Μεγαλύτερος νεοέλληνας ποιητής

Φίλε μου, εννοείται ότι δεν θα παρεξηγηθούμε. Την πρώτη φορά που το ανέφερες, δεν το θεώρησα σημαντικό, κατάλαβα τον τόνο στον οποίο το έγραψες, γι αυτό και αν πρόσεξε δεν απάντησα. Όταν όμως είδα να το επαναλαμβάνει και ο GRACCHUS θεώρησα ότι έπρεπε να βάλω τα πράγματα σε τάξη, για να μην αναλωθεί εκεί και όλη η κουβέντα. Θες έχω μια υπερευαισθησία με το θέμα, θες οι πολιτικοιδεολογικές μου απόψεις, ήθελα απλά να το ξεκαθαρήσω. Πάει, τέλειωσε αυτό.

Στην συνέχεια θέτεις ένα ενδιαφέρον ζήτημα και θα πω κάποια πράγματα γι’ αυτό. Καταρχίν έχεις δίκιο. Οι τρεις αυτοί (Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης) είναι οι μεγαλύτεροι νεοέλληνες ποιητές, με τα αντικειμενικά κριτίρια της τέχνης (έχει και η ποίηση τέτοια). Δεν είναι ώρα να το αναλύσω παραπάνω, ίσως αργότερα, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Άλλο αν πεις δεν μου αρέσει ένας ποιητής, και άλλο να μην ξέρεις την θέση του στη λογοτεχνία. Για να φέρω ένα μουσικό παράδειγμα, όσο κι αν αρέσουν σε κάποιον οι Μειντεν και όσο και αν δεν του αρέσει ο Μπετόβεν, αν βγει να πει ότι ο Χάρις είναι μεγαλύτερος συνθέτης από τον Λούντβιχ, θα γελάει μαζί του όλος ο κόσμος. Άλλο τι μου αρέσει και άλλο τι είναι αντικειμενικά καλύτερο. Το λέω, γιατί σκέφτομαι ότι αν έπρατα καθαρά αντικειμενικά αυτούς τους 3 θα έπρεπε να έχει μόνο το poll. Και οι άλλοι είναι μεγάλοι ποιητές και πολλοί που δεν χώρεσαν είναι μεγάλοι ποιητές, αλλά το ύψος αυτών των τριών, δεν το φθάνει κάνεις.

Πάμε στο θέμα της γλώσσας.
Καταρχίν να ξεκαθαρίσουμε κάτι κομβικό, για να μην δημιουργηθούν παρανοήσεις.
Και οι 3 έγραψαν το έργο τους στην Ελληνική. Άρα ανήκουν στην ελληνική λογοτεχνία, όποια και αν ήταν η μητρική τους γλώσσα ή η υπηκοότητα τους. (θα ξαναπώ, ότι αν εγώ αύριο γράψω στα αγγλικά, το έργο μου θα ανήκει στην αγγλική λογοτεχνία, αδιάφορο αν ήταν η μητρική μου γλώσσα η ελληνική και αν δεν έχω δει την αγγλία παρά μόνο σε ΄φωτογραφίες. Ξαναυπόσχομαι ότι τέτοιο κίνδυνο δεν διατρέχει η αγγλική λογοτεχνία). Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε αυτό, πάμε να δούμε τη γλώσσα των 3 ποιητών:
Κ.Π. Καβάφης:
Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Πέτρος Ιωάννης Καβάφης, ήταν έμπορος και είχε διπλή υπηκοότητα, ελληνική και βρετανική και λόγο της δουλείας του μετακινούνταν μεταξύ αλεξάνδρειας, κωνσταντινούπολης, λονδίνου και λίβερπουλ. Στην αγγλία ο Κωνσταντίνος έζησε 5 χρόνια, από τα 9 ως τα 14 και μάλιστα έγραψε το πρώτο του ποίημα στα αγγλικά (είχε αποκτήσει και αγγλική παιδεία), το οποίο φέρει τον τίτλο “leaving therapia” χρονολογιμένο από τον ίδιο τον Ιούλιο του 1882. Αν δεν κάνω σοβαρό λάθος, έκανε και άλλες προσπάθειες στα αγγλικά, χωρίς επιτυχία. Το έργο του όμως, τα 154 διαμάντια του, καθώς ακόμη και τα αποκυρηγμένα και τα ανέκδοτα/ανολοκλήρωτα, είναι γραμμένο στα ελληνικά. Το έργο δλδ που κάνει τον Καβάφη ποιητή, είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, ενώ φυσικά ο Καβάφης είχε ελληνική παιδεία, δεν χρειάζεται να το πω καν αυτό. Οπότε, ο μεγαλύτερος (ίσως) νεοέλληνας ποιητής, ανήκει απλά στην ελληνική λογοτεχνία. Τόσο απλό. Στην ευρυμάθεια του, μπορεί να συνετέλεσε και η αγγλική παιδεία του, αλλά αυτό δεν του αλλάζει κατάταξη ως προς σε ποια λογοτεχνία ανήκει.

