Κάποιος βιάστηκε να τελειώνει με το παιχνίδι και τώρα βαριέται
Only joking. Brilliant post.
Κάποιος βιάστηκε να τελειώνει με το παιχνίδι και τώρα βαριέται
Only joking. Brilliant post.
Εχω ξεχάσει άπειρα άλμπουμ τις τελευταίες 5-6 χρονιές αλλά βαριέμαι να ξανασχοληθώ…
Στα λόγια μου
Άρα ξεκινάμε από το πρώτο άλμπουμ κ προχωράμε.
Μέσα στο άπειρο δάσος της μουσικής σκηνής, όπου οι περισσότεροι δίσκοι μοιάζουν με τις ξύλινες κορμοστασιές που αναδύονται, αυξάνουν και πληθαίνουν, χρειάζεται κι ένα ξέφωτο. Εκεί ν’ αναπαυθείς για λίγο και να ξεφύγεις. Αν δέ περιμένεις τον λευκό πρίγκιπα, βγαλμένο μέσα από κάποιο παραμύθι, που θα έρθει με το άσπρο άλογο και θα σε σώσει από τα βάσανα της καθημερινότητας, τότε ο Kimi Kärki είναι ο ξανθός Φινλανδός που όχι με άλογο αλλά με μια ακουστική κιθάρα θα έρθει να σε απομονώσει από τον θόρυβο και να σου δείξει την ουσία του φολκλορικού κάλλους.
Κι έτσι μέσα σε αυτό το ξέφωτο, όπου φυτρώνουν οι πιο απόμακροι και άγνωστοι δίσκοι, την ίδια στιγμή γίνονται και οι πιο οικείοι. Το “Eye for an Eye” είναι ό,τι πιο ζεστό, μεστό, αληθινό και εξομολογητικό μάς χαρίζεται. Είναι τόσο ζωντανό, που από μόνο του θα σε καλέσει να το γευτείς, όταν εσύ θα σκέφτεσαι τι να διαλέξεις σε μια ήσυχη και χαλαρή στιγμή.
Ο Kimi Kärki κάνει το πιο απλό πράγμα στον κόσμο: αγκαλιάζει την εξάχορδη μούσα του και, αρχικά, αφήνει τα δάχτυλά του να τον οδηγήσουν στις πιο όμορφες, ακουστικές αρμονίες. Στη συνέχεια, η φωνή του (και ενίοτε με τη συνοδεία αιθέριων γυναικών) καλεί την καρδιά σου να υποδεχτεί όλους τους στίχους που πηγάζουν από μέσα της. Ο δε τόνος της έρχεται σαν ένα σύννεφο που σε σκεπάζει, και ζητάς να είναι η βροχή σου. Καθόλου κουραστικός, καθόλου προβλέψιμος, αλλά καθόλα προσωπικός.
Όλοι οι μουσικοί ζητούν τη στιγμή τους μέσα στον χρόνο για να κατακτήσουν την έμπνευση που τους χρειάζεται και να «γεννήσουν» τον δίσκο που θέλουν. Ο Kimi ήθελε απλά τη ζεστή γωνιά του σε αυτόν τον πλανήτη για να δημιουργήσει αυτές τις συνθέσεις, που στιχουργικά ακροβατούν μεταξύ ζωής και ονείρων. Και είναι σπουδαίο ότι αυτός ο μουσικός, που με τους Reverend Bizarre και τους Lord Vicar τράνταζε τα εδάφη του σκληρού ήχου με τα riffs του, καταφέρνει για ακόμα μια φορά να ενσαρκώσει τη φωνή της απαλής ησυχίας και να γράψει μερικά έπη, όπως τα “Lustful, Wrathful, Sullen”, “Beyond Distance”, “The Load We Carry” και “The River of Shadows”.
Συνεχίζοντας την αποκατάσταση των αδικιών στο γνωστό παιχνίδι (ή, με άλλα λόγια, τις δηλώσεις μετάνοιας από μέρους μου για τις παραλείψεις στις λίστες μου!) ήλθε νομίζω η στιγμή να κάνουμε μνεία σε έναν δίσκο που δεν έτυχε ιδιαίτερων αναφορών σε ένα έμφορτο αριστουργημάτων έτος, όπως το 1971…
Οι από το Kent ορμώμενοι Comus σχηματίστηκαν το 1969 από τους Roger Wootton (φωνή και ακουστική κιθάρα) και Glen Goring (ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα) που ήταν φοιτητές σε ένα art college που ευδοκιμούσαν τω καιρώ εκείνω στην Βρετανία – κατά σύμπτωση στο ίδιο που σπούδαζε τότε και ο David Bowie, με τον οποίο ανέπτυξαν μια αμοιβαία εκτίμηση.
