Μπορεί να έχεις κ ένα μπουκαλάκι μπενταντιν να πίνεις δεν έχω θέμα.
Την ιστορία του 11χρονου Peter που αυτοκτόνησε στης 7 Δεκεμβρίου 1995 πεφτωντας από το παράθυρο του σπιτιου του μας διηγείται εδώ ο Andi.
Όπως μας λέει κ το τραγούδι άλλα 3 παιδιά έκαναν το ίδιο εκείνο τον μήνα κ 33 ακομα τον επόμενο χρόνο.
Ο Peter δεν λέει πολλά στο τελευταίο του γράμμα αλλά από αυτά που γράφει ο λόγος που αυτοκτόνησε είναι ξεκάθαρος.
Έτσι κ αλλιώς
Later, in tears, his mother said that Peter - wherever he may now be -
Need no longer live in fear of his drunken father.
ένα σημείο στο τραγούδι που πάντα μα πάντα κ για πάντα ετσι πως πάει (θα) με κάνει να ανατριχιάζω ολόκληρος.
Ακούστε το τραγούδι κ κλαψτε για τους κάθε Peter αυτού του κόσμου.
The Mayan Factor - In Lake’ Ch (2003)
Μπάντα που έμαθα και αγάπησα εδώ στο φόρουμ πριν αρκετά χρόνια. Περίεργη η περίπτωση της και σύντομη η διάρκεια της, με μόνο δύο άλμπουμς. Σύντομη γιατί δυστυχώς ο τραγουδιστής τους “έφυγε” από υπερβολική δόση ηρωίνης το 2011.
Αν προσπαθούσε κάποιος να περιγράψει την μουσικής τους με μία λέξη, αυτή θα ήταν στοιχειωμένη (κλεμμένο αυτό). Τους κατατάσσουν κάπου ανάμεσα στο prog-space-alternative rock με ethnic στοιχεία (διάφορα κρουστά).
Δεν θα αρχίσω τα τσιτάτα τύπου: πολύ αδικημένη μπάντα κλπ κλπ γιατί ιτ ιζ γουατ ιτ ιζ και πάνω από όλα μην σας τρομάζει η περιγραφή της μουσικής τους, σε περίπτωση που δεν σας αρέσουν τα παραπάνω είδη, γιατί θα χάσετε κάτι μοναδικό, με υπέροχες μελωδίες από τις ακουστικές κιθάρες και την γεμάτη συναίσθημα φωνή του τραγουδιστή τους.
Ο δίσκος βέβαια, έχει ένα τεράστιο κακό, γιατί τον ανοίγει μια τεράστια τραγουδάρα (Warflower), όπου πρώτον θα σας πάρει πολύ καιρό να πάτε στο επόμενο τραγούδι και δεύτερον, ενώ ο υπόλοιπος δίσκος είναι και αυτός σε πάρα πολύ καλό επίπεδο, το Warflower όμως είναι απίστευτο και δυστυχώς επισκιάζει τα πάντα.
Για να μην σε "πιάσει αυτό το τραγούδι, πρέπει να είσαι φτιαγμένος από πέτρα () με τους πολύ δυνατούς του στίχους και την γεμάτο συναίσθημα ερμηνεία του.
Μια απλή δοκιμή θα σας πείσει…
Rain falling around me
Can’t tell if weather is warm
Or why I am cold?
Fame falls all around me
Can’t tell if I should just hide or run
Some people hold onto their misery
A token of their lives
Painted faces, warlike, they march on
Feel the end near, blinding and screaming
For blood they’d do anything
Got two tickets to Peridon, just can’t sleep
I’ve got no reason to worry 'cause it’s just a dream
On my way to the classroom
Lit the fire
It’s a burning desire
Murder
Water is needed
Hate seems always following
Can’t tell if I can run, can’t find my way outside
Hate seems always following
Can’t tell if I should just run or hide
Some people hold onto their misery
A token of their lives
Painted faces, warlike, they march on
Feel the end near, blinding and screaming
For blood they’d do anything
Got two tickets to Peridon, just can’t sleep
I’ve got no reason to worry 'cause it’s just a dream
On my way to the classroom
Lit the fire
It’s a burning desire
Murder
Water is needed.
Τα λόγια είναι πραγματικά λίγα για να περιγράψει κάποιος αυτό το αριστούργημα, από κάθε άποψη.
15 τραγουδάρες, μισή ώρα πανκ ροκ από αυτό το καλό που επηρέασε ένα σκασμό άλλες μπάντες, αυτό που λέμε το δεύτερο κύμα του πανκ.
