Ξεκινάω πριν κάτι εβδομάδες το χαοτικό 1968.Την παραλίγο καλύτερη χρονιά στην ιστορία. Λέω, ας βάλω το Everly Brothers. Το αγαπάω αλλά οκ, συναισθηματικά έχω άλλα άλμπουμ που γνωρίζω και αγαπώ 2 δεκαετίες, αυτό ήρθε στη ζωή μου πριν 5-6 χρόνια(?). Κολλάω όμως και το ξαναβάζω… Δεν ξεκινήσαμε καλά. 2 εβδομάδες plus μου πήρε η μαλακία το '68.
*Κανονικά όταν κάποιος έχει πάνω από μια δουλειές τον χρόνο, τις βάζω στο ίδιο κείμενο αλλά επειδή αρχικά είχα άλλο φορμάτ, δεν το έχω κάνει παντού. Το ξέρω πως σαν νοιάζει.
1) The Band - Music from Big Pink
Ντεμπούτο για την αγαπημένη μου μπάντα. Είναι λίγο δύσκολο να μιλήσω γι’ αυτούς but I’ll do it anyway.
Τους γνώρισα στο λύκειο από μια συλλογή και λίγα μόλις λεπτά παρακολούθησης του Last Waltz (του καλύτερου μουσικού βίντεο δλδ). Είχα πάθει σοκ. Η μουσική αυτή μου μιλούσε στην καρδιά αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Υπό μία έννοια, ακόμα δεν έχω. Η συλλογή αντιγράφηκε σε κασέτα και έλιωσε με πολλές επαναλήψεις σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι, το The Weight. Δεν ξέρω γιατί, τι ακριβώς τσίγκλησε μέσα μου αλλά δεν το χόρταινα. Ένα τραγούδι με ακουστικές κιθάρες, το πιάνο να παίζει πανέμορφες μελωδίες και στίχοι που να μιλάνε για φανταστικούς χαρακτήρες, σαν βγαλμένοι μέσα από τις καλύτερες ιστορίες του Bob Dylan, με τρεις βασικούς τραγουδιστές, πότε ξεχωριστά και πότε μαζί σε απίστευτες αρμονίες. Μέχρι σήμερα, αυτό είναι ένα από τα 2-3 αγαπημένα μου τραγούδια ever.
Όταν αγόρασα το Music… πάντως, δεν ήξερα τι να περιμένω. Το Tears of Rage του Dylan που ανοίγει τον δίσκο περιέπλεξε τα πράγματα, ήταν τόσο ασυνήθιστο. Ένα δραματικό slow τραγούδι με κάτι eerie στην ατμόσφαιρα που πιάνω και σε πολλά σημεία του άλμπουμ. Ίσως αποτέλεσμα των πλήκτρων του Garth Hudson που έδινε άπειρη προσωπικότητα στο υλικό και είναι αρκετά κυρίαρχα σε όλο το άλμπουμ. H απορία παρέμενε. Τι μουσική είναι αυτή που παίζουν? Λογίζονται ως rock. Μάλιστα. Τι δουλειά έχει εδώ τότε η διασκευή στο ονειρεμένο, Long Black Veil? Γιατί το Lonesome Suzie βγάζει τόσο πόνο? Πώς ο Manuel ακούγεται τόσο δραματικός, σαν άλλος Ray Charles στην φωνή? Που είναι τα εκρηκτικά κιθαριστικά solo? Και σε έναν θεωρητικά rock δίσκο, πώς γίνεται η μόνη ξεκάθαρα rock σύνθεση να είναι το Chest Fever που κάπου στα δυόμισι λεπτά αποκτά μια μαγική… jazzy ατμόσφαιρα? Με αυτή την εξαίρεση (και ίσως το This Wheel’s on Fire), λείπουν τα ROCK riffs. Είναι μια μουσική διαφορετική, το κάθε όργανο είναι εκεί για να σαπορτάρει τις φωνές, να δημιουργήσει μια εικόνα, μια ατμόσφαιρα, σπάνια για να κλέψει την παράσταση. H μπάντα είχε μια αντίληψη μοναδική, μια ιδιοσυγκρασία που δεν έβρισκες σε rock groups της εποχής.
Το Music ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να αλλάξει την ζωή πολλών. Το έλιωνε ο Harrison και επηρεάστηκε για την δημιουργία του αριστουργήματός του, All Things Must Pass. Έκανε τον Clapton, μπουχτισμένο από τα ατελείωτα jam των Cream, να θέλει να αποσυρθεί από τον βαβουριάρικο χώρο του blues rock και να εστιάσει στις συνθέσεις (μέχρι και να γίνει μέλος τους επιθυμούσε!). Έκανε τον Elton John να θέλει να ακουστεί σαν αυτούς και το κατάφερε εν μέρει στο σπουδαίο, Tumbleweed Green.
Και για μένα προσωπικά, όρισαν μια για πάντα το ιδανικό, αν υπάρχει τέτοιο, στην μουσική.
