Με τον συγκεκριμένο δίσκο ψάχτηκα όταν πέτυχα στο youtube κάποιον μουσικόφιλο που εκτιμώ γενικά, που έκανε ένα top 10 με τις αγαπημένες του Νeil Young κυκλοφορίες. Το άλμπουμ αυτό το είχε πολύ ψηλά, το μοναδικό live στην λίστα του, κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον να το ψάξω. Σήμερα που μιλάμε είναι η πιο συχνή επιλογή μου όταν θέλω να ακούσω Neil Young, μαζί με το On The Beach. Και ναι, το πιο εντυπωσιακό του στοιχείο είναι η ακουστική απόλαυση που προσφέρει, όπως έγραψα και παραπάνω.
Το Rust Never Sleeps το λογίζουμε σαν live album?
E, half and half. Με ενοχλούν συνήθως αλλά το συγκεκριμένο καθόλου.
Τότε έχω ακούσει κάποιες live εκτελέσεις
Θυμήθηκα και το Loner από το Live Rust (το οποίο το προτιμώ από την στουντιακή βερσιόν).
Εδώ γράφουμε όταν θέλουμε να… επεκταθούμε λίγο παραπάνω! Περί… Μέδουσας λοιπόν ο λόγος:
Μετά το πέρας της περιοδείας σαν support των Moody Blues και με ειλημμένη την απόφαση για αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης, ο τραγουδιστής - τρομπετίστας John Jones και ο πληκτράς Terry Rowley αποχώρησαν από τους Trapeze για να επιστρέψουν στους The Montanas, το παλιό τους συγκρότημα.
Στο Medusa λοιπόν οι Trapeze ήταν πλέον power trio με μια εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία σε σχέση με το psych pop του ντεμπούτου τους, αφού πλέον επιδίδονταν στο blues hard rock που ευδοκιμούσε τότε, ειδικά στην πατρίδα τους, τα Midlands. Μια δραστική αλλαγή που μάλιστα γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερη αν αναλογιστούμε ότι δεν είχαν μεσολαβήσει παρά μήνες από το πρώτο τους! Η ειδοποιός διαφορά βέβαια με κάτι Black Sabbath, Led Zeppelin, Cream κλπ, εντοπίζονταν στο funky παίξιμο και την σε στιγμές soul φωνητική ερμηνεία του Glenn Hughes, που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα στην Αμερική και ειδικότερα στη Motown.
Από τα επτά τραγούδια του δίσκου, τα τέσσερα γράφτηκαν σε διάστημα δύο εβδομάδων από τον Mel Galley και τον αδελφό του, Tom: το σπουδαίο Black Cloud που είναι από τα γνωστότερα τους (ένα “επικαιροποιημένο” Born Under a Bad Sign!), το Jury όπου παρά την παραπλανητικά ήπια έναρξη του τα πράγματα γίνονται απειλητικά heavy, και τα πιο funky Touch My Life και το σκανδαλωδώς εθιστικό Makes You Wanna Cry όπου μάλιστα τραγουδάει ο Galley! Ο Hughes υπογράφει την φοβερή blues power ballad Seafull και το ακόμη καταπληκτικότερο ομώνυμο - ένα ιδανικό τελείωμα για τον δίσκο!
Η θετική απήχηση που είχε το Medusa, στις ΗΠΑ μετατράπηκε σε ενθουσιώδη στον “βαθύ” Νότο όπου εμφανίζονταν ως headliners σε μεγάλα venues, σε αντίθεση με τις βρετανικές βραδιές σε club και ως support σε πιο επιτυχημένα ονόματα! Το μέλλον τους, εκείνη την χρονική στιγμή, προδιαγράφονταν λαμπρό!
Μετά το άκουσμα της δυσάρεστης είδησης για τον Russ North επόμενο είναι να του αφιερώσουμε λίγα λόγια…
Η μεταμόρφωση των Cloven Hoof σε ένα εξαίρετο… βρετανικό εκπρόσωπο του USPM ολοκληρώνεται στο A Sultan’s Ransom. Σε αυτό συνηγορεί η τάση για heavy αλλά μελωδικά riffs, εκθαμβωτικά solos, ακουστικά intros και outros, και φυσικά, τα υπέροχα choruses και τις μελωδίες των φωνητικών πάνω στις οποίες και προς αυτή την κορύφωση όλα τα κομμάτια είναι δομημένα. Μια εξέλιξη όχι παράταιρη, αφού το USPM σε αδρές γραμμές είναι NWOBHM μείον τα hard rock σημεία.Σημειωτέον ότι οι Cloven Hoof κάνουν αρκετά εκτεταμένη χρήση των πλήκτρων στις ενορχηστρώσεις τους, κάτι σπάνιο στην αντίστοιχη σκηνή στις ΗΠΑ.
