Θα πω ότι είναι το καλύτερο τους, με διαφορά από το επόμενο, από το Nightfall και δώθε. Και ας εχει το Night at The Opera τραγουδάρες - είχε και μετριότητες μέσα και αυτό δεν έχει. Ή να το θέσω αλλιώς: ναι μεν το Night at The Opera έχει πιο μεγάλες κορυφές, αλλά εχει και πιο μεγάλα βυθίσματα. Εδώ ο μέσος όρος βρίσκεται πιο ψηλά.
Φυσικά διατηρεί 2 αρνητικά των ύστερων Blind Guardian: 1) το ανέμπνευστο (ως επι το πλείστον, γιατί έχει και κάποιες αναλαμπές ευτυχώς ) drumming και 2) την πολύ μέτρια και άνευρη παραγωγή. Βέβαια για να δούμε καλή παραγωγή, πρέπει να γυρίσουμε πίσω, στο 1998, οπότε μάλλον θα πρέπει να αποφασίσω ότι οι BG, έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους ως “καλός BG ήχος”, απ ότι έχω εγώ ![]()
Ακριβώς αυτή την κουβέντα είχα χθες με έναν φίλο που τους ακούμε από τα 90s, ότι δηλαδή δεν είναι τόσο το παίξιμο όσο ο ήχος των ντραμς, και στο καινούριο Helloween υπάρχει αυτό. Μάλλον είναι θέμα παραγωγού. Ίσως θέλουν τα τύμπανα να ακούγονται πιο γυαλισμένα, καμία σχέση με τον γεμάτο ήχο που είχαν παλιά.
Κοιτάξτε, αρχικά το “The God Machine”, για μένα τουλάχιστον, έχει πολύ καλό ήχο, αλλά έχουν χαμηλωμένα τα τύμπανα. Όπως και το καινούριο Helloween έχει πολύ καλό ήχο. Το θέμα, όμως, ποιο είναι; Ο Τσάρλι. Έχει μείνει σ’ ένα συγκεκριμένο ηχητικό μοτίβο και το ακολουθεί, από τότε που αμφότερες οι μπάντες ξεκίνησαν συνεργασία μαζί του.
Μακάρι, να τους αναλάβει εξ ολοκλήρου ο Ντένις ο τρομερός, ο οποίος έχει πολύ καλό αυτί και στο πως πρέπει ν’ ακούγονται τέτοιοι δίσκοι σ’ αυτόν τον ήχο. Εξίσου, πολύ καλός στον χώρο του power είναι ο Sasha, που είχε πρωτοανακατευτεί με το μπομπάτο ντεμπούτο των Angra και όπως έχει πει ο ίδιος, οι ηχογραφήσεις του συγκεκριμένου δίσκου είναι η αγαπημένη του στιγμή.
Choking Victim “No gods/no managers” (1999)
Δεν ξέρω αν είμαι ο μοναδικός που πλέον όποτε τυχαίνει ν’ ανακαλύπτω έναν δίσκο που με ξετινάζει, ένα από τα πρώτα πράγματα που θα κάνω είναι ν’ ανατρέξω στο παιχνίδι του anhydriis για να δω αν και ποιος τον ανέφερε, τι έχει γράψει γι’ αυτόν κλπ. Με μεγάλη μου απογοήτευση, λοιπόν, είδα ότι αυτή η ΔΙΣΚΑΡΑ με την οποία έχω κολλήσει όλο το καλοκαίρι, αναφέρθηκε μόνο από (ποιον άλλον; ) τον Death.Eternal, του οποίου τα γούστα στο punk/hardcore είναι κάτι παραπάνω από αξιόπιστα. Μιας και θεωρώ ότι ένα τέτοιο γαμηστερό album αξίζει πολλές παραπάνω αναφορές (και μάλιστα όχι αποκλειστικά από πάνκηδες -νομίζω ότι ο μουσικός του προσανατολισμός είναι τόσο μοναδικός που αξίζει να τσεκαριστεί από κάθε μουσικόφιλο έστω και μία φορά από καθαρή περιέργεια), είπα να το προτείνω σε αυτό το topic -ελπίζοντας κι άλλοι να βρουν κάτι ενδιαφέρον εδώ, και οι όσοι (λίγοι υποθέτω) ήδη τους γνωρίζουν, να αποκαλυφθούνε επιτέλους!
Λοιπόν, το “No gods/no managers” είναι το μοναδικό full-length των Choking Victim, μέλη των οποίων αργότερα έφτιαξαν τους πολύ πιο γνωστούς Leftover Crack.
Ανοίγω παρένθεση εδώ: δεν έχω ακούσει νότα Leftover Crack, αλλά αδημονώ, μιας κι έχω καταλάβει ότι κινούνται σε παρόμοιο μουσικό ύφος. Please, αν κανείς κατέχει δισκογραφία είτε αυτών, είτε άλλων παραπλήσιων project μελών των Choking Victim (είναι άπειρα, οπότε θα εκτιμούσα κάποια πρόταση), ας μιλήσει. Περιέργως, οι Leftover Crack έχουν και δικό τους topic στο forum (!), στου οποίου τα λίγα posts αναφέρονται διθυραμβικά λόγια και για τους Choking Victim βέβαια. Ακόμα πιο περιέργως, οι Leftover Crack είχαν δώσει live στο Αστεροσκοπείο το 2008, το οποίο όχι μόνο δεν είχα παρακολουθήσει (μουτζώνω τον εαυτό μου), αλλά δεν μπορούσα καν να ανακαλέσω στη μνήμη μου ως γεγονός, παρ’ όλο που με έκπληξη είδα ότι εγώ είχα ανοίξει topic για το live στο forum τότε. Τέλος πάντων, κλείνει η παρένθεση.
