Το κακό που έχει είναι ότι παραπέμπει άμεσα στη λογική του ας φάνε παντεσπάνι, αλλά θα μου πεις το καλό και το κακό είναι έννοιες σχετικές.
Από εκεί και πέρα, εκεί που εντοπίζω εγώ το «λάθος» είναι ότι μιλάτε περί τεχνολογίας, προόδου κλπ. λες κι αυτές οι έννοιες είναι α).διιστορικές και β).εννοιολογικά ουδέτερες, δηλαδή αποκομμένες από οποιοδήποτε ιστορικό/κοινωνικό πλαίσιο τις διαμορφώνει κάθε φορά. Καταλήγοντας, έτσι, α).σε ιστορικούς αναχρονισμούς όπως το να μιλάμε για την εποχή των αρότρων από τη μία, κι από την άλλη για τράπεζες, υγειονομική ασφάλιση και εργασιακή ηθική ή το να φανταζόμαστε γενικά τον άνθρωπο ως ένα απομονωμένο ον, δίχως κανένα κοινωνικό πλαίσιο γύρω του (τύπου «ο άνθρωπος και το άροτρό του» ή «άνθρωπος και η ατμομηχανή» κ.ο.κ.), και β).να μιλάμε περί τεχνολογίας, προόδου, ανάπτυξης κλπ. με τον ίδιον τρόπο που μιλάμε για «δικαιοσύνη, ειρήνη κι ελευθερία», λες και βρισκόμαστε στο Δημοτικό και γράφουμε έκθεση και δε γνωρίζουμε ακόμα ότι τέτοιες όμορφες έννοιες έχουν αποτελέσει το συνηθισμένο αφήγημα για όποια κυρίαρχη οντότητα ήθελε να νομιμοποιήσει τις επεκτατικές της βλέψεις έξω από τα όρια κυριαρχίας της.
Η επίκληση στο συναίσθημα γενικά δε βοηθάει (του τύπου: «μα σκεφτείτε τους υφαντουργούς που χάθηκαν στη Μεγ. Βρετανία λόγω της Βιομηχανικής Επανάστασης!»), από την άποψη ότι στους καιρούς που ζούμε, μέσα σ’ αυτό το σύστημα που έχει αντικειμενοποιήσει σε τέτοιο βαθμό την ανθρώπινη ζωή που τα πάντα μπορούν ν’ αλέθονται αρκεί να αποφέρουν κέρδος, το τι «μετράει» και τι «δεν μετράει» με όρους συγκίνησης, ενσυναίσθησης κλπ., φιλτράρεται κι αυτό μέσα από τη σκοπιά του θεάματος, της αξιοποίησης και της εγγύτητας (και δεν το εννοώ μόνο με τη γεωγραφική έννοια). Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι ένας τραγικός θάνατος πάνω σ’ ένα κατάστρωμα πλοίου που όμως πιάστηκε on camera μπορεί να πυροδοτήσει δακρύβρεχτα posts στα social media για μέρες, παραιτήσεις υπουργών ή/και κάποιες διαμαρτυρίες, κι από την άλλη το γεγονός ότι εδώ και 2-3 δεκαετίες καμιά δεκαριά αφρικανικές χώρες έχουν συρθεί στους πιο αιματηρούς εμφύλιους πολέμους που είδε η πρόσφατη ιστορία λόγω της λεηλασίας των φυσικών τους πόρων από ένα σύνολο αγροχημικών, φαρμακευτικών, εξορυκτικών κι ενεργειακών εταιρειών ή εταιρειών κατασκευής κινητών, όπλων κλπ. της Δύσης, με κάμποσα εκατομμύρια νεκρούς κι εκτοπισμένους (Ρουάντα, Σιέρρα Λεόνε, Σομαλία, Κονγκό κ.