Έχοντας κρατήσει την ίδια σύνθεση με το Dominator, το highlight του album είναι φύσει και θέσει ο φοβερός Russ North που ερμηνεύει με τέτοια συναισθηματική ένταση που οι τεράστιες ικανότητες του περνούν σε δεύτερο πλάνο! Παρόμοια εντυπωσιακές είναι και οι δομές των τραγουδιών, ειδικά στο κορυφαίο όλων Mistress of the Forest ένα έμπλεο ιδεών αριστούργημα που ελίσσεται διαρκώς χωρίς να επαναλαμβάνεται και μαγεύει από την αρχή, μέσα από τις διάφορες διαθέσεις του, μέχρι το περίτεχνο τέλος του! Για να είμαστε δίκαιοι, αν εξαιρέσουμε το… υποχρεωτικό “ελαφρολαϊκό” Mad, Mad World δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι εδώ που να μην προσφέρει κάτι ουσιώδες στο κλίμα του δίσκου.
Ενός δίσκου που είχε όμως την ατυχία να κυκλοφορήσει το 1989, οπότε οι για μια ακόμη φορά latecomers Cloven Hoof δεν προσέλκυσαν το ενδιαφέρον που θα άξιζαν και έτσι, το επόμενο έτος αναπόφευκτα διαλύθηκαν. Έξτρα πόντος για την κοπέλα στο εξώφυλλο πάντως!
Δεν τους ηξερα ουτε σαν ονομα…Εβαλα να ακουσω απο περιεργεια.Ωραιοι και οντως φωναρα ο τυπος.
Νομίζω λίγα λόγια παραπάνω αξίζουν σε ένα από τα εντυπωσιακότερα πράγματα που μας έδωσε η περασμένη χρονιά…
ΟΙ τυπικά πρωτοεμφανιζόμενοι Writhen Hilt από το Braunschweig της Γερμανίας, στην πράξη είναι αυτούσιο το σχήμα των Booze Control, με τους Lauritz Jilge (drums), Steffen Kurth (μπάσο), Jentrik Seiler (κιθάρα) και David Kuri (φωνητικά και κιθάρα – επίσης στους doomsters Flame, Dear Flame) να ακούγονται αυτονόητα πολύ δεμένοι, έχοντας πάνω από μια δεκαετία που παίζουν μαζί.
Σε μια γεμάτη σημειολογία κίνηση επέλεξαν η πρώτη τους κυκλοφορία υπό το νέο όνομα να είναι ένα ΕΡ με διάρκεια 22 λεπτά - μισό “κανονικό” LP δηλαδή, όπως πρέπει! Επί της ουσίας τώρα, το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι τι παραπάνω από το πλήθος των “αναβιωτών” έχουν να προσφέρουν στο επικό metal οι εν λόγω. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα σχήμα που εντάσσεται στη “λυρική” (σε αντιδιαστολή με την “βάρβαρη”) πτέρυγα του συγκεκριμένου υποείδους. Αντλώντας έμπνευση από τους Warlord, τους συμπατριώτες τους Atlantean Kodex, το πνεύμα του NWOBHM, αλλά και με μια διακριτή Bathory/ Viking αύρα οι Writhen Hilt έχοντας βαθιά γνώση αυτού του ύφους (απόρροια προφανώς της αγάπης που του τρέφουν) κάνουν κατά το δοκούν χρήση των σταθερών του, χωρίς να καταφεύγουν σε φθηνά τεχνάσματα (π.χ. “συμφωνικά” περάσματα ή καταιγιστικά heavy μέρη) για να προσδώσουν τεχνηέντως μια επική χροιά. Απεναντίας, το επικό συναίσθημα προκαλείται αβίαστα και σε όλη του την μεγαλοπρέπεια σε κάθε μια από τις τέσσερις συνθέσεις (συν ένα instrumental outro) που διαθέτουν τις μελωδίες και την τεχνοτροπία για κάτι τέτοιο!
Ενισχύοντας έτι πλέον το παραδοσιακό - underground προφίλ τους, έδωσαν στην κυκλοφορία μέσω bandcamp έναντι προαιρετικού τιμήματος και δύο τραγούδια από το επερχόμενο full length τους. Οπωσδήποτε είναι πολύ νωρίς για θριαμβολογίες, αλλά όσα μας έχουν δείξει έως τώρα αυτοί οι τύποι είναι τόσο καταπληκτικά που σχεδόν δεν… έχουν δικαίωμα να απογοητεύσουν στο μέλλον!