Όταν έφτασε η ώρα για την ηχογράφηση του πρώτου τους δίσκου, η μπάντα είχε επίσης στις τάξεις της τον Andy Hellaby με το δραστήριο μπάσο του, τον Colin Pearson να πρωταγωνιστεί στο βιολί και την βιόλα, τον Rob Young (φλάουτο, όμποε) και την Bobbie Watson στα γυναικεία φωνητικά, ενώ όλα τα μέλη συνεισέφεραν στα κρουστά.
Το “First Utterance” μπήκε κάτω από την folk rock ετικέτα, όντας ως επί το πλείστον ακουστικό και αρκετά κοντά σε όσα είχαν δείξει έως τότε οι Jethro Tull, αν και ο Wootton σε πολύ μεταγενέστερη συνέντευξη ονομάτιζε σαν πηγές έμπνευσης τους Jefferson Airplane, τον Captain Beefheart και τους Velvet Underground. Ένα folk βέβαια αναμεμιγμένο με ψυχεδέλεια, progressive, ανατολίτικους ρυθμούς και παγανιστικά στοιχεία, ένα folk που δεν είχε ακουστεί ποτέ τόσο τρομακτικό και απειλητικό, αποτέλεσμα της ενασχόλησης με σκοτεινή θεματολογία, με αναφορές στον βιασμό (“Diana”, “Song to Comus”), την νεκροφιλία (“Drip, Drip”) και τις ψυχικές νόσους και την θεραπεία με ηλεκτροσόκ (“The Prisoner”).
Θέματα δυσάρεστα που συνεπικουρούνται από την κυμαινόμενη ένταση της μουσικής και τα εφιαλτικά, παραληρηματικά σε στιγμές, φωνητικά του Wootton να μεταφέρουν τον πανικό και την σύγχυση και προκαλούν δυσαρέσκεια αλλά και ακαταμάχητη έλξη σε όποιον μπει στο πνεύμα του δίσκου (αφού η πρώτη εντύπωση συνήθως θυμίζει παρέα από ξωτικά που τραγουδούν ασυνάρτητα σε κάποιο δάσος!), με το ανάλογα αποτρόπαιο εξώφυλλο δια χειρός τους τραγουδιστή να προειδοποιεί εγκαίρως! Μοναδικό “απάνεμο λιμάνι” εδώ, το πανέμορφο “The Herald” όπου ακούμε μόνη την Watson.
Παρόλο που το “First Utterance” έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από τους κριτικούς έχοντας και την υποστήριξη του Bowie, δεν πήγε καθόλου καλά από πλευράς πωλήσεων, με το συγκρότημα να εντοπίζει σαν αίτιο την απεργία των ταχυδρομικών εκείνη την περίοδο. Έτσι, η διάλυση επήλθε νομοτελειακά, και ούτε η επανεμφάνιση τους δύο χρόνια αργότερα με ένα δεύτερο LP κατόρθωσε να εξασφαλίσει κάποια μακροημέρευση.
Η ολιγάριθμη αλλά πιστή οπαδική βάση τους όμως, συμπεριελάμβανε και τον Mikael Åkerfeldt που εκδήλωσε την εκτίμηση του ονομάζοντας ένα δίσκο (“My Arms Your Hearse”) και ένα κομμάτι των Opeth (“The Baying of the Hounds”) με αναφορές από το “First Utterance” (στίχοι από το “Drip, Drip” και “Diana” αντίστοιχα) και άσκησε την επιρροή του για να επανενωθούν οι Comus το 2009 που παραμένουν ενεργοί έκτοτε. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος έφερε και τις επανεκδόσεις του μοναδικού στο είδος του πρώτου αυτού LP τους, που το κατέστησαν προσβάσιμο σε πολύ περισσότερο κόσμο.
Από τους πιο αβίαστα ανατριχιαστικούς δίσκους της δεκαετίας. Ακόμα και το The Herald έχει μια απόκοσμη αύρα, μια αλλοκοτιά που το δένει τέλεια με τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου.
Επίσης, το να ακούς τον δίσκο στο αμάξι κάποιο αφέγγαρο, χειμωνιάτικο βράδυ στις ερημιές της ελληνικής επαρχίας είναι ξεκάθαρα μια μεταμουσική εμπειρία από μόνο του.
Aviations - Luminaria
Οι Aviations είναι μια progressive metal μπάντα από την Αμερική, από αυτές που παίζουν με σύγχρονο τρόπο βάζοντας djent αλλά και πολύ μελωδία στο πακέτο. Φέτος ο τρίτος τους δίσκος έφτασε μέχρι τα αυτιά μου, λίγο καθυστερημένα μεν αλλά έφτασε.
Για να μην το κουράσουμε χωρίς λόγο να πω εξαρχής ότι το Luminaria είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ που απευθύνεται κυρίως σε οπαδούς των Haken και των Karnivool ενώ δευτερευόντως κλείνει λίγο το μάτι και σ’αυτούς των Tesseract.