ά.), συνήθως θα περάσει στο «ντούκου» ή το πολύ-πολύ να χρησιμοποιηθεί για εμπόριο συναισθημάτων μέσω κινηματογραφικών επιτυχιών τύπου «Ματωμένο διαμάντι» κλπ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν οδηγεί μάλλον κάπου να προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον για το ορθό του να λυπηθεί κάποιους (ανέργους, εκτοπισμένους, θύματα πολέμου κλπ.), αλλά ίσως έχει ένα νόημα να ερευνούμε/προβληματιζόμαστε για τους όρους κάτω από τους οποίους παράγεται όλη αυτή δυστυχία -και στη συνέχεια πάνω σ’ αυτούς να αναγκαζόμαστε να παίρνουμε θέση. Αν σπάσουμε το κυρίαρχο αφήγημα ότι η ανθρωπότητα αποτελεί μία παγκόσμια κοινότητα που όλο τσαχπινιά και χάρη οδεύει εδώ και χιλιάδες χρόνια προς την ανάπτυξη και την πρόοδο από τις οποίες όλοι επωφελούνται το ίδιο, και απλά κάποιοι «έτυχε» να περισσεύουν (λόγω της κακής τους της μοίρας; Λόγω της γέννησης σε λάθος τόπο και χρόνο; Λόγω της λάθος επαγγελματικής κατεύθυνσης ενώ κάποιοι τους υποσχέθηκαν τον ουρανό με τ’ άστρα; Λόγω του αδυσώπητου προτσές των ιστορικών νόμων; Διαλέγετε και παίρνετε), τότε ίσως όλες αυτές οι «προσωπικές τραγωδίες» (οι γονείς του τάδε, ο αδελφός του δείνα κ.ο.κ.) πάψουν να μοιάζουν τόσο προσωπικές ή σαν τα αποτελέσματα/συμπτώματα της κακής διαχείρισης ενός κατά τ’ άλλα υγειούς συστήματος, και ξεκινήσουν ν’ αποκαλύπτονται ως η ίδια η γενεσιουργός αιτία του σύγχρονου τρόπου ζωής που ενώ ευαγγελίζεται την ευτυχία, την ευημερία και την ισότητα όλων και διατρανώνει πως αποτελεί το ύψιστο στάδιο ενός πολιτισμού που γεννήθηκε μες στη βαρβαρότητα, τελικά όλα αυτά αφορούν πάντα ένα κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού, φυλάσσοντας για το υπόλοιπο όλη τη βαρβαρότητα και την υποβάθμιση που υποτίθεται ότι έχει αφήσει για τα καλά πίσω στην προϊστορία της ανθρωπότητας.
Επομένως, όποιος/α θέλει να μιλήσει περί «τεχνολογίας» ή «επιστήμης» (κι όχι μόνο: περί οικογένειας, περί χρήματος κ.ο.κ) και δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να κάνει τη στοιχειώδη διάκριση ότι άλλο τεχνολογία, επιστήμη ή οικογένεια σκέτο, και άλλο τεχνολογία, επιστήμη ή οικογένεια στον καπιταλισμό, δηλαδή όποιος/α αφαιρεί από αυτές τις έννοιες τις κοινωνικές/οικονομικές/ιστορικές τους ορίζουσες, πολύ απλά κάνει ένα τεράστιο μεθοδολογικό σφάλμα. Είναι αστείο να σκεφτόμαστε πως το ράδιο, οι υπολογιστές, η ατμομηχανή ή ο σιδηρόδρομος γεννήθηκαν ανεξάρτητα από μια σειρά εφαρμογές τους και χωρίς να έχουν στενή σχέση με την ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτά τα μέσα γεννήθηκαν (και συνεχίζουν να γεννιούνται) μέσα στην ίδια τους την καπιταλιστική χρήση κατά τον ίδιον τρόπο που η σχέση μεταξύ του μηχανικού υπόβαθρου και των κοινωνικών σχέσεων σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο είναι μία σχέση διαλεκτική. Δε λέω πως δεν μπορεί να υπάρξει κάποια «μεγαλοφυία του εφευρέτη» που μπορεί να εκφραστεί και κόντρα στις κυρίαρχες ιδέες της εποχής του (παρ’ όλο που για ‘μένα είναι μία ξεχωριστή συζήτηση η σχέση ατομικής δημιουργίας-συλλογικής κληρονομιάς)· αυτό που λέω είναι πως δεν είναι καθόλου αυτή η πρωτοτυπία, η μεγαλοφυία μιας εφεύρεσης, μιας τεχνολογίας, μιας «machina» που γενικεύει και επιβάλλει τη χρήση της α’ ή β’ τεχνικής