ΓΑΜΕΙ ΚΑΙ ΔΕΡΝΕΙ. Δισκαρα απο τις λιγες.εγω εβγαλα τσεκουρι μονο που ειδα εξωφυλλο.
Οι Grip Inc είναι περίεργη περίπτωση.
Πρώτον γιατί ήταν μπάντα του Lombardo, όταν έφυγε από τους Slayer, οπότε επισκιάζει λίγο την όλη προσπάθεια το όνομα ενός μουσικού. Δεύτερον γιατί ήταν μπάντα του Lombarbo, όταν έφυγε από τους Slayer (x2), οπότε και όλοι περίμεναν να ακούσουν καθαρό thrash. Tρίτον γιατί ο Sorychta ήταν στην ίδια μπάντα με αυτόν που έφτιαξε την Century Media και έτσι ανέλαβε παραγωγές σε οτιδήποτε κινούταν τότε (δυστυχώς στην ευρώπη μόνο, καθώς θα ήταν καλό να έχουμε ακούσει από τα αυτιά του το Dreaming Neon Black που έχει μετριοτατη παραγωγή), οπότε ήταν hot όνομα χωρίς να έχει κουνήσει τρελά το δακτυλάκι του.
Πάμε όμως στον 2ο δίσκο τους. Το Nemesis, είχα την τύχη να το ακούσω όταν βγήκε και το αγαπώ ακριβώς το ίδιο, όσα χρόνια και αν περάσουν. Υπόψην είναι ο πρώτος δίσκος τους που άκουσα.
Κάτι άσχετο, αν μετανιώνω για συναυλίες που δεν έχω πάει, μια από αυτές είναι το rockwave του 97 με Grip Inc, Μegadeth με σωστό line up, Dickinson. Aκόμα θυμάμαι τον 13χρονο Sevek να είναι στον δρόμο για το χωριό (απόγευμα) και να σκέφεται «τώρα πρέπει να βγαίνουν οι Grip Inc».
Ο δίσκος λοιπόν, είναι ακριβώς ότι θα περίμενε κάποιος να ακούσει από τους Grip Inc και συγχρόνως ακριβώς αυτό που δεν θα περίμενε να ακούσει(dafuq). Για μένα 3 είναι τα σημεία που κάνουν αυτόν τον δίσκο άψογο. Πρώτη και καλύτερη η ατμοσφαιρα που βγάζει. Μπορεί να είναι groovaτος δίσκος, με thrash χαρακτήρα, αλλά οι φράσεις του Sorychta ενώνουν τόσο όμορφα τα παραπάνω στοιχεία, προσθετοντάς τους μελωδία και ατμόσφαιρα. Φυσικά σε αυτό συμβάλει και η συγκλονιστική φωνή (3η καλύτερη στο thrash) και ερμηνεία του Chambers, που βγάζει οργή, αγωνία και απελπισία μαζί(2ο σημείο αυτό). Το τρίτο είναι φυσικά το εξαιρετικό drumming του Lombardo που δεν αναλώνεται σε τουπα-τουπα, αλλά παίζει ακριβώς αυτά που χρειάζονται.
Αν θα μπορούσα να συνοψίσω τον δίσκο σε μια φράση, θα το χαρακτήριζα post apocalyptic ατμοσφαιρικό thrash. Και πως να μην δώσεις αυτό το χαρακτηριστικό όταν έχεις κομμάτια μέσα όπως το Empress(of Rancor), Descending Darkness, Scream at the Sky,το Silent Stranger με το καταπληκτικό του refrain, το The summoning με το ανατριχιαστικό κόψιμο/μελωδία, το Rusty Nail με την καταπληκτική ερμηνεία του Chambers, καταπληκτικό ριφφ και ατμοσφαιρα.
37 λεπτά και 41 δευτερόλεπτα μετά, απλά ξαναπατάς το play. Eθιστικό, μονάδικο.
Πολύ ιδιαίτερη μπάντα, με επιτυχημένα συναπαντήματα μουσικών.
Μορφάρα ο -πρόωρα χαμένος- Chambers, με “ισοπεδωτική” φωνάρα.
δισκάρα. το αγαπημένο τους είναι το πρώτο, αλλά όλη η δισκογραφία παίζει σε υψηλότατα επίπεδα. chambers μοναδικός, sorychta επίσης, lombardo λατρείας. επίσης,
respect ( ), εγώ ένα χρόνο μεγαλύτερος από εσένα και φυσικά ούτε που ήξερα τους grip inc, αμφιβάλλω αν είχα ακούσει καν slayer τότε.
