιο πάνω) στη χορευτική μουσική, με κορυφαίου επιπέδου δεξιοτεχνία στο παίξιμο, αλλά “αν θέλετε τραγούδια πηγαίνετε αλλού”. Οι Dubliners λοιπόν κάνανε το εξής, πήρανε τη φωνητική πανδαισία των Clancy Brothers, την πάντρεψαν με τα ορχηστρικά όργια των Chualann (σε σχετικά απλοποιημένη μορφή βέβαια) και κάπως έτσι φτιάξανε το gold standard αυτού που λέμε Irish folk.
Γιατί εξάλλου δεν το έκαναν απλοϊκά, ατσούμπαλα, μηχανικά. Το έκαναν με το δικό τους στυλ. Η προσέγγισή τους στο τραγούδι είναι πολύ διαφορετική από των αδερφών Clancy, που είχαν μια αύρα “ρωμαλαίοι χαρακτήρες ταινίας ή θεατρικού έργου που στη μέση της ιστορίας ξεσπάνε σε τραγούδι” και αναπόφευκτα το κάνουν με έναν τρόπο αρκετά θεατρικό, απόρροια φυσικά του γεγονότος ότι όταν μετανάστευσαν στην Αμερική ο στόχος τους δεν ήταν να πιάσουν την καλή ως μουσικό συγκρότημα αλλά ως ηθοποιοί…
Οι Dubliners από την άλλη δεν είχαν σχέση με Μπρόντγουεϊ και τέτοια. Εκείνοι ανδρώθηκαν στον κόσμο των παμπς και των folk clubs του Δουβλίνου. Έναν κόσμο γεμάτο φασαρία, κάπνα τσιγάρων, αρώματα βαρελίσιας Γκίνες, εναλλακτικά ζευγαράκια, αντισυμβατικούς ποιητές κ.λπ. Και φαίνεται και στη μουσική τους. Έχει μια άλλου τύπου σκληρότητα, μια αμεσότητα, ένα εντελώς λαϊκό μπρίο. Ακόμα και η όψη τους άγρια, με τις γενειάδες τους και το κουζουλό τους το μάτι, σχεδόν το flipside στις clean cut φάτσες και τα λευκά πουλοβεράκια των Clancy. Απέναντι στους “Beatles της Ιρλανδίας”, οι “Rolling Stones της Ιρλανδίας”, έχει ειπωθεί…
Ειδικά ο Ronnie Drew ήταν η απόλυτη μορφάρα, ένας αυθεντικός madman που οι μικροαστοί τον βλέπανε στον δρόμο και κόβανε λάσπη, και όταν άνοιγε το στόμα του η φωνή που έβγαινε ταίριαζε 100% σ’ αυτό το ατίθασο παρουσιαστικό, ένας ήχος άξεστος, ένρινος, ασυμβίβαστος, ό,τι πρέπει για storytelling - κατά προτίμηση με ιστορίες καθημερινής δουβλινέζικης τρέλας. Και στο “γιν” του Ρόνι, το “γιανγκ” του έτερου πυλώνα των Dubliners, του τιτάνα Luke Kelly. Εδώ θα συγκρατηθώ και δεν θα επιδοθώ από τώρα σε παραληρήματα για την κορυφαία ανδρική φωνή που έχω ακούσει στη ζωή μου όπως έχω ξαναπεί, έχουμε βδομάδες να τα πούμε αυτά.