Ο δίσκος ανοίγει με ένα τρίλεπτο πρελούδιο από ακουστικές κιθάρες και φωνές που εισάγουν ένα ήπιο μουσικά ατμοσφαιρικό αεράκι το οποίο ανεβαίνει και κορυφώνεται πριν μπει το πρώτο κομμάτι, το Cradle. Με τις εντυπωσιακές κιθάρες και τα τύμπανα να κλέβουν σε πρώτη φάση τις εντυπώσεις πολύ γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μουσικούς του υψηλότερου επιπέδου (άλλωστε το γκρουπ έχει τις ρίζες της δημιουργίας του στο θρυλικό Berklee). Η καθαρή και εκφραστική φωνή του Adam Benjamin έρχεται να χτίσει πάνω στις πολύ ωραίες συνθέσεις και μαζί με το πιάνο στήνει μελωδίες που αιχμαλωτίζουν χωρίς όμως να είναι εύκολες ή ευκολομνημόνευτες. Στο Safehouse βγαίνουν μπροστά και τα πρώτα djent στοιχεία που φέρνουν στο μυαλό τους Haken γιατί λείπει το σκληρό βιομηχανικό σκηνικό που μπορεί κανείς να περιμένει από το συγκεκριμένο όρο. Ακολουθεί το Legend όπου βρίσκουμε και κάποιες κραυγές στα φωνητικά που περισσότερο όμως δίνουν εκφραστικότητα παρά ακρότητα, στην εξέλιξη του μάλιστα έχει και ένα κιθαριστικό μέρος που ακουμπάει λίγο σε Opeth καταλήγοντας τελικά σε υπέροχες αντιθέσεις με πολύ βαριές κιθάρες και εκστατικά πιάνα. Τα La Jolla και Pinenut είναι δύο υπέροχα κομμάτια με πολύ έντονες ερμηνείες που δεν υστερούν πουθενά σε μουσικό βάθος και ειδικά το δεύτερο έχει και ωραίους, εσωτερικούς, στίχους.
Πάντα απολαμβάνω σε τέτοιους δίσκους όταν χαμηλώνουν οι τόνοι, βγαίνει μπροστά το συναίσθημα και παίρνουν χώρο οι μελωδίες, στο ζευγάρι Pure και το ορχηστρικό Where we’ve been γίνεται ακριβώς αυτό, εμφανίζονται και κάποια vibes από Anathema εδώ χωρίς όμως να μένουν σε αυτά κάνοντας κατάχρηση. Coma και Blink είναι τα δύο μεγαλύτερα κομμάτια του δίσκου με έντεκα και εννιά λεπτά αντίστοιχα, λογική συνέπεια είναι να έχουν και τις πιο πολύπλοκες και πολυεπίπεδες δομές, το ενδιαφέρον είναι όμως ότι δεν κουράζουν και κυλούν πολύ φυσικά λόγω της πολύ όμορφης μουσικής τους. Το Coma έχει τα πιο καταιγιστικά περάσματα του δίσκου επιστρατεύοντας από jazz πιάνα και ακουστικές κιθάρες μέχρι blast beats και μεγάλες σινεματικές ενορχηστρώσεις ενώ το Blink από την άλλη, που κλείνει το δίσκο, είναι και το κορυφαίο του για μένα με ένα σχεδόν χορευτικό touch και πολύ ένταση που στηρίζεται σε πιο ριφατες κιθάρες, πολύ μπιτάτο μπάσο αλλά και σταθερά φοβερές φωνητικές γραμμές.
Εν κατακλείδι στον τρίτο τους δίσκο οι Aviations προσφέρουν ένα σύνολο που απευθύνεται καθαρά στους οπαδούς του progressive metal, η πολυπλοκότητα των συνθέσεων δυστυχώς δε θα τους επιτρέψει να προσελκύσουν και άλλα αυτιά, αλλά το πολύ υψηλό επίπεδο των κομματιών και οι ερμηνείες από το πάνω ράφι δίνουν το δικαίωμα στη Βοστώνη να περιφανευεται για έναν από τους καλύτερους “προοδευτικούς” δίσκους της χρονιάς.
Θεωρώ ότι εδώ πρέπει να δώσουν βάση όσοι με αφορμή το παιχνίδι εξέφρασαν την εκτίμησή τους στους Christian Mistress, καθότι πρόκειται για το προηγούμενο συγκρότημα στο οποίο τραγουδούσε η θεά Christine Davies, τους Buried Blood, οι οποίοι πριν διαλυθούν πρόλαβαν να βγάλουν δύο demo.