Αυτή την φορά σκέφτηκα να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Με την δυσάρεστη αφορμή του θανάτου του Leslie West, ας επιχειρήσουμε να θυμηθούμε με (σχετικά) λίγα λόγια την πορεία του σπουδαίου αυτού κιθαρίστα και να ρίξουμε μια ματιά (και μια αυτιά!) στα σημαντικότερα έργα που συμμετείχε, κυρίως με τους Mountain, αυτούς που στο ξεκίνημα τους χαρακτηρίστηκαν ως “το βαρύτερο (από πάσης απόψεως) συγκρότημα της γης” όπως και σαν “οι Αμερικάνοι Cream” - τεράστιο κομπλιμέντο ο παραλληλισμός με το εμβληματικό βρετανικό power trio (όρος που επινοήθηκε για να τους περιγράψει) των Cream, του supergroup (άλλος ένας όρος που επινοήθηκε για να τους περιγράψει!) των Jack Bruce, Eric Clapton και Ginger Baker αλλά ας μην παρεκτρεπόμαστε!
O κατά κόσμον Leslie Weinstein ήταν μέλος των The Vagrants με έδρα το Long Island όταν τον ξεχώρισε ο Felix Pappalardi, παραγωγός και συνεργάτης στα θρυλικά “Disraeli Gears” και “Wheels of Fire” των προαναφερθέντων Cream. Έφτασε μάλιστα στο σημείο, εκτός από την παραγωγή, να παίξει και μπάσο στο ντεμπούτο solo album του που έφερε τον εύγλωττο τίτλο “Mountain” (σαφής αναφορά στον ευμεγέθη κιθαρίστα) και ήταν μια πρώτη ένδειξη του ταλέντου του West και της ωμής δύναμης της φωνής του!
Σύντομα σχηματίστηκε η μπάντα με το ίδιο όνομα που συμπεριελάμβανε τους Steve Knight (πλήκτρα) και Corky Laing (drums). Όπως πάντα συμβαίνει με τις παντός είδους θυελλώδεις σχέσεις, τον πρώτο καιρό όλα έμοιαζαν ιδανικά με τον, σαφώς εμπειρότερο σε θέματα μουσικής βιομηχανίας, Pappalardi να έχει τον ρόλο του μέντορα/δικτάτορα κι από κοντά τη σύζυγο του Gail Collins, μια “Yoko Ono στο χειρότερο” όπως την περιέγραψαν αργότερα όσοι συνεργάστηκαν μαζί της!
Ήταν τέτοια η δυναμική του νέου σχήματος που η τέταρτη μόλις ζωντανή τους εμφάνιση ήταν στο festival του Woodstock (στη… φάρμα του Yasgur!) για την οποία μάλιστα το ελικόπτερο που τους μετέφερε έπρεπε να κάνει δυο φορές τη διαδρομή μιας και οι διαστάσεις του West ήταν απαγορευτικές για να χωρέσουν όλοι μαζί ταυτόχρονα!
Το αριστουργηματικό “Climbing!”, επίσημο πρώτο album των Mountain, κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1970 και ήταν σε αυτό το λατρεμένο ύφος των heavy blues rock/psych που προοιώνιζε το (επίσης λατρεμένο) metal παρακλάδι! Ας σημειωθεί ότι τα φωνητικά ήταν μοιρασμένα μεταξύ του μπασίστα και του κιθαρίστα με αυτόν που είχε γράψει το κάθε κομμάτι να αναλαμβάνει τον ρόλο του τραγουδιστή, σαν γενικό κανόνα!
Οι παραλληλισμοί με τους Cream ήταν εύκολο και επόμενο να γίνουν, πόσο μάλλον όταν ένα τραγούδι εδώ (“Theme for an Imaginary Western”) το υπέγραφαν σαν συνθέτης ο Jack Bruce και σαν στιχουργός ο Pete Brown!
Το μεγάλο hit όμως ήταν το “Mississippi Queen”, το γνωστότερο ίσως κομμάτι τους. Το γεγονός ότι ήταν με την φωνή του West έδειξε ότι μετατοπιζόταν σταδιακά το κέντρο… βάρους του συγκροτήματος προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Pappalardi και ακόμη μεγαλύτερης της γυναίκας του! Έτσι, επέμεναν το δεύτερο single να έιναι το “For Yasgur’s Farm” όπου τραγουδούσε ο μπασίστας. Οι εκατέρωθεν εγωισμοί θα ήταν η αρχή του τέλους για την σπουδαία αυτή μπάντα και η εξάρτηση τους από τις “ουσίες” θα επιτάχυνε το τέλος αυτό.
