..Με λίγα λόγια

Αδιανόητο το ότι άφησα εκτός πεντάδας αυτόν το δίσκο. Αδιανόητο το ότι τον ξέχασα. Δε θα επαναληφθεί. Όμως, εδώ είμαστε για να εκθειάζουμε το αναδυόμενο ασματικό πυρ, που καλλιεργεί την πώρωση και διατηρείται, αν όχι αξιοζήλευτο και από μεγάλους του ήχου, ασυναγώνιστο.

Ξεκάθαροι με τον εαυτό τους και ορκισμένοι να δισκογραφούν εφόσον και μόλις είναι έτοιμοι, οι Innerwish από δίσκο σε δίσκο καλπάζουν άρτια στα heavy/power μονοπάτια. Και αν το ντεμπούτο, που υστερεί σε παραγωγή και στο ακαλλιέργητον της φωνής του Παπανικολάου, βροντοφωνάζει, πως θέλει να τραγουδάμε μαζί του, τότε το “Silent Faces” καλεί τον καθένα μας να αναπαριστά έναν one man band, αναπαράγωντας αερικώ τω τρόπω ό,τι ακούμε.

Το μόνο που δεν μπορούμε να συλλάβουμε κατ’ αναπαράσταση είναι η έξοχη φωνή του Μπάμπη Αλεξανδρόπουλου, ο οποίος είναι ο αγαπημένος μου από τους τρεις αοιδούς. Από 'κει και πέρα και με τον ήχο να είναι το ευφάνταστο και γερό πανί τους, πλέουν σε τραγουδάρες, γεμάτες από μελωδίες, riffs, δίκασες και φυσικά ρεφρενάρες.

Βέβαια, παρά τον heavy/power χαρακτήρα τους και τις ελάχιστες στιγμές, που νομίζεις ότι ακούς τους τάδες ή τους τάδε, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τον προσωπικό χαρακτήρα και την ηχητική ταυτότητα, που έχει καθιερωθεί από τους ίδιους. Δηλαδή, έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν την αιχμηρότητα των Savatage και να την μεταποιήσουν, χωρίς να την αλλοιώσουν, σε κάτι δικό τους, όπως κάλλιστα συμβαίνει στο “Midnight Call” ή και στο ομότιτλο. Και από την άλλη, εμπνεόμενοι (κυρίως οι κιθαρίστες Θύμιος και Μανώλης) από την τελειότητα και την AOR διάθεση του “Somewhere in Time”, εμπλουτίζουν αυτόν τον ήχο, που τόσο έχει χιλιοτραβηχτεί μέσα στα χρόνια.

Δεν έχω αποφασίσει αν έχω ως προσωπική κορυφή αυτό ή το “No Turning Back”, αλλά όπως και να 'χει αυτός ο δίσκος είναι το κάτι άλλο και ας τα έχουμε ξανακούσει. Για το “Hold on” και μόνο θα έστηνα εξέδρα.

Εξιλεώθηκα.

10 Likes

Όντως;

Δεν ξέρω γιατί, αλλά εμένα μου κολλάει 100%. Ίσως είμαι και ολίγον ρομαντικός, βέβαια.

Εγώ, πάντως, τους έχω πεντάδα το 2016. :+1:

Όταν με το καλό ολοκληρωθεί το 52, θα πρέπει να επιστρέψω σιγά-σιγά εδώ μέσα. Μου έχει λείψει αυτό το topic.

2 Likes

Σκέφτηκα κι εγώ να το βάλω, τελικά δεν. Όχι επειδή δεν γαμάει ο δίσκος, γαμάει. Ίσως επειδή ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω πόσο ξεδιάντροπα ξεσηκώσανε το The Mission στο ομότιτλο Silent Faces.

Επίσης, τρεις αοιδούς; (Nice touch το “ήτα” εκεί πάντως)

1 Like

Same. Άψογος είναι ο παπαροκάς στο Waiting for the Dawn.

