..Με λίγα λόγια

Συνεχίζοντας με τα “παραλειπόμενα” του 1973 και επειδή δεν μπόρεσα τελικά να χωρέσω στην πεντάδα του έτους κυκλοφορίας του κάποιο από τα υπέροχα LPs των Renaissance, θα επεκταθώ αναλυτικότερα σε αυτά που έγραφα πριν λίγο καιρό για το…

Στο “Ashes Are Burning” παγιώνεται η δεύτερη ενσάρκωση των Renaissance, μακριά από το σχήμα των Jim McCarty και Keith Relf που γεννήθηκε από τις στάχτες των Yardbirds. Πλέον η μπάντα σχηματοποιεί τον προσωπικό χαρακτήρα της και δείχνει ξεκάθαρα ότι διαθέτει και συμφωνικές τάσεις έχοντας μια ορχήστρα εγχόρδων να τη συνοδεύει σε δύο κομμάτια.

Το πρώτο είναι το εκπληκτικό εναρκτήριο “Can You Understand?” που ξεκινάει με ένα gong και την επιβλητική εισαγωγή (με επιρροές από τους ρώσους κλασικούς) από το πιάνο του John Tout - που άλλωστε είναι το κυρίαρχο όργανο στους Renaissance - πριν βυθιστεί σε μια folk μεγαλοπρέπεια. Το άλλο είναι το “Carpet of the Sun”, παραδόξως το συντομότερο κομμάτι στο δίσκο, όπου η ερμηνεία της Annie Haslam, σε συνδυασμό με τη μαγευτική μελωδία, παρασύρει τον ακροατή. Όπως καθηλώνει και στο “At the Harbour” (την μοναδική μελαγχολική νότα σε ένα γενικά αισιόδοξο album), που ενσωματώνει ένα απόσπασμα ενός έργου του Debussy (“La Cathédrale engloutie”) στην αρχή και το τέλος του.

Με την εξαίρεση της τελευταίας συνθετικής συνεισφοράς του McCarty, του πολυφωνικού “On the Frontier”, όλο το υπόλοιπο υλικό είναι γραμμένο από τον Michael Dunford με στίχους της ποιήτριας Betty Thatcher. Ο οποίος Dunford, σημειωτέον, δεν ήταν επισήμως μέλος τους κατά τις ηχογραφήσεις κι έτσι οι Renaissance βρέθηκαν για λίγο χωρίς κιθαρίστα! Έτσι, ο χαρισματικός Jon Camp (που είναι παρεμπιπτόντως εξαιρετικός με το μπάσο του) ανέλαβε και την ακουστική κιθάρα σε κάποια κομμάτια, ενώ ο Dunford έπαιξε στα υπόλοιπα, αναβαθμιζόμενος εκ νέου σε πλήρες μέλος αμέσως μετά την κυκλοφορία!

Το ομώνυμο τέλος, χρήζει ξεχωριστής αναφοράς, μιας και πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα έργα τους. Έχει να επιδείξει πλούσια ενορχήστρωση, εκπληκτικά φωνητικά (ξανά!) και ένα heavy instrumental κλασικίζον μέρος, πριν καταλήξει σε ένα πανέμορφο solo στην ηλεκτρική από τον Andy Powell των Wishbone Ash, με τους οποίους είχαν κοινό management.

Όσο κι αν είναι μοιρασμένες οι απόψεις για το ποιος είναι ο ανώτερος δίσκος των Renaissance, ομολογουμένως στο “Ashes Are Burning” επιτυγχάνουν την ιδανική ισορροπία μεταξύ folk, κλασικής και ακουστικού progressive.

8 Likes

Για αρκετούς δίσκους έχω τύψεις που δεν τους χώρεσα στην πεντάδα, για έναν όμως έχω μετανοήσει πραγματικά που δεν το έκανα, οπότε θα του αφιερώσω λίγα παραπάνω λόγια:

Η διάλυση των VdGG το 1972 είχε σαν αίτια το βεβαρημένο πρόγραμμα, την έλλειψη υποστήριξης από την εταιρεία τους και τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Δεν υπήρχαν δηλαδή οι, συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις, προσωπικές ή/και μουσικές διαφορές μεταξύ των μελών. Έτσι, ο χωρισμός όχι μόνο έγινε σε φιλικό κλίμα, αλλά οι δρόμοι τους εξακολουθούσαν να διασταυρώνονται με αποκορύφωμα τις συμμετοχές των υπολοίπων τριών στα solo album του Peter Hammill!

Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η επανασύνδεση της γνωστής τετράδας που δημιούργησε τόση και τόσο υπέροχη μουσική συνέβη με απόλυτη φυσικότητα και νομοτέλεια! Το νεαρό της ηλικία τους μάλιστα, συνεπικουρούμενο και από την ιδιοσυγκρασία τους, υπαγόρευε ότι δεν θα επέστρεφαν επενδύοντας στην νοσταλγία διατηρώντας τις φόρμες του παρελθόντος, ούτε για να δημιουργήσουν “τον γιο του Pawn Hearts” όπως επί λέξει δήλωνε ο Hammill! Και πράγματι, σε μια όπως αποδείχθηκε πολύ γόνιμη περίοδο, ηχογράφησαν τρεις δίσκους σε ενάμιση χρόνο, με πρώτο και εντυπωσιακότερο αυτών, το “Godbluff”!