Αρκετά με τις εισαγωγές, όμως, ας δούμε, επιτέλους, τι το αξιοπερίεργο παίζουν αυτοί οι Choking Victim. Λοιπόν, οι τύποι παίζουν κάτι που προσωπικά δεν είχα ξανακούσει και κάποιοι το ονομάζουν «ska-core». Όπως καταλαβαίνει κανείς, μιλάμε για ένα υβρίδιο ska, hardcore και skate-punk θα έλεγα, μόνο που οι Choking Victim έχουν και μπόλικες extreme metal/sludge επιρροές, πράγμα που κάνει τον ήχο τους εκρηκτικό. Αυτό που με μαγεύει στον ήχο τους είναι ότι όσον αφορά την ενορχήστρωση οι τύποι είναι αδιανόητοι: καταφέρνουν και μπλέκουν τον «χοροπηδηχτό»/θετικό ρυθμό του ska με d-beat ρυθμούς, μπορούν και συνδυάζουν μινόρε skate-punk μελωδίες με κοφτά μεταλλικά riff, άμα θέλουν το γυρνάνε σε reggae, γενικά κάνουν Ο,ΤΙ σχιζοφρενικό μπορεί να σκεφτεί κανείς, αλλά παρ’ όλα αυτά βγάζει νόημα! Τα φωνητικά τους κυμαίνονται από την κλασική NOFX/Anti-Flag χροιά σε σκισμένα ουρλιαχτά, και ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τον drummer ο οποίος, ομολογουμένως, groove-άρει φοβερά μιας και οι ρυθμοί τους γενικά δεν σ’ αφήνουν να κάτσεις ήσυχος. Οι στίχοι (όπως υποψιάζεται κανείς από τον τίτλο) έχουν έντονη πολιτική χροιά, γενικώς η μπάντα απ’ ό,τι κατάλαβα γεννήθηκε μέσα στο καταληψιακό κίνημα της Νέας Υόρκης -ωστόσο βάζω κι έναν αστερίσκο ότι μιλάμε για αρκετά περιθωριακές/λούμπεν φιγούρες και μάλιστα απ’ ό,τι πιάνω εδώ κι εκεί ο τραγουδιστής τους, Stza, είναι χρεωμένος για αρκετές μαλακίες, τις οποίες δεν κάθισα να ψάξω είναι η αλήθεια, αλλά δεν έχει καλή φήμη (πράγμα που με ξενερώνει ως έναν βαθμό).
Τι θα βρει, τώρα, κανείς στο “No gods/no managers”; Αν και το εξώφυλλο σε προϊδεάζει για βλάσφημο black metal, το εναρκτήριο τραγούδι “500 channels” θα μπορούσε να ήταν ένας κλασικός pop-punk ύμνος αν οι Choking Victim επέλεγαν να τη δουν Blink-182. Ωστόσο η βρωμιά, οι ska ρυθμοί, το γρέζι και η (γοητευτική) φαλτσαδούρα των φωνητικών δεν αφήνουν περιθώριο για κάτι τέτοιο, παρ’ όλο που στον πυρήνα του το κομμάτι κάτι τέτοιο είναι. Από κοντά, ίδιας αισθητικής, δομής και προσανατολισμού και το φοβερό “Five-finger discount” που βρίσκεται πιο μετά στο album.
Στα επόμενα δύο κομμάτια που ακολουθούν είναι που αρχίζει το φρύδι και σηκώνεται και καταλαβαίνεις ότι εδώ δεν θ’ ακούς συνέχεια το ίδιο πράγμα: στο “In hell” οι ταχύτητες που πιάνει ο drummer και το tremolo picking στις κιθάρες δεν θ’ αφήσουν κανέναν thrash-ά ασυγκίνητο, ενώ στο “Crack rock steady” νιώθεις ότι έχεις μεταφερθεί σε κάποιο υπόγειο του Bronx μ’ αυτόν το αναπάντεχο reggae ρυθμό και την κολλητική μπασογραμμή.
Αλλά το album χτυπάει κορυφή (κατά τη γνώμη μου) με το αμέσως επόμενο κομμάτι, το “Suicide (a better way)”. Βασικά στο τραγούδι αυτό, νομίζω, συμπυκνώνεται με τον καλύτερο τρόπο το σκεπτικό των Choking Victim: ξεκινά με μία χαρακτηριστική skate-punk μελωδία, αλλά μένεις μαλάκας όταν στο couplet ξαφνικά το γυρνάει σε ska! Θα το post-άρω γιατί αυτό το τραγούδι αξίζει ν’ ακουστεί έστω και μία φορά, κι ίσως είναι ένα καλό crash test για να δει κάποιος αν αξίζει να τσεκάρει όλο τον δίσκο ή όχι.
Συνεχίζουμε με το εντελώς αλλοπρόσαλλο “In my grave” που καταφέρνει να χώσει στο ίδιο κιθαριστικό θέμα ένα beatdown, heavy riff με παραμόρφωση, αλλά να το τελειώσει σε ska ρυθμό! Ιδιοφυές. Οι τύποι είναι τόσο καμένοι που (spoiler εδώ, γιατί είναι άλλο πράγμα να σου σκάει ανυποψίαστα) σ’ ένα break προλαβαίνουν να χώσουν και το riff του “Raining blood”. Ας το post-άρουμε κι αυτό, τώρα που το σκέφτομαι.
