Credits εδώ στον @jonkyr στη συζήτηση που κάναμε όταν ακούγαμε το έπος.
Παράλειψη.
Τα γράφεις ωραία ρε μπαγάσα…
Δε ξέρω για εσάς πάντως εγώ το Breaker το ακούω πιο ευχάριστα από το Metal Heart. Όχι μόνο τώρα αλλά από τότε που τα πρωτοακουσα. Έχει φοβερές μπαλάντες, έχει ροκ ν ρολ, έχει μέταλ όσο δεν πάει, ρεφρεναρες, αγνή καύλα του συγκροτήματος που ανακαλύπτει έναν υπέροχο νέο κόσμο. Τι να λέμε τώρα…
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον φίλο @toxikos συνεχίζω στο πνεύμα των early eighties με το γνωστό(; )
Υπήρξε μια εποχή όπου η γιαπωνέζικη κουλτούρα ασκούσε μια ακαταμάχητη γοητεία σε hard rock και heavy metal συγκροτήματα που έπαιρναν το όνομα τους ή/και τιτλοφορούσαν δίσκους και τραγούδια τους με οτιδήποτε θύμιζε άμεσα ή έμμεσα την χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου! Τα παραδείγματα πάμπολλα, με ένα από αυτά να είναι οι Tokyo Blade από το Salisbury - αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα της Ιαπωνίας θα μπορούσε να πει κανείς!
Οι εν λόγω ανήκουν ψυχή τε και σώματι στο δεύτερο κύμα του NWOBHM και αντλούν τις επιρροές τους από τους, πρώιμους προφανώς, Maiden (εποχής Di’ Anno) και τους επίσης πρώιμους (ξανά… προφανώς!) Def Leppard!
Στο ντεμπούτο τους βρίσκουμε εντυπωσιακά instrumental μέρη, με τους δύο κιθαρίστες Andy Boulton και John Wiggins να επιδίδονται σε “εμπρηστικά” speed αλλά και heavy leads και solos, ανεβάζοντας επίπεδο τραγούδια όπως το “Killer City” ή το “Liar”. Το γνωστότερο κομμάτι εδώ – και δικαίως – είναι το maiden-ικό “If Heaven Is Hell” με τον τραγουδιστή τους Alan Marsh να ξεκινάει με ακριβώς την ίδια “Rock ‘n’ Roll” κραυγή του Παυλάρα στο “Drifter”!
Από την άλλη, η διασκευή στο “Tonight” του Russ Ballard είναι η “υποχρεωτική” απόπειρα για ένα hit, ενώ το “Sunrise In Tokyo” θα ήταν το ιδανικό κλείσιμο αν δεν επέλεγαν να αστειευτούν λιγάκι για το τέλος, τραγουδώντας συνοδεία πιάνου το “Blue Ridge Mountains of Virginia” από μια ταινία των Laurel και Hardy, των οποίων μεγάλοι fans ήταν οι Marsh και Boulton!
Το χάος που επικρατούσε με τις διάφορες εκδόσεις των δίσκων των Tokyo Blade με τα παρόμοια artworks και track lists, φαίνεται κι από το “Midnight Rendezvous” EP που περιείχε κομμάτια που είχαν ηχογραφηθεί με την προηγούμενη σύνθεση της μπάντας (με τον Ray Dismore σαν δεύτερο κιθαρίστα αντί του Wiggins), αλλά κυκλοφόρησε μετά από το “Night of the Blade”! Σε αυτό θα ακούσουμε μια πολύ πιο speed-αριστή μορφή των Tokyo Blade, εξίσου ταιριαστή πάντως!
Το βασικό θέμα όμως με όλους αυτούς τους “latecomers” είναι ότι ερχόντουσαν σε μια στιγμή που λίγο πολύ είχαν εξαντληθεί τα όρια των διαφόρων “ρευμάτων” στα οποία ήταν ταγμένοι – ή ακόμη χειρότερα, είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται άλλα νεώτερα - με αποτέλεσμα να βρίσκονται πίσω από τις εξελίξεις και να παίρνουν βεβιασμένες, και ολέθριες συχνά, αποφάσεις καριέρας.
