..Με λίγα λόγια

image

Μου αρέσει αρκετά το 70’s prog rock αλλά ενώ ήξερα τους Camel σαν όνομα όλο ανέβαλα να τους ακούσω. Μέχρι που πρότειναν κάποιοι τραγούδια τους στο παιχνίδι musical calendar (τον @RiderToUtopia θυμάμαι ως πιο πρόσφατο)

Μου κίνησαν το ενδιαφέρον και ξεκίνησα με το 1ο άλμπουμ. Πλέον έχω ακούσει όλα των 70’s μέχρι τώρα και δηλώνω ότι έχω πάθει την πλάκα μου. Δεν ξέρω αν έχει ταξιδέψει ο νους μου με την μουσική κάποιας μπάντας περισσότερο απ τους camel. Απίστευτες μελωδίες, χαλαρωτικές και με φλάουτο κερασάκι στην τούρτα. Έβαλα ενδεικτικά το Mirage του 74 γιατί μου άρεσε λίγο παραπάνω απ τα άλλα και πάει καρφί για αγαπημένο μου εκείνης της χρονιάς btw. Άργησα γιατί την είχα μπροστά στα μάτια μου αλλά χαίρομαι που άκουσα επιτέλους αυτήν την μπαντάρα

23 Likes

Για τη συνέχεια σου προτείνω να άκουσεις και τα moonmadness και snowgoose , που είναι ακόμα πιο “αλλού”. Και το ντεμπούτο που ήταν το σκαλοπάτι για το mirage (και μετά για εμενα rain dances και rajaj , αλλά τα πιο κλασικά είναι η πρώτη τετράδα) . Το mirage βέβαια, είναι κατά γενική ομολογία το magnum opus τους. Χαίρομαι πάρα πολύ που σου αρέσουν μαν!!

7 Likes

Όλα στο πρόγραμμα είναι :wink:

1 Like

Δεν παραλείπεις Stationary Traveller και Harbour of Tears (top 3 Camel προσωπικά αυτό, όλο λέω να γράψω κείμενο). Σε ζηλεύω.

3 Likes

Μπορεί το Let’s Play του φίλου @anhydriis να μας δίνει την ευκαιρία να… ξεχαρμανιάζουμε κάθε εβδομάδα γράφωντας λίγα λόγια για αγαπημένους δίσκους, όμως κάποιοι εξ αυτών νομίζω αξίζουν περαιτέρω αναφοράς - ειδικά οι λιγότερο διάσημοι. Πάμε λοιπόν κάτι από το 1973:

Μετά την διάλυση των πολύ επιτυχημένων Poll, τα μέλη τους ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Ο μπασίστας - κιθαρίστας – τραγουδιστής Σταύρος Λογαρίδης, όντας το πιο ασυμβίβαστο πνεύμα από όλους, σχημάτισε στα τέλη του 1972 τους Ακρίτας, μαζί με τον Άρη Τασούλη (πιάνο και όργανο) και τον Γιώργο Τσουπάκη στα drums.

Το πρώτο, ομώνυμο LP τους, με την guest συμμετοχή του Δήμου Παπαχρήστου στην ηλεκτρική, κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά και αποτελεί το μοναδικό τεκμήριο της δημιουργικότητας των εν λόγω. Σε αυτό θα ακούσουμε περιπετειώδες (με όλη τη σημασία της λέξεως) progressive rock όπου συνυπάρχουν οι jazz αυτοσχεδιασμοί της σκηνής του Canterbury, οι ρυθμοί των ELP, αλλά και η επιρροή της ιταλικής σκηνής, ειδικά του “συμφωνικού” σκέλους της με προεξάρχοντες τους Banco Del Mutuo Soccorso, χωρίς να λησμονούμε την ψυχεδέλεια των late sixties!. Αυτό όμως που ξεχώριζε τους Ακρίτας είναι ότι διατηρούσαν την ελληνική ιδιοπροσωπία τους, κάτι που εκτείνεται πέραν των στίχων – οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, είναι δια χειρός Κώστα Φέρρη και διηγούνται με έναν κάπως ασαφή, ονειρικό τρόπο, την ιστορία κάποιου που, στα πρόθυρα του βιολογικού του τέλους, αναπολεί την ζωή του.

