..Με λίγα λόγια

M16 κλασσικό άκουσμα πια. Ίσως το αγαπημένο μου (μετά τα δύο πρώτα) από την αγαπημένη μου γερμανική thrash μπάντα.
Νταξει τι να λέμε τώρα. Παραγωγαρα, ήχος οδοστρωτήρας, κομματαρες, ριφφαρες, ο Angelripper εγγύηση. Η σύνθεση με δύο άλμπουμ ήδη στην πλάτη (code red άλλη δισκαρα) και μια πενταετία μαζί,
νομίζω πιάνει το peak της εδώ.
Το Napalm in the morning με καυλώνει όπου και όποτε το ακούσω.
Εν τω μεταξύ είμαι και σε περίοδο που να ακούω δισκογραφία Sodom.
ΥΓ: Χωρίς να θέλω να προκαλέσω οι Demons n Wizards είναι κατά τη γνώμη μου μεγάλη φούσκα και οι δίσκοι τους δε ακούγονται με εξαίρεση ένα - δύο τραγούδια.
Το είχα αγοράσει κι εγώ τότε πέφτοντας στην παγίδα του Blind Earth (ή Iced Guardian ) ήχου, δύο Τιτάνες μαζί κλπ.ομορφα που διάβαζα στον τύπο τότε.
Είναι νομίζω από τις χειρότερες αγορές που έχω κάνει ever. Απογοήτευση. Μόνο το fiddler ακούω ακόμα. Τα υπόλοιπα μια αδιαφορία.
Γνώμη έτσι…

4 Likes

Προκαταβολικά συγγνώμη από τον @The_Black_League, αλλά ούτε εμένα με άγγιξε ποτέ το Demons & Wizards. Μου είχε φανεί υπερβολικά τζούφιο σε έμπνευση, πολύ επίπεδο, το μόνο που σωζόταν ήταν το γνωστό.

Όσων αφορά τους Sodom, εγώ τους γνώρισα με το εκπληκτικό Code Red. Δεν θυμάμαι πως είχε πέσει στα χέρια μου, αλλα σίγουρα θυμάμαι να κάνω εργασία για την σχολή στις 5 το πρωί (εργαστήριο την επόμενη μέρα και έπρεπε να τελειώσω την εργασία του) και να ακούω το Code Red για να με κρατήσει ξύπνιο. Φοβερό thrash το Code Red, πολύ ωραία και ταιριαστή παραγωγή, εξώφυλλο που αντικατοπτρίζει ακριβώς τι γίνεται μέσα στο δίσκο. Ακόμα και τα mid-tempo κομμάτια είναι απολαυστικότατα. Ξεκάθαρα ο πιο Slayer-ικός δίσκος τους και αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση είναι το πόσο κοντά είναι τα riff των The Vice of Killing με το Payback από το (καταπληκτικό) God Hate Us All.
To Μ-16 από την άλλη ναι μεν το εχω συμπαθήσει, αλλά δεν μου είπε τόσα πολλά όσα το Code Red.

4 Likes

@38aris & @Sevek

Ούτε συγγνώμες χρειάζονται, ούτε απόπειρες προκλήσεων εντοπίζω. Προς Θεού, τα κείμενα είναι τέρμα υποκειμενικά και το τι κάνει κλικ στον καθένα το ορίζει μονάχα ο ίδιος και όχι κάποια παρουσίαση στο παρόν topic.

Μάλλον είχατε αμφότεροι μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες δεν ευοδώθηκαν. Εγώ, πάντως, συνεχίζω να τον λατρεύω τον δίσκο. Όλα καλά… προχωράμε!

1 Like

Ωραιος ο TBL, ακριβως ετσι ειναι.

Κι εμενα μου αρεσει το πρωτο των Demons and Wizards (οπως και τα επομενα), αλλα δεν θα το εβαζα οσο ψηλα βαζω τις κορυφαιες στιγμες των δυο συγκροτηματων ξεχωριστα (Stromrider, Burnt offerings Dark Saga, Something Wicked, Somewhere far beyond, Imaginations, Nightfall και At the Edge με τυχαια σειρα)

1 Like

Και μένα μ’αρέσουν οι D&W, μάλιστα θεωρώ τον κάθε δίσκο τους καλύτερο απ’τον προηγούμενο. Το φετινό ίσως παίξει και για 10άδα.