Το ανακάλυψα γύρω στο 1996 από έναν συμμαθητή και την κόντρα που είχαμε για το ποιο είδος μουσικής είναι καλύτερο, πανκ ή μεταλ, έχω ακόμα την γνήσια κασέτα. Η αλήθεια είναι ότι με έπιασε από τα μούτρα με το που μπαίνει το You Are (The Government) .
H συνθετική ικανότητα, τόσο του Greg Graffin όσο και του κιθαρίστα (και αφεντικού της Epitaph) Brett Gurewitz, οι οποίοι μοιράζονται τα credits των κομματιών είναι δεδομένη και μας χαρίζουν μερικές από τις καλύτερες στιγμές της μπάντας.
Δεν υπάρχει τραγούδι να διαλέξω ως αγαπημένο γιατί όλα γαμάνε .- Αλλά πάντα θα θυμάμαι το πρώτο σοκ του Delirium of Disorder αλλά και την μελωδικότητα του What Can You Do?
Τι να πω και για στίχους; Δίσκος που, όπως είπαν και οι NOFX, σε αναγκάζει να έχεις δίπλα σου λεξικό για να καταλάβεις τι λέει ο άνθρωπος. Άντε εσύ 14 χρονών να τραγουδήσεις :
I am just an atom in an ectoplasmic sea
Without direction or a reason to exist.
The anechoic nebula rotating in my brain
Is persuading me, contritely, to persist.
Watcho! (απαραίτητο)
Το Suffer είναι ο τρίτος τους δίσκος (1988) και τους πήγε πολύ παραπέρα από τη μέση punk μπάντα και σε συνδυασμό με τη καταπληκτική δισκογραφία τους στη συνέχεια (Νο Control 1989, Against The Grain 1990, Generator 1992, Recipe For Hate 1993) υπέγραψαν συμβόλαιο στην Atlantic (όλα τα προηγούμενα είχαν βγει από την Epitaph) όπου έβγαλαν άλλους 4 δίσκους και στη συνέχεια ξαναγύρισαν… σπίτι μαζί με τον Brett που τους άφησε για ένα διάστημα για να ασχοληθεί με την εταιρεία του αποκλειστικά αλλά και για να “καθαρίσει από διάφορες ουσίες”.
Το καλό είναι ότι ακόμα συνεχίζουν να δισκογραφούν και μάλιστα βγάζοντας εξαιρετικούς δίσκους πάντα με πολιτική χροιά, γενικά τους χρειαζόμαστε για πολύ ακόμα.
Τέτοια post είναι καλό να συμβαίνουν, γιατί δεν ξέρω αν όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει το μέγεθος και το ιστορικό βάρος του “Suffer”, πέρα από αυτούς που ασχολούνται λίγο πιο διεξοδικά με την υπόθεση “punk”. Συνήθως όταν μιλάμε για κοσμογονικούς δίσκους τείνουμε να βλέπουμε στο μακρινό παρελθόν (Pistols, Clash, Black Flag κ.ά.), αλλά το “Suffer” ευθύνεται σχεδόν σε αποκλειστικό βαθμό για ένα πολύ σημαντικό πράγμα: τη γέννηση του μελωδικού/skate/pop/όπως-θέλετε-πείτε-το punk, επηρεάζοντας δεκάδες μπάντες που στα 90’s ανανέωσαν (για άλλους… κατέστρεψαν) το είδος και κυριολεκτικά θα έπρεπε να παραδίδουν μέρος των ποσοστών τους στους Bad Religion. Όπως είχε γράψει κι ο αγαπημένος Καραολίδης παλιότερα σε μία δισκοκριτική για τους No Use for a Name, “όπως συμβαίνει και με όλο το roster της Fat Wreck Chords, δε χρειάζεται να ακούσετε αυτό το συγκρότημα αν έχετε ακούσει έστω κι ένα δίσκο Bad Religion στη ζωή σας”. ΟΚ, είναι κατανοητή η υπερβολή του ισχυρισμού, αλλά you get the point.