Το όλο έργο λειτουργεί σαν ενιαία οντότητα, περνώντας από αιθέριες μελωδίες σε “δύστροπα”, απαιτητικά μέρη με εξεζητημένες ενορχηστρώσεις, με το συγκρότημα να ονοματίζει ξεχωριστά κάθε επιμέρους τμήμα (13 συνολικά τραγούδια) αντίθετα με την συνήθη τότε τακτική στον χώρο του progressive που ευνοούσε τα μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια. Υπό αυτή την έννοια δεν έχει νόημα να ξεχωρίσουμε κάποια “κορυφή” δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω ότι το “Τραγούδι” μου ξυπνάει πάντα μια παιδική, καταχωνιασμένη ευαισθησία που δεν ήξερα ότι διαθέτω ακόμη. Τα μόλις 33 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος απομακρύνουν την πιθανότητα να γίνει κουραστικός, από την άλλη κάποια μέρη και μελωδίες αφήνουν την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, ότι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περισσότερο.

Οι απογοητευτικές πωλήσεις του δίσκου, ακόμη και στην Ελλάδα (του 1973, ας μην το ξεχνάμε - τα πήγε όμως κάπως καλύτερα στην Γερμανία και την… Ιαπωνία!) έφεραν απογοήτευση στις τάξεις του συγκροτήματος και, μοιραία, μετά από λίγα χρόνια την διάλυση. Πάντως, αυτό το πρώτο LP τους κέρδισε την ανεπιφύλακτη αναγνώριση των σχετικών κύκλων, έστω και με καθυστέρηση.

19 Likes

Συνεχίζοντας με τα “παραλειπόμενα” του 1973 και επειδή δεν μπόρεσα τελικά να χωρέσω στην πεντάδα του έτους κυκλοφορίας του κάποιο από τα υπέροχα LPs των Renaissance, θα επεκταθώ αναλυτικότερα σε αυτά που έγραφα πριν λίγο καιρό για το…

Στο “Ashes Are Burning” παγιώνεται η δεύτερη ενσάρκωση των Renaissance, μακριά από το σχήμα των Jim McCarty και Keith Relf που γεννήθηκε από τις στάχτες των Yardbirds. Πλέον η μπάντα σχηματοποιεί τον προσωπικό χαρακτήρα της και δείχνει ξεκάθαρα ότι διαθέτει και συμφωνικές τάσεις έχοντας μια ορχήστρα εγχόρδων να τη συνοδεύει σε δύο κομμάτια.

Το πρώτο είναι το εκπληκτικό εναρκτήριο “Can You Understand?” που ξεκινάει με ένα gong και την επιβλητική εισαγωγή (με επιρροές από τους ρώσους κλασικούς) από το πιάνο του John Tout - που άλλωστε είναι το κυρίαρχο όργανο στους Renaissance - πριν βυθιστεί σε μια folk μεγαλοπρέπεια. Το άλλο είναι το “Carpet of the Sun”, παραδόξως το συντομότερο κομμάτι στο δίσκο, όπου η ερμηνεία της Annie Haslam, σε συνδυασμό με τη μαγευτική μελωδία, παρασύρει τον ακροατή. Όπως καθηλώνει και στο “At the Harbour” (την μοναδική μελαγχολική νότα σε ένα γενικά αισιόδοξο album), που ενσωματώνει ένα απόσπασμα ενός έργου του Debussy (“La Cathédrale engloutie”) στην αρχή και το τέλος του.

Με την εξαίρεση της τελευταίας συνθετικής συνεισφοράς του McCarty, του πολυφωνικού “On the Frontier”, όλο το υπόλοιπο υλικό είναι γραμμένο από τον Michael Dunford με στίχους της ποιήτριας Betty Thatcher. Ο οποίος Dunford, σημειωτέον, δεν ήταν επισήμως μέλος τους κατά τις ηχογραφήσεις κι έτσι οι Renaissance βρέθηκαν για λίγο χωρίς κιθαρίστα! Έτσι, ο χαρισματικός Jon Camp (που είναι παρεμπιπτόντως εξαιρετικός με το μπάσο του) ανέλαβε και την ακουστική κιθάρα σε κάποια κομμάτια, ενώ ο Dunford έπαιξε στα υπόλοιπα, αναβαθμιζόμενος εκ νέου σε πλήρες μέλος αμέσως μετά την κυκλοφορία!