Πολύ εύστοχη παρατήρηση. Αμφιβάλλω αν έγινε ηθελημένα πάντως, και το Dust In The Wind πχ βασίζεται σε παρόμοιες συγχορδίες. Όσο για τους στίχους και το εξώφυλλο, αφήνω ένα απόσπασμα από συνέντευξή τους που το εξηγεί:

Hansi was out walking his dog and he saw a little boy get killed on a bicycle – hit by a car. Well, it happened again, like a week later – same spot, same place in his neighborhood in a place where something like that would never happen. Over in Germany, the Fiddler is like what we call the Reaper." Sounds like the Demons & Wizards album cover, wouldn’t you agree? In summary, the Fiddler makes a mistake and takes this little boy’s life too soon. Thusly, he promised the boy he’ll create this paradise for him. The girl in this scenario would have been this little boy’s future wife, so the deal is that the Fiddle makes a heaven for this pair as part of the bargain.

Εδώ η συγκλονιστική εκτέλεση στο wacken:

4 Likes

Πιθανόν είχα ακούσει πρώτα το M16 για αυτό μου άρεσε ίσως περισσότερο. Από το εξίσου γαμάτο Code red είχα ακούσει κάποια κομμάτια (visual buggery, the vice of killing, cowardice)* και το άκουσα αργότερα ολόκληρο.
Αν και μπορώ άνετα να καταλάβω κάποιον που του αρέσει περισσότερο, το M16 για μένα ήταν πιο πλήρες και ανωτέρω σε όλα. Ήταν το peak και μετά, αν και δισκογραφουν αξιοπρεπώς, δεν το έχουν πλησίασει.
*Θυμάμαι μου είχε γράψει σε κασσέτα φίλος τότε (2000) συλλογή με best of Sodom. Μετά από χρόνια που άκουσα όλη τη δισκογραφία της μπάντας, για το χρονικό διαστημα μέχρι το 2000, πιστεύω θα έκανα την ίδια επιλογή τραγουδιών και σήμερα.

1 Like

Επανερχόμαστε με early 80s γιατί κρύβουν πολλή “μαγεία” και τα αγαπάμε!

Παρότι και οι δύο πρώτοι δίσκοι τους ήταν τουλάχιστον αξιόλογες προσπάθειες, είναι χάρη στο “Fire Down Under” που οι Riot θεωρούνται “το καλύτερο NWOBHM συγκρότημα εκτός Βρετανίας”. (Για να είμαστε δίκαιοι, αυτοί οι Νεοϋορκέζοι υπήρξαν καλύτεροι κι από τα περισσότερα σύγχρονά τους βρετανικά σχήματα, με τις γνωστές εξαιρέσεις). Γιατί στο “Fire Down Under” έχουμε ένα αντιπροσωπευτικό όσο και γοητευτικό δείγμα hard rock που μεταλλάσσεται σε heavy metal – πιο σωστά, heavy metal με, αναμενόμενα, βαθιές ρίζες στα 70’s.

Το τραγούδι με το οποίο ξεκινάει ο δίσκος ας πούμε, το “Swords and Tequila” είναι ένα καθαρόαιμο metal κομμάτι. Τόσο καθαρόαιμο που το βασικό του riff είναι από τα πιο “πολυφορεμένα” στο είδος, εμφανιζόμενο υπό διαφοερτικό όνομα και σε δίσκους άλλων συγκροτημάτων! Το ομώνυμο επιφυλάσσει μια ακόμη γρηγορότερη συνέχεια, είναι ένας μικρός (μόλις 2,5 λεπτών) πρώιμος speed metal ύμνος! Το “Feel the Same” που σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στα κορυφαία, ρίχνει τις ταχύτητες, αντίθετα με το Thin Lizz-ικό “Outlaw” που διηγείται την ιστορία ενός παρανόμου τζογαδόρου, και ήταν σταθερά στο setlist των ζωντανών εμφανίσεων των Riot επί σειράν ετών.