Ήδη από το περίβλημα καθίσταται εμφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι ξεχωριστό, με το λιτό, αυστηρό εξώφυλλο από τη μία και τον αρχηγό στο πίσω μέρος να απεικονίζεται κρατώντας μια… ηλεκτρική κιθάρα! Όσον αφορά το περιεχόμενο αυτό καθεαυτό, εδώ έχουμε τέσσερα (πάνω - κάτω) δεκάλεπτα κομμάτια, δύο σε κάθε πλευρά, που εκτυλίσσονται και αναπτύσσονται με έξοχα εντυπωσιακό τρόπο παράλληλα με το στιχουργικό τους σκέλος, και την πανταχού παρούσα υποβόσκουσα ένταση να εκδηλώνεται με προφανή και μη, τρόπο, σε ένα ηχητικό τοπίο σχετικά απογυμνωμένο σε σύγκριση με ότι είχαν παρουσιάσει παλιότερα.
Από το ήρεμο φλάουτο του Jackson και το ψιθύρισμα του Hammill που ανοίγουν την αυλαία με το “Undercover Man” στο πολυθεματικό, ενίοτε οργισμένο “Scorched Earth”, το επιθετικότερο όλων, υπέρτατο “Arrow” και το πότε “μεσαιωνικό”, πότε με… lounge διαθέσεις “Sleepwalkers”, τα κομμάτια λειτουργούν τόσο άψογα που αφήνουν την αίσθηση ότι αλληλοδιαπλεκονται αποτελώντας ένα αδιαίρετο σύνολο – ίσως γι’ αυτό δεν παρεμβάλλεται κενό στην πρώτη πλευρά! Ας σημειωθεί ότι όσο κι αν για άλλη μια φορά η ερμηνεία και η εκφραστικότητα του Μεγάλου οδηγούν την μουσική, οι υπόλοιποι τρεις επίσης βρίσκονται σε σπουδαία φόρμα, με τον Jackson ειδικά να έχει πάρει εν πολλοίς πάνω του τα solos, είτε κρατάει το φλάουτο είτε το σαξόφωνο με τουλάχιστον αποστομωτικά αποτελέσματα!

Το “Godbluff”, σκοτεινό, δραματικό, ενδοσκοπικό και δύστροπο, όχι μόνο εγκαινίασε μεγαλοπρεπώς την δεύτερη περίοδο των VdGG, αλλά πιστοποίησε ξανά πόσο ξεχωριστή περίπτωση ήταν οι εν λόγω.
Για ουκ ολίγους μάλιστα, είναι ότι καλύτερο έβγαλαν ποτέ!

14 Likes

Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι τον παρακάτω δίσκο για τον οποίο θα γράψω λίγα λόγια, τώρα τον γνωρίζω, οπότε δεν θα υπάρξει καμία μεγάλη εμβάθυνση όπως συνηθίζεται στο παρών θέμα. Περισσότερο για να διαβάσω και άλλες γνώμες κάνω αυτό το ποστ.

Έτυχε να πάρω μέρος σε μια συζήτηση για ένα από τα αγαπημένα μου μουσικά θέματα, όπως δίσκοι των 90s που άνοιξαν δρόμους, τολμηρούς, αβαντ-γκαρντ, προοδευτικούς κλπ. Φυσικά αναφέρθηκαν μπάντες όπως Ulver, In The Woods, Dodheimsgard, Arcturus κ.α. Μέχρι που έπεσαν στο τραπέζι οι τελείως άγνωστοι για εμένα Ιταλοί Monumentum και ο δίσκος τους In Absentia Christi (1995) με φράσεις τύπου: Από τους πιο αδικημένους δίσκους των 90s, ισάξιος και εξίσου σημαντικός με έργα από μπάντες που αναφέραμε πριν και άλλα τέτοια.

Μου έκανε εντύπωση που ούτε καν ακουστά δεν τους είχα μέχρι πριν λίγες μέρες, όταν ο ατμοσφαιρικός ήχος των 90s είναι από τους αγαπημένους μου. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα να τον ακούω και μπορώ να πω, πως όντως είναι πολύ καλός, σκοτεινός, ατμοσφαιρικός και διαφορετικός από το γενικό πρόσταγμα της εποχής του. Μάλιστα προηγήθηκε πολλών.

Μπορώ να καταλάβω τα μεγάλα λόγια που ακούστηκαν στην συζήτηση και ίσως αν τον άκουγα όταν “έπρεπε” να τον είχα δίπλα σε δίσκους όπως π.χ Themes from William Blake’s The *Marriage of Heaven and Hell, Omnio, Strange In Stereo, 666 International, La Masquerade Infernale. Τώρα δεν ξέρω :thinking:

ΥΓ1: Κάνανε αγνώριστο το Fade To Grey από Visage

ΥΓ2: Έχουν σπλιτ με τους Rotting Christ το 1991

6 Likes

Το πήρα πρόσφατα κ εγώ χωρίς να έχω ακούσει κάτι από αυτούς κ το σοκ ήταν μεγάλο. Τεράστιος δίσκος.