Αυτό βέβαια δεν τους εμπόδισε λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα (Ιανουάριος του 1971, είπαμε, seventies!) να ξεγεννήσουν άλλο ένα τεράστιο album, το “Nantucket Sleighride”, με εξώφυλλο ξανά ένα σχέδιο της Collins. Από έναν δίσκο που είναι ολόκληρος ένα highlight δεν έχει νόημα να ξεχωρίσουμε κάποιο κομμάτι, οπότε ας περιοριστούμε στα trivia! Ο τίτλος προέρχεται από ένα ναυτικό όρο που περιγράφει το πώς μια χτυπημένη με το καμάκι φάλαινα στην προσπάθεια της να απαλλαγεί από αυτό, παρασέρνει μαζί της το φαλαινοθηρικό σε μια φρενήρη πορεία με απρόβλεπτη κατάληξη. Ο Owen Coffin στον οποίο είναι αφιερωμένο το ομώνυμο ήταν ένας ναύτης που σε ένα τέτοιο ναυάγιο έμελλε να είναι ο άτυχος που θα τον… έτρωγαν οι υπόλοιποι του πληρώματος για να επιβιώσουν έως ότου φτάσει κάποια βοήθεια. To “Tired Angels” ήταν αφιερωμένο στον Jimi Marshall Hendrix (J.M.H.) ενώ το “Travellin’ in the Dark” στην μητέρα του Pappalardi, Ella.
Το “Flowers of Evil” που βγήκε αργότερα το ίδιο έτος, ήταν κατά το ήμισυ studio και κατά το άλλο ήμισυ live, κάτι όχι ασύνηθες τω καιρώ εκείνω. Το ομώνυμο είχε να κάνει στιχουργικά με τους στρατιώτες που επέστρεφαν από το Βιετνάμ όντας πλέον εθισμένοι, ενώ μουσικά ο δίσκος επιχειρούσε να αναπαράγει την φόρμουλα των προηγουμένων χωρίς όμως την ίδια επιτυχία.
Ήταν προφανές ότι το πράγμα δεν πήγαινε άλλο, κι έτσι ο Pappalardi με αφορμή την προχωρημένη βλάβη στην ακοή του από τις συνεχείς περιοδείες και τις υψηλές εντάσεις, εγκατέλειψε το συγκρότημα. Έχοντας όμως προηγουμένως συστήσει τον West στο ίνδαλμα του, τον Jack Bruce, τους έδωσε την ευκαιρία να σχηματίσουν τους West, Bruce & Laing και να κυκλοφορήσουν τα “Why Doncha” και “Whatever Turns You On”, δύο εξαιρετικά LPs – ειδικά το πρώτο – πριν διαλυθούν για μια αναγέννηση των Mountain, σύντομη όπως αποδείχθηκε, αφού το “Avalanche” δεν ήταν επ’ ουδενί η επιστροφή που περίμεναν.
Άξιο αναφοράς όμως είναι το ηχογραφημένο στην Ιαπωνία live album “Twin Peaks” που… δικαιολογεί αυτό που είχε γραφτεί τότε για τους Mountain, ότι δηλαδή το υπόλοιπο τραγούδι ήταν μια καλή αφορμή για να φτάσουμε στο solo - αρκεί κανείς να ακούσει το “Nantucket…” που με τα 31 λεπτά του καταλαμβάνει δύο από τις πλευρές του διπλού δίσκου!
Ο West, παρά την διαρκή παραζάλη του από τις ουσίες, δεν θα παρέμενε βέβαια αδρανής. Το 1975 κυκλοφόρησε το solo δίσκο του “The Great Fatsby” (!!!) με την συμμετοχή της μέλλουσας αρραβωνιαστικιάς του, Roni, στο εξώφυλλο και του Mick Jagger στην… κιθάρα ! Ο Jagger μάλιστα του πρότεινε να βρεθεί με τον Richards προκειμένου να αντικαταστήσει τον Mick Taylor στους Stones, μια πρόταση που ο West αρνήθηκε αφού θεώρησε ότι υπήρχαν ήδη αρκετές υπερμεγέθεις προσωπικότητες εκεί.
Όπως, για καλή του τύχη, αρνήθηκε και την πρόταση των Lynyrd Skynyrd να αντικαταστήσει τον κιθαρίστα τους το 1977, λίγο πριν το γνωστό δυστύχημα!
Αυτό που προς τιμήν του αναγνώρισε ήταν ότι χρειαζόταν βοήθεια για να καταπολεμήσει την εξάρτηση του και έτσι μπήκε σε κλινική αποτοξίνωσης. Την εξάρτηση από τα ναρκωτικά κατάφερε να την ξεπεράσει, όμως η άλλη του μεγάλη αδυναμία, τα γλυκά, τον έκαναν διαβητικό κάτι που οδήγησε στον ακρωτηριασμό του δεξιού του ποδιού το 2011.
Ακολούθησαν πολλές “νεκραναστάσεις” του ονόματος των Mountain, χωρίς όμως τον Pappalardi που το 1983 δολοφονήθηκε, ύστερα από μια σκηνή ζηλοτυπίας από την διαβόητη για την άστατη ερωτική της ζωή σύζυγο του Gail Collins, με ένα περίστροφο που ο ίδιος της είχε κάνει δώρο, μέχρι να φτάσουμε στο 2020 και το τέλος του πολυκύμαντου βίου του Leslie West.
