Ούτε λίγα, ούτε τζαστ λόγια. Χατς οφφ.
1983 REDUX
Υπάρχουν μπάντες με τεράστια δισκογραφία. Παλιότερα θα ήταν από δύσκολο εώς αδιανόητο για κάποιον να ακούσει όλες τις κυκλοφορίες μιας τέτοιας μπάντας, εκτός αν ήταν μία από τις πολύ αγαπημένες του. Τώρα τα πράγματα με το διαδίκτυο έχουν αλλάξει. Αν θέλει κάποιος σε δευτερόλεπτα μπορεί να βρει πχ την πιο άκυρη κυκλοφορία των Annihilator από τα ‘00 ή να τσεκάρει τον νιοστό ίδιο δίσκο των Primal Fear – σίγουρα υπάρχουν πολλοί ανάμεσα μας με τόσο μαζοχιστικές τάσεις!
Το τελευταίο διάστημα οι δικές μου μουσικές περιπλανήσεις αφορούν δίσκους από μεγάλα κλασσικά συγκροτήματα που για τον α β λόγο δεν γνωρίζουν την ίδια αποδοχή με τις άλλες τους κυκλοφορίες. Δεν έχουν ακουστεί, συζητηθεί τόσο όσο τους αξίζει ή ακόμη χειρότερα θεωρούνται υποδεέστεροι του ονόματος τους. Δουλειές που παλιότερα τις βλέπαμε πολύ μακριά από την κορυφή σε λίστες περιοδικών με τους “καλύτερους δίσκους” της τάδε μπάντας. Άλμπουμς που απέφευγα κι εγώ να ασχοληθώ μαζί τους. Υπάρχουν άπειρα τέτοια παραδείγματα, όρεξη και χρόνος να υπάρχει. Διάλεξα να παρουσιάσω δύο που ανακάλυψα πρόσφατα και έμεινα με ανοιχτό το στόμα από τις μουσικάρες τους. Τυχαία και τα δύο αυτά άλμπουμς κυκλοφόρησαν μέσα στην ίδια χρονιά…
…το μακρινό 1983. Για να δούμε τι ψήφησα στο κορυφαίο για τα χρονικά παιχνίδι του φόρουμ:
5 The Hurting - Tears for Fears
4 Thunder and Lightning - Thin Lizzy
3 Melissa - Mercyful Fate
2 Script for a Jester’s Tear – Marillion
1 Pyromania - Def Leppard
Hurting και Thunder and Lightning παίρνετε πλέον πόδι από την πεντάδα μου. Καλώς ορίσατε
Another Perfect Day και Born Again!
Exhibit Α:
Όταν ο Brian Robertson ρωτήθηκε σε κάποια συνέντευξη για το πώς από την μία στιγμή στην άλλη βρέθηκε κιθαρίστας των Motörhead, αυτός απάντησε ότι ένα ωραίο πρωί δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον μάνατζερ τους με την συγκεκριμένη πρόταση, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα μια κυρία με μίνι φούστα και ζαρτιέρες έφερε στο διαμέρισμα του την μέχρι τότε δισκογραφία της μπάντας και….λίγο αργότερα έδεσε το γλυκό. Παίρνοντας το πρώτο αεροπλάνο ο “Robbo” βρήκε τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας – δηλαδή τον Lemmy και τον Philthy Animal Taylor – κάπου στον Καναδά να κάνουν πρόβα χαμένοι σε ένα σύννεφο άσπρης σκόνης. Ο Robertson ο οποίος είχε ένδοξη θητεία στους θεούς Thin Lizzy δεν δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στον ξέφρενο ρυθμό των Motörhead. To άλμπουμ που γράψανε μαζί είναι χωρίς αμφιβολία το μελωδικότερο που κυκλοφόρησε ποτέ η μπάντα, χωρίς ωστόσο να υστερεί πουθενά σε πάθος και δύναμη από τα προηγούμενα.
Τι να πει κανείς για την κομματάρα με την οποία ξεκινά ο δίσκος. Το Back at the Funny Farm είναι αγνή ενέργεια και καύλα υπό την μορφή ηχητικών επιθέσεων. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς βέβαια για το καθένα από τα κομμάτια που ακολουθούν. Shine, Dancing on your Grave, Rock It, One Track Mind, το ομότιτλο… Μιλάμε για πανίσχυρο σερί τραγουδιών. Ο Brian πραγματικά σε φοβερή φόρμα δεν παραλείπει να δίνει τα ρέστα του στα σολαρίσματα, o Philthy δίνει άλλο ένα ρεσιτάλ στα ντραμς, ενώ ο Lemmy είναι ο Lemmy, δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο!
Τα καλά πράγματα έχουν όμως ένα τέλος και για το συγκεκριμένο lineup το τέλος ήρθε γρήγορα. ‘Όπως αποδείχθηκε ο Lemmy είχε μεγάλο θέμα με το πώς έβγαινε ντυμένος ο νέος κιθαρίστας του στην σκηνή “dressing like a cunt ”, αλλά και με την διαρκή άρνηση του να παίζει στα live κομμάτια όπως τα Overkill, Ace of Spades και Bomber. O Brian πήρε τον πούλο, αλλά πρόλαβε να αφήσει αυτό το σπουδαίο διαμάντι να στολίζει την δισκογραφία των Motörhead.
Exhibit B:
Και τo πιο σκατένιο εξώφυλλο δίσκου στην ιστορία του Metal είναι γεγονός. Πολύ πριν αυτό του Dance of Death, το Born Again κέρδιζε με την αξία του όλα τα χρυσά βατόμουρα! Δηλαδή WTF μιλάμε για την υπέρτατη τρολιά και είναι άξιο απορίας πώς Iommi, Butler, Ward και Gillan δώσαν το ΟΚ… Α, ναι από εδώ θα έπρεπε να ξεκινήσω καλύτερα. Ian Gillan, η φωνή της έτερης μεγάλης μπάντας των 70ς, των Deep Purple, που κάπως έγινε και βρέθηκε frontman της μπάντας και μαζί με τους υπόλοιπους Sabbath να δίνει ζωή στο κακάσχημο τούτο τέκνο. Θα έλεγα ότι οι εκπληκτικές ερμηνείες του Gillan είναι και το highlight του Born Again. Δεν τον έχω ακούσει να τραγουδά έτσι, να ουρλιάζει παρανοϊκά και να τα δίνει μιλάμε όλα σε δίσκο των Purple - ΟΚ ίσως στο In Rock. O ίδιος έχει δηλώσει πως το σύντομο πέρασμα του από τους Black Sabbath είναι από τις πιο αγαπημένες στιγμές της καριέρας του.