3 Likes

λόγω μεγαλύτερου γνωστού που άκουγε τότε "περίεργα " είχε τύχει να ακούσω το δίσκο και να τον έχω σε κασέτα (αντιγραμμένη φυσικά) μαζί με θεούς decorayh. προφανώς στην ηλικία που τον πρωτοάκουσα δεν έδωσα μεγάλη σημασία. αυτό βέβαια άλλαξε σχετικά σύντομα μαζί με τα γούστα μου. Να σημειωθεί οτι ο ιθύνων νους της μπάντας είναι τεράστια μορφή στο underground των 90ς όντας ιδιοκτήτης της obscure plasma, avant garde records. Το cd το είχα πάρει από το happening και το βινύλιο πρόπερσι μαζί με το σπλιτ από φλόγα. πρέπει να βρω χρόνο να γράψω για in the woods… στα Γιάννενα

5 Likes

Δεν είμαι σίγουρος αλλά κάπου διάβασα για αυτούς πρόσφατα. Κάτι για επανακυκλοφορίες. Δεν τους ήξερα βασικά, πρέπει να ακούσω πρώτα.

1 Like

το συγκεκριμενο δισκο το ειχα παρει καπου εκει πισω το 1995, και ναι το 7αρι με τους Rotting Christ ειχε παιξει τον ρολο του στην αγορα μου.

4 Likes

θεούς decoryah

πωωω, τι μας θυμησες…
το σοκ απο το breathing the blue ήταν τέτοιο που τα προηγούμενα 2 αποκτήθηκαν με συνοπτικές διαδικασιες. φοβερή ατμόσφαιρα και ας είχαν μετρια(…είμαι πολύ ευγενικός) παραγωγή. πάντως την περίοδο που έβγαλαν το breathing the blue, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να τους είχε τιμήσει και το MH με συνέντευξη(πρέπει να ήταν στο Horror ένθετο)!!

1 Like

Λαβών αφορμή από την πρόσφατη κουβέντα για τα sixties όπως και από την αναφορά του @martian , ας εκφράσω ξανά τον απεριόριστο θαυμασμό μου για το…

Η σχετική επιτυχία του “Da Capo” και του single “Seven & Seven Is” ήταν η ευκαιρία των Love να γίνουν γνωστοί πέρα από τα όρια της Πολιτείας τους. Αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω της άρνησης, κυρίως του Arthur Lee, να περιοδεύει εκτός Καλιφόρνια. Όταν το πενταμελές πλέον, μετά την αποχώρηση των Pfisterer και Cantrelli, σχήμα μπήκε στο στούντιο για τον τρίτο τους δίσκο, οι σχέσεις μεταξύ Lee και Bryan MacLean έβαιναν διαρκώς επιδεινούμενες λόγω της απροθυμίας του πρώτου να συμπεριλάβει συνθέσεις του δεύτερου στον επερχόμενο δίσκο με τη δικαιολογία ότι δεν συμβάδιζαν με το γενικότερο κλίμα του. Τελικά, οι μοναδικές συνεισφορές του MacLean ήταν τα “Alone Again Or” και “Old Man”.

Οι υπόλοιποι ήταν σε χειρότερη κατάσταση, αφού η βαριά εξάρτηση τους από ναρκωτικές ουσίες δεν τους επέτρεπε να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις των νέων τραγουδιών. Η λύση που σκαρφίστηκε ο για μια ακόμη φορά παραγωγός τους, Bruce Botnick, ήταν να επιστρατεύσει τους καλύτερους από τη δεξαμενή session μουσικών Wrecking Crew στο LA, οι οποίοι πρόλαβαν να ηχογραφήσουν τα “Andmoreagain” και “Daily Planet” προτού η κανονική μπάντα ανασυγκροτηθεί θορυβημένη! Στο μεταξύ ο Lee είχε καταφύγει στη βοήθεια του μουσικοσυνθέτη David Angel για τα ορχηστρικά μέρη με έγχορδα και χάλκινα πνευστά που σκόπευε να συμπεριλάβει.

Το τελικό αποτέλεσμα επαλήθευσε τη θεωρία που υποστηρίζει πως όταν υπάρχει εντός του συγκροτήματος μια μεγαλοφυΐα στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητας της, τότε τα όποια εμπόδια υποβιβάζονται σε απλές υποσημειώσεις.
Γιατί το “Forever Changes” είναι ένα έργο τέχνης δυσθεώρητης ποιότητας, διαχρονικό όσο και γνήσιο τέκνο της εποχής του, που διεμβολίζει διάφορα στυλ (κλασικά εμφορούμενη ψυχεδέλεια, folk, pop, latin, hard rock, πρώτο-punk) και τα συνθέτει σε ένα άρραφο σύνολο που έχει να επιδείξει πανέμορφες όσο και μεγαλειώδεις μελωδίες κι εξεζητημένες ενορχηστρώσεις όπου η παραμικρή λεπτομέρεια έχει τη σημασία της.

Αναφορικά με τους στίχους, ο Arthur Lee ευρισκόμενος σε ποιητικό οίστρο και έχοντας το ρόλο του παρατηρητή, γράφει για ζητήματα όπως οι φυλετικές (και όχι μόνο) διαμάχες, οι αποτυχημένες σχέσεις, η παράνοια και η κατάρρευση της hippie ουτοπίας, η αποξένωση κλπ. Σκοτεινά θέματα από κάποιον που προφανώς δεν υιοθέτησε αβίαστα το hippie «ιδεώδες», σε έναν δίσκο που κυκλοφόρησε την επαύριο του “summer of love”. Αν συνυπολογίσουμε και το εύθραυστο της ψυχολογίας του ανδρός που πίστευε ότι επέκειτο ο φυσικός του θάνατος, τότε το κρυπτογραφημένο ύφος των στίχων αποσαφηνίζεται σε σημαντικό βαθμό.