Στο δεύτερο μισό του album νομίζω πως οι Choking Victim φύλαξαν τα κομμάτια με τα πιο έντονα/heavy/κιθαριστικά riff τους (π.χ. “Fucked reality”, “Fuck America”, “Living the laws”, “Hate yer state”), αλλά κι εκεί αποδεικνύονται μάστορες. Ειδικά στο τέλος το album κορυφώνεται ξανά, όταν το στην-ουσία-intro “Praise to the sinners” εισάγει flamenco ακουστικές κιθάρες (!) για να καταλήξει στην υπερ-heavy κομματάρα “Living the laws” που κουβαλάει κάτι από το στυλ των Acid Bath ας πούμε. Το πώς οι τύποι κατάφεραν στο ίδιο κομμάτι να συνδυάσουν αυτόν τον κολλητικό, heavy ρυθμό στα τύμπανα, με αυτό το κακιασμένο, διεστραμμένο reggae σημείο με τα creepy πλήκτρα στη μέση, ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω.
Τα κακά νέα για όποιον μπει στον κόπο να ακούσει το album κι ενθουσιαστεί, είναι πως αυτό αποτελεί το μοναδικό full-length album των Choking Victim, οι οποίοι διαλύθηκαν την 1η μέρα της ηχογράφησης του album (δηλαδή αν κάθονταν κι άλλο τι θα έβγαζαν; ). Καλά δεν ξέρω αν αυτό με την 1η μέρα ευσταθεί 100% (κι ούτε νομίζω το έχω ξανακούσει ποτέ για μπάντα), αλλά όντως διαλύθηκαν κατά τις ηχογραφήσεις του album. Ευτυχώς υπάρχουν 2 προηγούμενα EPs (που ιδίως το “Squatta’s paradise” αξίζει να τσεκαριστεί).
Αυτά. Εγώ πραγματικά ένιωσα ότι ανακάλυψα ένα διαμαντάκι που αν και κυκλοφόρησε το 1999 ηχεί ακόμα φρέσκο και δυναμικό και, κυρίως, μ’ ενθουσιάζει και ως προς τις ιδέες του, και ως προς τους περίεργους μουσικούς συνδυασμούς που καταφέρνει. Νομίζω ότι θα του άξιζε πολύ περισσότερη μνεία, ως μία πραγματικά ξεχωριστή punk/hardcore κυκλοφορία.
Άλλες μπάντες στο ίδιο στυλ κανείς;;;
Υ.Γ. Μου φαίνεται απίστευτο που δεν έχω δει κανέναν να σχολιάζει στα ίντερντες τον (προφητικό) στίχο που βρίσκεται στο “Fuck America”:
The trade center is bombed and the FBI is pissed/So they act as good americans, blaming muslim terrorists
Υπενθυμίζω ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1999…
Υ.Γ2 Με γοήτευε πάντα το γεγονός πώς οι (κάποιες φορές καμουφλαρισμένες) μελωδίες skate-punk τραγουδιών, ξεγυμνώνονται εντελώς κι αποκαλύπτονται στην πραγματική τους διάσταση όταν «διασκευάζονται» μόνο με μία ακουστική κιθάρα και μία φωνή. Αυτή εδώ η τύπισσα δείχνει πώς το “500 channels” πραγματικά θα μπορούσε να είναι κομμάτι της Avril Lavigne π.χ.
Τεράστιος δίσκος, του οποίου σχεδόν είχα ξεχάσει την ύπαρξη. Εξαιρετικό κείμενο, θα παίξει ξέθαμμα σύντομα.
Τα εγραψες τοσο ωραια που κατεβασα ηδη το αλμπουμ κ ας μην εχω ιδεα
Ελπίζω να σ’ αρέσει, ίσως είναι love it or hate it φάση, γιατί μιλάμε για ιδιαίτερο ήχο.
ισως βρεις καμια απο τις μπαντες της μορφης που λεγεται Skwert Gunn και παιζει τυμπανα στο δισκο (Public Serpents πχ) ή Against All Authority.
Αλλα ζητας πολλα για τοσο μοναδικο συνδυασμο, χαχ.
Πολυ ωραιο και ταιριαστό κείμενο πάντως, ωραίος!
Τρια τραγουδια ακουσα και ειναι το ενα καλυτερο απο το αλλο. Αυριο γραφειο, δουλεια και choking victim.
Από τη στιγμή που σου αρέσει το No Gods, πιστεύω πως θα απολαύσεις ό,τι έχει κάνει ο Stza και με τα άλλα 2 γνωστότερα σχήματα στα οποία συμμετέχει, Leftover Crack που αναφέρεις, και Star Fucking Hipsters, οι οποίοι είναι και η προσωπική αδυναμία μου, και δεν βλέπω να αναφέρεις (δεν ξέρω αν έχεις ακούσει). Όπως λέει ο @apostolisza8 δεν είναι και πολύ εύκολο να προτείνεις κάποια παρόμοια μπάντα, έχει πολύ ιδιαίτερο ήχο, και η καλύτερη επιλογή είναι να πας στη γνώριμη κατεύθυνση των παραπάνω, κυμαίνονται στο ίδιο ύφος σε γενικές γραμμές.
Leftover Crack μπορείς να τα πάρεις με τη σειρά, αν και εγώ θα πρότεινα το καταπληκτικό Constructs of the State για αρχή. Βέβαια εσύ είσαι εξοικειωμένος, οπότε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Star Fucking Hipsters
Έξοχα όλα! Δεν κουβαλάνε αυτήν την παράνοια των Choking Victim, βέβαια, είναι εμφανώς πιο “στρωτά”, να το πω κάπως έτσι.
The Damned “Machine gun etiquette” (1979)

Αν και είμαι λάτρης του λεγόμενου «’77 punk» ήχου (δηλαδή Adicts, Adverts και δεν συμμαζεύεται), ποτέ δεν είχα ακούσει το συγκεκριμένο album των Damned. Γενικώς δεν το είχα συγκρατήσει ποτέ και σαν τίτλο από αντίστοιχα αφιερώματα στον ήχο, συνεπώς εξεπλάγην που όταν το άκουσα ανακάλυψα ένα πραγματικά τέλειο δισκάκι, εντελώς ενδεικτικό του συγκεκριμένου είδους punk και με μία πληθώρα τραγουδιών που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουν λάβει τη διάσταση του «κλασικού» (ή, τέλος πάντων, γιατί εγώ δεν είχα πέσει πάνω τους τόσα χρόνια).