Όλοι μιλάνε για την χειρότερη παραγωγή/μίξη σε δίσκο του συγκροτήματος. Εμένα να πω την αμαρτία μου δεν με χάλασε διόλου, όπως δεν με χαλάνε πχ οι δίσκοι των Bathory· o ήχος τους είναι μέρος της γοητείας τους, ναούμ! Τα τραγούδια τα ίδια είναι αυτά που μετράνε και εδώ μιλάμε για κομματάρες από το πάνω ράφι. Το μανιακό εναρκτήριο Trashed, το σχιζοφρενικά υπέροχο Disturbing the Priest, το Zero the Hero με τις ανυπέρβλητες ριφάρες του Μουστάκια και το συγκλονιστικό ομότιτλο αποτελούν ορόσημα του συγκροτήματος και πατάνε κάτω την μισή δισκογραφία τους με τον Ozzy. Τελευταία ακούγεται πως ο Ιοmmi θέλει να κάνει ένα remix του Born Again καθαρίζοντας υποθέτω τον ήχο και δίνοντας του νέα ζωή ξανά! Αναμένουμε λοιπόν με τεράστιο ενδιαφέρον.
Ωραίος ρε Σταμάτη!
Υπερβάλλεις βέβαια για το εξώφυλλο του Born Again πρέπει να πω.
Ώπα, αυτό δεν το είχα πληροφορηθεί. Μακάρι ε. Καλή και η βρώμικη γοητεία του ήχου του Born Again αλλά κακά τα ψέματα, με έναν ήχο πιο κοντά π.χ. στο Heaven and Hell ο δίσκος θα είναι όλα τα λεφτά πιστεύω.
Απελπιστικά πολύ καιρό έχουμε να τα πούμε από εδώ, πάμε κάτι για να… μετριάσουμε τις εντυπώσεις που άφησε η Εθνική Ιταλίας στο εν εξελίξει Euro!
Οι Banco del Mutuo Soccorso σχηματίστηκαν το 1969 στην Ρώμη από τους αδελφούς Vittorio και Gianni Nocenzi με την κλασική μουσική παιδεία και την αγάπη για το βρετανικό progressive και έμελλε να καθιερωθούν σαν ένα από τα 2-3 επιφανέστερα σχήματα του rock progressivo italiano! Σταδιακά στις τάξεις τους προσχώρησαν οι επίσης εξαιρετικά επιδέξιοι μουσικοί Marcello Todaro (κιθάρα, από τους Fiori di Campo) και από τους Le Esperienze, οι Pier Luigi Calderoni (drums), Renato D’Angelo (μπάσο) και ο τραγουδιστής Francesco Di Giacomo με το οπερετικό στυλ και το πολύ δυνατό vibrato, μια σύνθεση που ηχογράφησε το πρώτο ομότιτλο τους album του 1972!
Πρόκειται για ένα από εκείνα τα μουσικά έργα που προκαλούν τον αβίαστο θαυμασμό, τόσο για την σκανδαλώδη ωριμότητα των πρωτοεμφανιζόμενων στη δισκογραφία μουσικών, όσο και για το γεγονός ότι ενώ είναι άψογα δομημένα και εκτελεσμένα μοιάζουν ταυτόχρονα να υπόκεινται στις παρορμήσεις μιας απρόβλεπτης έμπνευσης! Οι “διάλογοι” των δύο αδελφών στο πιάνο, τα keyboards και τα… λοιπά πλήκτρα (χωρίς να υποτιμούμε την υπερπολύτιμη συμβολή των υπολοίπων), έδινε ένα μοναδικό χαρακτήρα στην μουσική που, επωφελούμενη από τις κλασικές επιρροές και την ιταλική ιδιοπροσωπία, έθετε νέα υψηλά standards στο συμφωνικό progressive, που λίγα (ή και τίποτε δεν) είχε να ζηλέψει από τους βρετανούς ομολόγους τους! Εδώ οι Banco del Mutuo Soccorso μας προσφέρουν γενναιόδωρα ποικιλόμορφους, “πολύχρωμους” ρυθμούς, πλούσιες ενορχηστρώσεις που ανταμείβουν την προσοχή σου, ευρηματικές μελωδίες με τον Di Giacomo να ερμηνεύει με έντονο συναίσθημα, και στίχους που χαρακτηρίζονται από ποιητικό οίστρο, μια απόλαυση για όσους γνωρίζουν την ιταλική!
Αναλυτικότερα, ο δίσκος περιλαμβάνει τρία συντομότερα κομμάτια, (πρελούδια, ιντερλούδια, ποστλούδια, όπως θες πέστα!) που συμβάλλουν μεν ουσιωδώς στη ροή όμως επισκιάζονται φυσιολογικά από τα τρία μεγαλύτερα, με πρώτο εξ αυτών το “R.I.P.” ένα από εμβληματικότερα κομμάτια τους αλλά και του είδους γενικότερα, ένα κομμάτι με το πιάνο και τα keys στο προσκήνιο και ταυτόχρονα αδιανόητα heavy και επιθετικό, που σε μεταφέρει στο πεδίο της μάχης που περιγράφεται στους στίχους κι ας μην καταλαβαίνεις λέξη! Το επί της ουσίας instrumental, εντεκάλεπτο “Metamorfosi” είναι ενδεικτικό του πόσο γόνιμη δημιουργικά περίοδο διήγαν τότε, με τα διάφορα περάσματα να διαχέονται το ένα στο άλλο και τον πλούτο των ευρημάτων να κρατά δέσμιο των ακροατή, ενώ το ονειρικό “Il Giardino del Mago” καταλαμβάνει πρακτικά όλη την δεύτερη πλευρά και καταλύει τις όποιες αντιστάσεις είχαν απομείνει!
Πραγματικά, οι περιγραφές ωχριούν για να περιγράψουν το μεγαλείο αυτού του LP, ενός album θεμελιώδους σημασίας για την εξέλιξη του είδους στην γειτονική χώρα, αλλά και ενός ανεκτίμητου κοσμήματος στο παγκόσμιο prog στερέωμα!
