..Με λίγα λόγια

Πάμε και κάτι πρόσφατο, μην μας πούνε και… παρελθοντολάγνους!

cirithungol forever

Σε ένα έτος που, εκτός όλων των άλλων απροόπτων καταστάσεων, σημαδεύτηκε και από δισκογραφικές επιστροφές μετά από εξαιρετικά μακροχρόνιες απουσίες, οι Cirith Ungol πρέπει να κατέχουν το σχετικό ρεκόρ αφού από το “Paradise Lost” LP τους μέχρι το “Forever Black”, μεσολάβησαν 29 ολόκληρα χρόνια! Σε μια εποχή όμως, όπου πλείστοι όσοι επίδοξοι αναβιωτές του παραδοσιακού metal κάθε μορφής και έκφρασης, πασχίζουν να επαναφέρουν τον “ένδοξο” 80s ήχο, θα συνιστούσε κατάφωρη αδικία να μην έχουν λόγο ύπαρξης κάποιοι από τους πρωτεργάτες του ήχου αυτού, κι έτσι, η επιμονή των Oliver Weinsheimer (Keep It True festival) και Jarvis Leatherby (Night Demon) όπως και των πιστών όλα αυτά τα χρόνια οπαδών, έκαναν το απίθανο αυτό ενδεχόμενο πραγματικότητα, αφού βέβαια προηγήθηκαν κάποια “αναγνωριστικά” live κι ένα single.

Δεδομένων των απουσιών του Michael “Flint” Vujejia και του μακαρίτη Jerry Fogle, πλέον το θρυλικό σχήμα απαρτίζεται από τους “παλιούς” Tim Baker και Robert Garven, τον Jim Barraza που συμμετείχε στο αμέσως προηγούμενο lineup, τον Greg Lindstrom που έπαιξε στο “Frost and Fire” και τον προαναφερθέντα και πολυπράγμονα Jarvis Leatherby στο μπάσο.

Οι θετικοί συνειρμοί ξεκινάνε από το εξώφυλλο κιόλας με τον Elric δια χειρός Michael Whelan να βρίσκεται και πάλι σε πρώτο πλάνο. Οι προσδοκίες δεν θα διαψευστούν με την ακρόαση του – 100% καινούριου - υλικού, που συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά του ήχου των Cirith Ungol, το ορμητικό metal, το doom, το επικό, τη σεβεντίλα. Με το που μπει το “Legions Arise” μάλιστα, σηματοδοτώντας την επιστροφή της μπάντας (μουσικά και στιχουργικά!) και καλώντας τις “λεγεώνες” να εγερθούν με τη σειρά τους, δύσκολα μένει κάποιος ασυγκίνητος.

Αυτός που πάνω απ’ όλα εντυπωσιάζει πάντως είναι ο Tim Baker. Έχοντας μια από τις πιο “ιδιότροπες” φωνές στο metal στερέωμα κι ένα (τουλάχιστον) ασυνήθιστο στυλ ερμηνείας είναι πραγματικά απίστευτο πόσο καλά εξακολουθεί να αποδίδει, πότε οργισμένος, πότε στριγγλίζοντας, μέχρι και “καθαρά” φωνητικά επιχειρεί στις πρώτες στροφές του “Stormbringer”!

Υπάρχει ένα δυσδιάκριτο όριο μεταξύ του απενοχοποιημένα νοσταλγικού και του γραφικού και ευτυχώς το “Forever Black” σε καμία στιγμή δεν το ξεπερνά. Αντίθετα, παρόλο που είναι εμφανώς ο δίσκος που θα έπρεπε να κυκλοφορήσουν μετά το “Paradise Lost” (ή μήπως αμέσως πριν;) δεν ηχεί παρωχημένος εν έτει 2020, ίσως γιατί φτιάχτηκε από ένα συγκρότημα που δεν έχασε ποτέ τον underground χαρακτήρα του και αδιαφορούσε για το αν συμβαδίζει με τις εκάστοτε τάσεις.
Μακάρι αυτή την φορά να είναι πιο τυχεροί, το δικαιούνται όσο ελάχιστοι!