2 Likes

Ας βγει ένας που τραγουδάει το “Spacerunner” ή το “Ready for Attack” ή το “Carry your Cross” και ας πει ότι δεν είναι ρομαντικός. Όλοι εμείς εννοείται ότι γουστάρουμε το δίσκο με Παπανικολάου. Απλά, έχει και τα εξωτερικά του φαλτσάκια, γι’ αυτό και το “ακαλλιέργητον”.
Όταν, έφυγε ο Αλεξανδρόπουλος, ανέμενα την επιστροφή, αλλά τόσο ο Μανώλης, όσο και ο Γιάννης είχαν αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Όχι ότι ο τωρινός υστερεί σε κάτι.

2 Likes

Ώπα.

Το πιστεύετε ότι κοιμόμουνα τόσο μακάρια που δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι αυτή τη στιγμή ότι οι InnerWish έχουν βγάλει δίσκο και μετά την αποχώρηση του Μπάμπη;

Εικοσιπεντάκης; Ο δεύτερος των Fragile Vastness δεν είναι αυτός;

2 Likes

Ναι.

“A Tribute to Life”, δίσκαρος μεγάλος. Αχ, αυτό το “I Want to Do Something That Matters”…

4 Likes

Αυτό το διάστημα ετοιμάζεται και ο επόμενος, που παίζει να καταφτάσει μέσα στη χρονιά.

1 Like

Άρα να τ’ ακούσω κάποια στιγμή ξέρω γω :stuck_out_tongue:

2 Likes

Το είχα πάρει σε CD τότε. Ray Alder <3

3 Likes

Εμμμ, την επόμενη εβδομάδα. Αν χώρεσε το “Excerpts…” στη λίστα σου, θα χωρέσει κι αυτό.

Σε πιο γενικό πλαίσιο ρε, όχι για το παιχνίδι. Για το παιχνίδι πέταξε το πουλάκι. Θα βάλουμε κάτι άλλο στη θέση του.

Θα βάλεις κάτι άλλο εκεί που θα έβαζες ένα πουλάκι; Δε μας τα λες καλά :stuck_out_tongue:

3 Likes

Όλο εκεί το μυαλό σου εσένα. Γαμημένε πορνόγερε :stuck_out_tongue:

2 Likes

Ο τελευταίος των Μοϊκανών είναι αυτή η περίπτωση, απ’ όποια άποψη και αν το εξετάσουμε. Το 2010 γράφτηκε η τελευταία νότα ενός σχήματος, το οποίο βλέποντάς το εκ των τετελεσμένων γεγονότων, συνειδητοποιούμε ότι έκανε μια πορεία γεμάτη. Mε αρχή, μέση και τέλος. Για μένα, δεν υπάρχει, πλέον, η φράση/σκέψη “μας χρώσταγαν έναν ακόμη δίσκο”. Ειδικά οι συγκεκριμένοι, όπως και όλοι οι μουσικοί άλλωστε, δεν χρώσταγαν και δεν χρωστάνε τίποτα και σε κανέναν. Το καλλιτεχνικό υλικό που άφησαν παρακαταθήκη, χόρτασε και χορταίνει ακροατές επί ακροατών.

Ενώ, λοιπόν, έχει προηγηθεί, ίσως, ο καλύτερός τους δίσκος. Ενώ έγραψαν άσματα ανεκτίμητης αξίας σαν το “A Future Uncertain” με όλα τα σημεία του -λεπτά, δεύτερα και εκατοστά των δευτερολέπτων-, έρχονται αντιμέτωποι με τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς και με τις συγκρούσεις τους. Είναι αδιανόητο για τους ίδιους να επαναλάβουν τον προηγηθέντα θρίαμβο και να δημιουργήσουν ένα δεύτερο μέρος (όπως είχαν δηλώσει και σε συνέντευξή τους). Φτάνουν, συνεπώς, σε μία απόφαση: να το αφήσουν να κυλήσει φυσικά. Και εκ των υστέρων, μελωδικά.

Νηφάλιοι, καθώς στεκόμαστε ενώπιον της ιστορίας αυτού του μουσικού σχήματος, ας παραδεχτούμε, ότι καλύτερο τέλος από το “The Obsidian Conspiracy” δε θα μπορούσε να υπάρξει (πάραυτα, είναι μία προσωπική άποψη αυτό). Με όλη την αυθεντικότητά τους, παραθέτουν ένα πιο ήπιο και άκρως μελωδικό υλικό. Οι συχνότητες, πλέον, συντάσσονται με το εναπομείναν βάρος -και τι βάρος!- της φωνής του Warrel. Δεν είναι πια ο ίδιος, κι όμως συνεχίζει να παραμένει ακαταμάχητος. Τα ρεφρέν γίνονται πιο εύκολα και ο δίσκος ρέει με απλότητα, χωρίς εκπλήξεις. Βέβαια, το σύνολό του εντέλει λειτουργεί ως έκπληξη για τ’ αυτιά μας.