Το ομώνυμο τέλος, χρήζει ξεχωριστής αναφοράς, μιας και πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα έργα τους. Έχει να επιδείξει πλούσια ενορχήστρωση, εκπληκτικά φωνητικά (ξανά!) και ένα heavy instrumental κλασικίζον μέρος, πριν καταλήξει σε ένα πανέμορφο solo στην ηλεκτρική από τον Andy Powell των Wishbone Ash, με τους οποίους είχαν κοινό management.

Όσο κι αν είναι μοιρασμένες οι απόψεις για το ποιος είναι ο ανώτερος δίσκος των Renaissance, ομολογουμένως στο “Ashes Are Burning” επιτυγχάνουν την ιδανική ισορροπία μεταξύ folk, κλασικής και ακουστικού progressive.

8 Likes

Για αρκετούς δίσκους έχω τύψεις που δεν τους χώρεσα στην πεντάδα, για έναν όμως έχω μετανοήσει πραγματικά που δεν το έκανα, οπότε θα του αφιερώσω λίγα παραπάνω λόγια:

Η διάλυση των VdGG το 1972 είχε σαν αίτια το βεβαρημένο πρόγραμμα, την έλλειψη υποστήριξης από την εταιρεία τους και τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Δεν υπήρχαν δηλαδή οι, συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις, προσωπικές ή/και μουσικές διαφορές μεταξύ των μελών. Έτσι, ο χωρισμός όχι μόνο έγινε σε φιλικό κλίμα, αλλά οι δρόμοι τους εξακολουθούσαν να διασταυρώνονται με αποκορύφωμα τις συμμετοχές των υπολοίπων τριών στα solo album του Peter Hammill!

Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η επανασύνδεση της γνωστής τετράδας που δημιούργησε τόση και τόσο υπέροχη μουσική συνέβη με απόλυτη φυσικότητα και νομοτέλεια! Το νεαρό της ηλικία τους μάλιστα, συνεπικουρούμενο και από την ιδιοσυγκρασία τους, υπαγόρευε ότι δεν θα επέστρεφαν επενδύοντας στην νοσταλγία διατηρώντας τις φόρμες του παρελθόντος, ούτε για να δημιουργήσουν “τον γιο του Pawn Hearts” όπως επί λέξει δήλωνε ο Hammill! Και πράγματι, σε μια όπως αποδείχθηκε πολύ γόνιμη περίοδο, ηχογράφησαν τρεις δίσκους σε ενάμιση χρόνο, με πρώτο και εντυπωσιακότερο αυτών, το “Godbluff”!

Ήδη από το περίβλημα καθίσταται εμφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι ξεχωριστό, με το λιτό, αυστηρό εξώφυλλο από τη μία και τον αρχηγό στο πίσω μέρος να απεικονίζεται κρατώντας μια… ηλεκτρική κιθάρα! Όσον αφορά το περιεχόμενο αυτό καθεαυτό, εδώ έχουμε τέσσερα (πάνω - κάτω) δεκάλεπτα κομμάτια, δύο σε κάθε πλευρά, που εκτυλίσσονται και αναπτύσσονται με έξοχα εντυπωσιακό τρόπο παράλληλα με το στιχουργικό τους σκέλος, και την πανταχού παρούσα υποβόσκουσα ένταση να εκδηλώνεται με προφανή και μη, τρόπο, σε ένα ηχητικό τοπίο σχετικά απογυμνωμένο σε σύγκριση με ότι είχαν παρουσιάσει παλιότερα.
Από το ήρεμο φλάουτο του Jackson και το ψιθύρισμα του Hammill που ανοίγουν την αυλαία με το “Undercover Man” στο πολυθεματικό, ενίοτε οργισμένο “Scorched Earth”, το επιθετικότερο όλων, υπέρτατο “Arrow” και το πότε “μεσαιωνικό”, πότε με… lounge διαθέσεις “Sleepwalkers”, τα κομμάτια λειτουργούν τόσο άψογα που αφήνουν την αίσθηση ότι αλληλοδιαπλεκονται αποτελώντας ένα αδιαίρετο σύνολο – ίσως γι’ αυτό δεν παρεμβάλλεται κενό στην πρώτη πλευρά! Ας σημειωθεί ότι όσο κι αν για άλλη μια φορά η ερμηνεία και η εκφραστικότητα του Μεγάλου οδηγούν την μουσική, οι υπόλοιποι τρεις επίσης βρίσκονται σε σπουδαία φόρμα, με τον Jackson ειδικά να έχει πάρει εν πολλοίς πάνω του τα solos, είτε κρατάει το φλάουτο είτε το σαξόφωνο με τουλάχιστον αποστομωτικά αποτελέσματα!