Για αρχή (και για τυχόν άτομα που δεν έχουν επαφή με τον ήχο), αυτό που εγώ ονομάζω «’77 punk» είναι ένα punk αρκετά πρώιμο, μελωδικό και με γνήσιες αναφορές στο κλασικό pop-rock, δηλαδή πριν ο ήχος «σκληρύνει» με πιο γρήγορες ταχύτητες, θορυβώδη riff, κραυγές κλπ. Συνεπώς θεωρώ ότι το συγκεκριμένο album θα μπορούσε ν’ ακουστεί από (και απευθύνεται σε) πιο διευρυμένα ακροατήρια.
Συγκεκριμένα, τώρα, για το “Machine gun etiquette”, αυτό που με γοήτευσε περισσότερο είναι η αδιόρατη μελαγχολία που εντοπίζω σε πολλές μελωδίες του. Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, νομίζω, από το “I just can’t be happy today”, του οποίου η βασική φωνητική μελωδία απλά σου κολλάει και την σιγοτραγουδάς από την πρώτη φορά που την ακούς. Κομμάτια σαν αυτό ή το “Plan 9 channel 7” εγώ θα έλεγα ότι προεικονίζουν το μοντέρνο post-punk τύπου Estranged ή Terrible Feelings, τέτοια vibes παίρνω. Και γενικότερα οι Damned δείχνουν ότι οι μινόρε μελωδίες είναι το Α και το Ω για να χτίζουν τα κομμάτια τους -βλέπε το ήρεμο intro του “Smash it up”, το “Love song” που ξεκινά με αυτό το τέλειο συναισθηματικό rock-άδικο guitar solo πριν ξεχυθεί σε punk δρόμους μ’ αυτήν την ξεσηκωτική και τόσο χαρακτηριστική μπασογραμμή ή το κορυφαίο (μα τόσο σύντομο, δυστυχώς) break στη μέση του “Noise noise noise” που σε ανύποπτο χρόνο μία συγκινητική μελωδία αναδύεται εκεί που δεν το περιμένεις. Γενικότερα μου αρέσει που οι Damned καταφέρνουν και διαχειρίζονται αυτήν την έφεση στην pop μελωδικότητα με διάφορους τρόπους, π.χ. σto “These hands” έχουμε βαλσάκι που θα μπορούσε να υπάρχει στο “Strange days” των Doors (και γενικότερα ήθελα να σχολιάσω πως το τραγουδιστικό στυλ του Vanian μου θύμισε εξίσου Morrison, αλλά και Danzig), ενώ στο (τόσο αγαπημένο μου) “Melody Lee” έχουνε την ευφυία ν’ αναπτύξουν τη βασική μελωδία και σε πιάνο, αλλά και σε punk μονοπάτια σε μία λογική που δέκα χρόνια μετά σίγουρα ενέπνευσε τους Green Day για το πώς θα μπορούσαν να γράφουν τα δικά τους hit. Ε, κατά τ’ άλλα τα πιο γνήσια punk κομμάτια όπως το ομώνυμο, το “Liar” ή το “Antipope” είναι απλά τέλεια που καταφέρνουν να συνδυάζουν και τη δυναμικότητα του punk, αλλά και μια pop αμεσότητα -με το τελευταίο, μάλιστα, να εξερευνά και εντελώς άλλα μονοπάτια όταν προς τη μέση γίνεται ουσιαστικά instrumental κομμάτι με guitar solo κλπ. (το ίδιο συμβαίνει και στο “Looking at you”).
Γενικότερα θα έλεγα ότι κατατάσσω το album στις καλύτερες δουλειές του συγκεκριμένου ήχου που έχω ακούσει και αμφιβάλλω αν κάποιος θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στην πιασάρικη φύση των κομματιών του.
Καιρό έχουμε να τα πούμε από εδώ, ας θυμηθούμε κάτι λιγότερο γνωστό:
Οι Sacred Rite ξεχώριζαν από τα σύγχρονα τους σχήματα του USPM, κατ’ αρχήν επειδή είχαν την έδρα τους στη Χαβάη, κάτι εξαιρετικά σπάνιο, όχι όμως μόνο γι’ αυτό! Παρότι στο ντεμπούτο τους είναι εμφανείς οι (ευκόλως εννοούμενες) επιρροές από τους Maiden και τους Priest, υπάρχει μια ιδιαίτερη παρουσία του μπάσου του Peter Crane που συχνά περνάει στο προσκήνιο, έχοντας ρόλο μελωδικού και όχι αποκλειστικά υποστηρικτικού του ρυθμού οργάνου, που δεν παραλείπει επίσης να παίζει θέματα παράλληλα ενώ “τρέχουν” τα κιθαριστικά solos, λειτουργώντας σαν θεμέλιο ή και ενισχυτικά αυτών ! Το “The Blade” είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω, ενώ καθόλου απαρατήρητο δεν περνάει και το αλά Iron Maiden (το κομμάτι) break στο “Revelation”!
Σε ένα δίσκο με songwriting και ερμηνείες που δεν θυμίζουν επ’ ουδενί πρωτοεμφανιζόμενους, τα instrumental μέρη είναι από τα highlights, αφού ο Jimmy Caterine κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μαζί με τον έτερο κιθαρίστα Mark Kaleiwahea. Ο τελευταίος έχει αναλάβει και τα φωνητικά όπου τα καταφέρνει περίφημα, κι ας μην επιχειρεί να ανέβει “ψηλά”, όπως ήταν η τάση της εποχής και της σκηνής! Μεταξύ των επτά εξαιρετικών τραγουδιών, εκτός από power - speed “δυναμίτες” βρίσκουμε και το hard rock, “τσαχπινιάρικο” “White Boy” με τους… ανάλογους στίχους!
