..Με λίγα λόγια

JOHN ARTCH απο αλλο πλανητη και στους 3 δισκους που ηταν.Ακομα και στο keep it true στη Γερμανια φοβερος παρολο τα χρονια στη πλατη του.Αγαπαμε FATES οπως και ναχει μεχρι και τωρα

1 Like

Φυσικά Inside>Apsog. Όπως και Disconnected>Apsog. Και φυσικά, με πάσα αντικειμενικότητα ως συνήθως, οι Fates δεν έχουν δίσκο κάτω του 8 (άντε του 7.5 μη με πείτε και fanboy).

Νομίζω σταθερά η μπάντα που ούτε ψυχαναγκαστικά δεν βγάζω κατάταξη δίσκων. Το Perfect Symmetry σίγουρα πρώτο όμως, μου άλλαξε τον κόσμο και το έχω ακούσει αναρίθμητες φορές, σίγουρα δεύτερο το Awaken the Guardian, το οποίο είναι μια κατηγορία μόνο του και αν δεν είχα το δέσιμο με το PS, τότε νομίζω θα είχε την πρωτιά στην καρδιά μου.

5 Likes

Έχω πολλές κυκλοφορίες στο (όποιο) μυαλό μου, αλλά, τελικά, μου ήρθε απόψε αυτό:

  1. Η χρυσή εποχή των RUSH είναι παρελθόν. Κάτι 2112, AFTK, Hemispheres, κλπ, έχουν περάσει επίσης και η ζωή συνεχίζεται. Τι σημαίνει αυτό τελικά;;;

ΤΙΠΟΤΑ. Απολύτως τίποτα. Το συγκρότημα είναι ακμαιότατο, τα χειρότερα (μιλώ εξωγκρουπικά, πάντα) δεν έχουν έρθει ακόμα και εδώ έχουμε τον καλύτερο δίσκο των Θεών μετά το Moving Pictures. Ένα αγνό δεκάρι, με το δεδομένο ότι πέντε με έξι δίσκους των RUSH παίρνουν 11 με 12 (πάντα με άριστα το 10).

Και εξηγούμαι, για να μην παρεξηγηθώ, ο τοξικός.

Κακό τραγούδι δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Δεν υπάρχει ούτε καν filler. Τέλος.
Ποια είναι η δύναμη αυτής της κυκλοφορίας;; Έχει εξαιρετικά κομμάτια. Animate, Εveryday glory, Νοbody’s hero είναι τα προφανή. Αλλά δεν υπάρχει κακή στιγμή, που να πάρει ο διάολος. (Από την πρώτη στιγμή, που άκουσα αυτόν τον δίσκο, τον λάτρεψα. Δεν είναι δα, ο καλύτερος των Θεών, αλλά κοιτάει τους πάντες στα μάτια, δηλώνοντας εκκωφαντικά και με περίσσιο θράσος την παρουσία του.) Έχει εξαιρετική τεχνική στο παίξιμο, αλλά κάτι άλλο διαφορετικό από αυτό, θα ήταν ουτοπικό. Θα πω λοιπόν, κάτι μεγαλοπρεπές. Για την, ταπεινή, τοξική, γνώμη, αυτό το πόνημα αποτελεί, ίσως, τον καλύτερα δομημένο μουσικά δίσκο των Θεών. Κομμάτια ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ χτισμένα με κλιμάκωση, με ένταση, με μελωδία, με μοναδικό rhythm section, που εισάγει-προμοτάρει-εκμεταλλεύεται εξαιρετικού επιπέδου μελωδίες φωνής και κιθάρας, αυξομειώνοντας την δύναμή του σε κάθε κομμάτι. Και, φυσικά, έχουμε τον τεράστιο μουσικό-ντράμμερ-στιχουργό-ποιητή-ιστοριοδίφη-ό,τι άλλο θέτε, Neil να κεντάει με τους στίχους του.

Δίσκος που θάβει δισκογραφίες, αλλά ούτε καν μέσα στους πέντε σπουδαιότερους του μεγαλύτερου γκρουπ στην ιστορία της μουσικής μας.