Πρέπει να μιλάμε για πραγματικό ΣΟΚ, για ένεση αδρεναλίνης στον αμερικάνικο punk ήχο. Και δε μιλάμε καν για ντεμπούτο καβλωμένων πιτσιρικάδων ή πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας, ε! Μέχρι τότε οι Bad Religion είχαν προλάβει ήδη να παραδώσουν μία δισκάρα (σε πιο ωμό/hardcore στυλ), είχαν προλάβει να πειραματιστούν μ’ ένα ανεκδιήγητο κράμα synth/prog rock, είχαν διαλύσει και επανενωθεί! Ε, και παρέδωσαν τη συνταγή Bad Religion: δίλεπτα κομμάτια, ίδιοι ρυθμοί, ίδιας φύσεως riffs, μελωδικότατες φωνητικές γραμμές που μπορούν να επιτρέψουν κάθε κομμάτι να γίνει αυτόματα και μπαλάντα με διαφορετική ενορχήστρωση (μη βλέπετε μόνο τις ακουστικές εκδόσεις κομματιών τους, κυρίως τσεκάρετε το “Better off dead” των Anathema που, αν είναι δυνατόν, το έκαναν ακόμα πιο γαμάτο). Ένας φίλος είχε πει χαριτολογώντας παλιότερα “Bad Religion: 30 χρόνια ο ίδιος δίσκος”, και… κατά ένα μεγάλο ποσοστό ισχύει, ε. Ισχύει όπως ισχύει για τους Bolt Thrower π.χ., χωρίς αυτό να λέει κάτι για την ίδια την ποιότητα των συνθέσεων ή να μην αφήνει στον καθένα μας να συνδέεται και με διαφορετικό δίσκο για διαφορετικούς λόγους.
Νομίζω ότι με το “Suffer” οι Bad Religion πραγματικά σπάνε πλάκα με όλους αυτούς που (ακόμα, απ’ ό,τι βλέπουμε και στο forum) κράζουν το punk για ασχετοσύνη, θόρυβο, γηπεδική στιχουργική. Όχι ότι οι εκλεπτυσμένοι στίχοι και η τεχνικότητα αυτόματα αναβαθμίζουν μία σύνθεση, αλλά έχει σημασία που ουσιαστικά έδειξαν έναν καινούριο δρόμο, είπανε ότι “παιδιά, μπορεί και να παιχτεί έτσι αυτό το είδος μουσικής”. Φέρνοντας πραγματικά τα πάνω κάτω. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στη βιογραφία των NOFX που ο Fat Mike εξομολογείται ότι ήταν έτοιμος να διαλύσει την μπάντα μετά την αποτυχημένη ευρωπαϊκή περιοδεία τους (και να γίνει roadie των Operation Ivy (!)), αλλά κάποιος φίλος έβαλε στο βανάκι την κασέτα του “Suffer” που μόλις είχε κυκλοφορήσει, ο Fat Mike το άκουσε συνεχόμενα δε θυμάμαι πόσες φορές (αναφέρει έναν τρελό αριθμό), και αποφάσισε ότι αυτό θα κάνει από εδώ και πέρα, αυτό θα παίξει. Ε, το ίδιο πρέπει να συνέβη σε δεκάδες μπάντες εκείνης της εποχής, για τέτοιον αντίκτυπο μιλάμε. A, και μιας και είπαμε για NOFX, οι τύποι τους τρόλαραν τέλεια μετά από χρόνια κυκλοφορώντας το “Surfer” ΕP:
Γαμώτο, θα 'θελα να μουν έφηβος στο Αμέρικα όταν έβγαινε το “Suffer”.
Πολύ ενδιαφέρον το topic για την κατάθλιψη, τις αγχώδεις διαταραχές και τα συναφή ψυχολογικά ζητήματα. Αν το «μαύρο σύννεφο» (χαρακτηρισμό που πολλοί αποδίδουν στην ένταση των αρνητικών σκέψεων μίας συναισθηματικά δύσκολης περιόδου) είχε μουσική υπόκρουση αυτή θα ήταν το:
Τέταρτο album των Sentenced και πρώτο για τον Ville Laihiala, κατόπιν της από μέρους του πλήρωσης της θέσης του αποχωρήσαντα Taneli Jarva. Κομβικό album για την μπάντα, ιδιαίτερα δε λόγω α) της προαναφερθείσας αλλαγής frontman και β) του γεγονότος ότι διαδεχόταν το εκπληκτικό “Amok”. Το ότι ο υπό συζήτηση δίσκος βρίσκεται στη δυάδα της κορυφής της δισκογραφίας των «καταδικασμένων» αποδεικνύει περίτρανα ότι το δομικό στοιχείο της επιτυχίας και του μεγαλείου της μπάντας ήταν ένα: η συνθετική ιδιοφυΐα του αδόκητα χαμένου Miika Tenkula. Προσωπικά, στο δίλημμα “Amok” ή “Down”, επιλέγω “Down”, κυρίως -αλλά όχι αποκλειστικά- για συναισθηματικούς λόγους.