Διονύσιος Σολωμός
Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο (όπου έτσι κι αλλιώς η ιταλική γλώσσα είχε ρίζες) και βρέθηκε 10 χρονών στην Κρεμόνα της Ιταλίας, ενώ σπούδασε στην Πάβια. Σαφώς απέκτησε Ιταλική παιδεία και είχε γράψει και στα Ιταλικά, αλλά το έργο του είναι γραμμένο, με αγωνιώδη φροντίδα στην ελληνική γλώσσα.
Δεν είναι τυχαίος ο εκπληκτικός στίχος του “μύγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;”.
Υπάρχουν σημειώσεις μάλιστα στα περιθώρια των σελίδων του που βρίζει τον εαυτό του και φαίνεται καθαρά η μάχη του να βρει την κατάλληλη λέξη, να τελειωποιήσει την έκφραση, να παλέψει με κάθε λεπτομέρεια (όπως οφείλει να κάνει κάθε μεγάλος ποιητής, και πραγματικά μεγάλος ποιητής και προχειρογράφος δεν υπήρξε κανείς). Και μόνο αυτή η αγωνία του για τη γλώσσα θα έφτανε να είναι μεγάλη προσφορά στην ελληνική λογοτεχνία, πόσο μάλλον που άφησε αριστουργήματα, αν και δυστυχώς και πολλά ατελή (μισοτελειωμένα) ποιήματα (τα οποία παρ όλα αυτά είναι θυσαυρός).
Ο Σολωμός παιδιά δεν είναι ο εθνικός ύμνος. Είναι πολύ περισσότερα πράγματα. Ψάξτε τον, όσοι δεν το έχετε κάνει ήδη.
Ο Σολωμός εδούλεψε την μορφή με σχεδόν σχιζοφρενική μανία. Και έδειξε αυτό το δρόμο σε όλη την νεότερη ποίηση μας. Γιατί όπως είπε και ο Μαλαρμέ “η ποίηση γίνεται με λέξεις και όχι με ιδέες”.

Ανδρέας Κάλβος

Ο Ανδρές Κάλβος γεννήθηκε και αυτός στη Ζάκυνθο (υπέροχο νησί, πόσα σου χρωστάει η ποίηση! συγχωρέστε μου το ύφος, αλλά και μόνο που γράφω γι αυτούς τους γι αυτούς τους γίγαντες κάτι με πιάνει… Ειδικά για τον Κάλβο, που είναι και ο πιο αδικιμένος, καθώς πέθανε 77 χρονών στη Σκωτία και αμφιβάλω αν θυμότανε και ο ίδιος ότι υπήρξς ένας τεράστιος ποιητής. Πέθανε άγνωστος. Τώρα βέβαι οι κριτικές εκδόσεις στην Αγγλία ακολουθούν η μια την άλλη…).
Ο πατέρας του Τζανέτος ήταν αξιωματικός του ενετικού μισθοφορικού στρατού. Στα 10 του τον πήρε στην ιταλία. Ο Κάλβος όμως κόσμισε την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ποίηση. Ότι και να γράψω θα είναι λίγο, γι αυτό θα κλείσω με ένα απόσπασμα του (είναι η α’ στροφή της 14ης ωδής, της ωδής “Εις Σάμον”):

Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.

ΥΓ Με θλιβει το γεγονός ότι και οι δυο Ζακινθυνοί είναι ακόμα στο 0 στο poll. Αλλά έχουμε χρόνο ακόμη…

Μπράβο!!!
Μόνο αυτό μπορώ να πω για την ανάλυση που έκανες!

Αυτό που προκύπτει από όσα έγραψες πάντως είναι ότι και οι τρεις δεν έζησαν στην Ελλάδα και είχαν και άλλης παιδείας πλην της ελληνικής. Επιμένω σε αυτό, γιατί, κάποια στοιχεία της ποίησής τους τα έχουν αντλήσει από άλλες λογοτεχνίες. (Π.χ. η λεπτή ειρωνεία του Καβάφη έχεις σαφείς συγγένειες με το αγγλοσαξωνικό “φλέγμα”).
Βέβαια, γι’ αυτό θεωρούνται και πρωτοπόροι, καθώς μεταφέροντας αυτά τα “κενά δαιμόνια” στα ελληνικά έθεσαν τους λίθους για να στηθεί το “οικοδόμημα” της (νεο)ελληνικής ποίησης.