12 Likes

Δεν εχουν φανει και τοσο τυχεροι ως τωρα, αφου δεν μπορουν να δωσουν συναυλιες! Ο δισκος παντως εχει τον ηχο τους χωρις να ακουγεται καρικατουρα, ειναι καλος!

2 Likes

Η Γη της επαγγελίας είναι αυτό που υποσχέθηκε ο Θεός στο λαό του κλπ. Τέλος πάντων, ας υποθέσουμε ότι είναι μία γη πλούσια, γιατί λογικά ο Πανάγαθος για καλό την έταξε. Τι θα έδινε, γουρούνι στο σακί; Περάστε στα κατσάβραχα, νερό δεν έχουμε, χώμα δεν έχει, ούτε σκιά να κάτσετε, προσέχτε και το γκρεμό…ωχ, αυτός μου έπεσε, την άλλη φορά δε θα δώσω το Γκραν Κάνυον…
Φανταζόμαστε λοιπόν κάτι εντυπωσιακό, πιθανόν γαλήνιο, σίγουρα με προοπτικές, γεμάτο, ευχάριστο. Και, ω του θαυμαστού μη-θαύματος, προκύπτει τούτο…

Που τελικά είναι το αρνητικό φιλμ της εν λόγω γης. Η γη αυτή περικλείεται στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου ενός παλιού ερειπωμένου σπιτιού. Δωμάτιο σκοτεινό, καταχθόνιο, τρομακτικό, σατανικό. Αναδύεται μια αποφορά σαπίλας από παντού, από τα έπιπλα, από τους τοίχους, από τα πουθενά και τα παντού του, ενώ ιστοί αράχνης καλύπτουν τα πάντα. Τελικά είναι ένα σπίτι από διήγημα του Λάβκραφτ. Και αντί για το σύρσιμο των ποντικών μέσα στους τοίχους, από παντού ακούς φωνές να τραγουδούν μελωδίες απόκοσμες. Μελωδίες εθιστικές, εφιαλτικές. Ακούς πόνο, ακούς παράπονο, ακούς αγωνία. Και ακούς και μουσικές. Μουσικές, όχι δυνατές, αλλά διαπεραστικές, επίμονες, χαοτικές, σε τέμπο αργό, βασανιστικό, μαύρο. Ακούς τα πάντα, αλλά δεν βλέπεις τίποτα, λες και το εν λόγω σπίτι είναι στο Ίνσμουθ, αλλά χωρίς τους κατοίκους του. Και σιγά σιγά αυτό το μαύρο σε καλύπτει, σε καταπίνει, σε αφομοιώνει, σε εξαφανίζει…

Είναι μάταιο να αναφερθώ στα τραγούδια του δίσκου. Δεν υπάρχει τίποτα που να είναι κατώτερο από κάτι άλλο. Ούτε νότα, ούτε στίχος, ούτε τίποτα. Όλα μοιάζουν να είναι αφοσιωμένα στο να επιτευχθεί ο Σκοπός πιστά, απαρέγκλιτα, απρόσκοπτα.
Ακούγοντας το Promised land καταλαβαίνουμε ότι το Operation μοιάζει να έχει γραφτεί σε άλλο γαλαξία, η επιτυχία του Εmpire, προφανώς δεν τους απασχολεί (όσοι με ξέρετε, γνωρίζετε ότι εμένα δεν με απασχολεί καν ο εν λόγω δίσκος) και εδώ οι Ryche δίνουν τον τελευταίο τεράστιο δίσκο τους. Και χαρίζουν κι αυτοί το APSOG τους, πέντε χρόνια πριν τους Fates. Δωρικοί, αλλά όχι απλοϊκοί, απογυμνώνονται, αποκαλύπτονται μπροστά μας, δίνοντάς μας τα εσώψυχά τους. Και με φόντο μία μουσική που μοιάζει να είναι αποτέλεσμα ξεκούρδιστης μπάντας σε πολλά σημεία, τα απίστευτα, εφιαλτικά φωνητικά του μοναδικού (για πολλούς, όχι πάντα καλούς, λόγους) Τate μας καλοσωρίζουν στην μαυρίλα και την παράνοια της Γης της επαγγελίας…