Όλη η χαρακτηριστική ταυτότητα των Nevermore υπάρχει εδώ μέσα και τα τραγούδια δε φέρουν καμία αδυναμία -ποια αδυναμία να χωρέσει στο “She Comes in Colors” και να μην το έχεις ως αδυναμία (και με τα Sanctuary στοιχεία του). Αντιθέτως, μέσα από τη “γοτθική” παράμετρο που διαπνέει την ψυχολογία του Warrel, σε αρκετά σημεία υπάρχει μία πιο “ψυχεδελική” αύρα. Αλλά, υπό αυτή την κατεύθυνση, υπάρχει στη γαστέρα αυτού του δίσκου ένα συγκλοντιστικό, από κάθε άποψη, άσμα. Και εγένετο το “The Blue Marble and the New Soul”. Δεν είναι ότι ο Warrel δεν έχει ξαναγράψει κάτι τέτοιο. Είναι, όμως, ότι μέσα σε τεσσεράμιση λεπτά σταματάει για λίγο η τροχιά της γης, ιδιαίτερα πάνω στο ερμηνευτικό αποκορύφωμα των στίχων:
"Stare into the sky with newborn perfect eyes oh little one enjoy your time
There will be heartache there will be rain and joy I can’t explain
My precious little one explore your time".

Φυσικά, δε θα γινόταν ο τελευταίος δίσκος των Nevermore, ως ακόμη ένας νέος δίσκος των Nevermore, να μην ολοκληρώνεται μ’ ένα ρηξικέλευθο riff στις γραμμές του ομότιτλου, που ενώ σπάει κάπως με την βραχύχρονη μελωδική παρέμβαση στο ρεφρέν, παραμένει ένα χαρακτηριστικό ατού, που αξίζει να μνημονεύεται και να προτείνεται άφοβα, ακόμη και μέσα στα καλύτερά τους. (Δε θα ξεχάσω, όταν στην επερχόμενη συναυλία τους στη Θεσσαλονίκη για την προώθηση του δίσκου, στην προαναγγελία του άσματος, ο Warrel ήταν απίστευτα συνεπαρμένος, ώστε μόλις έσκασε το riff, έβλεπα την πρώτη σειρά στο κάγκελο να πηγαίνει πάνω κάτω παρέα με τον ψηλό).

Στα επιπλέον ευχάριστα και άξια αυτού του πολύ δυνατού τελευταίου Nevermore δίσκου είναι η bonus track υπερτέλεια διασκευή στο “The Crystal Ship” των Doors. Είναι η αίσθηση αυτής της χροιάς που περνάει απ’ όλο το ακουστικό και διανοητικό σου σύστημα για να συνθέσει μέσα σου ένα απερίφραστο αίσθημα ευγνωμοσύνης προς αυτόν τον άνθρωπο. Και εν κατακλείδι, ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τους Nevermore.
They came in colors.

20 Likes

Γράφω σε αυτό το topic με αφορμή το παιχνίδι με τα καλύτερα άλμπουμ κάθε χρονιάς. Έχω περάσει πολλές χρονιές με απλές αναφορές λόγω έλλειψης χρόνου ή όρεξης αλλά για μια χρονιά (και συγκεκριμένα το 2001) είχα πει θα επιστρέψω με μερικά λόγια για τα 3 πρώτα της κατάταξης γιατί σημαίνουν πολλά για μένα. Το παιχνίδι έχει φτάσει αισίως στο 2008 οπότε για να μην χαλάω τον ρυθμό θα γράψω εδώ…