1997 λοιπόν και αφού έχω λιώσει τα One Second και Draconian Times, και διαβάζω ότι η βασική επιρροή της δημιουργίας τους είναι οι Sisters Of Mercy, πρέπει να βρω έναν τρόπο να ακούσω κάτι από αυτούς. Πως όμως που δεν υπάρχει ιντερνετ; Φυσικά μέσω ενός μεγαλύτερου από το σχολείο που τον πετυχαίνω στη συναυλία των Lost στο Ρόδον και τον ρωτάω αν έχει κάτι. Με τα πολλά μου δίνει μια κασέτα με το Reptile House EP συν κάποια ακόμα χιτάκια ( Temple Of Love, This Corrossion… κτλ.). Εννοείται γούσταρα άπειρα και έτσι φτάνει η ώρα να αγοράσω τον πρώτο -και καλύτερο τους για εμένα- δίσκο First And Last And Always.
Με το που μπαίνει το Black Planet καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα θα είναι… μαύρα αλλά με την καλή έννοια. Σκοτεινιά, κιθάρες που κεντάνε και μπάσο που κρατάει όλον τον ρυθμό μαζί με τον Doctor Avalanche (το γνωστό γιαπωνέζο ντράμερ ) αλλά κυρίως αυτή η φωνή. Βαθιά, μπάσα , μελαγχολική, φανερά επηρεασμένη από Bowie αλλά τόσο ιδιαίτερη που σε σημεία (άκου Amphetamine Logic, Some Kind Of Stranger) εκπέμπει μια φοβερή απελπισία.
Όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι ένα κι ένα, γραμμένα κυρίως από τον Gary Marx (τον αρχικό κιθαρίστα της μπάντας) και τον Wayne Hussey (που μαζί με τον μπασίστα Craig Adams μετέπειτα δημιούργησαν τους The Mission) και στην ουσία δημιούργησαν ίσως τον καλύτερο Gothic Rock δίσκο στην ιστορία, με επιρροές από Bauhaus, Cure ( o παραγωγός του δίσκου David Allen είχε συνεργαστεί και μαζί τους) και Joy Division.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στα κομμάτια που δεν μπήκαν στον δίσκο (μάλλον από εκεί επηρεάστηκαν και οι Lost) δηλαδή στα Poison Door (από τα 2-3 αγαπημένα μου κομμάτια τους ever) , On The Wire, Blood Money , Bury Me Deep , Long Train που τα βρίσκουμε σε επανέκδοση του δίσκου το 2006.
Δυστυχώς αυτός ο δίσκος είναι ο πρώτος και ο τελευταίος που δημιούργησε αυτή η παρέα, καθώς ο Von Eldritch δεν πρέπει να είναι και ο πιο εύκολος χαρακτήρας της μουσικής βιομηχανίας, και όλοι οι υπόλοιποι εγκατέλειψαν, ωστόσο μας άφησαν αυτό το παντοτινό σκοτεινό διαμάντι.
Πάμε και κάτι πρόσφατο, μην μας πούνε και… παρελθοντολάγνους!
Σε ένα έτος που, εκτός όλων των άλλων απροόπτων καταστάσεων, σημαδεύτηκε και από δισκογραφικές επιστροφές μετά από εξαιρετικά μακροχρόνιες απουσίες, οι Cirith Ungol πρέπει να κατέχουν το σχετικό ρεκόρ αφού από το “Paradise Lost” LP τους μέχρι το “Forever Black”, μεσολάβησαν 29 ολόκληρα χρόνια! Σε μια εποχή όμως, όπου πλείστοι όσοι επίδοξοι αναβιωτές του παραδοσιακού metal κάθε μορφής και έκφρασης, πασχίζουν να επαναφέρουν τον “ένδοξο” 80s ήχο, θα συνιστούσε κατάφωρη αδικία να μην έχουν λόγο ύπαρξης κάποιοι από τους πρωτεργάτες του ήχου αυτού, κι έτσι, η επιμονή των Oliver Weinsheimer (Keep It True festival) και Jarvis Leatherby (Night Demon) όπως και των πιστών όλα αυτά τα χρόνια οπαδών, έκαναν το απίθανο αυτό ενδεχόμενο πραγματικότητα, αφού βέβαια προηγήθηκαν κάποια “αναγνωριστικά” live κι ένα single.
