Έχοντας ήδη ξεκινήσει μια αναδρομή στα ένδοξα nineties, νομίζω ότι είναι κατάλληλη η ώρα να επισκεφτούμε το…
Όταν, το 1993, οι Saviour Machine έκαναν το ντεμπούτο τους με τον ομώνυμο δίσκο, παρουσίασαν ένα σύνολο τραγουδιών με θαυμαστή ποικιλομορφία και ωριμότητα, κερδίζοντας με άνεση τις εντυπώσεις. Το συγκρότημα από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά που, ενώ σκιαγραφούσαν πιστά την προσωπικότητα του, ταυτόχρονα όμως μπορούσαν να λειτουργήσουν παραπλανητικά, περιορίζοντας και αδικώντας τελικά την προσπάθεια τους. Οξύμωρο; Ίσως όχι και τόσο.
Κατ’ αρχήν οι Saviour Machine ήταν θιασώτες του gothic metal, μιας από τις κυρίαρχες “τάσεις” στα mid nineties. Ήταν όμως από τους λίγους που κατάφεραν να φτάσουν στην ουσία του, αυτή που ανιχνεύεται στην σκοτεινή ατμόσφαιρα και το ανάλογο συναίσθημα που σου υποβάλλει, χωρίς υπερβολικούς μελοδραματισμούς και γλυκερές μελωδίες, παραμένοντας πάντοτε metal όπως τo υπέροχο “Force of Entity” ή το “The Widow and the Bride” για παράδειγμα, προφανώς καταδεικνύουν. Δεν διηγούνταν ιστορίες για “καταδικασμένες αγάπες”, ούτε φλέρταραν με την ηλεκτρονική μουσική. Τέλος, δεν είχαν γυναίκα στα φωνητικά (αποκλειστικά ή μοιρασμένα) – είχαν όμως τον Eric Clayton.
O εν λόγω, εκτός από στιχουργός και βασικός συνθέτης (μαζί με τον κιθαρίστα αδελφό του Jeff) είναι ευλογημένος με μια καταπληκτική φωνή, η οποία στοιχειώνει τα τραγούδια είτε ακούγεται βαρύτονος, είτε παθιασμένος, οπερετικός, να ψιθυρίζει τις μελωδίες κλπ. Ο άνθρωπος είναι παντού και πάντα άψογος. Ο Eric Clayton ήταν το μεγάλο ατού των Saviour Machine, αφού πέραν της υπέροχης φωνής, διέθετε και μια ξεχωριστή σκηνική παρουσία.
Το δεύτερο στοιχείο που τους καθόριζε ήταν ότι επρόκειτο για χριστιανική μπάντα. Ούτε εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την συνηθισμένη θεματολογία εν είδει κηρύγματος που επαναλαμβάνει, μάλλον αβασάνιστα, τις γνωστές ηθικολογίες. Οι Saviour Machine στέκονταν με σκεπτικισμό και κριτική διάθεση απέναντι σε αυτά που τους δίδαξαν ως χριστιανικό δόγμα (την παπική δηλαδή εκδοχή του).
Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα το – ούτως ή άλλως διαχρονικό τους αριστούργημα – “Jesus Christ”, μια “σκοτεινή” προσευχή όπου, αφού παρατεθούν όλα όσα απαράδεκτα κάνουν οι άνθρωποι εν ονόματι Του, ακολουθεί η παράκληση για τη λύτρωση. Με τέτοιους στίχους επόμενο ήταν το συγκρότημα να μην γίνει δεκτό με ενθουσιασμό ούτε από πολλούς “σατανικούς” metalheads, ούτε από τους φανατικούς χριστιανούς.
Όλοι όσοι τους απέρριψαν δεν ευτύχησαν να γίνουν κοινωνοί του εξαίρετου πρώτου δίσκου τους (που θα μπορούσε πάντως να διαρκεί λιγότερο από 70΄ – άλλη μια “τάση” της εποχής εκείνης!). Δεν έλαβαν μέρος στη μυσταγωγία που εκπορεύεται από την μελωδία του πιάνου του “Legion”, δεν παρασύρθηκαν από το χείμαρρο των συναισθημάτων που μπορεί να εκμαιεύσει το “Carnival of Souls”, δεν αφέθηκαν στην ακαταμάχητη γοητεία του “Christians and Lunatics”, ούτε βίωσαν το μεγαλείο του “A World Alone”.
Ου γαρ οίδασι…