15 Likes

Ωραίος για άλλη μια φορά ο @toxikos

… και τεράστιοι οι Queensrÿche του “Promised Land”! Και πως αλλιώς να χαρακτηριστούν, όταν μετά την φοβερή εμπορική επιτυχία του “Empire” (που ήταν κάπως υπερβολικά “γλυκούλι” σε στιγμές) επανήλθαν με κάτι τόσο ενδοσκοπικό και “δύσκολο” (και συνάμα καταπληκτικό) όπως το εν λόγω LP.
Λίγοι, πολύ λίγοι, τολμούν να κάνουν κάτι τέτοιο όταν έχει μπει το νερό στο εμπορικό “αυλάκι”, δείγμα του πόσο άβολα ενδεχομένως να αισθάνθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ενός περιστασιακού κοινού.

Το κακό βέβαια είναι ότι παρήκμασαν απότομα και εντυπωσιακά.

8 Likes

Τεραστιος δισκος και ταφοπλακα ταυτοχρονα. Μπραβο ρε @toxikos, πηρες τον ρολο που εχει συνηθως ο @Ian_Metalhead εδω μεσα :stuck_out_tongue:, περιεγραψες πολυ ωραια με λεξεις τα συναισθηματα που προκαλει αυτη η δισκαρα.

7 Likes

Τα παραλές λίγο, αλλά σε ευχαριστώ… :slight_smile:

1 Like

Πολύ ωραία τα λέτε παραπάνω, αλλά αδικείτε ελαφρώς το “Empire”. Τεράστιος δίσκος (τις έχει τις μέτριες στιγμές, ο οποίες, ωστόσο, δεν αφαιρούν κάτι), που μάλλον φέρει την “κατάρα” της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας.

Επανερχόμενος στο καταπληκτικό κι ενδοσκοπικό “Promised Land”, να πω ότι “κλείνει” με τον καλύτερο τρόπο μία περίοδο της μπάντας με 5 σερί αριστουργήματα, η οποία συγκρίνεται μόνο με το σερί των Maiden (ω, ναι!). Και για να μην πικράνω τους κ.κ. @toxikos (άλλο ένα υπέροχο κείμενο) και @Ian_Metalhead ο δίσκος είναι σαφώς ανώτερος του “Empire”, μα και τόσο -μα τόσο- διαφορετικός συνάμα.

Σπουδαίο συγκρότημα, αλλά και απίστευτη πτώση από τον εν λόγω δίσκο κι εντεύθεν.

7 Likes

Empire και Promised Land δεκαρακια ακατεβατα, και οι δυο αγαπημενοι μου Queensryche δισκοι.

Μεγαλο κριμα που η συνεχεια δεν ηταν αναλογη, θα μπορουσαν να ειχαν βγαλει πολλες δισκαρες ακομα αν δεν τα ειχαν κανει λιγο μανταρα.

3 Likes

Τώρα που τα είπατε τόσο ωραία για το “Promised land”, να πω κι εγώ τι σκέφτομαι γι΄αυτό το album, να μου πείτε αν είμαι παράλογος ή όχι.

Στα αυτιά μου το “Promised land” ακούγεται σαν να το ηχογράφησε άλλη μπάντα, όχι οι Queensryche. Κι εξηγούμαι: το κάθε album τους μέχρι τότε είχε το δικό του ιδιαίτερο ήχο (από χαρακτηριστικό αμερικάνικο power, μέχρι κλασικό heavy, κι εμπορικό-radio friendly metal), αλλά πάνω-κάτω αναγνωρίζεις κοινά σημεία ή, τέλος πάντων, την εξέλιξή τους βήμα-βήμα. Ε, στο “Promised land” αυτό εγώ δεν το βλέπω. Βλέπω ένα σημείο 0, καινούριο, δίχως προηγούμενο.

Μου έρχεται να το παραλληλίσω με το “A pleasant shade of grey”. Όχι μόνο γιατί κι αυτό αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα ενδοσκοπικού, σκοτεινού και συγκινητικού δίσκου μίας άλλης μπάντας, αλλά γιατί κι εκεί παρατηρώ μία στροφή 180% μοιρών σε σχέση με την προηγούμενη πορεία τους.

Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, αλλά και τα δύο albums είναι τα αντίστοιχα αγαπημένα μου της κάθε μπάντας και σπάνια θα τα βάλω να τα ακούσω λόγω ακριβώς των τόσο έντονων συναισθημάτων που μου προκαλούνε. Τα θυμάμαι απ’ έξω, ούτως ή άλλως.

7 Likes

Αφού πιάσαμε την κουβέντα για τους Queensrÿche, ας αποδώσουμε τα εύσημα και στο πρώτο τους full length!

Το ομώνυμο EP των Queensrÿche έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό, έτσι η ΕΜΙ δεν έχασε χρόνο και αφού υπέγραψε το καινούριο συγκρότημα, τους έστειλε στο Λονδίνο με παραγωγό τον James Guthrie (αυτόν των Pink Floyd!) κι ένα σεβαστό για πρωτοεμφανιζόμενους budget για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο LP τους. Επενέβη όμως, αλλάζοντας εν αγνοία της μπάντας τη σειρά των τραγουδιών στο album (που θα έπρεπε να ξεκινάει με το “NM 156” και το ομώνυμο να βρίσκεται προτελευταίο) και όταν τα έξοδα υπερέβησαν κατά πολύ τα προϋπολογισθέντα, πήρε το mixing από τα χέρια τους και το έδωσε αλλού.

Αυτός ίσως είναι ο λόγος που οι κιθάρες ακούγονται αρκετά “υποτονικές” και το album στερείται έντασης κι επιθετικότητας – για metal πάντα. Από την άλλη, η ατμόσφαιρα που το διαπνέει είναι έτσι κι αλλιώς σκοτεινή και απαισιόδοξη, βοηθούσης και της οργουελλιανής θεματολογίας των στίχων - σημειωτέον ότι, υπακούοντας σε μια από εκείνες τις “σατανικές” συμπτώσεις, το “The Warning” κυκλοφόρησε το 1984!

Εδώ σε σύγκριση με το προηγηθέν ΕΡ θα βρούμε λιγότερο “ακραιφνείς” metal στιγμές, όπως το “No Sanctuary”, ή το μελαγχολικό τελευταίο κομμάτι “Roads To Madness” που επωφελείται από το ορχηστρικό μέρος υπό την διεύθυνση του Michael Kamen. Βέβαια, οι επιρροές από τους Maiden π.χ. υπάρχουν ακόμη, κι εντοπίζονται στις διπλές κιθαριστικές αρμονίες των DeGarmo και Wilton, ενώ η έκταση της φωνής του εντυπωσιακού Geoff Tate είναι συγκρίσιμη με εκείνη του Rob Halford!
Έτσι, κομμάτια όπως το “En Force” και το “Deliverance” είναι σπουδαία δείγματα της metal πραγματικότητας όπως ήταν τότε και όπως θα διαμορφωνόταν στο εγγύς μέλλον. Και δεν είπαμε τίποτε για το progressive φουτουριστικό έπος “NM 156” με τα ηλεκτρονικά τύμπανα, ή την power μπαλάντα “Take Hold Of The Flame” που έμελλε να εξελιχθεί σε συναυλιακό highlight!

Το “The Warning” μπορεί να ξεπεράστηκε από τους ίδιους τους Queensrÿche που εξέλιξαν το ύφος τους με εντυπωσιακότερα αποτελέσματα στα επόμενα δύο album, παραμένει όμως ένας από τους πλέον επιδραστικούς δίσκους που άφησε ανεξίτηλο σημάδι και βαθύ αποτύπωμα στην “λυρική” πτέρυγα του US power metal, πάνω στο οποίο πάτησαν πάμπολλοι.

16 Likes

Τρομερό άλμπουμ!! Μες την πεντάδα με τα καλύτερα USA power metal όλων των εποχών για μένα.
Tate δε πιάνεται και δε συγκρίνεται με κανέναν εκείνη τη περίοδο, γνώμη μου.
Στο λαιβ του 85 στο Japan και πιο συγκεκριμένα στο take hold νομίζω ότι είναι εξωπραγματικος. Όσες φορές και να δω τη συναυλία τους εκεί δε τη χορταίνω!!