Απλά μην περιμένετε ακριβώς ίδια φάση με CM, δηλαδή NWOBHM worship, εδώ έχουμε πιο doomy καταστάσεις, ειδικά στο πρώτο demo από το 2006, το ομώνυμο Buried Blood, εξαιρετική πρώτη προσπάθεια παρά τον πολύ ζόρικο ήχο του.
Όσο για το δεύτερο demo, που βγήκε έναν χρόνο μετά, το From The Grey Matter Of… (το κόκκινο), εκεί ο ήχος βελτιώνεται θεαματικά, η μπάντα κάνει μια μερική στροφή προς πιο groovy/heavy rock καταστάσεις αλλά πάντα υπό μεταλλικό/σαμπαθικό πρίσμα και με το doom μέσα της να παραμένει πλούσιο, ενώ το ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο χάρη σε μια σειρά πολύ ενδιαφέρουσες επιλογές στο ρυθμικό σκέλος των κομματιών (ΔΕΝ είναι progressive, αλλά σε κάθε περίπτωση απέχει πολύ από κάτι που θα χαρακτηρίζαμε τυπικό άκουσμα) και φυσικά η φωνάρα της Christine είναι απολαυστική σε κάθε ένα από τα 9 κομμάτια του demo. Οι Buried Blood εδώ έμοιαζαν πια πανέτοιμοι για ένα πρώτο επίσημο full-length άλμπουμ που θα τα γάμαγε όλα, αλλά, άγνωστο γιατί, they called it a day - κρίμα κι άδικο, αν και βέβαια μετά είχαμε τους Christian Mistress οπότε μια χαρά…
Για μια πρώτη γεύση από Buried Blood ακούστε παρακάτω τρία χαρακτηριστικά κομμάτια από το δεύτερο demo, το Black Moon, το Desolation και το Altar, που νομίζω ότι κάποιος απλά τα πήρε και τα ανέβασε στο ίντερνετ με τον τίτλο Dogwood Mixes (με άλλα λόγια, δεν είναι κανονική κυκλοφορία) και μετά αν ψηθείτε ψάξτε και τα δύο demo στο ίντερνετ (κι αν δεν τα βρείτε, εδώ είμαι εγώ), που παρεμπιπτόντως είναι άκρως χορταστικά σε διάρκεια - 41 και 46 λεπτά αντίστοιχα.
Έγινε λόγος για τους συγκεκριμένους και το συγκεκριμένο δίσκο πριν δυο εβδομάδες και σκέφτηκα να τα πούμε αναλυτικότερα από εδώ!
Το πόσο σημαντικό είναι ένα συγκρότημα φαίνεται πρωτίστως από το πόσους και πόσο άξιους επιγόνους απέκτησε. Στην περίπτωση των Solitude Aeturnus ένα από τα ασφαλέστερα “μέτρα αξιολόγησης” της κληρονομιάς τους και ιδανικό υποκατάστατο για την παρατεινόμενη απουσία τους, είναι οι Wheel!
Τα παραπάνω αδικούν ενδεχομένως τη γερμανική μπάντα, αφού εστιάζουν στο γεγονός ότι τιμούν τις επιρροές τους χωρίς να επιχειρούν να τις υπερβούν. Αυτό όμως που θα έπρεπε πρωτίστως να τους πιστώσουμε είναι ότι σε ένα είδος όπως το παραδοσιακό - επικό doom όπου οι Μεγάλοι Παλαιοί έθεσαν κάποια ανυπέρβλητα πρότυπα, αυτοί οι τύποι από την Βεστφαλία κατάφεραν με το τρίτο τους LP να παράξουν κάτι τόσο επικίνδυνα κοντά στο να χαρακτηριστεί κλασικό!
Σίγουρα η οκταετία που παρήλθε από το Icarus, (στη διάρκεια της οποίας απέκτησαν παιδιά, άλλαξαν καθημερινές δουλειές κλπ - χωρίς να προσμετράμε την πανδημία!), όσο κι αν θεωρείται καταδικαστική με όρους καριέρας (αλλά ποιος περιμένει να κάνει καριέρα στο συγκεκριμένο είδος, την συγκεκριμένη εποχή;) βοήθησε στο να σημειωθεί μια τόσο εμφανής βελτίωση, μιας και η μπάντα πέρασε χρόνο με τα τραγούδια που ωρίμασαν μέχρι να παρουσιαστούν στο κοινό.
Το αποτέλεσμα είναι ένα εντυπωσιακό σύνολο που, μολονότι κινείται στο φάσμα του “αργού”, δεν καταντάει ποτέ κουραστικό μιας και οι εθιστικοί ρυθμοί εναλλάσσονται και μια απρόσμενη εξέλιξη παραμονεύει “σε κάθε γωνιά”! Το μεγαλύτερο θέλγητρο όμως είναι η απόδοση του Αρκάδιου του Kurek, που ερμηνεύει τις αισθαντικές, μελαγχολικές μελωδίες προκαλώντας εκρήξεις συναισθημάτων που κατακλύζουν τον ακροατή, φέρνοντας στο νου τον Rob Lowe (και τον Midnight των Crimson Glory σε στιγμές, για τους πιο παρατηρητικούς)! Και δεν μίλησα καθόλου για το εξώφυλλο που όζει σεβεντίλα!
