[CENTER]ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΔΙΧΩΣ ΣΤΕΜΜΑ[/CENTER]
Όλα τα αθλήματα (και το σκάκι δεν αποτελεί εξαίρεση) έχουν εκτός από τους πρωταθλητές τους και αυτούς που έφτασαν μέχρι την πηγή αλλά νερό δεν ήπιαν. Συχνά ο θρύλος των «αιώνια δεύτερων» ξεπερνά ακόμη και αυτόν των πρωταθλητών και χρωματίζει ιδιαίτερα την ιστορία του αθλήματος. Πχ η ποδοσφαιρική ομάδα της Ολλανδίας έπαιξε 2 τελικούς παγκοσμίου κυπέλλου το 1974 και το 1978. Τους έχασε και τους δύο, έμεινε στην ιστορία ως η «βασίλισσα δίχως στέμμα», όμως το ποδόσφαιρο που έπαιξε την έχει κάνει να μνημονεύεται περισσότερο και από τους πρωταθλητές εκείνων των διοργανώσεων. Ή αν θέλετε ο μπασκετικός Άρης τη δεκαετία του 80 στην Ευρώπη. Και τόσα άλλα παραδείγματα.
Το σκάκι έχει κι αυτό τους δικούς του «αιώνια δεύτερους».
Θα τους κάνω ένα αφιέρωμα (στους περισσότερους), έχοντας στο μυαλό μου δύο στόχους. Ο ένας είναι προφανής. Τους αξίζει. Μέχρι τώρα στο θρεντ, έχουμε μνημονεύσει μόνον τους πρώτους, τους πρωταθλητές. Νιώθω πως πρέπει να κάνω μια αναφορά και στους «δεύτερους», που πολλές φορές ήταν σα να ήταν πρώτοι.
Ο δεύτερος στόχος, είναι να αναζητήσω (όσο μπορώ) τις αιτίες που δεν τους άφησαν να φτάσουν ως την κορυφή. Για τον καθένα είναι ξεχωριστές αυτές οι αιτίες και οι λόγοι. Αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα και την ίδια τη φύση του αθλήματος, αλλά να φωτίσουμε και σημαντικά κομμάτια από την ιστορία του.
Πριν προχωρήσω να γράψω δύο λόγια για τους σκακιστές αυτούς και την ιστορία τους, νιώθω ότι πρέπει να θίξω ένα άλλο θέμα:
[CENTER]Η ΗΤΤΑ ΣΤΟ ΣΚΑΚΙ[/CENTER]
Θέλω να της αφιερώσω ξεχωριστό κομμάτι, γιατί δεν μοιάζει με καμία από τις άλλες ήττες (αυτές των άλλων αθλημάτων).
Όσοι έχουν παίξει αγωνιστικό σκάκι (ή απλώς και φιλικές παρτίδες), θα καταλάβουν αμέσως αυτό που θέλω να πω. Η ήττα στο σκάκι είναι η πιο οδυνηρή από οποιοδήποτε άλλο άθλημα. Αυτό έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του παιχνιδιού.
Πάνω στη σκακιέρα, είναι κανείς μόνος του. Εντελώς μόνος του. Απέραντη η μοναξιά του σκακιστή κι η ερημιά του. Πρώτα πρώτα οφείλει ο ίδιος να αποκοπεί από όλο τον έξω κόσμο την ώρα που παίζει. Αλλιώς δεν μπορεί να παίξει. Έπειτα, δεν έχει να περιμένει «βοήθεια» από κανέναν. Σε μια κακή του μέρα, δεν υπάρχουν ούτε συμπαίκτες να σώσουν την κατάσταση, ούτε η τύχη, ούτε ο διαιτητής. Με ποιον να τα βάλει μετά από μια οδυνηρή ήττα;; Με τον διαιτητή που δεν έδωσε το πέναλτι ή που δεν είδε το οφσάιντ;; Με την τύχη, που έστειλε την μπάλα στο δοκάρι;
Που να βρει στήριγμα να διαχειριστεί την ήττα του;; Να σκεφτεί ότι ο ίδιος πήγε καλά, αλλά ήταν σε κακή μέρα οι συμπαίκτες; Μα αφού είναι μόνος του.
Δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά για τον σκακιστή. Η ήττα είναι όλη δική του. Πρέπει να παλέψει μαζί της μόνος του. Αυτή είναι η κατάρα του. Και η ευλογία του θα πρόσθετα εγώ, γιατί μαθαίνει να μην ψάχνει αλλού δικαιολογίες και στηρίγματα. Μαθαίνει να αναλαμβάνει την ευθύνη του και να γίνεται σκληρός όταν πρέπει με τον εαυτό του. Αυτό όμως συχνά είναι δυσβάσταχτο, ειδικά αν γίνεται για πολλά χρόνια και αν ο χαρακτήρας του συγκεκριμένου σκακιστή δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να το αντέχει. Πολλοί αραιώνουν τις εμφανίσεις τους στο αγωνιστικό σκάκι ή τις σταματούν και όταν ερωτηθούν γι? αυτό συχνά απαντούν ότι δεν άντεχαν το άγχος της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
Το άγχος (που προκαλείται και από τον φόβο της ήττας) είναι τρομερό. Και ο σκακιστής δεν έχει τρόπο να το αποβάλει την ώρα του αγώνα. Ούτε να τρέξει μπορεί, ούτε να ακούσει δύο λόγια στήριξης από τους συμπαίκτες του.
Κι έπειτα είναι και κάτι άλλο. Η ήττα στο σκάκι, εκτός από εντελώς προσωπική, είναι οδυνηρή και για έναν ακόμη λόγο. Ο άνθρωπος (πιστεύω) δέχεται πιο εύκολα την ανωτερότητα του αντιπάλου του σε σωματικά προσόντα, από ότι σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο σκέψης. Η ήττα στο σκάκι είναι μια ήττα του μυαλού. Κι αυτό κάνει την διαχείριση της ακόμα πιο δύσκολη.
Έκανα αυτή την αναφορά, γιατί πρέπει να τα έχουμε αυτά υπόψιν μας για να κατανοήσουμε γιατί καμιά φορά κάποιος που θα μπορούσε να φτάσει ψηλότερα, τελικά δεν έφτασε. Βέβαια υπάρχουν και άλλοι λόγοι, όπως θα δούμε παρακάτω στις ιστορίες αυτών των σκακιστών. Για άλλους προβλήματα υγείας, για άλλους ιστορικές συγκυρίες ή ακόμα και πολιτικές συγκυρίες. Ας τους δούμε όμως έναν έναν ξεχωριστά.
[CENTER]ΓΙΟΧΑΝ ΧΕΡΜΑΝ ΤΣΟΥΚΕΡΤΟΡΤ[/CENTER]
Ο Γιόχαν Τσούκερτορτ είναι μια σχεδόν μυθική μορφή για το σκάκι. Σε αυτό συντείνουν και οι συνθήκες του βίου του. Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1842 και πέθανε το 1888 από εγκεφαλική αιμορραγία, πάνω στη σκακιέρα, την ώρα που αγωνιζόταν, σε ηλικία 46 ετών.
Στην καταγωγή του οι ιστορικοί του σκακιού συγκλίνουν ότι ήταν Πρωσοπολωνοεβραίος. Σπούδασε χημεία και φυσιολογία, παίρνοντας διδακτορικό ιατρικής (όπως ισχυριζόταν ο ίδιος τουλάχιστον) στο Μπρεσλάου.
Η σκακιστική ακμή του τοποθετείται στα χρόνια 1870 ως 1886, όπου θεωρούνταν μαζί με τον Στάινιτς οι κορυφαίοι στον κόσμο.
Το 1883 θριάμβευσε στο τουρνουά του Λονδίνου, το ισχυρότερο ως τότε, αφήνοντας 3 βαθμούς πίσω τον Στάινιτς. Μετά από αυτό, υπήρξε η σκέψη να παίξουν αυτοί οι δύο ένα ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα (το πρώτο επίσημο ματς που έγινε για το παγκόσμιο πρωτάθλημα). Ορίστηκε για το 1886, όμως εκείνη τη χρονιά ο Τσούκερτορτ κλήθηκε να υπηρετήσει στον Αυστροουγγρικό πόλεμο. Τραυματίστηκε στη μάχη και παρασημοφορήθηκε όχι μια, αλλά 7 φορές.
Επέστρεψε για το ματς με τον Στάινιτς. Είχε αποκτήσει όμως μόνιμο νευρολογικό πρόβλημα. Ξεκίνησε εντυπωσιακά το ματς προηγούμενος με 4-1!. Παρόλα αυτά, όσο προχωρούσαν οι παρτίδες, τόσο περισσότερο ο Τσούκερτορτ κατέρρεε και έχασε τελικά με 12,5 ? 7,5. Σαφώς ο Στάινιτς υπήρξε κορυφαίος παίχτης και αργότερα υπερασπίστηκε τον τίτλο του εναντίον και άλλων διεκδικητών. Κανείς δεν τολμά να τον αμφισβητήσει. Αν ωστόσο, οι συνθήκες ήταν καλύτερες για τον Τσούκερτορτ και δεν είχε και αυτό το πρόβλημα με τον κλονισμό των νεύρων του, ίσως κατάφερνε να αντέξει μέχρι τέλους τη δοκιμασία και να ήταν αυτός ο πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής.