Δεδομένων των απουσιών του Michael “Flint” Vujejia και του μακαρίτη Jerry Fogle, πλέον το θρυλικό σχήμα απαρτίζεται από τους “παλιούς” Tim Baker και Robert Garven, τον Jim Barraza που συμμετείχε στο αμέσως προηγούμενο lineup, τον Greg Lindstrom που έπαιξε στο “Frost and Fire” και τον προαναφερθέντα και πολυπράγμονα Jarvis Leatherby στο μπάσο.
Οι θετικοί συνειρμοί ξεκινάνε από το εξώφυλλο κιόλας με τον Elric δια χειρός Michael Whelan να βρίσκεται και πάλι σε πρώτο πλάνο. Οι προσδοκίες δεν θα διαψευστούν με την ακρόαση του – 100% καινούριου - υλικού, που συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά του ήχου των Cirith Ungol, το ορμητικό metal, το doom, το επικό, τη σεβεντίλα. Με το που μπει το “Legions Arise” μάλιστα, σηματοδοτώντας την επιστροφή της μπάντας (μουσικά και στιχουργικά!) και καλώντας τις “λεγεώνες” να εγερθούν με τη σειρά τους, δύσκολα μένει κάποιος ασυγκίνητος.
Αυτός που πάνω απ’ όλα εντυπωσιάζει πάντως είναι ο Tim Baker. Έχοντας μια από τις πιο “ιδιότροπες” φωνές στο metal στερέωμα κι ένα (τουλάχιστον) ασυνήθιστο στυλ ερμηνείας είναι πραγματικά απίστευτο πόσο καλά εξακολουθεί να αποδίδει, πότε οργισμένος, πότε στριγγλίζοντας, μέχρι και “καθαρά” φωνητικά επιχειρεί στις πρώτες στροφές του “Stormbringer”!
Υπάρχει ένα δυσδιάκριτο όριο μεταξύ του απενοχοποιημένα νοσταλγικού και του γραφικού και ευτυχώς το “Forever Black” σε καμία στιγμή δεν το ξεπερνά. Αντίθετα, παρόλο που είναι εμφανώς ο δίσκος που θα έπρεπε να κυκλοφορήσουν μετά το “Paradise Lost” (ή μήπως αμέσως πριν;) δεν ηχεί παρωχημένος εν έτει 2020, ίσως γιατί φτιάχτηκε από ένα συγκρότημα που δεν έχασε ποτέ τον underground χαρακτήρα του και αδιαφορούσε για το αν συμβαδίζει με τις εκάστοτε τάσεις.
Μακάρι αυτή την φορά να είναι πιο τυχεροί, το δικαιούνται όσο ελάχιστοι!
Δεν εχουν φανει και τοσο τυχεροι ως τωρα, αφου δεν μπορουν να δωσουν συναυλιες! Ο δισκος παντως εχει τον ηχο τους χωρις να ακουγεται καρικατουρα, ειναι καλος!
