..Με λίγα λόγια

Καλα θυμομουν οτι ειχε ξαναμπεί το gutter ballet εδω. Επιπεδου δημοτικου το δικο μου σε σχέση με παργαλατσο.

1 Like

Όχι ρε μαν γαμω τα κείμενα ήταν, ωραία προσωπική ματιά πάνω στο δισκο μαζί με αναμνήσεις, εγκρίνω 100%

4 Likes

Καιρό έχουμε να τα πούμε από εδώ, για πάμε κάτι από τα 60s που δεν μνημόνευσα αρκετά κατά την ψηφοφορία για το έτος κυκλοφορίας του:

Τις πρώτες μέρες του 1969 ένας τηλεοπτικός παραγωγός του καναλιού Granada TV προσέγγισε τον Ray Davies για να συνθέσει το soundtrack μιας σειράς που είχαν τότε στα σκαριά, υπό την προϋπόθεση να συνεργαστεί με τον συγγραφέα Julian Mitchell για τις ανάγκες του σεναρίου. Η δουλειά για το νέο project συνέπεσε με μια ταραχώδη (όπως συνήθως άλλωστε!) περίοδο για την μπάντα αφού ο μπασίστας Peter Quaife αποχώρησε διαβλέποντας το μέλλον δυσοίωνο μετά και τις απογοητευτικές πωλήσεις του “Village Green…” με τον John Dalton να παίρνει τη θέση του, τον ίδιο που τον είχε αντικαταστήσει προσωρινά το 1966 όταν είχε σπάσει το πόδι του σε τροχαίο! Επίσης, εκείνο τον καιρό ο Davies διαπραγματεύτηκε και πέτυχε την άρση της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί στους Kinks να δίνουν συναυλίες στις ΗΠΑ, μια απαγόρευση που ευθυνόταν εν πολλοίς για τον “απομονωτισμό” τους!

Ενώ όμως οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν και προχωρούσαν κανονικά, τα γυρίσματα έπαιρναν διαδοχικές αναβολές μέχρι που η παραγωγή τελικά ακυρώθηκε προς μεγάλη απογοήτευση του Ray που έβλεπε το καλλιτεχνικό του όραμα να ματαιώνεται εξαιτίας γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Έτσι, τα τραγούδια κυκλοφόρησαν σε δίσκο χωρίς την συνοδεία της τηλεοπτικής σειράς.
Το εν λόγω “Arthur…” ήταν ένα concept album, κατά κάποιον τρόπο επέκταση της θεματικής του προηγούμενου του LP. Η ιστορία του ήταν η ιστορία ενός “συνηθισμένου ανθρώπου” στην μεταπολεμική Βρετανία όπου οι ευκαιρίες λιγόστευαν και η μνήμες της πάλαι ποτέ κραταιάς και πλέον σε αποσύνθεση Αυτοκρατορίας προκαλούσαν δυσφορία παρά ψευδαίσθηση μεγαλείου.
Η ιδέα για τον κεντρικό ήρωα είχε προέλθει από τον ομώνυμο σύζυγο της μεγαλύτερης αδελφής των Davies, Rosie, που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία με όλη την οικογένεια του. Επόμενο ήταν ο δίσκος να διατρέχεται από αισθήματα θυμού και ανασφάλειας, αμφισβήτηση, κυνισμό, ταξική συνείδηση μαζί με δηκτικό χιούμορ, ενώ ο ήρωας της ιστορίας αντιμετωπίζεται με μια γλυκόπικρη τρυφερότητα. Τα θέματα στα τραγούδια έχουν να κάνουν με την νοσταλγία για μια παρελθούσα “ένδοξη” εποχή (Victoria, Young and Innocent Days) την ελπίδα για μετανάστευση στην πολλά υποσχόμενη σε ευκαιρίες, πρώην αποικία καταδίκων Αυστραλία (Australia), την μεταπολεμική κριτική απέναντι στον “πατέρα της Νίκης” (Mr. Churchill Says που ξεκινάει σαν μπαλάντα για να αγριέψει στη συνέχεια), τις οδυνηρές απώλειες στον πόλεμο (Yes Sir No Sir, Some Mother’s Son) και την λιτότητα που ακολούθησε (She Bought a Hat Like Princess Marina) αλλά και την ταπεινή ανταμοιβή των κόπων μιας ζωής στο υπέροχο Shangri-La!

