..Με λίγα λόγια

Από τη στιγμή που μπαίνει κάποιος στη διαδικασία να συνδυάσει την καταγωγή των συγκεκριμένων με την μουσική τους κάνοντας μια παρομοίωση, οι επιλογές είναι εξαιρετικά περιορισμένες!

Τι θα πεις, “είναι… διάτρητοι σαν ελβετικό τυρί”, ή μήπως “έχουν μια γλύκα σαν ελβετική σοκολάτα”;

Τώρα που το σκέφτομαι μια ικανοποιητική εναλλακτική λύση θα μπορούσε να είναι το “έχουν τέτοιο πλούτο σε riffs που θα έπρεπε να τα ασφαλίσουν σε θυρίδα ελβετικής τράπεζας”! :laughing:

3 Likes

Όταν λέμε για Ελβετία, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλο είναι αυτό:

8 Likes

Αυστριακός είναι

Ουπς! Θενξ!

Mε αφορμή ένα κόλλημα που έφαγε πολύ καλός φίλος με το δίσκο το οποίο εξελίχθηκε σε μέγιστη αγάπη, σκέφτηκα να γράψω λίγα λόγια για τον 3ο δίσκο των Circle II Circle μιας και δε νομίζω ότι έχει την αποδοχή που του αξίζει, ούτε καν από το fanbase των Savatage.

Θυμάμαι να το αγοράζω το φθινόπωρο του 2006 που βγήκε, μάλιστα μαζί με το Maniacal Renderings των Jon Oliva’s Pain, αρχές Γ λυκείου τότε και λόγω κατάληψης είχε όλο το χρόνο για να μου κρατήσει υπέροχη συντροφιά. Εποχές χωρίς ίντερνετ, άκουγα μόνο ό,τι έπαιρνα σε φυσική μορφή, οπότε όλοι οι δίσκοι έτρωγαν το απαραίτητο λιώσιμο κάτι που συνεπάγεται πολλές αναμνήσεις μέχρι και σήμερα.

Πρώτος δίσκος του Ζαχαρία λοιπόν χωρίς την ασφάλεια που παρείχαν οι Oliva και Caffery και με την καινούρια του μπάντα να συνεισφέρει συνθετικά, αφού η προηγούμενη πήρε μεταγραφή στους JOP. Αν θυμάμαι καλά ο λόγος ήταν ο manager Dan Campbell με τον οποίο τα πήγαινε καλά μόνο ο Zak εκείνη την εποχή και έχω την εντύπωση πως αυτός τον είχε φέρει στους Savatage back in the day. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως αυτός είναι ο τελευταίος δίσκος C2C με καλή παραγωγή, καθώς ο Campbell δεν ξανασυνεργάστηκε μαζί τους από τότε. Kαι αν αυτό είναι σύμπτωση, σίγουρα δεν είναι το ότι δεν ξαναπήγαν στα Morrisound studios για να ηχογραφήσουν τους επόμενους δίσκους.

Από τους νέους bandmates ξεχωρίζουν 2 μέλη, o μπασίστας, πληκτράς, συνθέτης και συμπαραγωγός αργότερα (τρομάρα του) Mitch Stewart στο πρόσωπο του οποίου ο Zak βρήκε το συνεργάτη που έψαχνε και ο εκπληκτικός κιθαρίστας Andy Lee που δυστυχώς αποχώρησε μετά το Consequence Of Power και το κενό του δεν αναπληρώθηκε ποτέ πραγματικά.

O δίσκος είναι concept, με θέμα βασισμένο στο Da Vinci Code και τα συναφή, όπως φαίνεται και απ’το artwork. Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω δώσει ποτέ πολύ μεγάλη βάση στην ιστορία, οπότε είναι κάπως ασαφής στο μυαλό μου με ό,τι έχω καταλάβει να είναι από τις ακροάσεις. Πάντως η ατμόσφαιρα μου φέρνει στο μυαλό το Inner Circle των Evergrey.

Ξεκινάμε με τον Zak να αναρωτιέται “Who Am I To Be?” για να απαντήσει κατά κάποιον τρόπο στο φετινό Fallen των Archon Angel λέγοντας “What Have I Become?”. Καλά, μάλλον δε συνδέονται και ούτε ο ίδιος το θυμάται, αλλά εγώ έτσι θέλω να το ακούω. :stuck_out_tongue: Anyway, το εναρκτήριο κομμάτι σε πιάνει για τα καλά απ’το λαιμό, με ακουστικές κιθάρες, πιάνο, catchy riffs και φωνητικές γραμμές και tasty κιθαριστικά solo. Μόλις περιέγραψα και τον υπόλοιπο δίσκο γρήγορα γρήγορα, καθώς η ποιότητα δεν πέφτει μέχρι το τέλος, άντε με μια μικρούλα πτώση στα The Black και Messiah, που όμως δεν είναι ικανή να ρίξει το συνολικό επίπεδο.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για το Heal You που θεωρώ το χιτάκι και δυνητικό video clip, το οποίο είχαμε την ευκαιρία να το ακούσουμε και στο αλησμόνητο για τους λάθος λόγους live του 2009. Εδώ μ’ αρέσει πολύ το σταδιακό χτίσιμο των ρεφρέν με μια επιπλέον στροφή με άλλους στίχους κάθε φορά, κάτι που το έκαναν πολύ επιτυχημένα και στην κομματάρα Into The Wind του ντεμπούτου.