Η Γη της επαγγελίας είναι αυτό που υποσχέθηκε ο Θεός στο λαό του κλπ. Τέλος πάντων, ας υποθέσουμε ότι είναι μία γη πλούσια, γιατί λογικά ο Πανάγαθος για καλό την έταξε. Τι θα έδινε, γουρούνι στο σακί; Περάστε στα κατσάβραχα, νερό δεν έχουμε, χώμα δεν έχει, ούτε σκιά να κάτσετε, προσέχτε και το γκρεμό…ωχ, αυτός μου έπεσε, την άλλη φορά δε θα δώσω το Γκραν Κάνυον…
Φανταζόμαστε λοιπόν κάτι εντυπωσιακό, πιθανόν γαλήνιο, σίγουρα με προοπτικές, γεμάτο, ευχάριστο. Και, ω του θαυμαστού μη-θαύματος, προκύπτει τούτο…
Που τελικά είναι το αρνητικό φιλμ της εν λόγω γης. Η γη αυτή περικλείεται στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου ενός παλιού ερειπωμένου σπιτιού. Δωμάτιο σκοτεινό, καταχθόνιο, τρομακτικό, σατανικό. Αναδύεται μια αποφορά σαπίλας από παντού, από τα έπιπλα, από τους τοίχους, από τα πουθενά και τα παντού του, ενώ ιστοί αράχνης καλύπτουν τα πάντα. Τελικά είναι ένα σπίτι από διήγημα του Λάβκραφτ. Και αντί για το σύρσιμο των ποντικών μέσα στους τοίχους, από παντού ακούς φωνές να τραγουδούν μελωδίες απόκοσμες. Μελωδίες εθιστικές, εφιαλτικές. Ακούς πόνο, ακούς παράπονο, ακούς αγωνία. Και ακούς και μουσικές. Μουσικές, όχι δυνατές, αλλά διαπεραστικές, επίμονες, χαοτικές, σε τέμπο αργό, βασανιστικό, μαύρο. Ακούς τα πάντα, αλλά δεν βλέπεις τίποτα, λες και το εν λόγω σπίτι είναι στο Ίνσμουθ, αλλά χωρίς τους κατοίκους του. Και σιγά σιγά αυτό το μαύρο σε καλύπτει, σε καταπίνει, σε αφομοιώνει, σε εξαφανίζει…
Είναι μάταιο να αναφερθώ στα τραγούδια του δίσκου. Δεν υπάρχει τίποτα που να είναι κατώτερο από κάτι άλλο. Ούτε νότα, ούτε στίχος, ούτε τίποτα. Όλα μοιάζουν να είναι αφοσιωμένα στο να επιτευχθεί ο Σκοπός πιστά, απαρέγκλιτα, απρόσκοπτα.
Ακούγοντας το Promised land καταλαβαίνουμε ότι το Operation μοιάζει να έχει γραφτεί σε άλλο γαλαξία, η επιτυχία του Εmpire, προφανώς δεν τους απασχολεί (όσοι με ξέρετε, γνωρίζετε ότι εμένα δεν με απασχολεί καν ο εν λόγω δίσκος) και εδώ οι Ryche δίνουν τον τελευταίο τεράστιο δίσκο τους. Και χαρίζουν κι αυτοί το APSOG τους, πέντε χρόνια πριν τους Fates. Δωρικοί, αλλά όχι απλοϊκοί, απογυμνώνονται, αποκαλύπτονται μπροστά μας, δίνοντάς μας τα εσώψυχά τους. Και με φόντο μία μουσική που μοιάζει να είναι αποτέλεσμα ξεκούρδιστης μπάντας σε πολλά σημεία, τα απίστευτα, εφιαλτικά φωνητικά του μοναδικού (για πολλούς, όχι πάντα καλούς, λόγους) Τate μας καλοσωρίζουν στην μαυρίλα και την παράνοια της Γης της επαγγελίας…
Ωραίος για άλλη μια φορά ο @toxikos…
… και τεράστιοι οι Queensrÿche του “Promised Land”! Και πως αλλιώς να χαρακτηριστούν, όταν μετά την φοβερή εμπορική επιτυχία του “Empire” (που ήταν κάπως υπερβολικά “γλυκούλι” σε στιγμές) επανήλθαν με κάτι τόσο ενδοσκοπικό και “δύσκολο” (και συνάμα καταπληκτικό) όπως το εν λόγω LP.
Λίγοι, πολύ λίγοι, τολμούν να κάνουν κάτι τέτοιο όταν έχει μπει το νερό στο εμπορικό “αυλάκι”, δείγμα του πόσο άβολα ενδεχομένως να αισθάνθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ενός περιστασιακού κοινού.
Το κακό βέβαια είναι ότι παρήκμασαν απότομα και εντυπωσιακά.