4 Likes

Προσπαθούσα να γράψω ένα κείμενο για πολλή ώρα. Έγραφα, έσβηνα, ξαναέγραφα… κάτι δεν «κολλούσε». Πολύ «πλάτιασμα» κι απομάκρυνση από την ουσία. Μετά θυμήθηκα ότι το θέμα προτρέπει για «λίγα λόγια». Και η αλήθεια είναι ότι το καλλιτεχνικό βάρος του εν λόγω πονήματος «πέφτει» πολύ για τον οποιονδήποτε, αποτρέποντας άσκοπες φλυαρίες.

Δύο μεσήλικες, λοιπόν, παραδομένοι στην ευεργετική κι επουλωτική επίδραση του πανδαμάτορος χρόνου, ανασυνθέτουν τα πρότερα δημιουργήματά τους, τοποθετώντας τα σε νέο πλαίσιο και αναδεικνύοντας την οικουμενικότητά τους, γεγονός που επιστεγάζει την καλλιτεχνική τους ιδιοφυΐα. Κατά μία ερμηνεία, η προσέγγισή τους είναι ταυτόχρονα βαθύτατα φιλοσοφική και διδακτική. Έχοντας οι ίδιοι «καρπωθεί» ό,τι -θεωρητικά πάντα- ονειρεύεται (ή καλύτερα ορέγεται) ο αδηφάγος πολίτης του Δυτικού κόσμου, ήτοι χρήμα, δόξα, επιτυχία, απολαύσεις, καταχρήσεις και larger than life εμπειρίες, ενεργούν ως πρεσβευτές της ένωσης με την Ανατολή, και -όσο και αν φαντάζει οξύμωρο, βάσει του τι απήλαυσαν, ως μέρος της βιομηχανίας, στη Δύση- θέτουν τους όρους της προσέγγισης των δύο μερών, υπό το πρίσμα του αμοιβαίου σεβασμού. Υπερβαίνοντας τα «στεγανά» και τις στρεβλώσεις της χρησιμοθηρικής, μισαλλόδοξης, φοβικής και ισοπεδωτικής εφαρμογής της Παγκοσμιοποίησης, ως γνήσια υπερβατικοί (αλλά και ουσιαστικοί συνάμα) καλλιτέχνες, εμμένουν στην ουσία των πραγμάτων, αναδεικνύοντας τη μόνη ουσιαστική, γνήσια κι ειλικρινή βάση επί της οποίας μπορεί να επιτευχθεί η ένωση φαινομενικά διαφορετικών μερών, ανεξαρτήτως αν αναφερόμαστε σε πολιτισμικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά ή οποιαδήποτε άλλα «παντρέματα». Αυτή του ανθρωπισμού και του σεβασμού στα διακριτά χαρακτηριστικά του έτερου μέρους.

Τα ανωτέρω, εξ αφορμής της εκ νέου ακρόασης, μετά από πολλά χρόνια, του ταξιδιάρικου:

Page_&Plant-_No_Quarter

8 Likes

Κι εσύ εστίασες στην ουσία στο πολύ περιεκτικό κείμενο σου φίλε @The_Black_League με το No Quarter να αποτελεί μια ιδανική αφορμή για να επεκταθείς πέραν του ειδικού, στο γενικό!

Να προσθέσω με την σειρά μου ότι η χρησιμοθηρία και η νοησιαρχία, κυρίαρχα σχήματα στην Δυτική σκέψη και γνήσια τέκνα της λατινικής, καταφατικής θεολογίας, επιβλήθηκαν σαν… θέσφατα και στον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένου και του, έτσι κι αλλιώς από ιδρύσεως του μεταπρατικού ιδεολογικά, ελλαδικού κρατιδίου.

6 Likes

Για το ειδικό, τι να πούμε; Έχουν γραφτεί τα πάντα.