Dom Zty - Ku Pogrzebaniu Serc
Ο δίσκος μπορεί εύκολα να σε βάλει σε σκοτεινά μονοπάτια ενώ αν είσαι ήδη σε τέτοια θα σε βυθίσει ή θα σε λυτρώσει.
Οι Dom Zty, από την Πολωνία ορμώμενοι, μας παρουσιάζουν φέτος το δεύτερο full length δίσκο τους, πέντε χρόνια μετά το ντεμπούτο Rytual. Πρόκειται για μία από αυτές τις μπάντες που βρίσκουν το χώρο τους στη γέφυρα ανάμεσα στο μελαγχολικό black metal και τον post ήχο. Αυτό το χώρο δηλαδή που πρεσβεύουν μπάντες όπως οι Alcest, των πρώτων δίσκων, οι Deafheaven ακόμα και οι Les Discrets σε κάπως μικρότερο βαθμό.
Ο δίσκος ψάχνει τρόπους να περιγράψει τη μοναξιά, την εγκατάλειψη και τη βαθιά θλίψη μέσα από τη μουσική. Μια εισαγωγή, ιδανικό soundtrack για βροχερή, βαριά ευρωπαϊκή ταινία που σου αφήνει ένα ίχνος ελπίδας να τρεμοπαιζει στο βάθος, σε βάζει στο πρώτο κανονικό μέρος του δίσκου. Η πολύ δυνατή μελωδία που υποστηρίζεται από αγχωτικά τύμπανα και την καταπληκτική ακραία φωνή, γεμάτη όμως συναίσθημα, της Ania Tru σε πνίγει από πολύ νωρίς. Οι στιγμές που οι τόνοι πέφτουν λειτουργούν σαν ανάσες στα κενά που αφήνει επίτηδες η μπάντα στον ακροατή για να κρατηθεί όρθιος, να μη λυγίσει. Τα πιο μελωδικά περάσματα του δεύτερου μέρους φωλιάζουν γρήγορα στην ψυχή σου και μεγαλώνουν εκεί μέχρι που γίνονται ανυπόφορα, ετοιμάζοντας το δρόμο για το αργόσυρτο zta krew που με ξεσπάσματα απόγνωσης προσπαθεί εναγωνίως να φλερτάρει με την επούλωση.
Οι Dom Zty δεν έχουν σκοπό στο δεύτερο δίσκο τους να δώσουν πολλές αχτίδες φωτός, αλλά κάποια σημεία του Btekit αφήνουν λίγες τέτοιες να περάσουν, ζευγαρωμένες όμως με καταιγιστικά περάσματα καθαρής οργής, οργή που μεταφέρεται χωρίς ανάσα και στο επόμενο μέρος που μας παρουσιάζουν. Προσωπικά κάπου εδώ ένιωσα την ανάγκη να μου επιτρέψει αυτό το δύστροπο έργο μια έστω μικρή δόση ηρεμίας. Ηρεμία δεν έρχεται, αλλά μια δεύτερη μικρή ανάσα μου χαρίστηκε στο Nie pamietam siebe, την πλήρωσα όμως ακριβά γιατί στο ίδιο μέρος έχουν βρει τη θέση τους και τα πιο σπαρακτικά φωνητικά του δίσκου. Λίγο πριν το τέλος οι Πολωνοί φτιάχνουν μια διαφορετική εικόνα με πιο επικούς ήχους και παγωμένα τοπία που οδηγούν στην κορυφαία στιγμή με την καθηλωτική απαγγελία της Ania για τη διάσταση του πόνου. Υπέροχο.
Το τελευταίο μέρος, και μεγαλύτερο σε διάρκεια, κλείνει ιδανικά το δίσκο αφήνοντας συντρίμμια γύρω του, με μια υπέροχη μελαγχολική, κιθαριστική μελωδία να επαναλαμβάνεται και να κυριαρχεί.
Οι στίχοι είναι όλοι στα Πολωνικά, πάλι καλά θα πω εγώ γιατί αν ήταν στα Αγγλικά και μπορούσα να τους διαβάζω την ώρα που τους ακούω, όπως τους ακούω, θα ήταν πολύ δύσκολο. Ο δίσκος δεν είναι για όλους, η ατμόσφαιρα που φτιάχνει είναι πολύ βαριά και πνιγηρή. Μπορεί εύκολα να σε βάλει σε σκοτεινά μονοπάτια ενώ αν είσαι ήδη σε τέτοια μπορεί να σε βυθίσει ή να σε λυτρώσει. Αν όμως ο χώρος που κινείται σου ταιριάζει τότε είναι από τα φετινά ακούσματα που νομίζω ότι θα κρατήσεις.
Erra - Cure
Το Cure είναι ένας καταπληκτικός δίσκος μοντέρνου metalcore που κάνει το βήμα μπροστά χωρίς να χάνει σε ποιοτικό βάθος.
Το metalcore μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ήταν ένας χώρος που στην πλειοψηφία του δε μου τράβαγε ιδιαίτερα την προσοχή. Θέλετε ότι πολλά ριφ ήταν ξεδιάντροπα σηκωμένα από At the gates και οριακά επαναλαμβανόμενα από μπάντα σε μπάντα, τα φωνητικά που συχνά όταν καθάριζαν ήταν χειρότερα κι από κατσαρίδα που κάνει οντισιόν για boy band των early 90s, η φλατ ανάπτυξη των κομματιών ή και τελικά όλα αυτά μαζί σε διαφορετικό βαθμό το καθένα… Φωτεινές εξαιρέσεις υπήρχαν και μάλιστα αρκετές αλλά ήταν πολλές οι μέτριες μπάντες που τελικά έπνιγαν το ιδίωμα. Σταδιακά όμως, όπως σε κάθε χώρο που αντιμετωπίζει τον κορεσμό και τον υπερπληθυσμό, το metalcore εξελίχθηκε. Βασικό ρόλο σε αυτό είχε από τη μία η μουσική των Meshuggah και ο προοδευτικός πειραματισμός με δύσκολους ρυθμούς και djent στοιχεία, ενώ από την άλλη η Βρετανική σκηνή με σπαρακτικούς στίχους και ερμηνείες που σκίζανε τα μέσα μας. Αυτή η δεύτερη σχολή γρήγορα εξελίχθηκε κι άλλο βάζοντας ηλεκτρονικά και ποπ στοιχεία γνωρίζοντας μάλιστα φοβερή εμπορική επιτυχία με μπροστάρηδες τους Bring me the horizon, τους Architects και λίγο πιο πίσω αρκετούς ακόμα.