Η αλήθεια είναι ότι οι συνθέσεις που φέρουν την υπογραφή του Mark Reale υπερέχουν. Το “Don’t Hold Back” επανέρχεται στις υψηλές ταχύτητες, όμως ακόμη τρανότερο παράδειγμα είναι το επικό, επηρεασμένο από τους Rainbow, “Altar of the King”. Οι συλλογικές προσπάθειες από την άλλη, όπως το απλοϊκό από κάθε άποψη “Don’t Bring Me Down” και το “Flashbacks” (που δεν είναι ακριβώς τραγούδι, αλλά συρραφή solos, live ήχων και ομιλιών) δεν ξεχωρίζουν. Στο καλό “Run For Your Life” έχουμε και την σπάνια περίπτωση ενός τίτλου που θα ξαναχρησιμοποιηθεί στο μέλλον από το ίδιο συγκρότημα (δεν μοιάζει πάντως καθόλου με αυτό του “Thundersteel”).

Η πορεία των Riot είναι σημαδεμένη με μικρές και μεγάλες τραγωδίες. Το ότι δεν υπήρχε δυνατή δισκογραφική για να προωθήσει έναν τόσο σπουδαίο δίσκο ήταν οπωσδήποτε ατυχία. Η απόφαση του Guy Speranza, που λάμπρυνε με τα φωνητικά του τον δίσκο αυτό και έγραψε τους τόσο ταιριαστούς στίχους (μείγμα νεανικής επιθετικότητας και εφηβικής αφέλειας) να εγκαταλείψει τον χώρο της μουσικής, ήταν ένα πολύ δυνατότερο πλήγμα από το οποίο κάποιος άλλος πλην του Mark Reale ίσως να μην κατάφερνε να ανακάμψει…

5 Likes

Πάντα απορούσα σχετικά με το λόγο που η συγκεκριμένη μπάντα δεν «έπιασε» στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, άλλωστε, φτάσαμε να την δούμε live στα στερνά της και όχι την εποχή που βρισκόταν στο απόγειό της. Αναφέρομαι στους Magnum, τους οποίους παρακολουθήσαμε για πρώτη φορά ζωντανά μόλις το 2018, όταν οι ίδιοι «κουβαλούσαν» ήδη σχεδόν μισό αιώνα καριέρας.

Συγκρότημα ταυτισμένο με την παρουσία των κ.κ. Tony Clarkin και Bob Catley, οι -στην «μεταλλομάνα» του Birmingham σχηματισθέντες- Magnum μετρούν 21 δίσκους, οι οποίοι έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τόσο την καλλιτεχνική και συνθετική ποιότητά τους (τα εύσημα στον Clarkin), όσο και την ιδιαίτερη και «ζεστή» φωνή του Catley (ο οποίος ανέκαθεν λογιζόταν από μέρους μου ως η hard rock μετενσάρκωση του Dio). Μετά από ένα διάλλειμα μεταξύ 1995 και 2000, η μπάντα επανενώθηκε το 2001 και διάγει από τότε μία «δεύτερη νιότη», γνωρίζοντας μάλιστα και αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία σε συγκεκριμένες χώρες της Ευρώπης.

Το αξιοσημείωτο με τους Magnum και ιδιαίτερα τιμητικό γι’ αυτούς είναι το εξής: η πρώτη περίοδός τους τούς οδήγησε στην εμπορική επιτυχία, δίνοντάς τους την ευκαιρία να κάνουν και μία απόπειρα να «πιάσουν» στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ομολογουμένως, η προσπάθεια που έκαναν για καταξίωση στις Η.Π.Α. δεν πέτυχε. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια έγινε χωρίς «έκπτωση» στο καλλιτεχνικό τους όραμα και χωρίς να «μπασταρδέψουν» τις συνθέσεις τους (π.χ. περίπτωση Saxon), γεγονός το οποίο είναι προς τιμήν τους, ιδιαίτερα δε αν συνυπολογίσουμε ποιο ήταν το διακύβευμα του να επιτύχεις εμπορικά στις Η.Π.Α. στα mid και late ‘80s.