Τεραστιος δισκος και ταφοπλακα ταυτοχρονα. Μπραβο ρε @toxikos, πηρες τον ρολο που εχει συνηθως ο @Ian_Metalhead εδω μεσα , περιεγραψες πολυ ωραια με λεξεις τα συναισθηματα που προκαλει αυτη η δισκαρα.
Τα παραλές λίγο, αλλά σε ευχαριστώ…
Πολύ ωραία τα λέτε παραπάνω, αλλά αδικείτε ελαφρώς το “Empire”. Τεράστιος δίσκος (τις έχει τις μέτριες στιγμές, ο οποίες, ωστόσο, δεν αφαιρούν κάτι), που μάλλον φέρει την “κατάρα” της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας.
Επανερχόμενος στο καταπληκτικό κι ενδοσκοπικό “Promised Land”, να πω ότι “κλείνει” με τον καλύτερο τρόπο μία περίοδο της μπάντας με 5 σερί αριστουργήματα, η οποία συγκρίνεται μόνο με το σερί των Maiden (ω, ναι!). Και για να μην πικράνω τους κ.κ. @toxikos (άλλο ένα υπέροχο κείμενο) και @Ian_Metalhead ο δίσκος είναι σαφώς ανώτερος του “Empire”, μα και τόσο -μα τόσο- διαφορετικός συνάμα.
Σπουδαίο συγκρότημα, αλλά και απίστευτη πτώση από τον εν λόγω δίσκο κι εντεύθεν.
Empire και Promised Land δεκαρακια ακατεβατα, και οι δυο αγαπημενοι μου Queensryche δισκοι.
Μεγαλο κριμα που η συνεχεια δεν ηταν αναλογη, θα μπορουσαν να ειχαν βγαλει πολλες δισκαρες ακομα αν δεν τα ειχαν κανει λιγο μανταρα.
Τώρα που τα είπατε τόσο ωραία για το “Promised land”, να πω κι εγώ τι σκέφτομαι γι΄αυτό το album, να μου πείτε αν είμαι παράλογος ή όχι.
Στα αυτιά μου το “Promised land” ακούγεται σαν να το ηχογράφησε άλλη μπάντα, όχι οι Queensryche. Κι εξηγούμαι: το κάθε album τους μέχρι τότε είχε το δικό του ιδιαίτερο ήχο (από χαρακτηριστικό αμερικάνικο power, μέχρι κλασικό heavy, κι εμπορικό-radio friendly metal), αλλά πάνω-κάτω αναγνωρίζεις κοινά σημεία ή, τέλος πάντων, την εξέλιξή τους βήμα-βήμα. Ε, στο “Promised land” αυτό εγώ δεν το βλέπω. Βλέπω ένα σημείο 0, καινούριο, δίχως προηγούμενο.
Μου έρχεται να το παραλληλίσω με το “A pleasant shade of grey”. Όχι μόνο γιατί κι αυτό αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα ενδοσκοπικού, σκοτεινού και συγκινητικού δίσκου μίας άλλης μπάντας, αλλά γιατί κι εκεί παρατηρώ μία στροφή 180% μοιρών σε σχέση με την προηγούμενη πορεία τους.
Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, αλλά και τα δύο albums είναι τα αντίστοιχα αγαπημένα μου της κάθε μπάντας και σπάνια θα τα βάλω να τα ακούσω λόγω ακριβώς των τόσο έντονων συναισθημάτων που μου προκαλούνε. Τα θυμάμαι απ’ έξω, ούτως ή άλλως.
Αφού πιάσαμε την κουβέντα για τους Queensrÿche, ας αποδώσουμε τα εύσημα και στο πρώτο τους full length!