Όπως συχνά συμβαίνει με τέτοια έργα, το “Forever Changes” δεν έτυχε ενθουσιώδους εμπορικής απήχησης, ειδικά στις ΗΠΑ (στη Μ. Βρετανία τα πήγε πολύ καλύτερα). Λογικό, αφού ακόμη και μετά από δεκαετίες, πάλι χρειάζεται το χρόνο του για να αποκαλύψει το πλήρες φάσμα όσων έχει να προσφέρει.

Τελικά, το μόνο αρνητικό που μπορείς να του προσάψεις είναι ότι για κάποιο καιρό θα σου ακυρώσει την ικανότητα να εκτιμήσεις οποιοδήποτε άλλο μουσικό έργο…

18 Likes

Οι λίστες του @Sofa_King στο γνωστό πλέον thread μπορεί να μην έχουν πολλά λόγια έχουν όμως πολλή ουσία! Βλέποντας λοιπόν ότι υπήρξε μια μινι συζήτηση, ας προσθέσω εδώ λίγα λόγια για το…

Οι Σουηδοί Universe ανήκουν στη γενιά της πρώτης έκρηξης της hard rock/ metal σκηνής της χώρας τους κατά τα 80s. Τα μονοπάτια ορισμένων μελών τους μάλιστα είχαν διασταυρωθεί κάποια στιγμή με εκείνα των μακράν πιο επιτυχημένων Europe. Στο πρώτο τους δίσκο μας συστήνονται επηρεασμένοι από τους Rainbow της μεσαίας περιόδου, τους Scorpions (επίσης μεσαίας περιόδου) και από την μελωδική πλευρά του NWOBHM.

Το υλικό τους είναι αδιαμφισβήτητα 80s, όπως καθίσταται σαφές από το λογότυπο του συγκροτήματος στο εξώφυλλο κατ’ αρχήν, και εν συνεχεία από τα τόσο χαρακτηριστικά (για καλό ή για κακό) keyboards του Freddie Kriström! Από την άλλη οι δύο κιθαρίστες, Michael Kling και Per Nilsson, αποδεικνύονται ικανότατοι και στα leads και στα ρυθμικά (πάντως το riff του “Strong Vibration” θυμίζει υπερβολικά πολύ αυτό του “We Rock”), ενώ ο τραγουδιστής Kjelle Wallén επίσης ξεχωρίζει.

Το δυνατότερο σημείο τους μάλιστα φαίνεται να είναι τα πιο γρήγορα, hard κομμάτια παρά οι μπαλάντες – όσο κι αν το “Woman” διαθέτει μέρος από την τσαχπινιά ενός “Queen of the Masquerade”. Ναυαρχίδα του album βέβαια είναι αδιαμφισβήτητα το “Stories from the Old Days”!

Δυστυχώς όμως για το ταλαντούχο αυτό συγκρότημα, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν συμβόλαιο με κάποια μεγάλη εταιρεία και νομοτελειακά δεν μπόρεσαν να έχουν μια καριέρα ανάλογη, όχι των Europe, ούτε καν των 220 Volt! Έτσι, ο πρώτος τους δίσκος, παρότι πολύ καλός, έμελλε να είναι και ο τελευταίος τους μέχρι την επανασύνδεση το 2018 σαν Universe Infinity.

14 Likes

Υπέροχος δίσκος και κυρίως, υπέροχο κείμενο!

1 Like

Στην ψηφοφορία του 1973 στο γνωστό παιχνίδι, υπήρξε ένας δίσκος που έχοντας συγκεντρώσει μόλις 10 πόντους μπηκε απλώς στη λίστα των honourable mentions. Αν όμως λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι αυτοί οι πόντοι αυτοί προήλθαν από δύο πρωτιές, και συγκεκριμένα από τους φίλους συμφορουμίτες @Sofa_King και @generationx των οποίων οι λίστες παρουσιάζουν πάντα ενδιαφέρον, νομίζω αξίζει τον κόπο να πούμε λίγα παραπάνω λόγια εδώ:

Η, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, ψυχεδέλεια του δεύτερου μισού των sixties είχε μεγάλο αντίκτυπο στη γιαπωνέζικη σκηνή, όμως το 1973 όταν οι Far Out κυκλοφορούσαν το πρώτο (και μοναδικό) LP τους ήταν αδύνατο να μείνουν ασυγκίνητοι κι από το progressive rock με την ίδια αφετηρία. Στην περίπτωση τους πάντως, όσο κι αν είναι εμφανής η επιρροή π.χ. των Pink Floyd τόσο της πρώτης όσο και της μεσαίας περιόδου (μέχρι το "Wish…” - αλλά αυτό βγήκε δύο χρόνια αργότερα!) υπάρχει ανεξίτηλη η σφραγίδα μιας ιδιοπροσωπίας που πήγαζε από την μουσική παράδοση της πατρίδας τους.

Έτσι, στο “Nihonjin” όπου κυρίαρχα όργανα είναι η ηλεκτρική κιθάρα και το ηλεκτρικό σιτάρ με τα πλήκτρα να χρησιμοποιούνται μόνο για εφέ και ατμόσφαιρα, οι σαν ευρισκόμενες σε διαλογισμό ήρεμες μελωδίες είναι το “όχημα” που μεταφέρει τα τραγούδια, και η υπνωτιστική σε στιγμές μουσική παίρνει τον χρόνο της ανταμείβοντας τον ακροατή.