Ενδιαφέρουσα πληροφορία: Ο Κάλβος και ο Σολωμός συνυπήρξαν στην Κέρκυρα για πάρα πολλά χρόνια!
Δεν είχαν ούτε καλημέρα!!! Και πίστεψέ με, δεν είναι εύκολο να αποφύγεις τον άλλο σ’ αυτήν την πόλη!
Ο Κάλβος μάλιστα υπήρξε και καθηγητής στη βραχύβια Ιόνιο Ακαδημία. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που πέρασα από τον ίδιο χώρο (ως Ιόνιο Πανεπιστήμιο πλέον).

Σ αυτό έχεις απόλυτο δίκιο. Οποσδήποτε ένας καλλιτέχνης (σε όποια τέχνη) δεν πρέπει να εγκλωβιστεί σε μια συγκεκριμένη παράδοση - παιδεία και μόνο. Οφείλει να πάρει με δημιουργικό τρόπο, να αφομιώσει δηλαδή, από όσα περισσότερα ρεύματα - παραδόσεις - σχολές μπορεί. Και οφείλει να το κάνει όχι μόνο όταν έχει τη δυνατότητα να ζήσει έξω (θετικό είναι αυτό, αλλά κάποιες φορές αδύνατο), αλλά και από τη βάση του. Θα πρέπει πχ ακόμη και αν δεν έχει φύγει ποτέ απ’ την Ελλάδα (ή τη χώρα του γενικά) να γνωρίσει (μιας και μιλάμε για ποίηση) και να μελετήσει και τις άλλες λογοτεχνίες, όσο το δυνατόν περισσότερες και αν έχει τη δυνατότητα καλύτερα στο πρωτότυπο.

ΥΓ Καλά πάμε. Ελπίζω να “φτιάξουμε” μέσα από αυτό το θέμα μια ωραία κουβέντα για την ποίηση.

ο βιτσενζος κορναρος θεωρειται νεοελληνας ποιητης?

Aν θέλεις να κάνεις τον κόπο να διαβάσεις όλο το θέμα, θα απαντήθεί αυτή η απορία. Και το που ανήκει (σαφώς στη νέα ελληνική λογοτεχνία, έτσι κι αλλιώς μ’ αυτό τον όρο δεν εννοούμε μόνο τα τελευταία 100 χρόνια, και το γιατί μπήκε).

Και για να επιχειρήσω ακόμα μια φορά μήπως και το τελειώσω.
Ο Ερωτόκριτος ανήκει στην σχολή της Κρητικής λογοτεχνίας, η οποία αποτελεί μέρος της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Αντιγράφω από Mario Vitti “Η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”:
“Στην Κρήτη αναδεικνύονται μορφές εξαιρετικών ποιητών όπως ο Γεώργιος Χορτάτσης και ο Βιτσέντζος Κορνάρος: για το περιβάλλον και τα έργα τους γίνεται λόγος παρακάτω. Εδώ αναφέρεται η κρητική ποίηση για να ολοκληρωθεί με ένα σημαντικό, το πιο σημαντικό μέρος, η λογοτεχνική παραγωγή του ΙΖ’ αιώνα.”

Αναφέρει δηλαδή την κρητική ποίηση ως ένα κομμάτι (το πιο σημαντικό μάλιστα όπως λέει) της παραγωγής της νεας ελληνικής λογοτεχνίας (της οποίας οι απαρχές πρέπει να αναζητηθούν, λέει κάπου αλλού, στα περιθώρια της επίσημης βυζαντινής παιδείας (ναι! από τότε)) για τον ΙΖ’ αιώνα.
Τι άλλο να γράψω πια…

Θα πώ δέκα αγαπημένους ποιητές ΝεοΈλληνας ποιητής

1 Γιάννης Ρίτσος

2 Διονύσιος Σολωμός

3 Ναπολέων Λαπαθιώτης

4 Ανδρέας Κάλβος

5 Κώστας Καρωτάκης

6 Νίκος Γκάτσος

7 Οδυσσέας Ελύτης

8 Τάσος Λειβαδίτης

9 Κική Δημουλά

10 Γιώργος Σεφέρης

συγγνωμη φιλε ροτεν, δεν διαβασα το πρωτο σου ποστ…
αλλωστε η σχεση μου με την ποιηση ειναι στην καλυτερη επιδερμικη