Tool - Lateralus
image
Είμαι 14-15 χρονών και μόλις έχω ανακαλύψει τον κόσμο της σκληρής μουσικής. Αράζω με τον κολλητό ακούγοντας τα κλασικά και πίνοντας κρασί σε πλαστικά ποτήρια στα κρυφά κάπου έξω. Ο κολλητός όντας αρκετά ανήσυχος μουσικά (απ τους λίγους που ξέρω που κυριολεκτικά ακούνε τα πάντα) μου λέει “ας βάλουμε τίποτα διαφορετικό τσέκαρε τι ανακάλυψα” και αλλάζει τους Motorhead με το Schism. Μου φάνηκε τόσο περίεργο απ την ενορχήστρωση μέχρι τον τρόπο που τραγουδούσαν που το απέρριψα κατευθείαν και δεν ασχολήθηκα για λίγο. Fast forward στα μέσα του λυκείου που τα ακούσματα μου σιγά σιγά πολλαπλασιάζονται και πλέον ψάχνω νέους ήχους με τα μπούνια. Από σπόντα ακούω Tool (Ξανά το schism) και παθαίνω πλάκα με την ιδιαίτερη φωνή και την άρρωστη μπασογραμμή που έφταναν στα αυτιά μου. Βάζω αμέσως τον δίσκο παθαίνω πλάκα και τρέχω να ακούσω και τα άλλα . Για τον δίσκο τον ίδιο δεν έχω να πω κάτι που δεν έχει ειπωθεί, αυτό που έχω να πω είναι πως με αυτή την αφορμή άρχισα να ψάχνω και το prog και επίσης ξαναγύρισα σε συγκροτήματα που είχα επιπόλαια απορρίψει (Beatles, Depeche Mode, U2, Cure, Police κλπ κλπ) κάτι που για τα περισσότερα χαίρομαι που το έκανα.

SOAD - Toxicity
image
Πάνω κάτω ίδια φάση με τους Tool η πρώτη ακρόαση (τι διάολο ακούω) αλλά με την διαφορά πως με κέρδισε κατευθείαν. Ένας δίσκος σκέτη τρέλα με πανέμορφα μελωδικά στοιχεία δεξιά και αριστερά και πανέξυπνους στοίχους που με πήραν μαζί τους διαβάζοντας τους (γιατί με το αυτί δεν… :sweat_smile:). Από τις λίγες φορές που το λέω και το εννοώ ΔΕΝ υπάρχει περιττό δευτερόλεπτο εδώ. Αντιθέτως είναι ένα ευεργετικό ηλεκτροσόκ στον σκληρό ήχο και ειδικά στο μέταλ καθώς του προσθέτει φρέσκες ιδέες και του δίνει νέες δυνατότητες και ορίζοντες. ΥΓ Είτε τη με 1η είτε με την 500η ακρόαση η ανατριχίλα σε κομμάτια όπως το Aerials είναι ίδια και αμετάκλητη. Πόσοι μπορούν να πουν ότι το έχουν πετύχει αυτό;

Slipknot - Iowa
image
Δίσκος ταμάμ για τα εφηβικά μου χρόνια. Τον αγκάλιασα κατευθείαν γιατί δεν με τρόμαζαν η αρρώστια, η σαπίλα και η οργή του αλλά αντιθέτως μου προσέφεραν μια ηρεμία και ένα αίσθημα κατανόησης. Δεν είχα ούτε τα μισά προβλήματα των μελών της μπάντας για να είμαι ειλικρινής αλλά το teen angst είναι teen angst και η διαφορετικότητα σε αυτές τις ηλικίες δύσκολη. Μουσικά ένας ωραίος αχταρμάς death, nu και thrash metal με κρουστά και λίγο σκρατσάρισμα δίσκου (ότι δηλαδή και ο 1ος) αλλά στον υπερθετικό βαθμό αρρώστιας. Δεν ξαναγράφεται τέτοιος δίσκος από τους ίδιους ανθρώπους οπότε καλά είναι να κόψει τις παπαριές ο Corey πριν κάθε νεο δίσκο να μιλάει για ίδιο βάρος με το Iowa :stuck_out_tongue:. ΥΓ Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τραγελαφική αντίδραση της (υπερβολικά θρήσκας) μάνας μου με τον τράγο στο εξώφυλλο και το Heretic Anthem. Πολύ γέλιο

14 Likes

Εσύ μπορείς να κόψεις την αναπνοή;

2 Likes

αυτό το ‘’(τι διάολο ακούω)‘’ πραγματικα παίζει να το είπε ο μισός πλανήτης…

1 Like

Καιρό έχουμε να τα πούμε από εδώ, ευκαιρία να αποκαταστήσουμε κατά κάποιον τρόπο μια τεράστια παράβλεψη στο γνωστό Let’s Play, για έναν δίσκο του 1986 που δεν μπήκε καν στα συνολικά honourable mentions - και ο σκληρός ανταγωνισμός εκείνης της χρονιάς δεν είναι δικαιολογία! (προφανώς δεν εξαιρώ ούτε τον εαυτό μου)!