Με λίγα λόγια εδώ έχουμε ένα μικρό “διαμάντι” του USPM που λόγω συγκυριών έμεινε καλά κρυμμένο, όμως όσοι φίλοι του ιδιώματος έρθουν σε κοινωνία μαζί του είναι βέβαιο ότι θα το απολαύσουν δεόντως!
Τους εκανε ασφαλιστικα μετρα το παιδακι του οποιου τη ζωγραφια εβαλαν για εξωφυλλο
;
Η αλήθεια είναι ότι το εξώφυλλο είναι χάλι μαύρο, αλλά η πείρα έχει δείξει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις οι πιθανότητες να αξίζει ο δίσκος αυξάνονται ραγδαία
Εγώ θα τσεκάρω
Κρίνοντας από τις… ανατομικές λεπτομέρειες που απεικονίζονται στο ομολογουμένως ερασιτεχνικό εξώφυλλο, πιθανότερο είναι να πρόκειται για έργο που φιλοτέχνησε “ο κολλητός μου που ξέρει να ζωγραφίζει” παρά ένα παιδάκι!
Ενδιαφέρον trivia: στο λάβαρο που φαίνεται σε πρώτο πλάνο αναγράφει “Sabre” που ήταν το προηγούμενο όνομα των Sacred Rite! Προφανώς έκριναν σκόπιμο να το βάλουν προκειμένου οι παλιοί οπαδοί (όσοι και να ήταν αυτοί!) να καταλάβουν ότι πρόκειται για το ίδιο συγκρότημα, κάτι αντίστοιχο με τους Testament/Legacy!
Basic Instructions Before Leaving Earth
Χθες, συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την κυκλοφορία μάλλον του χιπ-χοπ δίσκου που έχω ακούσει περισσότερο στη ζωή μου, οπότε there’s that.
Τα είχα ξαναπεί για το “52”, ας με παραθέσω ψύχραιμα, αλλά να τα πω λιγο πιο αναλυτικα, ως ελάχιστο φόρο τιμής σε ένα από τα μάλλον 25 άλμπουμ που καθόρισαν το γούστο μου, και ας είναι μάλλον η χειρότερη ρετροσπεκτιβ ανάλυση που θα βρείτε εκεί έξω για τούτο (να, εδώ μια καλύτερη).
Summary
To “Liquid Swords”, δεύτερο LP του GZA, ή αλλιώς, Gary Elden Grice, The Genious, συνιδρυτή και έτερου ηγέτη των Wu-Tang Clan, μαζί με τον ξάδερφό του RZA, είναι μέρος του πενταετούς πλάνου που είχε το γκρουπ από το Staten Island. Έπειτα από το θρυλικό πλέον, “Enter The Wu-Tang (36 Chambers)”, η 9δα αποφάσισε να τραβήξει αυτόνομες πορείες, επεκτείνοντας έτσι την επιρροή της. Ξαναπαραθέτω: “Συμβόλαια με διαφορετικές δισκογραφικές, αλλά με το 50% των δικαιωμάτων στη Wu-Tang Productions (και με κάθε μέλος να δωρίζει το 20% των κερδών του στο label του clan), και μια σειρά από σεμιναριακές κυκλοφορίες”. Βέβαια, στην πορεία αυτό θα οδηγούσε σε κάποιες νομικές και οικονομικές διεκδικήσεις δικαιωμάτων, αλλά, δεν πέφτουμε και από τα σύννεφα.
To “Liquid Swords”, μάλλον μαζί με το “Only Built 4 Cuban Linx” του Raekwon, (που ηχογραφήθηκαν παράλληλα), είναι ό,τι καλύτερο έβγαλαν σε σόλο δίσκο μέλη του Clan, και το ότι αυτος ο ισχυρισμός φαντάζει λογικός με τα όσα έχουν βγάλει, είναι εξωφρενικά κατάλληλος να αναδείξει την ποιότητά του άλμπουμ. Έχει όμως, μια ιδιαίτερη χάρη. Ισορροπεί άρτια ανάμεσα στην εικονογραφία του δρόμου, την εγκληματολογία, την φιλοσοφία, την επιστήμη, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών, το σκάκι, το διευρυμένο λεξιλόγιο και την smooth χροιά του GZA, ενός τύπου τρομερά μετρημένου στο πόσο και πώς γράφει στίχους. Η μουντή παραγωγή του RZA είναι σεμιναριακή, ενώ σε μεγάλο βαθμό τα samples χτίζονται γύρω από το “Shogun Assasin” του 1980, και κατά μήκος των 13 κομματιών συμμετέχει η πλειοψηφία των Wu-Tang, καθώς και affiliates - μαθητευόμενοι των MCs, διαιωνίζοντας έτσι τον kung-fu δεσμό δάσκαλου και μαθητή.