Το “Godbluff”, σκοτεινό, δραματικό, ενδοσκοπικό και δύστροπο, όχι μόνο εγκαινίασε μεγαλοπρεπώς την δεύτερη περίοδο των VdGG, αλλά πιστοποίησε ξανά πόσο ξεχωριστή περίπτωση ήταν οι εν λόγω.
Για ουκ ολίγους μάλιστα, είναι ότι καλύτερο έβγαλαν ποτέ!

14 Likes

Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι τον παρακάτω δίσκο για τον οποίο θα γράψω λίγα λόγια, τώρα τον γνωρίζω, οπότε δεν θα υπάρξει καμία μεγάλη εμβάθυνση όπως συνηθίζεται στο παρών θέμα. Περισσότερο για να διαβάσω και άλλες γνώμες κάνω αυτό το ποστ.

Έτυχε να πάρω μέρος σε μια συζήτηση για ένα από τα αγαπημένα μου μουσικά θέματα, όπως δίσκοι των 90s που άνοιξαν δρόμους, τολμηρούς, αβαντ-γκαρντ, προοδευτικούς κλπ. Φυσικά αναφέρθηκαν μπάντες όπως Ulver, In The Woods, Dodheimsgard, Arcturus κ.α. Μέχρι που έπεσαν στο τραπέζι οι τελείως άγνωστοι για εμένα Ιταλοί Monumentum και ο δίσκος τους In Absentia Christi (1995) με φράσεις τύπου: Από τους πιο αδικημένους δίσκους των 90s, ισάξιος και εξίσου σημαντικός με έργα από μπάντες που αναφέραμε πριν και άλλα τέτοια.

Μου έκανε εντύπωση που ούτε καν ακουστά δεν τους είχα μέχρι πριν λίγες μέρες, όταν ο ατμοσφαιρικός ήχος των 90s είναι από τους αγαπημένους μου. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα να τον ακούω και μπορώ να πω, πως όντως είναι πολύ καλός, σκοτεινός, ατμοσφαιρικός και διαφορετικός από το γενικό πρόσταγμα της εποχής του. Μάλιστα προηγήθηκε πολλών.

Μπορώ να καταλάβω τα μεγάλα λόγια που ακούστηκαν στην συζήτηση και ίσως αν τον άκουγα όταν “έπρεπε” να τον είχα δίπλα σε δίσκους όπως π.χ Themes from William Blake’s The *Marriage of Heaven and Hell, Omnio, Strange In Stereo, 666 International, La Masquerade Infernale. Τώρα δεν ξέρω :thinking:

ΥΓ1: Κάνανε αγνώριστο το Fade To Grey από Visage

ΥΓ2: Έχουν σπλιτ με τους Rotting Christ το 1991

6 Likes

Το πήρα πρόσφατα κ εγώ χωρίς να έχω ακούσει κάτι από αυτούς κ το σοκ ήταν μεγάλο. Τεράστιος δίσκος.

3 Likes

λόγω μεγαλύτερου γνωστού που άκουγε τότε "περίεργα " είχε τύχει να ακούσω το δίσκο και να τον έχω σε κασέτα (αντιγραμμένη φυσικά) μαζί με θεούς decorayh. προφανώς στην ηλικία που τον πρωτοάκουσα δεν έδωσα μεγάλη σημασία. αυτό βέβαια άλλαξε σχετικά σύντομα μαζί με τα γούστα μου. Να σημειωθεί οτι ο ιθύνων νους της μπάντας είναι τεράστια μορφή στο underground των 90ς όντας ιδιοκτήτης της obscure plasma, avant garde records. Το cd το είχα πάρει από το happening και το βινύλιο πρόπερσι μαζί με το σπλιτ από φλόγα. πρέπει να βρω χρόνο να γράψω για in the woods… στα Γιάννενα

5 Likes

Δεν είμαι σίγουρος αλλά κάπου διάβασα για αυτούς πρόσφατα. Κάτι για επανακυκλοφορίες. Δεν τους ήξερα βασικά, πρέπει να ακούσω πρώτα.

1 Like

το συγκεκριμενο δισκο το ειχα παρει καπου εκει πισω το 1995, και ναι το 7αρι με τους Rotting Christ ειχε παιξει τον ρολο του στην αγορα μου.