Όλο το θέμα και η ουσία είναι η προσέγγιση του δίσκου. Ακουστική, «απογυμνωμένη», καθιστώντας την Ανατολή επί ίσοις όροις συμμετέχοντα και όχι δίνοντάς της το ρόλο του κομπάρσου ή του «βαστάζου» των «δυτικών» (σε πολλά εισαγωγικά) ηχοτοπίων.

Για τα εν Ελλάδι αλλότρια δάνεια που αναφέρεις, όσο και την εν γένει θέση της Ελλάδας στο δίπολο Δύσης-Ανατολής (κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, ιδιοσυγκρασιακά και πάει λέγοντας), θεωρώ ότι είμαστε από τις χώρες που εμπίπτουμε στο μεταίχμιο. Αυτή η θέση έχει παράξει πλήθος οξύμωρων και παράδοξων, τα οποία καλύτερα να μην αρχίσουμε να τα αναλύουμε γιατί δεν εμπίπτουν στο θέμα και θα οδηγήσουν, αναντίρρητα, σε ατραπούς.

5 Likes

Τα γραφετε ωραια ρε μπαγασες…

2 Likes

Τυπικά, μπήκαμε στην Άνοιξη. Υπό κανονικές συνθήκες, η συζήτηση θα είχε ήδη «ανάψει» για τα καλά, αναφορικά με τα festival του καλοκαιριού και τις συναυλίες της επόμενης περιόδου. Η διάθεση θα ανέβαινε σιγά-σιγά -συνεπεία και της βελτίωσης του καιρού- και τα «βαριά», χειμωνιάτικα ακούσματα θα άρχιζαν να παραχωρούν τη θέση τους σε πιο «εύπεπτους» ήχους. Όλα τα προαναφερομένα, υπό την αίρεση ότι θα ήμασταν σε μία κατάσταση κανονικότητας…

Κάπου στα τέλη του 2011, είχα αγοράσει εισιτήριο για τη συναυλία που έμελλε να αποτελέσει την πιο μελιστάλαχτη και γούτσου-γούτσου κατάσταση που έχω βιώσει έως και σήμερα (ή ορθότερα μέχρι και πριν έναν χρόνο και). Όπως και να ‘χει, «φτωχή», πλην τίμια, μπάντα οι Ιταλοί (από τότε τους έχω παρακολουθήσει εντελώς αποσπασματικά, κατά καιρούς), χωρίς να προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο, περνάει ευχάριστα η ώρα (όπως πέρασε κι εκείνο το βράδυ). Ωστόσο, προσωπικά, απήλαυσα πολύ περισσότερο το support group σε εκείνη τη συναυλία, παρά τους headliners.

Είναι πολλές φορές που σκέφτομαι τα “What if…?” ορισμένων album από ελληνικές μπάντες, συγκριτικά με παρόμοιες ηχητικά, αντίστοιχες κυκλοφορίες μπαντών, που προέρχονται από χώρες με μεγαλύτερες αγορές. Υφίσταται ανταγωνισμός επί ίσοις όροις, υπάρχει προκατάληψη βάσει της καταγωγής ενός συγκροτήματος, είναι ζήτημα προώθησης το να κάνεις το breakthrough ή μεμψιμοιρούμε άνευ λόγου και αιτίας, σ’ έναν κόσμο που η αμεσότητα και η καθολική προσβασιμότητα του διαδικτύου αναιρoύν τον προβληματισμό και αναδεικνύουν, απλά, ότι το όλο ζήτημα επαφίεται μόνο στη διάθεση για «ψάξιμο» κι εντέλει στην ποιοτική σύγκριση;

Επιγραμματικά, «εύπεπτος» ήχος και δυνατό support από τους Elysion και μεγάλο “ What if…?” για το:

Προσωπικά, δεν θα κατέτασσα a priori τον ήχο στο φάσμα του goth-metal/rock, εκτός αν κατηγοριοποιούμε αποκλειστικά βάσει του look της μπάντας. Κατ’ εμέ, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα album πιο κοντά σε AOR προσεγγίσεις (υπό την έννοια του «φιλικού» ακούσματος), με εμφανείς επιρροές από Evanescence και λοιπούς συναφείς ήχους. Το album είναι εντελώς εθιστικό, με ρεφραίν που «κολλάνε» στο μυαλό σου, υπέροχες μελωδίες, καίρια solo, παραγωγή «κρύσταλλο» και δίχως ένα filler (ενδεχόμενο πολύ πιθανό ιδίως για τον συγκεκριμένο ήχο, όσο κι εν γένει για έναν δίσκο που περιέχει 11 κομμάτια). Η εναρκτήρια τριάδα κομματιών, απλά, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Προσωπική αδυναμία το “Bleeding”, ωστόσο και όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν από κοντά, όντας «καρφωτά» δεκάρια. Ζωντανά, δε, τα κομμάτια ακούγονται ακόμα πιο ευχάριστα και πωρωτικά. Σε κάποια προχωρημένη σκέψη μου, κάπου στα early με mid ‘00s, οι Elysion είναι τόσο μεγάλοι όσο οι Evanescence, παίζουν σε αρένες και το “SILENT SCR3AM” πουλάει σαν «ζεστό ψωμί», λαμβάνοντας ισάξια αναγνώριση με την αντίστοιχη του “Fallen”.

Όσοι δεν έχετε ακούσει τον δίσκο ετοιμαστείτε για περίπου 45 λεπτά που θα παραμείνουν τόσο κολλημένα στο μυαλό σας, όσο και οι τσίχλες που κολλούσαμε παλιά κάτω από τα θρανία του σχολείου. Αυτά στα οποία έγραφε τα «μοιραία» τσιτάτα του/της ο/η goth τύπος/τύπισσα που κοροϊδεύαμε με την παρέα, αλλά στην πραγματικότητα γουστάραμε κάργα. Και ναι, ρε… ακόμη και ο «σκληρός» ήχος χρειάζεται το «μέλι» του και το εύκολό του άκουσμα, το οποίο απολαμβάνουμε απενοχοποιημένα (ή ενοχικά και στα κρυφά), τραγουδώντας πλάι στην/-ον emo looking γκόμενά/-ό μας, ονόματι Vampfairy_95 / Vlad_Blood.

4 Likes

Δισκάρα :smiling_face_with_three_hearts:

Και το επόμενο μου είχε αρέσει πάρα πολύ,

Πριν 4 χρόνια είχα δει τη Χριστιάννα στη συναυλία των Wolfheart στο temple, καταχάρηκα και ζήτησα να βγούμε φωτο, τα είπαμε λίγο, ρώτησα για τον επόμενο δίσκο και μου είπε τότε ότι ήταν 99% έτοιμος, δεν ξέρω τι έγινε και δε βγήκε ποτέ, τελευταία είδα στο φβ ότι έγραψε για κάποια προβλήματα υγείας, ελπίζω να είναι καλά

2 Likes

Κάπου είχε πάρει το μάτι μου φωτογραφίες από studio και ότι θα το είχαμε εντός του 2020 το album. Μακάρι να είναι όλα καλά κι εντέλει να ακούσουμε το νέο υλικό.

Εννοείται και το δεύτερο ωραίο, αλλά το ντεμπούτο άλλο πράγμα!

1 Like

Στην ανοιξη μπαινουμε τυπικα, ουσιαστικα και πραγματικα, στις 20 Μαρτιου :stuck_out_tongue:

1 Like

Χαράς ευαγγέλια για τους απανταχού φίλους του thrash η επαναδραστηριοποίηση των Vektor, με την ευκαιρία πάμε μια “σύνδεση με τα προηγούμενα”…

Η αναβίωση του thrash κατά τα 00s έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και υπήρξαν αρκετά συγκροτήματα που αποθεώθηκαν σαν μεγάλες “ελπίδες για το μέλλον”. Η αμείλικτη πραγματικότητα έδειξε ότι τελικά τα αληθινά σπουδαία ήλθαν από τους λιγότερο προβεβλημένους – όπως άλλωστε συχνότατα συμβαίνει.