Ο ήχος του album «μαλακώνει» κάπως, χωρίς να διαφοροποιείται πολύ από τον αντίστοιχο του προκατόχου του. O Ville ενσωματώνεται μία χαρά στην μπάντα και λαμβάνουμε τα πρώτα στοιχεία, απ’ ό,τι θα επακολουθούσε στη μετέπειτα δισκογραφία. Ο Tenkula γράφει τα ωραιότερα leads της ζωής του, ο πολύς Waldemar Sorychta κάνει εξαιρετική δουλειά στην παραγωγή και ο Vorph των Samael κάνει καίρια φωνητικά guest. Όλο το album (στο οποίο δεν υφίσταται ούτε μία περιττή στιγμή) αποτελεί την πεμπτουσία του όρου ατμοσφαιρικό metal.
Προερχόμενοι από μία χώρα, όπως η Φινλανδία, με έντονο το στοιχείο της αυτοκτονίας, οι Sentenced δεν «μασούν τα λόγια τους» και μιλούν τόσο απαισιόδοξα, σαν να τους έχει ανατεθεί να παραδώσουν το κατάλληλο εγχειρίδιο, ώστε οι μελλοντικοί αυτόχειρες να επισπεύσουν το απονενοημένο διάβημά τους. Όλα αυτά είναι, απλά, φαινομενικά. Η μπάντα δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επισημάνει την σκληρή πραγματικότητα, η οποία, συνήθως, τοποθετείται βιαστικά «κάτω από το κρεβάτι» (ή στον πάτο των χιλίων λιμνών) και η οποία ουδεμία συσχέτιση έχει με την οικονομική ευμάρεια του ατόμου, το ΑΕΠ της χώρας κ.λπ.
Όσοι έσπευσαν να (κατα)κρίνουν την μπάντα, αποδίδοντάς της μάλιστα το μειωτικό χαρακτηρισμό suicide metal band, προφανώς, δεν διάβασαν ποτέ συνεντεύξεις τους και αναμφίβολα εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία ανθρώπων που θα στρέψουν σβέλτα το βλέμμα αλλού, μην μπορώντας να αντέξουν -με την περιορισμένου εύρους αντίληψη των πραγμάτων που έχουν- ότι η ψυχή θα πρέπει να φτάσει στο έσχατο σημείο για να «σηκωθεί» και πάλι. Είναι οι ίδιοι που διαβεβαιώνουν πως «Μία χαρά είναι ο άνθρωπος, δεν έχει κάτι», διότι, προφανώς, το «στίγμα» του περιγύρου είναι ισχυρότερο από την ψυχική υποστήριξη ενός ανθρώπινου όντος. Ας είναι… Οι Sentenced «ρίχνουν φως» στις αλήθειες «πίσω από το παραπέτασμα», στάση που αποτελεί το πρώτο και πλέον σημαντικό βήμα για κάθε ψυχοθεραπευτική πορεία.
Μεγάλο album από μία μεγάλη μπάντα.
Όταν κυκλοφόρησε το Dead Poem από τους Rotting Christ, συνοδευόταν και από ένα δεύτερο cd-συλλογή από τις τότε πρόσφατες κυκλοφορίες της Century Media (αν θυμάμαι καλά). Από εκεί έμαθα τους Gathering, Tiamat και τους Sentenced.
Aπό το Down είχε το Shadegrown που έπαιζε στο ριπίτ ασταμάτητα, μέχρι να αγοραστεί ο δίσκος και λιώσει και αυτός από τα ριπίτ.
Χωρίς να τους έχω ακουλουθήσει και πολύ πιστά από το Down και μετά, παραμένει για εμένα ο πιο αγαπημένος μου δίσκος τους.
Σχεδόν σε όλες τις κυκλοφορίες της συγκεκριμένης εταιρείας εκείνη την εποχή.
Χωρίς να θέλω να παρέμβω στη ροή της συζήτησης για το παραπάνω album, τις προάλλες έτυχε ν’ ακούσω ξανά ένα δίσκο-ορισμό για αυτό που είχα αναφέρει πιο πάνω για τους Bad Religion: κράζουν το punk για ασχετοσύνη, θόρυβο, γηπεδική στιχουργική. Κι εννοώ ένα δίσκο που να πρεσβεύει ακριβώς αυτά τα 3 πράγματα, ένα punk διαμετρικά αντίθετο από αυτό των Bad Religion.
