(Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για την έκταση)
Θα τολμήσω να πω κι εγώ την άποψή μου για τον διάλογο που άνοιξε, παρ’ όλο που γνωρίζω ότι αυτή είναι εντελώς μειοψηφική μιας και δεν επιθυμεί να συστρατευτεί ούτε πίσω από ισραηλινές σημαίες, ούτε πίσω από παλαιστινιακές, αλλά ούτε και να ενταχθεί σ’ ένα πασιφιστικό/φιλανθρωπικό πλαίσιο «ίσων αποστάσεων» που μοιάζει (ή δόλια παρουσιάζεται) ως η μοναδική εναλλακτική όταν κάποιος/α απορρίπτει τις δύο πρώτες επιλογές. Για να το πω αλλιώς, και θέλοντας να quote-άρω και να προβοκάρω τον πραγματικά αγαπητό και αξιότιμο συνομιλητή Curehead, αν…
…τότε εύλογα κι εγώ με τη σειρά μου μπορώ να ισχυριστώ πως, δεδομένων των ιστορικών συνθηκών που ζούμε (δηλαδή με την απουσία οποιονδήποτε μαζικών επαναστατικών ή αντι-αποικιακών αγώνων που υπήρχαν ας πούμε χοντρικά μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα), όποιος/α υποστηρίζει την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους (ιδίως κάτω από το πολιτικό πρόγραμμα της Χαμάς), δηλαδή ενός κράτους που άμεσα θα αναπαράξει όλους τους γνωστούς ταξικούς διαχωρισμούς που διέπουν ένα αστικό κράτος, που θα συνεργαστεί κανονικότατα και ομαλά με όλα τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη («καλά» και «κακά») και τις καπιταλιστικές τους επιχειρήσεις, που θα συγκροτήσει με πιο ξεκάθαρους όρους την (ήδη υπάρχουσα εδώ και πολλά χρόνια) παλαιστινιακή αστική τάξη κι εξουσία από τη μια και το παλαιστινιακό προλεταριάτο από την άλλη, αυτός λοιπόν εν γνώσει του υποστηρίζει τον καπιταλισμό, τον εθνικισμό, το κράτος, το κεφάλαιο και τη θρησκεία. Δεδομένου (ξανατονίζω) της ιστορικής πορείας όλων των κρατών που γεννήθηκαν μέσω των αντι-αποικιακών αγώνων του ’50-’60 που διέψευσε με οικτρό τρόπο τις προσδοκίες όλων των αριστερών των δυτικοευρωπαϊκών χωρών που (απογοητευμένοι από την επαναστατική πορεία των δικών τους κινημάτων) είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους σε κάποιους υποτιθέμενους «αδύναμους κρίκους» της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Αυτή είναι και η βασική μου αντίρρηση με όλες τις αντιιμπεριαλιστικές θεωρίες που όμως μπορεί ν’ αφεθεί στην άκρη για την ώρα αφού κανένας δεν το έθιξε μέχρι στιγμής και δε θέλω κι εγώ να φλυαρώ.
Φυσικά καταρχήν ο Γράκχος έχει δίκιο όταν εξηγεί πως
, μιας και αυτή η φρίκη και οι ανθρώπινες απώλειες που αναφέρει ο Quintom δεν είναι ουρανοκατέβατες, αλλά ακριβώς προεκτάσεις πολιτικών/κοινωνικών σχεδιασμών, σχέσεων, συσχετισμών κλπ. Αν κανείς θέλει να βάλει τέλος σ’ αυτήν την ανθρώπινη δυστυχία, δεν αρκεί η κατάδειξή της, ούτε η εξομάλυνση της πιο ακραίας εκδοχής της, αλλά η αντιμετώπιση των βασικών-πρωταρχικών αιτιών της. Αλλά εδώ σταματούν οι συμφωνίες μου με τον Γράκχο. Γιατί, για παράδειγμα, ποτέ δε θα μπορούσα να πορευθώ στην κοινωνική μου ζωή με μία τέτοια φράση για οδηγό:
Και δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό, γιατί αυτό που δηλώνει η παραπάνω φράση είναι το γνωστό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», κι αν ο σκοπός είναι «ιερός» τότε κάθε μέσο νομιμοποιείται αυτόματα. Στην προκειμένη εγώ διατηρώ τις αμφιβολίες μου και για τα μέσα, αλλά για τους σκοπούς.