Ούτε τώρα όμως είναι πολύ αργά για να ανακαλύψει κανείς και να απολαύσει τα όσα υπέροχα άφησε πίσω του ο σπουδαίος αυτός μουσικός.
Με τους Need ήρθα σε επαφή σχετικά αργά. Έχοντας ακούσει αποσπασματικά ελάχιστα πράγματα, τούς είδα πρώτη φορά, πριν 4 χρόνια περίπου, ως support των Fates Warning. Εν αρχή, η φιγούρα του κιθαρίστα κάτι μου θύμιζε. Με τα πολλά κατανόησα ότι είναι και ηθοποιός και μάλιστα τον είχα δει σε παράσταση (“Ήταν όλοι τους παιδιά μου”) του αγαπημένου μου θεατρικού ηθοποιού (Καταλειφός). Πρώτο θετικό δείγμα. Κατά τη διάρκεια της εμφάνισής τους, εντυπωσιάστηκα από την τεχνική, το πάθος και την ποιότητα των κομματιών. Άλλο ένα θετικό σημείο στους κυρίους. Κάποιες ημέρες μετά βρέθηκα στο Κύτταρο να παρακολουθήσω έναν από τους αγαπημένους μου Έλληνες καλλιτέχνες, τον Κώστα Τουρνά. Παρατηρώντας τον drummer διαπίστωσα ότι πρόκειται για τον drummer της μπάντας. Ε, αυτό ήταν! Είχα, πλέον, τρεις δυνατούς λόγους για να εντρυφήσω περαιτέρω.
Και μετά ήρθε η ακρόαση του “Hegaiamas: A Song for Freedom”. “Ισοπέδωση”, έρωτας με την πρώτη ακρόαση, απίστευτη δισκάρα. Ακούγοντας και το υπόλοιπο υλικό, απλά επιβεβαιώθηκε ότι αναφερόμαστε σε μπάντα παγκόσμιας εμβέλειας, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής. Και τώρα πού πάμε, κύριοι; Ήταν αυτό το magnum opus; Κρίσιμο το “σταυροδρόμι”…
Ρε φίλε, ειλικρινά, θα γράψεις για έναν δίσκο που δεν έχει κυκλοφορήσει καλά-καλά μία εβδομάδα; Πόσες φορές τον έχεις ακούσει; Πρόλαβες να τον αφομοιώσεις; Να με συμπαθάτε, αλλά κάποια πράγματα δεν εμπίπτουν σε χρονικούς ή/και ποσοτικούς περιορισμούς. Επανάληψη στην επανάληψη (ω επανάληψη!), κάποιες ημέρες τώρα, απλά επιβάλλονται και σε οδηγούν.
“Norchestrion: A Song for the End”, λοιπόν. Prog ονειρώξεις, υπό τη βαριά “σκιά” όλων των ηρώων του είδους, με μπροστάρηδες, αναμενόμενα, τους Fates Warning. Τα όργανα δεν είχαν, εδώ και χρόνια, πρόσθετο δρόμο για να διανύσουν τεχνικά. Θα μου επιτρέψετε να πω πως αυτό είναι το album της φωνής. Αυτής που “τσακίζει” το είναι του ακροατή, αυτής που συναντάται εκεί στις “χαραμάδες” με το πνεύμα του Dane. Το album δεν είναι απαραίτητα καλύτερο από το αντίστοιχο που διαδέχεται. Είναι αυτό, όμως, που καθιστά το συγκρότημα πραγματικά ΤΕΡΑΣΤΙΟ, χαρίζοντας του δικαιωματικά μία αυτόφωτη θέση δίπλα στα μεγαθήρια.
Θα αδικήσουμε τον δίσκο, αν επιχειρήσουμε να κάνουμε αναφορά σε “κομμάτια”, καθώς, αποτελούμε, απλά, ένα έρμαιο της μπάντας στο ενιαίο μουσικό ταξίδι που μας χαρίζει (ή καλύτερα καταδέχεται να μας προσφέρει). Παραβαίνοντας, ωστόσο, το προαναφερθέν, τι σόι έμπνευση υπήρχε για να γραφτούν τα απολύτως εθιστικά (επίθετο που αποτελεί από μόνο του “παράσημο” για τις μπάντες που καταπιάνονται με το είδος) “Norchestrion”, “Avia”, “Nemmortal”, “Circadian” και “Beckethead” (η σειρά διόλου τυχαία, παρατηρήστε ότι έχουμε ήδη καλύψει άνω του 70% του δίσκου, αν εξαιρέσουμε τις καταθέσεις ψυχής του Ravaya στα “V.a.d.i.s.” και “Kinwind” αντίστοιχα). Για το “Ananke”, δεν χρειάζεται να επισημάνουμε κάτι. Είναι από αυτά τα δημιουργήματα που θα το ακούς σε 10, 20 ή 30 χρόνια και κάθε φορά θα ανακαλύπτεις ένα νέο στοιχείο. Απλά, λιτά και απέριττα ένα οργιώδες “ποίημα”, το οποίο “μεγαλώνει” μέσα σου αργά, “βασανιστικά” κι εντέλει λυτρωτικά.