Στα δύο μακροσκελή κομμάτια που το απαρτίζουν τίποτε δεν μοιάζει περιττό ή βεβιασμένο. Το “Too Many People” καταλαμβάνει την πρώτη πλευρά και ξεκινάει με τον ήχο του ανέμου και συνεχίζει με ακουστική κιθάρα, προτού παραδοθεί στη μελωδία του και στους νωχελικούς ρυθμούς. Τα φωνητικά βγάζουν μια μελαγχολία και δεν κρατούν επί μακρόν – διαβάζοντας τους (λίγους) στίχους συμπεραίνει κανείς πως μάλλον δεν είχαν ιδιαίτερη εξοικείωση με την αγγλική γλώσσα.

Η δεύτερη πλευρά όμως με το ομώνυμο κομμάτι είναι εκεί όπου η όλη εμπειρία απογειώνεται σε δυσθεώρητα ύψη! Ένα gong αναλαμβάνει να κάνει τις συστάσεις και σταδιακά “χτίζεται” μια ένταση που ξεσπά σε ένα heavy (για τα δεδομένα τους) instrumental μέρος και ένα πανέμορφο μελωδικό solo, προτού ο τραγουδιστής αρχίσει να επαναλαμβάνει μια ψαλμωδία, στη μητρική του αυτή τη φορά, που γίνεται όλο και πιο έντονη όσο πάει προς το διαφαινόμενο τέλος, μετά το οποίο για κάποιο λόγο πρόσθεσαν τρία λεπτά, κάπως ασύνδετης με τα όσα είχαν προηγηθεί, μουσικής!
Το “Nihonjin” θεωρείται και είναι κομβικό για την εξέλιξη της γιαπωνέζικης σκηνής, έστω κι αν τελικά ήταν το μοναδικό έργο των Far Out, πριν ο Fumio Miyashita σχηματίσει τους Far East Family Band.

11 Likes

Οχι μονο μια καρδουλα αλλα πολλες.

2 Likes

Μια και βρισκόμαστε στο 1989, είναι μία ευκαιρία να αραδιάσουμε μερικά γραμματάκια παραπάνω για έναν σημαντικό δίσκο. Τρίτο, κατά σειρά, φτάνει το “Practice what You Preach” στην Καλιφόρνια και οι Testament, κατά μία έννοια, μπορούμε να ισχυριστούμε, πως κάνουν ό,τι θέλουν.

Έχει, ήδη, κυκλοφορήσει το “Master of Puppets”, παίρνει κεφάλια και δίνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στη metal σκηνή, όσον αφορά τον τέλειο ήχο σε όλα τα όργανα - στα στρώματα κιθάρας, στα τύμπανα, στην καθολική αντίληψη όγκου. Οι Testament το θέλουν και το μπολιάζουν στο αίμα τους με το αποτέλεσμα να τους δικαιώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αφήνουν περιθώρια για υπερίσχυση κακεντρεχών σχολίων. Ας είναι καλά ο Alex Perialas, ο οποίος είχε αναλάβει, σχεδόν, ολόκληρη την τότε ανερχόμενη Αμερικάνικη σκηνή και φυσικά, κράταγε το χεράκι των Testament από τα πρώτα τους βήματα και εδώ, στο τρίτο και τέλειο χτύπημα, τους πήγε ηχητικά στο αρτιότερο σημείο.

Άλλωστε, έχουν έναν εγκέφαλο, που ακούει στο όνομα Alex Skolnick και αποφασίζει να θερίσει με ιδιαίτερο τρόπο στα χωράφια των συνθέσεων. Η ανάμειξή του, η συνθετική, με τους υπολοίπους παράγει ένα δίσκο, που ενίοτε αγγίζει τα όρια του crossover και πότε το groove-άρισμά του ξεπερνάει την καθομιλουμένη του εν γένει thrash ιδιώματος. Μέγιστο παράδειγμα συγχώνευσης των δύο ορίων είναι το “Sins of Omission”. Δεν γίνεται λόγος απλά για thrash metal, κάτι μάλιστα που το υπεραγάπησε ο Warrel Dane -όπως και τη συγκεκριμένη μπάντα, φυσικά (βλ. “Low”)- και το έφερε στα μέτρα των Nevermore. Ο ίδιος, ο Alex, από την άλλη πλευρά, κάνει μία πολύ ξεχωριστή κίνηση: φέρνει την αγάπη του για τα blues και τα fussions, ενώ δε διστάζει να δανειστεί λίγο από την ηχητική γνωριμία μας με τον Criss μέσα από το “Sirens” (και το 'χαμε πει, πως ο κιθαριστικός του τρόπος καθόρισε, ήδη, από εκεί μέσα την εξέλιξη του Αμερικάνικου thrash και metal).