Disorder "Violent world"
Είναι αυτός ο πιο βρώμικος δίσκος που κυκλοφόρησε ποτέ; Μάλλον ναι, και το αντιλαμβάνεσαι με την πρώτη ακρόαση, ακόμα κι αν δεν αντέξεις και το κλείσεις στα πρώτα δύο κομμάτια. Αλλά έτσι θα χάσεις την κατακρεούργηση του “Fur Elise” ή του “Joleen” (μάλλον είχαν κάτι με τα κομμάτια-ωδές προς το γυναικείο φύλο). Θα χάσεις το “Gods born in the U.S.A.” ή το λογοπαίγνιο του “Dope not pope”. Θα χάσεις τα live κομμάτια που… βασικά δε πολυδιαφέρουν από την ποιότητα των studio εκτελέσεων. Ποια ποιότητα; Εδώ μιλάμε για εκτελέσεις κομματιών που ακόμα και συνοικιακή, ερασιτεχνική μπάντα να είσαι και να πάτησες το “rec” στην πρόβα, ακούς το αποτέλεσμα και απλά ΤΟ ΣΒΗΝΕΙΣ και ξαναπάς το κομμάτι. Ε, οι Disorder απλά το ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ. Ποιο κούρδισμα; Αλλού βρίσκεται ο ένας, αλλού ο άλλος. Ποια τεχνική; Ο κιθαρίστας πατάει το πεταλάκι του όποτε θυμάται, ακόμα και στη μέση ενός θέματος που ήδη έχει ξεκινήσει. Ποια έννοια της μίξης; Τα φωνητικά είναι τόσο μπροστά που σε τρομάζουν, δεν υπάρχει καμία συνοχή, όργανα έρχονται και φεύγουν ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι.
Ε, ναι, αν αυτό είναι το είδος του punk που κάποιοι θέλουν να κράζουν, τουλάχιστον ας είναι όσο άσχημο γίνεται, τόσο που και οι ίδιοι να μην μπορούν να διανοηθούν ότι κάποιοι άφησαν αυτό το έκτρωμα να κυκλοφορήσει επίσημα!
Ας συνεισφέρω κι εγώ κάτι στο… εύθυμο κλίμα!
Από όλα τα metal παρακλάδια, το doom είναι αυτό που, όσο κι αν φαίνεται απλό στις φόρμες του, αν δεν έχεις συλλάβει την ουσία του, αν δεν καταθέσεις την απογυμνωμένη ψυχή σου, τότε η αυτογελοιοποίηση θα έλθει νομοτελειακά.
Με τους Solstice δεν υπάρχει τέτοιος φόβος! Μετά από μια πορεία στο underground που περιελάμβανε αρκετά demos που έκαναν αίσθηση, οι Βρετανοί, υπό την ηγεσία της υπέρ-cult μορφής ονόματι Rich Walker, κυκλοφόρησαν το 1994 το ντεμπούτο τους και, ομολογουμένως, αν εξαιρέσεις την καλύτερη παραγωγή, μοιάζουν να βρίσκονται ακόμη στα “υπόγεια” - με την καλή έννοια!
Το “Lamentations”, όπως κάθε doom δίσκος που σέβεται το είδος που διακονεί, ξεκινάει με μια “βροχερή” εισαγωγή που εδώ έρχεται συνοδεία ψαλμωδών και προετοιμάζει το έδαφος για την καταιγίδα των υπέρβαρων, κολοσσιαίων riffs, των θρηνητικών μελωδιών και των επιβλητικών φωνητικών που ακολουθούν στο “Neither Time Nor Tide”, αλλά και στο υπόλοιπο του δίσκου.
Αμέσως γίνεται φανερό τι πρεσβεύει η μουσική των Solstice: επικό doom που λατρεύει τους Candlemass, τους Manowar και τους λοιπούς γνωστούς και μη εξαιρετέους. Υπάρχει όμως εδώ μια ισχυρή και καθοριστική δόση “αγγλικούρας” που διακρίνεται στους στίχους (μεγάλη υπόθεση να εκφράζεσαι στη μητρική σου γλώσσα…) αλλά και στη μεσαιωνική ατμόσφαιρα που ενίοτε ξεπροβάλλει, με τρανταχτό παράδειγμα το instrumental “Empty Lies the Oaken Throne”.