Δώσε μου κάθε 20ετία μία μπάντα σαν τους Need για να έχω να πορεύομαι, αγνοώντας τις φιοριτούρες του κάθε prog “αυνάνα” που “μολύνει” το είδος με την ακατάσχετή του “φλυαρία” . Ουσία και ποιότητα, κύριοι! Βρίσκεται εδώ και αν την αγνοείτε, στερείτε από τον εαυτό σας.
Και νόμιζα ότι ήμουν γραφικός. Πείτε τα ρε παιδιά…
Να πεταχτώ κι εγώ και να πω ότι μετά από όλα αυτά τα σχόλια είπα να κάτσω να ακούσω Need (από την αρχή, σωστά, όπως πρέπει), και είμαι μόλις στο “Siamese god” και είμαι κάπως έτσι:
Δε θέλω καν να φανταστώ τι γίνεται στα επόμενα, δηλαδή.
Οι Accept (παύση για παλαμάκια…ευχαριστώ, ευχαριστώ)…οι Accept που λέτε, (κι άλλα παλαμάκια, που θα τα παραλείψω από τούδε και στο εξής, γιατί όλο παλαμάκια θα γράφω) αποτελούν ένα από τα επιδραστικότερα συγκροτήματα στο χώρο του metal, του heavy, του ορθόδοξου και το γεγονός αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Για να φτάσουν όμως εκεί, πέρασαν ένα στάδιο (ειρήνης και φιλίας) δύο δίσκων (σε αυτό το σημείο, μια φιλική παρέμβαση από @jonkyr “ΝΑ ΠΛΕΝΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ, ΡΕ, ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΔΙΣΚΟ ΜΗ ΣΟΥ Γ…”, …ευχαριστούμε τον καλό μας φίλο, κατανοούμε το πρόβλημά σας), όπου έψαχναν την ταυτότητά τους. Ήχοι “απλοϊκοί”, ωμοί, ακατέργαστοι, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτή, οριοθετήθηκε σαφώς στο Restless… και παγιώθηκε στο Balls.
Κάπου λοιπόν ανάμεσα σε τούτα και σε κείνα, υπάρχει και ΑΥΤΟ!!!
Τι διαφοροποιεί τον Σπάστη από τα προηγούμενα και από τα επόμενα;
Με λίγα λόγια (sic), ο δίσκος, ηχητικά, έχει ξεφύγει από τους προηγούμενους, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα στους επόμενους. (φοβερό συμπέρασμα και μπράβο μου)
Και τι έχουμε εντέλει εδώ;; Κατ’ αρχήν έχουμε τον πρώτο heavy metal ύμνο του σ…
(Διακοπή από προβοκάτορες, φασαρία στην αίθουσα)
ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ! ΡΕ ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΓΡΑΦΕΙ ΑΥΤΟΣ;;
Η συνέχεια αφορά μόνο κάφρους μεταλλάδες. KAI ΡΩΤΑΩ!
Μπαίνει ο Στρατηγός στο Starlight, ουρλιάζοντας σαν να μην υπάρσει αύριο, με φωνή λες και έχει καταπιεί ξυράφια (τι έχουμε διαβάσει εδώ μέσα, Θεέ μου…) και δεν ορκίζεσαι αιώνια αφοσίωση; ΑΠΕΛΑΣΗ!
Ακούς το Breaker και την ώρα που μπαίνει το ρεφρέν με την απίστευτη μελωδία του, δεν έχεις ΗΔΗ περάσει τον τοίχο με κουτουλιά;;; ΕΞΟΡΙΑ!
Πριν μπει το τελευταίο ρεφρέν στο Run if you can, δεν έχεις ακόμα κατεβάσει την τζαμαρία, ακριβώς μετά την προηγούμενη κουτουλιά; ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ!
Ο Στρατηγός φτύνει το ρεφρέν του Can’t stand the night κι ΕΣΥ ακόμα δεν έχεις κόψει τις φλέβες με τα δόντια σου; ΑΝΑΣΚΟΛΟΠΙΣΜΟΣ!
Είσαι μιας κάποιας ηλικίας κάφρε μου και δεν έχεις ουρλιάξει ποτέ ΣΑΝΟΦΔΕΜΠΙΤΣ;;; Αλήθεια τώρα; ΕΞΟΡΚΙΣΜΟ!
Στη συναυλία που έχεις πάει, παίζουν το Burning. Δεν έχεις σκεφτεί «να μην τελειώσει ΠΟΤΕ αυτό το γαμημένο;»; ΛΟΒΟΤΟΜΗ!
