1966
The Best of the Rest
Ανεβαίνουμε σιγά σιγά, πάμε με ολάκερη ντουζίνα αυτή τη βδομάδα, όοοολε
- Martin Carthy - Second Album
Προ εικοσαετίας περίπου, ένας νεόκοπος τότε Άγγλος folk τραγουδοποιός γκρίνιαζε - επειδή πολλοί τον έκραζαν για απαράδεκτα άκυρους πειραματισμούς - ότι “σ’ αυτόν τον χώρο κάτι είναι ΟΚ μόνο αν ο Martin Carthy πει ότι είναι ΟΚ”. Αυτό το στάτους, του περίπου πατριάρχη της folk σκηνής, ο Carthy το κατέκτησε μέσα από άλμπουμς όπως (και) αυτό το δεύτερό του, που προφανώς κανείς δεν ασχολήθηκε με το να έχει τίτλο της προκοπής αλλά αυτό είναι το μοναδικό “φάουλ” του. Υπέροχα κομμάτια από την αρχή μέχρι το τέλος κι ας έχουν μόνο τα βασικά: Η κιθάρα του Martin (με τα πάντα on point αρπίσματά του), πού και πού το βιολί του Dave Swarbrick, ενίοτε τίποτα παρά μόνο η φωνή του Martin, κι από κει και πέρα καθημερινές ιστορίες της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Τι άλλο να ζητήσω.
- Cream - Fresh Cream
Το ντεμπούτο ενός από τα πρώτα “supergroups” που γνώρισε η ροκ μουσική ήταν ένα από τα άλμπουμ που ξεκινώντας να φτιάχνω την ‘66 λίστα μου ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα ήταν μέσα στην πεντάδα. Τελικά δεν χώρεσε, και οριακά νιώθω τύψεις γι’ αυτό… Το εναρκτήριο I Feel Free είναι από τις στιγμές στη μουσική που νιώθεις να γίνεσαι κοινωνός μιας ιδιαίτερης μαγείας, λες εδώ έχουμε κάτι πραγματικά ξεχωριστό, όχι άλλο ένα “απλά καλό” κομμάτι. Και εννοείται φυσικά ότι και τα υπόλοιπα (κατά κύριο λόγο r’n’b) τραγούδια είναι μια παρέλαση μερακλίδικων highlights, καθώς αυτή η μπάντα - again - είχε κάτι το πολύ σπέσιαλ στην προσέγγισή της, δεν ήταν “μια απ’ τα ίδια”. Ο Clapton δικαιολογεί τους χαρακτηρισμούς που του απέδιδαν κατά κόρον στην pre-J.H. εποχή, ο Ginger Baker θεριό ανήμερο πίσω από το drumkit (και ασφαλώς κάνουμε ότι δεν διαβάσαμε ποτέ τις γνωστές παπαριές που έλεγε), αλλά για μένα η πραγματική ψυχή του γκρουπ ήταν πάντα ο Jack Bruce, με την μπασάρα του και με τη φωνάρα του και με τα όλα του.
Αυτά για το Fresh Cream, τώρα ετοιμαζόμαστε για τα πραγματικά αριστουργήματα των Cream που ακολουθούν τα επόμενα χρόνια…
- Davy Graham - Midnight Man
Το σερί του Davy συνεχίζεται. Στην περίπτωσή του δεν χρειάζονται πολλά λόγια, έχω γράψει ήδη αρκετά, και την προηγούμενη βδομάδα και την προπροηγούμενη. Ο Davy είναι θεός, ο τρόπος που παίζει κλασική κιθάρα είναι αμίμητος, βγάζει δεκάδες διαφορετικούς ήχους και την κάνει να ακούγεται σαν να παίζουν πολλά όργανα μαζί, οι πειραματισμοί του με “εξωτικές” μουσικές (όπως στο φανταστικό The Fakir) είναι απίστευτοι, συνολικά το Midnight Man είναι (άλλο ένα) Έπος, αυτά.