Δεν είναι υπερβολή θεωρώ, να πούμε πως το Preserved In Time όχι απλώς είναι ο καλύτερος έως τώρα δίσκος των Wheel, αλλά αποτελεί και την στιγμή που όλες οι αρετές τους αναδύθηκαν στην επιφάνεια! Αν δεν επρόκειτο για το συγκεκριμένο συγκρότημα θα λέγαμε και για την προσμονή που συνοδεύει το επόμενο βήμα τους, αλλά είπαμε ότι παίρνουν τον χρόνο τους - και πολύ καλά κάνουν!
1,5 χρόνο και μία υπόσχεση μετά, μία σύντομη επιστροφή στο εξαιρετικό topic.
Κι αν και δεν πολυ-προβλέπεται, η επιστροφή θα γίνει με live album, δεδομένης της προ ολίγων ημερών 25ης (ω, ρε φίλε!) επετείου ηχογράφησης. Επίσης, δύο πράγματα:
Όσοι αναμένουν οποιαδήποτε αναφορά σε πολιτική, ντου, καρφιά, προγράμματα μαρτύρων κ.λπ., δεν χρειάζεται να συνεχίσουν παραπέρα. Μετά χαράς, να τα (ξανα)πούμε στο Μουσική και Ιδεολογία. Θυμίζω ότι η χρονομηχανή δεν υπάρχει, επομένως, λίγο δύσκολο να ξέραμε στα 13 και κάτι τι θα ακολουθούσε 20+ χρόνια αργότερα.
Αν, όμως, κάποιος γνωρίζει ότι υφίσταται η χρονομηχανή, πληρώνω όσο-όσο για να με οδηγήσει πίσω στις αρχές του '99 και να μεταφέρει τη συναυλιακή μου παρθενιά 4+ μήνες πριν από την Ριζούπολη, μέσα στο (διήμερο) κολαστήριο του Ρόδον.
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η πρώτη δεκαετία δισκογραφίας τους, οι Αμερικάνοι κάνουν απόβαση (καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπυρλούδικα) στην Αθήνα κι ευρισκόμενοι σε πυρακτωμένη φόρμα δημιουργούν ένα live-κειμήλιο, στο οποίο τρελή συνεισφορά έχει και το κοινό, το οποίο αναντίρρητα έχτισε μία σχέση λατρείας με την μπάντα, η οποία άντεξε γερά μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν.
Πλαισιωμένος από παικταράδες, αλλά και ΤΗ ΦΩΝΗ, ο ηγέτης του συγκροτήματος Jon Schaffer, καλπάζει με φρενήρεις ρυθμούς όχι μόνο το δεξί του χέρι, αλλά και τον ρου της μπάντας, η οποία μετά το μνημειώδες περί ου ο λόγος πόνημα είχε την ευκαιρία να γίνει πραγματικά τεράστια και να οδηγήσει τις εξελίξεις στον χώρο του heavy, αλλά ένα πλήθος συνθηκών/συγκυριών/ιστορικών γεγονότων/πεποιθήσεων την έκαναν να την απεμπολήσει. Και αν με τα πολλά, ο Jon κατάφερε να βρει μία σταθερότητα και να κάνει ένα σοβαρό comeback, τα πλέον πρόσφατα συμβάντα έβαλαν ταφόπλακα (; ) στο όποιο μέλλον. Αλλά αυτή, είπαμε, είναι μία άλλη κουβέντα…
Πόσες και πόσες φορές δεν μιλήσαμε/τσακωθήκαμε σχετικά με την “αυθεντικότητα” των Iced Earth και του σε τι βαθμό αποτελούν κράμα/κόπια των Metallica αλλά και των μελωδιών των Maiden; Αλήθεια, τώρα… ποιος νοιάζεται; Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ακόμα κι έτσι να είναι (που προσωπικά δεν το πολυ-ασπάζομαι), διάολε, το έκαναν με τόση μαεστρία που σαν ακούσεις μισή νότα Iced Earth δεν μπορείς παρά να πεις “Iced Earth δεν είναι αυτό;”.