Όσον αφορά τα μέσα: με βάση τις πληροφορίες μέχρι στιγμής (και με κάθε επιφύλαξη γιατί τα fake news, όπως σωστά παρατηρεί ο Γράκχος, κάνουν θραύση), την 7η Οκτώβρη οι στρατιώτες της Χαμάς θα μπορούσαν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γάζας, να γκρεμίσουν τα τείχη αυτής της υπαίθριας φυλακής, να καταλάβουν στρατιωτικές βάσεις, να σκοτώσουν ή να πάρουν ομήρους στρατιώτες, να υποχωρήσουν στη Γάζα και να επωφεληθούν από μία εντελώς αλλαγμένη ισορροπία δυνάμεων. Όλοι αυτοί οι στόχοι επιτεύχθηκαν και θα μπορούσαν από μόνοι τους ν’ αποτελέσουν μία στρατιωτική επιτυχία. Αλλά δεν αρκέστηκαν σε αυτό. Υπήρξαν φόνοι αμάχων (κι απ’ ό,τι φαίνεται και ατόμων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «εναλλακτική νεολαία» του Ισραήλ -τέλος πάντων, όχι φιλοπόλεμων εθνικιστών που συμμετείχαν σε κάποια εκδήλωση μίσους), απαγωγές/ομηρείες κλπ.
Τη δεκαετία του ’90 και του ‘00, πάλι, η ίδια οργάνωση (Χαμάς) είχε εγκαινιάσει κι έναν άλλο τρόπο «πάλης»: τις επιθέσεις αυτοκτονίας. Τυφλές, κατά αμάχων.
Και στις δύο περιπτώσεις αυτές οι τακτικές «δικαιολογούνταν» βάση μιας λογικής που έλεγε πως οι Παλαιστίνιοι (έτσι, γενικευτικά, δίχως να προσδιορίζεται αν μιλάμε για τους μαχητές της Χαμάς ή τους απλούς πολίτες) είναι απελπισμένοι. Πως καταφεύγουν εκεί γιατί έχει αποτύχει οποιοσδήποτε άλλος τρόπος δράσης, πως μιλάμε για μία τακτική που εκπορεύεται σχεδόν από ψυχολογικά/συναισθηματικά αίτια. Κι όμως, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε τις ενέργειες αυτές ως μια απλή και μη οργανωμένη, ατομική εκδήλωση οργής. Oι επιθέσεις αυτές αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού, τον οποίο δεν λαμβάνουν υπόψη τους όσοι τις υποστηρίζουν επικαλούμενοι μια ηθικίστικη λογική και την «απελπισία» των δραστών. Aντίθετα, μιλάμε για πράξεις που απαιτούν ψύχραιμους, μακροχρόνιους και «ψυχρούς» υπολογισμούς και σχεδιασμούς, οργάνωση, εκπαίδευση, πληροφόρηση, υλικές υποδομές, προπαγάνδα, οικονομικούς πόρους και φυσικά μια πολιτική ηγεσία που τις οργανώνει στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής.
Ακόμα κι αν όλα τα παραπάνω δεν ίσχυαν, και πάλι μιλάμε για έναν τρόπο δράσης με εντελώς αντιδραστική φύση, αφού βασίζεται πάνω στη λογική της «συλλογικής ευθύνης» την οποία οι εκφραστές της αποδίδουν στους Ισραηλινούς, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή ταξικής θέσης.
Πέρα απ’ αυτό, μιλάμε για ενέργειες που σαν άμεσο αποτέλεσμα έχουν τη δημιουργία ενός γενικού κλίματος φόβου σε όλα τα επίπεδα της ισραηλινής κοινωνίας (κι όχι π.χ. μόνο στα υψηλά στρατιωτικά/πολιτικά κλιμάκια), το οποίο ευνοεί την αναζήτηση προστασίας από το κράτος, περιχαρακώνει τους πληθυσμούς ακόμα περισσότερο στις εθνικές ταυτότητές τους, εκμηδενίζει οποιαδήποτε απόπειρα άρθρωσης διεθνιστικού/ταξικού λόγου κι από τις δύο μεριές και τελικά εντείνει τα κατασταλτικά μέτρα και τους μηχανισμούς τόσο απέναντι στους Παλαιστίνιους όσο και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας.
Και μιας κι έκανα λόγο για το «εσωτερικό» του παλαιστινιακού και ισραηλινού κοινωνικού σχηματισμού, ας εξηγήσω γιατί, πέρα από τα μέσα, δε με ελκύει καθόλου και ο σκοπός της Χαμάς (που, για να μην μπλέξουμε τα περί κοσμικού ή θρησκευτικού κράτους, φονταμενταλισμού κλπ. ας αρκεστούμε στο ότι θέλουν απλά ένα κράτος που θα λέγεται Παλαιστίνη).