Κοινός σύνδεσμος σε όλα αυτά, οι μινιμαλιστικές κιθάρες που διατρέχουν όλο το άλμπουμ μαζί με τα σύνθια. Ο RZA ξεκάθαρα ήθελε μια σκοτεινή, κινηματογραφική ατμόσφαιρα, για να συνοδεύσει την αφηγηματική ικανότητα του GZA, ο οποίος μπορούσε σε ένα τετράμπαρο να θίγει 5 διαφορετικά ζητήματα με τέτοια συμπάγεια που ξεπερνούσε τις ευφάνταστες λεξιλογικές αλλοιώσεις της ομοιοκαταληξίας, δίχως να παρεκτρέπεται από το κυρίως θέμα του κάθε κομματιού. Φυσικά, σε πολλά σημεία, ο αέρας της ‘90s αισθητικής είναι μέχρι σήμερα παρών, με αρκετά κλισέ να εμφανίζονται. Ο τίτλος, λογοπαίγνιο με τη γλώσσα ως όπλο και την αιχμηρότητα του ξίφους του “Legend Of The Liquid Sword” (1993), και φυσικά το κλασικό ομώνυμο single με το αναγνωρίσιμο riff-άκι του, έθεσαν το στίγμα. “I be the body dropper / the heartbeat stopper / child educator plus head amputator”
Κατά μήκος του δίσκου, η παταγώδης αποτυχία του ντεμπούτου του GZA (πριν το ντεμπούτο των Wu-Tang), η απαξίωσή του για τις τότε δισκογραφικές και την διαχείριση από πλευράς βιομηχανίας του hip-hop εκείνη την εποχή, διακατέχουν με πικρία, το δίσκο. Κομμάτια όπως τα “Labels”, “Gold”, και στίχοι καταμεσής του άλμπουμ, δεν το αφήνουν να φύγει. Η ενιαία αισθητική όμως αυτού του αριστουργήματος διαφαίνεται στα κλασικά “Duel Of The Iron Mic”, “4th Chamber”, "Shadowboxin’", “Investigative Reports”, όπου ακόμη και οι guests παραδίδουν μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας τους, με τις δικές τους υφολογικές ακροβασίες να αποτελούν εκρήξεις χρώματος εντός ενός κοκκινομπλέ καμβά, γραμμές διαλόγου σε ασπρόμαυρη, μουντή ταινία. Ειδικά τα μέρη των Ghostface Killah, Inspectah Deck και Method Man, αποτελούν κάποια από τα πιο επιδραστικά στην ιστορία του hip-hop, και φυσικά επιτρέπουν σε ένα σκληρό, πολεμικό άλμπουμ με οριακά horror κλίμα, να σου επιτρέπει να συντονιστείς, ανεξαρτήτως χωροχρόνου, και να κινήσει βουνά.
Μιλάμε για κομμάτια, που μέχρι και σήμερα, αδυνατώ να πω πως “βαρέθηκα να ακούω”. Κυρίως, επειδή η στιχουργία του GZA είναι τόσο εντυπωσιακή, τόσο εκτός σύγκρισης, τόσο καθηλωτική, σχεδόν τελετουργική, που μέχρι και σήμερα αποκαλύπτει χάρες της. Ο οποίος, ακόμη και όταν είχε βγει το άλμπουμ, δεν το θεωρούσε στιχουργικά την καλύτερη δουλειά του! Ο αντίκτυπος του “Liquid Swords”, ενός εκ των καλύτερων και πιο επιδραστικών δίσκων έβερ, τεράστιος, αλλά δεν έχει χώρο εδώ. Το “Liquid Swords” είναι ένα άλμπουμ που εδραίωσε έναν λυρικό υπερήρωα ως μια φωνή με δική της βαρύτητα, το ιδανικό παράδειγμα της ανάδειξης της ατομικής προσωπικότητας εντός ενός συνεκτικού συνόλου, ένα σεμινάριο στιχουργίας, ρυθμικότητας, εικονοπλασίας, η συννεφιασμένη μουντάδα του φθινοπώρου, το grimness το ίδιο, ένας δίσκος που από τη στιγμή που τον συνάντησα, κόλλησα άγρια μαζί του, που μέχρι και τώρα αποτελεί παρηγορία και σύντροφο σε κάθε φάση της ζωής μου.
Οι περιγραφές (μα και τα τραγούδια που παρατίθενται) κάθε φορά με κάνουν να πιστεύω πως μιλάμε για μουσικές, δίσκους και κουλτούρες που έχουν τόσο πολύ ψωμί και πλούτο που ποτέ δεν θα καταφέρω να αφομοιώσω ή να “πιάσω” όσο δεν επιλέγω να χωθώ με τα μπούνια εκεί μέσα. Πραγματικά, τα δύο παραπάνω τραγούδια π.χ. είναι γοητευτικά όσον αφορά την αισθητική τους και την ατμόσφαιρα που δημιουργούνε, φαντάζομαι τι “πακέτο” παίρνεις απ’ όλο τον δίσκο. ![]()
Σε πρόσφατο thread δόθηκε ευκαιρία για shoutout σε μερικά εκπληκτικά comeback άλμπουμς, δυναμικές επιστροφές συγκροτημάτων στην δισκογραφία μετά από πολλά -πολλά- χρόνια. Δεν ξέρω αν το Arctic Moon των Chameleons που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες και είναι η πρώτη στούντιο κυκλοφορία του συγκροτήματος μετά απο 24 χρόνια, ανήκει στην παραπάνω κατηγορία - για κάποιον πάντως που λατρεύει τα πρώτα τρία άλμπουμ τους, ο νέος αυτός δίσκος αποτελεί σημαντικό γεγονός.
Το όμορφο εξώφυλλο, πιστό στην σημειολογία του συγκροτήματος προϊδεάζει ευχάριστα. Το εναρκτήριο Where Are You? ξεκινάει με ένα εθιστικό ριφ που θυμίζει το αντίστοιχο μπάσιμο του Mad Jack από το κλασσικό Strange Times και που πολύ θα ήθελαν να έχουν γράψει οι συντοπίτες τους Oasis. To κομμάτι είναι άμεσα ανεβαστικό και μπορώ να το φανταστώ σαν highlight στα επόμενα live της μπάντας. Τα ωραία φωνητικά σε σημεία κάτι μου θυμίζουν…
Το Lady Strange που ακολουθεί ξεκινά με ακουστικές κιθάρες και εξελίσεται σε κάτι που θα μπορουσε να βρίσκεται σε κάποιο από τα άλμπουμ της μεσαίας περιόδου των Μanic Street Preachers. Βρετανική ποπ-ροκ περιόδου 90s από το πάνω ράφι.