κατασκευής τροποποιώντας ριζικά (σε δεύτερο χρόνο) τις κοινωνικές σχέσεις. Υπάρχουν πάντα περιορισμοί, κριτήρια, ενδεχόμενα κοινωνικής προέλευσης -ειδικά στον καπιταλισμό μιλάμε για κριτήρια χρησιμότητας, αξιοποίησης, κερδοφορίας κλπ. Ούτως ώστε αυτό το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων (σχέσεις εξουσίας κι εκμετάλλευσης, για να συνεννοούμαστε) λειτουργεί σαν φίλτρο απέναντι σ’ αυτές τις εφευρέσεις, απορρίπτει κάποιες, υιοθετεί άλλες κλπ. Όταν, για παράδειγμα, ο James Watt κατάφερε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή της ατμομηχανής του τον 18ο αιώνα, ενδεχομένως μπορούσε να προβλέψει σε γενικές γραμμές τη χρησιμότητά της (με βάση τα δεδομένα της εποχής του) ή να φανταστεί ορισμένες ευρύτερες συνέπειες της χρήσης της, αλλά δε θα μπορούσε να προβλέψει τη βιομηχανική επανάσταση. Όταν εφευρέθηκε η μηχανή εσωτερικής καύσης, κανείς απ’ τους κατασκευαστές της (υποθέτω) δε θα μπορούσε να προβλέψει τους τρόπους με τους οποίους η χρήση της θα άλλαζε τον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων, την παγκόσμια γεωπολιτική ή της καθημερινές συνήθειες ενός άπειρου αριθμού ιδιοκτητών Ι.Χ. Αν έχει, λοιπόν, μία ιδιαίτερη σημασία το να τοποθετούμε έννοιες όπως η «τεχνολογία» στο ιστορικό τους πλαίσιο, αυτό είναι γιατί έτσι αντιλαμβανόμαστε τη διαλεκτική τους σχέση με τις κοινωνικές σχέσεις, το ότι μορφοποιούνται από αυτές, αλλά και τις μορφοποιούνε (παράδειγμα: η ατμομηχανή, στην πραγματικότητα, ήταν πολύ παλιά εφεύρεση -ήδη από την εποχή του Ήρωνα ή και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Ωστόσο τα δεδομένα (ήθη, έθιμα, πεποιθήσεις κλπ.) εκείνων των κοινωνιών δεν επέτρεψαν τη χρήση της για «παραγωγικούς» σκοπούς. Κάτι ανάλογο ισχύει και με την πυρίτιδα. Αν και αποτελούσε πανάρχαια κινεζική εφεύρεση (χρησιμοποιούταν για πυροτεχνήματα κλπ.), ήταν οι ευρωπαϊκοί στρατοί και η ανάγκη τους για μαζικά πυροβόλα όπλα που επέκτειναν τη χρήση της).
Όταν, λοιπόν, αναφερόμαστε σε τέτοια κομβικά παραδείγματα όπως π.χ. η εκβιομηχάνιση, δε νομίζω ότι μπορούμε να τα περιορίσουμε στο καθαρά τεχνολογικό του σκέλος -δεν αρκεί καν ν’ αναφερόμαστε στο ζήτημα της ανεργίας, στο ότι απλά κάποιοι εργασιακοί κλάδοι «έτυχε» να σαρωθούν από αυτήν. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι θα πρέπει να μιλάμε για ολόκληρους περιττούς πληθυσμούς, για ένα τεράστιο ανθρώπινο πλεόνασμα κοινωνικής ζωής (ξεριζωμένα αγροτικά στρώματα, τεχνίτες, γυναίκες που βαφτίστηκαν «μάγισσες» και κυνηγήθηκαν ανηλεώς -κι αυτά μόνο στο πολιτισμένο χώμα της ευρωπαϊκής Δύσης, αν πιάσουμε την κουβέντα περί αποικιοκρατίας δύσκολα θα την κλείσουμε) που αναγκάστηκε με τη βία να ενσωματωθεί σε μια καινούρια τάξη πραγμάτων, να πουληθεί και να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης σαν εργατικό υλικό στη μανιφακτούρα, να