Δεν μπορείς να νιώσει ς το Feelings; ΠΙΣΣΑ ΚΑΙ ΠΟΥΠΟΥΛΑ ΡΕ ΓΙΔΙ!
Δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ bridge και chorus στο Midnight highway με δύο διαφορετικές φωνές;; ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ!
Παίζει το Breaking up again και δεν; ΔΕΝ; Δεν, ρε μαλάκα; ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗ!
Αφού, φίλε κάφρε έφτασες στο Down and out, από μένα είσαι ελεύθερος…
(Επιστροφή στην κανονικότητα)
…και κάπου εδώ, τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω δύο πράγματα.
Πρώτον, ο Στρατηγός φαίνεται να βαδίζει ανάμεσα στην ωμότητα και στο μέλλον που ήξερε ότι ερχόταν, κοιτώντας μάλλον πίσω.
Και δεύτερον, εδώ μέσα έχουν γραφτεί μερικοί από τους πιο γαμάτους στίχους του μέταλ, που ανατριχιάζουν στην απλότητά τους.
Accept what we do/this message to you/is rock forever and ever We’ve still got the feel/the music is real/and we rock n roll forever. Aς το γενικεύσουμε λίγο αυτό και είναι μια στάση ζωής.
Love why do I take you and why do you take me/take my breath or you take my heart All you give is pain/a curse upon your name/can’t you see it isn’t right/can’t stand the night…με το Στρατηγό να ακροβατεί ανάμεσα στην οργή και το σπαραγμό.
Αυτά.
(παλαμάκια)
Εγώ ευτυχώς είμαι τέρμα γραφικός και έχω πράξει όλα τα παραπάνω, άρα γλιτώνω τα βασανιστήρια!
Υπέροχο ποστ τοξικέ
Φοβερό post, πολύ ωραία τα λες φίλε @toxikos . Αδιανόητο το άλμα που πετυχαίνουν οι Accept με το καταπληκτικό Breaker σε σχέση με τα δύο πρώτα τους, έναν δίσκο που για μένα δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τα μετέπειτα κατορθώματά τους, αφού συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία όσων προηγήθηκαν και προοιωνίζει ιδανικά όσα έπονται!
Το μόνο κακό είναι ότι πρέπει να το βάλω οπωσδήποτε απόψε να παίξει για να βεβαιωθώ ότι… έχω τραγουδήσει “bridge και chorus στο Midnight Ηighway με δύο διαφορετικές φωνές”!!!
ΝΑ ΠΛΕΝΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ, ΡΕ, ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΔΙΣΚΟ ΜΗ ΣΟΥ Γ…
Κατά τ’ άλλα, δεν έχω να προσθέσω κάτι, άλλωστε τα είπαμε τις προάλλες ενώ ακούγαμε το έπος.
Early '90s κείμενο από τα λίγα, σκέτη απόλαυση! Παρακαλούμε για πιο συχνές συμμετοχές!
Ωραίο το album, αλλά στέκει πολύ βαριά η παρακαταθήκη όσων ακολούθησαν. Αδικεί την ποιότητά του η θέση του στη δισκογραφία των αρχόντων. Βέβαια, χωρίς αυτό δεν θα ακολουθούσε ό,τι ακολούθησε.
Τα γράφεις ωραία ρε μπαγάσα…
Δε ξέρω για εσάς πάντως εγώ το Breaker το ακούω πιο ευχάριστα από το Metal Heart. Όχι μόνο τώρα αλλά από τότε που τα πρωτοακουσα. Έχει φοβερές μπαλάντες, έχει ροκ ν ρολ, έχει μέταλ όσο δεν πάει, ρεφρεναρες, αγνή καύλα του συγκροτήματος που ανακαλύπτει έναν υπέροχο νέο κόσμο. Τι να λέμε τώρα…
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον φίλο @toxikos συνεχίζω στο πνεύμα των early eighties με το γνωστό(; )
Υπήρξε μια εποχή όπου η γιαπωνέζικη κουλτούρα ασκούσε μια ακαταμάχητη γοητεία σε hard rock και heavy metal συγκροτήματα που έπαιρναν το όνομα τους ή/και τιτλοφορούσαν δίσκους και τραγούδια τους με οτιδήποτε θύμιζε άμεσα ή έμμεσα την χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου! Τα παραδείγματα πάμπολλα, με ένα από αυτά να είναι οι Tokyo Blade από το Salisbury - αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα της Ιαπωνίας θα μπορούσε να πει κανείς!
Οι εν λόγω ανήκουν ψυχή τε και σώματι στο δεύτερο κύμα του NWOBHM και αντλούν τις επιρροές τους από τους, πρώιμους προφανώς, Maiden (εποχής Di’ Anno) και τους επίσης πρώιμους (ξανά… προφανώς!) Def Leppard!