Το Feels Like the End of the World συνεχίζει στο ίδιο στυλ με το προηγούμενο κομμάτι πιο μελαγχολικό αλλά και λιγάκι κουραστικό, κάτι που η διάρκεια των 7 λεπτών δεν το βοηθά ιδιαίτερα. Και εδώ να πω τι αρχίζει να με απασχολεί. Απουσιάζει αυτή η χαρακτηριστική post-punk ταυτότητα της μπάντας. Θα μπορούσαν να λέγονται ότιδήποτε αντί για Chameleons. Αλλά περάσαν και τόσα χρόνια να μου πείτε…
Στο Free Me καταλαβαίνω τι μου θύμιζαν τα φωνητικά πιο πριν. Το τραγούδι είναι μια πανέμορφη μπαλάντα που θα μπορούσε να ανήκει στον μεγάλο David Bowie. O Mark Burgess ή Vox όπως θέλει να τον λένε τώρα, επιτυγχάνει μια αρκετά πιστή στον Thin White Duke ερμηνεία και από μένα παίρνει καλό βαθμό.
Το Magnolia με την παχιά του μπασογραμμή και τα κελαριστά ριφς ξεκινά σαν ένα κομμάτι των Cure και είναι ένα από τα κορυφαία του Arctic Moon - αλλά και πάλι η υπερβολική διάρκεια λίγο το αδικεί. Αν έκοβαν κάνα δίλεπτο θα ήταν super.
My Soul is Dead Without You.
Γατάκια Fontaines ακούτε να μαθαίνετε!
Μαντέψτε πώς ονομάζεται το προτελευταίο εννιάλεπτο κομμάτι του δίσκου, ενδεχομένως το magnum opus του δίσκου: David Bowie Takes My Hand - τυχαίο, δεν νομίζω - και είναι σαν οι Chameleons ακούγαν το Βlackstar όταν το γράφανε. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη αν μου αρέσει ή όχι, το song έχει σίγουρα κάτι να πει.
Το Saviours Are a Dangerous Thing που κλείνει τον δίσκο είναι το αγαπημένο μου μέσα απο το Arctic Moon, κομμάτι που θυμίζει περισσότερο των υπέροχο 80s ήχο της μπάντας.
Με μόλις επτά τραγούδια αυτό είναι το Arctic Moon. Αριστούργημα σαν τα παλιά τους δεν το λες. Αλλά όσο περισσότερο το ακούω τόσο μεγαλώνει στα αυτιά μου.
Καιρό είχα να ποστάρω κάτι εκτενές, οπότε δυστυχώς για εσάς, ήρθε πάλι αυτή η ώρα.
Kανονικά θα έπρεπε να το βάλω στις νέες κυκλοφορίες, αλλά το βάζω εδώ.
Όπως είχα ξεκινήσει και την πρώτη φορά που τους είχα αναφέρει, έτσι και τώρα:

Ορισμένες φορές λοιπόν τα αστέρια ευθυγραμμίζονται και με ένα τυχαίο ποστ στο facebook ή με τον αλγόριθμο του youtube να σου πετάει ένα βίντεο που σε ξεπετάει ή με δεν ξέρω και γω τι, ανακαλύπτεις την νέα αγαπημένη σου καινούργια μπάντα. Aυτό είχε γίνει λοιπόν με τους Caligula’s Horse με ποστ κάποιου που δεν θυμάμαι, από τον πρώτο τους δίσκο και ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, αυτό έγινε και στην περίπτωση των Howling Giant εδώ. Φυσικά αυτό το είχα περιγράψει στο ποστ που λίνκαρα παραπάνω, με την υπερδισκάρα τους, το Glass Future, του 2023.
Φερελπίδες Αμερικάνοι λοιπόν, που τους είχα πετύχει στον δεύτερο τους δίσκο τότε, τον οποίο ερωτεύτηκα με την μια και τον οποίο ακόμα και τώρα έχω ακριβώς τα ίδια συναισθήματα. Θα μου πείς, δεν είναι και πολλά τα 2 χρόνια και θα σου απαντήσω "Ναι, δεν είναι πολλά, αλλά συμβαίνει το εξής: έχω ακούσει πολύ μουσική από τότε ως τώρα (όχι αναγκαία καινούργια πράγματα) και παρόλες τις εκάστοτε διαθέσεις που μπορεί να υπάρχουν - που μπορεί να είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με αυτό που αντιπροσωπεύουν οι φίλοι μας, όταν μπαίνει ένα τραγούδι τους, κάτι με γαργαλάει. Αυτό προσωπικά μου λέει πολλά.
Τι γίνεται όμως με το Crucible and Ruin?
E τι να γίνεται? Καταρχήν ξεκινάμε καλά. Πολύ όμορφο εξώφυλλο, με τεχνοτροπία πολύ παρόμοια με το εξώφυλλο του Glass Future(παρόλο που τα θέματα είναι άσχετα μεταξύ τους). Πατάμε τώρα το play (το έβαλα να παίζει).
Eίσαι μια μπάντα με 3 δίσκους(και 2-3 EP αν δεν κάνω λάθος). Ο πρώτος είναι μεχ. Είναι ένα stoner-o-doom κάτι που δεν δείχνει πολλά πράγματα. Για την ακρίβεια προσπερνάς, παρόλες τις συμπαθητικές στιγμές.
Πας στον δεύτερο δίσκο, όπου έχει ολική επαναδιατύπωση της μουσικής σου πρότασης.