Μετά την ήττα η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Και ο ίδιος δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ο γιατρός του, του τόνισε κατηγορηματικά ότι πρέπει να σταματήσει το σκάκι. Ο Γιόχαν Τσούκερτορτ δεν θέλησε ούτε να το σκεφτεί. Έτσι, δύο χρόνια μετά πέθανε πάνω στη σκακιέρα.
Η ήττα του στο παγκόσμιο πρωτάθλημα είναι ένας συνδυασμός τριών παραγόντων. Ιστορική συγκυρία, ο πόλεμος την ίδια χρονιά του ματς. Προβλήματα υγείας που προέκυψαν από την συμμετοχή του στον πόλεμο. Και τέλος αδυναμία να διαχειριστεί ψυχολογικά ένα τέτοιο παιχνίδι, η οποία εν πολλοίς προέκυψε από τα προβλήματα υγείας του.
Ο θρύλος του δεν έχει χάσει σε τίποτα όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν.
[CENTER]ΜΙΧΑΗΛ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ ΤΣΙΓΚΟΡΙΝ[/CENTER]
Ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Τσιγκόριν γεννήθηκε το 1850 στην Αγία Πετρούπολη και πέθανε το 1908. Πρόκειται για τον πρώτο Ρώσο μεγάλο σκακιστή και θεωρείται από ορισμένους ως ο πρόδρομος της Σοβιετικής σχολής. Άργησε να μάθει σκάκι (στα 16 του), ενώ αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σ? αυτό, μετά τα 24.
Υπήρξε ο πρώτος διεκδικητής του παγκοσμίου τίτλου απέναντι στον Στάινιτς. Αναμετρήθηκαν 2 φορές. Πρώτα το 1889, όπου ο Στάινιτς επικράτησε με σκορ 10,5 ? 6,5 και δεύτερη φορά το 1892 όπου και πάλι ο Στάινιτς επικράτησε με 12,5 ? 10,5. Καθοριστική στο δεύτερο παιχνίδι ήταν η τελευταία παρτίδα, όπου ο Τσιγκόριν «έβγαλε» κερδισμένη θέση και ίσως από την σιγουριά του πια, ότι αυτή η θέση δεν χάνεται, επέτρεψε ένα τόσο απλό ματ στον Στάινιτς, που δεν θα το έκανε ούτε αρχάριος παίχτης. Η συγκεκριμένη αβλεψία (και μάλιστα πολύ χοντρή αβλεψία) του Τσιγκόριν, έχει μείνει ως τις μέρες μας η πιο φημισμένη αβλεψία στην ιστορία του σκακιού. Ήταν αυτή που στέρησε στον Ρώσο τον παγκόσμιο τίτλο. Ωστόσο, υπήρχαν και άλλες αιτίες. Πιο βαθιές.
Ο Τσιγκόριν ήταν θιασώτης του τακτικού παιχνιδιού, την ώρα που ο Στάινιτς έθετε της βάσεις της στρατηγικής σχολής στο σκάκι. Η μάχη τους, πέρα από όλα τα άλλα, ήταν και μια θεωρητική μάχη.
Στο οξύ, περίπλοκο, δυναμικό παιχνίδι, ο Τσιγκόριν ήταν σαφώς ανώτερος από τους σύγχρονους του. Ο Κασπάροβ θεωρεί ότι το παιχνίδι του προαναγγέλλει αυτό του Αλιέχιν. Έλα όμως, που την ίδια ώρα ο Στάινιτς θεμελίωνε και δοκίμαζε στην πράξη τους κανόνες του στρατηγικού παιχνιδιού, κάτι που οι τακτικοί παίχτες της εποχής δεν κατανοούσαν καθόλου, με αποτέλεσμα να τους δημιουργεί στρατηγικές αδυναμίες που ο ίδιος ήξερε να αξιοποιεί, ενώ από την άλλη πολλοί από τους συνδυασμούς των τακτικών παιχτών δεν πετύχαιναν απέναντι στον Στάινιτς, ακριβώς διότι ήξερε να στήνει στρατηγικά τη θέση του, με αποτέλεσμα να μην έχει αδυναμίες.
Στο σημείο αυτό, ας αφήσω τον ίδιο τον Στάινιτς να «μιλήσει» για το πως είδε αυτές του τις αναμετρήσεις με τον Τσιγκόριν:
«Αυτή ήταν μια αναμέτρηση ανάμεσα σ? έναν παλαιό μετρ της νέας σχολής (εννοεί τον εαυτό του) και έναν νέο μετρ της παλαιάς σχολής (εννοεί τον Τσιγκόριν). Και η νέα σχολή κέρδισε, παρ? όλη την προχωρημένη ηλικία του μετρ. Ο νέος μετρ της παλαιάς σχολής (αναφέρεται βέβαια στην ρομαντική σχολή) θυσίαζε πιόνια και κομμάτια. Ο παλαιός μετρ της νέας σχολής (της στρατηγικής, την οποία ανέπτυξαν αργότερα οι υπερμοντέρνοι και η σοβιετική σχολή) προχώρησε ακόμα παραπέρα ? θυσίασε ολόκληρες παρτίδες, για να δείξει πώς ακριβώς εννοούσε τις ορθές στρατηγικές αρχές».