Μπαίνοντας σταδιακά στο κλίμα του δίσκου, ανακαλύπτουμε την ομορφιά κάθε ενός από τα τραγούδια που περιέχει, αδυνατώντας από ένα σημείο και μετά να ξεχωρίσουμε το καλύτερο. Θα συνιστούσε όμως κατάφωρη αδικία να μην ειπωθεί ότι το “The Man Who Lost the Sun” θα σε σύρει έως το χείλος της αβύσσου…
Αξίζει επίσης αναφορά στην απόδοση του τραγουδιστή Simon Matravers, μια “μονοδιάστατη” για τους αδαείς ερμηνεία, που καταφέρνει πάραυτα να αιχμαλωτίσει, όπως και στα leads του Gian Piras (γνωστότερου από τη θητεία του στους Cradle of Filth), με αποκορύφωμα το σπουδαίο solo στο “Wintermoon Rapture”.
Φέρνοντας στο φως μιας κυκλοφορίας ένα σημαντικό μέρος του σκότους του underground, σε μια εποχή που ο mainstream metal Τύπος και το κοινό περί άλλα ετύρβαζαν, οι Solstice ήταν “καταδικασμένοι” να κερδίσουν την προσοχή λίγων – όλων πάντως αυτών που άκουσαν το “Lamentations”!
Συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα κατά κανόνα- οι δίσκοι που λαμβάνουν περίοπτη θέση στο «πάνθεον» των ακουσμάτων των μεταλλάδων οι οποίοι ξεκινούν σε σχετικά μικρή ηλικία τις ακροάσεις, εντοπίζονται τα πρώτα 5-10 χρόνια της ενασχόλησής τους με το συγκεκριμένο είδος. Θες λίγο τα πρώτα σοκ του ήχου, ο ενθουσιασμός της πρόσληψης νέας πληροφορίας σε καθημερινή βάση, η συχνότητα των ακουσμάτων, η αστείρευτη πώρωση, το αφελώς ρομαντικό attitude του live and breathe for metal, η ξεγνοιασιά της περιόδου… Όλα αυτά τα στοιχεία και άλλα τόσα, καθώς και η εν γένει μεγέθυνση της έντασης των συναισθημάτων λόγω ηλικίας, δημιουργούν ένα ισχυρό δέσιμο με συγκεκριμένους δίσκους, η ακρόαση των οποίων σε διαφορετική φάση της μετέπειτα ζωής μας ενεργοποιεί ένα ιδιαίτερα ευχάριστο και νοσταλγικό συναίσθημα.
Ωστόσο, οι εξαιρέσεις της ανωτέρω «νόρμας» είναι και αυτές που βάζουν την ιδιαίτερη «πινελιά» στο μουσικό ταξίδι του κάθε ακροατή, βγάζοντάς τον από το comfort zone του και αναγκάζοντας τον να κάνει redefine. Η ένταση της έκπληξης μεγιστοποιείται όταν: α) βρίσκεσαι περίπου στην ηλικία των 25, β) έχεις αρχίσει να γίνεσαι αρκετά εκλεκτικός, όσον αφορά τα ακούσματα με τα οποία ενθουσιάζεσαι και γ) η «κεραμίδα» δεν προέρχεται από μπάντα που δεν έχεις ξανακούσει, αλλά από μία που θεωρείς ότι είναι καλή, αλλά μέχρι εκεί.
Τέτοια περίπτωση υπήρξαν για μένα οι Mastodon και το out of this world:
Αγαπούσα αρκετά “Remission”, λάτρευα “Leviathan”, δεν είχα τρελαθεί με “Blood Mountain” (ορίστε, το ‘πα) και είχα μάλλον χαμηλές προσδοκίες για τη συνέχεια, από μία μπάντα που συμπαθούσα, αλλά μέχρι εκεί.
Η παραφιλολογία και οι κακές γλώσσες υποστηρίζουν πως αυτό το αιθέριο, loose feeling του δίσκου θα πρέπει να πιστωθεί στους κ.κ. Shavo Odadjian (ναι, των SoaD) και William Hudson. Το Σεπτέμβριο του 2007, αμφότεροι, κατά την αναφορά της αστυνομίας, γρονθοκόπησαν τον Brent Hinds, μετά από προκλήσεις του κιθαρίστα/τραγουδιστή των Mastodon, ο οποίος ήταν μεθυσμένος (συνειρμικά, μού ήρθε στο μυαλό και το επεισόδιο με τις μπουνιές του Billy Milano στον Warrel Dane). Οι γροθιές «έσπασαν» τη μύτη του Hinds, ο ίδιος προσγειώθηκε στο τσιμέντο με το κεφάλι, άρχισε να έχει σπασμούς και αναπόφευκτα προέκυψε και η εγκεφαλική αιμορραγία. Η ανάρρωση πήρε μήνες ολόκληρους, με τον Hinds (και πιθανότατα και την μπάντα) να βρίσκεται σε μία (Now I’m lost in) οblivion κατάσταση.