11 Likes

Είχαν τους Melvins κάποια support στην περιοδεία, οι Primus που είχαν νωρίτερα μάλλον δεν τους άρεσαν και τόσο :stuck_out_tongue:

5 Likes

Στο μεταξύ, γράφω χθες για το Counterparts, χωρίς να ξέρω ότι σήμερα συμπληρώνονται 27 χρόνια από την κυκλοφορία του…

1 Like

Πάντα απολαμβάνω να μοιράζομαι απόψεις, ενστάσεις ή τον ενθουσιασμό μου για κάποιο μουσικό έργο με τους καλούς φίλους και συμφορουμίτες εδώ. Η πρόσφατη προτροπή του αγαπητού @jonkyr όμως με έφερε σε “δύσκολη θέση”, αφού πρακτικά έθετε το ερώτημα ποιον από τους δύο δίσκους των Dust προτιμάω! Για να βγω λοιπόν από το… αδιέξοδο επέλεξα να αφιερώσω λίγα λόγια στο… σύνολο της δισκογραφίας (!) του εν λόγω σχήματος. Πάμε λοιπόν!

Η τριετία 1970-’72, είναι από τις σημαντικότερες και γονιμότερες στην σχετικά σύντομη ιστορία της σύγχρονης μουσικής – άλλωστε είναι χωροθετημένη στην καρδιά της συναρπαστικότερης περιόδου της. Είχε την αύρα των ονειρεμένων late sixties να δίνει ώθηση, αλλά και την ματαίωση της ουτοπίας που αυτά ευαγγελίζονταν να μετουσιώνεται στα αυστηρά, βλοσυρά seventies (ή τουλάχιστον μια άποψη τους). Πάνω απ’ όλα όμως υπήρχε η αίσθηση του νέου που δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί, ενός αχαρτογράφητου πεδίου που περίμενε να εξερευνηθεί, των ορίων που ήταν επιβεβλημένο να ξεπεραστούν.

Σε αυτή την συγκυρία δημιουργήθηκε στην Νέα Υόρκη το power trio των Dust, από τους Richie Wise (κιθάρα/φωνή), Kenny Aaronson (μπάσο) και Mark Bell (drums), τρεις νεαρούς μουσικούς που ακούγανε φανατικά Who και Kinks (οι Beatles εξυπακούονται!) Σύντομα εξασφάλισαν συμβόλαιο και κυκλοφόρησαν το 1971 το ομώνυμο ντεμπούτο τους…

…το οποίο έσκασε μύτη με ένα εξώφυλλο που παρέπεμπε όχι απλώς σε metal, αλλά σε κάποια extreme μορφή του! Το περιεχόμενο βέβαια δεν ήταν τόσο ακραίο – ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ήδη ενεργοί τόσο οι Black Sabbath με τους Led Zeppelin, αλλά και οι Sir Lord Baltimore στις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι το υλικό που υπέγραφε σχεδόν αποκλειστικά ο Wise σε συνεργασία με τον στιχουργό /παραγωγό Kenny Kerner, δεν είχε να επιδείξει κάποιες εξόχως εντυπωσιακές στιγμές.
Στην πρώτη πλευρά θα βρούμε το heavy blues εναρκτήριο “Stone Woman”, το πιο ζόρικο hard rock “Chasin’ Ladies” και το ακόμη καταπληκτικότερο/δυναμικότερο “Love Me Hard” (όπου θριαμβεύει το πνεύμα των Blue Cheer), μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται το ήρεμο blues “Goin’ Easy” (είπαμε ότι ο Wise διέπρεπε και στην slide κιθάρα;)
Η δεύτερη πλευρά όμως είναι ακόμη πιο καθηλωτική αφού ανοίγει με το δεκάλεπτο ψυχεδελικό doom “From a Dry Camel” να σέρνει βαρύθυμα το βήμα του και συνεχίζει με το απίστευτο “Often Shadows Felt” στο άκουσμα του οποίου δύσκολα μένει κάποιος ασυγκίνητος, ενώ κλείνει με ένα τζαμαριστικό instrumental, το “Loοse Goose”, κάτι όχι ασυνήθιστο τω καιρώ εκείνω!

Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το “Hard Attack”. Αν το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου θύμιζε death metal, αυτό του δεύτερου, δια χειρός Frank Frazetta, προοιώνιζε το epic/power, σε μια εικαστική πρώτη εντύπωση εξίσου παραπλανητική πάντως σε σχέση με την μουσική που ανέβλυζε από τα αυλάκια του βινυλίου, αλλά ας μην προτρέχουμε.

