Μεταλλική νοσταλγία: Θύμησες, εμπειρίες και λοιπά ευτράπελα από την ελληνική, metal καθημερινότητα

Χαχα, υπέροχα, αναμένω!

…μωρέ και για μένα κάμποσα λέει το τσουλου, αλλά σίγουρα όχι τόσα όσα οι ρας ας πούμε. ;p

1 Like

οταν βρω λιγο χρονο θα σας γραψω για την εκδρομη που καναμε το 1998 στην Σοφια για να δουμε Deep Purple…200 ατομα φαν κλαμπ…

3 Likes

Γ΄λυκείου μπαίνω καθυστερημένος στη τάξη φορώντας μπλουζάκι Icon Paradise lost και μου σκάει η καθηγήτρια φιλόλογος “τι είναι αυτό που φοράς παιδάκι μου” ; Πετάγονται οι “μπροστινοί” πείτε του κυρία για τους σατανάδες που φοράει !!!
Απάντηση καθηγήτριας : “Δεν είναι σατανάδες , είναι ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου σε παραμόρφωση” …Boing !
Πάνε τόσα χρόνια , απορώ πως το θυμάμαι

10 Likes

ωραια πραγματα επινε η φιλολογος :joy:

δεν είχε άδικο πάντως
image

1 Like

Αγαπάω κι ευχαριστώ @Sevek για τις “πάσες” που μου δίνει. Γράφει παραπάνω:

Να με αφήσουν οι δικοί μου να σκάσω ΡΟΔΟΝ μόνος μου, δεν υπήρχε περίπτωση,…

Ακολουθεί η εξιστόρηση της παρθενικής εμφάνισής μου σε συναυλία κλειστού χώρου, στο αλησμόνητο Ρόδον. Μόνος μου και στην τρυφερή ηλικία των 14,5 ετών.

Οι Saxon είναι μία από τις μπάντες που μ’ “έμπασαν” στην ιστορία του metal. Φρόντισαν οι μεγαλύτεροι αδερφοί μου γι’ αυτό και τους ευχαριστώ θερμά. To 1999 κυκλοφορούν το “βαρύ” και καλό “Metalhead” (κομματάρα το “Sea of Life”), το οποίο και είναι ο πρώτος τους δίσκος που αγοράζω μόνος μου, με το χαρτζιλίκι μου. Αρχές Μαΐου του 2000, θα μας επισκεφτούν στο Ρόδον, στα πλαίσια της προώθησης του προαναφερόμενου δίσκου. Έχω ήδη περίπου ένα χρόνο που πηγαίνω σε συναυλίες, αλλά μόνο με παρέα και μόνο σε εξωτερικούς χώρους. Ζητάω από τα αδέρφια να με συνοδέψουν, αλλά αρνούνται αμφότεροι, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Εγώ, ωστόσο, είμαι αποφασισμένος να πάω και αγοράζω εισιτήριο. Οι γονείς δεν φέρνουν μεγάλη αντίρρηση στο να παραβρεθώ, με την προϋπόθεση να με πάει κάποιο από τα αδέρφια μου με το αυτοκίνητο στο κέντρο και να έρθει να με πάρει, όταν τελειώσει η συναυλία. Όπερ κι εγένετο. Κινητά τηλέφωνα κ.λπ. δεν υπήρχαν.

Με ένα “κράμα” συναισθημάτων αγωνίας, φόβου, χαράς, προσμονής και περιέργειας μπαίνω στο αμάξι και με τα πολλά φτάνουμε έξω από το Ρόδον. Δεν θα το κρύψω. Όταν αντίκρισα τον κόσμο στην ουρά, έξω από την -straight into Mordor- είσοδο του Ρόδον, “πάγωσα” και δίστασα να κατέβω. O big brother #1 το διαπίστωσε και με κάργα ελληνικούς, “στρατόκαυλους” bedside manners, μού είπε, απωθώντας με ταυτόχρονα εκτός του οχήματος: “Μη “μασάς” ρε! Πήγαινε στήσου στην ουρά, μπες μέσα, γάμησέ τα όλα και πέρνα καλά. Θα είμαι εδώ σε κάνα δίωρο και θα σε περιμένω.”. Χωρίς να νιώθω πόδια, σώμα ή να έχω διαυγή νοητική λειτουργία, βρέθηκα με κάποιον τρόπο στην ουρά, περικυκλωμένος από μεταλλάδες “παλαιάς κοπής”, που μου “έριχναν” από 10 έως 30 χρόνια ηλικιακά και περίπου κάνα κεφάλι σε ύψος. Η σιωπή και η σφαγή των αμνών, σε βίωμα.

Intermission: Έχω μυωπία. Την περίοδο εκείνη ντρεπόμουν να φοράω τα γυαλιά, διότι δεν ήθελα να φαίνομαι φλώρος και “φυτό”. Γι’ αυτόν το λόγο έπαιρνα στις συναυλίες τα γυαλιά εντός της θήκης (ξέρετε οι μύωπες, της παλιάς, πλαστικής γκουμούτσας), την οποία έβαζα στο παντελόνι. Σαν να φόραγα σπασουάρ έμοιαζα. Anyway, όταν εκκινούσε η κάθε συναυλία, με γρήγορες κινήσεις, έβγαζα τη θήκη-“όπλο” κι έβαζα τα γυαλιά, ασφαλής ότι πλέον όλοι θα παρακολουθούσαν την μπάντα κι όχι εμένα. Μην πείτε τίποτα. Εφηβεία λέγεται. Δύο χρόνια αργότερα ανακάλυψα τον “μαγικό κόσμο” των φακών επαφής και τελείωσε ο παραλογισμός.