4 Likes

θεούς decoryah

πωωω, τι μας θυμησες…
το σοκ απο το breathing the blue ήταν τέτοιο που τα προηγούμενα 2 αποκτήθηκαν με συνοπτικές διαδικασιες. φοβερή ατμόσφαιρα και ας είχαν μετρια(…είμαι πολύ ευγενικός) παραγωγή. πάντως την περίοδο που έβγαλαν το breathing the blue, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να τους είχε τιμήσει και το MH με συνέντευξη(πρέπει να ήταν στο Horror ένθετο)!!

1 Like

Λαβών αφορμή από την πρόσφατη κουβέντα για τα sixties όπως και από την αναφορά του @martian , ας εκφράσω ξανά τον απεριόριστο θαυμασμό μου για το…

Η σχετική επιτυχία του “Da Capo” και του single “Seven & Seven Is” ήταν η ευκαιρία των Love να γίνουν γνωστοί πέρα από τα όρια της Πολιτείας τους. Αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω της άρνησης, κυρίως του Arthur Lee, να περιοδεύει εκτός Καλιφόρνια. Όταν το πενταμελές πλέον, μετά την αποχώρηση των Pfisterer και Cantrelli, σχήμα μπήκε στο στούντιο για τον τρίτο τους δίσκο, οι σχέσεις μεταξύ Lee και Bryan MacLean έβαιναν διαρκώς επιδεινούμενες λόγω της απροθυμίας του πρώτου να συμπεριλάβει συνθέσεις του δεύτερου στον επερχόμενο δίσκο με τη δικαιολογία ότι δεν συμβάδιζαν με το γενικότερο κλίμα του. Τελικά, οι μοναδικές συνεισφορές του MacLean ήταν τα “Alone Again Or” και “Old Man”.

Οι υπόλοιποι ήταν σε χειρότερη κατάσταση, αφού η βαριά εξάρτηση τους από ναρκωτικές ουσίες δεν τους επέτρεπε να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις των νέων τραγουδιών. Η λύση που σκαρφίστηκε ο για μια ακόμη φορά παραγωγός τους, Bruce Botnick, ήταν να επιστρατεύσει τους καλύτερους από τη δεξαμενή session μουσικών Wrecking Crew στο LA, οι οποίοι πρόλαβαν να ηχογραφήσουν τα “Andmoreagain” και “Daily Planet” προτού η κανονική μπάντα ανασυγκροτηθεί θορυβημένη! Στο μεταξύ ο Lee είχε καταφύγει στη βοήθεια του μουσικοσυνθέτη David Angel για τα ορχηστρικά μέρη με έγχορδα και χάλκινα πνευστά που σκόπευε να συμπεριλάβει.

Το τελικό αποτέλεσμα επαλήθευσε τη θεωρία που υποστηρίζει πως όταν υπάρχει εντός του συγκροτήματος μια μεγαλοφυΐα στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητας της, τότε τα όποια εμπόδια υποβιβάζονται σε απλές υποσημειώσεις.
Γιατί το “Forever Changes” είναι ένα έργο τέχνης δυσθεώρητης ποιότητας, διαχρονικό όσο και γνήσιο τέκνο της εποχής του, που διεμβολίζει διάφορα στυλ (κλασικά εμφορούμενη ψυχεδέλεια, folk, pop, latin, hard rock, πρώτο-punk) και τα συνθέτει σε ένα άρραφο σύνολο που έχει να επιδείξει πανέμορφες όσο και μεγαλειώδεις μελωδίες κι εξεζητημένες ενορχηστρώσεις όπου η παραμικρή λεπτομέρεια έχει τη σημασία της.

Αναφορικά με τους στίχους, ο Arthur Lee ευρισκόμενος σε ποιητικό οίστρο και έχοντας το ρόλο του παρατηρητή, γράφει για ζητήματα όπως οι φυλετικές (και όχι μόνο) διαμάχες, οι αποτυχημένες σχέσεις, η παράνοια και η κατάρρευση της hippie ουτοπίας, η αποξένωση κλπ. Σκοτεινά θέματα από κάποιον που προφανώς δεν υιοθέτησε αβίαστα το hippie «ιδεώδες», σε έναν δίσκο που κυκλοφόρησε την επαύριο του “summer of love”. Αν συνυπολογίσουμε και το εύθραυστο της ψυχολογίας του ανδρός που πίστευε ότι επέκειτο ο φυσικός του θάνατος, τότε το κρυπτογραφημένο ύφος των στίχων αποσαφηνίζεται σε σημαντικό βαθμό.