Οι κριτικές που επιφυλάχθηκαν στο Arthur ήταν πολύ θετικές (ειδικά στις ΗΠΑ) οι πωλήσεις όμως υπήρξαν ξανά πενιχρές. Πλέον βέβαια η γενική ομολογία το θέλει ένα από τα καλύτερα LPs των Kinks, επίκαιρο της εποχής του, ταυτόχρονα και διαχρονικό ως είθισται με τα κλασικά έργα.

15 Likes

25 χρόνια από τον καλύτερο δίσκο των ΝΙΝ.

Αυτό θα είναι όντως “με λίγα λόγια” ποστ.

Δεν χρειάζεται να γράψει και πολλά κάνεις.

Μέσα σε κάτι παραπάνω από 100 λεπτά και δύο σιντια, ο Ρεζνορ μας δίνει έναν φανταστικό και τέρμα ατμοσφαιρικό δίσκο, από τον οποίο δε λείπουν ούτε για αστείο τα μεγάλα χιτακια. Υπάρχουν αρκετοί δίσκοι από το 1999 για τους οποίους μπορεί να πει κανείς ότι δεν έχουν γεράσει και πολύ καλά και πλέον φαντάζουν ως σκηνές από αναμνήσεις. Το Fragile δεν είναι ένα από αυτά. Ίσα ίσα που σαν κάτι αλλαντικά που τα βάζεις να μεστωσουν και να ωριμάσουν σε κέδρο για να πάρουν άρωμα, ακούγεται πιο φρέσκο από ποτέ. Κατά την γνώμη μου αυτός είναι ο δίσκος που πήρε τον Ρεζνορ και τους ΝΙΝ, και τους μετέτρεψε σε μπάντα με ταυτότητα, όραμα και μοναδική θέση στην ιστορία της μουσικής. Ωραία και τα προηγούμενα, αλλά εδώ μιλάμε για τρελό άλμα σε ποιότητα και musicianship. Διόλου τυχαίο που το τελευταίο φθινόπωρο της χιλιετίας και της καλύτερης δεκαετίας της χέβι μουσικής ξεκίνησε με αυτό το ταξίδι.

6 Likes

Neil_Young_-Massey_Hall_1971(2007)

Δεν ξέρω πόσους από σας αφορούν οι παρακάτω σειρές. Το Live at Massey Hall 1971 είναι όπως λέει ο τίτλος του ένα live άλμπουμ από τις αρχές των '70s, που πόσο ενδιαφέρον πια να έχει εν έτη 2024/25; Επίσης μιλάμε για τον Neil Young του οποίου η αχανής δισκογραφία είναι από μόνη της εμπόδιο για να ασχοληθεί κανείς. Άσε που μάλλον θα το ξέθαψε από τα αρχεία του για καμιά άλλη αρπαχτή. Επιπλέον είναι σόλο ακουστικό, δηλαδή σκέτο ο Neil και η κιθαρούλα του- ή το πιανάκι του σε κάποιες περιπτώσεις- ήδη φαντάζεστε το χασμουρητό που θα πέφτει… Δικαιολογημένες όλες αυτές οι σκέψεις - μόνο που βάζοντας τον δίσκο να παίξει και από τα πρώτα δευτερόλεπτα του Οn the Way Home διαπιστώνεις ότι τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.