Οι Vektor φτάνοντας στον τρίτο τους δίσκο – κατά κανόνα κομβικό σημείο σε μια δισκογραφική καριέρα – βρισκόταν ακόμη στο επίπεδο του “κοινού μυστικού”, αρκετά γνωστοί έξω από το underground μεν, σε καμία περίπτωση όμως ένα mainstream όνομα. Με το “Terminal Redux” απέδειξαν γιατί είναι, αν όχι η καλύτερη, σίγουρα η συναρπαστικότερη μπάντα της γενιάς και τους είδους της.

Κατ’ αρχήν, αυτό καθ’ εαυτό το ύφος τους παρ’ ότι εντάσσεται στο tech thrash (ανιχνεύονται επιρροές από τους Coroner, την λύσσα της πρώιμης γερμανικής σκηνής αλλά και τους Voivod – όχι πάντως όσο το logo και το sci-fi concept μαρτυρούν!) έχει επίσης γερές death και black δόσεις, χωρίς να λείπουν τα 70s progressive περάσματα και αναφορές (έλα τώρα, “Cygnus, bringer of balance”;!).
Ο συνδυασμός όλων αυτών σε ένα ταχύτατο αλλά και ακριβέστατο την ίδια στιγμή αποτέλεσμα, συν τα εντελώς “ιδιαίτερα” φωνητικά του David DiSanto (ένας… blackster Schuldiner εποχής “Sound of Perseverance”) προσδίδουν τον πολυπόθητο προσωπικό χαρακτήρα για να ξεχωρίσουν σε ένα κορεσμένο είδος.

Σημειωτέον ότι ο δίσκος έχει διάρκεια 73 λεπτά και η πλειοψηφία των τραγουδιών τραβάνε πάνω από το επτάλεπτο ή για όσο χρειάζεται προκειμένου να αναπτύξουν τις περιπετειώδεις δομές τους, τις απρόσμενες πολλές φορές αλλαγές, και τα ευφάνταστα solos (τα τελευταία συνεισφορές κυρίως του Erik Nelson στο ως επί το πλείστον γραμμένο από τον DiSanto υλικό). Τα συντομότερα κομμάτια που βρίσκονται στην καρδιά του δίσκου (“Ultimate Artificer”, “Pteropticon”) είναι τα πιο παραδοσιακά thrashers, ενώ το “Pillars of Sand” έχει το πιο… catchy refrain!

Όλα αυτά μέχρι να μπει το “Collapse”, μια… power ballad (μέχρι κάποιο σημείο τουλάχιστον) όπου ο DiSanto φτάνει στο σημείο να τραγουδήσει για πρώτη φορά “κανονικά” και το “Recharging the Void” ένα επικό, 13,5 λεπτών κλείσιμο, που συνοψίζει και περιέχει όλα όσα περιγράφηκαν παραπάνω, γυναικεία χορωδιακά φωνητικά κλπ.

Τέλος, σαν δίσκος που κινείται στο ευρύτερο progressive πεδίο, το“Terminal Redux” διαθέτει ένα ενδιαφέρον concept. Πρόκειται για την ιστορία ενός απότακτου διοικητή ενός διαστημόπλοιου που θα ξανακερδίσει την θέση του χάρη σε ένα ορυκτό που θα βρει, ένα ορυκτό που έχει την ιδιότητα να επιμηκύνει την ανθρώπινη ζωή. Σταδιακά θα αποκτήσει πλήρη εξουσία μετατρεπόμενος σε τύραννο, όμως τελικά η ανεξέλεγκτη ελευθερία χωρίς τους περιορισμούς των γηρατειών και της θνητότητας τον συντρίβει και καταλήγει να αυτοχειριαστεί μαζί με το σκάφος του. Μια οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα αλληγορία για το ανθρώπινο είδος και την εξέλιξη του.

Το θέμα είναι ότι, όπως αποδείχτηκε, αυτό ήταν και το υψηλότερο σημείο και της… εξέλιξης των Vektor, με τα πράγματα έκτοτε να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, μέχρι πρόσφατα που δείχνουν να επανακάμπτουν, μακάρι δριμύτεροι ή κι εξίσου δριμείς, κι αυτό ευπρόσδεκτο είναι!

13 Likes