Αιώνιο αριστούργημα. Μοιάζει το Music… αλλά και η μπάντα εκείνα τα χρόνια, σαν μια μικρή γωνιά που όλη η Αμερικανική μουσική, λευκή και μαύρη, από τη Νέα Ορλεάνη ως τον Καναδά βρήκε ένα μέρος να την φιλοξενήσει.
2) The Jimi Hendrix Experience - Electric Ladyland
“Have you ever been to Electric Ladyland?
The magic carpet waits for you
So don’t you be late
I wanna show you different emotions
I wanna run you the sounds and motions…”
That’s it, right there. H φωνή που κραύγαζε στο Spanish Castle Magic, εδώ ακούγεται σαν soul τελειότητα που σε καλεί να προετοιμάσεις τον εαυτό σου για μια διαφορετική εμπειρία. Σίγουρα ήταν, ακόμη κι αν το Crosstown Traffic που ακολουθεί είναι ο ορισμός του Hendrix-ικού rocker. Δύναμη, groove ασύλληπτο και attitude… Εκεί, στη μετάβασή μου από το metal στο rock (με έμφαση στο blues rock), ψοφούσα για τέτοια κομμάτια. Αστραπιαίος έρωτας. Τι έπη τα Come On, House Burning Down, Rainy Day… και Still Raining… Το wah του έχει πάρει φωτιά. Για να μην πω για το οργασμικό Voodoo Child (Slight Return), το ορισμό του καυλωμένου rock. Στον ορυμαγδό αυτόν τον συνοδεύουν άξια οι Redding/ Mitchell (συνήθως) που αποδίδουν σαν να έχουν νέφτι στον κώλο, ακόμα και στην British pop του Little Miss Strange.
Φυσικά στον κόσμο του acid και της ψυχεδέλειας που ζούσαν, δε θα έλειπαν τα αντίστοιχα κομμάτια. Long Hot Summer Night, Gypsy Eyes (Uli, ακούς?), κτλ… Βοηθά και η παραγωγή που αναλαμβάνει ο ίδιος, απίστευτη για το genre, imho. Καθαρίζει τον ήχο χωρίς να του κόβει δύναμη, οι κιθάρες πότε να σκάνε από αριστερά, πότε από δεξιά, εφέ, όλα εντείνουν την εμπειρία της ακρόασης.
Επειδή όλα αυτά πάντως είναι χιλιοειπωμένα λίγο πολύ, θέλω να σταθώ στο συναίσθημα που έβγαζε σαν μουσικός και συχνά κρυβόταν πίσω από όσα θαυματουργά έλανε στην κιθάρα.
Το επικό “1983…” είναι σεμινάριο για το πώς πρέπει να παίζεται το ψυχεδελικό rock. Θείο main riff, απίστευτο chord progression, εκπληκτική ερμηνεία… Κι αυτό το μελωδικό μπάσο… αχ, αυτό το μπάσο… Εκεί, μετά τα 9 λεπτά με τους ψυχεδελικούς ήχους της κιθάρας του Jimi από πάνω… Όλοι οι blues rockers της εποχής μοιάζουν αρχάριοι μπροστά στην έμπνευση και την εφευρετικότητα ενός Hendrix που για ακόμη μια φορά, εξερευνά κόσμους που δεν υπήρχαν έως ότου τους ανακαλύψει αυτός. Kι ακόμα, πόσοι μπορούσαν να βγάλουν τόση ψυχή σε ένα All Along the Watchtower (ναι, αυτήν την “καλύτερη διασκευή ever” με τα απίστευτα licks)? Πόσοι μπορούσαν να αποδόσουν έτσι heavy blues όπως στο Voodoo Chile?.. Κανείς. Σίγουρα σε ένα υποθετικό subgenre top-5. Ένα live jam session 15 λεπτών, με τον Mitch Mitchell στα drums, Steve Winwood στο hammond, Jack Casady στο μπάσο, να τον συνοδεύουν σε ένα από τους ορισμούς των μαύρων blues, σε ένα τραγούδι θηριώδες με τον Jimi να δίνει τροφή σε όσους υποστήριζαν πως ό,τι κι αν παίζει, στην ψυχή είναι bluesman. Κι ακόμη μια φορά που ο Jimi γίνεται ένα με το όργανό του και περνά σε άλλη διάσταση.
Dammit, θέλω αλλά είναι αδύνατο να εξηγήσω πόσο ασύλληπτος δίσκος είναι το Ladyland, από αυτούς που με διαμόρφωσαν σαν ακροατή. Ήρθε στη ζωή μου σε τρυφερή ηλικία και μου έδειξε πόσα πράγματα μπορεί να κάνει κάποιος χρησιμοποιώντας τα ταπεινά (χαχα) blues.
Συγκλονιστικό άλμπουμ ακόμη και σήμερα.