Στο ντεμπούτο τους βρίσκουμε εντυπωσιακά instrumental μέρη, με τους δύο κιθαρίστες Andy Boulton και John Wiggins να επιδίδονται σε “εμπρηστικά” speed αλλά και heavy leads και solos, ανεβάζοντας επίπεδο τραγούδια όπως το “Killer City” ή το “Liar”. Το γνωστότερο κομμάτι εδώ – και δικαίως – είναι το maiden-ικό “If Heaven Is Hell” με τον τραγουδιστή τους Alan Marsh να ξεκινάει με ακριβώς την ίδια “Rock ‘n’ Roll” κραυγή του Παυλάρα στο “Drifter”!
Από την άλλη, η διασκευή στο “Tonight” του Russ Ballard είναι η “υποχρεωτική” απόπειρα για ένα hit, ενώ το “Sunrise In Tokyo” θα ήταν το ιδανικό κλείσιμο αν δεν επέλεγαν να αστειευτούν λιγάκι για το τέλος, τραγουδώντας συνοδεία πιάνου το “Blue Ridge Mountains of Virginia” από μια ταινία των Laurel και Hardy, των οποίων μεγάλοι fans ήταν οι Marsh και Boulton!
Το χάος που επικρατούσε με τις διάφορες εκδόσεις των δίσκων των Tokyo Blade με τα παρόμοια artworks και track lists, φαίνεται κι από το “Midnight Rendezvous” EP που περιείχε κομμάτια που είχαν ηχογραφηθεί με την προηγούμενη σύνθεση της μπάντας (με τον Ray Dismore σαν δεύτερο κιθαρίστα αντί του Wiggins), αλλά κυκλοφόρησε μετά από το “Night of the Blade”! Σε αυτό θα ακούσουμε μια πολύ πιο speed-αριστή μορφή των Tokyo Blade, εξίσου ταιριαστή πάντως!
Το βασικό θέμα όμως με όλους αυτούς τους “latecomers” είναι ότι ερχόντουσαν σε μια στιγμή που λίγο πολύ είχαν εξαντληθεί τα όρια των διαφόρων “ρευμάτων” στα οποία ήταν ταγμένοι – ή ακόμη χειρότερα, είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται άλλα νεώτερα - με αποτέλεσμα να βρίσκονται πίσω από τις εξελίξεις και να παίρνουν βεβιασμένες, και ολέθριες συχνά, αποφάσεις καριέρας.
1997 λοιπόν και αφού έχω λιώσει τα One Second και Draconian Times, και διαβάζω ότι η βασική επιρροή της δημιουργίας τους είναι οι Sisters Of Mercy, πρέπει να βρω έναν τρόπο να ακούσω κάτι από αυτούς. Πως όμως που δεν υπάρχει ιντερνετ; Φυσικά μέσω ενός μεγαλύτερου από το σχολείο που τον πετυχαίνω στη συναυλία των Lost στο Ρόδον και τον ρωτάω αν έχει κάτι. Με τα πολλά μου δίνει μια κασέτα με το Reptile House EP συν κάποια ακόμα χιτάκια ( Temple Of Love, This Corrossion… κτλ.). Εννοείται γούσταρα άπειρα και έτσι φτάνει η ώρα να αγοράσω τον πρώτο -και καλύτερο τους για εμένα- δίσκο First And Last And Always.
Με το που μπαίνει το Black Planet καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα θα είναι… μαύρα αλλά με την καλή έννοια. Σκοτεινιά, κιθάρες που κεντάνε και μπάσο που κρατάει όλον τον ρυθμό μαζί με τον Doctor Avalanche (το γνωστό γιαπωνέζο ντράμερ ) αλλά κυρίως αυτή η φωνή. Βαθιά, μπάσα , μελαγχολική, φανερά επηρεασμένη από Bowie αλλά τόσο ιδιαίτερη που σε σημεία (άκου Amphetamine Logic, Some Kind Of Stranger) εκπέμπει μια φοβερή απελπισία.
Όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι ένα κι ένα, γραμμένα κυρίως από τον Gary Marx (τον αρχικό κιθαρίστα της μπάντας) και τον Wayne Hussey (που μαζί με τον μπασίστα Craig Adams μετέπειτα δημιούργησαν τους The Mission) και στην ουσία δημιούργησαν ίσως τον καλύτερο Gothic Rock δίσκο στην ιστορία, με επιρροές από Bauhaus, Cure ( o παραγωγός του δίσκου David Allen είχε συνεργαστεί και μαζί τους) και Joy Division.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στα κομμάτια που δεν μπήκαν στον δίσκο (μάλλον από εκεί επηρεάστηκαν και οι Lost) δηλαδή στα Poison Door (από τα 2-3 αγαπημένα μου κομμάτια τους ever) , On The Wire, Blood Money , Bury Me Deep , Long Train που τα βρίσκουμε σε επανέκδοση του δίσκου το 2006.