Το άλμπουμ έχει επίσης ωραιότατες αλλαγές με εμπνευσμένα riffs μετά τα ρεφρέν και πριν τα solo, όπως στα προαναφερθέντα Who Am I To Be?, Heal You αλλά και στα A Matter Of Time, Your Reality κλπ. πράγμα που δίνει τη δυνατότητα στα κομμάτια να αναπνεύσουν και να κρατάνε το ενδιαφέρον του ακροατή.

Φυσικά, δε θα μπορούσαν να λείπουν τα counterpoint vocals που εισήγαγε ο Paul O’Neil στο Chance και ο Zak ως καλός μαθητής έχει σχεδόν πάντα ένα τέτοιο κομμάτι στους δίσκους του. Εδώ μιλάμε για το ομώνυμο έπος, όπου το συγκεκριμένο μέρος του τραγουδιού στέκεται πραγματικά επάξια δίπλα στα αντίστοιχα μεγαθήρια των Savatage.

To πνεύμα των τελευταίων εννοείται πως είναι εδώ και μάλλον είναι η τελευταία φορά που είναι τόσο έντονο στους C2C, καθώς στους επόμενους δίσκους προσπάθησαν να βρούν περισσότερο τη δική τους ταυτότητα, με ανάμεικτα αποτελέσματα είναι η αλήθεια. Πρέπει να αναφέρουμε και το μπάσιμο του A Matter Of Time και το solo του Revelations όπου ο Lee κάνει tribute στον τεράστιο Criss Oliva, παρόλο που όπως έχει πει δεν τον έχει μελετήσει ιδιαίτερα. Η ομοιότητα του solo του Revelations με το αντίστοιχο του Edge Of Thorns όμως δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Τέλος, το όμορφο κλείσιμο του δίσκου με πιάνο-φωνή προκαλεί συγκίνηση έτσι κι αλλιώς, αλλά λίγο παραπάνω γιατί θυμίζει το κλείσιμο του Wake Of Magellan με το Hourglass.

Συνολικά, το Burden Of Truth κοντράρεται με το Watching In Silence για την καλύτερη στιγμή αυτού του τίμιου και μάλλον υποτιμημένου συγκροτήματος, και προσωπικά θεωρώ πως βγαίνει νικητής. Δεν ξέρω γιατί ασχολούνται τόσοι λίγοι με αυτούς και είναι κρίμα γιατί οι Sava Legions θα έβρισκαν ενδιαφέροντα πράγματα στην πορεία της δισκογραφίας τους αν έδιναν μια ευκαιρία. Δυστυχώς, έχουν μπει στον πάγο και δύσκολα θα επανέλθουν, κάτι που θα εξαρτηθεί και από το αν θα συνεχίσουν οι Archon Angel, στους οποίους ο Zak λέει “As the story goes I have so much more to say”. Σίγουρα εμείς στην παρέα που ακόμα μαζευόμαστε και τον ακούμε μαζί με μπύρες ευχόμαστε να είναι αλήθεια. Ελπίζουμε επίσης να πάρουμε πίσω τη βραδιά της 4/4 που περιμέναμε και χάσαμε τελικά. Cheers!

8 Likes

Αρχίζει σιγά-σιγά το καλοκαίρι. Καιρός για μπύρες και πιο «εύπεπτα» ακούσματα. Εν τω μεταξύ, εντελώς τυχαία, παρατήρησα ότι μεθαύριο συμπληρώνονται και 29 χρόνια από την κυκλοφορία του υπό συζήτηση δίσκου. Επίσης, ήμουν σε δίλημμα σχετικά με το εάν ήθελα να γράψω γι’ αυτό ή το ντεμπούτο. Τρομερά πρώτα album έχουν πολλοί, αλλά λίγοι έχουν δεύτερους δίσκους του διαμετρήματος ενός:

image

Είμαι αναποφάσιστος αναφορικά με τα ακόλουθα:

Υπήρξαν οι Skid Row μία μπαντάρα ολκής, που απετέλεσε «αδικοχαμένη» περίπτωση (υπό την έννοια ότι είχαν πολλά περισσότερα να προσφέρουν), απλά και μόνο επειδή ήταν 5-10 χρόνια νεότεροι απ’ ό,τι έπρεπε και δεν συνέπεσαν με ολόκληρη την «χρυσή» εποχή;

Από την άλλη, μήπως είχαν, απλά, τις σωστές γνωριμίες και ήταν μπάντα των 3 album, αρκετά τυχερή ώστε να προλάβει τα ύστερα της «χρυσής» εποχής και να κάνει καριέρα -έως και σήμερα- «πατώντας» στο παρελθόν;

Θεωρώ πως η αλήθεια «γέρνει» προς την πρώτη θεώρηση, χωρίς, ωστόσο, να πιστεύω πως δεν εντοπίζονται ποσοστά αλήθειας και στην δεύτερη άποψη.

Ας είναι. Η ιστορία έχει «γράψει» και το ταλέντο σίγουρα υπήρξε άπλετο.

Μετά από ένα «οργιαστικό» πρώτο album, η μπάντα «σπρώχνει» ακόμα περισσότερο, λαμβάνοντας «δάνεια» από το ομώνυμο ντεμπούτο και παραδίδει ένα καταπληκτικό album, με 2-3 filler να περνάνε απαρατήρητα. Ο ήχος -μάλλον- «σκληραίνει» ελαφρώς, ωστόσο και ο ήπιες στιγμές είναι εκεί, στεκούμενες επάξια πλάι στις κλασσικές μπαλάντες του προηγούμενου δίσκου. «Τεράστια» παραγωγή, Hill και Sabo βρίσκονται με «κλειστά μάτια» στις κιθάρες, ενώ το rhythm section αποτελούμενο από τους Bolan και Affuso «βαράει» δυνατά. Φυσικά, στη φωνή, η ωραιότερη γυναίκα όλων των εποχών, που είχε την τύχη (ή την ατυχία) να γεννηθεί άνδρας, ο «δεν μπορείτε να πάρετε τα μάτια σας από πάνω μου» Sebastian Bach. Στο Donington του 1992, o Bach ήταν -κατά την ταπεινότατή μου άποψη- ό,τι πιο σπουδαίο υπήρχε σε frontman στo festival (όχι, δεν έχω ξεχάσει ποιοι ήταν headliners).

To ομώνυμο του album, καθώς και το “Livin’ on a Chain Gang” αποτελούν προσωπικά μου αγαπημένα. Ιδιαίτερη θέση δίνω και στα “Mudkicker” και “Monkey Business”. “Quicksand Jesus” και “In a Darkened Room” συμπληρώνουν υπέροχα το «καρέ» των δακρύων (μαζί με τα “18 and Life” και “I Remember You”).

Ακολούθησε το καλό “Subhuman Race” (σε περίεργες εποχές), το «μοντέλο» αποχώρησε κι έκτοτε η μπάντα βρίσκεται σε μία “running on fumes” κατάσταση, «εξαργυρώνοντας» τα «χρυσά» χρόνια που πορεύτηκε με το χρυσόμαλλο αγόρι. Το ότι «μαστουρώνουμε» με τις συγκεκριμένες «αναθυμιάσεις», ακόμη και 30 χρόνια μετά, σημαίνει πολλά.

9 Likes

Πάντα έβρισκα φοβερά ενδιαφέρον να ανακαλύπτω πόσο διαφορετικά υπήρξαν κάποια συγκροτήματα σε σχέση με το πως έγιναν ευρέως γνωστά

journey

Η αποχώρηση των Gregg Rolie και Neal Schon από τους Santana το 1973, πάνω στο αποκορύφωμα τους δηλαδή, ήταν ένα σοβαρότατο πλήγμα για το συγκρότημα του εμβληματικού Carlos. Κι αν στο πρόσωπο του Schon έχανε το παιδί - θαύμα της κιθάρας που είχε μπει στην μπάντα του έφηβος κι όμως είχε τραβήξει πάνω του πολλή προσοχή, ο Rolie ήταν βασικότατο συστατικό του ήχου των Santana, τόσο σαν πληκτράς/ τραγουδιστής όσο, φυσικά, και σαν συνθέτης.

Οι δύο “αποστάτες” σύντομα ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον μπασίστα Ross Valory και τον George Tickner στη ρυθμική κιθάρα, με τη θέση του drummer να καλύπτεται τελικά από τον φοβερό Aynsley Dunbar που είχε τα ζηλευτά διαπιστευτήρια της πρότερης συμμετοχής στην μπάντα του Frank Zappa!