Να προσθέσω ότι προσωπικά οι Writhen Hilt μου φέρνουν στο μυαλό, έστω και συνειρμικά, λόγω των ιδιαίτερων φωνητικών, κι άλλα εξαιρετικά σχήματα που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, όπως οι Σκωτσέζοι Midnight Force (μεγάλη μου αδυναμία οι συγκεκριμένοι όπως έχω γράψει πολλές φορές), οι Αυστριακοί Venator κ.λπ.
Ε αφου σημερα άκουγα το αλμπουμ στο γυμναστήριο, στο σπιτι μετά πριν παω δουλειά, στον ποδήλατο πηγαίνοντας δουλειά, στον ποδήλατο γυρίζοντας απο την δουλειά, την ωρα που έκανα μπανιο, τι πιο φυσιολογικο λιγο πριν κοιμηθω να…διαβάσω για το αλμπουμ.
Κ αυριο μερα ειναι.
Μιας και ο φίλτατος @Ironman1 με πήγε πίσω στο ντεμπούτο, εγώ πάτησα φουλ το γκάζι και γύρισα στο σημείο μηδέν των ΑΚ. Δεν είναι το καλύτερό τους αλλά ούτε και το αγαπημένο μου από τη δισκογραφία τους. Είναι όμως το πιο ξεχωριστό. Αυτή τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα και αυτή την πηγαία, διάχυτη μελαγχολία δεν την ξαναέβγαλαν προς τα έξω, όχι σε αυτόν τον βαθμό. Η αισθητική εξέλιξη και το ραφινάρισμα των στιχουργικών θεμάτων ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο στους επόμενους δίσκους, ωστόσο εδώ υπάρχει κάτι διαφορετικό, πιο αλλόκοτο.
Το μεταφυσικό στοιχείο έχει πιο ισχυρή θέση, ενώ η εξέταση της Ιστορίας και της Μυθολογίας δεν γίνεται αλληγορικά και πιο “φιλοσοφημένα” όπως στα LPs, αλλά τα κομμάτια του Pnakotic Demos είναι ένας ευθύς, άμεσος θρήνος για λαούς, ήθη και έθιμα που βίαια διαγράφτηκαν από την ιστορία. Και αν και μπορεί να παρουσιάζεται όλο αυτό σαν ένα πειστικό dark fantasy concept (πέραν των όποιων παραλλήλων μπορεί να θέλει να τραβήξει κάποιος), οι ΑΚ αντιμετωπίζουν με ζηλευτή προσήλωση και σοβαρότητα την μουσική τους σε σημείο που δεν γίνεται παρά να παρασυρθεί και ο ακροατής στην υποβλητική ατμόσφαιρα και να συναισθανθεί και αυτός τη θλίψη (της μουσικής) τους.
Αν θέλει κάποιος, θα μπορούσε να πει πως εφόσον οι δίσκοι των AK θέτουν ένα (ψευδο)ιστορικό-μυθολογικό, ρομαντικό πλαίσιο, το Pnakotic Demos είναι η προϊστορία όσως ακολούθησαν. Αισθητικά, νοηματικά, αλλά και συνθετικά, καθώς εδώ έχουμε τραγούδια πιο ακατέργαστα αλλά και με περισσότερη αμεσότητα (στα doom πλαίσια πάντα).
Μνημείο του epic doom, τίποτα λιγότερο.
Epic metal σκέτο λέω εγώ, αλλά όπως και να 'χει
Παραείναι doomy για να μην το πω doom, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί όμως.
Εντάξει, λεπτολογούμε τώρα (γουστάρουμε όταν το κάνουμε βέβαια!), αλλά ναι, οι Atlantean Kodex επιδίδονται σε επικό metal που διαθέτει και αδρές doom “πινελιές”!
Αν υπάρχει όμως μια κυκλοφορία τους που θα δικαιολογούσε το χαρακτηρισμό “επικό doom” αυτή είναι το Pnakotik Demos που κυριαρχείται από την “βαριά σκιά” των Manowar και συγκεκριμένα αυτών του Into Glory Ride, όπου, ως γνωστόν, με το Secret of Steel (και όχι μόνο) ορίστηκε το υποείδος! Είναι τέτοια η επιρροή των “Βασιλέων” που νομίζεις ότι ακούς τον Columbus να σφυροκοπάει τα τύμπανα του στο ρυθμό του Gates of Valhalla, ή τον Ross “The Boss” να σολάρει – καλά, το τελευταίο όντως συμβαίνει, στο From Shores Forsaken!