Δυστυχώς αυτός ο δίσκος είναι ο πρώτος και ο τελευταίος που δημιούργησε αυτή η παρέα, καθώς ο Von Eldritch δεν πρέπει να είναι και ο πιο εύκολος χαρακτήρας της μουσικής βιομηχανίας, και όλοι οι υπόλοιποι εγκατέλειψαν, ωστόσο μας άφησαν αυτό το παντοτινό σκοτεινό διαμάντι.
Πάμε και κάτι πρόσφατο, μην μας πούνε και… παρελθοντολάγνους!
Σε ένα έτος που, εκτός όλων των άλλων απροόπτων καταστάσεων, σημαδεύτηκε και από δισκογραφικές επιστροφές μετά από εξαιρετικά μακροχρόνιες απουσίες, οι Cirith Ungol πρέπει να κατέχουν το σχετικό ρεκόρ αφού από το “Paradise Lost” LP τους μέχρι το “Forever Black”, μεσολάβησαν 29 ολόκληρα χρόνια! Σε μια εποχή όμως, όπου πλείστοι όσοι επίδοξοι αναβιωτές του παραδοσιακού metal κάθε μορφής και έκφρασης, πασχίζουν να επαναφέρουν τον “ένδοξο” 80s ήχο, θα συνιστούσε κατάφωρη αδικία να μην έχουν λόγο ύπαρξης κάποιοι από τους πρωτεργάτες του ήχου αυτού, κι έτσι, η επιμονή των Oliver Weinsheimer (Keep It True festival) και Jarvis Leatherby (Night Demon) όπως και των πιστών όλα αυτά τα χρόνια οπαδών, έκαναν το απίθανο αυτό ενδεχόμενο πραγματικότητα, αφού βέβαια προηγήθηκαν κάποια “αναγνωριστικά” live κι ένα single.
Δεδομένων των απουσιών του Michael “Flint” Vujejia και του μακαρίτη Jerry Fogle, πλέον το θρυλικό σχήμα απαρτίζεται από τους “παλιούς” Tim Baker και Robert Garven, τον Jim Barraza που συμμετείχε στο αμέσως προηγούμενο lineup, τον Greg Lindstrom που έπαιξε στο “Frost and Fire” και τον προαναφερθέντα και πολυπράγμονα Jarvis Leatherby στο μπάσο.
Οι θετικοί συνειρμοί ξεκινάνε από το εξώφυλλο κιόλας με τον Elric δια χειρός Michael Whelan να βρίσκεται και πάλι σε πρώτο πλάνο. Οι προσδοκίες δεν θα διαψευστούν με την ακρόαση του – 100% καινούριου - υλικού, που συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά του ήχου των Cirith Ungol, το ορμητικό metal, το doom, το επικό, τη σεβεντίλα. Με το που μπει το “Legions Arise” μάλιστα, σηματοδοτώντας την επιστροφή της μπάντας (μουσικά και στιχουργικά!) και καλώντας τις “λεγεώνες” να εγερθούν με τη σειρά τους, δύσκολα μένει κάποιος ασυγκίνητος.
Αυτός που πάνω απ’ όλα εντυπωσιάζει πάντως είναι ο Tim Baker. Έχοντας μια από τις πιο “ιδιότροπες” φωνές στο metal στερέωμα κι ένα (τουλάχιστον) ασυνήθιστο στυλ ερμηνείας είναι πραγματικά απίστευτο πόσο καλά εξακολουθεί να αποδίδει, πότε οργισμένος, πότε στριγγλίζοντας, μέχρι και “καθαρά” φωνητικά επιχειρεί στις πρώτες στροφές του “Stormbringer”!
Υπάρχει ένα δυσδιάκριτο όριο μεταξύ του απενοχοποιημένα νοσταλγικού και του γραφικού και ευτυχώς το “Forever Black” σε καμία στιγμή δεν το ξεπερνά. Αντίθετα, παρόλο που είναι εμφανώς ο δίσκος που θα έπρεπε να κυκλοφορήσουν μετά το “Paradise Lost” (ή μήπως αμέσως πριν;) δεν ηχεί παρωχημένος εν έτει 2020, ίσως γιατί φτιάχτηκε από ένα συγκρότημα που δεν έχασε ποτέ τον underground χαρακτήρα του και αδιαφορούσε για το αν συμβαδίζει με τις εκάστοτε τάσεις.
Μακάρι αυτή την φορά να είναι πιο τυχεροί, το δικαιούνται όσο ελάχιστοι!
Δεν εχουν φανει και τοσο τυχεροι ως τωρα, αφου δεν μπορουν να δωσουν συναυλιες! Ο δισκος παντως εχει τον ηχο τους χωρις να ακουγεται καρικατουρα, ειναι καλος!