Συνεχίζοντας με τα “παραλειπόμενα” του 1973 και επειδή δεν μπόρεσα τελικά να χωρέσω στην πεντάδα του έτους κυκλοφορίας του κάποιο από τα υπέροχα LPs των Renaissance, θα επεκταθώ αναλυτικότερα σε αυτά που έγραφα πριν λίγο καιρό για το…
Στο “Ashes Are Burning” παγιώνεται η δεύτερη ενσάρκωση των Renaissance, μακριά από το σχήμα των Jim McCarty και Keith Relf που γεννήθηκε από τις στάχτες των Yardbirds. Πλέον η μπάντα σχηματοποιεί τον προσωπικό χαρακτήρα της και δείχνει ξεκάθαρα ότι διαθέτει και συμφωνικές τάσεις έχοντας μια ορχήστρα εγχόρδων να τη συνοδεύει σε δύο κομμάτια.
Το πρώτο είναι το εκπληκτικό εναρκτήριο “Can You Understand?” που ξεκινάει με ένα gong και την επιβλητική εισαγωγή (με επιρροές από τους ρώσους κλασικούς) από το πιάνο του John Tout - που άλλωστε είναι το κυρίαρχο όργανο στους Renaissance - πριν βυθιστεί σε μια folk μεγαλοπρέπεια. Το άλλο είναι το “Carpet of the Sun”, παραδόξως το συντομότερο κομμάτι στο δίσκο, όπου η ερμηνεία της Annie Haslam, σε συνδυασμό με τη μαγευτική μελωδία, παρασύρει τον ακροατή. Όπως καθηλώνει και στο “At the Harbour” (την μοναδική μελαγχολική νότα σε ένα γενικά αισιόδοξο album), που ενσωματώνει ένα απόσπασμα ενός έργου του Debussy (“La Cathédrale engloutie”) στην αρχή και το τέλος του.
Με την εξαίρεση της τελευταίας συνθετικής συνεισφοράς του McCarty, του πολυφωνικού “On the Frontier”, όλο το υπόλοιπο υλικό είναι γραμμένο από τον Michael Dunford με στίχους της ποιήτριας Betty Thatcher. Ο οποίος Dunford, σημειωτέον, δεν ήταν επισήμως μέλος τους κατά τις ηχογραφήσεις κι έτσι οι Renaissance βρέθηκαν για λίγο χωρίς κιθαρίστα! Έτσι, ο χαρισματικός Jon Camp (που είναι παρεμπιπτόντως εξαιρετικός με το μπάσο του) ανέλαβε και την ακουστική κιθάρα σε κάποια κομμάτια, ενώ ο Dunford έπαιξε στα υπόλοιπα, αναβαθμιζόμενος εκ νέου σε πλήρες μέλος αμέσως μετά την κυκλοφορία!
Το ομώνυμο τέλος, χρήζει ξεχωριστής αναφοράς, μιας και πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα έργα τους. Έχει να επιδείξει πλούσια ενορχήστρωση, εκπληκτικά φωνητικά (ξανά!) και ένα heavy instrumental κλασικίζον μέρος, πριν καταλήξει σε ένα πανέμορφο solo στην ηλεκτρική από τον Andy Powell των Wishbone Ash, με τους οποίους είχαν κοινό management.
Όσο κι αν είναι μοιρασμένες οι απόψεις για το ποιος είναι ο ανώτερος δίσκος των Renaissance, ομολογουμένως στο “Ashes Are Burning” επιτυγχάνουν την ιδανική ισορροπία μεταξύ folk, κλασικής και ακουστικού progressive.