Ε, λοιπόν η επίδειξη της προαναφερθείσας μαεστρίας στo “Alive in Athens” είναι συνάμα οι επιμέρους στιγμές του, αλλά και η αψεγάδιαστη ροή του, της οποίας η κλιμάκωση είναι τέτοια σε σημεία που νιώθεις ότι αν δεν υπάρξει σύντομα μία “ανάσα” θα γκρεμιστούν τα ντουβάρια. Είναι το μπάσιμο του “Burning Times” και οι τσιρίδες του Matt. Είναι το οργιώδες “Pure Evil” και το “Wasting Love”/“Fade to Black” της γενιάς μας: το αξεπέραστο “Melancholy (Holy Martyr)”. Είναι το μεγαλείο του “Dante’s Inferno”, έπος το οποίο μόνο μετρημένες μπάντες ανά την υφήλιο μπορούν να συνθέσουν. Είναι η κολληματική μελωδία του “The Hunter”. Είναι το πιο πωρωτικό και γαμηστερό τραγούδι του συγκροτήματος ever, το γαμημένα γαμημένο (ω, ρε το γαμημένο!) “Travel in Stygian”. Και φυσικά το “A Question of Heaven”, ένα από τα σπουδαιότερα metal κομμάτια όλων των εποχών… ένα κομψοτέχνημα από την πρώτη έως την τελευταία νότα. Είναι το εκπληκτικό “Dark Saga” και το τεράστιο “Angels Holocaust”, με τη larger-than-life εισαγωγή του. Είναι ο χείμαρρος του “Stormrider” και το διαβολικό ομώνυμο. “Stand Alone” και φωτιά στα πατώματα, για να περάσουμε μία βόλτα από τας Ανατολάς ύστερα με το ταξιδιάρικο “Desert Rain”. Και σαν πιστέψεις ότι έπεσε για τα καλά η νύχτα βαριά με το υπέροχο “When the Night Falls”… ε, πάρε να έχεις για καληνύχτα το παλούκωμα του “Violate”. Βασικά, κάθε δευτερόλεπτο, κάθε ανάσα, κάθε πενιά, κάθε ιαχή…
Το δεξί χέρι του Schaffer (σίγουρα μέσα σε top θέσεις των αρτιότερων ρυθμικών κιθαριστών ever) παραδίδει σεμινάρια, το κοινό βρίσκεται ένα βήμα από το να βγει από τα ηχεία, ο Matt παραδίδει την ψυχή του, οι υπόλοιποι ακολουθούν σε καταιγιστικό tempo, ΟΛΕΣ οι studio εκτελέσεις διαγράφονται μονοκοντυλιά από τις αντίστοιχες του AiA και το ζύγι του ποιος -η χώρα ή η μπάντα- κερδίζει περισσότερο από αυτήν την ιστορική κυκλοφορία μάλλον ισορροπεί. Δώσαμε και πήραμε, πήραμε και δώσαμε. Δικαιότατα, χωρίς ντροπές κι ενοχές.
Τεράστιο album από όλες τις απόψεις. Παρακαλούνται όσοι πιστοί ήταν εκεί, ας προσέλθουν και ας εκφραστούν ελεύθερα.
Το μονο σιγουρο
ακούς τις εκτελέσεις απο το live αυτό και πας μετά να ακούσεις τις αντιστοιχες απο τα studio και ξενερώνεις…
Γιατί? Επειδή οι εκτελέσεις στο λαηβ είναι πιο πειραγμενες στο στούντιο ακόμα κι από αυτές του στούντιο?
Το ξέρω ότι τώρα ακούμε 60s αλλά ήθελα να κάνω μια εκτενέστερη μνεία σε κάτι περσινό που ανέφερα επιγραμματικά:
Το δεύτερο μέρος της “The Earthwarrior Cycle” τριλογίας ήρθε για να επιβεβαιώσει ότι οι Legendry από το Pittsburg των Η.Π.Α. διαθέτουν όλα τα στοιχεία και τις ικανότητες για να δημιουργήσουν πραγματικά επική metal μουσική.
Χωρίς να θυσιάζουν το μουσικό σκέλος στο βωμό της αφήγησης καταφέρνουν με χαρακτηριστική ευκολία και χωρίς την παραμικρή υποψία επιτήδευσης να μεταφέρουν τον ακροατή στο πνεύμα των στίχων με σπάνια όσο και ζηλευτή μαεστρία! Έχοντας ξανά τον πολυπράγμονα Arthur Rizk στη θέση του παραγωγού, ο δίσκος ξεκινάει με τους ήχους της υπαίθριας φωτιάς του “The Bard’s Dream”, και περνώντας από την σεβεντίλα του “The Prophecy”, το επιτακτικά φρενήρες “Warrior of Space and Time” και το all things epic “Chariots of Bedlam”, νιώθεις την μουσική να προχωράει προς μια μεγαλειώδη κορύφωση που έρχεται στη μορφή του ομότιτλου, το οποίο στα 11 λεπτά που διαρκεί συνοψίζει όσα προηγήθηκαν και σημαίνει με όλη την δέουσα λαμπρότητα το τέλος αυτού του ταξιδιού αφήνοντας μας να προσμένουμε με λαχτάρα το επόμενο!