Λοιπόν, όταν μιλάμε για Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς (ή Άραβες κι Εβραίους), συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους με την έννοια που τους έχουν δώσει η αραβική παλαιστινιακή εθνικιστική ιδεολογία από τη μία, και η σιωνιστική αντίστοιχη από την άλλη. Και οι δύο μιλάνε για δύο προαιώνιες, μονολιθικές, αυθύπαρκτες και διαχωρισμένες οντότητες· και οι δύο θεωρούνε τις κοινότητές τους συνεκτικές, ενιαίες και αδιαφοροποίητες με φυσικές (και όχι κατασκευασμένες) ταυτότητες. Κι επίσης σημαντικό, και οι δύο αφηγήσεις περιορίζονται στη σφαίρα των πολιτικο-στρατιωτικών συγκρούσεων, αφήνοντας σκοπίμως απ’ έξω το πεδίο της ταξικής πάλης και της καθημερινότητας.
Αντίστοιχα, αν μεταφερθούμε στο πώς αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των δικών μας αλληλέγγυων το συγκεκριμένο ζήτημα, θ’ αντιληφθούμε ότι κατά κανόνα γίνεται λόγος μόνο για ό,τι χωρίζει τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους. Oι Ισραηλινοί εργάτες αντιμετωπίζονται ως «εργατική αριστοκρατία» και οι Παλαιστίνιοι εργάτες ως «θύματα» που «ό,τι κι αν κάνουν είναι δικαιολογημένο». Tο «ό,τι κι αν κάνουν» φυσικά δεν αναφέρεται ποτέ στους αγώνες που δίνουν κατά καιρούς ενάντια στα παλαιστινιακά αφεντικά (ναι, υπάρχουν και τέτοια, στους τομείς του τουρισμού, της οικοδομής, της υγείας, της ψυχαγωγίας, των υπολογιστών κ.ά.), αλλά αποκλειστικά και μόνο στη σύγκρουσή τους με το Ισραήλ. Ακόμη, σπάνια θα ακούσει κανείς να διατυπώνεται κάποιο κάλεσμα αλληλεγγύης/αδελφοποίησης με τους Ισραηλινούς προλετάριους -αντίθετα, αυτοί μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι με τη «δική τους» αστική τάξη και αξίζουν να εξαφανιστούν μαζί με το κράτος «τους».
Παρ’ όλα αυτά, χαρακτηριστικά παραδείγματα προλεταριακής συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων που κατάφεραν να διαπεράσουν τις εθνικές γραμμές και να συναντηθούνε στο πεδίο της ταξικής πάλης υπήρξανε, παρ’ όλο που πολεμήθηκαν λυσσαλέα και πέρασαν σε μεγάλο βαθμό στη λήθη. Εντελώς επιγραμματικά, τέτοια παραδείγματα αποτελούνε η συνεργασία Αράβων και Εβραίων εργατών που απασχολούνταν στους σιδηροδρόμους στη διάρκεια του μεσοπολέμου (όταν η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό βρετανική εντολή), η κοινή απεργία Αράβων και Εβραίων οδηγών λεωφορείων το 1931, οι απόπειρες συνεργασίες μεταξύ της Ισραηλινής σοσιαλιστικής Matzpen και του Παλαιστινιακού Δημοκρατικού Μετώπου τη δεκαετία του ’60 (που σε κοινές διακηρύξεις τους υποστήριζαν τη λύση της «μετατροπής του Iσραήλ σε ένα κανονικό κράτος για ολόκληρο τον πληθυσμό του»), η κοινή απεργία Εβραίων και Αράβων εργατών της Tempo Beers το 2000, διάφορες γυναικείες οργανώσεις που συσπειρώνουν Ισραηλινές και Παλαιστίνιες φεμινίστριες, η εβραϊκή Kav La Oved (διάσπαση της Matzpen) που προσφέρει νομική βοήθεια τόσο σε Εβραίους όσο και σε Άραβες εργάτες (αλλά και σε μετανάστες από τρίτες χώρες), ειρηνιστές ακτιβιστές, Εβραίοι αναρχικοί που διατηρούν επαφές με παλαιστινιακές οργανώσεις και συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες για την οικοδόμηση του τείχους που χωρίζει τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη σε θύλακες, Ισραηλινοί αρνητές στράτευσης ή αντιρρησίες συνείδησης κ.ά. Ακόμη, η πολεμική οικονομία του κράτους του Iσραήλ σε νεοφιλελεύθερο φόντο (με τεράστιες επενδύσεις στην άμυνα, τον εποικισμό και την κατασκευή του τείχους και ταυτόχρονες περικοπές στο κοινωνικό κράτος) κατά καιρούς δημιουργούσε κινήματα ανέργων και αστέγων, (Εβραίων κυρίως) που αντιτίθονταν στην προτεραιότητα του εποικισμού και την επιθετική κατεύθυνση του ισραηλινού κράτους.