Οι Erra είναι μια μπάντα από την Αλαμπάμα που οι προηγούμενες δουλειές της ανήκουν στο μείγμα του metalcore με τα σύγχρονα progressive και djent στοιχεία. Εδώ όμως θα μιλήσουμε για τον καινούργιο δίσκο, το Cure, που δείχνει σημάδια αλλαγής στον προσανατολισμό, τι σημάδια δηλαδή, σημαδούρες. Κυκλοφόρησε αρχές Απρίλη, άρα αυτή η παρουσίαση έρχεται λίγο καθυστερημένα, αλλά κάλιο αργά παρά αργότερα και κάλιο αργότερα παρά ποτέ…
Ο δίσκος ξεκινάει με το ομώνυμο κομμάτι, βαριές djent κιθάρες αλλά παραδόξως αρκετά εύπεπτες, ηλεκτρονικά στοιχεία με βασικό ρόλο στο κλίμα που διαμορφώνεται καθώς και μελωδικά γυρίσματα στα καθαρά φωνητικά που είναι πραγματικά εξαιρετικά. Σε παρόμοιο ύφος και το δεύτερο, Rumor of light, αλλά με πιο έντονα μελωδική γέφυρα και ρεφρέν. Εκεί που έρχεται όμως η πρώτη σφαλιάρα είναι στην κομματαρα Idle wild, με πιο απλή δομή αλλά κολλητικό όσο δεν πάει, οριακά βγαλμένο μέσα από το You are we των While She Sleeps, φοβερό. Είναι ήδη ξεκάθαρο ότι οι Erra με αυτό το άλμπουμ προσπαθούν να απομακρυνθούν από τις πιο δύσβατες συνθέσεις του παρελθόντος και να κυκλώσουν πιο γήινες φόρμες και πιο μελωδικές αναπτύξεις. Αν κανείς αμφιβάλλει ακόμα το Blue reverie είναι από αυτά που ξεχωρίζουν φέρνοντας στο μυαλό σύγχρονους Architects, στο στυλ του For those that wish to exist. Ο έντονος συναισθηματισμός που κυριαρχεί εδώ ξεκαθαρίζει το τοπίο και αφήνει στίγμα για το μέλλον.
Θεωρώ πως γράφοντας το Slow sour bleed, που ακολουθεί, η μπάντα ήθελε να δημιουργήσει ένα συναυλιακό δυναμίτη, με ογκώδεις κιθάρες, ξεσηκωτικό μπιτάκι και βαρύ ξέσπασμα στη μέση. Όπως αποδείχτηκε στο φετινό Graspop, ακριβώς τέτοιο είναι το κομμάτι.
Μια εισαγωγή γεμάτη μελαγχολική ατμόσφαιρα, που στην αρχή φαντάζει λίγο ξένη και αχρείαστη τελικά μας βάζει στο κλίμα για το πολύ ωραίο Glimpse, ενώ στο Past life persona οι Erra κλείνουν το μάτι και στους Bring me the horizon κρατώντας όμως τον χαρακτηριστικά βαρύ ήχο στις κιθάρες που το κάνει τελικά δικό τους.
Τα τελευταία τρία κομμάτια είναι από τα πιο ενδιαφέροντα του δίσκου. Το Crawl backwards out of heaven είναι μάλλον το πιο βαρύ, και στιχουργικά, ενώ το Pale Iris έχει τη δομή του metalcore super hit που θα κάτσει για χρόνια στα setlist.
Στο κλείσιμο έρχεται το προσωπικά αγαπημένο Wave, που για μένα δείχνει το δρόμο που θα τους κάνει να ξεχωρίσουν στο μέλλον ποιοτικά και υφολογικά από τους γύρω τους. Οι πάρα πολύ καλές ερμηνείες σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες κιθάρες και τους δύσκολους ρυθμούς, που εξυπηρετούν ουσιαστικά όμως την ανάπτυξη της μουσικής, συνθέτουν ένα πολύ έντονο και όμορφο κομμάτι.
Το Cure είναι ένας καταπληκτικός δίσκος μοντέρνου metalcore που κάνει το βήμα μπροστά σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές της μπάντας χωρίς όμως να χάνει σε ποιοτικό βάθος. Προσωπικά πιστεύω ότι οι Erra έχουν όλα τα εργαλεία ώστε να τους δούμε να ανεβαίνουν όλο και ψηλότερα τα επόμενα χρόνια, το μέχρι που θα δείξει…
Romuvos - Spirits
Έχουν σίγουρα βγει καλύτεροι δίσκοι από αυτόν φέτος, αλλά διάολε κανείς τους δεν είναι πιο ψηλός από δαυτον, κανένας δεν είναι πιο περήφανος.
Αν δεν έχεις μέσα σου λαχτάρα για τις χιονισμένες βουνοκορφές και δεν αναζητάς αυτό το καθαρό, τσουχτερό αγέρα που χτυπάει το πρόσωπο και σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, δεν ξέρω πόσο θα εκτιμήσεις αυτά που έχω να σου πω εδώ. Οι Romuvos έρχονται από τη Βαλτική για να μας βάλουν στη δική τους εκδοχή της Βόρειας παγανιστικής μυσταγωγίας. Θα περπατήσουμε τα Ιερά άλση, θα γευτούμε κρυστάλλινα νερά και αφού ορθώσουμε το ανάστημα μας δίπλα στον αγέρωχο Περκούνας θα καταλήξουμε αναπόφευκτα στον Βέλνιας, του κάτω κόσμου, γεμάτοι από μουσική, πλήρεις.
Το Spirits είναι ένας δίσκος που βαδίζει το δρόμο της Λιθουανικής παράδοσης, οι κιθάρες είναι παρούσες αλλά όχι παντού και σπανίως σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Υπάρχει σαφώς και η πιο metal κόψη της μουσικής τους που προσεγγίζει άλλοτε τον αργόσυρτο επαναλαμβανόμενο τρόπο των Rotting Christ ενώ άλλοτε στέκεται πιο θριαμβευτική, κοιτώντας τα άστρα του Σβείξτικας με οδηγό τον παντοτινά αθάνατο Quorthon.