Παρά το image και την θεματολογία που παραπέμπουν σε κάτι εντελώς τετριμμένο, οι Legendry είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση σχήματος που αντλεί έμπνευση από διάφορες επιρροές και ενσωματώνει ιδανικά στις ενορχηστρώσεις του όργανα όπως το mellotron, το μαντολίνο και τα πλήκτρα σε βαθμό που κάποιος θα τολμούσε να τους χαρακτηρίσει έως και… progressive! Αυτό που είναι αναντίρρητο είναι η ακαταμάχητη σαγήνη της μουσικής τους, που δύσκολα θα αφήσει ασυγκίνητο τον οπαδό του είδους!
Στο -ιστορικό πλέον- Let’s Play II, μόνο δυο χρονιές “έσπασα” τον προσωπικό μου κανόνα και δεν πόσταρα αποκλειστικά (ξερές) πεντάδες. Το '84 και το '00. Αντιγράφοντας από το εισαγωγικό του '00: “(ψηφίζω τα πρώτα πέντε, αλλά ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να μην σπάσω για δεύτερη -και τελευταία- φορά τον προσωπικό μου κανόνα, δηλώνοντας τα πάντα εδώ, καθώς πρόκειται για την καλύτερη χρονιά -κατά την άποψή μου πάντα και για τις δικές μου προτιμήσεις- στην ιστορία του metal, ή ορθότερα για τη μία και μοναδική χρονιά που υπήρξα 15 χρονών, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό)”.
Ανεπανάληπτη κι έντονη χρονιά το '00, αναφορικά με το πώς το βίωσα μουσικά. Επιπροσθέτως, σημαντικά γεγονότα της προσωπικής μου ζωής, όπως ο πρώτος θάνατος πολύ κοντινού μου προσώπου, με έφεραν προ των πυλών προβληματισμών και μιας υφέρπουσας “ωριμότητας”, τα οποία έλαβαν πολύ σημαντικότερο μέγεθος από το αναλογούν, όπως συμβαίνει κατά κανόνα κατά την περίοδο της εφηβείας.
Μαύρη-μαυρίλα, πλάκωσε, λοιπόν, και διόλου τυχαίο και οξύμωρο που η μπάντα της χαράς κατάφερε και παραγκώνισε μνημειώδη album, καθήμενη μετά δόξας και τιμής στην έσχατη, αλλά καθόλα τιμητική, θέση της πεντάδας μου, έχοντας προσφέρει ένα σκοτεινό αριστούργημα (για το οποίο προϊδεάζει και το απολύτως ταιριαστό εξώφυλλο), το οποίο λάμπει εντός της (θρυλικής) δισκογραφίας της και στέκει αγέρωχο, σχεδόν 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.
Η καλή ημέρα από το πρωί φαίνεται, και μετά από τη σύντομη ατομοσφαιρική εισαγωγούλα, μπαίνει ένα από τα καλύτερα εναρκτήρια της μπάντας ever, το απίστευτα εθιστικό “Mr. Torture”, όπου όλα είναι σε άπιαστο επίπεδο: κιθάρες, ντραμς και -κυρίως- η ερμηνεία του Deris. Ανθεμικό ρεφραίν, απίστευτοι ρυθμοί, γενικά hats off to Mr. Tort… Kusch.
Κι ενώ έχουμε φτιαχτεί απίστευτα, χωρίς απολύτως ΚΑΝΕΝΑΝ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΛΟΓΟ (copyright @Lupin), έρχεται ο “κρέμεται η γόπα από τα χείλη”, να κρατήσει τα “ιερά και τα όσια” (θα επανέλθουμε σε αυτό) και προσφέρει το feel-good “All Over the Nations”, το οποίο χωρίς να είναι κακό, απλά ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΕΙ σε αυτόν τον δίσκο. Πώς να το κάνουμε, δηλαδή; Ευτυχώς που η μύγα μες στο γάλα πνίγεται νωρίς, ώστε να απολαύσουμε τη βασική κατεύθυνση του υπόλοιπου δίσκου απερίσπαστοι.
Βαρύ κι ασήκωτο το “Escalation 666”, δια χειρός Grapow. Κομμάτι φαινομενικά εκτός των νερών των Κολοκύθων, στο οποίο, όμως, τα πάνε άψογα, καθότι τεράστια μπάντα. They don’t undestand my last testament.