Βρίσκομαι λοιπόν μέσα στο Ρόδον, για πρώτη φορά στη ζωή μου, εντελώς χαμένος και αποπροσανατολισμένος. Μία “αόρατη δύναμη” με μεταφέρει στον εξώστη και ανεβαίνω όσο ψηλότερα γίνεται, γιατί θεωρώ ότι δεν θα έρθει άλλος κόσμος και η θέα που έχω εξασφαλίσει αρχικά θα παραμείνει απρόσκοπτη. Όσο πλησιάζουμε στην έναρξη, όμως, ο κόσμος πυκνώνει, τα ύψη αρχίζουν να περιορίζουν το οπτικό μου πεδίο, έως ότου καταφθάνει μπροστά μου μία παρέα 3-4 μεταλλάδων, “ντερέκια”, ηλικίας 30+, με τα “όλα” τους. Αλυσίδες, τζιν μπουφάν με ραφτά, δερμάτινα, μπότες, you name it. Με κοιτάζουν με ένα βλέμμα απορίας και με “σκανάρουν χατζημεταλλάδικα”, θεωρώντας ότι μάλλον έχω βρεθεί εκεί από σπόντα ή λάθος. Πλέον δεν βλέπω καθόλου τη σκηνή, αλλά η ώρα έχει φτάσει και οι Saxon “εφορμούν” στη σκηνή, με το “Metalhead”. Η πώρωσή μου έχει φτάσει στο έπακρο κι έξαφνα βρίσκω το θάρρος/θράσος και φωνάζω στην παρέα να παραμερίσει ελαφρώς για να βλέπω λίγο την μπάντα. Την αντίδρασή τους και το πώς ένιωσα, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Τα βλέμματά τους με “τρύπησαν” και “διείσδυσαν” σε όλα τα μαλακά μόρια του τρυφερού μου κορμιού. Κι όμως, την επόμενη στιγμή, κάνανε χώρο κι έτσι μπορούσα κι εγώ να δω μέρος της σκηνής. Ένιωσα λες και είχα φτερά και ότι κέρδισα τον σεβασμό και την αποδοχή της “μεγάλης γενιάς”. Η ιστορία όμως είχε και συνέχεια. Βλέποντας η παρέα ότι ήξερα όλους τους στίχους των τραγουδιών και ξελαρυγγιαζόμουν τραγουδώντας τους, σχεδόν φτάσαμε να κάνουμε headbanging μαζί. Εγώ, με τα γυαλιά μυωπίας και τη θήκη τους στο τζιν, με το φλώρικο, κολλεγιακό φούτερ και τα αδιάφορα Nike αθλητικά, δίπλα-δίπλα με την επιτομή των καθωσπρέπει μεταλλάδων, να “κοπανιόμαστε” μαζί. Αν αυτό το σκηνικό δεν είναι metal, τότε δεν ξέρω τι παραπάνω μπορεί να είναι.

Η συναυλία τελείωσε, οι Saxon “θέρισαν” και βγήκα από το χώρο. Εντόπισα το αυτοκίνητο όπου με περίμενε ο αδερφός, για να επιστρέψουμε σπίτι. Με ρώτησε πώς πέρασα κ.λπ. Δεν επικοινωνούσα, απαντούσα “μηχανικά”.

Πού να ήξερε ότι όταν με άφησε έξω από το Ρόδον, πριν τη συναυλία, ήμουν απλά ο μικρός του αδερφός. Τώρα, πια, ήμασταν ίσος προς ίσο, τα αρχίδ&@ μου ζύγιζαν δύο τόνους περισσότερο και είχα ψηλώσει τουλάχιστον δύο πόντους. Με άφησε αγόρι και με παρέλαβε άντρα. Μαλάκα μου, συγκινήθηκα τώρα.

Edit: Αδερφέ, θα σ’ ευχαριστώ αιώνια για το παραπάνω σπρώξιμο έξω από εκείνο το “κουβαδάκι” το Subaru Μ80. “Τρελό” self-confidence boost!

25 Likes

Καλά ρε υπάρχει thread που γράφουμε για τις βιωματικές μας στιγμές στη μουσική και δεν λέτε τίποτε;
Ας ανασύρω λοιπόν κι εγώ κάτι από τα συρτάρια (sic!) της μνήμης μου…

Το φθινόπωρο του 1990 είχα ήδη σεβαστή προϋπηρεσία…ενός (1) έτους στις μεταλλικές “επάλξεις” (yeah!) και είχα αποκτήσει δισκογραφία (αγορασμένη ή αντιγραμμένη) από τα βασικά “προαπαιτούμενα”, για έναν εκκολαπτόμενο metalhead εκείνης της εποχής, συγκροτήματα, ήτοι: Maiden (εννοείται), Accept (προφανώς),Black Sabbath (εξυπακούεται αφού από εκεί ξεκίνησαν όλα!), Motorhead, Manowar, Metallica, Slayer, Helloween , AC/DC…οι πιο παρατηρητικοί θα εντόπισαν μια κραυγαλέα έλλειψη κλασικού σχήματος.