Τούτο δω το ομώνυμο ντεμπούτο των Dubliners είναι ένας ιδιότυπος συνδυασμός live και studio album: Έχει ηχογραφηθεί μεν σε στούντιο, αλλά one take και παρουσία και μιας μικρής ομάδας ακροατών - ακούς και τα χειροκροτήματά τους ανάμεσα στα τραγούδια! Άρα “και τα δύο μαζί και τίποτα από τα δύο”; Πιθανολογώ ότι ήθελαν να πιάσουν, σε ένα βαθμό έστω, την ατμόσφαιρα από τις εμφανίσεις τους όχι σε αμιγώς συναυλιακούς χώρους αλλά στις παμπ και στα κλαμπάκια, όπου προφανώς έπαιζαν μπροστά σε μερικές δεκάδες ανθρώπους αλλά το όλο vibe ήταν πολύ intimate που λέμε και στο χωριό. Και νομίζω ότι γενικά το πετυχαίνουν να το πιάσουν αυτό. Δεν είναι το καλύτερό τους άλμπουμ, σε καμία περίπτωση, για ντεμπούτο όμως αποτυπώνει έξοχα αυτή την αδρή ποιητικότητά τους, ήδη περιέχει κάποιες εκτελέσεις παραδοσιακών κομματιών που έμελλε να γίνουν “the definitive versions” (Wild Rover, Rocky Road to Dublin, Holy Ground, Tell Me Ma κ.λπ.) και φυσικά, το κυριότερο, ανοίγει το δρόμο για την εποποιία που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας, με κορύφωση όμως σε 2-3 βδομάδες από τώρα.
#3
The Beatles - A Hard Day’s Night
Με την “Εισβολή” να βρίσκεται στα ντουζένια της και να καθορίζει τους όρους με τους οποίους θα γραφόταν και θα παιζόταν η δημοφιλής δυτική μουσική τις επόμενες δεκαετίες, ένιωσα ότι όφειλα, εντός ή εκτός εισαγωγικών, να βάλω σε τούτη δω την πρώτη 60s πεντάδα μου τουλάχιστον έναν δίσκο Βρετανών “γιεγιέδων” της εποχής. Και ήμουν έτοιμος να χώσω το ντεμπούτο των Kinks, τιμής ένεκεν, σε έναν βαθμό, για το γεγονός ότι εκεί βέβαια περιέχεται η πιο εμβληματική στιγμή στην πορεία διαμόρφωσης της σκληρής μουσικής, το απόλυτο before | after (και αν κάποιος ρωτήσει “μα σε τι αναφέρεσαι;” θα θυμώσω ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ και θα στενοχωρηθώ ακόμα περισσότερο). Εκεί όμως που πρακτικά πληκτρολογούσα τη συγκεκριμένη κατάταξη, μου ήρθε μια σκέψη στο μυαλό, μπρε συ, μήπως να ακούσω πρώτα κάνα Beatles της χρονιάς μπας και; Μη σας κάνει εντύπωση το ψιλοσυγκαταβατικό ύφος, γενικά Beatles ακούω από τα μέσα της δεκαετίας και μετά και πολύ σπάνια πια αυτήν εδώ την πρώιμη ('63 - early '65) περίοδό τους.
Ξανάβαλα τέλος πάντων και μα την πίστη μου, μέχρι τη στιγμή εκείνου του εξωγήινου chord progression στα πρώτα δευτερόλεπτα του If I Fell είχα πειστεί: Ε δεν γίνεται ρε, πρέπει να το βάλω το A Hard Day’s Night. Σημειωτέον, σε κάποιο άλλο φεγγάρι μπορεί να έπαιρνε τη θέση του το Beatles for Sale, για τις ανάγκες του παιχνιδιού όμως απλά στάθηκε άτυχο I guess. Anyway.
Έπαιζαν ποπ ακόμα τότε οι Beatles; Ναι, δεν υπάρχει λόγος να το κρύψουμε. Οι ενορχηστρώσεις είναι σε γενικές γραμμές πολύ απλές και η έμφαση δίνεται στα πιασάρικα ρεφρέν και γενικά σε μελωδίες που να μπορούν να τραγουδιστούν live. Γενικά δε εγώ δεν είμαι ο τύπος που θεωρεί την αναφορά περί ύπαρξης ποπ στοιχείων σε έναν δίσκο, συγκρότημα κ.λπ. κάτι το θετικό, τουλάχιστον όχι τις περισσότερες φορές. Στην περίπτωση όμως (ακόμα και) των πρώιμων Beatles αυτή είναι μια συζήτηση “εκτός θέματος”, που λέμε. Δεν έχει καμία σημασία εν προκειμένω η συγκεκριμένη διάθεση στην οποία βρίσκονταν οι Fab Four γράφοντας τα συγκεκριμένα κομμάτια, ή αλλιώς σε τι στόχευαν με αυτά. Αυτό που έχει σημασία είναι η συνθετική τους μεγαλοφυία που λάμπει και προοικονομεί τα, soon to follow, πραγματικά τους μεγαλεία. Μελωδίες που απλά σε αγγίζουν ρε φίλε, δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Αν ένα συγκρότημα είχε ανακαλύψει το Μυστικό, ήταν σίγουρα τα Σκαθάρια.