- The Dubliners - Finnegan Wakes
Πού είχαμε μείνει λοιπόν; Α, ναι. Οι Dubliners έχουν μόλις κυκλοφορήσει το ομώνυμο ντεμπούτο τους, και ύστερα το - επίσης live - In Concert …ώπα! Χωρίς τον Luke;;;;; Φρίκη! Δεν ακούμε Dubliners χωρίς Luke ρε… Ευτυχώς μέσα σε έναν χρόνο ο άσωτος υιός έχει επιστρέψει στη φυσική του θέση και το - πάλι live… - Finnegan Wakes βρίσκει τον χαμένο δρόμο προς τη γρακχολίστα… Εδώ μάλιστα προστίθεται και ο John Sheehan στο βιολί, και επιτέλους διαμορφώνεται το κλασικό line-up των Dubliners, που τα επόμενα χρόνια θα τους (σας) πάρει τα σώβρακα. Προς το παρόν τραγουδάμε για τον Τιμ Φίνεγκαν, τον οικοδόμο που μες στη μέθη του από ουίσκι έπεσε και σκοτώθηκε αλλά μετά αναστήθηκε κατά τη διάρκεια της κηδείας του όταν κατά λάθος έπεσε ουίσκι μέσα στο φέρετρο. Για την οδό Μοντγκόμερι του Δουβλίνου (“Monto”) με τα κόκκινα φανάρια. Και για διάφορες περιπέτειες του IRA, με πιο πρόσφατη (τότε) την ανατίναξη του αγάλματος του Ναύαρχου Νέλσον, που έστεκε στο Δουβλίνο για ενάμιση αιώνα, θυμίζοντας στους Ιρλανδούς την εποχή της βρετανοκρατίας, με τους Dublners να παίρνουν εκδίκηση εκ μέρους όλου του έθνους τραγουδώντας “μάγκες η Ιρλανδία έγινε υπερδύναμη τώρα, στείλαμε τον δικό μας αστροναύτη στο Διάστημα, τρέμετε Ρώσοι και Γιάνκηδες!”. Μα είναι να μην τους λατρεύεις;
- Roy Harper - Sophisticated Beggar
Εδώ συμβαίνει τώρα το εξής. Το προαναφερθέν Second Album του Martin Carthy θα μπορούσαμε απλά να το περιγράψουμε ως “English folk music” και λίγο πολύ να ξεμπερδεύουμε, καθώς όντως είναι μία από τις πλέον “καθαρές” εκφράσεις αυτής της μουσικής. Το ντεμπούτο του Roy Harper, από την άλλη, δεν είναι τόσο απλή ιστορία… Έχω την εντύπωση ότι τον είχαν κατηγοριοποιήσει ως folk μόνο και μόνο επειδή δεν ήξεραν πώς αλλιώς να τον χαρακτηρίσουν. “Ναι ΟΚ είναι περίεργη η μουσική του, αλλά κοίτα: Τα κομμάτια του είναι broadly μελωδικά, βασισμένα στην ακουστική κιθάρα, άρα …ε, folk, έτσι;”. Ήταν όμως ακριβώς η εποχή που κάτι μυστήριο, κάτι άλλο σάλευε στη βρετανική σκηνή, απόρροια σε ένα βαθμό του σοκ που είχε προκαλέσει το Folk Roots, New Routes, φαντάζομαι και της επιρροής του Dylan. Ακόμα δεν έχει σχηματοποιηθεί πλήρως, αυτό θα γίνει τα επόμενα χρόνια, αλλά τα πρώτα σκιρτήματα είναι εδώ. Μέσω (και) του Harper, αρχίζει σιγά σιγά να παίρνει σάρκα και οστά το αλλόκοτο όραμα της ψυχεδελικής folk.
Hats off indeed.
- The Kinks - Face to Face
Μπαίνουμε και επίσημα λοιπόν στην “prestige” περίοδο των Kinks. Αυτό το συγκρότημα κατάφερε πιστεύω κάτι πολύ σπάνιο: Να μείνει στην Ιστορία για δύο μουσικά επιτεύγματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Αρχικά έγιναν διαβόητοι ως προπάτορες (αυτό δεν το ήξεραν τότε ακόμα, εμείς όμως τώρα το ξέρουμε) του heavy metal, ή του punk rock κατ’ άλλους, anyway, της σκληρής μουσικής ευρύτερα. Και μετά έγιναν το απόλυτο σύμβολο της “αγγλικότητας” στη δημοφιλή μουσική, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Η πολυθρύλητη αυτή μετάβαση όμως από το “αχ και να είχα γεννηθεί μαύρος στη Λουιζιάνα” στο “μα κοιτάξτε πόσο Άγγλος είμαι, όχι, αλήθεια” μια μικρή αμηχανία μου την προκαλεί για να είμαι ειλικρινής: Η συμβατική ανάγνωση είναι ότι πρόκειται περί ειρωνείας, “γελάμε με τα χάλια μας”, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω μια αίσθηση ότι υπάρχει ένα στοιχείο “μεταξύ σοβαρού κι αστείου”, ότι το πραγματικό vibe τους είναι ένα “σας κατουράμε ρε βάρβαροι”. Δεν ξέρω…
Φυσικά τίποτα απ’ αυτά δεν αφορά το αν το Face to Face είναι ή όχι αριστούργημα, το πρώτο τέτοιο των Kinks. Αυτό είναι τελειωμένη υπόθεση (…ναι, προφανώς και είναι. Αριστούργημα. Αυτό εννοώ).
- Love - S/T + Da Capo
Εξαιρετικά, θαυμάσια, συναρπαστικά και τα δύο άλμπουμ που έβγαλαν οι Καλιφορνέζοι Love στην ορμητική πρώτη τους χρονιά στη δισκογραφία. Αρχικά το πλάνο ήταν να βάλω μόνο ένα από τα δύο, έσπαγα λοιπόν το κεφάλι μου να βγάλω άκρη ποιο θα χωθεί και ποιο θα πάρει τον πούλο, μέχρι που όπως γίνεται φανερό κάποια στιγμή είπα “ε δε γαμιέται” και τσουπ καλώς τα και τα δύο, θα την τιμήσουμε όπως πρέπει την μπαντάρα κι ας σημαίνει αυτό ότι θα πάρουν πούλο άλλοι υποψήφιοι διά τας ευφήμους μνείας, σόρι γι’ αυτό λοιπόν Troggs και Incredible String Band… Here we are then, Love εις το τετράγωνο και γεια σου ρε άρχοντα Arthur Lee (btw, από τις πιο “λευκές” μαύρες φωνές ever, έτσι;). Ό,τι κι αν συνθέτει, ό,τι κι αν παίζει, ό,τι κι αν ερμηνεύει, έχει τον τρόπο να το κάνει να ακούγεται ξεχωριστό. Και (όντως) ακόμα ο κόσμος δεν είχε ακούσει τίποτα…
- The Lovin’ Spoonful - Daydream + Hums Of The Lovin’ Spoonful
Άλλη μια “2 σε 1” ενότητα, από άλλη μια μπάντα που πραγματικά το αξίζει. Σε μια εποχή που το πράγμα μουσικώς είχε αρχίσει να χοντραίνει, οι Νεοϋορκέζοι Lovin’ Spoonful ξεχώριζαν για τους λάθος (?) λόγους: Σ’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε η ένταση ούτε το δυσοίωνο feeling που χαρακτήριζαν τους δημιουργικά ανήσυχους πρωτοπόρους της γενιάς εκείνης. Ετούτοι εδώ ήταν πολύ πιο χαλαροί, ξένοιαστοι, στην κοσμάρα τους θα 'λεγε κανείς. Ας είναι καλά όμως ο John Sebastian με το ταλέντο του στην τραγουδοποιία το οποίο έβγαζε το συγκρότημα ασπροπρόσωπο ξανά και ξανά, ας είναι καλά και ο Zal Yanovski με το χαρακτηριστικό του κιθαριστικό παίξιμο. Και μπορεί να έχει ήδη ακούσει όλη η πλάση ένα Summer in the City, και στα δύο αυτά LP όμως υπάρχει ένας σκασμός από πανέμορφα άλλα κομμάτια που περιμένουν να τα ανακαλύψει κάθε νέα γενιά. Ακόμα κι όταν το γυρνάνε στην …country (που κανονικά θα έβγαζα σπυριά) έχουν μια ανάλαφρη / χιουμοριστική διάθεση που με κερδίζει (παρότι τελικά αυτές οι στιγμές “μας δίδαξαν τι είμαστε και τι δεν είμαστε”, όπως είπε χαρακτηριστικά κάποτε ο Sebastian).
Σε έναν κόσμο γεμάτο επίδοξα bad boys / τσογλάνια και από την άλλη τζόβενους / καρδιοκατακτητές / superstar wannabes, οι Lovin’ Spoonful πέτυχαν απλά όντας οι εαυτοί τους κι ας μην εντάσσονταν σε καμία από τις δύο παραπάνω κατηγορίες: “Beta males” μέχρι εκεί που δεν πήγαινε, ούτε μια σταλιά “cool” …αλλά οι τύποι που θες να κάνεις παρέα μαζί τους.
- Καμπανέλλης / Θεοδωράκης - Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν
Αισθάνομαι ότι είναι λίγο ιεροσυλία αυτό που έκανα, που το άφησα εκτός πεντάδας αυτό το έργο, αλλά για την ώρα θα την προσπεράσω αυτή την αίσθηση για να σταματήσω να βασανίζομαι. Το Μαουτχάουζεν προφανώς και δεν χρειάζεται συστάσεις. Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Μίκη, η ιστορία του έρωτα του Έλληνα και της Εβραιοπούλας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ως πράξης αντίστασης στο Γ’ Ράιχ και στον φασισμό εν γένει (που στο πολιτικό κλίμα της Ελλάδας του ‘66, πολλώ δε μάλλον λίγους μήνες πριν τις 21/4/1967, αποκτούσε ακόμα πιο βαρύνουσα σημασία), έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές ανθρώπων σ’ αυτή τη χώρα και δεν αποτέλεσα ούτε εγώ εξαίρεση: Το Μαουτχάουζεν υπήρξε (μεταξύ άλλων) μέρος του πολιτικοκοινωνικού soundtrack των 20s μου. Και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.
- The Who - A Quick One
Μ’ αρέσει να φαντάζομαι ότι εκείνη την εποχή οι Who βρίσκονταν σε έναν διαρκή συναγωνισμό με τους Kinks για το ποια ήταν η “πιο αγγλική” ροκ μπάντα. Ποιος θα κέρδιζε αλήθεια; Δεν έχω ιδέα, ντέρμπι το κόβω. Οι Kinks έχουν κι αυτοί τα δικά τους και γενικά έχουν μείνει περισσότερο στην Ιστορία ως ακριβώς αυτό, απ’ την άλλη κι οι Who όμως έχουν π.χ. ένα Cobwebs and Strange ή ένα Boris the Spider (για να μην αναφερθώ στη γνωστή “μίνι ροκ όπερα”), όπου έχεις την αίσθηση ότι σε τρολάρουν ανηλεώς ως ακροατή. Πέρα από φλεγματισμούς όμως το μεγάλο όπλο του A Quick One είναι ότι αποτελεί το πιο “συλλογικό” (από τα κλασικά, τουλάχιστον) άλμπουμ των Who. Ο Townshend δεν παίζει μπάλα μόνος του, έχουν μπει γερά στο παιχνίδι και ο Entwhistle, και ο Moon, και ο Daltrey, και κατά το μεγαλύτερο μέρος οι συνεισφορές τους είναι εξαιρετικές, έστω και στο κυρίαρχο ανάλαφρο/“pop” ύφος όπου κινούνταν τότε αυτοί οι “αριστοκράτες αλητήριοι”.
The Top 5
NUMBER FIVE
.............
The Yardbirds - Roger the Engineer
Πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχαν αφήσει στο κατά κύριο λόγο φανταστικό αλλά και (έστω, ας το πούμε) “ερμαφρόδιτο” Having a Rave Up… οι Yardbirds δημιουργούν πλέον το αδιαφονίκητο αριστούργημά τους. Ένα άλμπουμ στο οποίο δεν υπάρχουν - για τα αυτιά μου, τουλάχιστον - συμβιβασμοί, ούτε κλεφτές ματιές προς το πρόσφατο παρελθόν τους, ούτε δεύτερες σκέψεις, ούτε τίποτα. Η μπάντα πλέον είναι στοχοπροσηλωμένη στο να παντρέψει το προσφιλές rock’n’roll της εποχής με ψυχεδελικές αναζητήσεις και πειραματισμούς με το (ακόμα) αναδυόμενο καινούργιο “πράγμα” που δεν είχαν - δεν θα μπορούσαν να έχουν - ιδέα πόσο ευγνώμονες είμαστε σήμερα για το ότι το κυοφόρησαν και το προετοίμασαν μέχρι να ξεχυθεί στον εν πολλοίς ανυποψίαστο κόσμο και να αλλάξει τον ρου της μουσικής Ιστορίας. Άλλωστε βρισκόμαστε λίγους μόλις μήνες πριν έρθει να σταθεί πλάι στον Jeff άλλος ένας ταλαντούχος ήρωας της ηλεκτρικής κιθάρας και μπούμε στην τελική ευθεία για τη μετάβαση από τούτο το Ιερό Κεφάλαιο της σκληρής μουσικής στο επόμενο - το σπουδαιότερο απ’ όλα.
NUMBER FOUR
.............
The Rolling Stones - Aftermath
Αυτά που έκαναν οι Stones μέσα σε διάστημα μόλις ενός χρόνου, δηλαδή μεταξύ ‘66 και ‘67, Δ Ε Ν Υ Π Α Ρ Χ Ο Υ Ν. Εντάξει, μπορεί ο καθένας να θεωρεί ότι η πιο γόνιμη περίοδός τους ήταν μετέπειτα, στην αμιγώς blues rock εκδοχή τους, ότι αυτή ήταν η εκδοχή που τους ταίριαζε περισσότερο ή “μέσα” σ’ αυτήν είχαν περισσότερη αυτοπεποίθηση ή οτιδήποτε άλλο, το κατανοώ και το σέβομαι αυτό, αλλά παράλληλα πιστεύω ότι μάλλον θα προτιμώ για πάντα αυτήν εδώ τη “μεσαία” ή “μεταβατική” ή όπως-θέλετε-πείτε-την περίοδό τους, κατά την οποία φλέρταραν πιο έντονα από ποτέ με πλευρές όπως ψυχεδέλεια, chamber/baroque pop και όλα αυτά τα ωραία για κάποιους, ατυχή/ξεπερασμένα κατ’ άλλους. Από αυτά δε τα τρία (επίσημα - χρησιμοποιώντας άλλα κριτήρια είναι έως και τέσσερα, αυτό όμως δεν είναι της παρούσης) “παιχνιδιάρικα” / “out of character” άλμπουμς, το αγαπημένο μου είναι σαφέστατα το Aftermath, γεμάτο ύμνους που θυμίζουν στούντιο ζωγράφου: Υπάρχουν μέσα εκεί όλα ανεξαιρέτως τα “χρώματα”, από το πιο πηχτό και καταπλακωτικό Μαύρο (pun intended) μέχρι το πιο εκτυφλωτικό Λευκό.
NUMBER THREE
.............
The Beach Boys - Pet Sounds
Οι Beach Boys είναι από τις πιο χαρακτηριστικές μου εκκρεμότητες στη ροκ μουσική, από την άποψη του τι έχουν βγάλει, πόσο έχω ασχοληθεί και πόσο πρέπει να ασχοληθώ. Η ευτυχής εξαίρεση σ’ αυτό όμως είναι ότι αξιώθηκα να ακούσω από σχετικά νεαρή ηλικία το Pet Sounds και να είμαι σε θέση να έχω πλήρη επίγνωση του βεληνεκούς του. Και προσοχή, όχι από μια στείρα “ιστορικολογική” σκοπιά, “ναι είναι από τους σημαντικότερους δίσκους στην Ιστορία” μπλαμπλαμπλά. Αλλά από καθαρά βιωματική σκοπιά. Από τότε που το πρωτόμαθα μέχρι και σήμερα, κάθε φορά που βάζω να το ακούσω μου βγαίνει ένα χαμόγελο που κρύβει από πίσω του μια ευφορία όση λίγα πράγματα προκαλούν. Ευτυχία, αυτό είναι που με πλημμυρίζει ακούγοντας τις ουράνιες μελωδίες του Brian Wilson. ΝΑ κι αν είναι pop, NA κι αν δεν είναι, ας το πούμε απλά αυτό που είναι: Μουσική πανδαισία. Σε όποιο σημείο του κι αν βρίσκεσαι. Από το διαχρονικό Wouldn’t It Be Nice μέχρι το υπερβατικό God Only Knows κι από κει - για να πω ένα τελευταίο ενδεικτικό - στο Sloop John B, αυτό το άσμα το τόσο εθιστικά πιασάρικο που μέχρι και σήμερα ο σκοπός του τραγουδιέται κάθε Σάββατο δεκάδες φορές στα αγγλικά γήπεδα, σε διάφορες παραλλαγές, με προσωπικά αγαπημένη το We’re winning away, we’re winning awaaaaay - How shit must you be? We’re winning away!
NUMBER TWO
.............
Ρίτσος / Θεοδωράκης - Ρωμιοσύνη
Είπα να μη βάλω για τρίτη συνεχόμενη βδομάδα ελληνικό classic ως #1. Ακόμα κι αν μιλάμε για τη Ρωμιοσύνη. Ίσως είναι υποσυνείδητο το πράγμα: Κάμποσα από τα (πασίγνωστα) άσματα που περιέχονται εδώ επηρεάζουν την αίσθηση που μου βγάζει ο δίσκος και με κάνουν να μην τον νιώθω 100% “δικό μου”, αλλά περισσότερο “κληρονομιά” από τους παλιότερους. Για την ακρίβεια, μεταφέρομαι κατευθείαν στην παιδική μου ηλικία, μου ξυπνάνε αναμνήσεις από τις πρόβες της χορωδίας που θα έπαιρνε μέρος στη σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου στο Δημοτικό Σχολείο Πύργου Μονοφατσίου (τότε), στην οποία χορωδία είχε ενταχθεί ως μέλος ο γράφων (χωρίς να τον ρωτήσουν) και την ευθύνη για την προετοιμασία της την είχε η μάνα του, δασκάλα στο προαναφερθέν σχολείο. Και ο Μίκης να πηγαίνει σύννεφο - εποχές (ορθόδοξης) ΠΑΣΟΚάρας αφού, “σύντροφοι όλοι αριστεροί είμαστε, στο κάτω κάτω αυτά περί ΔΣΕ κ.λπ. είναι λεπτομέρειες, το θέμα είναι ότι αποκαταστάθηκε επιτέλους η Δημοκρατία στη χώρα”. Και ο μικρός Γράκχος να χαλάει συνεχώς τις πρόβες με τα φάλτσα του, και η μάνα του να του βάζει τις φωνές (υποθέτω και σε μια προσπάθεια να δείξει ότι ήταν αμερόληπτη or whatever), οι συμμαθητές του να γελάνε, ο ίδιος να χαμογελάει αμήχανα, “ρε παιδιά προσπαθώ, τι να κάνω”.
Οπότε, ναι, είναι αυτό το στοιχείο, ότι κάποια κομμάτια δεν μπορώ να τα ακούσω χωρίς να σκέφτομαι αυτά τα πράγματα, κάτι που φυσικά δεν είναι καλό σε επίπεδο immersion. Από την άλλη, μιλάμε (ακόμα) για τη Ρωμιοσύνη. Μιλάμε για τη στεντόρεια δήλωση “δεν μας νικήσατε ρε κερατάδες, κι ας έχετε αυτή την εντύπωση - και ούτε θα μας νικήσετε ποτέ”.
Αναπαυτείτε εν ειρήνη, Γιάννη, Μίκη, Γρηγόρη, και μαμά.
NUMBER ONE
.............
The Beatles - Revolver
Κάνω λοιπόν ότι δεν διάβασα τις ΑΗΔΙΕΣ του χοπέτου περί “ανούσιου” Tomorrow Never Knows (τον κακό σου τον καιρό ρε ανάγωγε ) και, αντί άλλης μιας τετριμμένης τοποθέτησης περί του διαχρονικού, υπερκλασικού αυτού δίσκου που έχουν ακούσει όλοι κι όσοι δεν το έχουν κάνει πρέπει α) να αυτομαστιγωθούν για παραδειγματισμό και β) να πάνε να διορθώσουν αυτό το λάθος ΠΑΡΑΥΤΑ (με αυτή τη σειρά), προχωράω στην εναλλακτική μέθοδο έκφρασης των συναισθημάτων και των σκέψεών μου για το Revolver, τη μία από τις δύο ψηλότερες κορυφές των Beatles κατ’ εμέ, μέσω της εξιστόρησης μιας σύντομης πρόσφατης ιστοριούλας. Ο προαναφερθείς χρήστης θεώρησε σκόπιμο να μου στείλει λινκ από ένα τικτοκ βίντεο στο οποίο ένας τύπος, ευτραφής πρέπει να πω, ναι, πιο ευτραφής από μένα, θεωρεί με τη σειρά του σκόπιμο να εκφράσει, χιουμοριστικά και καλά, τη γνώμη του για το “τι λέει για σένα το αγαπημένο σου Beatles άλμπουμ”. Δεν θα το αναπαράγω, για προφανείς λόγους, απλά θα πω ότι ανάμεσα σε μερικά χαριτωμένα, τύπου “σίγουρα είναι το αγαπημένο σου; Ή απλά άκουσες ότι είναι το καλύτερό τους;”, φτάνοντας στο Revolver άρχισε έναν οχετό τύπου “άσε ρε γαμημένε χίπστερ” κ.λπ. Η αντίδρασή μου ήταν η μόνη δέουσα και επιβεβλημένη: ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΧΟΝΤΡΕ. ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. ΑΝΤΕ-ΚΑΙ-ΓΑΜΗΣΟΥ. ΨΟΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ. Πφφφφ, μετάνιωσα που το θυμήθηκα. Ας είναι. Θα βάλω πάλι Revolver και θα στανιάρω. Και πάρε και εξώφυλλο της χρονιάς, γιατί έτσι.