Με το που μπαίνει η ακουστική εισαγωγή κι ακούς τον Wise να παραπονιέται για την προδοσία μιας γυναίκας (!) νιώθεις ότι κάτι πολύ καλό ακολουθεί. Πράγματι το “Pull Away/So Many Times” δικαιώνει τις προσδοκίες και δείχνει πόσο στο στοιχείο τους ήταν οι Dust με το heavy υλικό, κάτι που επιβεβαιώνεται και στο σαρωτικό “Learning to Die” (το μοναδικό κομμάτι εδώ που υπογράφει ο Aaronson). Σε αυτόν τον δίσκο τους πάντως θα βρούμε και αρκετές μπαλάντες είτε πρόκειται για power ballad (“Walk in the Soft Rain”) είτε πιο καθαρόαιμη (“I Been Thinkin’”), με συνοδεία από βιολιά (“Thusly Spoken”), ή στα… χωράφια της country όπως το “How Many Horses” που μάλιστα προηγείται του υπέρβαρου “Suicide”!
Να μη παραλείψω βέβαια να δηλώσω την αδυναμία μου στο “All in All” όπου οι Dust αφήνουν τον θαυμασμό τους για το σπουδαιότερο συγκρότημα όλων των εποχών (οι Who είναι αυτοί για όσους αναρωτιούνται!) να εκδηλωθεί απροσχημάτιστα, με το Keith Moon drumming του Marc Bell να συμπληρώνει ιδανικά τα Daltrey style φωνητικά του Richie Wise.

Παρόλα αυτά τα ωραία, εκείνη την εποχή με την σκανδαλώδη υπερπροσφορά από καταπληκτικές έως θεϊκές κυκλοφορίες, οι πρωτοεμφανιζόμενοι Dust μοιραία δεν κατάφεραν να έχουν την προσοχή που ομολογουμένως άξιζαν και τερμάτισαν την σύντομη καριέρα τους.

Έκτοτε ο Richie Wise εξακολούθησε να συνεργάζεται με τον Kerner, στον τομέα της παραγωγής πια, ο απίστευτα ταλαντούχος Kenny Aaronson έγινε περιζήτητος session μπασίστας με συμμετοχές σε πληθώρα δίσκων και περιοδειών πολλών και σπουδαίων, ενώ ο Marc Bell αποτέλεσε μέλος των Ramones.

Αυτά όμως είναι πληροφορίες που βρίσκονται εύκολα με ένα Google search. Αυτό που σπανίζει είναι να βρεις τόσες φοβερές στιγμές από ένα συγκρότημα που δεν κατάφερε να γίνει ποτέ γνωστό.
Κι όμως, τόσες δεκαετίες αργότερα αυτή η “σκόνη” δεν λέει να κατακαθήσει…

dustband

10 Likes

Πολύ καλό! Γράφεις ωραία ρε μπαγάσα, καλά κάνω και σε τσιγκλάω :slight_smile:

2 Likes

Με αφορμή την επέτειο των 25 χρόνων από την κυκλοφορία του Mellon Collie And The Infinity Sadness (23 Οκτωβρίου 1995) ας γράψω λίγα λόγια…

Σαν καλό παιδί των 90s και εγώ (και όπως είπανε και οι Active Member ‘‘Λίγο πολύ, όλοι μας έχουμε μάθει να αγαπάμε την γενιά μας’’), οι Smashing Pumpkins ήταν από τους μουσικούς μου ήρωες τότε και σε ένα υποτιθέμενο τοπ 10 αγαπημένων δίσκων έβερ, θα ήταν μέσα σίγουρα το Mellon Collie…

Δεν ξέρω για ''τους πολλούς”, αλλά για εμένα οι Smashing Pumpkins και η αμφιλεγόμενη περσόνα του Corgan, είναι από τους μεγάλους των 90ς στον ευρύτερο χώρο του εναλλακτικού ήχου.