Η παρουσία του Καναδά στο hard ‘n heavy στερέωμα χαρακτηρίζεται από την γειτνίαση με μια από τις μεγαλύτερες αγορές (και σκηνές), όμως υπάρχει την ίδια στιγμή μια απόσταση ικανή να εξασφαλίσει ξεχωριστή ταυτότητα στα συγκροτήματα που προέρχονται από εκεί, τα οποία κατά κανόνα προκρίνουν την ποιότητα έναντι της ποσότητας - τα παραδείγματα πολλά!

Στο πεδίο του USPM και ειδικότερα της progressive πτέρυγας αυτού, εντάσσονται οι Sacred Blade από το Vancouver. Οι εν λόγω σχηματίστηκαν το 1979 – πριν τους διάφορους Fates Warning, Queensrÿche κλπ, νοτίως των συνόρων – από τον τραγουδιστή, κιθαρίστα, ιθύνοντα νου Jeff “The Pilot” Ulmer και τον κιθαρίστα Will Rascan, με τους Paul Davis (drums) και James “Zed” Channing (μπάσο) να προσχωρούν λίγο αργότερα. Αφού κυκλοφόρησαν δύο demo την περίοδο 1982-’83, μπήκαν στο studio το φθινόπωρο του 1984 για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους έχοντας, κατά δήλωση τους, υλικό για δύο album! Η αρχική δέσμευση ήταν με την Roadrunner, όμως νομικής φύσεως θέματα καθυστέρησαν την κυκλοφορία που έγινε τελικά μέσω της γαλλικής Black Dragon το 1986.

Το “Of the Sun + Moon” είναι ενδεικτικό του οράματος των Sacred Blade - του Ulmer, αν θέλουμε να είμαστε πιο συγκεκριμένοι. Riffs βγαλμένα από το ακριβότερο οπλοστάσιο του USPM, instrumental κομμάτια με ακουστικά περάσματα που παραπέμπουν στα prog 70s, επιρροές από Rush (αλίμονο!) και μια διαστημική ατμόσφαιρα που ίσως θυμίσει Hawkwind, όλα συνδεδεμένα τόσο οργανικά και αβίαστα που τίποτε δεν φαντάζει περιττό ή επιτηδευμένο. Μια μουσική που αναμφίβολα φέρει τον χαρακτηρισμό progressive metal, κι ας προδίδει μια κάποια… ανωριμότητα η κίνηση να αντικατασταθούν τα τελικά “s” των ρημάτων και των πληθυντικών από “z”, όχι μόνο στους τίτλους αλλά και στους στίχους! Ένα progressive metal που δεν δίνει τόσο βαρύτητα στις πολύπλοκες δομές και την τεχνοκρατική αντίληψη, αλλά επιδιώκει την πρωτοτυπία, απελευθερωμένο από συμβάσεις και cliché.

Αξιοσημείωτο το ότι παλιότερα κομμάτια όπως τα “Salem” και “Masters of the Sun” είναι εγγύτερα στον παραδοσιακό metal ήχο, με τον Ulmer να επιδίδεται σε μια ανάλογη ερμηνεία, ενώ στα υπόλοιπα επιλέγει μια πιο καθαρή, “απογυμνωμένη” φωνή κοντά στο ύφος του Dave Brock ή ενός πιο δυναμικού Kevin Nugent (για να πιάσουμε κάτι obscure!) Αποκορύφωμα όλων βέβαια είναι το “Moon”, με τις γοητευτικές αρμονίες του, τα ψυχεδελικά solos, μια απόκοσμη, υπερβατική εμπειρία, ένα τέλειο κλείσιμο αντάξιο ενός τέτοιου δίσκου!