3) Aretha Franklin - Lady Soul
Με αυτόν τον δίσκο γνώρισα την Aretha. Πιθανόν να ήταν κι από τους πρώτους soul δίσκους που άκουσα. Αποκάλυψη. Μουσική πιασάρικη, πατάει στα blues αλλά σε ωθεί να χορέψεις, οι κιθάρες αρκούντως rocking (τυχαία η συμμετοχή κάποιου Clapton στο bluesy, Good to Me as I Am to You), το ένα hit διαδέχεται το άλλο. Και η φωνή…
Tα Chain of Fools και Money Won’t Change You μου έδωσαν τα μυαλά στο χέρι με τους ξεσηκωτικούς ρυθμούς τους. Έρχεται όμως το People Get Ready και ο μικρός Αντώνης μουδιάζει. Αγγελική μουσική, ένα απίστευτο τραγούδι που στα χέρια της Aretha αλλάζει διάσταση. Soul? Gospel? Η φωνή της δεν έχει όρια. Μαζεύει μέσα όλη την μαύρη μουσική και της δίνει ένα φοβερό pop quality. Hell, ακόμα θυμάμαι εκστασιασμένος να τραγουδώ “You make me feel like a natural woman” όταν το είχα πρωτοανακαλύψει. Ακόμα το κάνω. Η μουσική του Lady Soul είναι διαχρονική. Είναι η Aretha πάνω στο άλογο της επιτυχίας, η Aretha που δεν μπορεί να κάνει κανένα λάθος, που κάθε τραγούδι, όσο διαρκεί, είναι υποψήφιο για αγαπημένο του δίσκου ή και της καριέρας της. Είναι η σπουδαιότερη φωνή στην ιστορία. Ίσως είναι άδικο για όποιον συγκρίνεται μαζί της, της δόθηκε ένα ταλέντο, ένα εύρος και μια ελαστικότητα που δεν έφτανε κανείς. Αλλά πέραν της τεχνικής, είναι το συναίσθημα ακόμα κι όταν η φωνή της ίπταται στην στρατόσφαιρα. Η ζεστασιά που βγάζει στις μπαλάντες. Το πόσο ανθρώπινη και εξωγήινη προλαβαίνει να ακουστεί στην ίδια πρόταση.
4) The Rolling Stones - Beggars Banquet
Πώς ξεκινάς να γίνεσαι η μεγαλύτερη rock μπάντα στον κόσμο? Ξεκινώντας με τους samba ρυθμούς του Sympathy for the Devil το οποίο αυτόματα γίνεται hit και trademark τραγούδι.
Οι Rolling Stones για χρόνια βολόδερναν μεταξύ pop και rock ‘n’ roll με blues ψήγματα στη μουσική τους. Σιγά σιγά βελτιώνονταν συνθετικά, έγραφαν ενίοτε μεγάλα τραγούδια αλλά δεν είχαν βρει τον ήχο τους ακόμη. Το δε πείραμα με την ψυχεδέλεια δεν έβγαλε πουθενά. Το Beggars Banquet είναι ο δίσκος που καθιερώνει τους Stones στις συνειδήσεις του κόσμου ως μια classic rock μπάντα. Όταν οι περισσότεροι σύγχρονοι τους από το νησί αγκάλιαζαν τις ρίζες τους, αυτοί βουτούσαν ως τα μπούνια στα blues της Αμερικής που τους είχαν φέρει μαζί χρόνια πριν αλλά και την country/ folk. Λιτά grooves, ακουστικές και slide κιθάρες που πατάνε σε παμπάλαιες μουσικές, άπειρα βρώμικα licks και rock riffs (πόσο καυλιάρικο και groovy το Stray Cat Blues…), και εκτόξευση της δημιουργικότητας… Dear Doctor, Parachute Woman, Prodigal Son… Ακόμα και στιχουργικά, ποιος περίμενε από τους Stones τραγούδια πολιτικά σαν το Street Fighting Man? Όταν καταλήγει το άλμπουμ μετά από έναν καταιγισμό απίστευτων τραγουδιών με το moody, Salt of the Earth και το ξέσπασμά του, έχει προλάβει να μου προκαλέσει μια ευφορία που ελάχιστοι δίσκοι και μπάντες καταφέρνουν.
Κύκνειο άσμα και για τον Jones που θα εγκατέλειπε τον μάταιο τούτο κόσμο αλλά άνοιγε τον δρόμο για την μεταγραφή που θα τους έκανε ΚΑΙ την καλύτερη rock μπάντα.