Τρίτος δίσκος τους λοιπόν και ο πιο φιλόδοξος/διαφοροποιημένος τους. Σε ένα ας πούμε ''εύπεπτο” μουσικό κλίμα της εποχής, ο Corgan και η παρέα του τόλμησε ένα διπλό δίσκο με 28 τραγούδια και λίγο πάνω από 2 ώρες μουσικής. Οι σε δύο χωρισμένοι δίσκοι αντιπροσωπεύον την μέρα και την νύχτα χωρίς να υπάρχει κάτι πολύ συγκεκριμένο σαν concept, αλλά όπως έχει πει ο ίδιος, βασίζεται στην ‘‘Human condition of mortal sorrow’’ και το μήνυμα του άλμπουμ στόχευε στους έφηβους και όλα όσα ο ίδιος δεν μπόρεσε να αρθρώσει στην εφηβεία του. ‘‘I’m waving goodbye to me in the rear view mirror, tying a knot around my youth and putting it under the bed’’.

Σίγουρα επηρεασμένος δίσκος από το White Album των Beatles και όπως θρασύτατα δήλωσε και ο ίδιος πως είναι το The Wall της Generation X.

28 τραγούδια και 2 ώρες περίπου όπως ανάφερα παραπάνω και προσωπικά ακόμα και τώρα δεν βαριέμαι ούτε ένα δευτερόλεπτο ακούγοντας τον δίσκο. Οι καινοτομίες για τους ίδους και για την σκηνή γενικότερα, ήταν πολλές. Π.χ το πιάνο στην εισαγωγή, την ζωντανή ορχήστρα (βλέπε Tonight, Tonight), τα synthesizer και το drum loop (1979) και πολλές άλλες τεχνικες λεπτομέριες ηχογραφήσεων, όπου δεν είμαι ο κατάλληλος να μιλήσω.

Δεν θα πάρω τα τραγούδια ένα ένα γιατί θα μου πάρει ώρα φυσικά, πέρα όμως από τις χιτάρες ( Tonight Tonight, Zero, Bullet With Butterfly Wings, Here Is No Why, Thirty-Three και 1979), υπάρχει και το ‘‘To Forgive’’ που πάντα με σκοτώνει…I knew it was wrong but I played along, with my birthday song holding back the fool again.

Υπάρχουν και τα δυο πιο αγαπημένα μου Fuck you (an ode to no one) και το Muzzle. Υπάρχουν οι πειραματισμοί των Love, We only come out by night, οι υπέροχες μελωδίες των Cupid De Locke και Porcelina Of The Vast Oceans και τα μουσικά ξεσπάσματα των Jellybelly, Where Boys Fear To Tread, Bodies και X.Y.U.

Είναι μεγάλος δίσκος (για εμένα πάντα ε) και ο Corgan από τότε πασχίζει να επαναλάβει την επιτυχία του, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τώρα και μάλλον δεν θα τα καταφέρει ποτέ, γιατί είναι μοναδικός.

ΥΓ: Δυστυχώς τώρα τελευταία δεν μας τα λέει καλά και δεν εννοώ μουσικά.

11 Likes

Ωνασουγ…

4 Likes

πο, τόχω σε διπλή κασέτα γμτ, οι οποίες 2 κασέτες έμπαιναν σε μεγάλη χάρτινη θήκη…ακόμα είναι στην βιβλιοθήκη του πατρικού μου και ξεχωρίζει λόγω μεγένθους :disappointed_relieved:
25 χρόνια indeed είναι πολλά

Δισκάρα, ωραία τα λες

1 Like

Τρίτη δημοτικού, 2002, αποκριάτικο πάρτυ στο σχολείο, ένα χρόνο μετά την επιτυχημένη μου στολή ως Fred Durst, αποφάσισα να ντυθώ ως Billy Corgan, αφού η μεγάλη μου αδερφή είχε ένα παρόμοιο ρούχο που με έκανε να μοιάζω όπως αυτός στο Ava Adore. Ο λόγος που τα ήξερα είναι επειδή ο πατέρας μου γέμιζε ολόκληρες σιντιέρες με vcd ( τα θυμάται κανείς ? ) και εγώ τα έβλεπα ασταμάτητα κάθε μέρα. Το σχέδιο απέτυχε όταν είπα στη μητέρα μου να με πάει στο κομμωτήριο, και όταν ζήτησα να μου τα πάρει γουλί, ο άθλιος κομμωτής γύρισε να την προειδοποιήσει, και μου είπε “Πας καλά αγόρι μου?” αλλά η απάντηση “Μα είναι για το πάρτυ” δεν ήταν ικανοποιητική για αυτήν. Τελικά δεν ντύθηκα τίποτα εκείνη τη χρονιά.