Το καινούριο σχήμα πήρε το όνομα Journey και δεν δυσκολεύτηκε να βρει δισκογραφική στέγη στην Columbia, δεδομένων των… συστάσεων των μελών. Αυτό βέβαια ήταν ταυτόχρονα και κατάρα, αφού η εταιρεία που είχε στο roster της και τους Santana, όπως ήταν επόμενο προσδοκούσε ανάλογες πωλήσεις και από το νέο της απόκτημα.

Οι ίδιοι οι Journey πάντως είχαν προτίμηση στο jazz rock με progressive στοιχεία, και η ικανότητα του Rolie στο Hammond και τα keys, το δυναμικό παίξιμο με τα γεμίσματα του Dunbar και η εκπληκτική κιθάρα του Schon διευκόλυναν αυτή την επιλογή. Στο ομώνυμο ντεμπούτο τους, αυτό υπογραμμίζεται εξαρχής με το σπουδαίο “Of a Lifetime”, κι από το διόλου παράξενο γεγονός της ύπαρξης δύο καθαρόαιμων instrumentals, (“Kohoutek” και “Topaz” - το πιο jazzy κομμάτι του δίσκου) που είναι μάλλον και τα καλύτερα, μαζί με το “Mystery Mountain” που κι αυτό, ξεμπερδεύει γρήγορα με τα… πολλά λόγια για να επιδοθεί σε ένα ανελέητο τζαμάρισμα όπου όλοι αφήνονται ελεύθεροι να λάμψουν.
Από την άλλη, τα πιο σύντομα κομμάτια “In the Morning Day” και “Play Some Music” δείχνουν να δημιουργήθηκαν έχοντας κατά νου φιλοδοξίες για airplay.

Το ντεμπούτο των Journey μπορεί να μην πούλησε ιδιαίτερα, όντας πολύ μακριά από τον soft rock εμετό που θα τους εκτόξευε στην εμπορική στρατόσφαιρα (και θα τους καταβαράθρωνε ποιοτικά), όμως δείχνει μια μπάντα πολλά υποσχόμενη και με αυτοπεποίθηση, χώρια που υπάρχουν αρκετοί που εξακολουθούν να τον θεωρούν ότι καλύτερο κυκλοφόρησαν οι συγκεκριμένοι!

8 Likes

Μια από τις μπάντες που για κάποιο λόγο, δεν έχω ακούσει καθόλου, όπως και τους Kansas όπου προσφάτως σχετικά άκουσα το Leftoverture και το αγαπησα.
Θα τσεκαριστεί, θένξ!

Θα κάνω 2 μικρές παρουσιάσεις - 2 γιατί θα είναι μικρές.

Και οι 2 δίσκοι κιθαριστικά instrumentals, οπότε όποιος δεν είναι του είδους, ας πάει παρακάτω :slight_smile:

O πρώτος είναι ο αγαπητός Chimp Spanner και το EP του All the Roads Lead Here του 2012.


Δεν θυμάμαι με ποιόν τρόπο έπεσα πάνω σε αυτό το EP, ίσως μέσα από προτεινόμενα του gotdjent?, αλλά πάνε χρόνια και δεν θυμάμαι.
Σημασία όμως έχει ότι έπεσα πάνω. Ενώ λοιπόν είναι ένα κιθαριστικό instrumental, τα οποία ίσως συγκεντρώνουν αρκετές πιθανότητες εκ πρωιμίου να είναι βαρετά με διάσπαρτα εντυπωσιακά ριφφ εδώ και εκεί και πολύ σολάρισμα, εδώ δεν έχουμε τέτοια περίπτωση (όπως και στον επόμενο δίσκο).
Εδώ έχουμε ένα κιθαρίστα πλήρως ουσιαστίκό, ο οποίος στηρίζεται στο djent, αλλά είναι συγχρόνως αρκετά ατμοσφαιρικός. Τα 6 κομμάτια του ΕP, τα έχουν όλα. Από επιθετικά riff που ξεσηκώνουν, ατμοσφαιρικά σημεία που δένουν τα κομμάτια τέλεια, μέχρι πανέμορφα σόλο τα οποία έχουν μουσικότητα μέσα τους. Την παράσταση του EP κλέβει το καταπληκτικό Mobius το οποίο αναπτύσσεται σε 3 μέρη.
Δυστυχώς έχει σιγήσει από τότε ο Chimp, έχει δώσει όμως σημεία ζωής ανα διαστήματα.