Δεν χρειάζεται καμιά συγνώμη φίλε μου. Ίσα ίσα, γι αυτό άνοιξα αυτό το topic, για να συζητήσουμε.
Απλά νομίζω το θέμα με τον Κορνάρο το έχουμε εξαντλήσει πλέον, μπορούμε να πάμε παρακάτω…

Halisece άσε τις εξυπνάδες και άνοιξε κανά βιβλίο! :stuck_out_tongue:

Και όλο έλεγα ποιον ξεχνάω, ποιον ξεχνάω… αλλά τελικά το θυμήθηκα!

Σαχτούρης! Σπουδαίος ποιητής!

:slight_smile:

Δεν έχω παρα να συμφωνήσω με όσους από πάνω μίλησαν με μαεστρία για τον Κάλβο, ο οποίος εκτός από την ποιητική τέχνη, δίδαξε όπως είπε και ο forkboy στην Ιόνιο Ακαδημία φιλοσοφία, και μάλιστα έχουν σωθεί μερικές από τις παραδόσεις των μαθημάτων του. Σχετικά αδικημένος, καθώς ο Σολωμός ως πολυγραφότατος άφησε μεγαλύτερη γραπτή μαρτυρία του ταλέντου του και της ικανότητάς του.

Επίσης, αξίζει να αναφερθούν και άλλοι σαν τον Παλαμά φυσικά και τον Σικελιανό, οι οποίοι και είναι από τους βασικότατους εκπροσώπους της νεοελληνικής ποιητικής σχολής.

Είχα γράψει σε προηγούμενο ποστ, ότι το θέμα με τον Κορνάρο έχει λογικά κλείσει, όμως θα αναιρέσω τα λεγόμενα μου και θα επανέλθω, διότι το θέμα μεταφέρθηκε και σε άλλο τόπικ.
Εξηγώ: Στο τόπικ Εκλογές 2009, ο Red Rum απαντώντας σε μια άποψη που κατέθεσα, μου λέει:
“Εδω προσπαθείς να μας πείσεις ότι ο Κορνάρος είναι νεοέλληνας ποιητής, εδώ θα σου χαλάσουμε το χατήρι;”
Επειδή δεν είναι βέβαια κανένα χατήρι δικό μου, αλλά η αλήθεια, αποφάσισα να επανέλθω στο θέμα και αυτή η φορά, εύχομαι και ελπίζω να είναι πραγματικά η τελευταία.
Η πηγή απ΄την οποία παραθέτω τα παρακάτω αποσπάσματα είναι η ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, διότι εκεί βρήκα συγκεντωμένο πολύ ωραία το υλικό (όπου αλλού και να ψάξετε και όποιον μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας και αν συμβουλευθείτε, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει).

Με τον όρο Νεοελληνική λογοτεχνία αναφερόμαστε στην λογοτεχνία του νέου ελληνισμού. Οι περισσότεροι μελετητές ανάγουν τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ήδη στα βυζαντινά χρόνια, στα πρώτα γραπτά κείμενα σε δημώδη γλώσσα που εμφανίζονται κατά τον 11ο αι. περίπου. Κριτήριο της διάκρισης αυτής δεν είναι μόνο η γλώσσα των κειμένων, αλλά και το γεγονός ότι σε αρκετά από αυτά τα λογοτεχνικά έργα εμφανίζονται στοιχεία που επιβιώνουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της λογοτεχνικής παραγωγής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Γι’ αυτόν τον λόγο, και παρά τις ποικίλες απόψεις σχετικά με το θέμα των αρχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας[1], τα σχετικά εγχειρίδια ξεκινούν την εξέταση της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τα δημώδη κείμενα των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.Η νεοελληνική λογοτεχνία μπορεί να διακριθεί σχηματικά σε τρεις μεγάλες περιόδους:
? Την υστεροβυζαντινή περίοδο, από την οποία έχουν ενδιαφέρον για τον μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας τα κείμενα σε δημώδη γλώσσα που προέρχονται είτε από περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είτε από φραγκοκρατούμενες περιοχές.
? Την περίοδο 1453-1821, κατά την οποία παρουσιάζονται δύο διακριτοί πόλοι στην λογοτεχνική παραγωγή: οι φραγκοκρατούμενες (Κρήτη, Επτάνησα, Κύπρος) και οι τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η μεγαλύτερη άνθηση παρουσιάζεται στις φραγκοκρατούμενες και ιδίως στην Κρήτη μέχρι το 1669. Τους δύο επόμενους αιώνες η λογοτεχνία επιζεί στα Επτάνησα και σταδιακά εμφανίζεται ένας νέος πόλος, το περιβάλλον των Φαναριωτών, που θα παίξει ρόλο στην περίοδο του Διαφωτισμού και στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας.
? Την νεότερη ελληνική λογοτεχνία, από το 1821 έως σήμερα: μετά την απελευθέρωση η λογοτεχνία στην Ελλάδα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Οι Έλληνες λογοτέχνες παρακολουθούν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της Ευρώπης και συντονίζονται με αυτές, αξιοποιώντας παράλληλα τα στοιχεία της ελληνικής λογοτεχνικής και πνευματικής παράδοσης.