edit: Αυτό ήταν το vcd, ένα greatest hits compilation

220px-Smashing_pumpkins-greeatest_hits_video_collection

4 Likes

Τι έγινε ρε παιδιά, γιατί τόση σιωπή εδώ; Ας τολμήσω εγώ μια ανάρτηση, με την ελπίδα να μην είμαι… φωνή βοώντος εν τη ερήμω!

trouble

“Who the fuck is Trouble?” Αυτή ήταν η απάντηση που έδωσε ο Ozzy όταν ρωτήθηκε για το πως θα του φαινόταν η ιδέα να συνεργαστεί με το αμερικάνικο σχήμα. Αν όμως ο Madman δεν βρισκόταν στην, μόνιμη κατά τα eighties, παραζάλη του, θα είχε τουλάχιστον εκφραστεί κολακευτικότερα για ένα από τα αυθεντικότερα τέκνα που γέννησε η σπορά των Sabbath.

Στο σημείο αυτό βέβαια, χρήσιμο είναι να ξεκαθαριστεί ότι οι Trouble (και όχι μόνο αυτοί, φυσικά) μπορεί να είχαν έναν άμεσα αναγνωρίσιμο Sabbath χαρακτήρα, όμως σε καμιά περίπτωση δεν πάσχιζαν να αναβιώσουν κάποιον “ήχο”, μια παρελθούσα “ένδοξη εποχή” κλπ. Αντίθετα, με αυτή την πολύτιμη κληρονομιά σαν εφαλτήριο δημιουργούσαν ένα νέο υποείδος, συγκεκριμένα ένα υποείδος που ακόμη δεν είχε καν όνομα! Άλλωστε οι Candlemass δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη το ντεμπούτο τους, ενώ εκείνο των Saint Vitus είχε προηγηθεί μόλις κατά ένα μήνα.
Όλοι αυτοί, και εδώ έγκειται το αληθινά σημαντικό, δεν έπαιζαν με βάση κάποια συγκεκριμένη σύμβαση για το πώς πρέπει να ακούγεται ένας doom δίσκος - οι ίδιοι σφυρηλατούσαν τις σταθερές του ήχου αυτού! Να γιατί τα eighties ήταν “μαγικά”, για το metal έστω, γιατί όλα ήταν υπό διαμόρφωση και υπήρχε ακόμη πεδίο για το απρόβλεπτο!

Και όντως, αυτοί οι τύποι από το Σικάγο δεν ήταν ίδιοι με κανέναν. Σίγουρα είχαν μια τάση προς τους heavy, επιβλητικούς αργούς ρυθμούς, κάτι που καθίσταται εμφανές ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα του μεγαλοπρεπούς εναρκτήριου “Tempter” (πόσο σοφή επιλογή να μπει το συγκεκριμένο κομμάτι εκεί), ενίοτε όμως αφήνονταν να παρασυρθούν και σε πιο γρήγορο tempo – για την ακρίβεια, σχεδόν σε κάθε τραγούδι του ομώνυμου ντεμπούτου τους (που αργότερα κυκλοφόρησε και υπό τον τίτλο “Psalm 9”, άλλωστε υπήρξε και άλλο μεταγενέστερο ομώνυμο album!)
Οι δύο κιθαρίστες, Rick Wartell και Bruce Franklin, αποδεικνύονται μάστορες τόσο στα riffs που σμιλεύουν όσο και στα υπέροχα (ανατριχιαστικά σε στιγμές) μελωδικά leads, ενώ ο τραγουδιστής Eric Wagner, με το ιδιαίτερο στυλ ερμηνείας του, άλλοτε να προειδοποιεί επιτιμητικά τους αμαρτωλούς και άλλοτε να φωνάζει οργισμένος, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση!

Παρεμπιπτόντως η ασυνήθιστη για το είδος χριστιανική θεματολογία των στίχων, έδωσε στην Metal Blade την αφορμή να πλασάρει το νέο αυτό απόκτημα του roster της σαν “white metal” – σε αντίθεση με την black metal ετικέτα που είχαν κάτι Venom, Mercyful Fate κλπ, πάλι λόγω στίχων και μόνο. Είχε μάλιστα βγάλει και σε λευκό βινύλιο τον πρώτο τους αυτό δίσκο.