Το ομώνυμο EP των Queensrÿche έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό, έτσι η ΕΜΙ δεν έχασε χρόνο και αφού υπέγραψε το καινούριο συγκρότημα, τους έστειλε στο Λονδίνο με παραγωγό τον James Guthrie (αυτόν των Pink Floyd!) κι ένα σεβαστό για πρωτοεμφανιζόμενους budget για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο LP τους. Επενέβη όμως, αλλάζοντας εν αγνοία της μπάντας τη σειρά των τραγουδιών στο album (που θα έπρεπε να ξεκινάει με το “NM 156” και το ομώνυμο να βρίσκεται προτελευταίο) και όταν τα έξοδα υπερέβησαν κατά πολύ τα προϋπολογισθέντα, πήρε το mixing από τα χέρια τους και το έδωσε αλλού.
Αυτός ίσως είναι ο λόγος που οι κιθάρες ακούγονται αρκετά “υποτονικές” και το album στερείται έντασης κι επιθετικότητας – για metal πάντα. Από την άλλη, η ατμόσφαιρα που το διαπνέει είναι έτσι κι αλλιώς σκοτεινή και απαισιόδοξη, βοηθούσης και της οργουελλιανής θεματολογίας των στίχων - σημειωτέον ότι, υπακούοντας σε μια από εκείνες τις “σατανικές” συμπτώσεις, το “The Warning” κυκλοφόρησε το 1984!
Εδώ σε σύγκριση με το προηγηθέν ΕΡ θα βρούμε λιγότερο “ακραιφνείς” metal στιγμές, όπως το “No Sanctuary”, ή το μελαγχολικό τελευταίο κομμάτι “Roads To Madness” που επωφελείται από το ορχηστρικό μέρος υπό την διεύθυνση του Michael Kamen. Βέβαια, οι επιρροές από τους Maiden π.χ. υπάρχουν ακόμη, κι εντοπίζονται στις διπλές κιθαριστικές αρμονίες των DeGarmo και Wilton, ενώ η έκταση της φωνής του εντυπωσιακού Geoff Tate είναι συγκρίσιμη με εκείνη του Rob Halford!
Έτσι, κομμάτια όπως το “En Force” και το “Deliverance” είναι σπουδαία δείγματα της metal πραγματικότητας όπως ήταν τότε και όπως θα διαμορφωνόταν στο εγγύς μέλλον. Και δεν είπαμε τίποτε για το progressive φουτουριστικό έπος “NM 156” με τα ηλεκτρονικά τύμπανα, ή την power μπαλάντα “Take Hold Of The Flame” που έμελλε να εξελιχθεί σε συναυλιακό highlight!
Το “The Warning” μπορεί να ξεπεράστηκε από τους ίδιους τους Queensrÿche που εξέλιξαν το ύφος τους με εντυπωσιακότερα αποτελέσματα στα επόμενα δύο album, παραμένει όμως ένας από τους πλέον επιδραστικούς δίσκους που άφησε ανεξίτηλο σημάδι και βαθύ αποτύπωμα στην “λυρική” πτέρυγα του US power metal, πάνω στο οποίο πάτησαν πάμπολλοι.
Τρομερό άλμπουμ!! Μες την πεντάδα με τα καλύτερα USA power metal όλων των εποχών για μένα.
Tate δε πιάνεται και δε συγκρίνεται με κανέναν εκείνη τη περίοδο, γνώμη μου.
Στο λαιβ του 85 στο Japan και πιο συγκεκριμένα στο take hold νομίζω ότι είναι εξωπραγματικος. Όσες φορές και να δω τη συναυλία τους εκεί δε τη χορταίνω!!
Προσπαθούσα να γράψω ένα κείμενο για πολλή ώρα. Έγραφα, έσβηνα, ξαναέγραφα… κάτι δεν «κολλούσε». Πολύ «πλάτιασμα» κι απομάκρυνση από την ουσία. Μετά θυμήθηκα ότι το θέμα προτρέπει για «λίγα λόγια». Και η αλήθεια είναι ότι το καλλιτεχνικό βάρος του εν λόγω πονήματος «πέφτει» πολύ για τον οποιονδήποτε, αποτρέποντας άσκοπες φλυαρίες.