5) Magic Sam - West Side Soul
Αυτό ήταν ένα από τα άλμπουμ που με έκανε να αμφισβητήσω την πρωτοκαθεδρία του έως τότε αγαπημένου μου blues album, Born Under a Bad Sign, του Albert King. H μουσική του Magic Sam ήταν διαφορετική των περισσότερων της blues σκηνής. Εντελώς ηλεκτρισμένη, σε κρατάει στην τσίτα, σε μια εγρήγορση ακόμα και τις στιγμές που γίνεται πιο μελωδική ενσωματώνοντας την soul μέσα της (That’s All I Need). Και ταυτόχρονα ροκάρει περισσότερο από τους περισσότερους της σκηνής του Chicago. Στο I Feel So Good, η ατμόσφαιρα, η απόδοση των μουσικών, έχουν κάτι το rock. Παίζει τώρα που γράφω και η τρίχα είναι κάγκελο, διαπερνά το κορμί σου η μουσική αυτή. Ακόμα και στα πιο κλασικά blues τραγούδια, οι κιθάρες ακούγονται τόσο ζωντανές, σα να βρίσκονται στο δωμάτιο σου και να ουρλιάζουν, το rhythm section παίζει με απίστευτη δύναμη. Η φωνή του… Αυτή η πελώρια φωνή κλέβει την παράσταση με δυνατές, εκκωφαντικές ερμηνείες, κατεδαφίζει το σύμπαν. Ειδικά στο My Love Will Never Die, νιώθω σα να επαναπροσδιορίζει την αισθητική των blues και να την φέρνει σωστά στο “σήμερα”, με μια ερμηνεία ανατριχιαστική που πρέπει να βιώσει κάποιος, ένα τραγούδι που τα blues γίνονται πόνος. Τεράστιος δίσκος. Δεν έχω λόγια.
Honorable Part 1/3…
Hard/ Heavy/ Blues Rock
The Jeff Beck Group - Truth
Από τα καλύτερα blues rock άλμπουμ των 60ς. Ο Beck μπορεί να μην ήταν prolific συνθέτης, αλλά αν είχε πρώτης τάξεως υλικό στα χέρια του το ξετίναζε. Το ‘68 φαντάζει ο μόνος που μπορούσε να συγκριθεί με τον Hendrix, αστείρευτος ιδεών, απίθανη χρήση των κιθαριστικών εφέ (ειδικά το wah παίρνει φωτιά), δημιουργεί μια κιθαριστική πανδαισία. Κάθε σόλο και κάθε ριφ, τα πρόσεχα ευλαβικά να δω τι σκαρφίστηκε να παίξει πάλι.
Shapes of Things, Let Me Love You και You Shook Me σκοτώνουν (το τελευταίο το προτιμώ από των Zeps, γουστάρω την έξτρα λίγδα του εδώ) με φανταστικά μικρά licks παντού. Στο Rock My Plimsoul ο Beck μοιάζει λες και αυτοσχεδιάζει μέχρι και τα ρυθμικά του μέρη. Το καλύτερο όμως το κρατά για το τέλος. Τραγούδι του Page ονόματι Beck’s Bolero, all-star μπάντα με τον Keith Moon να ισοπεδώνει τα drums και ένα φανταστικό heavy riff που διαλύει το σύμπαν. Καπάκι slow blues ογκόλιθος, Blues Deluxe, με φανταστικό Nicky Hopkins στο πιάνο (πάντα αναζητούσα το ένα slow blues track σε αυτούς τους δίσκους που να βγάζει γούστα) και κλείσιμο με θεϊκό Ι Ain’t Superstitious. Δίπλα στον αρχηγό λάμπει η φωνάρα του Rod Stewart, με δύναμη, γρέζι, θεός κι αυτός που σκίζει και στις βρώμικες και στις μελωδικές στιγμές (Ol’ Man River). Ποιον ξέχασα? Τον κρυφό ήρωα του άλμπουμ. O μπασίστας (!) Ronnie Wood είναι ένα ΘΗΡΙΟ, απίστευτες γραμμές σε όλο το άλμπουμ, συγκλονιστική εμφάνιση, μια από τις καλύτερες σε blues rock δίσκο ως τότε.
Το Truth δίκαια θεωρήθηκε μια από τις απαρχές του heavy metal αφού η κιθάρα παραδίδει μαθήματα σε heaviness και δεξιοτεχνεία που δεν συναντούσες εκείνα τα χρόνια σε rock δίσκους, αποτελώντας και template για μπάντες σαν τους Ζεπς που σύντομα θα ακολουθούσαν.