ανασυγκροτήσει το θυμικό του σύμφωνα με τις νέες αξίες του εργασιακού ήθους και της μισθωτής εργασίας, να διδαχθεί τη σεξουαλική και οικογενειακή ηθική του «κανονικού» κλπ. Δηλαδή η τεχνολογία σαν τεχνολογία, η «ανάπτυξη» και η «πρόοδος» ποτέ δε σε συνέβαιναν σ’ ένα ιστορικό κενό· μαζί μ’ αυτές, μαζί με την ατμομηχανή, μαζί με τα εργοστάσια, έρχονταν και οι υγιενολόγοι, οι φιλάνθρωποι, το οικογενειακό δίκαιο κλπ. Και δε νομίζω ότι μπορούμε πραγματικά ν’ αφήσουμε απ’ έξω το τι περίμενε τον «πλεονάζοντα πληθυσμό»: αυτό το κοινωνικό υποκείμενο που κατά τα πρώιμα χρόνια της εκβιομηχάνισης πλημμύριζε εξαθλιωμένο κι απειλητικό τα μεγάλα αστικά κέντρα, ρακένδυτο και άεργο, έτοιμο να επανδρώσει ιδρύματα εγκλεισμού, φυλακές και ψυχιατρεία, workhouses και άλλα ευαγή ιδρύματα που απάλλασσαν αυτήν την «εξορθολογισμένη» κοινωνία από την οχληρή παρουσία του.
Εκεί που θέλω να καταλήξω, για να το πω χοντρικά, είναι πως δεν μπορείς να μιλήσεις για την ατμομηχανή, χωρίς να μιλήσεις για το μαζικό εργοστάσιο, χωρίς να μιλήσεις το εξαθλιωμένο προλεταριάτο. Δεν μπορείς να μιλήσεις για το «θαύμα της εκβιομηχάνισης», χωρίς να μιλήσεις για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσε, χωρίς να μιλήσεις για την αποικιοκρατία δηλαδή, χωρίς να μιλήσεις για την εκκαθάριση ολόκληρων πολιτισμών που χαρακτηρίστηκαν με άνεση «κατώτεροι». Αλλά κυριότερα, δεν μπορείς να μιλήσεις για όλα αυτά μαζί, χωρίς να κάνεις ούτε μία αναφορά στον κινητήριο μοχλό που τα έθετε σε λειτουργία, δηλαδή τις βασικές επιδιώξεις και τα χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: δηλαδή το κέρδος, τη συσσώρευση πλούτου και τη μεγιστοποίηση της παραγωγής όχι για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά για την απόσπαση ολοένα και μεγαλύτερης υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας. Όλες αυτές οι αλλαγές που επιτεύχθηκαν και αναφέρθηκαν παραπάνω και μπορεί π.χ. να επιτάχυναν κάποιες εργασιακές διαδικασίες καταδικάζοντας την ίδια στιγμή κάμποσους ανθρώπους/οικογένειες/πληθυσμούς στην ανέχεια, ούτε συμφωνήθηκαν ούτε εκφράστηκαν σαν κοινή ανάγκη των ανθρώπων που βίωσαν τις επιπτώσεις τους -αυτοί δε ρωτήθηκαν ποτέ. Και πολύ πιο σημαντικό: ποτέ δεν υιοθετήθηκαν/μαζικοποιήθηκαν σαν μοντέλα εργασίας/κοινωνικοποίησης/ζωής, για χάρη κάποιου «κοινού καλού της ανθρωπότητας» (αν ήταν έτσι, μάλλον θα έπρεπε να εξασφαλιστεί και η μοίρα όσων δε χωρούσαν σ’ αυτόν τον καινούριο κόσμο). Εξαπλώθηκαν και κυριάρχησαν γιατί διαμόρφωσαν, θεμελίωσαν και στήριξαν ένα κοινωνικό σύστημα βασισμένο στο κέρδος -αν δεν αποφέρει κέρδος, είναι άχρηστο (κι αυτό ισχύει από την πιο μεγαλειώδη εφεύρεση μέχρι την πιο υποτιμημένη ανθρώπινη ζωή που για κάποιον λόγο αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί στα στάνταρ εργασίας, κοινωνικής συμπεριφοράς ή ό,τι άλλο).