Επόμενος είναι ένα one-man-band, γραμμένα όλα στο pc, ο εξαιρετικός Sithu Aye και ο δίσκος του Invent the Universe


Όπως κάποιος μπορεί να καταλάβει, ο παραπάνω φίλος είναι και φυσικός, το οποίο με εψησε λίγο παραπάνω, όντας “συνάδελφος”.
Ο ίδιος φίλος λοιπόν, στο bandcamp του γράφει ότι “I record happy proggressive metal tunes for the discerning listener.” και ποιός είμαι εγώ να πω κατι διαφορετικό?
Είναι πλήρως περιγραφικό το happy: H μουσική του ειναι ευχάριστη. Οι μελωδίες που γράφει είναι ευχάριστες (όχι τζούφια ευχάριστες, πραγματικά ευχάριστες).
Στηρίζεται και αυτός στο djent, χρησιμοποιώντας και αυτός την ρυθμική βάση του είδους, για να παράγει ένα σύνολο από djent/ prog/ αισιόδοξες/ jazzy συνθέσεις.
Η φρασεολογία του είναι εξαιρετική, δεν είναι καθόλου φλύαρος και είναι πραγματικά κρίμα που δεν πρόλαβα physical copy του παραπάνω δίσκου.
Βέβαια τσίμπησα με cd-ακι/t-shirt από τον άλλον πολύ καλό του δίσκο:

6 Likes

Τι ξεστομισες ρε αιρετικε!!!

3 Likes

Την καλημέρα μου. Άλλο ένα ωραίο κείμενο. Αλλά…

Δεν ξέρω αν ο Παντελής το λέει για πλάκα παραπάνω, αλλά, από την πλευρά μου, -και χωρίς να το περιμένω- είναι η πρώτη φορά που διαφωνώ κάθετα μαζί σου.

Η “εμπορική” περίοδός τους, κατ’ εμέ, είναι φοβερή.

1 Like

Δεν το ειπα για πλακα. Πολυ ωραιοι οι Journey με τον τεραστιο Perry.

4 Likes

Όταν γίνεται λόγος για ένα από τα 5 αγαπημένα μου συγκροτήματα, δεν μπορώ βέβαια να το αφήσω να περάσει έτσι! Θεωρώντας αυτονόητα περιττό να παρουσιαστεί κάποιο από τα πασίγνωστα δυσθεώρητα αριστουργήματα τους, σκέφτηκα πως μια καλή ιδέα θα ήταν το “αδικημένο” ντεμπούτο! Πάμε λοιπόν…

kansas

Στις περιπτώσεις παλιών συγκροτημάτων υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, έχοντας ακούσει πρώτα κι εκτιμήσει τα καλύτερα/ προτεινόμενα albums τους, όταν έρθει η ώρα του ντεμπούτου να το αδικήσεις, αφού κατά κανόνα αποτυπώνει μια πιο άγουρη εικόνα πραγμάτων που ήδη γνωρίζεις στην τελειοποιημένη μεταγενέστερη μορφή τους. Οι Kansas εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, αλλά ας μην προτρέχουμε!

Στο οπισθόφυλλο του πρώτου της δίσκου, η μπάντα από την Topeca που προήλθε από την ένωση των Saratoga του Kerry Livgren και των White Clover του Phil Ehart, αναφέρει, με μια κάποια αυταρέσκεια, ότι η μουσική τους προέκυψε από την αθροιστική εμπειρία 50 ετών των μελών στο πιο “unmusical environment”, αναφερόμενοι προφανώς στην από κάθε άποψη συντηρητική ιδιαίτερη πατρίδα τους, από όπου πήραν και το όνομά τους. Και συνιστά όντως παράδοξο πως το κορυφαίο progressive rock σχήμα των ΗΠΑ γαλουχήθηκε σε ένα χαρακτηριστικό Midwestern state.

Όχι βέβαια ότι οι Kansas αποποιήθηκαν ποτέ την καταγωγή τους. Όσο κι αν η αγάπη τους για το βρετανικό prog (Genesis, Yes, King Crimson κλπ) δεν κρύβεται, εν τούτοις είναι βαθιά ριζωμένη και εμφανής η country/boogie rock επιρροή του περιβάλλοντος όπου μεγάλωσαν. Δεν είναι τυχαίο ότι στο εξώφυλλο του πρώτου αυτού δίσκου τους απεικονίζεται τμήμα μιας τοιχογραφίας που βρίσκεται στο Καπιτώλιο της Πολιτείας, στη γενέτειρα τους.

Επί της (μουσικής) ουσίας τώρα, στην πρώτη δουλειά τους, οι Kansas εμφανίζουν τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά του ήχου τους – εκτός από την AOR φλέβα που δεν έχει εκδηλωθεί ακόμη! Επίσης, τα φωνητικά είναι εδώ σχετικά μοιρασμένα, πριν η “για τις μεγάλες αρένες” φωνή του Steve Walsh πάρει τη μερίδα του λέοντος από τον πιο “τραχύ” Robby Steinhardt.