Αυτή η δήλωση του Στάινιτς (του πρώτου στρατηγικού παίχτη) δεν λέει παρά την αλήθεια. Ο αν και νεαρότερος Τσιγκόριν ήταν αν θέλετε ο τελευταίος ρομαντικός. Ο γηραιότερος Στάινιτς, ήταν αυτός που έφερνε τις νέες ιδέες. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν δεδομένο. Ο Τσιγκόριν ήταν το θύμα της διαλεκτικής διαδοχής των ιδεών. Το νέο ήταν καταδικασμένο να επικρατήσει πάνω στο παλαιό και να το ανασυνθέσει σε μια νέα, ανώτερη μορφή.
Οι διαφωνίες αυτών των δύο γιγάντων επεκτάθηκαν και σε άλλα επιμέρους ζητήματα. Όπως για παράδειγμα στην αξία των ελαφρών κομματιών. Ο Στάινιτς ήταν φυσικά υπέρμαχος του ζεύγους αξιωματικών, το οποίο και θεωρούσε ως τον ανώτερο συνδυασμό ελαφρών κομματιών για το φινάλε. Σε πολλές παρτίδες του, απέδειξε την ανωτερότητα του ζεύγους αξιωματικών. Αντίθετα ο Τσιγκόριν ήταν οπαδός των δύο ίππων. Σε αρκετές παρτίδες κατάφερε να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Όχι μόνον αυτό, αλλά ανάπτυξε και ένα νέο άνοιγμα, την «Άμυνα Τσιγκόριν», στόχος της οποίας ήταν η γρήγορη αλλαγή των μαύρων αξιωματικών για τους λευκούς ίππους, θεωρώντας ότι στο φινάλε, ο μαύρος που θα διατηρούσε τους ίππους του, θα ήταν καλύτερος. Αν και το θέμα είναι πολύπλοκο και δεν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως ακόμη, η σύγχρονη θεωρία, θεωρεί ως στρατηγικό πλεονέκτημα την κατοχή ζεύγους αξιωματικών, εναντίον οποιουδήποτε συνδυασμού άλλων ελαφρών κομματιών (πχ εναντίων 2 ίππων, ή εναντίον ενός ίππου και ενός αξιωματικού).
Ο Τσιγκόριν προσέφερε και άλλα πράγματα στην σκακιστική θεωρία, με αποκορύφωμα ίσως την βαριάντα Τσιγκόριν στην κλειστή Ισπανική (Ρουί Λοπέζ), η οποία θεωρείται ως τις μέρες μας μια από τις αιχμηρότερες απαντήσεις των μαύρων, απέναντι στην Ισπανική (αυτό το εξαιρετικό άνοιγμα που έχει ιστορία 500 και πλέον χρόνων και δεν χάνει ποτέ την αξία της και την δημοτικότητα της, αντιθέτως εμπλουτίζεται συνεχώς. Η Ισπανική είναι σαφώς το καλύτερο από όλα τα ανοικτά ανοίγματα).
Ο Μιχαήλ Τσιγκόριν έχει οπαδούς ως τις μέρες μας, πάρα πολλούς σκακιστές που αγάπησαν το αιχμηρό και αντικομφορμιστικό στυλ του. Πολλοί απ? αυτούς υπήρξαν και παγκόσμιοι πρωταθλητές. Όπως ας πούμε ο Ταλ, ο οποίος, προς το τέλος της ζωής του και όταν πια η ασθένεια τον είχε καταβάλει και του χορηγούσαν συνεχώς μορφίνη, δεν έχασε το χιούμορ του και στην κουβέντα ενός φίλου του:
- Θα γίνεις μορφινομανής στο τέλος.
Απάντησε: - Μπα, εγώ ήμουν πάντα Τσιγκορινομανής (κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομα του άλλου τεράστιου σκακιστή Μόρφυ και αυτό του Τσιγκόριν).
Το θέμα μας βέβαια δεν τελειώνει εδώ. Απλά αποφάσισα να το «σπάσω» σε κομμάτια, από το να κάνω ένα τεράστιο ποστ (ήδη και αυτό μεγάλο είναι).
Θα συνεχίσω αργότερα με τους:
ΤΑΡΑΣ, ΡΟΥΜΠΙΝΣΤΑΪΝ, ΤΑΡΤΑΚΟΒΕΡ, ΜΠΡΟΝΣΤΑΪΝ, ΚΕΡΕΣ, ΚΟΡΤΣΝΟΪ ΚΑΙ ΙΒΑΝΤΣΟΥΚ.