Έτσι, ήδη σε κάποιες από τις πρώτες Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ου αι. (για παράδειγμα Άριστου Καμπάνη, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1000 μ.Χ.-1900) (1925), Ηλία Βουτιερίδη, Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1000-1930) (1933), η εξέταση άρχιζε από τα βυζαντινά χρόνια, σχήμα που καθιερώθηκε και στις επόμενες Ιστορίες. Ο Λίνος Πολίτης στο πρώτο κεφάλαιο της Ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας -1978- του έγραφε σχετικά: «Στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία με έκδηλο χαρακτήρα, μπορούμε να πούμε, νεοελληνικό.[…] Από τον Διγενή έως τον Ερωτόκριτο υπάρχει ενότητα και εξέλιξη οργανική, αδιάσπαστη, ώστε μια τομή στα 1453 […] θα ήταν αυθαίρετη.[…] Φυσικότερο είναι να παραδεχτούμε πως το νεοελληνικό στοιχείο φανερώνεται[…] από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, και να θεωρήσουμε πως η “δημώδης γραμματεία” της βυζαντινής εποχής […] αποτελεί την αρχή της καθαυτό νέας ελληνικής λογοτεχνίας»[3].Ο Γ.Π. Σαββίδης πρότεινε ως συμβολική χρονολογία αρχής της νεοελληνικής λογοτεχνίας το έτος της πρώτης έκδοσης του Απόκοπου, του πρώτου, απ’ όσο γνωρίζουμε, νεοελληνικού λογοτεχνικού κειμένου που τυπώθηκε, δηλαδή το 1519 ή 1509 (όπως διορθώθηκε αργότερα με την εύρεση μιας προγενέστερης έκδοσης)[5], ενώ ο Στυλιανός Αλεξίου τοποθέτησε τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας στα πρώτα έργα που έχουν τα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης, δηλαδή τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα και την περίοδο της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, προτείνοντας για τα προγενέστερα κείμενα τον όρο «βυζαντινή λογοτεχνία σε δημώδη γλώσσα»[6]
Η «νεοελληνική λογοτεχνία» ώς το 1453
Το πρώτο γραπτό μνημείο σε δημώδη γλώσσα, το οποίο θεωρείται παραδοσιακά ότι σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι το έμμετρο επικό-μυθιστορηματικό αφήγημα γνωστό ως «Έπος του Διγενή Ακρίτη», του 11ου-12ου αι. Από τα μέσα του 12ου αιώνα έχουμε μια σειρά σατιρικών και ηθικοδιδακτικών ποιημάτων. Τα λεγόμενα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, που απευθύνονται στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β’ Κομνηνό και Μανουήλ Κομνηνό, εξιστορούν με σατιρικό τρόπο τα βάσανα του ποιητή από την ανυπόφορη γυναίκα του και την φτώχεια που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους των γραμμάτων και σατιρίζουν τον κλήρο. Αντίθετα, ηθικοδιδακτικό στόχο έχουν τα ποιήματα Στίχοι γραμματικοί του Μιχαήλ Γλυκά και Ο Σπανέας.

Μετά από αυτό αγαπητέ Red Rum, θα πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είναι θέμα παραχώρησης “να μου κάνεις το χατήρι”, αλλά είσαι υποχρεωμένος να μου το κάνεις… Και κάτι άλλο: μην ειρωνεύεσαι σε θέματα που από ότι φαίνεται δεν γνωρίζεις καθόλου, διότι η απάντηση έρχεται αποστωμοτική και εσύ είσαι αίολος…

ΥΓ Τώρα που το σκέφτομαι, βγήκε και κάτι καλό. Ξεκαθαρίσαμε τι είναι η νεοελληνική λογοτεχνία!