Electric Flag - A Long Time Comin’
“I speak tonight for the dignity of man and the… (destiny of democracy…)”, Την blues έκρηξη του Killing Floor που ακολουθεί, πόσες φορές να την έχω ακούσει, 200? 1000? Πάλι ανατρίχιασα. Up tempo, φανταστικά πνευστά και groovy rhythm section, με τον Bloomfield να οργιάζει. Ήταν σε άλλο επίπεδο σε σχέση με οποιονδήποτε blues κιθαρίστα εκείνα τα χρόνια. Aποχώρησε από την μπάντα του Butterfield κάποιους μήνες πριν για να δημιουργήσει τους Electric Flag με σπουδαίους, Harvey Brooks, Buddy Miles, Barry Goldberg, Nick Gravenites, Ηerb Rich και άλλους θρύλους. Ήθελε η μουσική του να γίνει πιο μελωδική, με περισσότερα soul στοιχεία. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να περιορίζει πολλές φορές τον ρόλο του για να πάρουν τον ηγετικό ρόλο πνευστά και πλήκτρα, ακόμα και βιολιά, ενώ οι μελωδίες συχνά ξέφευγαν της όποιας μαύρης μουσικής επιρροής, αγγίζοντας συνεχώς την pop. Κι έτσι όμως, τραγούδια σαν τα Over-Lovin’ You, Groovin’ Is Easy, Sittin’ in Circles, Another Country, είναι απλά πανέμορφα. Oι Electric Flag μοιάζουν σε αυτό το σημείο με μια μουσική κολεκτίβα που οι ρόλοι δεν είναι πάντα διακριτοί (συμμετείχαν κι ένα σωρό sessions μουσικοί στις ηχογραφήσεις) αλλά το τελικό προϊόν είναι απλά ένα υπέροχο δείγμα soulful μουσικής. Ο δυστυχώς ασταθής Bloomfield, που για πρώτη φορά απαρνήθηκε τον ρόλο του guitar hero, μάλλον απογοητεύτηκε από την περιορισμένη επιτυχία και αποχώρησε λίγο μετά για να κυνηγήσει την τύχη του σε άλλα (καλλιτεχνικά επιτυχημένα) project, το A Long Time Comin’ όμως παραμένει έως σήμερα αναλλοίωτο μνημείο μιας απίστευτα δημιουργικής εποχής.
Canned Heat - Boogie With Canned Heat
– Hi Kids, this is the Bear!
– Wooow!
Ακόμα θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου όταν βρήκα το Boogie… σε δισκοπωλείο. Μέχρι και σήμερα έχω κενά στην 60’s δισκογραφία τους γιατί οι επίσημες studio κυκλοφορίες δεν βρίσκονται στα δισκοπωλεία συχνά. Κι εγώ τότε αγόραζα σαν τρελός, την εποχή που η δίαιτα με τον κολλητό περιείχε αυστηρά Ten Years After και John Mayall.
Στο Boogie… οι Canned Heat βρίσκουν πραγματικά τον εαυτό τους. Το blues rock τους πατά πάνω στα ωμά, μονότονα blues του John Lee Hooker και τα άγρια του Howlin’ Wolf δίνοντας τους έναν πιο σκληρό αέρα, σημάδι της μετάλλαξης των blues σε rock. Έχω ακούσει κάποιους να μην γουστάρουν το μεγάλο τους hit, On the Road Again, λόγω των φωνητικών του Alan Wilson κυρίως αλλά αυτή η ανατολίτικη νότα που του δίνουν με tambura τα σπάει. Η ουσία πάντως βρίσκεται στα υπόλοιπα. Evil Woman, World in a Jug, Whiskey Headed Woman No. 2 (έπος), Amphetamine Annie (“this is a song with a message!”), το φοβερό one chord jam του Fried Hockey Boogie. Όλα μεγάλα τραγούδια με κιθάρες που σπέρνουν, σφιχτά grooves και ξεκάθαρο μήνυμα.
Don’t forget to boogie…
Canned Heat - Living the Blues
Δεύτερο σερί καυλερό άλμπουμ και μάλιστα διπλό από τους Canned Heat. Αρχικά, συνεχίζουν στον δρόμο του Boogie…, με λίγο πιο έντονα πνευστά. Κι εδώ έχουμε μεγάλο hit (Going Up the Country) αλλά η μπάντα και ιδίως το rhythm section, ενδιαφέρεται κυρίως να δημιουργεί σφιχτά grooves ακόμα κι όταν οι κιθάρες είναι loose, βγάζοντας ένα γνήσιο blues πρόσωπο (σκίζει το Sandy’s Blues). Περιέργως η B’ πλευρά περιλαμβάνει ένα τραγούδι, το Parthenogenesis που ουδεμία σχέση έχει ο τίτλος με τη μουσική του, όντας ουσιαστικά ένα medley της μπάντας που φλερτάρει έντονα με την ψυχεδέλεια και περνά από piano blues σε electric/ modern blues και blues rock, ψυχεδελικό rock (τι riff σκάει εκεί στα δέκα λεπτά…), ένα μπάχαλο. Αλλά ωραίο… Kαι για κλείσιμο, το δεύτερο LP αφιερώνεται στα δύο μέρη του Refried Boogie, ένα endless live jam που κι αυτό σπέρνει, σε βάζει σε ένα mood και αν συντονιστείς, υπνωτίζεσαι. Σαν να ακούς τον John Lee Hooker σε rock πλαίσιο, με τους Wilson και Vestine στις κιθάρες να σπέρνουν. Αν αντέχετε…
John Mayall’s Bluesbreakers/ John Mayall - Bare Wires/ Blues from Laurel Canyon
Σκοτώνει το Bare Wires. To πιο ιδιαίτερο άλμπουμ του ως τότε. Είχε χρησιμοποιήσει ξανά πνευστά αλλά εδώ είναι πιο έντονος ο ρόλος τους και σε συνδυασμό με το swinging rhythm section (θεός Jon Hiseman στα drums) δίνουν μια jazz αισθητική που δεν είχαμε ξαναδεί σε δίσκους του. H αντίθεση με την ηλεκτρικη κιθάρα του Mick Taylor προσφέρει σπουδαία δείγματα του πρώιμου jazz rock ήχου. Παράλληλα, έχοντας συναίσθηση της επικρατούσας τάσης εκείνη την εποχή, δεν διστάζουν να βουτήξουν μέσα σε πιο χασιματικές, ψυχεδελικές ατμόσφαιρες και ο ίδιος ο Mayall να πειραματιστεί με διαφορετικούς ήχους και χρώματα στα πλήκτρα. Η όλη ατμόσφαιρα του άλμπουμ είναι μοναδική, έφερε ξεχωριστά αποτελέσματα αλλά δεν επαναλήφθηκε. Ο Mayall είχε πάλι άλλα σχέδια.