Από την πλευρά τους, οι Trouble ξεκαθάριζαν με την δέουσα σεμνότητα ότι “δεν είναι άγιοι, αλλά τουλάχιστον προσπαθούν”! Τον τίτλο των “αποστόλων του doom” πάντως, μπορούν να λένε ότι τον κατέκτησαν επάξια!

14 Likes

Δεν ξερω πως οριζεις την επιτυχια, αλλα για μενα το Machina | The Machine Of Gods ειναι ανωτερος δισκος, ενω θεωρω επισης εναν ακομα εκπληκτικα καλο δισκο το Zeitgeist. Με εχει χασει λιγο ο Corgan με τα οχι και τοσο καλοσχεδιασμενα και μισοτελειωμενα projects της δεκαετιας που μας περασε, αλλα απο οτι βλεπω βγαζει διπλο δισκο σε 3 βδομαδες… ποιος ξερει. Ισως να κανει μια καλη επιστροφη?

1 Like

Αντικειμενικά: εμπορικά δεν ξανά πλησίασε τέτοιους αριθμούς.

Από εκει και πέρα υποκειμενικά (και προσωπική γνώμη), θεωρώ ότι συνδύασε ποιοτικά και εμπορικά στοιχεία στον μέγιστο βαθμό.

  • Μεγάλο άλμα από το Siamese Dream (τεχνικές ηχογραφήσεων, ζωντανή ορχήστρα και γενικά η ποικιλομορφία ήχων)

  • Ήταν τολμηρός γιατί πήγε κόντρα στο ρεύμα.

  • Εμπορικά είχε σκίσει και ας ήταν τελείως «αντιεμπορική» κίνηση να κυκλοφορήσει κάποιος στα μέσα των 90ς έναν διπλό δίσκο 2 ωρών, όταν το γκραντζ και το πανκ ροκ ήταν στα φορτε του.

Αυτόν τον «κακό χαμό» που δημιούργησε τότε με το να στρέψει όλα σχεδόν τα φώτα πάνω του και το AirPlay να έχει χτυπήσει κόκκινο σε MTV, ραδιόφωνα και στα ροκομπαρα, δεν το ξανά έζησαν ως μπάντα. Όλα αυτά λιγο μετά το τέλος των Nirvana βέβαια :stuck_out_tongue_closed_eyes:

Φυσικά άλλες εποχές τότε και διαφορετικά μετρήσιμες σε σχέση με το σήμερα και γενικότερα από την εποχή του Ίντερνετ και μετά.

Χαίρομαι που θεωρείς ισάξιο ή και ανώτερο το Machina γιατί και εγώ τον αγαπώ τον δίσκο πάρα πολύ, όπως και το Adore. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για το Zeitgeist δυστυχώς.

Και μακάρι για την καλή επιστροφή στον νέο δίσκο!

2 Likes

Αργησα να το δω, αλλα:

:heart:σδκφξλκξσφκλ :heart::heart: δξ κδξσφηξκλσ :heart: ξηγθω ρσθγφξη :heart:

Aν δεν εγινα κατανοητος: ΕΠΟΣ

1 Like

Επειδή πολλά μας τα έχουν πει αυτές τις μέρες, ας γίνει μια καταγραφή της πραγματικότητας. Πολλά τα albums, αλλά επιλέγω το κλασσικό, ήμουν μεταξύ αυτού και του τελευταίου γιατί στο τελευταίο τους έμαθα κανονικά. Δηλαδή ήξερα κάποια τραγούδια τους ( είχα τα 3s & 7s, Τhe Lost Art of Keeping A Secret και Mexicola στο Sony Ericcson με το πορτάκι ) και αφού πήγαινα πιο βαθιά ανακάλυπτα πως είχα ακούσει πολλά κομμάτια τους που δεν ήξερα ότι είναι από αυτούς. Το Villains είναι albumαρα και το Domesticated Animals είναι στη θέση νο2 από τα αγαπημένα μου κομμάτια της δεκαετίας πίσω από το Faith των Ghost και μπροστά από My God Is the Sun των Queens Of The Stone Age.