Ο δίσκος εκκινεί με το “Can I Tell You” που είναι… Midwestern hard rock και συνεχίζει με μια διασκευή (“Bringing It Back” του J.J. Cale). Το “Lonely Wind” του Walsh είναι μια κλασική μπαλάντα με πιάνο και βιολί, όμως στο σύντομο αλλά φοβερό prog/hard rock “Belexes” είναι που αρχίζει να απογειώνεται ο δίσκος για να πάρουν τη σκυτάλη τα αριστουργηματικά “Journey From Mariabronne” και “Aperçu” της β’ πλευράς, με τις εναλλαγές στους ρυθμούς, την αλληλεπίδραση μεταξύ των οργάνων, την πολυπλοκότητα, όλα δια χειρός Kerry Livgren που, ειδικά σε αυτά πιο μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια (μαζί με το “Death of Mother Nature Suite”), δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες του.

Όπως τεράστιες δυνατότητες είχαν και οι Kansas που έμελλε να γράψουν τη δική τους υπέρλαμπρη ιστορία στα 70’s, μια ιστορία που ξεκινάει ακριβώς εδώ!

7 Likes

Κάπου εδώ να πω την δικιά μου, μικρή, ιστορία με τους Kansas, που ξεκινάει ως εξης:

Πάντα τους ήξερα ως όνομα, πάντα τους ήξερα σαν την μπάντα του, φυσικά, dust in the wind και πάντα τους έκανα στην άκρη για αυτό τον λόγο(εξαιρετικά ηλίθιος λόγος φυσικά), όσο ωραίο κομμάτι και να είναι.

Fast forward σε μερικούς μήνες πριν(1μιση χρόνο σύμφωνα με το βιντεο, εγώ το είδα τέλη '19), όπου ο πολύ ωραίος τυπάκος Jared Dines κάνει για ακόμα ένα βίντεο καβλαντισμού, όπου βάζει breakdowns σε iconic guitar riffs. Φυσικά ένα κομμάτι από αυτά, είναι το carry on my wayward son, όπου παθαίνω τραμπάκουλο, όχι με την “διασκευή” του, αλλά με το ίδιο το ριφφ.

Φυσικά το σοκ ήταν ακόμα μεγαλύτερο όταν βλέπω ότι αυτό το ριφφ ανήκει στους “dust in the wind”. Φυσικό επακόλουθο είναι να κατέβει επι τόπου ο δίσκος, να πάθω σοκ φυσικά με το πόσο μπροστά ήταν οι Kansas στην εποχή τους(φυσικά και αγοράστηκε ο δίσκος) και ακόμα πιο φυσικά μου κάνει τρομερή εντύπωση ότι ενώ δεν το ξέρω το κομμάτι, μου εξακολουθεί να μου φαίνεται τρομερά οικείο το ριφφ.
Μην τα πολυλογώ, πιάνω την κιθάρα, ψάχνω κλασσικά tabs, όντας ανορθόγραφος απαίδευτος και πολλά άλλα “α” κιθαρίστας και μου το που παίζω το ριφφ, φυσικά βλέπω από που δανείστηκαν ένα ριφφ οι Theater στο θεικό Erotomania και φυσικά καταλαβαίνω πλέον γιατί ο Petruccης παλαιότερα τουλάχιστον έλεγε τους Kansas ως επιρροή των Theater.

Edit: το συγκεκριμένο βίντεο μου έκρυβε και την άλλη εκπληξη στην μέση(γιατί ούτε αυτό το ήξερα), το Stranglehold του Τed Nugent, όπου ο δίσκος που το περιέχει είναι εξαιρετικός και αυτός.

7 Likes

Το συγκεκριμενο το ειχαν διασκευασει και στο medley που ειχε μεσα στο “A Change Of Seasons” EP.

@Ian_Metalhead οι Kansas δεν εγιναν εμετος πουλι μου :stuck_out_tongue: :grin:;;

5 Likes

Το 2006 ηταν μια απο τις πιο δυσκολες χρονιες, λογω μιας μνημειωδους ερωτικης απογοητευσης, και το χειροτερο σε τετοιες καταστασεις δεν ειναι το να εισαι στεναχωρημενος, αλλα το να νιωθεις εντελως κενος, και σαν να μην εχει νοημα τιποτα.

Ηταν μια μεταβατικη περιοδος, κατα την οποια ολα τα μεγαλα ή κλασικα ή εστω καπως δημοφιλη συγκροτηματα στον σκληρο ηχο περνουσαν μια φαση επαναπροσδιορισμου και εψαχναν τι ακριβως πρεπει να κανουν τωρα, μετα απο μια δεκαετια πειραματισμου, ειδικα στον ατμοσφαιρικο ηχο.