Στην τομή της πρώτης περιόδου και της ανωτέρω απόπειρας στέκει υπέρλαμπρο και αιώνιο το αριστουργηματικά αριστουργηματικό:

image

Με ένα καταπληκτικό εξώφυλλο από τον Rodney Matthews, το “On a Storyteller’s Night” αποτελεί τον καλύτερο δίσκο του συγκροτήματος. Υπέροχες συνθέσεις, άρτια δουλειά στην παραγωγή και καίριος ρόλος των πλήκτρων (Mark Stanway). Το ότι τα “Just Like an Arrow”, “Before First Light” (ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια όλων των εποχών) και “Endless Love” δεν έγιναν mega hits παγκοσμίως αποδεικνύει ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά σε τούτον τον πλανήτη. Ίσως να έφταιγε ότι τα προαναφερόμενα πλαισιώνονταν από τα “How Far Jerusalem”, “On a Storyteller’s Night”, “Les Morts Dansants” και “All England’s Eyes” και ο κόσμος δεν μπορούσε να αντέξει τόση ποιότητα. Από την άλλη, μπορεί να κρίθηκε ότι το ΖΖ Top look του Clarkin την εποχή εκείνη ή η elf φιγούρα του Catley δεν ήταν αρκετά eye-friendly για το hairspray κοινό του L.A. Ας είναι… Οι Magnum «καληνύχτισαν» την εν λόγω πόλη λίγα χρόνια αργότερα και συνέχισαν την τίμια και ειλικρινή τους μουσική πορεία.

8 Likes

Πόσες και πόσες συζητήσεις έχουν γίνει γύρω από την έννοια του true στο metal; Τι στα κομμάτια είναι true, πότε είσαι true, πότε παύεις να είσαι true, ποιος βρίσκεται υψηλότερα στο «true-όμετρο» (sic); Αηδίες…

Πραγματικά αυθεντικός είσαι όταν δεν έχεις το άγχος να κατοχυρωθείς ως true, όταν γράφεις πηγαία και δεν προσπαθείς να εκμαιεύσεις με φθηνό τρόπο συναισθήματα. Οι πραγματικά «αληθινές» μπάντες δεν νοιάζονται εάν είναι true και μάλλον καταλαβαίνουν ότι κάτι πάει λάθος όταν αρχίσει να τους αποδίδεται ο όρος.

Μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις της ανωτέρω διαπίστωσης αποτελούν οι Primordial, συγκρότημα του οποίου η μουσική θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το soundtrack για χώρες με ταραχώδη/τραγική ιστορία, όπως η αντίστοιχη καταγωγής τους ή η δική μας.

Μπάντα δίχως κακό (ούτε καν μέτριο, για fan, όπως εγώ) album, συνεπώς, κρίνεται δύσκολη η επιλογή. Προσωπικό «κόλλημα» και «αρρώστια» το ακόλουθο:

image

Γκρι, μαύρο, μουντάδα, πουλιά να συγκεντρώνονται πάνω από την απεραντοσύνη και η μπάντα σε κατάσταση «φωτιάς». Folk, black, atmospheric ήχοι σε απόλυτη ισορροπία κρατούν την τρίχα «κάγκελο» καθ’ όλη την ακρόαση. Από την άλλη, ο Alan δίνει «λυσσασμένες» ερμηνείες, πότε «κατακεραυνώνοντας» την εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος δεν διδάσκεται τίποτα από τα μαθήματα της ιστορίας, και πότε μοιρολογώντας για τραγικά γεγονότα του παρελθόντος. Πολλά έχουν γραφεί για τον -love or hate- ήχο του δίσκου, όπως αυτός καθοδηγήθηκε από τον Billy Anderson. Προσωπικά, λατρεύω την «σκατένια», «λασπωμένη» και χαοτική ηχητική προσέγγιση (που προσιδιάζει σε παλιό βινύλιο), διότι θεωρώ ότι ταιριάζει με την γενικότερα απαισιόδοξη φιλοσοφία του album και προσθέτει πολύ. But, that’s just me…

Χωρίς τα υπόλοιπα τραγούδια να υστερούν κατά πολύ, δεν μπορεί να μην γίνει ιδιαίτερη μνεία στα δύο πιο επικά και αριστουργηματικά κομμάτια του δίσκου. Το ομώνυμο και το “The Coffin Ships”. Το μεν πρώτο αποτελεί το αγαπημένο μου κομμάτι από την έως τώρα δισκογραφία τους (ο ανταγωνισμός δείχνει και το μέγεθος του πόσο τέλειο είναι), θεωρώντας το μάλιστα και αρκετά παραγνωρισμένο. Το δε δεύτερο είναι μία ελεγεία που «κουβαλάει» τεράστιο συναισθηματικό «φορτίο» και -δικαίως- αναγνωρίζεται ως ορόσημο στη δισκογραφία τους.

Ως κατακλείδα, θα αναφέρω ότι η εμφάνιση των εν λόγω στο An το 2012 συγκαταλέγεται στο προσωπικό μου top-5* των συναυλιών που έχω παρακολουθήσει σε εσωτερικό χώρο. Όσοι ήταν εκεί, θεωρώ ότι θα επικυρώσουν αυτήν μου την επιλογή.

*Οι υπόλοιπες είναι: Anathema@Ρόδον, 2002 / Accept@Gagarin, 2011 / Saxon@Gagarin, 2003 / Rotting Christ@Piraeus 117, 2017

8 Likes

Ο @The_Black_League έπιασε αγαπημένο δίσκο και συγκρότημα, οπότε δεν μπορώ να αντισταθώ από το να συμπληρώσω ότι:

primordial

O Alan Averill έχει επανειλημμένως ισχυριστεί ότι οι στίχοι του είναι στην πραγματικότητα “οικουμενικού” ενδιαφέροντος, παρά την συνήθη ιρλανδική θεματολογία τους, η οποία χρησιμεύει – πάντα κατά τον ίδιο – σαν σημείο αναφοράς για να περάσει το γενικότερο μήνυμα/συμπέρασμα.

Τα παραπάνω, όσο ειλικρινή κι αν είναι, δεν εμπεριέχουν την Αλήθεια ότι το “The Coffin Ships” είναι αδύνατον να το έχει δημιουργήσει κάποιος που δεν είναι Ιρλανδός. Αυτός ο αγέρωχος, αντρίκιος θρήνος για τον Μεγάλο Λιμό που ξεκλήρισε μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, θα μπορούσε να προέρχεται μόνο από ανθρώπους που έχουν νοιώσει τον αντίκτυπο αυτού του ορόσημου στην Ιστορία της Ιρλανδίας μέσα από τις ακόμη ζωντανές μνήμες 150 χρόνια αργότερα.
Γι’ αυτό το “The Coffin Ships” είναι ένα από τα 2-3 αληθινά κορυφαία τραγούδια που μπορεί να ελπίζει να γράψει κάποιος κατά τη διάρκεια της καριέρας του – αν είναι πραγματικά ικανός, εννοείται.

Ο υπόλοιπος δίσκος – που αναπόφευκτα δεν γίνεται να στέκεται στο ίδιο επίπεδο – βρίσκει τους Primordial, στο ντεμπούτο τους σε μεγάλη εταιρεία, να συνεχίζουν την αργή μετάλλαξη τους σε κάτι πιο επικό και doom. Χαρακτηριστικότατα παραδείγματα τα πρώτα κομμάτια, το “The Golden Spiral”, και το επιβλητικό ομώνυμο, με την σπαρακτική κιθάρα – σήμα κατατεθέν, και την αντισυμβατική δομή (επίσης trademark του συγκροτήματος, όπως και οι μεγάλες διάρκειες). Το μόνο εξ ολοκλήρου γρήγορο κομμάτι που θα βρούμε εδώ είναι το “Tragedy’s Birth”.

Ας σημειωθεί ότι οι Primordial έχουν καταφέρει αυτό που αποτελεί διακαή πόθο και άπιαστο όνειρο τόσων πολλών: να δημιουργήσουν το δικό τους, άμεσα αναγνωρίσιμο ήχο, την ίδια στιγμή μάλιστα που οι επιρροές τους παραμένουν διακριτές.
Κατά τα λοιπά, το “End of All Times” ξεχωρίζει επίσης, τόσο για τους εμπνευσμένους στίχους του, όσο και για την παθιασμένη ερμηνεία του “Nemtheanga” που βγάζει ανυπόκριτη οργή και πίκρα εδώ. Αυτά τα εκφραστικότατα, ανεπιτήδευτα φωνητικά, είναι μάλλον το μεγαλύτερο ατού του συγκροτήματος από το Δουβλίνο, αλλά και του “The Gathering Wilderness” ειδικότερα.

Οι Primordial ανέκαθεν υπήρξαν ένα συγκρότημα που είχε κάτι να πει, κάτι που θα επαλήθευαν κατ’ επανάληψη και αργότερα

6 Likes

Με ψησατε ρε αλάνια να το ακούσω, με την πρώτη ακρόαση μου φάνηκε εξαιρετικό, θα ακολουθήσουν κι αλλες

3 Likes

Alan-ια. Αποτυχημένο, αλλά δεν κρατήθηκα!

1 Like

Καιρός να αναφερθούμε και σε κανένα live album, μπας και επαναφέρουμε στη μνήμη μας τι σημαίνει metal συναυλία, διότι τείνουμε να το λησμονήσουμε εντελώς την εποχή του κορωνοϊού.

Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά το συγκεκριμένο live album αποτελεί το δεύτερο αγαπημένο μου όλων των εποχών, μετά το προφανές (“Live After Death”), έχοντας αφήσει πίσω Judas Priest, Iced Earth, Queensrÿche κ.ά.

Fun, πώρωση, διάθεση, μπόλικος ιδρώτας, η μπάντα στο peak της καριέρας της, καταπληκτικό setlist, πολύ καλή απόδοση, full επαφή με το κοινό… τι άλλο να ζητήσει, δηλαδή, κάποιος από μία ζωντανή εμφάνιση ή τι παραπάνω χρειάζεται για να χαρακτηριστεί αυτή μνημειώδης;

Αναφέρομαι στο:

image

«Τρελο»-περίπτωση οι Twisted Sister, μ’ έναν εξαιρετικά χαρισματικό κι επικοινωνιακό frontman (Dee Snider), πλαισιωμένο από ωραίους παίκτες. Κατ’ εμέ, μπορούσαν να πετύχουν ακόμη περισσότερα στην καριέρα τους, αλλά για τους Χ , Υ λόγους αυτό δεν επετεύχθη. Στη συλλογική μνήμη, η μπάντα συνδέεται, εν πολλοίς, με α) το «πετσόκομμα» του Snider στην PMRC στις ακροάσεις των mid-80s, β) το «μπάσιμο» του metal σε αναρίθμητες οικίες ανά τον πλανήτη μέσω των οθονών (βλ. “We’re Not Gonna Take It” και “I Wanna Rock”) και γ) το image τους, στο οποίο χρεώνεται και η λανθασμένη κατηγοριοποίησή τους από πολλούς στο glam.

Πέρα από τα παραπάνω, η μπάντα έχει γράψει μουσικάρες κι αυτό αποτυπώνεται περίτρανα στο περί ου ο λόγος album, το οποίο «στάζει» τεστοστερόνη από μίλια μακριά. Πολύ απλά, δεν υφίσταται περιττή νότα, αλλά εάν επέλεγα κάποιες εντελώς εκρηκτικές και «διεστραμμένες» στιγμές, αυτές σίγουρα θα περιελάμβαναν τα “What You Don’t Know (Sure Can Hurt You)”, “Destroyer”, “Under the Blade”, “Burn in Hell” (έπος) και “S.M.F.”. Οι Αμερικανοί κερδίζουν άνετα το ευρωπαϊκό στοίχημα με την εμφάνισή τους, θέτοντας τους δικούς τους όρους μέσα σ’ ένα ιστορικό venue κι ενώπιον ενός «διαφορετικού» κοινού. Επισημαίνεται ότι το εν λόγω κυκλοφόρησε σε ανενεργή περίοδο της μπάντας, 10 χρόνια μετά την ηχογράφησή του, περιλαμβάνοντας και δύο ζωντανά ηχογραφημένες διασκευές των “Jailhouse Rock” και “Train Kept a-Rollin’” από το 1979.