Επειδή έχω την αίσθηση ότι γενικά αυτός ο δίσκος θα συζητηθεί κάμποσο αυτή τη βδομάδα, δεν θα πω πολλά άλλα. Μια παρατήρηση μόνο. Πόσο θα γούσταρα να τραγούδαγε σε όλα τα κομμάτια, ή τέλος πάντων σε περισσότερα, ο McCartney! Τα κομμάτια όπου είτε συμμετέχει είτε τα τραγουδάει μόνος του (ομότιτλο, το προαναφερθέν, Can’t Buy Me Love, And I Love Her κ.λπ.) είναι μάλλον και εκείνα που μου “μιλάνε” περισσότερο. Ξεκαθαρίζω ότι δεν με ενοχλεί η φωνή του Lennon (ο οποίος κυριαρχεί ως παρουσία - και - εδώ), σε καμία περίπτωση. Απλά προτιμώ τη χροιά και το στυλ του Paul, πώς να το κάνουμε. Τέλος πάντων. Τιμή και δόξα, αντίο σιγά σιγά pure pop Beatles era, γεια σου experimental Beatles era, σε βλέπω που αχνοφαίνεσαι στον ορίζοντα, δεν βλέπω την ώρα να σκάσεις σαν βόμβα και να τους (μας) κάνεις όλους ανθρώπους.
#2
Shirley Collins & Davy Graham - Folk Roots, New Routes
Για τον φοβερό και τρομερό αυτόν κιθαρίστα/τραγουδοποιό/καλλιτέχνη ονόματι Davy Graham σας τα είπε (και πολύ ωραία) ο hopeto την περασμένη βδομάδα, τώρα θα σας πω λίγα κι εγώ μια που τούτη τη βδομάδα ο άλλος εσίγησε, καθότι δεν ευτύχησε ποτέ να ακούσει το Folk Roots… ο καψερός - ξηγήθηκε όμως ο φίλος του ο Γράκχος και λογικά θα διορθωθεί αυτό εν καιρώ. Γιατί είναι πολύ απίθανο να έχεις έστω και casual ενδιαφέρον για το όργανο αυτό και να μη σε συγκινήσει κάθε μα κάθε φορά το παίξιμο του παλικαριού από δω.
Όσο για τον συγκεκριμένο δίσκο, έχει την προφανή ειδοποιό διαφορά σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του, ότι πρόκειται για συνεργασία με άλλο καλλιτέχνη, άλλη καλλιτέχνιδα για να είμαστε properly non-non-binary, την μαντάμ Shirley Collins. Και δεν είναι τυπική / να 'χαμε να λέγαμε αυτή η διαφορά, είναι πολύ βαθιά και ουσιώδης ακόμα και σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του δεξιοτέχνη Davy.
Μιλάμε εξάλλου για μια συνεργασία η οποία είναι - και εκείνη την εποχή πρέπει να φαινόταν ακόμα περισσότερο - τουλάχιστον ετερόκλητη: Από τη μία το “bad boy” της σε αναβρασμό τότε σκηνής της British folk revival, μιγάς (γιος Σκωτσέζου πατέρα και μητέρας από τη Γουιάνα), χύμα στη συμπεριφορά, ατίθασος, πρακτικά ροκ τύπος (άλλωστε, δεδομένου και ότι άκουγε ήδη από τότε έναν σκασμό blues δίσκων και καλλιτεχνών, νομίζω ότι το μόνο που τον κράταγε από το να ενταχθεί και επίσημα στα “δικά μας” χωράφια ήταν το ότι είχε διαλέξει να παίζει κλασική και όχι ηλεκτρική κιθάρα…). Από την άλλη η Κόλινς, μία “μεγάλη κυρία” της βρετανικής φολκ σκηνής, φιγούρα σοβαρή, δωρική, σχεδόν αριστοκρατική (αγνοήστε το προφανές οξύμωρο με το γεγονός ότι ήταν μέλος της ΦΟΛΚ σκηνής…), που ακόμα και όταν ο Davy της δίνει να τραγουδήσει άσματα προερχόμενα από την αμερικάνικη φολκ παράδοση, εκείνη επιμένει να τα ερμηνεύει …με ακραιφνή βρετανική προφορά (γεγονός που ένα μειδίαμα μου το προκαλεί για να είμαι ειλικρινής).