"When the dream came/I held my breath with my eyes closed
I went insane/Like a smoke ring day when the wind blows
Now I won’t be back 'till later on/If I do come back at all
But you know me and I miss you now"

Το κομμάτι των Buffalo Springfield ξεκινά έναν κατακλυσμό συναισθημάτων διάρκειας κάτι παραπάνω από μια ώρα που δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Ούτε τον Neil, του οποίου η φωνή σπάει σε πολλά σημεία από την συγκίνηση, ούτε το κοινό που συγκλονίζει με την παρουσία του και την συμμετοχή του στην συναυλία. Και ούτε και τον απλό ακροατή του άλμπουμ που δεν μπορεί να πιστέψει τα αυτιά του για την ποιότητα αυτών των ηχογραφήσεων. Όλα ακούγονται crystal clear, όπως λέμε στο χωριό μου! Είμαστε ακόμη στα 1971 το Harvest δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη, αν και πολλά από τα τραγούδια του βρίσκονται στο setlist πριν καν ηχογραφηθούν σε στουντιακή μορφή. Όπως βρίσκονται και κομμάτια από τα μνημειώδη Everybody Knows This Is Nowhere και After the Gold Rush. Η ροή του άλμπουμ είναι άψογη. Στο Dance Dance Dance η προτροπή του Neil ( Everybody make noise ) γίνεται σε δευτερόλεπτα αποδεκτή από το υπερενθουσιώδες κοινό. Και εσύ κλείνοντας τα μάτια βρίσκεσαι εκεί με τον μεγάλο τραγουδοποιό σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων. Και αυτή κυρίες και κύριοι είναι η μαγεία της μουσικής!

Προφανώς και προτείνεται ανεπιφύλακτα!

8 Likes

Τσέκαρα τώρα, έχει θεϊκό τρακλιστ. Αλλά έχει κυκλοφορήσει και 500 live τα τελευταία χρόνια, δύσκολο να τον ακολουθήσεις. Θα ακουστεί γαιτί θέλω να δω πόσο τελική μορφή είχαν τα τραγούδια του Harvest.

4 Likes

Σήμερα, στις μικρές ώρες, εκεί γύρω στις 3.30-4 το πρωί επέστρεφα από έξοδο και άκουγα το Zuma στο αυτοκίνητο. Ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις, σκεφτόμουν πόσο ζωντανός και κοντινός ακούγεται ο Young σε κάθε δίσκο που έχω ακούσει (είτε μιλάμε για 60ς είτε για πρόπερσυ), είναι λες και ηχογραφεί δίπλα σου κάθε φορά. Τώρα διαβάζοντας όσα γράφεις, συνειδητοποιώ πως δεν έχω ακούσει ποτέ όχι δίσκο, αλλά ούτε ένα τραγούδι του σε live εκτέλεση και, ενώ είμαι μυστήριος με τα live albums, το περιγράφεις τόσο ελκυστικά το Live At Massey Hall που απορώ γιατί ποτέ δεν ψάχτηκα με αυτό. Θα δρομολογηθεί περιποιημένη ακρόαση εντός της ημέρας, many thanx!

ΥΓ. Νομίζω μπορώ να πω πλέον πως ο Neil Young είναι μάλλον ο αγαπημένος μου καλλιτέχνης στη μουσική που ακούω. Τονίζω το “καλλιτέχνης”, δεν μιλάω για κάποιο συγκρότημα, τα διαχωρίζω ελαφρώς.

5 Likes

Με τον συγκεκριμένο δίσκο ψάχτηκα όταν πέτυχα στο youtube κάποιον μουσικόφιλο που εκτιμώ γενικά, που έκανε ένα top 10 με τις αγαπημένες του Νeil Young κυκλοφορίες. Το άλμπουμ αυτό το είχε πολύ ψηλά, το μοναδικό live στην λίστα του, κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον να το ψάξω. Σήμερα που μιλάμε είναι η πιο συχνή επιλογή μου όταν θέλω να ακούσω Neil Young, μαζί με το On The Beach. Και ναι, το πιο εντυπωσιακό του στοιχείο είναι η ακουστική απόλαυση που προσφέρει, όπως έγραψα και παραπάνω.

3 Likes

:astonished:

Το Rust Never Sleeps το λογίζουμε σαν live album?

E, half and half. Με ενοχλούν συνήθως αλλά το συγκεκριμένο καθόλου.