εκτος απτο οτι μαλλον ειμαι εγω ο μεγαλυτερος νεοεληνας ποιητης,προσωπικα δεν μπορω να βρω ολες αυτες τις συγκινησεις ου λετε σε ενα ποιημα.

Μη χαλιέσαι. Για τις δικές σου συγκινήσεις υπάρχουν πάντα ο μΠΑΟυγΚ, οι κλανιές και τα Γκόρμιτι.

Τον Βάρναλη δεν τον συμπεριέλαβα τελικά στο Poll, οπότε ως (μικρή) αποκατάσταση, ας παραθέσω ένα ποίημα του:

Πρωτοχρονιάτικο
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».

Κι άλλο ένα:

Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!.. Πεινῶ!..
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!..»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

Ο Οδυσσέας Ελύτης για εμένα. Η προσφορά του είναι τεράστια, ενώ το σύνθετο ύφος του απολαυστικό.

Καρυωτάκης. Βεβαίως ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές.
Υπάρχει και ένα περιστατικό μεταξύ του Νίκου Καββαδία και του Γιώργου Σεφέρη.
Σε κάποια συζήτηση τους, όπου ο Σεφέρης προφανώς έφερνε τις αντιρρήσεις του για τον Καρυωτάκη, ο Νίκος Καββαδίας (το περιγράφει ο ίδιος, υπάρχει αυτή η αναφορά σε ένα από τα 2 βιβλία του Μήτσου Κασόλα που αφορούν τον Καββαδία, αλλά δεν θυμάμαι τώρα σε πιο από τα δύο - τα βιβλία είναι “Νίκος Καββαδίας Γυναικα, Θάλασσα, Ζωή” και “Νίκος Καββαδίας Ο δαίμονας χόρευε μέσα του”) του απάντησε:
“Πάψε πια να τον φοβάσαι. Είναι μεγάλος ποιητής!”
Μια και το φερε η κουβέντα, ο Σεφέρης έλεγε για τον Καββαδία ότι είναι ο καλύτερος χειριστής της Ελληνικής γλώσσας.

Mitsarix, ανέφερες το “Κάθαρσις” το οποίο πραγματικά είναι ένα εκπληκτικό πεζό του Κ.Γ. Κ και δείχνει επίσης ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε που το έγραψε. Είναι πραγματικά πολύ επίκαιρο. Το παραθέτω:

Κ.Γ. Καρυωτάκης - Κάθαρσις
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και, χαίδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Aλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Ωχ, αυτός ο Αλφα, κύριε Βήτα…»
Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».
Αλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρια πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα…

Έχει γράψει και άλλα πεζά βέβαια. Ένα που μου αρέσει πολύ είναι το “Φυγή”.

Κ.Γ. Καρυωτάκης - Φυγή

Ι

Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.

Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ’ όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.

ΙΙ

Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.

ΙΙΙ

Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κ’ επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κ’ ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.

ΙV

Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Πού ν’ αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με του κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ’ αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.

Και ένα απόσπασμα του Τάσου Λειβαδίτη, ως μικρή αποκατάσταση που δεν μπήκε στο δημοψήφισμα:

[SIZE=“3”]Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς ? την πρώτη
μέρα
που διστάσαμε να πάρουμε μιαν απόφαση ή που σταθήκαμε
εύκολοι
σε μιαν αναβολή. Μια ταπείνωση
που δεν ανταποδόθηκε, αναπηδάει μια άλλη ώρα, σαν μα-
χαίρι, μέσα σου
για να σκοτώσει ο,τι πιο πολύ αγαπάς. Ένα μεγάλο, ακα-
τόρθωτο όνειρο
που του? κλεισες την πόρτα, κάθεται κει απέξω χρόνια τώρα
κι όταν σε βρουν νεκρό, κανείς δεν ξέρει ότι δεν άντεχες ν
ακούς
αυτά τα τεράστια ματωμένα νύχια του να γδέρνουνε την
πόρτα σου.
Όλα όσα αρνηθήκαμε- αυτό είναι το πεπρωμένο μας.[/SIZE]

                         Τάσος Λειβαδείτης - Οι Τελευταίοι (1964), Απόσπασμα.

Καρυωτάκης crew.

Ριτσος.Αυτη η σονατα,δεν συγκρινεται.Απλα τεραστιος ποιητης…

Ρίτσος… ερωτισμός…