Φυσικά, όλοι μέσα στην μπάντα δικαιούνται τη μερίδα του λέοντος για το μεγαλείο αυτού του δίσκου, αλλά όταν τον ακούω ολόκληρο ή κατ’ επιλογή των τραγουδιών του, δίνω έμφαση στο άρτιο παίξιμο του Louie Clemente (Κλιεμάν[τε] για να κάνετε και προφορά). Ο άνθρωπος αυτός, μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τα μεγάλα ονόματα της Αμερικάνικης thrash σκηνής, αλλά, ειδικά εδώ μέσα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από κανέναν και κανένας δε θα μπορούσε να δώσει στα κομμάτια καλύτερη απόδοση. Είναι η τρέλα του (που σε παίρνει και σένα μαζί) στο ομότιτλο, είναι και η απόλυτη συγκέντρωσή του στο “The Ballad”. Εν ολίγοις, ο Louie μας μαθαίνει, πως μπορείς να παίξεις δυναμικά και να συγκρατείσαι από το να ρίχνεις απανωτές δίκασες για υπερδυνάμωση. Το έκανε και ο Lars, βέβαια, αυτό στο “Master…”, αλλά ας μείνουμε συνεπείς εδώ.

Προσωπικά, τα βρήκα με τους Testament σε αυτό το τρίτο τους βήμα. Η συνέχεια, κάπως, δε με κράτησε συγκεντρωμένο, που σημαίνει ότι εδώ έβαλαν ό,τι είχαν και δεν είχαν από θέμα έμπνευσης και σωστής διαχείρισης. Στα τελευταία τους δεν έκατσα να ψαχτώ. Αλλά, ενώ το “Souls of Black” ξεκινάει με τις καλύτερες των προδιαγραφών, για να έφτανε ή και να ξεπέρναγε το “Practice…”, εντούτοις, κάνει μία βουτιά, με το άσμα “Legacy”, βέβαια, να ανεβάζει ξανά τον πήχη πλάι πλάι στο “The Ballad”.

Ξεχάσαμε κάτι; Α ναι, ένα όνομα: Megaforce.

13 Likes

Μόνο που το όνομα του είναι Clemente , και αν δεν κάνω λάθος είναι Hispanic καταγωγής άρα μάλλον προφέρεται Κλεμέντε, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος σε αυτό. Πάντως το e στο τέλος σίγουρα το έχεις ξεχάσει :stuck_out_tongue_closed_eyes:

Λατρεύω Sins Of Omission.
The Ballad αριστούργημα.
Όλος ο δίσκος γαμάει.
Για Metallica copycats δηλαδή :stuck_out_tongue_closed_eyes:

1 Like

Καθότι με τις ημερομηνίες δεν τα πάω καλά και με κάποιους δίσκους αγνοώ τη χρονιά της γέννησής τους, το αυτό συμβαίνει και με το “Bleeding” της ιδιάζουσας και ξεχωριστής περίπτωσης μουσικού σχήματος, ονόματι Psychotic Waltz. Οπότε, δράττομαι της ευκαιρίας τούτου του αυλικού χώρου για να καταθέσω ένα μικρό πουγκί.

Κάθε φορά που έμπαιναν να ηχογραφήσουν, είναι ξεκάθαρο εκ των πεπραγμένων, πως βρίσκονταν σε άλλη διάσταση από την προγενέστερη. Αν το “A Social Grace” είναι η επιτομή της άψογης και ατόφιας τελειότητας, το “Into the Everflow” ένα εσπερινό μυστήριο και το “Mosquito” η πιο απλή έκφραση της προσωπικής τους ψυχεδέλειας, τότε το “Bleeding” είναι ο ορισμός της απόλυτης εμπλουτισμένης (κοινώς, ultra) κιθαριστικής ολότητας με άφθονες σταγόνες συναισθηματισμού.

Είναι, σαφώς, το πιο άμεσο προς τον ακροατή μουσικό τους επίτευγμα και συνάμα, η πιο μεταλλική τους δήλωση ως προοίμιο της νέας δεκαετίας. Να επισημάνω, πως δεν ξεπερνάει ούτε κατά διάνοια το άπιαστο ντεμπούτο, αλλά, ξεκάθαρα, ο ήχος του “Bleeding” προαναγγέλει την άφιξη του metal ήχου των ‘00s. Η μισή δισκογραφία των Nevermore υπάρχει στις κιθάρες του “Faded” και η πιο μελωδική τους πλευρά κρύβεται στο “Need”. Κατ’ αυτό, μάλιστα, καθόλου άστοχη η κοινή τους περιοδεία με την επιστροφή των Waltz στις επάλξεις της σκηνής.

Επιπλέον, αυτός ο δίσκος επιβεβαιώνει κάτι σημαντικό για την προσωπικότητα των Psychotic Waltz. Είναι από τις λίγες μπάντες, που παρά τις όποιες μουσικές τους ρίζες και επιρροές (στο “Bleeding” ειδικά δε διακρίνω καμία, προσωπικά), δημιουργούν με τις κιθάρες μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, η οποία δεν χρειάζεται απαραίτητα να ταυτίζεται ή να συνδέεται με το ψυχεδελικό τους στοιχείο. Το δε αποκορύφωμα αυτής της ηλεκτρικότητας είναι, φυσικά, ο διπλός πέλεκυς στις εξάχορδες. Σε κάθε μπάντα αγαπημένη και σε κάθε τραγούδι τους, περιμένεις πάντα να φτάσεις στη στιγμή, που ένα χαρακτηριστικό τους ατού θα ξεπροβάλει. Ομοίως και εδώ, είναι η στιγμή που στο “Sleep” απαιτείται η απόλυτη ησυχία για να σκάσει ως κεραυνός εν αιθρία αυτή η ηχητική μέθη, που παραλύει σκέψεις, τόπους και χώρους. Και μάλιστα, πάνω σ’ ένα άκρως επιμεταλλομένο rhythm section, απλωμένο και πάλι από τις εξάχορδες νύμφες.