Και μιας και είπα Queens Of The Stone Age ας γράψω για το Songs For The Deaf.

download

Tο τρίτο album των QOTSA και οι μεγάλες μπάντες δεν εμπίπτουν στον άτυπο κανόνα του 3ου album, όλοι τους οι δίσκοι είναι γαμάτοι. Ταξιδιάρικο, φτιαγμένο για roadtrip και ένα album πολύ συνεπή με αυτό που οραματίστηκαν οι δημιουργοί του. Στα drums ο Dave Grohl, λέω τη γνώμη μου στο προτελευταίο κομμάτι του δίσκου. Ξεχωρίζει ένα κομμάτι προφανώς, αλλά όλα τους είναι προσανατολισμένα με τον ίδιο τρόπο το οποίο είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί από τη μία είναι σα να γράφουν το ίδιο τραγούδι και αν δε σ’αρέσει μπορεί να πάρει η μπάλα όλο το δίσκο, αλλά σε κάθε κομμάτι υπάρχουν διαφορετικά πράγματα που σε κρατάνε. Το βασικό είναι οι διαφορετικές ερμηνείες καθώς τραγουδάει και ο Homme και ο Oliveri και ο Lanegan, άρα δεν υπάρχει μεγάλη επαναληπτικότητα εκεί. Ο δίσκος είναι φτιαγμένος για να παίζεται τέρμα, σε αμάξι σε μεγάλες ευθείες ή live που σπέρνουν γενικά.

Θα πω μερικά πραγματάκια για τα τραγούδια, αλλά δεν διαφοροποιούνται σημαντικά άρα δε θα μπω σε πολύ επιμέρους, παρά μόνο προσωπικές απόψεις και κάποιες “σημειώσεις” ενώ τα ακούω ξανά ( τουλάχιστον τώρα που το γράφω αυτό έτσι νομίζω ).

The Real Song For The Deaf: Τρολοτράγουδο (?), πάντα μας αρέσουν οι μπάντες που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους, προχωράμε.

You Think I Ain’t Worth a Dollar, But I Feel Like a Millionaire:
“K-L-O-N Los Angeles
Clone radio we play the songs that sound
More like everyone else than anyone else
Clone”
“Hey alright, it’s Kip Kasper
Clone radio, LA’s infinite repeat
How we feelin’ out there?
How’s your drive time commute?
I need a saga
What’s the saga?
It’s Songs for the Deaf
You can’t even hear it”

Statement της κατεύθυνσης του album, τραγούδια που ακούς από το ραδιόφωνο ενώ είσαι κάπου στην Καλιφόρνια/Νεβάδα/κάτι far west και οδηγάς. Τρελός ήχος της κιθάρας και groove ( κάτι που ακολουθεί όλο το album ), απίστευτο riff, το gain στο τέρμα, φωνητικά από τον Oliveri ( Auto Pilot <3 ) και εξαιρετικό intro κομμάτι για live.

No One Knows: Ενα υπερhit και από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια τους. Ξανά φοβερά riffs, αλλά την παράσταση κλέβει το rhythm section του drumming και του μπάσου που σε κάνει να χοροπηδάς στη θέση σου στο ρυθμό, να το πω funky? Να το πω.

First It Giveth: Ξεκινάει η το κομμάτι και σκέφτεσαι ακούω Dead Kennedys λίγο πιο γρήγορο? Όχι, μοιάζει η μπασογραμμή του, που δεν πειράζει γενικά, το California Uber Alles είναι κομματάρα. Άλλο ένα φοβερό rhythm section που ως συνήθως δίνει τη δυνατότητα να κάνει διάφορα μικρά γεμίσματα ο Homme με την κιθάρα στο τέλος του μέτρου. Σε βάζει σε ωραίο mood να πηγαίνεις γρήγορα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

A Song For The Dead: Πάλι τα ίδια, τι γίνεται κάθε τραγούδι ακολουθεί το ίδιο σκεπτικο? ΝΑΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ, αυτό είναι το album. Τρελό breakdown για το κουπλέ, φοβερά σολαρίσματα σα χαλί, τα φωνητικά του Lanegan και το ξέσπασμα στο τέλος για να μην ξεχάσουμε ότι τα γκάζια είναι στην τσίτα.