Δύο μεσήλικες, λοιπόν, παραδομένοι στην ευεργετική κι επουλωτική επίδραση του πανδαμάτορος χρόνου, ανασυνθέτουν τα πρότερα δημιουργήματά τους, τοποθετώντας τα σε νέο πλαίσιο και αναδεικνύοντας την οικουμενικότητά τους, γεγονός που επιστεγάζει την καλλιτεχνική τους ιδιοφυΐα. Κατά μία ερμηνεία, η προσέγγισή τους είναι ταυτόχρονα βαθύτατα φιλοσοφική και διδακτική. Έχοντας οι ίδιοι «καρπωθεί» ό,τι -θεωρητικά πάντα- ονειρεύεται (ή καλύτερα ορέγεται) ο αδηφάγος πολίτης του Δυτικού κόσμου, ήτοι χρήμα, δόξα, επιτυχία, απολαύσεις, καταχρήσεις και larger than life εμπειρίες, ενεργούν ως πρεσβευτές της ένωσης με την Ανατολή, και -όσο και αν φαντάζει οξύμωρο, βάσει του τι απήλαυσαν, ως μέρος της βιομηχανίας, στη Δύση- θέτουν τους όρους της προσέγγισης των δύο μερών, υπό το πρίσμα του αμοιβαίου σεβασμού. Υπερβαίνοντας τα «στεγανά» και τις στρεβλώσεις της χρησιμοθηρικής, μισαλλόδοξης, φοβικής και ισοπεδωτικής εφαρμογής της Παγκοσμιοποίησης, ως γνήσια υπερβατικοί (αλλά και ουσιαστικοί συνάμα) καλλιτέχνες, εμμένουν στην ουσία των πραγμάτων, αναδεικνύοντας τη μόνη ουσιαστική, γνήσια κι ειλικρινή βάση επί της οποίας μπορεί να επιτευχθεί η ένωση φαινομενικά διαφορετικών μερών, ανεξαρτήτως αν αναφερόμαστε σε πολιτισμικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά ή οποιαδήποτε άλλα «παντρέματα». Αυτή του ανθρωπισμού και του σεβασμού στα διακριτά χαρακτηριστικά του έτερου μέρους.
Τα ανωτέρω, εξ αφορμής της εκ νέου ακρόασης, μετά από πολλά χρόνια, του ταξιδιάρικου:
Κι εσύ εστίασες στην ουσία στο πολύ περιεκτικό κείμενο σου φίλε @The_Black_League με το No Quarter να αποτελεί μια ιδανική αφορμή για να επεκταθείς πέραν του ειδικού, στο γενικό!
Να προσθέσω με την σειρά μου ότι η χρησιμοθηρία και η νοησιαρχία, κυρίαρχα σχήματα στην Δυτική σκέψη και γνήσια τέκνα της λατινικής, καταφατικής θεολογίας, επιβλήθηκαν σαν… θέσφατα και στον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένου και του, έτσι κι αλλιώς από ιδρύσεως του μεταπρατικού ιδεολογικά, ελλαδικού κρατιδίου.
Για το ειδικό, τι να πούμε; Έχουν γραφτεί τα πάντα.
Όλο το θέμα και η ουσία είναι η προσέγγιση του δίσκου. Ακουστική, «απογυμνωμένη», καθιστώντας την Ανατολή επί ίσοις όροις συμμετέχοντα και όχι δίνοντάς της το ρόλο του κομπάρσου ή του «βαστάζου» των «δυτικών» (σε πολλά εισαγωγικά) ηχοτοπίων.
Για τα εν Ελλάδι αλλότρια δάνεια που αναφέρεις, όσο και την εν γένει θέση της Ελλάδας στο δίπολο Δύσης-Ανατολής (κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, ιδιοσυγκρασιακά και πάει λέγοντας), θεωρώ ότι είμαστε από τις χώρες που εμπίπτουμε στο μεταίχμιο. Αυτή η θέση έχει παράξει πλήθος οξύμωρων και παράδοξων, τα οποία καλύτερα να μην αρχίσουμε να τα αναλύουμε γιατί δεν εμπίπτουν στο θέμα και θα οδηγήσουν, αναντίρρητα, σε ατραπούς.
Τα γραφετε ωραια ρε μπαγασες…