Η συνέχεια επεφύλασσε την μετονομασία σε Othyrworld, και τον αδόκητο θάνατο του ταλαντούχου Jeff Ulmer το 2013 να βάζει οριστικά τίτλους τέλους για την τόσο ξεχωριστή αυτή μπάντα. Το “Of the Sun + Moon” όμως θα μείνει για να τους θυμίζει εσαεί, ένα διαμάντι που όσο βαθιά κι αν είναι “θαμμένο”, θα εξακολουθεί να λάμπει εκτυφλωτικά!

17 Likes

Ήθελα να κάνω ένα appreciation post για τους Free αλλά δεν νομίζω να υπάρχει thread και δεν φτιάχνω γιατί θα πάει άπατο.

image

Περίεργη περίπτωση μπάντας.
Ξεκινούν σαν μπλουζ ροκ αλλά χωρίς να δείχνουν πως θέλουν να παίξουν σκληρά και να ακολουθήσουν μπάντες σαν τους σύγχρονούς τους Zeppelin πχ. (με έναν αστερίσκο). Δεν θέλουν να τζαμάρουν σαν τους Cream, τους Ten Years After κτλ. Όλα με μέτρο.
Ακόμα κι ο Kossoff που λατρεύεται σαν κιθαρίστας, απέχει στυλιστικά κι αισθητικά από άλλους κιθαρίστες της εποχής. Δεν θάμπωνε με την ταχύτητά του και το εκρηκτικό παίξιμό του. Είχε όμως έναν τόνο κι ένα vibrato που με στέλνει στο διάολο.
Κι αν κάπως νιώθω με τα χρόνια πως έχουν ταυτότητα, στα χρυσά χρόνια τους (ή έστω στις καλύτερες κυκλοφορίες του) μόνο μια φορά κυκλοφόρησαν τον ίδιο δίσκο.


Το Tons of Sobs είναι ο αστερίσκος που αναφέρω πιο πάνω.
Συντριπτικό ντεμπούτο. Μετά το fade out/ fade in πέρασμα από το πανέμορφο μελωδικό, Over the Green Hills (Pt. 1) στο Worry, η απειλητική lead κιθάρα του Kossoff πάνω από αυτό το riff παίρνει κεφάλια (ηχογραφημένο το '68 παρακαλώ). Το πλέον σκληρό άλμπουμ τους. Φοβερή ενέργεια ακόμα κι από τον, ήσυχο στην πορεία, Kirke που κακοποιεί τα drums σε πολλά σημεία του δίσκου, μια τσίτα, ένας “ηλεκτρισμένος” αέρας. Ο δεκαεφτάχρονος Fraser κάνει την παρουσία του αισθητή με τις παχιές μπασογραμμές του και στην φωνή ο Rodgers με το καλημέρα δείχνει πως είναι από τις καλύτερες λευκές φωνές ever. Και η διασκευάρα στο The Hunter του Albert King ανατριχιαστική (ακόμα καλύτερη στο live).


Από το δεύτερο κιόλας άλμπουμ, Free, ρίχνουν τους τόνους και ανάμεσα σε blues rock κομματάρες σαν το I’ll Be Creepin’, Broad Daylight και Woman. παρεισφρέει μια έντονα μελαγχολική διάθεση μέσω ακουστικών κιθάρων και πανέμορφων φωνητικών μελωδιών. Κανένας δίσκος δεν πρέπει να τελειώνει με το Mourning Sad Morning. Ασύλληπτο “βάρος”.

image
Το για πολλούς (κι εγώ σε αυτούς) κορυφαίο, Fire and Water, είναι στους αγαπημένους μου δίσκους ever. Πέραν των αναμνήσεων που το συνοδεύουν, ακόμα και σήμερα, πεθαίνω με το απλό σαν σύνθεση ομώνυμο (μέχρι κι εγώ το έχω βγάλει στην κιθάρα) και την εξίσου απλή αλλά ουσιαστική σολάρα του Kossoff. Ανέμελα laid back tracks (Do You Remember, Oh I Wept), συναισθηματικά ξεσπάσματα (Heavy Load), ηλεκτρικά ξεσπάσματα (Mr. Big), η hit-άρα (All Right Now), αθάνατα τραγούδια. Η πεμπτουσία του ήχου τους. Η κιθάρα του Kossoff πιάνει κορυφές όπως και οι ερμηνείες του Rodgers που παίζει χωρίς αντίπαλο εκείνα τα χρόνια. Ειδικά σε Mr. Big και Heavy Load ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο του. Ακόμα και στο χιλιοακουσμένο All Right Now, το πώς αλλάζει τη φωνή του για να προσποιηθεί την γυναίκα της ιστορίας, είναι απίστευτο.