Όπως συχνά συμβαίνει με τέτοια έργα, το “Forever Changes” δεν έτυχε ενθουσιώδους εμπορικής απήχησης, ειδικά στις ΗΠΑ (στη Μ. Βρετανία τα πήγε πολύ καλύτερα). Λογικό, αφού ακόμη και μετά από δεκαετίες, πάλι χρειάζεται το χρόνο του για να αποκαλύψει το πλήρες φάσμα όσων έχει να προσφέρει.

Τελικά, το μόνο αρνητικό που μπορείς να του προσάψεις είναι ότι για κάποιο καιρό θα σου ακυρώσει την ικανότητα να εκτιμήσεις οποιοδήποτε άλλο μουσικό έργο…

18 Likes

Οι λίστες του @Sofa_King στο γνωστό πλέον thread μπορεί να μην έχουν πολλά λόγια έχουν όμως πολλή ουσία! Βλέποντας λοιπόν ότι υπήρξε μια μινι συζήτηση, ας προσθέσω εδώ λίγα λόγια για το…

Οι Σουηδοί Universe ανήκουν στη γενιά της πρώτης έκρηξης της hard rock/ metal σκηνής της χώρας τους κατά τα 80s. Τα μονοπάτια ορισμένων μελών τους μάλιστα είχαν διασταυρωθεί κάποια στιγμή με εκείνα των μακράν πιο επιτυχημένων Europe. Στο πρώτο τους δίσκο μας συστήνονται επηρεασμένοι από τους Rainbow της μεσαίας περιόδου, τους Scorpions (επίσης μεσαίας περιόδου) και από την μελωδική πλευρά του NWOBHM.

Το υλικό τους είναι αδιαμφισβήτητα 80s, όπως καθίσταται σαφές από το λογότυπο του συγκροτήματος στο εξώφυλλο κατ’ αρχήν, και εν συνεχεία από τα τόσο χαρακτηριστικά (για καλό ή για κακό) keyboards του Freddie Kriström! Από την άλλη οι δύο κιθαρίστες, Michael Kling και Per Nilsson, αποδεικνύονται ικανότατοι και στα leads και στα ρυθμικά (πάντως το riff του “Strong Vibration” θυμίζει υπερβολικά πολύ αυτό του “We Rock”), ενώ ο τραγουδιστής Kjelle Wallén επίσης ξεχωρίζει.

Το δυνατότερο σημείο τους μάλιστα φαίνεται να είναι τα πιο γρήγορα, hard κομμάτια παρά οι μπαλάντες – όσο κι αν το “Woman” διαθέτει μέρος από την τσαχπινιά ενός “Queen of the Masquerade”. Ναυαρχίδα του album βέβαια είναι αδιαμφισβήτητα το “Stories from the Old Days”!

Δυστυχώς όμως για το ταλαντούχο αυτό συγκρότημα, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν συμβόλαιο με κάποια μεγάλη εταιρεία και νομοτελειακά δεν μπόρεσαν να έχουν μια καριέρα ανάλογη, όχι των Europe, ούτε καν των 220 Volt! Έτσι, ο πρώτος τους δίσκος, παρότι πολύ καλός, έμελλε να είναι και ο τελευταίος τους μέχρι την επανασύνδεση το 2018 σαν Universe Infinity.

14 Likes

Υπέροχος δίσκος και κυρίως, υπέροχο κείμενο!

1 Like

Στην ψηφοφορία του 1973 στο γνωστό παιχνίδι, υπήρξε ένας δίσκος που έχοντας συγκεντρώσει μόλις 10 πόντους μπηκε απλώς στη λίστα των honourable mentions. Αν όμως λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι αυτοί οι πόντοι αυτοί προήλθαν από δύο πρωτιές, και συγκεκριμένα από τους φίλους συμφορουμίτες @Sofa_King και @generationx των οποίων οι λίστες παρουσιάζουν πάντα ενδιαφέρον, νομίζω αξίζει τον κόπο να πούμε λίγα παραπάνω λόγια εδώ:

Η, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, ψυχεδέλεια του δεύτερου μισού των sixties είχε μεγάλο αντίκτυπο στη γιαπωνέζικη σκηνή, όμως το 1973 όταν οι Far Out κυκλοφορούσαν το πρώτο (και μοναδικό) LP τους ήταν αδύνατο να μείνουν ασυγκίνητοι κι από το progressive rock με την ίδια αφετηρία. Στην περίπτωση τους πάντως, όσο κι αν είναι εμφανής η επιρροή π.χ. των Pink Floyd τόσο της πρώτης όσο και της μεσαίας περιόδου (μέχρι το "Wish…” - αλλά αυτό βγήκε δύο χρόνια αργότερα!) υπάρχει ανεξίτηλη η σφραγίδα μιας ιδιοπροσωπίας που πήγαζε από την μουσική παράδοση της πατρίδας τους.

Έτσι, στο “Nihonjin” όπου κυρίαρχα όργανα είναι η ηλεκτρική κιθάρα και το ηλεκτρικό σιτάρ με τα πλήκτρα να χρησιμοποιούνται μόνο για εφέ και ατμόσφαιρα, οι σαν ευρισκόμενες σε διαλογισμό ήρεμες μελωδίες είναι το “όχημα” που μεταφέρει τα τραγούδια, και η υπνωτιστική σε στιγμές μουσική παίρνει τον χρόνο της ανταμείβοντας τον ακροατή.

Στα δύο μακροσκελή κομμάτια που το απαρτίζουν τίποτε δεν μοιάζει περιττό ή βεβιασμένο. Το “Too Many People” καταλαμβάνει την πρώτη πλευρά και ξεκινάει με τον ήχο του ανέμου και συνεχίζει με ακουστική κιθάρα, προτού παραδοθεί στη μελωδία του και στους νωχελικούς ρυθμούς. Τα φωνητικά βγάζουν μια μελαγχολία και δεν κρατούν επί μακρόν – διαβάζοντας τους (λίγους) στίχους συμπεραίνει κανείς πως μάλλον δεν είχαν ιδιαίτερη εξοικείωση με την αγγλική γλώσσα.

Η δεύτερη πλευρά όμως με το ομώνυμο κομμάτι είναι εκεί όπου η όλη εμπειρία απογειώνεται σε δυσθεώρητα ύψη! Ένα gong αναλαμβάνει να κάνει τις συστάσεις και σταδιακά “χτίζεται” μια ένταση που ξεσπά σε ένα heavy (για τα δεδομένα τους) instrumental μέρος και ένα πανέμορφο μελωδικό solo, προτού ο τραγουδιστής αρχίσει να επαναλαμβάνει μια ψαλμωδία, στη μητρική του αυτή τη φορά, που γίνεται όλο και πιο έντονη όσο πάει προς το διαφαινόμενο τέλος, μετά το οποίο για κάποιο λόγο πρόσθεσαν τρία λεπτά, κάπως ασύνδετης με τα όσα είχαν προηγηθεί, μουσικής!
Το “Nihonjin” θεωρείται και είναι κομβικό για την εξέλιξη της γιαπωνέζικης σκηνής, έστω κι αν τελικά ήταν το μοναδικό έργο των Far Out, πριν ο Fumio Miyashita σχηματίσει τους Far East Family Band.

11 Likes

Οχι μονο μια καρδουλα αλλα πολλες.

2 Likes

Μια και βρισκόμαστε στο 1989, είναι μία ευκαιρία να αραδιάσουμε μερικά γραμματάκια παραπάνω για έναν σημαντικό δίσκο. Τρίτο, κατά σειρά, φτάνει το “Practice what You Preach” στην Καλιφόρνια και οι Testament, κατά μία έννοια, μπορούμε να ισχυριστούμε, πως κάνουν ό,τι θέλουν.

Έχει, ήδη, κυκλοφορήσει το “Master of Puppets”, παίρνει κεφάλια και δίνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στη metal σκηνή, όσον αφορά τον τέλειο ήχο σε όλα τα όργανα - στα στρώματα κιθάρας, στα τύμπανα, στην καθολική αντίληψη όγκου. Οι Testament το θέλουν και το μπολιάζουν στο αίμα τους με το αποτέλεσμα να τους δικαιώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αφήνουν περιθώρια για υπερίσχυση κακεντρεχών σχολίων. Ας είναι καλά ο Alex Perialas, ο οποίος είχε αναλάβει, σχεδόν, ολόκληρη την τότε ανερχόμενη Αμερικάνικη σκηνή και φυσικά, κράταγε το χεράκι των Testament από τα πρώτα τους βήματα και εδώ, στο τρίτο και τέλειο χτύπημα, τους πήγε ηχητικά στο αρτιότερο σημείο.