The Sky Is Fallin’: “For so long, I saw only wrong, But now to remind, It’s a waste of time.” Απλά βάλε ένα Jack σκέτο και άκουσέ το.

Six Shooter: ???

Hanging Tree: Το τραγούδι που ενέπνευσε τον Bellamy να γράψει το καλύτερο κομμάτι των Muse στα 10s ( Animals ) δεν μπορεί παρά να είναι κομματάρα.

Go With The Flow: Όλοι το έχουμε ακούσει, ξέρουμε τι κομματάρα είναι, άψογα φωνητικά, άρρωστος ρυθμός, τρελή μελωδία στις κιθάρες, μια νότα στο πιάνο/synth τι είναι αυτό, συναυλιακός ύμνος, ό,τι υπερβολή και να πεις έχεις πέσει μέσα γι’αυτό θα βάλω την αγαπημένη μου live performance που το αλλάζουν και με κάποιο τρόπο το κάνουν ακόμα καλύτερο. Α και “I want something good to die for to make it beautiful to live”

Gonna Leave You: Ίσως το μόνο διαφορετικό κομμάτι για μένα μαζί με το Another Love Song, έχει ένα Βρετανικό feeling, λες και ακούω το one hit wonder μιας μπάντας από το 1994, όλα καλά, είμαι fan πολλών τέτοιων τραγουδιών.

Do It Again: Τραγούδι στριπτιτζάδικο μαζί με το επόμενο, τα θέλουμε τέτοια τραγούδια για να φτιάχνουμε κατάλληλες playlist, αλλά πρέπει να βρεις version που κόβεται γιατί βάζουν τα φωνητικά από το ράδιο για το concept του album.

God Is In The Radio: Δες το προηγόυμενο, αλλά μπορείς να το βάλεις ολόκληρο.

Another Love Song: Ένα από τα τραγούδια που παραδόξως ήξερα από πριν για κάποιο λόγο, και όπως είπα και πριν μοιάζει λίγο διαφορετικό. Το καλύτερο τραγούδι των QOTSA που τραγουδάει ο Oliveri.

A Song For The Deaf: Το καλύτερο drumming που έχει παίξει ποτέ ο Grohl.

Mosquito Song: Το άψογο τέλος ενός άψογου δίσκου, όταν κατεβάζουν τους τόνους θα σε γονατίσουν.

Αυτό λοιπόν είναι για μένα το Songs For The Deaf, ένα album δυναμίτης που δε χρειάζεται ιδιαίτερα πολλά πράγματα να πεις, απλά πατάς το play και σε ταξιδεύει ή ταξιδεύεις μαζί του.

11 Likes

Και λίγα είπες!

Μια προσθήκη/τροποποίηση μόνο:

Απλά δεν γίνεται να μην συνεχιστεί ο στίχος.

Ανατριχίλα.

2 Likes

Αφού το topic είναι με λίγα λόγια ρε :stuck_out_tongue: Δεν υπήρχε τραγούδι που δεν άκουσα 2-3 φορές, γιατί καθώς έγραφα σταμάταγα να το απολαύσω, είναι κλασσικό press play και ασ’το να παίζει

Ναι, απλά είχα στο μυαλό μου όταν τους έβλεπα live και ούρλιαζα το στίχο και όταν μπαίνει το επόμενο έχεις σταματήσει γιατί σκέφτεσαι λίγο το τι είπε πριν και το χάνεις. Δεν ξέρω αν βγάζω νόημα :stuck_out_tongue:

2 Likes

Βγάζει μια χαρά και κατανοώ.

Απλά, στην περίπτωσή μου, αυτο το 1μιση δευτερόλεπτο που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο προτάσεις, είναι μια συναισθηματική μετάβαση από την ειλικρίνεια της πρώτης πρότασης, στην ακόμη μεγαλύτερη παραδοχή που κάνει η δεύτερη. Σαν μια παύση για μεγαλύτερη κατάδυση.

Και κάθε φορά, εκεί που λέω πως, ΟΚ, πλέον τους νιώθω τους στίχους, εν τέλει χτυπάνε πιο δυνατά.

Ναι, όλα αυτά για αυτό το σημείο :stuck_out_tongue:

2 Likes

Κριμα που αυτη η δισκαρα ειναι compressed to death.