Τον τέταρτο δίσκο των Romuvos τον βάζεις να παίξει καθιστός, αλλά στην πορεία τον ακούς όρθιος με στηλωμένα γερά τα πόδια στο έδαφος, περιπλανώμενος με τη φαντασία σου ανάμεσα σε άγρια τοπία και παγωμένες λίμνες. Με ένα τσεκούρι στο χέρι και τους συντρόφους στο πλευρό, γινόμενοι ως ένα, στην ειλικρινή ματιά της μάνας φύσης.
Το πρώτο κομμάτι σε βάζει κατευθείαν στα βάθη της μουσικής τους και πρέπει να περιμένεις αρκετά για κάποιο μέταλ ξέσπασμα. Αυτό τελικά έρχεται στα μέσα του δεύτερου Sun and the morning star, το οποίο μάλιστα μου έφερε λίγο στο μυαλό και τους δικούς μας Khirki στη μελωδία και το ύφος. Στο δέντρο του κόσμου σφίγγεις τη γροθιά και από κει και πέρα έχεις γίνει δικός τους. Ανάμεσα στις πιο έντονες στιγμές σίγουρα μπαίνει όταν η μπάντα βάζει στο επίκεντρο τον κήπο του Ηλιου και τη φωτιά. Η δύναμη που βγάζουν οι φωνές μαζί με τα παραδοσιακά, αλλά με σύγχρονο τρόπο δοσμένα, όργανα είναι φοβερή.
Το τέλος έρχεται ταιριαστό για τα πνεύματα της Βαλτικής, με έναν ύμνο για την ημισέληνο και μια ήρεμη κατακλείδα που ολοκληρώνει το ταξίδι.
Σίγουρα έχουν βγει πολύ καλύτεροι δίσκοι από αυτόν φέτος, αλλά διάολε κανείς τους δεν είναι πιο ψηλός από δαυτον, κανένας δεν είναι πιο περήφανος. Το Spirits στέκει με βλέμμα καθάριο και σε εμπνέει να σταθείς κι εσύ αλύγιστος στο όραμα μιας άλλης ζωής.
Dom Zły είναι. Το έψαχνα κ δεν το έβρισκα όπως το είχες γράψει.
Garden Home - Garden Home
Η μουσική πρόταση των Garden Home κερδίζει γρήγορα το ενδιαφέρον και το κρατά αμείωτο φέρνοντας αναπόφευκτα το repeat, ξανά και ξανά.
Δεν ξέρω για τι είναι γνωστό το Μιλγουόκι, αλλά σίγουρα δεν είναι για τη μουσική του, δηλαδή πασχισα πολύ για να βρω έστω και μία μπάντα που να ξέρω από την πόλη των ελαφιών! Οι Garden Home όμως έρχονται από ακριβώς εκεί και με το ντεμπούτο τους καταφέρνουν να το βάλουν, κι αυτό, στον ηχητικό μας χάρτη.
Η μουσική πρόταση που φερνουν με το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ τους συμπυκνώνεται σε οκτώ κομμάτια έντονου, μελαγχολικού post hardcore διάρκειας μικρότερης από εικοσιπέντε λεπτά. Η μελωδικοτητα του δίσκου, ο τραγουδιστής που λυσσάει να σκίσει τις φωνητικές του χορδές σε συνδυασμό με την ενέργεια που βγάζουν από την αρχή ως το τέλος κερδίζουν γρήγορα το ενδιαφέρον και το κρατάνε μάλιστα αμείωτο μέχρι και το repeat, ή μάλλον καλύτερα τα repeat.
Από πολύ νωρίς η μπάντα θέτει καθαρά το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί καταφέρνοντας να εντάξει τον ακροατή ακριβώς μπροστά της. Υπάρχουν προφανώς κομμάτια που ξεχωρίζουν στο δίσκο, όπως το hot water/cold hands ή το τελευταίο false spring, όμως η πορεία λειτουργεί πολύ καλά ως σύνολο, με το δίπολο συναίσθημα - θυμός να κρατά την επαφή με τον ακροατή δουλεύοντας πολύ καλά μέσα σε όλες τις πτυχές της μουσικής τους. Σε παρόμοιο κλίμα κινούνται και οι στίχοι, ακροβατώντας ανάμεσα στην απογοήτευση και την επίθεση, την παραίτηση και την καταγγελία, τη μοναξιά, τη συντροφικότητα, τη προδοσία. Σίγουρα η σκοτεινή πλευρά της εσωτερικότητας της μπάντας φαίνεται να υπερισχύει αλλά είναι τέτοια η αμεσότητα στα ξεσπάσματα της μουσικής τους που τελικά βγάζει μια αληθινή εξωστρέφεια όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται αυτό.
Η δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες είναι πολύ καλή, αν και βασικός στόχος της είναι να μεταφέρει τη μελωδία ακουμπάει και σε πιο βαριές φόρμες χωρίς να αποστρέφεται μάλιστα τις emo μη σου πω μέχρι και punk αποχρώσεις. Το rhythm section συμβάλλει καθοριστικά στην ένταση που βγάζει η μουσική, με τον ντράμερ του συγκροτήματος να προσθέτει χρώμα με τα πολύ ωραία παιξίματά του και το στιβαρό μπάσο να δένει όλο τον ήχο.
Οι Garden Home ξεκινούν το ταξίδι τους με αυτή την πρώτη τους δουλειά πολύ δυναμικά. Μπορώ να τους φανταστώ σε μικρά κλαμπ να φτύνουν τη μουσική τους και να εκθέτουν το μέσα τους χωρίς αποστάσεις, χωρίς διαχωριστικά, και ελπίζω να τους δω να ωριμάζουν, κρατώντας όμως ατόφια την ειλικρίνεια τους στο μέλλον, για να μεγαλώσει η πρόταση τους και να χτίσει το δικό της χαρακτήρα.
Δεν τους είχα ακουστά και το έβαλα να παίξει απο περιέργια. Είμαι στη τρίτη σερί ακρόαση και ψήνω 4η… Πολύ καλό Αλμπουμ.
