Μια και βρισκόμαστε στο 1989, είναι μία ευκαιρία να αραδιάσουμε μερικά γραμματάκια παραπάνω για έναν σημαντικό δίσκο. Τρίτο, κατά σειρά, φτάνει το “Practice what You Preach” στην Καλιφόρνια και οι Testament, κατά μία έννοια, μπορούμε να ισχυριστούμε, πως κάνουν ό,τι θέλουν.
Έχει, ήδη, κυκλοφορήσει το “Master of Puppets”, παίρνει κεφάλια και δίνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στη metal σκηνή, όσον αφορά τον τέλειο ήχο σε όλα τα όργανα - στα στρώματα κιθάρας, στα τύμπανα, στην καθολική αντίληψη όγκου. Οι Testament το θέλουν και το μπολιάζουν στο αίμα τους με το αποτέλεσμα να τους δικαιώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αφήνουν περιθώρια για υπερίσχυση κακεντρεχών σχολίων. Ας είναι καλά ο Alex Perialas, ο οποίος είχε αναλάβει, σχεδόν, ολόκληρη την τότε ανερχόμενη Αμερικάνικη σκηνή και φυσικά, κράταγε το χεράκι των Testament από τα πρώτα τους βήματα και εδώ, στο τρίτο και τέλειο χτύπημα, τους πήγε ηχητικά στο αρτιότερο σημείο.
Άλλωστε, έχουν έναν εγκέφαλο, που ακούει στο όνομα Alex Skolnick και αποφασίζει να θερίσει με ιδιαίτερο τρόπο στα χωράφια των συνθέσεων. Η ανάμειξή του, η συνθετική, με τους υπολοίπους παράγει ένα δίσκο, που ενίοτε αγγίζει τα όρια του crossover και πότε το groove-άρισμά του ξεπερνάει την καθομιλουμένη του εν γένει thrash ιδιώματος. Μέγιστο παράδειγμα συγχώνευσης των δύο ορίων είναι το “Sins of Omission”. Δεν γίνεται λόγος απλά για thrash metal, κάτι μάλιστα που το υπεραγάπησε ο Warrel Dane -όπως και τη συγκεκριμένη μπάντα, φυσικά (βλ. “Low”)- και το έφερε στα μέτρα των Nevermore. Ο ίδιος, ο Alex, από την άλλη πλευρά, κάνει μία πολύ ξεχωριστή κίνηση: φέρνει την αγάπη του για τα blues και τα fussions, ενώ δε διστάζει να δανειστεί λίγο από την ηχητική γνωριμία μας με τον Criss μέσα από το “Sirens” (και το 'χαμε πει, πως ο κιθαριστικός του τρόπος καθόρισε, ήδη, από εκεί μέσα την εξέλιξη του Αμερικάνικου thrash και metal).
Φυσικά, όλοι μέσα στην μπάντα δικαιούνται τη μερίδα του λέοντος για το μεγαλείο αυτού του δίσκου, αλλά όταν τον ακούω ολόκληρο ή κατ’ επιλογή των τραγουδιών του, δίνω έμφαση στο άρτιο παίξιμο του Louie Clemente (Κλιεμάν[τε] για να κάνετε και προφορά). Ο άνθρωπος αυτός, μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τα μεγάλα ονόματα της Αμερικάνικης thrash σκηνής, αλλά, ειδικά εδώ μέσα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από κανέναν και κανένας δε θα μπορούσε να δώσει στα κομμάτια καλύτερη απόδοση. Είναι η τρέλα του (που σε παίρνει και σένα μαζί) στο ομότιτλο, είναι και η απόλυτη συγκέντρωσή του στο “The Ballad”. Εν ολίγοις, ο Louie μας μαθαίνει, πως μπορείς να παίξεις δυναμικά και να συγκρατείσαι από το να ρίχνεις απανωτές δίκασες για υπερδυνάμωση. Το έκανε και ο Lars, βέβαια, αυτό στο “Master…”, αλλά ας μείνουμε συνεπείς εδώ.
Προσωπικά, τα βρήκα με τους Testament σε αυτό το τρίτο τους βήμα. Η συνέχεια, κάπως, δε με κράτησε συγκεντρωμένο, που σημαίνει ότι εδώ έβαλαν ό,τι είχαν και δεν είχαν από θέμα έμπνευσης και σωστής διαχείρισης. Στα τελευταία τους δεν έκατσα να ψαχτώ. Αλλά, ενώ το “Souls of Black” ξεκινάει με τις καλύτερες των προδιαγραφών, για να έφτανε ή και να ξεπέρναγε το “Practice…”, εντούτοις, κάνει μία βουτιά, με το άσμα “Legacy”, βέβαια, να ανεβάζει ξανά τον πήχη πλάι πλάι στο “The Ballad”.
Ξεχάσαμε κάτι; Α ναι, ένα όνομα: Megaforce.