Από εδώ και πέρα αναλαμβάνει για τα καλά τα ηνία ο Deris, παραδίνοντας αρχικά το ωραιότατο “Mirror Mirror”. Εν συνεχεία, ο τυπάς (για τον οποίο όποιος δεν παραδέχεται ότι αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο του συγκροτήματος, έχοντας συμβάλλει τα μέγιστα ώστε να κρατηθεί η μπάντα όλα αυτά τα χρόνια, ας βάλει καλύτερα το κεφάλι του σε καμία κολοκύθα, μπας και συνέλθει) γράφει το “If I Could Fly”. Τι να λέμε, τώρα; Η ανατριχίλα ξεκινά από την εισαγωγή με το πιανάκι και διατηρείται ακέραιη καθόλη τη διάρκεια της εν λόγω κομματάρας, η οποία έχει -δικαιότατα- αποκτήσει τη θέση που της αρμόζει στα setlist της μπάντας. Το “We Damn the Night” είναι αρκούντως πωρωτικό (ωραιότατο chorus, ε;) και παραπάνω από επαρκές για να βρίσκεται μέσα στον δίσκο, όπως και το μεγαλοπρεπές και πανέμορφο “Immortal”. Τελευταίο αφήνω την προσωπική μου αδυναμία, ένα από τα ωραιότερα deep-cuts της δισκογραφίας των Κολοκύθων, το υπερ-καυλωτικό “I Live for Your Pain”. Τεράστιος ύμνος, ο οποίος θα μπορούσε να υπάρχει σε κάποιον από τους κορυφαίους δίσκους των W.A.S.P. ή αντίστοιχα να είχε βγει ως τζαμάρισμα των Pink Cream 69, αν αυτοί είχαν πάρει όλα τα ναρκωτικά της γης πριν την πρόβα. Απίστευτα εθιστικό, ρεφραιν-άρα από τις λίγες και φιλική συμβουλή: Μην το ακούτε κατά την οδήγηση. Μέγιστος κίνδυνος.
Ανάμεσα στα διαμαντάκια του Andi, επιστρέφουμε και στον κατσούφη και το “Salvation”, το οποίο δεν είναι τόσο παράταιρο, όσο το AOtN, αλλά δεν δρέπει και δάφνες, ούτε είναι αλησμόνητο.
Ωραιότατο και “σύγχρονο” (για την εποχή του, εννοώ) το mid-tempo “The Departed (Sun Is Going Down)”, που αποτελεί και τη δεύτερη συνεισφορά του Kusch. Όμορφο, όμορφο!
Ωστόσο, όλα σβήνουν, ο ήλιος μαυρίζει και η γη κινείται περίεργα όταν μας παραδίδεται ο έσχατος ύμνος, δια χειρός Grapow, το αλησμόνητο ομώνυμο. Δαιδαλώδης υπερ-κόμματος, με αψεγάδιαστες στιγμές, απ’ όπου κι αν το πιάσεις. Ο Deris παραδίδει μία από τις top ερμηνείες του, οι υπόλοιποι ακολουθούν σε καταιγιστικούς ρυθμούς και μετά από τόσα χρόνια, τολμώ να πω ότι το εν λόγω τραγούδι άνετα στέκεται στο πλάι των πολύ μεγάλων (στα πολύ-πολύ μεγάλα αναφέρομαι) τραγουδιών της μπάντας.
Να αναφέρουμε ότι η παραγωγή συμβάλλει τα μέγιστα στην ομορφιά του δίσκου με τον -περιζήτητο εκείνη την εποχή- Roy Z να ενώνει δυνάμεις με τον Bauerfeind και να απογειώνουν τον ήχο και το feeling.
Αλλά επειδή μιλάμε για τους “περίεργους” Γερμανούς, ο δίσκος έφαγε πολύ σκατό στα χρόνια που ακολούθησαν, ως σχεδόν κηλίδα (ω, Θεοί!!!) στη δισκογραφία της μπάντας, ενώ οι κ.κ. Kusch και Grapow πήραν την άγουσα μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του “The Dark Ride”, λίαν αδίκως, έχοντας χρεωθεί (κυρίως από τον στραβομούτσουνο περίεργο) την “άστοχη” (κατά τα λεγόμενα του ημίτρελου Weikath πάντα) κατεύθυνση του -κατά τ’ άλλα- υπέροχου αυτού δίσκου. Βέβαια, επειδή εξακολουθούμε να μιλάμε για Γερμανούς, οι τύποι (οι Κολοκύθες) προχώρησαν με ευκολία παρακάτω, δίνοντάς μας ωραιότατα πράγματα, μέχρι να φτάσουμε και στην ονείρωξη των τελευταίων ετών.
Σπουδαίο συγκρότημα, σπουδαία κυκλοφορία.
Ποτέ δεν χώνεψα τα 2-3 αργά, heavy τραγούδια του δίσκου. Αλλά γενικά πολύ καλός δίσκος με το ομώνυμο έπος, όπως τα λες.
Το αγαπώ αυτό το κομμάτι από την πρώτη μέρα, όπως ακριβώς τα λες