Καπως ετσι ταυτιζομαι με τους Amorphis. Αυτην την μπαντα την αγαπησα οσο γινεται να αγαπησει καποιος κατι απο το 1999 εως το 2006, με τον ιδιο ακριβως τροπο που αγαπησα κι εκεινο το κοριτσι δηλαδη. Και το 2003 εφερε εναν δισκο για την μπαντα, ο οποιος ηταν γλυκυτατος και γεματος στοργη, αλλα ελειπε η φωτια που ειχαν στα προηγουμενα 5-6 χρονια. Ακριβως δηλαδη οπως και η φαση με το κοριτσι. Ο χωρισμος με τον πολυαγαπημενο μου Pasi Koskinen ηρθε καποια στιγμη κατα την διαρκεια του τελματος, καθως ειναι ως γνωστον ενας περιεργος χαρακτηρας, και ο χωρισμος με το κοριτσι ηρθε καποια στιγμη στις αρχες του 2006 (και μετα ξανα στο τελος του 2006, γιατι… γιατι οχι?).

Το Eclipse των Amorphis ηταν το soundtrack της ζωης μου (μαζι με μερικα ακομα) για ολοκληρη την χρονια του 2006. και τα αμετρητα συναισθηματικα σκαμπανεβασματα της. Εκτος απο αυτο, ειναι και ενας πραγματικα εξαιρετικος δισκος, ο οποιος τολμω να πω πως ειναι ο καλυτερος δισκος τους κατα την εποχη Tomi Joutsen.

Οπως σε καθε δισκο των Amorphis, η θεματολογια ειναι συμπαντικη, περιγραφει την στενη σχεση του ανθρωπου με την φυση, σε στελνει σε ταξιδια σε βουνα, σε ρυακια, σε δεντρα, σε ουρανους, σε γαλαξιες και στο κεντρο ενος ενεργου ηφαιστειου, για να κανεις παρεα με τον Περκελε.

Στις πρωτες νοτες του Two Moons, ενας πιο συνηθης εαυτος μου θα ειχε ξενερωσει λογω των μπρουταλ φωνητικων, μονο που αυτο το ασμα ειναι τοσο μα τοσο εκπληκτικο, που δεν μπορω να παραπονεθω ουτε για την παραμικρη νοτα. Οι Amorphis εκαναν μια αλλαγη-ρισκο τοτε, επιστρεφοντας σε ενα καπως πιο παλιακο στυλ, βαζοντας ομως και καινουρια στοιχεια στον ηχο τους, και το κυριοτερο, δινοντας τεραστια βαρυτητα στο songwriting. Αυτη η αποφαση τοτε ηταν καπως περιεργη μεν, 14 χρονια και 7 επιτυχημενους δισκους μετα φανταζει ολοσωστη δε.

Τα House Of Sleep και Born From Fire ηταν, ειναι, και θα ειναι, τα δυο χιτακια του δισκου που με πηγαινουν αυτοματα στις βραδιες του 2006 στις οποιες ακουγα τον δισκο και μου εδινε δυναμη να μπορεσω να νιωσω ξανα το οτιδηποτε. Ειμαστε ολοι γεννημενοι απο φωτια και οσο κι αν θελει το σπιτι να μας κρατησει σε υπνο, λαμπουμε οταν ερθει η σωστη στιγμη. Βαζουμε στο μιγμα και λιγο Under A Soil And Black Stone για να ολοκληρωθει η αλχημεια, και καπως ετσι αρχιζει ο δισκος και εξυψωνεται σε αριστουργημα.

Το Perkele λοιπον, ειναι ενα τραγουδι ανομοιο με οτιδηποτε αλλο, και θα μπορουσε να θεωρηθει η ατυπη συνεχεια του Greed απο το αγαπημενο μου Tuonela. Δεν δεχομαι απο κανεναν ανθρωπο στον κοσμο να δηλωσει οτι ακουει και γουσταρει Amorphis, αν δεν λατρευει τραγουδια οπως το Perkele. Γιατι μπορω.

Για το Smoke τι να πει κανεις. Το κρυμμενο διαμαντι του δισκου, για το οποιο δεν μιλουσε πολυς κοσμος οταν πρωτοβγηκε, και τωρα πλεον θεωρειται κλασικο απο τους φανς των Amorphis. Δε θα κουρασω πολυ με τα υπολοιπα τραγουδια, αλλα θα κανω μια ειδικη μνεια στις ριφφαρες του Leaves Scar, και στην εκπληκτικη ατμοσφαιρα του Empty Opening.