Όπως και να ‘χει, η μπάντα συνθέτει το album ακούγοντας progressive rock «ογκόλιθους» κι επιλέγει να «χτίσει» πάνω στα «χαλάσματα» του ανωτέρου γεγονότος, δημιουργώντας ένα γεμάτο αναφορές και συμβολισμούς, αστρικό concept. Θεματολογία, μουσική κι ερμηνείες ευθυγραμμίζονται απόλυτα, σε έναν υπέροχο και λατρεμένο δίσκο, ο οποίος με τη ροή του και το αέρινο, αιθέριο στοιχείο που βγάζει επουλώνει κάθε λογής μετατραυματικό σοκ, λειτουργώντας εν είδει κάθαρσης. Τι να πρωτο-μνημονεύσουμε; “Oblivion”, “The Czar”, “Divinations”, “The Last Baron”, “Quintessence” ή “The Ghost Of Karelia” (η σειρά δεν είναι τυχαία);
Ας βγούμε από τον προβληματισμό, αναφερόμενοι σ’ ένα από τα πιο σπαρακτικά και μεγαλειώδη τραγούδια που έχει παράξει ποτέ αυτή η μουσική: “Crack The Skye”. Στη μνήμη της τραγικά χαμένης αδερφής του Dailor, ο ίδιος ζητάει από την ιδιοφυΐα του Scott Kelly να «κουβαλήσει» το βαρύ συναισθηματικό φορτίο. Τέτοιο guest δεν ξανάγινε, τόση φόρτιση δεν ξαναβιώσαμε, τέτοιος ύμνος δεν ξαναγράφτηκε.
Πόσο, μα πόσο, γαμάτο είναι τελικά η σπάνια εμπειρία του να ξαναγίνεσαι 15 και να σου προσφέρεται από το πουθενά ένας δίσκος για το «πάνθεόν» σου;
Αυτό ακριβώς, τίποτε άλλο.
Θεωρώ ανθρωπίνως αδύνατη την διατήρηση straight face όταν ο τύπος βγάζει τα εσώψυχά του κραυγάζοντας:
Momma don’t let them take her
Take her down
Ε και μετά μπαίνει το τελευταίο verse και σκουπίζεις τα δάκρυα σου. Πόσο μάλλον αν έχεις και μικρή αδερφή…
Σε 6 δίσκους τους έχει κάνει γκεστ ο άνθρωπος
Πολύ ωραία, για άλλη μια φορά, η παρουσίαση (και η εισαγωγή αυτής!) του @The_Black_League για έναν από τους καλύτερους δίσκους της… προπερασμένης πλέον δεκαετίας. Όντως πρόκειται περί ενός αριστουργήματος, που μαρτυρά την εξέλιξη των Mastodon από την προηγούμενη κυκλοφορία τους. Ένα πολυπεπίπεδο album όπου οι φορτωμένες ενορχηστρώσεις και τα σοφά μοιρασμένα και κυμαινόμενα σε ένταση φωνητικά, ήταν τόσο προσεγμένα που αποδείχτηκε τελικά ακατόρθωτο για το συγκρότημα να τα αναπαράγει σε συνθήκες ζωντανής εμφάνισης.
Να συμπληρώσω επίσης ότι
Καμία παραφιλολογία, ο ίδιος ο Hinds δήλωνε σε συνεντεύξεις της εποχής ότι ο εν λόγω άγριος ξυλοδαρμός είχε ως συνέπεια να έχει ζαλάδες κι ένα αίσθημα περιδίνησης (vertigo) για αρκετό καιρό μετά, κάτι που μεταφέρθηκε στο κλίμα του επερχόμενου τότε δίσκου.