Από την «άλλη πλευρά» είναι σημαντικό να θυμηθούμε (για να καταλάβουμε πως κάτω από οποιαδήποτε θρησκευτική/φυλετική σύγκρουση τελικά κρύβεται ένας κοινωνικός/ταξικός πόλεμος που μαίνεται) ότι η τύχη των Παλαιστινίων εργατών δεν ήταν πιο ζηλευτή στα αραβικά κράτη που κατέφυγαν σαν πρόσφυγες. Παντού αποτέλεσαν μια φτηνή εργατική δύναμη, η οποία μπορούσε να εκδιωχθεί στην πρώτη κοινωνικο-οικονομική κρίση που θα εκδηλωνόταν («μαύρος Σεπτέμβρης» στην Ιορδανία το 1967, σφαγή του Τελ-αλ-Ζαατάρ στον Λίβανο το 1976, εκδίωξη των Παλαιστινίων από τα αραβικά κράτη του Κόλπου το ’91 με αφορμή τον Πόλεμο του Κόλπου κλπ.).
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της πρώτης «Ιντιφάντα» του 1987. Σ’ αντίθεση με τη δεύτερη Ιντιφάντα («Ιντιφάντα του Αλ-Ακσά» του 2000) στην οποία το πάνω χέρι είχαν οι ένοπλες πολιτικές οργανώσεις και ο βαθμός στρατιωτικοποίησης ήταν πιο έντονος από ποτέ («τυφλές» βομβιστικές επιθέσεις κλπ.), στην πρώτη Ιντιφάντα πρωταγωνιστής ήταν το παλαιστινιακό προλεταριάτο ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου. Το γεγονός ότι το κύριο όπλο αυτής της Ιντιφάντα ήταν οι πέτρες (ένα όπλο προσιτό σε όλους), καθώς και το γεγονός ότι ο αγώνας ενάντια στον ισραηλινό στρατό εκδηλωνόταν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, όπως οι πορείες, οι απεργίες κλπ., έδινε τη δυνατότητα ενεργούς συμμετοχής σε ευρεία στρώματα του παλαιστινιακού πληθυσμού. Στη δεύτερη Ιντιφάντα αυτό το σκηνικό ανατράπηκε τελείως καθώς το κύριο βάρος της σύγκρουσης ανέλαβαν οι ένοπλες ομάδες της Φατάχ και η στρατιωτική πτέρυγα της Χαμάς, οι οποίες επιχείρησαν (και κατάφεραν) να επαναφομοιώσουν τις τάσεις αμφισβήτησης της παλαιστινιακής αστικής τάξης που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα (αλλά και στην αρχή της δεύτερης όταν διαδηλωτές επιτέθηκαν με πέτρες ενάντια στην αστυνομία της ΕΠΑ που φρουρούσε τις διόδους πρόσβασης προς το Ισραήλ).
Μ’ όλα αυτά τα παραδείγματα θέλω να πω πως δεν είναι «άλλος» ο εθνικισμός του σιωνισμού και «άλλος» αυτός του παναραβισμού. Δεν υπάρχει «επεκτατικός» εθνικισμός και «μη-επεκτατικός» εθνικισμός. Ιδεολογικά τουλάχιστον, τόσο ο σιωνισμός όσο και το πολιτικό Ισλάμ (ως μετεξέλιξη του παναραβισμού) θέλουν να εξοντώσουν οι μεν τους δε, οι «καθαροί» τους «ξένους», οι «πιστοί» τους «αλλόθρησκους». Απλά το μέγεθος αυτής της επέκτασης και η υλικότητα αυτών των ιδεολογικών κορόνων εξαρτάται από την ισχύ του φορέα του εθνικού οράματος, κάτι που σε τελική ανάλυση εξαρτάται από το κατά πόσο οι προλετάριοι και οι προλετάριες συντάσσονται με τις προσταγές του κρατικού σχηματισμού «τους» και προσφέρουν ή όχι τα κορμιά τους για καύσιμη ύλη στον κινητήρα του καπιταλιστικού πολέμου. Η έξοδος από τη βαρβαρότητα αυτού του πολέμου (και της «ειρήνης» του) δε βρίσκεται πουθενά αλλού από ένα διεθνικιστικό, ταξικό κίνημα που θα αγκαλιάσει όλη τη Μέση Ανατολή και θα καταδείξει το παραμορφωτικό πρίσμα του εθνικισμού ως αυτό που είναι: μία ιστορικά συγκεκριμένη, αλλοτριωτική μορφή «επίλυσης» του κοινωνικού ζητήματος. Οτιδήποτε άλλο, όσο «ριζοσπαστικό» κι αν παρουσιάζεται δε θα καταλήγει παρά σε εθνικιστικές φλυαρίες που το μόνο που μπορούν να υποσχεθούν είναι η διαιώνιση της αλληλοσφαγής των προλετάριων.