Συνολικα αυτος ο δισκος για μενα σηματοδοτει ενα νεο ξεκινημα στην ζωη μου, οπως ηταν ενα νεο ξεκινημα και για τους Amorphis. Σε αυτα τα 14 χρονια ακολουθησαν πολλα και για μενα και για αυτους, αλλα εκεινη ηταν η κομβικη στιγμη. Και τωρα 2020 μιαμιση δεκαετια μετα, ακομα αναρωτιεμαι μια φορα το τριμηνο αν πρεπει να παω να πω στο κοριτσι πως μαλλον μιας και ειναι κι αυτη μονη της, πρεπει να καταληξουμε μαζι Amongst Stars, αυτη με το Pleasures της Lancome να γινεται ενα με το σωμα μου για ολοκληρη την μερα μετα απο εκεινες τις βραδιες, κι εγω με οτιδηποτε ηταν αυτο που την κανει να με θυμαται ακομα μια στο εξαμηνο. Μαλλον θα ειμαστε για παντα δυο φεγγαρια σε δυο διαφορετικα πλανητικα συστηματα ομως. :upside_down_face:

ΥΓ1. Να ακουτε Amoprhis. Κανει καλο. Ακομα και με τον Joutsen, κι ας μην ειναι Koskinen.
ΥΓ2. Αν δεν εχετε δει ποτε στην ζωη σας ολικη εκλειψη ηλιου, να δειτε.
ΥΓ3. Εσα Χολοπαηνεν και Τομι Κοηβουσααρι, σας ευχαριστω

19 Likes

Ναι.

4 Likes

Ναι, ναι, ναι και ναι!

Για κάποιον λόγο, ενώ μου αρέσουν επιλεκτικά οι παλιοί Amorphis, o Jousten είναι πιο κοντά στα γούστα μου.
Τα brutal του είναι εξαιρετικά και δεν χαλάνε τίποτα στα τραγούδια.

Ξεχωριστή αναφορά μάλλον πρέπει να δοθεί και στο καλύτερο κομμάτι του δίσκου: Brother Moon.

4 Likes

Fixed. Κατά τα άλλα respect.

3 Likes

Το ‘βλεπα να ‘ρχεται, και το σχόλιο και τον… σχολιαστή! :stuck_out_tongue:
Λοιπόν, οι Kansas είναι θεοί, οπότε… “τα πάντα εν σοφία εποίησαν”! Πέρα από τα αστεία , θα είχε ενδιαφέρον κάποια στιγμή να πούμε για απογοητευτικούς δίσκους αγαπημένων συγκροτημάτων!

Ευκαιρίας δοθείσης να πούμε ότι την περίοδο που γραφόταν το “Leftoverture”, o Steve Walsh περνούσε αυτό που αποκαλείται writer’s block κι έτσι όλο το βάρος έπεσε στον έτερο εκ των βασικών συνθετών τον Kerry Livgren, ο οποίος για καλή τους τύχη βρισκόταν σε δημιουργικό οίστρο! Έτσι, “κάθε μέρα” έφερνε στο προβάδικο κι από ένα καινούριο τραγούδι.
Την τελευταία μέρα μάλιστα πριν μπουν στο στούντιο, έχοντας προβάρει όλο το υλικό που είχαν έως τότε, τους παρουσίασε κι ένα ακόμη κομμάτι που είχε μόλις γράψει και το παίξανε πρώτη φορά στην ηχογράφηση . Ήταν το “Carry On Wayward Son” που, εκτός από έναν ακόμη διαχρονικό ύμνο στο ενεργητικό τους, τους έδωσε το πολυπόθητο hit που απαιτούσε η εταιρεία και τους έκανε πλέον headline act. Παρόμοια περίπτωση με το Paranoid (το τραγούδι) δηλαδή!

Και μια δική μου ιστορία γνωριμίας με τους Kansas. Στα μέσα των nineties, με την βοήθεια και των Dream Theater που με είχαν καταγοητεύσει, άρχισα να επεκτείνω τα ακούσματα μου προς την πλευρά του progressive rock. Έχοντας λοιπόν μια γενική ιδέα για το ποιοι δίσκοι τους θα με ενδιέφεραν, βρέθηκα σε ένα mainstream δισκάδικο της Θεσσαλονίκης να ρωτάω τον υπάλληλο τι έχουν από Kansas, για να με ρωτήσει κι αυτός με την σειρά του “ψάχνεις το Dust in the Wind;”
Και η απάντηση από τον θιγμένο νεαρό metalhead: “Συγγνώμη, αλλά μοιάζω με κάποιον που θα άκουγε το Dust in the Wind και θα έτρεχε στο δισκάδικο να το βρει;”

Για την Ιστορία που λένε, ο πρώτος δίσκος των Kansas που πήρα ήταν το (θεϊκό) “Point of Know Return”…

2 Likes

Ουτε καν, αλλα δεν πειραζει :stuck_out_tongue:

1 Like