Χωρίς να είμαι ο μεγαλύτερος γνώστης του prog των 70’s, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ο Wilson αντιγράφει κάτι συγκεκριμένο. Δεν ξέρω αν η αισθητική είναι κάτι το αντιγράψιμο, αλλά και πάλι επιλέγει ψήγματα από διάφορα πράγματα.
Το ότι οι Jethro Tull, οι King Crimson, οι Pink Floyd και τόσα άλλα μεγάλα ονόματα έχουν το ίδιο ακροατήριο σε μεγάλο ποσοστό δε σημαίνει πως έχουν απαραίτητα τις ίδιες ηχητικές κατευθύνσεις μεταξύ τους. Παίρνει λίγα από πολούς ίσως.
Ο Wilson συνδυάζει 2 πράγματα. Ικανότητα και αντίληψη. Το πρώτο στοιχείο έχει να κάνει με το μουσικό κομμάτι και το δεύτερο εκτός του μουσικού έχει να κάνει και με το managerial κομμάτι (μην το μπλέκει κανείς με λεφτά αποκλειστικά).
Αντιλαμβάνεται τι θέλει να κάνει και έχει τη δυνατότητα να το συνθέσει. Θέλει συγκεκριμένους ήχους, τους οποίους έχει υπερ-αναλύσει λόγω της χρόνιας ενασχόλησής του και της δουλειάς του σε παραγωγές, remaster και remix δίσκων. Έχει ικανότητα να παίξει και να αποκωδικοποιήσει αυτά που θέλει, αλλά έχει την αντίληψη μέχρι που θέλει να φτάσουν και μέχρι που φτάνουν οι ικανότητές του.
Έτσι, επιλέγει συνεργάτες σε κάθε τομέα που είναι πολύ καλύτεροι από αυτόν τεχνικά, αλλά κανείς δεν είχε το όραμα του ποτέ ως καλλιτέχνης. Ούτε ο Alan Parsons. (Δες την απάντηση του τι ήθελε από τον κάθε μουσικό στην συνέντευξη).
Ο Wilson έχει τη στόφα του ηγέτη, έχει το όραμα. Αυτό εννοεί όταν επιμένει να λέει πως θέλει πάνω από όλα να είναι musical director (το είπε πάνω από 10 φορές στη κουβέντα νομίζω).
Επιμέρους στοιχεία μπορούμε πολλά να βρούμε για να συζητήσουμε. Αλλά το ότι βγάζει ένα άλμπουμ με όλα τα δομικά στοιχεία του κλασσικού progressive των 70’s χωρίς να προκαλεί μόνο νοσταλγία, αλλά να εμφυσήσει και κάτι δικό του, εμένα μου αρκεί.
Εκεί είναι που χάνω κάποια άλμπουμ που ναι μεν απολαμβάνω, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να ταυτιστώ και να αποθεώσω, όπως το περσινό Anglagard και αρκετά ακόμα. Αρτιότατα, καταπληκτικά κλπ, αλλά δεν έχουν αυτό το στοιχείο της προσωπικότητας του Wilson κατ’εμε.