Υ.Γ.: Καθώς έγραφα τα παραπάνω, θυμήθηκα μία σκηνή από ταινία των ‘80s (μπορεί να ήταν κάποιο από τα “Police Academy”, αλλά δεν είμαι σίγουρος) όπου σ’ ένα πάρτι ρωτάει κάποιος μεταλλάς έναν φλώρο εάν υπάρχει καμία κασσέτα Twisted Sister για ν’ ακούσουν (“Do you have any t(T)wisted s(S)ister?” ή κάτι παρόμοιο). Ο φλώρος κοιτάζει απορημένος και απαντάει κάτι σαν: “No, but I have a cousin that is a little weird!”!!!

Αν κάποιος/-α θυμάται την ταινία και μπορεί να βρει την σκηνή, θα του/της ήμουν εξαιρετικά ευγνώμων.

8 Likes

Ειναι σπουδαια μπαντα και τηρουμενων των αναλογιων αδικημενη θεωρω.

Τους ακουγα κι εγω απο μικρός, ειχα ολη τη δισκογραφια τους (σιγα τη μεγαλη θα μου πεις!) αλλα οταν πηγα το 2011 στην Ιερα οδο να τους δω κραταγα μικρο καλαθι επειδη πιστευα πως δεν ηταν πια στα πολυ πανω τους (ετσι νομιζα!)

Δεν ηταν το καλυτερο live που εχω δει (μπαινει ομως στο τοπ-10), αλλα ηταν το live με τη μεγαλυτερη διαφορα expectation vs reality που εχω δει, με το reality να κερδιζει κατα κρατος!

Οι τυποι (και ειδικα ο Dee) ειναι παρα πολυ true, αληθινοι ροκαδες (οχι με την στερεοτυπικη εννοια του ορου, αλλα ρε φιλε, ζουσαν την καθε στιγμη στο 100% και συνεπηραν τους παντες ακομα και αυτους που πηγαν γιατι δεν ειχαν κατι καλυτερο να κανουν εκεινη τη βραδια). Ηταν μια καταπληκτικη βραδια, τελειως απο το πουθενα (για μενα που δεν τους ειχα ξαναδει)

Bρηκα και την ανταποκριση του rocking απο τοτε

https://www.rocking.gr/live/Twisted_Sister_Outloud__Iera_Odos_130711/10337

5 Likes

μ’ έκαψες, αλλά νομίζω το θυμήθηκα. πρέπει να ναι αυτό:

εντιτ, στο βρήκα:

2 Likes

Εντάξει, είσαι απλά θεός. Προσκυνώ ταπεινά…

“Έσπαγα” το κεφάλι μου να το θυμηθώ, αλλά δεν… Εν τω μεταξύ, υπέθετα το “Police Academy”, διότι αυτή που λέει τελικά την ατάκα είναι η τύπισσα που γούσταρε τον Zed! Mind playing tricks on me.

Πώς σου δίνω χίλιες καρδιές είπαμε;

1 Like

:smiling_face_with_three_hearts:

1 Like

Πάμε και σε κάτι λιγότερο προβεβλημένο…

Όταν οι δύο παλιόφιλοι Rob Bendelow (κιθάρα) και Richard Lowe (keyboards) έφτιαχναν τους Lammergier στα mid 70s, οι επιρροές τους ερχόταν κυρίως από pomp rock σχήματα με ολίγη από progressive. Μαζί τους ήταν και ο μπασίστας Barry Yates, ενώ με την προσχώρηση των Steve Bettney (φωνητικά) και John Thorne (drums) σταθεροποιήθηκε το lineup και άλλαξε το όνομα του συγκροτήματος σε Saracen λίγο πριν τις ηχογραφήσεις για το ντεμπούτο LP.