Πάλι σύμφωνα με συνεντεύξεις εκείνης της περιόδου, μετά την φωτιά (Remission), το νερό (Leviathan), και τη γη (Blood Mountain) το Crack the Skye έχει να κάνει με το “πέμπτο στοιχείο” των αλχημιστών, τον αιθέρα – κάτι που φαίνεται και στα artworks, (και ειδικά στο λογότυπο της μπάντας) από τον Paul Romano που συνεργαζόταν μαζί τους μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Το “αέρινο” album ακόμη αγνοείται, αφού το concept μάλλον εξαντλήθηκε και εγκαταλείφθηκε!
Δεν έγραψα ότι δεν ξανάκανε guest, έγραψα ότι το guest αυτό ήταν το πιο καίριο και καλύτερο απ’ όλα.
Εννοείται πως το “αιθέριο” δεν επελέγη τυχαία και συνδέεται με αυτό που λες. Στα του Hinds, αν θυμάμαι σωστά, αναφερόταν, επίσης, ότι για να αντιμετωπίσει όσα του προκάλεσε ο ξυλοδαρμός είχε “τερματίσει” τη χρήση μαριχουάνας εκείνη την περίοδο.
Ή απλώς οι ίδιοι είναι άμπαλοι live. Έχω καταλήξει ότι συμβαίνει με ορισμένους.
Mια φορά τους έχω δεί και προφανώς φωνητικά τα παιδιά δεν τραβάνε.
Δεν θέλουν να κάνουν κάτι για αυτό, είναι ξεκάθαρα (μαθήματα ορθοφωνίας πρέπει να είναι κάτι απλό για αυτούς), εκτός από τον Μπραν που είναι ο πιο αξιοπρεπής.
Παρά ταύτα, είναι τόσο εθιστικοί, που και την επόμενη φορά που θα ρθουν, εκεί θα είμαι.
Ανεξηγητο.
Οι Mastodon ήταν οι θεοί μου εκείνη την περίοδο, προσπαθούσα να αφήσω μούσι σαν του Sanders, έψαχνα ρολόγια σαν περικάρπιο (όπως του Sanders), είχα δει αμέτρητες φορές το Workhorse dvd και για το Crack The Skye θυμάμαι κάθε μέρα να περιμένω ανανέωση στο σάητ τους με κάποια ζωγραφιά του Romano ή λίγα δευτερόλεπτα τραγουδιών, το είχα Λ Ι Ω Σ Ε Ι όταν βγήκε, ξόδεψα πολλά λεφτά στο μερτς τους για κάθε βλακεία που έβγαζαν.
Η στιγμή που κατάλαβα ότι δεν είναι θεοί ήταν το Live At The Aragon, δεν πίστευα αυτό που άκουγα και για ποιο λόγο αποφάσισαν ένα τέτοιο εγχείρημα. Από τότε μόνο το Hunter με άγγιξε και λίγο το καινούριο τραγούδι που έβγαλαν τις προάλλες. Δε φταίει ότι περιμένω ένα νέο Leviathan αλλά κάτι νερόβραστοι Mastodon όπως αυτοί του ΕΡ ή οι τελευταίες "ψυχεδέλειες"δε μου κάνουν πλέον, αν δε βγάζουν Deathbounds θέλω τουλάχιστον κάτι τέτοιο:
Δε θα γίνει ποτέ μάλλον, αλλού είναι αυτοί, αλλού εγώ, όλα καλά, προχωράμε.
Υ.Γ. “Αέρινο άλμπουμ” δε θα βγει ποτέ ούτε υπήρχε ως πλάνο, ο Sanders είχε πει τότε ότι επέλεξαν τον αιθέρα αντί του αέρα για τους λόγους που έγραψε ο Ίαν και το κόνσεπτ τέλειωνε εκεί, όπως και η συνεργασία τους με τον Romano.
ΥΓ2: Λάηβ έχω πετύχει βιντεάκια που σκοτώνουν και άλλα που κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια, ευτυχώς σε όλες τις εμφανίσεις τους στην Ελλάδα έμεινα ικανοποιημένος προσωπικά (δεν ήμουν στην τελευταία τους στο ακάντεμυ), στο τέρα βάημπ θυμάμαι να ακούω σχόλια για χλιαρή εμφάνιση κλπ και εγώ προσπαθούσα να σκουπίσω δάκρυα μετά το Czar
Εκεί ήταν πολύ καλοί. Οι δεύτεροι καλύτεροι της ημέρας μετά τους θεούς. Όλες τις άλλες φορές που τους έχω δει, ήταν γάμησέ τα. Μετά την τελευταία (στο Academy), είπα ότι δεν ξαναπληρώνω για να τους δω.