Autolith - Artificial Heaven
Το Artificial Heaven πραγματεύεται την υφή του πένθους σε ένα μουσικό σύνολο που δεν κάνει πουθενά κοιλιά.
Πρώτος δίσκος για τους Autolith από το Μέμφις, σε βαρύ κλίμα με post metal και sludge ραχοκοκαλιά, αλλά στοιχεία από ένα ευρύτερο φάσμα του ακραίου metal χώρου.
Το πρώτο στοιχείο που πρόσεξα στο δίσκο είναι η πολύ συμπαγής και με φυσικό ήχο παραγωγή, που του δίνει το μέγεθος που χρειάζεται για να σε πνίξει από νωρίς στο βούρκο του. Τεχνητός ο παράδεισος, πραγματική η κόλαση.
Το Artificial Heaven αποτελείται από εννιά κομμάτια συνολικής διάρκειας 38 λεπτών και πραγματεύεται την υφή του πένθους. Τα ως επί το πλείστον ακραία φωνητικά δένουν με τα βαριά, συχνά κοφτά, ριφ και φτιάχνουν ένα άλλοτε αργόσυρτο και θανατερά βαλτωμένο πλαίσιο ενώ άλλοτε δουλεύουν σε καταιγιστικούς ρυθμούς προκαλώντας πόνο, θυμό, και μια αστική απόγνωση. Είναι πολλά τα ατμοσφαιρικά περάσματα όπου οι τόνοι πέφτουν και δίνεται έμφαση στη μελωδία, αλλά χωρίς ποτέ να περνά σε πιο αισιόδοξο συναισθηματικό πλαίσιο. Προσωπικά τα Blurring Lucidity και Lathe Of Misery είναι τα δύο κομμάτια που εκτίμησα περισσότερο μέσα σε ένα σύνολο όμως που δεν κάνει πουθενά κοιλιά.
Ειδική αναφορά αξίζει να κάνω στον ντράμερ του συγκροτήματος, Ryan O’Neal (που παίζει και στους επίσης πολύ ενδιαφέροντες Yashira - το Fail to be αξίζει σίγουρα τα 40 λεπτά της ζωής σας που ζητάει). Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που παίζει, γεμίζει τα κομμάτια και τονίζει εύστοχα το κλίμα που θέλει να περάσει κάθε πτυχή του άλμπουμ.
Η πρώτη δουλειά των Autolith με κέρδισε σίγουρα με την πολύ καλή μουσική αλλά και με τη δέσμευση της στο ψυχολογικό υπόβαθρο που χτίζει. Θέλω να πιστεύω ότι θα μας ξανά απασχολήσουν στο μέλλον που έρχεται.
Slayer “Divine intervention” (1994) + “Diabolus in musica” (1998) + “God hates us all” (2001)
++
Είναι συνηθισμένη έκφραση για κάποια (αμφιλεγόμενα) albums του παρελθόντος το «τι κακά που γέρασαν». Αυτό που συνήθως ΔΕΝ λέμε, είναι τι όμορφα γέρασαν κάποια albums, κι αυτό ακριβώς ένιωσα εγώ ξεθάβοντας μετά από ποοολλά χρόνια την Bostaph περίοδο των Σφαγέων.
Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσω ότι εγώ ψιλο-Bostaph-ικός δήλωνα τόσα χρόνια (!) και πώς αλλιώς αν από τα πρώτα Slayer-ο-τράγουδα που ακούς είναι αυτό το γαμημένο “Disciple” με το άπιαστο drumming καθ’ όλη τη διάρκειά του. Εντάξει, αναγνωρίζω το μεγαλείο του Lombardo, αλλά πιστεύω ότι το παίξιμο του αβαντάρεται και από δύο κρίσιμους παράγοντες:
Α). Πρώτον, έπαιξε σε κλασικότερα τραγούδια/δίσκους που (όσο να ‘ναι) επηρεάζει τη διάθεσή μας.
Β). Κατάφερνε να έχει πάντα εντυπωσιακό ήχο στα studio albums, πράγμα που αυτόματα προκαλούσε έναν θαυμασμό για συγκεκριμένα γυρίσματα, για το πώς ακούγονται (και σου μένουν) τα χτυπήματα στα toms του ή τα πιατίνια του κλπ.
Αντίθετα, ο Bostaph χαντακώνεται και στα δύο αυτά πεδία, γιατί:
Α). Ε, έπαιξε σε αμφιλεγόμενους (ηχητικά) δίσκους των Slayer που δεν κατάφεραν ποτέ να συναγωνιστούν την αίγλη της Lombardo περιόδου.
Β). Ο ήχος των drums του (και γενικότερα η παραγωγή αυτών των δίσκων) ποτέ δεν έφτασε τον αντίστοιχο του Lombardo. Προοδευτικά από το “Divine…” μέχρι και το “God…” νομίζω ότι δίσκο-δίσκο έφτιαχνε αυτό, αλλά και πάλι.
Κι αυτό ήθελα να το σημειώσω, τέλος πάντων, γιατί μπορεί ο Lombardo να έμεινε στην ιστορία για το πώς κατάφερνε ν’ αναδεικνύει και το παίξιμό του μέσα σ’ αυτόν κυκεώνα κλασικών riffs των Hannemann/King ή να έθεσε κάποιες βάσεις όσον αφορά την ταχύτητα, το στυλ κλπ., αλλά κι ο Bostaph ρε παιδιά, τεχνικά εμένα μου έβγαζε πάντα κάτι πιο ευφάνταστο/«παιχνιδιάρικο»/πειραματικό στο drumming. Δηλαδή (ορθά) ο τύπος δεν μπήκε σε μια διαδικασία συναγωνισμού για τις πιο γρήγορες ταχύτητες (που και ‘κεί, βέβαια, του έδινε να καταλάβει όποτε χρειαζόταν), αλλά έπαιξε μπάλα αλλού νομίζω, και μάλιστα προσαρμόζοντάς το στυλ του σε πιο ανορθόδοξες κιθαριστικές ιδέες.
Κι αφού ξεμπερδέψαμε με το Lomabrdo vs. Bostaph κομμάτι, πάμε και στο μουσικό μέρος της τριάδας των albums.