Σε όλους τους δίσκους του που αναφέρθηκα, έδωσα μεγάλη έμφαση στους υπόλοιπους μουσικούς της μπάντας του αλλά στο Blues from Laurel Canyon εξαφανίζεται πια το Bluesbreakers από το εξώφυλλο και μένει το John Mayall. Οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Ο Mayall ήταν και είναι ο καταλύτης, επιμελείται τα πάντα, είναι ο αρχηγός. Γι’ αυτό και δεν επηρεάζεται η ποιότητα από την παρέλαση μουσικών που παρατηρείται στους δίσκους του.
Η σύνθεση γίνεται πάλι κουαρτέτο. Basic blues rock. Όλο το σετ τους εξ ολοκλήρου γραμμένο από τον Mayall και είναι από τα πιο ενδιαφέροντα και καλύτερα της καριέρας του (κάποιες μέρες είναι ο αγαπημένος μου). Το Vacation ξεκινά εκρηκτικά τον δίσκο. Αν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία για την ποιότητα του, εξαφανίζεται αστραπιαία. Για μια ακόμα φορά μαζί του ο Mick Taylor και σε ένα τραγούδι ο Peter Green. Το υλικό είναι σκληρό, ίσως το πιο σκληρό ως τότε (πχ. στο 2401), αλλά σε στιγμές δίνει ακόμα μια ελαφρώς jazzy αίσθηση, με πιάνο/ πλήκτρα σε πρώτο πλάνο. Είναι η εποχή της μεγάλης έμπνευσης του Mayall, που μπορεί να στα σκάσει με δυναμικό blues rock ή να ξεφύγει σε υπνωτιστικά, ψυχεδελικά σχεδόν jams (Fly Tomorrow) και να μην χάσεις το ενδιαφέρον σου ούτε στιγμή.
Για δεύτερη συνεχή χρονιά δύο σπουδαίοι δίσκοι (5 σε 3 χρόνια!), απίστευτο.
Τεράστιο κεφάλαιο για τα blues στο νησί και γενικά.
Mike Bloomfield/ Al Kooper/ Stephen Stills - Super Session
Project του Al Kooper με Bloomfield στην μία πλευρά, Stills στην άλλη. Και οι δύο είναι απίστευτες αλλά προτιμώ την πρώτη. Η αιτία? Η απόδοση του Bloomfield σε αυτά τα τραγούδια και ειδικά στα πιο blues είναι για μένα πιθανόν η καλύτερη απόδοση λευκού bluesman που ηχογραφήθηκε ποτέ (αν κάποιος τον ανταγωνίζεται είναι ο… εαυτός του στο East-West). Οι ρίζες του πατάνε πάνω στους ήρωες των Chicago blues αλλά με μια ροή ιδεών ανεξάντλητη, με τα bends να σκάνε (και να καταλήγουν) σε νότες ασυνήθιστες, με εναλλαγές διαθέσεων, θείους αυτοσχεδιασμούς, jazz εξερευνήσεις, soul τσαχπινιά, τα πάντα όλα. Όταν μάλιστα ο Kooper τον ανταγωνίζεται με το Hammond του στο αριστουργηματικό Stop, απλά υποκλίνομαι. Δεν πάει πίσω η B’ πλευρά, δεν θα αδικούσα ποτέ έναν Stephen Stills. Ιδίως στο You Don’t Love Me και το οργιαστικό Season of the Witch του Donovan, η ανατριχίλα δεν σταματά. Τεράστιος δίσκος.
The Aynsley Dunbar Retaliation - The Aynsley Dunbar Retaliation/ Doctor Dunbar’s Prescription
Από τις καταπληκτικές blues μπάντες της Βρετανίας. Αυτοί που έγραψαν το Warning (αργότερα διασκευάστηκε από κάτι τυχάρπαστους, Black Sabbath).
Καλά έκανε κι αποχώρησε ο Dunbar από τον Mayall (έκατσε και πουθενά πολύ?). Η μπάντα του στο ντεμπούτο είναι smokin’ hot, moody, jazzy στο φοβερό Mutiny, με φοβερή κιθάρα από τον Victor Brox. Δισκάρα. To Doctor Dunbar’s Prescription τo προτιμώ από το ντεμπούτο ελαφρώς αν και ακολουθεί τους ίδιους κανόνες. Dirty blues, φοβερές κιθάρες και organ, μια βαριά ατμόσφαιρα στα slow blues, δραματική… Όχι πολύ μακριά αισθητικά από τις δουλειές του Mayall πάντως (minus the legendary guitarists).
Johnny Winter - The Progressive Blues Experiment
Ήρθε η ώρα να τιμήσω το avatar μου (κάποιος του φόρουμ κάποτε, σχεδόν με απογοήτευση μου είχε πει “περίμενα να είσαι αλμπίνος”…).
Το ντεμπούτο του Winter είναι μια ονειρική συνύπαρξη αρχαίων blues και blues rock που η δημοτικότητά του ήταν στα ύψη. O Winter ήταν εκρηκτικός παίχτης, very fluid, έκανε τα λάθη του αλλά αυτά απλά το δίνουν μια ανθρώπινη υπόσταση. Όπως είχε πει ο Muddy Waters στο περίπου, o “Johnny Winter είναι ο μόνος λευκός bluesman που μπορεί να παίξει κάθε στυλ blues”. Και πραγματικά, με το τρίο του κι ένα πιο ακουστικό φορμάτ σε σημεία, παρουσιάζει εδώ δυναμικό blues rock, slow blues (πόσο κλασικό το It’s My Own Fault) και ακουστικές συνθέσεις με ένα απαράμιλλο στυλ, αυτό το άναρχο παίξιμο της αρχαίας σχολής, του Charlie Patton, του Son House, του Robert Johnson. Φοβερή αρχή για μια τεράστια αγάπη.
Blue Cheer - Vincebus Eruptum/ Outsideinside
To Vincebus Eruptum δικαίως απέκτησε τη φήμη του. Ουσιαστικά μιλάμε για blues rock. Σκληρό, εκκωφαντικό blues rock, με ολίγη jam διάθεση. Κι άλλοι τα έκαναν αυτά με Hendrix, Cream κύριους εκφραστές… Κι όμως καταφέρνουν κάτι φοβερό. Για τους υπόλοιπους, οι δυνατές κιθάρες και τα drums αποτελούν ένα μόλις στοιχείο της μουσικής τους και η ατμόσφαιρα που βγάζουν παραμένει περισσότερο heavy blues. Στο Vincebus… όμως καθόλη τη διάρκεια οι κιθάρες ουρλιάζουν, τα fuzz στο 11, reverb, feedback, κάποια riff δολοφονικά, ένα μακελειό. Το rhythm section ενδιαφέρεται να κρατήσει το tempo όσο και να παράγει θόρυβο που να συναγωνίζεται την κιθάρα. Και αν και η μουσική δεν είναι ακόμα εντελώς riff-driven, η αίσθηση που αποπνέει είναι ξεκάθαρα heavy rock δίσκου. Μπάντες που σήμερα λογίζονται ως stoner rock χρωστάνε την ύπαρξη τους σε δίσκους σαν αυτόν…
Στο Outsideinside που ακολούθησε λίγο μετά, το αποτέλεσμα είναι λίγο πιο συγκρατημένο και “μουσικό”. Κάποιες βασικές αρχές όπως οι σκληρές fuzzy κιθάρες παραμένουν, όμως τα tempo είναι πιο αργά, θα βρεις μέσα πλήκτρα, περισσότερη μελωδία, αποτελεί γενικά μια πιο “ώριμη” εκδοχή της μουσικής τους. Το εκτόπισμα του δίσκου φυσικά δεν φτάνει αυτό του ντεμπούτου, δεν σημαίνει όμως πως δεν είναι και αδικημένο. Ελλείψει εκείνου, θεωρώ θα είχε μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση καθώς λίγοι έφταναν την σκληρότητα και του Outsideinside. Άκου πως ισοπεδώνει το Gypsy Ball πχ. ή το Come and Get It. Heavy as fuck music. Απαραίτητο κι αυτό…
Savoy Brown - Getting to the Point
Savoy Brown getting to the point of kicking ass for 5 albums straight. O σπουδαιος Kim Simmonds και η μπάντα του είχαν ήδη ένα καλό δείγμα βρετανικού blues rock αλλά με αυτό σιγά σιγά γίνονται ηγέτες. Αφρόκρεμα του ήχου, βρώμικα blues με γνήσιο συναίσθημα.
Cream - Wheels of Fire
Τελευταίο τεράστιο άλμπουμ, διπλό, με απίθανα τραγούδια (White Room, Those Were the Days), ψυχεδέλεια, σκληρό doomy/ heavy blues που σε κάτι As You Said και Politician, ανάγκασε μπάντες σαν τους Zeppelin να κρατάνε προσεκτικά σημειώσεις πριν εξαπολύσουν την δική τους επίθεση.
Fleetwood Mac - Fleetwood Mac
Από τα καλύτερα blues album που έβγαλε το νησί. Ο Green με τους Spencer Davis, Mick Fleetwood και John McVie στο ντεμπούτο επιδίδονται σε ένα blues Chicago style σε μεγάλο μέρος του, και το κάνουν εξαιρετικά, μην έχοντας να ζηλέψουν τίποτα από κανέναν στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι Green και Davis δίνουν μαθήματα blues κιθάρας με ουσία και πάθος, η φυσαρμόνικα ουρλιάζει, το rhythm section εξαιρετικό ως αναμένεται από πρώην μέλη της μπάντας του Mayall. To I Loved Another Woman δείχνει πόσο σπουδαίος κιθαρίστας είναι ο Green, με φοβερό τόνο, feel και φινέτσα και αποδεικνύει πόσο επηρέασε αμέτρητους θρύλους της μουσικής όπως κάποιον νεαρό, ονόματι Santana. Ακόμη κι αν το άλμπουμ έσπερνε, δεν έφτανε να προϊδεάσει κάποιον για το τι θα ακολουθούσε λίγο μετά.
Steppenwolf - Steppenwolf/ Τhe Second
Άδικο για την μπαντάρα να είναι γνωστή κυρίως για το Born to Be Wild και συνδεδεμένη με την ταινία Easy Rider. Στο Steppenwolf εμφανίζονται έτοιμοι. Σκληροί, bluesy, πιασάρικοι, χαρακτηριστικοί της εποχής και ικανοί για το μεγάλο hit (και The Pusher έχουμε, αμέ). Και πριν καλά καλά βγει το πρώτο, σαρώνουν με 2η δισκάρα, το The Second. Ίσως λίγο πιο χαλαρή από το ντεμπούτο, λίγο πιο laid back αλλά με την ίδια βασική συνταγή. Λίγη ψυχεδέλεια, blues, hard rock riffs και ένα πελώριο, feelgood, Magic Carpet Ride. Προσωπικά λατρεύω και το Spiritual Fantasy με την όμορφη μελωδία του κι ας μην είναι χαρακτηριστικό Steppenwolf τραγούδι. Νομίζω πως ο κόσμος μετά από εδώ τους άφησε σιγά σιγά (κι εγώ τους ξέχασα το '69 :P) αλλά έχουν αρκετές δουλειές που αξίζουν να ακουστούν και στην συνέχεια.
Harvey Mandel - Cristo Redentor
O Mandell είχε ενθουσιάσει ένα χρόνο πριν με τις επιδόσεις του στο άλμπουμ του Musselwhite. To προσωπικό του ντεμπούτο όμως τον δείχνει να έχει βρει τον δικό του ήχο. Στοχεύει στο feeling, την ποιότητα, έχει μια πιο… καλλιτεχνική άποψη επί των blues, χρησιμοποιώντας την ψυχεδέλεια, string arrangements, percussion και δημιουργεί μουσική υψηλής αισθητικής, με άποψη και φοβερά τραγούδια. Όταν οι περισσότεροι του genre εστίαζαν στο να στίψουν την κιθάρα ή να γεμίσουν τον ήχο με άπειρα εφέ, αυτός έψαχνε την κατάλληλη φράση, τον ιδανικό τόνο, ποιο πετάλι θα δώσει το σωστό χρώμα στο τραγούδι κι όχι πώς να εντυπωσιάσει. Λίγο αργότερα, η αναζήτησή του θα τον έφερνε συχνά σε fusion μονοπάτια και ίσως με πιο εύκολα αντιληπτό το κιθαριστικό μεγαλείο του, όμως και στα πρώτα του βήματα θαμπώνει ως ποιοτικός blues rocker.
Steve Miller Band - Children of the Future/ Sailor
Η αρχική φάση της μπάντας του Steve Miller είναι φοβερή. Αρχικά έχει σπουδαίους μουσικούς μαζί του, με κύριο τον Boz Scaggs (κιθάρα και φωνή κι αυτός) και δεύτερον, ενώ η μουσική του στο Children of the Future ήδη έχει πιο πιασάρικες στιγμές, είναι πιο ψυχεδελική και bluesy, εντελώς ταξιδιάρικη σε κάποια τραγούδια, απέχοντας παρασάγγας από την φάση των 70’s hits (Joker, Rock’n Me, κτλ). Το Song for Ancestors που ανοίγει το Sailor για παράδειγμα, δεν διαφέρει αισθητικά από τις laid back, instrumental στιγμές των Floyd. Προσωπικά προτιμώ ελαφρώς το 2o καθώς πάντα ένιωθα πως τα τραγούδια του είναι λίγο πιο distinctive, they throw in some pop, some duel guitar parts κτλ. και νοστιμεύουν αλλά και τα δύο αποτελούν φοβερά δείγματα της εποχής.