Βεβαίως, είναι αδύνατο να μην υπάρξει αναφορά στον Devon, την παθιασμένη του απόδοση και την άνευ συγκρίσεως ερμηνεία του στο “My Grave”, όπου ακόμα και αν δεν τον συνόδευαν οι υπόλοιποι, η φωνή του θ’ αρκούσε να αναπληρώσει κάθε μουσικό όργανο. Μέσα σ’ όλα αυτά, και η συνεισφορά του Scott Burns για ακόμη μια φορά, κάνοντας τον ήχο να φαίνεται σαν μπαρούτι έτοιμο να σκάσει.

1996, παρόν και μέλλον, πάρτε τον δίσκο που σας αξίζει!

14 Likes

Low - I Could Live in Hope
Low_i_could_live_in_hope

Μία ακόμη τεράστια παράληψη μου, αυτήν τη φορά για την λίστα του 1994. Οι Low (το ανδρόγυνο δηλαδή των Alan Sparhawk και Mimi Parker) με το ντεμπούτο τους εξερευνούν τα όρια της μιζέριας και τα βάθη της κατάθλιψης - και θα έλεγα ότι πάνε πολύ πολύ βαθιά ώστε ακόμη και δίσκοι όπως πχ τα Alternative 4 και The Angel and the Dark River να μοιάζουν σαν βόλτα στην παιδική χαρά συγκριτικά. Η μουσική τους χαρακτηρίζεται από ένα πολύ αργό τέμπο που οδηγεί αναπόφευκτα σε αποπνικτικές καταστάσεις. Φυσικά οι Cure είναι η μεγαλύτερη επιρροή τους - το έντονο μπάσο, οι κελαριστές κιθάρες και τα μονότονα ντραμς πιάνουν τον ακροατή από το χεράκι και τον σέρνουν στον γκρεμό και από κει μέσα στην άβυσσο. Οι moody στίχοι και οι slow motion ερμηνείες των δύο μελών της μπάντας ολοκληρώνουν το παζλ. Το εναρκτήριο στοιχειωτικό Words είναι ίσως η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση ενός εφιάλτη: Three inches above the floor/ Man in a box wants to burn my soul , ενώ στο Cut η επανάληψη του She used to let me cut her hair ακούγεται το λιγότερο δυσοίωνη .Το Drag θυμίζει σημείωμα αυτοκτονίας: I’m sorry but I can’t hold on/It works much better if I let it drag me around ενώ το Lullaby είναι το πιο έντονο συναισθηματικά κομμάτι του δίσκου καθώς έρπει νωχελικά προς μια αβέβαιη και μάταιη εκτόνωση.

8 Likes

2000 και προσωπικά, ξέχασα ένα δίσκο ειδικά που του έχω ιδιαίτερη αδυναμία, αλλά συνέχεια προσπερνώ τη χρονιά της γέννησής του.

Σε μια Θεσσαλονίκη, όπου ήδη από τα '90s έφτιαχνε μία δυνατή έδρα το prog metal, πάνω στην άνθιση της νέας χιλιετίας δημιουργήθηκε ο καλύτερος prog δίσκος. Ας αφήσουμε στην άκρη τα γνωστά και χιλιοειπωμένα περί του τι θα έπρεπε να είναι. Ας μείνουμε σε αυτό που έχτισαν οι συντοπίτες μου και που, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είχε συνέχεια.

Η έντονη επιρροή που τους άσκησε η αγάπη για τους Queensryche, τους έκανε να σκεφτούν και να πράξουν από αυτό το “κλικ”, που έγινε μέσα τους. Δεν απομακρύνθηκαν από τους Αμερικανούς ούτε στο ελάχιστο, θα έλεγα, με κύριο συντελεστή τη φωνή του Μπαχαρίδη, αλλά αυτό είναι κάτι που δε μας νοιάζει. Άλλωστε, το υλικό του δίσκου διαθέτει τέτοιο πλούτο, που προσωπικά δε μ’ έκανε ποτέ να το σταματήσω ή να το αφήσω να τελειώσει και να πιάσω τους Queensryche. Η επίγευσή του ήταν ανέκαθεν μία πληρότητα μουσικής.

Τρία χαρακτηριστικά στοιχεία, που κάνουν το δίσκο να δεσπόζει είναι η εξαίρετη παραγωγή, για την οποία κανένας δεν μπορεί να έχει κανένα παράπονο. Η ποικιλομορφία στις συνθέσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται πλήρως στην progressive σύλληψη και για το τέλος, είναι το “Sunless June”. Παρότι ο δίσκος έχει πιο άμεσες συνθέσεις, εδώ έχουμε να κάνουμε με μία από τις ομορφότερες της ελληνικής σκηνής, μέσα στην οποία δεν υπάρχουν μόνο οι Queensryche, αλλά μία γενικότερη αντίληψη του US prog, καθώς και οι Savatage επί “Edge of Thorns”. Όλα αυτά, φυσικά, σε τόσο τόνο, όσο χρειάζεται για να ξεδιπλωθεί η ικανότητα της μπάντας στην επιτέλεση του αποτελέσματος.

Καλό είναι να μην τον ξεχνάμε αυτόν το δίσκο.

image

Όλο το χαρακτηριστικό heavy metal των ‘80s αποτυπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο μέσα σ’ ένα μικρό στούντιο στην Αθήνα, αναγγέλλοντας την άφιξη του “1821”. Ίσως, ο πιο εμπνευσμένος δίσκος της συγκεκριμένης μπάντας, αλλά και της εν γένει Νότιας συνομοταξίας με Power Crue, Spitfire κλπ.

Δεν υπάρχουν και πολλά να γραφούν γι’ αυτό το έργο, που να το κάνει αείμνηστο. Η μπάντα ήθελε να καταπιαστεί με το θέμα της εθνικής επανάστασης απέναντι στους Τούρκους και γέμισε την ατμόσφαιρα με αλλεπάλληλα riffs, αλλά και πολύ περισσότερο με την ασύλληπτη και άνευ συναγωνισμού φωνή του Παγώνη. Παραδέχομαι, ότι ως ακροατή με συνεπαίρνει ο λυρισμός και η εκάστοτε φωνή που τον αναπαράγει σε κάθε μοτίβο. Ωστόσο, ο Παγώνης με αυτό του το γρέζι σε κρατάει εκεί, κοντά του ν’ ακούσεις κάθε σπιθαμή του λαρυγγιού του σε όλο του το αποθεωτικό εύρος, σε κάθε του ερμηνεία.

Από τις πιο ωραίες στιγμής είναι το άκρως Priest-ικό “The Firebrands” με τις εναλλαγές στα κιθαριστικά solo να πάνε και να έρχονται μαζί με τους καλεσμένους, που υλοποιήσαν αυτή τη σκέψη. Πέραν αυτού, νομίζω, πως ο καθένας που εκτιμάει, έστω, αυτόν το δίσκο, βρίσκει διάφορες αγαπημένες στιγμές, είτε σε ρεφρέν, είτε σε εισαγωγές, είτε στο έγχορδο και βιολιτιστικό τελείωμα του κύκνειου άσματος.

Κάποτε, στον indieground και στην εκπομπή Metal AM, κάθε Πέμπτη στις 12 τα μεσάνυχτα, σε ερώτηση των Καψάσκη και Αρβανίτη “ποιος είναι ο καλύτερος δίσκος των '00s”, έριξα με την είσοδό μου στην εκπομπή αυτόν το δίσκο. Στην αρχή το πήραμε στην πλάκα. Στο τέλος, όμως, του αποδώσαμε την κάλλιστη αξία που έπρεπε να λάβει.

13 Likes

Τους περί ων ο λόγος τους πέτυχα σε μία τυχαία αναζήτηση στο γιοτιουμπ μια μέρα που είχα λίγο χρόνο στη δουλειά και ψιλοαρμένιζα. Ομώνυμο άλμπουμ λέει, 1971 λέει, τι άλλο άσχημο θα μπορούσε να συμβεί τη χρονιά που γεννήθηκα;

Λίγα λόγια για τους Βέλγους rockers. Ένας δίσκος το 1971 (αλλά τι δίσκος), διάλυση το 1975 και επανένωση το 2002, ενώ υφίστανται μέχρι σήμερα, με μόνο μέλος σε όλα τα ρόστερς τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Wiliam Souffreau. Έβγαλαν άλλα τρία τέσσερα άλμπουμς , που κανένα δεν πλησιάζει το πρώτο. Και εξηγούμαι…

Πατάω το play και την πάτησα. Πρώτο κομμάτι Rory μέχρι τα μπούνια, στο δεύτερο το εκπληκτικό The beginning of the end , άκουσα λίγο Dust με τρομερή κιθάρα. Έρχονται μετά οι πρώιμοι Εloy να συναντήσουν τους Floyd, βουτηγμένοι στην ψυχεδέλεια των αρχών των 70s στο When winter comes . Στο πρώτο μέρος του The show έχουμε λίγο εμπορικούς Heep στο ρεφρέν, ενώ στο δεύτερο μέρος του κομματιού, ακούμε λίγο Whitesnake (σας μπερδεύω ε;)
Ο Rory ξαναγυρίζει στο Hear me , κομμάτι υψηλών ταχυτήτων και εξαιρετικής ποιότητας. Μπαίνοντας το A day like today ακούμε λίγο Caress of steel αισθητική, που επιταχύνει λίγο λίγο σε ένα διαρκώς αυξανόμενο τέμπο και ένταση χαρίζοντας τελικά το highlight ενός έτσι κι αλλιώς υπέροχου δίσκου, πριν σβήσει πάλι χαμένο κάπου στο Necromancer… τελευταίο και ίσως λιγότερο δυνατό σημείο του δίσκου, πάντα σε σύγκριση του τι έχει προηγηθεί, το I m lost , τελειώνει ένα δίσκο θησαυρό.

Σε ένα δίσκο 37 λεπτών ακούμε όλα αυτά, σε υψηλή ταχύτητα, σε αυξημένη ένταση, με τη χαρακτηριστική φωνή του Souffreau να χρωματίζει εξαιρετικά τις μουσικές. Δεν παύει να είναι ένα πόνημα της εποχής του σε ένα πιο σύγχρονο περιτύλιγμα. Δεν νομίζω ότι ήξεραν ακριβώς πού κατευθύνονταν μουσικά. Κατάφεραν όμως να παρουσιάσουν ένα δομικά συμπαγέστατο prog-hard rock δίσκο (η εποχή δεν προσφερόταν για κάτι τέτοια) και, εν τέλει στα γέρικα αυτιά μου, ένα διαμάντι.

12 Likes

μεγάλη δισκάρα.