Τότε έχω ακούσει κάποιες live εκτελέσεις :stuck_out_tongue:

Θυμήθηκα και το Loner από το Live Rust (το οποίο το προτιμώ από την στουντιακή βερσιόν).

1 Like

Εδώ γράφουμε όταν θέλουμε να… επεκταθούμε λίγο παραπάνω! Περί… Μέδουσας λοιπόν ο λόγος:

Μετά το πέρας της περιοδείας σαν support των Moody Blues και με ειλημμένη την απόφαση για αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης, ο τραγουδιστής - τρομπετίστας John Jones και ο πληκτράς Terry Rowley αποχώρησαν από τους Trapeze για να επιστρέψουν στους The Montanas, το παλιό τους συγκρότημα.

Στο Medusa λοιπόν οι Trapeze ήταν πλέον power trio με μια εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία σε σχέση με το psych pop του ντεμπούτου τους, αφού πλέον επιδίδονταν στο blues hard rock που ευδοκιμούσε τότε, ειδικά στην πατρίδα τους, τα Midlands. Μια δραστική αλλαγή που μάλιστα γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερη αν αναλογιστούμε ότι δεν είχαν μεσολαβήσει παρά μήνες από το πρώτο τους! Η ειδοποιός διαφορά βέβαια με κάτι Black Sabbath, Led Zeppelin, Cream κλπ, εντοπίζονταν στο funky παίξιμο και την σε στιγμές soul φωνητική ερμηνεία του Glenn Hughes, που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα στην Αμερική και ειδικότερα στη Motown.

Από τα επτά τραγούδια του δίσκου, τα τέσσερα γράφτηκαν σε διάστημα δύο εβδομάδων από τον Mel Galley και τον αδελφό του, Tom: το σπουδαίο Black Cloud που είναι από τα γνωστότερα τους (ένα “επικαιροποιημένο” Born Under a Bad Sign!), το Jury όπου παρά την παραπλανητικά ήπια έναρξη του τα πράγματα γίνονται απειλητικά heavy, και τα πιο funky Touch My Life και το σκανδαλωδώς εθιστικό Makes You Wanna Cry όπου μάλιστα τραγουδάει ο Galley! Ο Hughes υπογράφει την φοβερή blues power ballad Seafull και το ακόμη καταπληκτικότερο ομώνυμο - ένα ιδανικό τελείωμα για τον δίσκο!

Η θετική απήχηση που είχε το Medusa, στις ΗΠΑ μετατράπηκε σε ενθουσιώδη στον “βαθύ” Νότο όπου εμφανίζονταν ως headliners σε μεγάλα venues, σε αντίθεση με τις βρετανικές βραδιές σε club και ως support σε πιο επιτυχημένα ονόματα! Το μέλλον τους, εκείνη την χρονική στιγμή, προδιαγράφονταν λαμπρό!

19 Likes

Μετά το άκουσμα της δυσάρεστης είδησης για τον Russ North επόμενο είναι να του αφιερώσουμε λίγα λόγια…

Η μεταμόρφωση των Cloven Hoof σε ένα εξαίρετο… βρετανικό εκπρόσωπο του USPM ολοκληρώνεται στο A Sultan’s Ransom. Σε αυτό συνηγορεί η τάση για heavy αλλά μελωδικά riffs, εκθαμβωτικά solos, ακουστικά intros και outros, και φυσικά, τα υπέροχα choruses και τις μελωδίες των φωνητικών πάνω στις οποίες και προς αυτή την κορύφωση όλα τα κομμάτια είναι δομημένα. Μια εξέλιξη όχι παράταιρη, αφού το USPM σε αδρές γραμμές είναι NWOBHM μείον τα hard rock σημεία.Σημειωτέον ότι οι Cloven Hoof κάνουν αρκετά εκτεταμένη χρήση των πλήκτρων στις ενορχηστρώσεις τους, κάτι σπάνιο στην αντίστοιχη σκηνή στις ΗΠΑ.