Το ημερολόγιο όμως έδειχνε ήδη 1981 και η hard rock/metal σκηνή στην Βρετανία βρισκόταν σε δημιουργικό αναβρασμό, με το NWOBHM να αποτελεί την αιχμή του δόρατος. Οι Saracen λοιπόν, παρόλο που εντάσσονται, όχι αδικαιολόγητα, σε αυτή την γενιά και σκηνή, διέθεταν στοιχεία που τους έκαναν να ξεχωρίζουν από τους συγχρόνους τους.

Στο πρώτο δίσκο τους διαγράφονται ανάγλυφα τα παραπάνω. Εξ ολοκλήρου γραμμένο από τον Bendelow, αλλά έχοντας σε συμπρωταγωνιστικό ρόλο τα πλήκτρα του Lowe, το υλικό “φωνάζει” ότι έρχεται από διαφορετικές περιόδους της μπάντας. Υπάρχουν δηλαδή τα κομμάτια που υπακούν στο κυρίαρχο hard rock πνεύμα του έτους κυκλοφορίας, όπως το “Rock of Ages” (“συμβατική υποχρέωση” τότε, να έχεις τραγούδι με το rock στον τίτλο!) ή το, ακόμη πιο ενδιαφέρον και περιπετειώδες, “Ready to Fly” όπου ο Bettney αποπειράται να ανέλθει σε Halford- ικά… ύψη, ενώ κι ο Bendelow αφήνεται επιτέλους να σολάρει κατά βούληση σε μεγάλο μέρος από τα 8 λεπτά της διάρκειάς του!

Μιλώντας για μακροσκελή τραγούδια, πρόκειται για το πεδίο όπου οι Saracen τα κατάφερναν καλύτερα. Έχοντας αφηγηματικό χαρακτήρα και μεσαιωνικές μελωδίες να τα κολακεύουν, κομμάτια όπως το doomy “Horsemen of the Apocalypse”, το σπουδαίο ομώνυμο και το ονειρικό instrumental “Dolphin Ride”, αποδεικνύουν περίτρανα τον παραπάνω ισχυρισμό.

Δυστυχώς, μια άλλη “σύμβαση” της εποχής επέβαλλε στα συγκροτήματα να συμπεριλάβουν και ένα απροκάλυπτα εμπορικό κομμάτι στον δίσκο τους, σαν κράχτη για υψηλότερες πωλήσεις. Στην περίπτωση των εν λόγω ήταν το “Nο More Lonely Nights”, ένα απροκάλυπτα pop metal τραγούδι της σειράς, με στίχους ανάλογα φτηνής θεματολογίας, χωρίς… ήρωες, αγίους και τα συναφή!

Η συνέχεια για τους Saracen επεφύλασσε ένα ακόμη single (“We Have Arrived”) ενώ ο δεύτερος δίσκος ήταν σε διαφορετικό ύφος με τον Bendelow να έχει αποχωρήσει πριν έλθει νομοτελειακά η διάλυση και η αφάνεια για αρκετά μεγάλο διάστημα.

Το “Heroes, Saints & Fools” όμως, παρά αυτή την μικρή έλλειψη συνοχής του υλικού, είναι ένα σπουδαίο ντεμπούτο album και δίκαια συγκαταλέγεται στα κρυμμένα διαμάντια του NWOBHM!

7 Likes

Μου ξεχνάς το καλύτερο τους κομμάτι όμως…end of all times

1 Like

Όχι, δεν το ξεχνάω καθόλου, απλά δεν το αναφέρω.

Σπαρακτική κομματάρα ολκής, η οποία, για τα δικά μου γούστα, είναι κατώτερη από το “The Gathering Wilderness” και το “The Coffin Ships”.

Πολύ δύσκολο, πάντως, να επιλέξει κανείς το αγαπημένο του κομμάτι από την μπαντάρα. Αν αρχίσουμε και αραδιάζουμε, δεν τελειώνουμε ούτε αύριο την κουβέντα!

2 Likes