Savatage “Power of the night” (1985)
Επ’ ευκαιρίας του live που έρχεται, λέω «δεν βάζω, βρε, τους δίσκους των Savatage που δεν έχω ακούσει ποτέ;». Βλέπετε η δυάδα “Power of the night” και “Fight for the rock” για κάποιον λόγο στο μυαλό μου είχε διαμορφωθεί σε κάτι ενιαίο (χωρίς να τα έχω ακούσει), σε «avoid» δίσκους που απλά αποτελούσαν μία κακή παρένθεση μεταξύ των “Sirens” και “Hall of the mountain king”.
Ε, και βάζω το “Power of the night” και… τι δισκάρα είναι αυτή, ρε μαλάκες;;; Εντάξει, δεν λέω, κάποια τραγούδια (όχι όλα) είναι απλά ένα τσικ πιο «ανάλαφρα», αλλά το συνολικό πνεύμα του δίσκου σε καμία περίπτωση δεν είναι αδύναμο. Συγγνώμη, το σκοτάδι του “Unusual” και του “Fountain of youth” δεν το νιώθετε; Το ομώνυμο, το “Warriors”, το “Stuck on you” δεν αποτελούν κλα-σι-κό-τα-τες Sava-κομματάρες με το χαρακτηριστικό riffing και τα σολίδια του Criss; Ακόμα και το “Hard for love” τέλειο είναι το γαμημένο, ρε, το πιο radio-friendly κομμάτι του δίσκου θα μπορούσε άνετα να είναι στο “Trash” (που είναι δισκάρα). Όταν τα fillers σου γενικώς είναι τα “Necrophilia” (με αυτό το τέλειο break για τόοσα λίγα δευτερόλεπτα που πέφτει ο ρυθμός και «σκοτεινιάζει» το riff εκεί στη μέση) και ο speed ογκόλιθος “Washed out”, ε, ο δίσκος πώς να χαρακτηριστεί κακός; Ε, και άφησα για το τέλος αυτό το αξεπέραστο “In the dream” που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το πέτυχα ποτέ στις 6241734 συλλογές με power ballads που είχα τσεκάρει μικρός. Τι συναίσθημα, τι πόνος, τι σπαραξικάρδια ερμηνεία; Το πρώτο τραγούδι που προεικόνισε τη μελλοντική στροφή των Savatage; Ναι θα τολμήσω να πω, μαζί με τη σύντομη εισαγωγή του “Warriors” που είναι τόσο κρίμα που δεν «έχτισαν» κάτι περισσότερο πάνω σε αυτό. Γενικώς «πιάνω» πολλά riffs dejavu από μελλοντικά κομμάτια τους σε αυτόν τον δίσκο, δεν ξέρω πώς κι έτσι (π.χ. το “Unusual” έχει το riff του “Conversation piece”).
Οπότε ερωτώ: γιατί αυτός ο δίσκος πέρασε ως «αδιάφορος»; Ή κάνω λάθος; Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά σίγουρα δεν έχει την αίγλη των άλλων δίσκων των Savatage και το θεωρώ πραγματικά άδικο γιατί εγώ βρήκα μία σειρά από κομματάρες που μάλιστα συνδυάζουν χαρακτηριστικά από όλες τις στιγμές των Savatage (τις πιο πομπώδεις/ορχηστρικές, το ατσάλι, το ραδιοφωνικό στυλ).
Να συνεχίσω με “Fight for the rock” ή καμία σχέση;
Άλλες μπάντες θα έδιναν νεφρό, για Savatage καμία σχέση
Κανεις λαθος.
Σκιπ
Εμενα μου αρεσει και το Fight for the Rock αν και ειναι οντως η πιο αδυναμη κυκλοφορια τους.
Ποιος άνθρωπος έχει πει ποτέ το Necrophilia “filler”?!?!?!
Η πρώτη 1.5 πλευρά του δίσκου δεν κοιτάει κανέναν, χέβυ μέταλ από το πάνω ράφι που κοιτάει με τουπέ κάθε τζαναμπέτη που τολμάει να αμφισβητεί. Τα 3 τελευταία κομμάτια ίσως ρίχνουν λίγο το σύνολο, αλλά οκ, τι 10/10, τι 9.8/10.