Έχοντας κρατήσει την ίδια σύνθεση με το Dominator, το highlight του album είναι φύσει και θέσει ο φοβερός Russ North που ερμηνεύει με τέτοια συναισθηματική ένταση που οι τεράστιες ικανότητες του περνούν σε δεύτερο πλάνο! Παρόμοια εντυπωσιακές είναι και οι δομές των τραγουδιών, ειδικά στο κορυφαίο όλων Mistress of the Forest ένα έμπλεο ιδεών αριστούργημα που ελίσσεται διαρκώς χωρίς να επαναλαμβάνεται και μαγεύει από την αρχή, μέσα από τις διάφορες διαθέσεις του, μέχρι το περίτεχνο τέλος του! Για να είμαστε δίκαιοι, αν εξαιρέσουμε το… υποχρεωτικό “ελαφρολαϊκό” Mad, Mad World δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι εδώ που να μην προσφέρει κάτι ουσιώδες στο κλίμα του δίσκου.

Ενός δίσκου που είχε όμως την ατυχία να κυκλοφορήσει το 1989, οπότε οι για μια ακόμη φορά latecomers Cloven Hoof δεν προσέλκυσαν το ενδιαφέρον που θα άξιζαν και έτσι, το επόμενο έτος αναπόφευκτα διαλύθηκαν. Έξτρα πόντος για την κοπέλα στο εξώφυλλο πάντως!

14 Likes

Δεν τους ηξερα ουτε σαν ονομα…Εβαλα να ακουσω απο περιεργεια.Ωραιοι και οντως φωναρα ο τυπος.

2 Likes

Νομίζω λίγα λόγια παραπάνω αξίζουν σε ένα από τα εντυπωσιακότερα πράγματα που μας έδωσε η περασμένη χρονιά…

ΟΙ τυπικά πρωτοεμφανιζόμενοι Writhen Hilt από το Braunschweig της Γερμανίας, στην πράξη είναι αυτούσιο το σχήμα των Booze Control, με τους Lauritz Jilge (drums), Steffen Kurth (μπάσο), Jentrik Seiler (κιθάρα) και David Kuri (φωνητικά και κιθάρα – επίσης στους doomsters Flame, Dear Flame) να ακούγονται αυτονόητα πολύ δεμένοι, έχοντας πάνω από μια δεκαετία που παίζουν μαζί.

Σε μια γεμάτη σημειολογία κίνηση επέλεξαν η πρώτη τους κυκλοφορία υπό το νέο όνομα να είναι ένα ΕΡ με διάρκεια 22 λεπτά - μισό “κανονικό” LP δηλαδή, όπως πρέπει! Επί της ουσίας τώρα, το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι τι παραπάνω από το πλήθος των “αναβιωτών” έχουν να προσφέρουν στο επικό metal οι εν λόγω. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα σχήμα που εντάσσεται στη “λυρική” (σε αντιδιαστολή με την “βάρβαρη”) πτέρυγα του συγκεκριμένου υποείδους. Αντλώντας έμπνευση από τους Warlord, τους συμπατριώτες τους Atlantean Kodex, το πνεύμα του NWOBHM, αλλά και με μια διακριτή Bathory/ Viking αύρα οι Writhen Hilt έχοντας βαθιά γνώση αυτού του ύφους (απόρροια προφανώς της αγάπης που του τρέφουν) κάνουν κατά το δοκούν χρήση των σταθερών του, χωρίς να καταφεύγουν σε φθηνά τεχνάσματα (π.χ. “συμφωνικά” περάσματα ή καταιγιστικά heavy μέρη) για να προσδώσουν τεχνηέντως μια επική χροιά. Απεναντίας, το επικό συναίσθημα προκαλείται αβίαστα και σε όλη του την μεγαλοπρέπεια σε κάθε μια από τις τέσσερις συνθέσεις (συν ένα instrumental outro) που διαθέτουν τις μελωδίες και την τεχνοτροπία για κάτι τέτοιο!