Μάλλον όμως είναι ακριβώς αυτή η χτυπητή αντίθεση χαρακτήρων, ιδιοσυγκρασιών, εντυπώσεων κ.λπ. που κάνει το θαύμα της εδώ και προκύπτει μια δυναμική συναρπαστικής έντασης, η οποία παράγει έναν δίσκο ιστορικό για τις εξελίξεις στη βρετανική φολκ σκηνή τα επόμενα χρόνια. Πόσο ιστορική είναι η σημασία του; Να σας πω φίλοι μου. Το Folk Roots, New Routes θεωρείται κατά γενική ομολογία (από όσους είναι ενημερωμένοι στα της British folk revival) ο δίσκος - πρότυπο πάνω στον οποίο “πάτησε” μια ολόκληρη γενιά συγκροτημάτων που κινήθηκαν σε κατεύθυνση folk rock, ή μάλλον electric folk καλύτερα (νομίζω ότι θα έχω την ευκαιρία να μιλήσω για τις λεπτές διαφορές σε μελλοντικά κείμενα). Μιλάμε για Fairport Convention, μιλάμε για Pentangle, μιλάμε για The Incredible String Band, μιλάμε ακόμα και για Steeleye Span (οι οποίοι τελευταίοι βέβαια δεν θα μας απασχολήσουν στην παρούσα edition του παιχνιδιού).
Ναι, όλοι αυτοί τον Davy Graham είχαν ως είδωλο και ήρωα και δάσκαλο και ό,τι θες… Αυτό είναι το ένα κομμάτι, η εντυπωσιακή αλλά όχι εντυπωσιοθηρική βιρτουοζιτέ που πιάνει από μπλουζ και τζαζ μέχρι ανατολίτικoυς αμανέδες, ινδικά raga (αυτά βέβαια θα τα αναπτύξει ακόμα περισσότερο στο μέλλον ο Davy) και, φυσικά, συγκριτικά πιο “διακριτικές” / “γλυκές” μουσικές αναζητήσεις που κάνουν το μυαλό να φαντάζεται τους ασβεστόχρωμους γκρεμούς του Ντόβερ και τα πράσινα λιβάδια της Αλβιώνας. Το άλλο κομμάτι είναι η έμπνευση για το μοντέλο της folk Ιέρειας το οποίο παρήγαγε την Sandy Denny και όλες τις υπόλοιπες, και ναι, υπεύθυνη γι’ αυτό είναι η Shirley Collins με την καθάρια, εύθραυστη, πιο-Αγγλία-πεθαίνεις χροιά και ερμηνεία της. Ξαναλέω, ιδιότυπος συνδυασμός, όχι απ’ αυτούς που τους ακούς και λες “μα φυσικά”.
Διάολε, όμως, δουλεύει…
#1
Οδυσσέας Ελύτης / Μίκης Θεοδωράκης - Το Άξιον Εστί
Φλυαρία τέλος.
Γιατί εντάξει. Κάπου ώπα.
Είναι το Άξιον Εστί.
Το έγραψε ο Ελύτης. Το μελοποίησε ο Μίκης. Το τραγούδησε ο Μπιθικώτσης. Το απήγγειλε ο Κατράκης.
Έχει το Χελιδόνι. Της δικαιοσύνης. Της αγάπης αίματα. Ποιητή στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις. Κ.λπ. κ.λπ.
Κάπου ώπα.
Summary
Ας πούμε και εξώφυλλο, μια που στον ροκ κόσμο, σ’ αυτό το σκέλος, είμαστε ακόμα στην εποχή των σπηλαίων εδώ που τα λέμε…