Άλλωστε, έχουν έναν εγκέφαλο, που ακούει στο όνομα Alex Skolnick και αποφασίζει να θερίσει με ιδιαίτερο τρόπο στα χωράφια των συνθέσεων. Η ανάμειξή του, η συνθετική, με τους υπολοίπους παράγει ένα δίσκο, που ενίοτε αγγίζει τα όρια του crossover και πότε το groove-άρισμά του ξεπερνάει την καθομιλουμένη του εν γένει thrash ιδιώματος. Μέγιστο παράδειγμα συγχώνευσης των δύο ορίων είναι το “Sins of Omission”. Δεν γίνεται λόγος απλά για thrash metal, κάτι μάλιστα που το υπεραγάπησε ο Warrel Dane -όπως και τη συγκεκριμένη μπάντα, φυσικά (βλ. “Low”)- και το έφερε στα μέτρα των Nevermore. Ο ίδιος, ο Alex, από την άλλη πλευρά, κάνει μία πολύ ξεχωριστή κίνηση: φέρνει την αγάπη του για τα blues και τα fussions, ενώ δε διστάζει να δανειστεί λίγο από την ηχητική γνωριμία μας με τον Criss μέσα από το “Sirens” (και το 'χαμε πει, πως ο κιθαριστικός του τρόπος καθόρισε, ήδη, από εκεί μέσα την εξέλιξη του Αμερικάνικου thrash και metal).

Φυσικά, όλοι μέσα στην μπάντα δικαιούνται τη μερίδα του λέοντος για το μεγαλείο αυτού του δίσκου, αλλά όταν τον ακούω ολόκληρο ή κατ’ επιλογή των τραγουδιών του, δίνω έμφαση στο άρτιο παίξιμο του Louie Clemente (Κλιεμάν[τε] για να κάνετε και προφορά). Ο άνθρωπος αυτός, μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τα μεγάλα ονόματα της Αμερικάνικης thrash σκηνής, αλλά, ειδικά εδώ μέσα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από κανέναν και κανένας δε θα μπορούσε να δώσει στα κομμάτια καλύτερη απόδοση. Είναι η τρέλα του (που σε παίρνει και σένα μαζί) στο ομότιτλο, είναι και η απόλυτη συγκέντρωσή του στο “The Ballad”. Εν ολίγοις, ο Louie μας μαθαίνει, πως μπορείς να παίξεις δυναμικά και να συγκρατείσαι από το να ρίχνεις απανωτές δίκασες για υπερδυνάμωση. Το έκανε και ο Lars, βέβαια, αυτό στο “Master…”, αλλά ας μείνουμε συνεπείς εδώ.

Προσωπικά, τα βρήκα με τους Testament σε αυτό το τρίτο τους βήμα. Η συνέχεια, κάπως, δε με κράτησε συγκεντρωμένο, που σημαίνει ότι εδώ έβαλαν ό,τι είχαν και δεν είχαν από θέμα έμπνευσης και σωστής διαχείρισης. Στα τελευταία τους δεν έκατσα να ψαχτώ. Αλλά, ενώ το “Souls of Black” ξεκινάει με τις καλύτερες των προδιαγραφών, για να έφτανε ή και να ξεπέρναγε το “Practice…”, εντούτοις, κάνει μία βουτιά, με το άσμα “Legacy”, βέβαια, να ανεβάζει ξανά τον πήχη πλάι πλάι στο “The Ballad”.

Ξεχάσαμε κάτι; Α ναι, ένα όνομα: Megaforce.

13 Likes

Μόνο που το όνομα του είναι Clemente , και αν δεν κάνω λάθος είναι Hispanic καταγωγής άρα μάλλον προφέρεται Κλεμέντε, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος σε αυτό. Πάντως το e στο τέλος σίγουρα το έχεις ξεχάσει :stuck_out_tongue_closed_eyes:

Λατρεύω Sins Of Omission.
The Ballad αριστούργημα.
Όλος ο δίσκος γαμάει.
Για Metallica copycats δηλαδή :stuck_out_tongue_closed_eyes:

1 Like