Ενισχύοντας έτι πλέον το παραδοσιακό - underground προφίλ τους, έδωσαν στην κυκλοφορία μέσω bandcamp έναντι προαιρετικού τιμήματος και δύο τραγούδια από το επερχόμενο full length τους. Οπωσδήποτε είναι πολύ νωρίς για θριαμβολογίες, αλλά όσα μας έχουν δείξει έως τώρα αυτοί οι τύποι είναι τόσο καταπληκτικά που σχεδόν δεν… έχουν δικαίωμα να απογοητεύσουν στο μέλλον!

14 Likes

Να προσθέσω ότι προσωπικά οι Writhen Hilt μου φέρνουν στο μυαλό, έστω και συνειρμικά, λόγω των ιδιαίτερων φωνητικών, κι άλλα εξαιρετικά σχήματα που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, όπως οι Σκωτσέζοι Midnight Force (μεγάλη μου αδυναμία οι συγκεκριμένοι όπως έχω γράψει πολλές φορές), οι Αυστριακοί Venator κ.λπ.

5 Likes

Ε αφου σημερα άκουγα το αλμπουμ στο γυμναστήριο, στο σπιτι μετά πριν παω δουλειά, στον ποδήλατο πηγαίνοντας δουλειά, στον ποδήλατο γυρίζοντας απο την δουλειά, την ωρα που έκανα μπανιο, τι πιο φυσιολογικο λιγο πριν κοιμηθω να…διαβάσω για το αλμπουμ.

Κ αυριο μερα ειναι.

3 Likes

image

Μιας και ο φίλτατος @Ironman1 με πήγε πίσω στο ντεμπούτο, εγώ πάτησα φουλ το γκάζι και γύρισα στο σημείο μηδέν των ΑΚ. Δεν είναι το καλύτερό τους αλλά ούτε και το αγαπημένο μου από τη δισκογραφία τους. Είναι όμως το πιο ξεχωριστό. Αυτή τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα και αυτή την πηγαία, διάχυτη μελαγχολία δεν την ξαναέβγαλαν προς τα έξω, όχι σε αυτόν τον βαθμό. Η αισθητική εξέλιξη και το ραφινάρισμα των στιχουργικών θεμάτων ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο στους επόμενους δίσκους, ωστόσο εδώ υπάρχει κάτι διαφορετικό, πιο αλλόκοτο.

Το μεταφυσικό στοιχείο έχει πιο ισχυρή θέση, ενώ η εξέταση της Ιστορίας και της Μυθολογίας δεν γίνεται αλληγορικά και πιο “φιλοσοφημένα” όπως στα LPs, αλλά τα κομμάτια του Pnakotic Demos είναι ένας ευθύς, άμεσος θρήνος για λαούς, ήθη και έθιμα που βίαια διαγράφτηκαν από την ιστορία. Και αν και μπορεί να παρουσιάζεται όλο αυτό σαν ένα πειστικό dark fantasy concept (πέραν των όποιων παραλλήλων μπορεί να θέλει να τραβήξει κάποιος), οι ΑΚ αντιμετωπίζουν με ζηλευτή προσήλωση και σοβαρότητα την μουσική τους σε σημείο που δεν γίνεται παρά να παρασυρθεί και ο ακροατής στην υποβλητική ατμόσφαιρα και να συναισθανθεί και αυτός τη θλίψη (της μουσικής) τους.

Αν θέλει κάποιος, θα μπορούσε να πει πως εφόσον οι δίσκοι των AK θέτουν ένα (ψευδο)ιστορικό-μυθολογικό, ρομαντικό πλαίσιο, το Pnakotic Demos είναι η προϊστορία όσως ακολούθησαν. Αισθητικά, νοηματικά, αλλά και συνθετικά, καθώς εδώ έχουμε τραγούδια πιο ακατέργαστα αλλά και με περισσότερη αμεσότητα (στα doom πλαίσια πάντα).

Μνημείο του epic doom, τίποτα λιγότερο.

17 Likes

Epic metal σκέτο λέω εγώ, αλλά όπως και να 'χει :heart:

5 Likes