Τω καιρώ εκείνω οι Judas Priest δεν είχαν στην Ελλάδα την αναγνώριση που θα δικαιολογούσε η μέχρι τότε πορεία τους. Κι αν η απουσία τους από τις δισκοθήκες των κάπως παλιότερων από εμένα φίλων ή γνωστών, μπορεί να οφειλόταν σε σύμπτωση, θυμάμαι επίσης τον μακαρίτη τον Lord να ξεσπαθώνει στο ΜΗ προσπαθώντας να πείσει για το πόσο σπουδαίοι είναι οι Priest, λέγοντας χαρακτηριστικά πόσο αγανακτεί όταν ακούει παιδιά να υποστηρίζουν ότι οι Running Wild είναι ανώτεροι τους – όπερ σημαίνει ότι υπήρχαν τέτοιες απόψεις διαδεδομένες στο μεταλλικό κοινό της χώρας μας!

Μοιραία δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητες μου να τους τσεκάρω – άλλωστε για μένα σειρά είχαν οι solo δίσκοι των Ozzy, Dio και… Udo που έπρεπε να βρω οπωσδήποτε! – χώρια που κάτι εξώφυλλα που είχα δει στα δισκοπωλεία δεν με προδιέθεταν θετικά, μάλλον γελοία μου είχαν φανεί (το “Defenders of the Faith” ήταν σίγουρα ένα!) Μέχρι που ο συμμαθητής, καλός φίλος και metal συνοδοιπόρος (γεια σου Θωμά!) μου δίνει την κασέτα του τότε νέου δίσκου των Priest, αυτού που είχε τύχει ενθουσιώδους κριτικής στο Hammer! (παρεμπιπτόντως, στο ίδιο τεύχος που είχαν αποθεωθεί και τα “Rust In Peace” και… “Nο Prayer For The Dying”!)

Αποδείχθηκε μια από τις 4-5 κομβικότερες στιγμές της ενασχόλησης μου με την μουσική! Για εβδομάδες άκουγα τον δίσκο στο walkman όχι μόνο πριν κοιμηθώ κάθε βράδυ, αλλά πολλές φορές και το επόμενο πρωί πριν φύγω για το σχολείο! Τα καθηλωτικά riffs, τα απίστευτα solos, οι εθιστικές μελωδίες και, πάνω από όλα, ΑΥΤΗ η φωνή, ήταν μια αποκάλυψη για μένα.
Και φυσικά, η ανεκτίμητη αίσθηση του να ανακαλύπτεις ένα τέλειο album τη στιγμή που κυκλοφορεί, αυτό που ζηλεύαμε όταν ακούγαμε όλα εκείνα τα, από καιρό, κλασικά LPs. Γιατί έχω καταλήξει ότι με αυτούς τους δίσκους που γνώρισες και αγάπησες όταν ήταν καινούριες κυκλοφορίες, αποκτάς ένα ξεχωριστό δέσιμο, σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον.
Ε, το “Painkiller” είναι για μένα ένα τέτοιο LP, μετά από τριάντα χρόνια μπορώ να το πω μετά βεβαιότητος!

21 Likes

Ολόκληρο αξίωμα έχει βγάλει γι’ αυτό ο @Sevek κι εγώ το πιστεύω επίσης φουλ :smiley:!

Ας πω κι εγώ μιαι δική μου περιπέτεια. Όπως είναι γνωστό, 25 Ιουνίου του 2005 έπαιξαν στη Μαλακάσα οι Black Sabbath, για πρώτη (και μάλλον τελευταία) φορά με την κανονική τους σύνθεση στην Ελλάδα. Δυστυχώς εκείνη τη μέρα, είχα έναν γάμο. Ήταν φίλοι, δεν μπορούσα να λείψω με τα τότε δεδομένα μου, οπότε έπρεπε να βρεθεί μια λύση, γιατί δε γινόταν να μην έχω δει ποτέ Sabbath.

Δύο μέρες πιο πριν, έπαιζαν στη Σόφια. Ένας φίλος από Θεσσαλονίκη, θα πήγαινε να τους δει εκεί, όπως έκανε εκείνη την εποχή και για άλλες συναυλίες που γινόντουσαν μόνο Αθήνα: η Σόφια του έβγαινε πάντα πιο φτηνά κι από χρόνο ήταν μία ή άλλη. Αποφάσισα να πάω μαζί του. Ο Κώστας λοιπόν με ενημέρωσε ότι υπήρχε τραίνο που πήγαινε Θεσσαλονίκη-Σόφια, αναχωρώντας στις 7 το πρωί από Θεσσαλονίκη και φτάνοντας περίπου 1 το μεσημέρι στη Σόφια. Κανόνισε τα εισιτήρια λοιπόν (περίπου 25 ευρώ με επιστροφή). Θα ερχόταν μαζί κι ένας φίλος του από Θεσσαλονίκη, οπότε θα ήμασταν τρία άτομα.