Πρώτα απ’ όλα, εγώ ήμουν από τους τυχερούς-άτυχους που σαν «νέο δίσκο Slayer» γνώρισα το “God hates us all”, οπότε αυτό πάντα είχε μια ιδιαίτερη θέση στο μουσικό DNA μου. Κατόπιν εορτής, κι αφού άκουσα και το “Christ illusion” (για παραπέρα ούτε λόγος), μπορώ να πω ότι το “God…” δεν το γούσταρα τόσο μόνο και μόνο γιατί ήταν από τα πρώτα (αν όχι το πρώτο) ολοκληρωμένα Slayer albums που άκουσα, αλλά γιατί ήταν κι ένα πραγματικά (το τελευταίο; ) επικίνδυνο album, με την έννοια ότι σ’ αυτό οι Slayer μου ακούγονται ακόμα 1000% μανιώδεις, βλάσφημοι κι απειλητικοί. Σ’ αντίθεση, δηλαδή, με το αμέσως επόμενο album του πολυδιαφημισμένου reunion που (κατά τη γνώμη μου πάντα) έβγαζε έναν πολύ επιτηδευμένο αέρα «επιστροφής» στη βία, τη βλασφημία κλπ.
Και με το τελευταίο σχόλιο δίνω πάσα για να μιλήσω για την ηχητική «μετάλλαξη» των Σφαγέων στα 90’s: αν για κάτι πάντα «σεβόμουν» αυτά τα albums, είναι ακριβώς ότι βρίσκονταν μακριά από την επιτήδευση, την κοινοτοπία και την επανάληψη. Ασχέτως της ποιότητάς τους ή του κατά πόσον του «βγήκε» αυτή η στροφή του συγκροτήματος, σεβόμουν απεριόριστα το γεγονός ότι οι Slayer των 90’s έδειχναν να έχουν τ’ αυτιά τους ανοιχτά σαν μπάντα, σαν στιχουργοί, σαν «αρτίστες», ώστε να αφομοιώνουν τις εξελίξεις του σκληρού ήχου και να τις εκπέμπουν πάλι πίσω μ’ έναν δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Και δε μιλάω μόνο για το μουσικό μέρος (χαμηλά κουρδίσματα, εφέ, πιο core ρυθμοί κλπ.), αλλά και για το γραφιστικό, το στιχουργικό κλπ. Κοινώς, δεν επαναπαύτηκαν σε ό,τι είχαν πετύχει ή στην εικόνα και το μουσικό πλαίσιο που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει για τους εαυτούς τους, αλλά τόλμησαν να πειραματιστούν, ν’ ανανεώσουν τον ήχο και την εικόνα τους και να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους σύμφωνα με τις εξελίξεις (το ζήτημα «leaders not followers» που ανακύπτει συνήθως σε τέτοιες κουβέντες το θεωρώ άκυρο και άνευ περιεχομένου γενικά).
Η αλήθεια είναι, παρ’ όλα αυτά, ότι και τα δύο 90’s albums με τον Bostaph (είπαμε: το “God hates us all” είναι άλλη ιστορία, πιο βιωματική) μου είχαν φανεί ψιλομέτρια όσον αφορά το επίπεδο των τραγουδιών τους και τα παράτησα σχετικά γρήγορα πέρα από τα 2-3 κομμάτια-κράχτες που περιείχαν. Είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι γενικά δεν υπήρχαν αρκετές «κορυφές» που να συγκρατούν την προσοχή σου· ότι γενικά μιλάμε για albums με αρκετά fillers, των οποίων η ροή και δομές των τραγουδιών (τα riffs, οι φωνητικές γραμμές κλπ.) ακολουθούν ένα παρόμοιο μοτίβο χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις.
Κι όμως, τόσα χρόνια μετά, νιώθω ότι εκτιμώ διαφορετικά την ποιότητά τους -βασικά, θεωρώ ότι τελικά οι Slayer «εξελίχθηκαν» με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο που θα μπορούσαν να κάνουν. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η πιο «μοντέρνα» προσέγγιση του ήχου που έχουν κάνει είναι φοβερά επιτυχημένη, εννοώντας τη διαχείριση διαφόρων στοιχείων όπως πιο «μιλητά»/τραγουδιστά φωνητικά, εφέ, αρμονικές και μικροφωνισμοί στις κιθάρες, τα πιο βαρύτοντα riffs και φυσικά το αδιανόητο groove που είναι διάχυτο και στο “Divine…” και στο “Diabolus…” και δε συναντώταν με τέτοιον τρόπο στις πιο thrash ημέρες τους. Επίσης κάτι που βρίσκω φοβερό και δεν είχα προσέξει και τόσο, είναι ο πολύ έξυπνος τρόπος με τον οποίο γίνονται οι ρυθμικές «μεταβάσεις» και αλλαγές όσον αφορά riffs και ρυθμούς. Μιλάμε για ένα αξεδιάλυτο μίγμα hardcore και thrash, του οποίου η ροή είναι πραγματικά αδιάσπαστη και πο-ρω-τι-κή, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο χοροπηδηχτός ρυθμός θα πάει στο γρήγορο beat και τούμπαλιν είναι ανεπανάληπτος και 100% φυσικός.
Από εκεί και πέρα, τι σκασμός από κομματάρες υπάρχει σε καθένα από αυτά τα albums;;; Πρώτα απ’ όλα, ολόκληρο το πρώτο μισό από “Divine…” είναι (πλέον) κλασικούρες: μπάσιμο με “Killing fields” και “Sex. Murder. Art” για να γνωρίσουμε τους «νέους» Slayer, συνέχεια μ’ ένα ψιλο-μέτριο-θα-λέγαμε-αν-δεν-υπήρχε-αυτό-το-τέλειο-ατμοσφαιρικό-αργό-πέρασμα-προς-το-τέλος “Fictional reality”, πάρε ένα “Dittohead” για να τα σπάσεις σε thrash ρυθμούς και ολοκληρώνεσαι με το ομώνυμο του οποίου το riff συνεχίζει επάξια την κληρονομιά των μελωδιών του “South of heaven”, του “Dead skin mask” κλπ. ΟΚ, το 2ο μισό είναι όντως λιγότερο καλό, αλλά και πάλι με κάτι παλιακά “Mind control” ή με κάτι μελωδικούς Araya τύπου “Serenity in murder” ή εισαγωγές τύπου “SS-3” , κρατιέται καλά.
