Καλά τα album που σε ξανακάνουν πρόσκαιρα 15, αλλά σαν αυτά που σε σημαδεύουν όταν είσαι 15 δεν έχει.
Έχοντας ακολουθήσει αμφότεροι φρενήρεις πορείες στα ‘90s με τις προσωπικές τους μπάντες, αποφασίζουν, κάπου στο 1997, πως επιστέγασμα του καλλιτεχνικού/δημιουργικού τους momentum, της δημοφιλίας τους (η οποία στην Ελλάδα έχει ήδη λάβει διαστάσεις παρανοϊκής λατρείας και για τους δύο), καθώς και της προσωπικής τους φιλίας, θα πρέπει να είναι μία μεταξύ τους συνεργασία. Από τη μία λαμβάνουμε μία από τις ωραιότερες και χαρακτηριστικότερες φωνές του power metal εν προκειμένω και του metal εν γένει και από την άλλη έναν από τους καλύτερους συνθέτες και ρυθμικούς κιθαρίστες που έβγαλε ποτέ το συγκεκριμένο είδος, καθώς και μέγα τεχνίτη του fast galloping/downstroke τρόπου παιξίματος. Τα ευκόλως εννοούμενα συνήθως παραλείπονται, ωστόσο, για όσους δεν κατάλαβαν, αναφερόμαστε στους κ.κ. Hansi Kürsch και Jon Schaffer αντίστοιχα και στο ομώνυμο ντεμπούτο της μπάντας τους, το εκπληκτικό:
Η προηγούμενη δεκαετία «κλείνει» -ή η νέα δεκαετία και χιλιετία «ανοίγει», αν προτιμάτε (καθώς το album κυκλοφόρησε στις αρχές του 2000, με το οπισθόφυλλο να αναγράφει 1999)- με ένα κλασσικό power/heavy album, το οποίο εμπεριέχει τα αντιπροσωπευτικότερα στοιχεία των Iced Earth και Blind Guardian, ήτοι το χαρακτηριστικό songwriting και τα trademark riffs και τη φωνή-«χαμαιλέοντα» αντίστοιχα. Το μείγμα «δένει», ο δίσκος «κυλάει» και οι ακροατές βιώνουν καταστάσεις ονείρωξης από το ηχητικό αποτέλεσμα της larger than life συνεργασίας.
Άλλες μπάντες θα «έχτιζαν» ολάκερες καριέρες έχοντας στη «φαρέτρα» τους έστω κι ένα από τα “Heaven Denies”, “Blood on My Hands”, “Winter of Souls”, “The Whistler” ή “My Last Sunrise” (τα οποία αποτελούν, απλά, προσωπικά αγαπημένα, διότι και τα υπόλοιπα κομμάτια «γ@μο#ν και δέρνουν»).
Ωστόσο, υπάρχει και το “Fiddler on the Green”… Αυτό το αισθαντικό έπος επών, οι στίχοι του οποίου παίρνουν «σάρκα και οστά» στο εξώφυλλο του album. Ο Kürsch έχει βγάλει βόλτα το σκύλο του και γίνεται αυτόπτης μάρτυς ενός τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο στερεί τη ζωή ενός μικρού αγοριού που έκανε ποδήλατο. Στο ίδιο σημείο, μία εβδομάδα αργότερα, το συμβάν επαναλαμβάνεται. Ο Hansi, επηρεασμένος από τα τραγικά γεγονότα, μάς διηγείται πως ακόμα και ο ίδιος ο Χάρος, κατανοώντας πως πήρε αδόκητα και πολύ σύντομα τις ζωές των παιδιών, δημιουργεί έναν Παράδεισο, εντός του οποίου το αγοράκι και το κοριτσάκι ενώνονται, όπως ακριβώς προβλεπόταν στη μελλοντική επίγεια ζωή τους, όπου και θα αποτελούσαν ανδρόγυνο. Από μεριάς του, ο Jon τροποποιεί με μαεστρία την εισαγωγή του “Tears of the Dragon” (ναι, του γνωστού) και του προσθέτει δύο ταχύτητες. Εν συνεχεία, «ντύνει» την σπαρακτική ερμηνεία του Hansi με κορυφαίο riffing, φτάνοντας σε απανωτές κορυφώσεις, οι οποίες ολοκληρώνονται με ένα οργιώδες solo. Μιλάμε για μία από τις ωραιότερες power μπαλάντες όλων των εποχών, ένα κλασσικό τραγούδι, το οποίο θα απολαμβάνεται και θα επικροτείται εις τους αιώνας των αιώνων. Για όσους, δε, ανήκουν στην τραγική κατηγορία των γονέων που έχουν χάσει το παιδί τους (γεγονός τόσο ανείπωτο που δεν υφίσταται καν λέξη για να προσδιοριστεί ο γονέας που υφίσταται την απώλεια), το εν λόγω κομμάτι έχει τόση συναισθηματική ένταση και φόρτιση, τόσα αβίαστα δάκρυα και τόση πίεση στην δια βίου πληγή που δεν μπορεί καν να χωρέσει ο κοινός νους…