Τετάρτη 22 του μηνός, έφυγα 12 η ώρα το βράδυ από Αθήνα με κλινάμαξα. Για όσους τις είχατε προλάβει, είχαν έξι κρεβάτια μέσα στο κάθε δωμάτιο. Άραξα λίγο, άκουσα και λίγη μουσική και σε κάποια στιγμή κοιμήθηκα. Κατά τις 6 και κάτι το πρωί, έφτασα Θεσσαλονίκη, όπου βρήκα τον Κώστα και τον Παναγιώτη (τον φίλο του) και στις 7 ξεκινήσαμε για Σόφια. Στον δρόμο θυμάμαι λέγαμε για την πρόσφατη τότε επανασύνδεση των Cream, αλλά και γενικότερα περί μουσικής.

Το δρομολόγιο που πήγαινε Θεσσαλονίκη-Σόφια λοιπόν, μόλις έφτανε στα σύνορα σταματούσε για έλεγχο διαβατηρίων. Μπαίνανε κανονικά Βούλγαροι, παίρνανε τα διαβατήρια και μετά από κάνα εικοσάλεπτο επέστρεφαν και τα έφερναν απ’ όσο θυμάμαι. Κάτι άλλο που συνέβαινε ήταν ότι από τα βαγόνια αποκολλούταν η ελληνική μηχανή κι ερχόταν και κούμπωνε μια βουλγαρική μηχανή, η οποία και τα πήγαινε από τα σύνορα μέχρι τη Σόφια.

Φτάσαμε μια χαρά εκεί, κάναμε τις βόλτες μας, ο Κώστας ήξερε διάφορα μέρη, μιας και είχε πάει ήδη αρκετές φορές. Θυμάμαι μας πήγε σε ένα δισκάδικο και πήρα και το Souvenirs των Gathering σε κασέτα, που είχε κυκλοφορήσει μόνο στη Βουλγαρία, στην ιλιγγιώδη τιμή των 2 ευρώ. Φάγαμε, περπατήσαμε στο κέντρο της ψιλοκαταθλιπτικής Σόφιας (τρία χρόνια πριν που ξαναπήγα, παραμένει έτσι σε μεγάλο βαθμό), εντυπωσιάστηκα με τις πινακίδες που βρίσκονταν έξω από καζίνο και club και απαγόρευαν να μπαίνει κάποιος σε αυτά οπλοφορώντας και ξεκινήσαμε για το στάδιο Vasil Levski, όπου θα γινόταν η συναυλία. Σημειωτέον ότι ΔΕΝ είχαμε εισιτήρια, θα βγάζαμε εκεί.

Επιλέξαμε κάποια εισιτήρια που και καλά ήταν “VIP” και είχαν 25 ευρώ αντί για 15 ευρώ που είχαν τα GA (θυμίζω ότι Μαλακάσα είχε 60, γι’ αυτό πήγαινε Βουλγαρία ο άλλος συνέχεια :joy:), αλλά μόλις είδαμε ότι ήταν στην κερκίδα, κατεβήκαμε και μπήκαμε στην αρένα, χωρίς να αντιμετωπίσουμε κάποια δυσκολία. Υπόψιν, κουβαλώντας backpacks όλοι κλπ. Γίνεται το live, είδαμε δύο βουλγάρικα support, είδαμε και τον νοτιόβλαχο από το New Jersey (Velvet Revolver δεν είχε το μενού δυστυχώς, οπότε χάσαμε τον Weiland), είδαμε και τους Θεούς! Γαμώ ήταν το live, προφανώς και χωρίς να έχω πάει στης Ελλάδας ξέρω ότι δεν “έπιασε” την ίδια ατμόσφαιρα, αλλά περάσαμε πάρα πολύ ωραία.

Τελειώνει το live. Δεν είχαμε κανονίσει διαμονή, σκοπεύαμε να πάμε στον σταθμό του τραίνου, να αράξουμε εκεί και να φύγουμε κατά τις 6-7 που έφευγε το τραίνο μας για Θεσσαλονίκη. Εδώ ξεκινάνε τα καλά :joy:. Μπαίνουμε σε ένα τραμ μαζί με πολύ άλλο κόσμο και ξεκινάμε για το κέντρο. Το τραμ πήγαινε κανονικά, μέχρι που οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν μεσάνυχτα. Ως άλλη Σταχτομπούτα, ο οδηγός του τραμ ακινητοποίησε το όχημα, άνοιξε τις πόρτες και μας κατέβασε ΟΛΟΥΣ κάτω, στη μέση του πουθενά :joy:. Αρχίσαμε να ακολουθούμε τη ροή του κόσμου, κάποια στιγμή πετύχαμε θυμάμαι κι έναν Έλληνα που σπούδαζε εκεί και ψάχναμε ταξί. Τα ταξί εκεί μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν ελεύθερα από ένα μικρό led που είχαν χαμηλά δεξιά στο παρμπρίζ. Μετά από πολλά κόκκινα ledάκια, πετύχαμε ένα πράσινο, σταματήσαμε τον δύστυχο ταρίφα και μπήκαμε μέσα. Αφήσαμε κάπου ενδιάμεσα τον Έλληνα και εμείς πήγαμε στο κέντρο. Θυμάμαι πληρώσαμε κάτι του στυλ 1-2 ευρώ, με πετρέλαιο πιο ακριβό από Ελλάδα (γι’ αυτό τον είπα δύστυχο). Πήγαμε και φάγαμε στο μόνο εστιατόριο που ήταν ανοιχτό, το οποίο ήταν και σχετικά κυριλέ, με όλες τις κοπέλες που δούλευαν σε αυτό να είναι πάρα πολύ όμορφες. Πληρώσαμε κάνα 10ευρο (και οι τρεις μαζί) και μετά πήγαμε στον σταθμό των τραίνων.

Ο οποίος ήταν κλειστός. Ήταν κάπου 2 το βράδυ και θα άνοιγε κατά τις 5. Κοιτάξαμε κάτι ξενοδοχεία εκεί γύρω για να μείνουμε λίγες ώρες, αλλά τζίφος. Έτσι αναγκαστήκαμε να αράξουμε σε κάτι καρέκλες μιας (κλειστής) καφετέριας έξω από τον σταθμό, μέχρι να έρθει μετά από λίγο ένας φύλακας και να μας διώξει. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί, δεν κάναμε και τίποτα :joy:. Εγώ που δεν είμαι και δύσκολος, ξάπλωσα σε ένα πεζούλι και κοιμήθηκα, μιας και δεν είχαμε τίποτα άλλο να κάνουμε. Όσο μεγαλώνω και το σκέφτομαι, αναρωτιέμαι τι μαλακία ήταν :joy:, αλλά τώρα πάει, πέρασε επιτυχώς :joy:. Στις 5 άνοιξε ο σταθμός και μπήκαμε να συνεχίσουμε ύπνο στα παγκάκια εντός, μέχρι να φύγουμε για Θεσσαλονίκη και στο καπάκι εγώ για Αθήνα (είχα κλείσει τραίνο)! Ξημέρωνε 24 Ιουνίου 2005…

…και στην Ελλάδα, για όποιον θυμάται (εγώ το θυμάμαι πάρα πολύ καλά, για την ακρίβεια δε θα το ξεχάσω ποτέ :rofl:) είχαν απεργία τα πάντα. Το πρώτο και βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε όντες στο τραίνο προς Θεσσαλονίκη, ήταν ότι δε θα ερχόταν ποτέ η ελληνική αμαξοστοιχοία για να παραλάβει τα βαγόνια μας από τα σύνορα. Υπόψιν, το δρομολόγιο είχε μέσα έξι (ολογράφως: έξι) άτομα. Εμάς τους τρεις, έναν άλλον Έλληνα που είχε πάει για δουλειά στη Σόφια και δύο Βούλγαρους. Όταν φτάσαμε στα σύνορα λοιπόν, στη βουλγαρική πλευρά, κατεβήκαμε όλοι από το τραίνο. Εκεί υπήρχε ένα γραφείο του ΟΣΕ στο οποίο ήταν δύο Έλληνες υπάλληλοι - αυτοί δουλεύανε εκείνη τη μέρα. Κάνανε οι άνθρωποι διάφορα κανονίσματα λοιπόν από εκεί μέσω τηλεφώνου και μας είπαν να ακολουθήσουμε τις οδηγίες τους. Έτσι, περπατήσαμε πάνω στις γραμμές, φτάσαμε στα σύνορα, περάσαμε με τα πόδια (έτσι έγινε, μη γελάτε) και πήγαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Προμαχώνα, δίπλα στο Ρούπελ. Ο Έλληνας που μας “έλεγξε” στα σύνορα μας ρώτησε “δεν πιστεύω να έχετε τίποτα παράνομο πάνω σας;”, εμείς είπαμε “όχι, όχι” και περάσαμε. Φαντάζομαι δείξαμε ταυτότητες ή διαβατήρια, δε θυμάμαι καν.

Στον σιδηροδρομικό σταθμό μας περίμεναν δύο ταξί μισθωμένα από τον ΟΣΕ. Μπήκαμε εμείς οι τρεις στο ένα και οι άλλοι τρεις στο άλλο και μετά από καμιά ώρα φτάσαμε στον ΟΣΕ στη Θεσσαλονίκη. Εννοείται δεν πληρώσαμε, απλώς οι ταρίφες έβγαλαν φωτοτυπία τα εισιτήριά μας για να πληρωθούν από τον ΟΣΕ κι εμείς πήγαμε και τα παραδώσαμε στο γκισέ, κάπως έτσι έγινε. Οι άλλοι πήγαν να ξεκουραστούν κι εγώ δεν είχα πώς να γυρίσω Αθήνα, μιας και όπως είπαμε, τραίνα δεν υπήρχαν Πήγα λοιπόν για έναν καφέ στο Bolivar με τον φίλο μου τον Edlund που τότε έμενε στην πόλη :stuck_out_tongue: και τελικά έμαθα ότι το απόγευμα θα έφευγε ΚΤΕΛ για την Αθήνα. Μάλλον επειδή είναι ιδιωτικά, είχαν κάποια λάσκα, κάτι τέτοιο έγινε. Πήγα στο ΚΤΕΛ και έφυγα για Αθήνα, φτάνοντας σπίτι μου μετά τα μεσάνυχτα. Μετά από 50 ώρες, έβγαλα τα παπούτσια μου…

Την επόμενη μέρα εσείς Sabbath κι εγώ γάμο μέχρι τις 5 το πρωί στην Ελευσίνα :grin:

24 Likes

Απολαυστικές όλες οι ιστορίες. Δεν θέλω να γράψω κάτι μεγάλο, να πω πως την μια φορά που μπήκα χειρουργείο, στο τραπέζι πριν με ναρκώσουν, ο χειρούργος μυρίστηκε τι μουσική ακούω, μου πιάνει την κουβέντα για να “χαλαρώσω” λίγο και μου λέει πως είναι μεγάλος ντεθ μέταλ φαν. Ότι καλύτερο να σου μιλάει με θέρμη ο χειρούργος για Cannibal Corpse και Obituary πριν την επέμβαση, ηρεμεί η ψυχή σου…

15 Likes

Πάλι καλά που δεν σου είπε ότι οι αγαπημένοι του είναι οι Autopsy!

15 Likes

Ευτυχώς δεν πρέπει να ανέφερε ούτε Carcass, αν δεν με απατά η μνήμη μου τώρα.

8 Likes

Συναυλία των Deep Purple στην Θεσσαλονίκη κάπου στα τέλη 90 ή και αρχές 00ς (δεν είμαι καθόλου καλός με χρονολογίες) και κάπου μέσα στον εκθεσιακό χώρο.

Τραβηχτήκαμε μαζί με έναν φίλο με τρένο και χωρίς σχέδιο τι θα κάνουμε μετά μέχρι το πρώτο στις 7 το πρωί την επόμενη μέρα. Τελειώνει η συναυλία και αποφασίσαμε να πάμε στο Empire του Κωφίδη, όσο πάει μέχρι να μας διώξουν. Μπύρα στην μπύρα έφτασε 4 τα ξημερώματα ώς που έφυγε και η κοπέλα από το μπαρ και μέιναμε εγώ, ο φίλος μου, ο Κωφίδης στα ντεκς και η γυναίκα του να μας κοιτάει άγρια και μέσα από την μουσική ακουγόταν το τακούνι της από τα νεύρα της που δεν φεύγαμε.

Φύγαμε μόνοι μας τελικά γιατί νιώσαμε άσχημα. Μαλακία μας το παραδέχομαι, αλλά πραγματικά δεν είχαμε που να πάμε μέχρι να ανοίξει ο σταθμός. Ρισπέκτ στον Σάββα που δεν μας είπε ποτέ να φύγουμε για να κλείσει και συνέχιζε να γουστάρει βάζοντας μουσική για δυο άτομα.

Φτάνοντας στον σταθμό με τα πόδια, περάσαμε άλλες δυο ώρες πολύ ευχάριστα με έναν τύπο, που έτσι γιατί μπορούσε προσπαθούσε να μας πείσει ότι δεν υπάρχουν πυραμίδες στην Αίγυπτο είναι όλα ψέματα!

15 Likes

Μου θύμισες τώρα 2 σκηνικά.

Το ένα, ξεκινώντας από τον Stargate τυπά που περιέγραψες στον σταθμό, ήταν στα πρώτα φοιτητικά χρόνια, έξοδος all in για πιώμα σε διαδοχικά φοιτητικά πάρτυ στην Αθήνα, καταλήξαμε 7 το πρωί με την παρέα λόφο Στρέφη να προσπαθούμε να συνέλθουμε από τις καταχρήσεις, και ένας ηλικιωμένος κύριος μας προσέγγισε για συζήτηση, αφηγούμενος την πραγματική ιστορία του Τσε και της Κούβας. Conspiracy theories στο φουλ. Το χειρότερο ήταν πως τα έλεγε με ωραίο ύφος και δεν ήθελες να τον αφήσεις να φύγει χωρίς να τελειώσει την ιστορία του. Ίσως φταίει και η νηφαλιότητα που δεν είχαμε εκείνη την στιγμή.

Το άλλο, σχετικά με την ιστορία με τον Σάββα και το μαγαζί που δεν έκλεισε.

Λοιπόν, καλοκαίρι, πάλι, χωριό, ξανά. Κάποια μέρα, οι συνήθεις ύποπτοι που αποτελούν την παρέα μου, προτείνουν να πεταχτούμε Πύργο που είχε ο ένας φοιτητικό σπίτι και ήξερε ένα μεταλλάδικο στέκι - τρύπα.

Μπαίνουμε κτελ παμε, είχαμε μαζί και ένα Ελληνοϊταλό φίλο μας που δεν μιλάει καλά την γλώσσα (με τον οποίο είχαμε δει μαζί από τηλεόραση όλο το mundial 2006, αξίζει τόπικ από μόνο του αυτό). Αυτός με το που άκουσε για εκδρομή, σκέφτηκε μπιτσόμπαρα ιστορίες χαμό, ήταν έτοιμος για ολα. Βέβαια, με το που φτάσαμε Πύργο, η απογοήτευση του σχετικά με το πως θα περνούσαμε τον χρόνο μας σχεδόν τον έριξε σε κατάθλιψη. Longstory short, γεμίζουμε το σπίτι με προμήθειες από σουπερμάρκετ, υπήρχε και καλαματιανή καβάντζα, οπότε βγαίνουμε και πάμε με το κατάλληλο pre-drinking, στο μπαράκι.

Το σημαντικό της υπόθεσης, ήταν πως η κοπελιά που είχαμε σχέση τότε, είχε έρθει διακοπές χωριό και είχε φύγει μια μέρα πριν πάμε Πύργο για Αθήνα. Οπότε, σχεδόν πίστευε πως το κάναμε επίτηδες να πάμε να διασκεδάσουμε χωρίς αυτήν, οπότε ήμασταν λίγο στα κάτω μας γιατί είχε μελαγχολήσει.

Μέχρι να κάτσουμε στην τρύπα των 30 μέτρων που ήταν το μπαρ - μπυραρία, δεν είχα πιεί σχεδόν καθόλου γιατί ήμουν στα κάτω μου και θα με χαλούσε. Ξεκινάνε οι άλλοι και φέρνε φέρνε φέρνε, ο τύπος που είχε το μαγαζί, μούσια μαλλιά τατουάζ κακό, με το που κατάλαβε πως τα γούστα της παρέας ήταν πιο σκληρά από το απλό ροκ, και ενώ περνούσε η ώρα και άδειαζε το μαγαζί, φρόντιζε να σκληραίνει η μουσική. Εγώ γενικά συνέχιζα να μην ενθουσιάζομαι, αλλά δεν χαλούσα και την παρέα, μέχρι που ήρθε και έκατσε μαζί μας να τα πούμε γιατί ήδη του είχαμε κάνει λογαριασμό καλό, και γούσταρε και την φάση μας.

Μιλάμε, καταλαβαίνει πως είμαι down, αλλά είχε μυριστεί επίσης από την κουβέντα τα ακούσματα μου.

Μου λέει, άστα αυτά, εδώ σε έχω.

Πάει, και βάζει στα ηχεία το “Desecration Of Souls” των MF. Με το που ακούω την εισαγωγή τον κοιτάω, μου σκάει τρου χαμόγελο, πετάω καρέκλα κάτω και μπαίνω μέσα από την μπάρα και αρχίσαμε το air guitar. Ε, τότε ξεχάστηκαν τα πάντα και άρχισε η κατανάλωση, μόνοι μας 6 άτομα σύνολο μέχρι τις 5. Τελευταία επίγευση στο στόμα μου, τσίπουρο πεπόνι.

Καταλήξαμε το πρωι όλοι στο σπίτι του φίλου, συνεχίσαμε και εκεί μέχρι να τελειώσουν οι προμήθειες από το σουπερμάρκετ και την Καλαμάτα. Φωνές από τους γείτονες,εκατέρωθεν βρισίδια, και εν τέλει, όταν έπεσε η φάση, μαγειρέψαμε χώμα ένα ρύζι (που είχαμε σκίσει το σακουλάκι άρα βγήκε σκατά) και ενώ όλοι θέλανε να κοιμηθούν, εγώ είχα πειστεί πως θα το φάω το μπουρδέλο. Οπότε από τις 7 μέχρι τις 9 πάλευα να φάω το ρύζι.

Άυπνος, κατέληξα να το “καταθέσω” στην λεκάνη του σπιτιού, και να πω στον “σεφ” της παρέας έλα να δει τι έκανες με το ρύζι σου.

Εν τέλει, ακόμη θα έχω να θυμάμαι το 0-100 της διάθεσης μου από το “νιώσιμο” εκείνου του ηρωικού τυπά που κρατούσε μόνος του ένα μαγαζί τρύπα. Και δεν είχαμε αναφέρει καν τους MF ή τον King στην συζήτηση ε…

15 Likes

Απίστευτο το τι σου προκάλεσε λίγο ρύζι!

2 Likes

Ήταν από αυτά που τα βράζεις με μαγειρικό σακουλάκι ρε, και ένας τα πήρε, έσκισε τα σακουλάκια και τα πέταξε σε μια κατσαρόλα με νερό, η οποία μετά πήγε καρφί σκουπίδια. Καλά πήγε αυτό.

5 Likes

Γράφουμε εύκολα βιβλίο με αυτοτελείς ιστορίες, να το ξέρετε.

Roadburn Festival 2010:

Νομίζω είμασταν 5 άτομα που φύγαμε παρέα. Το σίγουρο είναι πως μαζί γυρίσαμε οι 2. Τίμιο ξενοδοχείο λίγο έξω από το Τίλμπουργκ, πρωινό κάτω και λεωφορείο για τον χώρο του φεστιβάλ. Είναι πολλά που δεν θυμάμαι, αλλά αυτά που έχουν μέινει είναι μάλλον τα καλύτερα.

Στον ποδαρόδρομο μετά το λεωφορείο για το φεστιβάλ, συναντάμε ένα Σέρβο ντουλάπα που ήταν μόνος και μας ρώτησε οδηγίες. Τον πήραμε μαζί, τα βρήκαμε πολύ εύκολα και μας κέρναγε συνέχεια μαύρο. Οι Σέρβοι, μεταξύ άλλων λαών, δεν βάζουν καπνό όταν τα στρίβουν. Σκέτα λέμε. Δηλητήριο. Στους Eyehategod όσοι ήμασταν μαζί σκορπιστήκαμε και τους είδαμε από διαφορετικές θέσεις. Θυμάμαι πως νομίζω ότι είχα βγει από το σώμα μου και τους έβλεπα από ψηλά, χωρίς ζαλάδα, τρίπαρα απίστευτα και οι υπόλοιποι περίεγραψαν παρόμοιες καταστάσεις. Τον ξαναπετύχαμε τον Σέρβο βέβαια κι άλλες μέρες και προφανώς δεν είπαμε όχι. Μας έστελνε μέχρι πρόσφατα χαιρετίσματα γιατί ξαναπέτυχε εκεί τον έναν από εμάς.

Λίγο πριν βγουν οι Triptykon, τους πετύχαμε σουλατσάροντας στον εσωτερικό χώρο για μπύρες κι εκεί που χάζευα τον Φίσερ από κοντά, ο ένας από την παρέα του ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα κι άρχισε να μουγκρίζει κάτι βρισιές. Τον ρωτάω, τι φάση, και μου απαντά πως του έφαγε το κορίτσι. Την τότε μπασίστρια νομίζω. Δεν ήμουν πολύ νηφάλιος και δεν τον χαστούκισα να συνέλθει. Αργότερα έμαθα πως επικοινωνούσε μαζί της με μέηλ και πίστεψε πως τον γούσταρε χωρίς να τον έχει δει.

Ο ίδιος τύπος στην εμφάνιση του Γκαρσία, είχε πιάσει κάγκελο μπροστά, τραγούδαγε και κοίταζε τον Τζον στα μάτια. Ε, τι να κάνει ο άμοιρος, του δωσε το μικρόφωνο κι εκείνη τη στιγμή ο φωτογράφος του ισπανικού Μέταλ Χάμερ, όπως μάθαμε μετά, απαθανάτισε την στιγμή. Μαλακία. Τον ψάχναμε και του ζήτησε να σβήσει τη συγκεκριμένη φώτο καθώς ήταν σκαστός από τον στρατό και μπορούσε να τον πάρει κανά μάτι όταν εκτυπωνόταν το περιοδικό στην Ισπανία και να βρισκε τον μπελά του με στρατοδικεία. Δεν ήμουν νηφάλιος και δεν τον χαστούκισα μπας και συνέλθει.

Κάποια φάση σκάει το περιβόητο ηφαίστειο Eyjafjallajokull και ματαιώνονται πτήσεις γενικώς. Πως γυρνάμε μάγκες; Πήρα 2-3 μέρες παράταση από την δουλειά λόγω έκτακτων συνθηκών κι αποφάσισα να χαλάσω όλα μου τα λεφτά. Οι τρεις έφυγαν με βαπόρια, τρένα και λεωφορεία κάνοντας τον γύρο της Ευρώπης κι άλλος ένας φίλος έμεινε μαζί να γυρίσουμε σαν άνθρωποι με αεροπλάνο. Έτσι κι έγινε, είμασταν στην πρώτη πτήση της Aegean όταν καθάρισε ο ουρανός και θυμάμαι μέχρι και σήμερα την ατάκα του στην γαλαρία:

Λες να πεθάνουμε; Ήμουν νηφάλιος και τον χαστούκισα να συνέλθει, αφού πρώτα κόντεψε να μου σπάσει το χέρι από το σφίξιμο μέγγενης κατά την απογείωση. Προσγείωση με παλαμάκια και σφυρίγματα. Δεν είχα κουράγιο να τον κακομεταχειριστώ πάλι. Ήμουν πολύ κουρασμένος και ήταν πολύ χαρούμενος. Νομίζω πως γυρίσαμε και πρώτοι Ελλάδα από τους σύγχρονους Οδυσσέες της παρέας που έφυγαν νωρίτερα.

15 Likes

Τέλειο!

Καλά, αν βάλουμε στην κουβέντα και σκηνικά με γυναίκες ή κουτσομπολιά, θα γίνει το έλα να δεις εδώ μέσα.

Είχα δύο φορές στην ζωή μου την εμπειρία να διεκδικώ την ίδια κοπέλα με διάσημο μουσικό. Ο ένας ήταν ο αρχηγός μιας θρυλικής death metal μπάντας κι ο άλλος ήταν ένας γνωστός Έλληνας έντεχος τραγουδιστής.

Το ένα κορίτσι το κέρδισα, το άλλο το έχασα!

Δεν λέω ονόματα, ε.

1 Like

Με αναγκάζεις να επαναλαμβάνομαι…

2 Likes

Αν εχετε κι άλλοι να ξεμπροστιάσετε διάσημους, ίσως μπω κι εγώ, μόνος μου δεν…

2222

5 Likes