Με το Highway συνέχισαν σε παρόμοια μονοπάτια, αλλά ακόμα πιο μελωδικά. Τα The Highway Song και The Stealer που ανοίγουν τον δίσκο δυναμικά σκίζουν, το Οn My Way είναι καρφί The Band, το Be My Friend έντονα συναισθηματικό και bluesy δείχνει πώς να φτιάξεις ένα ποιοτικό τραγούδι, χωρίς να γίνεσαι μελό. Από τις καλύτερες πλευρές βινυλίου στην καριέρα τους. Η Β’ πλευρά ένα τσικ κάτω αλλά οι μελωδίες τους είναι πελώριες μες στην απλότητά τους, πάντα με συγκινούσαν, το δε Ride a Pony πάντα ήταν ένα από τα πιο fun τραγούδια τους. Ακόμα είναι.

image

H μόνη παραφωνία στην καριέρα τους έρχεται με το Free at Last. Σε καμία περίπτωση δεν είναι για πέταμα ο δίσκος αλλά δεν μπορεί να κοιτάξει κανέναν απ’ όσους προηγήθηκαν στα μάτια, δύσκολα ξεχωρίζεις κάποιο κομμάτι από εδώ. Ίσως λογικό αφού ήδη είχαν βαρέσει μια διάλυση και η σχέση των Rodgers/ Fraser ποτέ δεν ξανάγινε η ίδια (και ώθησε τον Kossoff ακόμα περισσότερο στις καταχρήσεις). Στασιμότητα.

Ευτυχώς επιφύλασσαν ακόμα έναν δίσκο πριν το τέλος, το θεϊκό Heartbreaker. Τι κι αν οι Kossoff/ Fraser αποτελούσαν ουσιαστικά παρελθόν (αν κι ο πρώτος) έχει μεγάλη συμμετοχή στον δίσκο)? Ο Rodgers με τον νεοεισελθόντα Rabbit σε πλήκτρα, πιάνα, κτλ. σε τρελή φόρμα, δίνουν μεγάλες κομματάρες. Πρώτον, τα Wishing Well και Heartbreaker - το πρώτο δυναμικό και catchy και το δεύτερο απλά ένα από τα καλύτερα blues rock κομμάτια ever - χτυπούν την πόρτα ενός υποθετικού top-5 τραγουδιών τους. Τα δε Come Together in the Morning (κλαίει η κιθάρα του ΘΕΟΥ), Muddy Water και το αργό bluesy, Seven Angels, στάζουν συναίσθημα σε κάθε νότα. Ο Bundrick μάλιστα δίνει μια νέα διάσταση στη μουσική τους με πλήκτρα και πιάνο να χρωματίζει απίθανα όλα τα τραγούδια. Πραγματικά αδικημένο άλμπουμ.

Σήμερα οι Free μοιάζουν σχεδόν ξεχασμένοι σε σχέση με άλλες μπάντες της εποχής αλλά η επιρροή τους βρίσκεται σε πολλούς μουσικούς που ακολούθησαν (και στο αγαπημένο μου southern rock). Πάντα μου φαίνονταν πως ανήκουν σε μια ξεχωριστή κατηγορία γκρουπ, από αυτά που το κάθε μέλος φέρνει κάτι ξεχωριστό και δύσκολα αντικαθίσταται, μια χημεία φοβερή. Kαι με εξαίρεση το Hearbreaker, είναι αυτοί οι αρχικοί τέσσερις που δίνουν τελικά την ταυτότητα σε αυτούς, μη θυμίζοντας τελικά κανέναν στην πραγματικότητα.
Προσωπικά πάντως, πάντα όποτε επιστρέφω πια σε αυτούς μου δίνουν ένα comforting feeling όπως λίγες “μεγαλύτερες” ιστορικά μπάντες. Και είναι πάντα εκεί για μένα, μια 20-ετία τουλάχιστον από όταν τους πρωτοάκουσα.

24 Likes