Και έρχεσαι στον 3ο δίσκο και με το που μπαίνουν τα riff και η φωνή, λες “Αυτό είναι Howling Giant”. Συγγνώμη αλλά αυτό ειναι επίτευγμα πράγμα για μια καινούργια μπάντα - το να μπορέσει να αποκτήσει την δικιά της φωνή και να την αναγνωρίζεις από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Αυτό συγχρόνως μπορεί να γίνει τροχοπέδη , γιατί μπορεί να σε εγκλωβίσει, αλλά έχουν το πλεονέκτημα να είναι μόλις ο 3ος ολοκληρωμένος δίσκος τους και συγχρόνως ο δεύτερος στο Howling Giant ήχο. Οπότε για να γίνει αρνητικό, πρέπει απλά να έχεις γράψει κάτι καλούλι και κάτω. Όπως καταλαβαίνουμε, δεν είναι αυτή η περίπτωση. Πολύ μπλά μπλα και καθόλου ουσία ως τώρα από μένα.
Οι Howling Giant παίρνουν την φοβερή τους συνταγή και την πασπαλίζουν με πολύ καλύτερη παραγωγή από το φοβερό Glass Future. Πως γίνεται αυτό? Έχει φύγει η θαμπάδα που υπήρχε, αλλά δεν έχει εξαφανιστεί. Η θαμπάδα στον ήχο είναι παρούσα, αλλά όλα ακουγονται πιο καθαρά και πιο δυναμικά. Αυτό το μείγμα Black Sabbath riffs (70ς), αλλά με πιο σύγχρονη heavy metal λογική, λίγο τσαχπινιά από Mastodon, αρκετά ματζόρε θέματα (τουλαχιστον έτσι μου ακούγονται), κάμποση ψυχεδέλια, φτιάχνουν ενα αποτέλεσμα απολαυστικό.
Κάποιες φορές έχουμε και τον συνδυασμό των από πάνω χαρακτηριστικών με μια πιο ελεύθερη δομή, όπου δεν έχεις την κλασσική ακουλουθία riff-κουπλέ-ρεφραίν, ή δεν έχουν πάντα στα 3/4 του κομματιού σολο (υπάρχουν κομμάτια χωρίς σόλο), που γίνεται κερασάκι, σε μια τουρτα που να πω την αλήθεια, δεν χρειάζεται καν κερασάκι.
Η μουσική των Howling Giant προφανώς ανήκει στον σκληρό ήχο, σίγουρα του βάζεις τα χαρακτηριστικό metal από δίπλα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Μπορείς να βρείς κάποιες συγγένειες με τους King Buffalo του Regenerator, μπορείς να βρείς στοιχεία από Stoner/Sabbath, μπορείς να βρείς Mastodon-ισμούς. Μπορείς να βρείς πιο στακάτα metal-o-riffs που συνδυάζονται απίστευτα όμορφα με τις φωνητικές μελωδίες. Και εδώ είναι ένα σημείο που θέλω να σταθώ. Σε κάποιους καλλιτέχνες ακούς 2 νότες ή 2 στίχους και καταλαβαίνεις αμέσως ποιος τραγουδάει. Μεγάλο παράδειγμα ο Steven Wilson, που οι νότες που πατάει για να πάει από το ένα θέμα στο άλλο, είναι Wilson-ικές. Ο φίλτατος τραγουδιάρης εδώ, έχει αυτό το χαρακτηριστικό. Όταν όμως ξέρεις που θα πάει, δεν είναι και λίγο ξενέρωμα? Σαν να σου παίρνει την χαρά την εκπληξης? Ναι. Τι γίνεται όμως όταν πιστεύεις ότι ξέρεις που θα πάει, χαμογελάς, τελικά πηγαίνει εκει και το χαμόγελο παραμένει ή γίνεται ακόμα μεγαλύτερο?
Δεν ξέρω παιδιά, υπερβάλω σίγουρα. Τους τύπους τους λατρεύω ήδη, είναι η νέα μου μεγάλη αγάπη, μετά τους Caligula’s Horse και είναι ακόμα στον 3ο δίσκο.
Ο δίσκος δεν ήξερα καν ότι θα έβγαινε, με έπιασαν απροετοίμαστο. Το είδα σε γνωστο/αγνωστο σάιτ και λεω “Ε, ΤΙ ΕΓΙΝΕΤΩΡΑΓΑΜΩΤΟΚΕΡΑΤΟ”. Από τότε λοιπόν, δεν υπάρχει επιστροφή. Τον έχω ακούσει πάνω από 20 φόρες σε διάφορες στιγμές, με προσοχή και χωρίς, ποικιλοτρόπως. Και κυρίως πέρασε το test του @GRACCHUS_BABEUF (αν δεν κάνω λάθος), που βάζεις καπάκια τον δίσκο που αγαπάς και συγκρίνεις.
Για να συγκρίνω λοιπόν σε σχέση με πριν: εδώ έχουμε καλύτερο ήχο. Στο Glass future είχαμε περισσότερες αλλαγές σε ένα τραγούδι, ίσως λίγο πιο ριφφοκεντρικό. Εδώ είναι λίγο πιο ισορροπημένο, χωρίς όμως να χάσει την σπιρτάδα του.
Και να κάνω την τελευταία αναφορά: o καλύτερος ήχος έχει φέρει και κάτι αλλο μπροστά: τον εξαιρετικό τους drummer, ο οποίος ναι μεν ακουγόταν και στον προηγούμενο, αλλά εδώ έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς αισθάνεσαι σε στιγμές ότι οδηγεί τα κομμάτια. Και εκτός από τα ίδια τα χαρακτηριστικά της μπάντας,που σε δυσκολεύουν να τους κατατάξεις, είναι και αυτός ένας λόγος: τέτοιο παίξιμο δεν θα το δείς σε έναν stoner δίσκο. Όχι ότι τίθεται θέμα καλυτερότητας, αλλά είναι υφολογικό το θέμα.
Πολλά είπα. Απλά ακούστε.