To “Diabolus…”, τώρα, το θεωρώ ακόμα καλύτερο στα πάντα: στον ήχο, στο groove, στη «μοντερνίλα», αλλά κυρίως στις πιο σατανιασμένες μελωδίες -καρφί Hannemann το σκοτάδι και η έντονη ατμόσφαιρα του δίσκου. Χτυπιέσαι ανελέητα με “Stain of mind” και “Death’s head”, το “Love to hate” έχει το πιο εθιστικό, «ανάποδο» riff του δίσκου, το “In the name of god” θα κατατρόπωνε τους Dream Theater στο Same title, different song, ενώ το “Point” παίζει να ‘ναι το πιο υποτιμημένο κομμάτι του δίσκου: τέλειο groove-άτο riff στην αρχή και καταιγιστικός Bostaph προς το τέλος -πραγματικά τα γυρίσματά του τα τελευταία δευτερόλεπτα είναι ανελέητα.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο “God…” που, ΟΚ, δεν απέχει πολύ από τη συνταγή του “Diabolus…”, θα έλεγα ότι μάλλον την εξελίσσει κι άλλο πατώντας απ’ τη μία πάνω σε αυτήν, κι από την άλλη μπολιάζοντάς τη και με γενναίες δόσεις επιθετικότητας. Δηλαδή έχεις από τη μία κάτι “God send death” (μέχρι και το DeathspellOmega-ικό riff σας εφηύρε ο Hannemann, τι άλλο θέτε…), “Bloodline” ή “Deviance” που «μελωδιάζουν» χωρίς στιγμή να φλωρέψουν, κι από την άλλη σου πετάνε ένα “Payback” στο τέλος και δε με νοιάζει τι λέτε για cheesy, εφηβική στιχουργική, εγώ αυτό θέλω από ΣΛΕΓΙΕΡ, να λένε για γαμημένους καθετήρες στο μυαλό, ότι θα μας βγάλουν τα μάτια και το δέρμα και ότι ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΣΑΣ, ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗΔΕΣ.
Ουφ, αυτά, τα είπα και τα έβγαλα από μέσα μου. Είναι δισκάρες και τα 3 και δεν τσιγγουνεύονται ούτε γραμμάριο Slayer-ίλας. Και μετά από τόσα χρόνια ακούγονται ακόμα πιο πορωτικά και θα έκαναν σκόνη οποιονδήποτε τολμούσε να τους εγκαλέσει για nu-metal νερό στο thrash κρασάκι του.
Να αγιάσουν τα χεράκια σου ρε Leper!
Για τα Divine και Diabolus χρωστάω κι εγώ μια επιστροφή, γιατί κάτι μου λέει (με βάση την ανάμνησή τους που έχω) ότι θα περάσω γαμάτα ξανακούγοντάς τα, αλλά ειδικά για το God Hates Us All, που για τουλάχιστον 2-3 χρόνια όταν είχε βγει το είχα ΛΙΩΣΕΙ, είμαι κατηγορηματικός ότι είναι δισκάρα, και ναι το προτιμώ κι εγώ χίλιες φορές σε σχέση με τα reunion albums. Βέβαια ένα από τα κομμάτια που ανέφερες, το Bloodline, προσωπικά το θεωρώ από τα σχετικά αδύναμα του δίσκου (no worries, μόνο άλλα 1-2 τέτοια έχει), αλλά τι σημασία έχει από τη στιγμή που υπάρχουν τόσα άλλα highlights. Πέραν όσων ήδη μνημόνευσες, τι να πούμε π.χ. για το New Faith με την κορυφαία ρεφρενάρα και το γκρουβ που σκοτώνει, για το Exile με τις δολοφονικές κιθάρες του και τα ακραία πωρωτικά γυρίσματα του Bostaph, για το Threshold με το φανταστικό χτίσιμο έντασης, για το ΠΕΛΩΡΙΟ War Zone με τον πανζουρλισμό που χωράει μέσα σε κάτω από 3 λεπτά…
Γενικά προσυπογράφω όλα όσα λες για την απόδοση των Σφαγέων στο GHUA, και για να μην επαναλαμβανόμαστε θα κάνω μόνο μια ειδική μνεία στον μεγάλο Tom Arraya και την επικών διαστάσεων λύσσα που βγάζει στις ερμηνείες του.
Το thrash είναι οι Slayer ρε (όπως κι αν επέλεγαν να το παίξουν), τι να λέμε τώρα.
Μάλλον Bostaph ήθελες να γράψεις στο δεύτερο όνομα
Ωπ, έχεις δίκιο, το διόρθωσα μόλις.
I keep the bible in a pool of blood/So that none of its lies can affect meeee
Ωραίο βιωματικό κείμενο, αλλά εδώ να πούμε ότι το World Painted Blood, το τελευταίο του μακαρίτη Hannemann, είναι δισκάρα back to basics. Παραγωγικά δεν έχει τον όγκο του God Hates Us All, αλλά για 'μένα έχει τα τραγούδια. Καμία σχέση με το Christ Illusion το οποίο κι εγώ το θεωρώ τζούφιο… Αξίζει τις ακροάσεις του.
Έτσι όπως πάμε θα βγάλουμε όλα τα άλμπουμς μετά το Seasons δισκάρες! Που μπορεί και να 'ναι! Πχ εγώ απολαμβάνω Undisputed Attitude και Diabolus περισσότερο από ένα κλασσικό τους άλμπουμ - που καλύτερα να μην πω πιο είναι γιατί μετά δεν θα βρίσκω που να κρυφτώ!
Christ Illusion είναι το καλύτερο άλμπουμ των Slayer μετά την επανένωση και στα αυτιά μου κοντά (καλύτερο ίσως από κάποια) στα πέντε πρώτα. Το World painted blood ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με λιγότερη έμπνευση, όπως και το τελευταίο.
Προσπάθησα να ακούσω τα Diabolus in Musica και God Hates Us All χθες, μετά από πολλά χρόνια. Το πρώτο ακούγεται (αλλά μέχρι εκεί), το 2ο το έκλεισα πριν να φτάσω στην μέση. Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι το hardcore με απωθεί απίστευτα κ ειδικά το God Hates Us All είναι ένας τέτοιος δίσκος οπότε δεν την πάλεψα. Το Divine Intervention δεν το αναφερω καν, είναι φοβερός δίσκος με ιδανική διάρκεια.
Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε