Εγω βρισκομουν παντοτε σε αριστερους χωρους πολιτικα (οικογενεια, Πολυτεχνειο, και μετα ως ενηλικος και οχι φοιτητης πλεον), και οριακα ενιωθα πως επρεπε να νιωθει ντροπη καποιος αν πει κατι θετικο για την Ελλαδα (!) Να διευκρινισω εδω, πως δεν εχω καμια ενσυνειδητη εθνικη υπερηφανεια. Αναγνωριζω πληρως πως ο τοπος γεννησης μας και η χωρα στην οποια μεγαλωσαμε ειναι απλα μια τυχερη (ή ατυχη) ζαριά, και πως δεν ειναι γνωμονας για καποιο ατομο ή την ζωη του ή τον χαρακτηρα του, αν και υπαρχουν χιλιαδες στερεοτυπα τα οποια επαληθευονται διαρκως αλλα αυτο ειναι μια αλλη κουβεντα (και εγω δηλαδη ως Ελληνας εχω καποιες παθογενειες που εχουν πολλοι Ελληνες κ.ο.κ.).
Χαζομαρουλες, με το παρδον. Ο καθε τυχαιος πολιτης μιας χωρας δεν ειναι προσωπικα υπευθυνος για τα οποια σφαλματα ή εγκληματα μπορει να εχει κανει η χωρα του στο παρελθον ή τα κανει ακομα στο παρον. Και εν τελει η αληθεια ειναι λιγο πιο nuanced απο το “America Bad, Europe Good” που συνανταται παντου στην Ευρωπη ως λογικη και νοοτροπια. Αλλα τεσπα δε με ενδιαφερει και παρα πολυ μια τετοια κουβεντα, κυριως γιατι ειμαι απαισιοδοξος για την εκβαση της. Απλως εχοντας ζησει σε δυο χωρες ολη μου την ζωη οι οποιες βρισκονται στον “αντιποδα” για χαρη αυτης της κουβεντας, συνειδητοποιω οτι δεν υπαρχει καμια παγκοσμια ή γενικη αληθεια, και οι αποψεις, οι προθεσεις, και τα οποια πατριωτικα συναισθηματα καθε ανθρωπου μπορουν απλως να κρινονται σε καθε περιπτωση ξεχωριστα, χωρις τετοιες ισοπεδωσεις.
Κατα τα αλλα, συμφωνω 100% με την λογικη περι συνορων στην οποια εστιασε κι απο κατω ο τζονκυρ. Ολα τα συνορα, οι ταξεις, οι θρησκειες, οι ρατσες κτλ ειναι απλως τεχνητα εμποδια.
Να πετάμε έτσι απλά ένα “χαζομαρούλες” ξέρουμε, να διαβάσουμε όμως ένα κείμενο λίγο πιο προσεκτικά μπας και καταλάβουμε τι λέει, αυτό απ’ ό,τι μας φαίνεται μας δυσκολεύει ελαφρώς.
Προφανέστατα δεν κατηγόρησα τον κάθε απλό Αμερικάνο για ό,τι κάνει η κυβέρνησή του, αυτό που είπα είναι ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή, αποδεκτή, “καλή”, η κάθε δήλωση αμερικάνικου πατριωτισμού. Για τους λόγους που ανέφερα και ελπίζω να μη χρειαστεί να τους εξηγήσω ξανά.
Το άλλο κάντο “America Bad, Europe JUST AS FUCKING BAD” και είσαι μέσα.
Κατα τα αλλα, γιατι δηλαδη να μην εχω καταλαβει τι εγραψες και να σου εχω απαντησει αυτο που απαντησα? Οπως λες συγκεκριμενα οτι δεν ειναι παντα “αθωα” μια δηλωση πατριωτισμου απο εναν Αμερικανο, ετσι σου απανταω κι εγω πως το ιδιο ισχυει και για εναν Πολωνο, εναν Αγγλο, εναν Γαλλο, εναν Ελληνα και εν τελει οποιονδηποτε πολιτη οποιασδηποτε χωρας, για πολλους διαφορετικους λογους. Ενας Πολωνος μπορει να το λεει επειδη ειναι ναζι φασιστας, οπως ειναι μια τεραστια ποσοτητα των Πολωνων αυτην την στιγμη. Ενας Αγγλος μπορει να το λεει απο υπεροψια και αισθημα υπεροχης, την ιδια στιγμη που προερχεται απο την χωρα που εχει κανει τους περισσοτερους επεκτατικους πολεμους στην ιστορια της ανθρωποτητας. Τωρα οκ εσενα σου κανει τζιζ ο αμερικανικος πατριωτισμος.
Συμφωνω με το just as bad που εγραψες. Και δεν περιοριζομαστε μονο σε αυτες τις δυο περιοχες του κοσμου, που να παμε Μεση Ανατολη και Ασια, γινεται κι εκει ενας τρομακτικος χαμος.
Όλοι οι εθνικισμοί μου κάνουν τζιζ, μανμου. Όλοι όμως. Και αυτό που λένε οι Αμερικάνοι πατριωτισμό, δυστυχώς, είναι particularly close στον εθνικισμό. Again, για λόγους που έχω ήδη αναφέρει.
Φυσικά και Άγγλοι - Γάλλοι ακολουθούν σε όχι μεγάλη απόσταση, καθόλου τυχαία από χώρες που έχουν ρημάξει όλο τον πλανήτη ανά τους αιώνες (συμπεριλαμβανομένων της Ασίας και της Μέσης Ανατολής που λες γι’ αυτές τι ωραία που είναι εκεί - και ασφαλώς έτσι έχουν τα πράγματα). Γενικά εγώ, δεν ξέρω, θα ένιωθα λίγο ντροπή να δηλώσω π.χ. “περήφανος για την Αγγλία μου” αλλά τέλος πάντων. Btw το ότι “ακολουθούν” το λέω απλά και μόνο επειδή ο κόσμος εκεί έχει το “ελαφρυντικό” ότι οι χώρες αυτές δεν έχουν κάνει όσα οι ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνω, η θέση κάθε χώρας στον κόσμο παίζει ρόλο στο πώς μεταφράζεται η στάση των ανθρώπων της σχετικά με τέτοια θέματα. Τώρα η Πολωνία είναι λίγο πιο ιδιαίτερη περίπτωση και η κατάσταση εκεί πρέπει να έχει να κάνει και με την ιστορία της τον 20ό αιώνα, σύνθετη κουβέντα γενικά.
Αρχικά ξεχάσαμε τους Έλληνες που κυκλοφορούσαν με μπλούζα σημαία το ~2004. Μετά πήραμε ως δεδομένο πως στην Αμερική δεν υπάρχουν αριστεροί μη πατριώτες εθνικιστές, όπως υπάρχουν στην Ελλάδα. Πράγμα που δεν καταλαβαίνω γιατί συνέβη. Το μόνο που μπορώ να δεχτώ είναι πως είναι αισθητά λιγότεροι για διάφορους τοπικούς λόγους π.χ. McCarthyism στις ΗΠΑ και αντιθέτως διάφορα άλλα στην Ελλάδα.
Επειδή μια απ’τις ελάχιστες αριστερές εκφράσεις στην Αμερική στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού ήταν αντιπολεμική (λόγο πόλεμου στο Ιρακ), Τσόμσκι κλπ 100% υπάρχουν Αμερικανοί αριστεροί που δεν είναι περήφανοι για την πατρίδα τους κλπ. Μάλιστα προχθές μιλούσα με έναν ακροδεξιό Αμερικάνο που μου πέταξε κείμενο μπαρούφα blast from the past που έλεγε πως υπάρχει αυτό το αντι-ηγεμονικό αντι-Αμερικάνικο φαινόμενο στην Αμερική …και οι Σοβιετικοί, οι Κομμουνιστές και ο Γκραμσι είναι η πηγή του κακού που οδήγησε στον Τσομσκι, τον Μουρ κλπ.
Τώρα αν με τον αντι-Αμερικανισμό ως σημαία μπορεί ποτέ η αριστερά να πάει μπροστά στην Αμερική (ή και γενικότερα) είναι ένα άλλο ζήτημα. Γνώμη μου είναι πως η αριστερά θα πρέπει να διαφωνήσει ως προς το περιεχόμενο και να θελήσει να το κάνει π.χ. για την Αμερικανική επανάσταση κλπ αλλιώς δύσκολα θα κερδίσει ποτέ σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού.
Όσων αφορά τώρα την πηγή της συζήτησης δηλαδή τους Metallica εκεί μάλλον υπάρχει μια παρεξήγηση σχετικά με την αντι-συμβατικότητα της Metal μουσικής γενικότερα.
Δεν νομίζω ότι μεγαλώσαμε με την αντίληψη ότι πετσοκόβουμε όλο τον κόσμο. Εκτός αν πάρουμε σαν παράδειγμα κάτι παλιότερους δάσκαλους/δασκάλες στο δημοτικό που μπορεί να έλεγαν κάτι τέτοια παρεμφερή.
Εγώ νομίζω ότι μεγαλώσαμε με την αντίληψη ότι είμαστε βλαχοβαλκάνιοι και θα πρέπει να αντιγράψουμε τους μπολιτισμένους βορειοευρωπαίους για να σωθούμε. Ένας υφέρπων ρατσισμός ότι οι Νορβηγοί είναι ανώτεροι από τους Βούλγαρους.
εκεί μάλλον υπάρχει μια παρεξήγηση σχετικά με την αντι-συμβατικότητα της Metal μουσικής γενικότερα.
Δεν υπάρχει καμία αντισυμβατικότητα στο μέταλ και στο ροκ γενικότερα. Κάποτε πριν πολλά χρόνια υπήρχε. Τώρα έχει μεταλλαχτεί σε μια mainstream μουσική όπως όλες οι άλλες.
Σε άλλες δεκαετίες αν είχες και τίποτα πιο συντηρητικούς γονείς μπορεί να φοβόντουσαν αν άκουγες ροκ ότι θα γίνεις αλήτης, πρεζάκιας κτλ. Τώρα περισσότερες πιθανότητες έχεις να είσαι αλήτης αν ακούς Αργυρό παρά μέταλ.
Γενικά αυτή η φωτό που κυκλοφορεί πολύ στα σόσιαλ από το 2023 τα λέει όλα. Τι αντισυμβατικότητα να σου βγάλει ο φλωράκος της άνω φωτογραφίας; Αφού συμβαδίζει κι αυτός με το πνεύμα της εποχής.
Άτομα υποκινούμενα από το προσωπικό συμφέρον… Θυσίασαν τη μάνα τους και τον πατέρα τους, στην “πατρίδα” θα κόλλαγαν; Κατά τα άλλα, ο Μεταξάς έγινε ήρωας.
Αυτός που ισχυρίζεται ότι αγαπάει την πατρίδα του (συνήθως) δεν είναι φασίστας, κοιμισμένη συνείδηση έχει και αναμασάει χιλιοειπωμένα τσιτάτα. Από 'κει ξεκινάει το πρόβλημα, οι προδότες και οι δημαγωγοί πάντα θα παίζουν τον ρόλο τους και τα κορόιδα θα τσιμπάνε. Ο εχθρός της πατρίδας δεν είναι οι φασίστες, η αμάθεια και ο άνευ ουσίας κομπασμός του (Έλληνα) είναι.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους Αμερικάνους, πολλώ δε μάλλον που νομίζουν ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από εκεί. Νομίζω ότι κάποτε το πιστεύαμε κι εμείς για την Ελλαδίτσα –κάποιοι εξακολουθούν να το πιστεύουν…
Θα επιχειρήσω να σχολιάσω το συγκεκριμένο post. Συγχωρήστε μου την έκταση, αλλά είναι Αύγουστος κι είμαστε στο Ιδεολογικές συζητήσεις, αν δεν πλατειάσουμε εδώ πού θα πλατειάσουμε;
Ξεκινώντας από την πρώτη-πρώτη φράση, νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η άποψη που κατέθεσε ο Γράκχος όχι μόνο δεν προκάλεσε τις αντιδράσεις που ίσως περίμενε στο forum, αλλά δεν θα προκαλούσε αντιδράσεις γενικότερα. Είναι μία ευρέως διαδεδομένη κοινωνικά άποψη ότι ο «υγιής πατριωτισμός» (υποτίθεται ότι) συγκρούεται με τον εθνικισμό ή τον φασισμό. Μα… εδώ οι ίδιοι οι πιο εθνικιστές των εθνικιστών, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, είτε προέρχονται από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά είτε από τις πιο ακραίες εκδοχές της, επίσημα αν τους ρωτήσεις «πατριώτες» θα σου δηλώσουν. Ποιος θέλει τη «ρετσινιά» του φασίστα ή του ναζί; Μήπως με μία τέτοια ατζέντα δεν καθάρισε και η Ν.Δ. με τα από-τα-δεξιά της; Μήπως τέτοιες ρητορείες δεν ακούγαμε όταν έβαζε τους ναζί στη φυλακή; Ο «υγιής πατριωτισμός» ενάντια στις ακρότητες των μαχαιροβγαλτών που «δεν αγαπάνε πραγματικά την πατρίδα, αλλά της κάνουνε κακό». Αυτό το σημειώνω γιατί η φράση «οι εθνικιστές/φασίστες δεν αγαπάνε την πατρίδα» δεν έχει κάποια πραγματική νοηματική ή ιστορική βάση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί (και έχει χρησιμοποιηθεί) από… οποιονδήποτε πλειοδοτεί επάνω στην έννοια του πατριωτισμού. Ακόμα κι αν ο ίδιος είναι ο ορισμός του εθνικιστή!
Συνεχίζοντας: η βαθιά μου διαφωνία με το post του Γράκχου ξεκινά πρώτα-πρώτα ότι προϋποθέτει την ύπαρξη αυτού του πράγματος που λέγεται πατρίδα/έθνος, το παίρνει ως κάτι το δεδομένο δηλαδή, και κατόπιν απλά προσπαθεί ν’ αποδείξει ότι υπάρχουν κάποιοι γνήσιοι εκφραστές του και κάποιοι κίβδηλοι· ότι υπάρχουν «σωστοί» τρόποι να το αγαπάς και «λάθος». Αυτό είναι ένα «λάθος αφετηρίας» που λέμε. Αλλά επειδή εκεί ακριβώς βρίσκεται όλο το ζουμί, θέλω να βάλω μία άνω τελεία εδώ και να το αφήσω για το τέλος και ν’ ακολουθήσω το σκεπτικό του Γράκχου για λίγο ακόμα.
Ιστορικά, λοιπόν, φυσικά και δεν έχει αποδειχθεί ότι οι φασίστες/εθνικιστές δεν αγαπάνε την πατρίδα τους. Το αντίθετο μάλιστα -την αγαπάνε τόσο που δεν διστάζουν για χάρη της να καθαρίσουν και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της ώστε να τη φέρουν στα ίσα της! Μιλώντας λίγο πιο σοβαρά, αυτό που έχει αποδειχθεί (και συνεχίζει ν’ αποδεικνύεται) ιστορικά είναι ότι υπάρχουν διαφορετικές και αλληλο-συγκρουόμενες αντιλήψεις για το ποιο είναι το συμφέρον αυτής της πατρίδας, ποιοι ανήκουν σε αυτήν και ποιοι είναι οι εχθροί της. Και κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης, φυσικά, το ένα μέρος διεκδικεί κατ’ αποκλειστικότητα την έννοια του «πραγματικού πατριώτη» και κατονομάζει το άλλο ως «εθνικό προδότη».
Για παράδειγμα, «πραγματικοί πατριώτες» (όπως εξηγεί ο Γράκχος) ήταν οι αντάρτες στην Κατοχή και «προδότες» οι ντόπιοι συνεργάτες των ναζί. Μία άλλη αφήγηση, ωστόσο, χρεώνει ως «εθνική προδοσία» τη δράση των ίδιων αυτών αντάρτικών σωμάτων και ως «απόδειξη» καταδεικνύει συνήθως τα ακόλουθα: τον βίαιο τρόπο με τον οποίο διέλυαν άλλα (μη-κομμουνιστικά) αντιστασιακά σώματα που δεν επιθυμούσαν να υπαχθούν υπό τις εντολές τους (δημοκρατικών και αντι-βασιλικών κατευθύνσεων π.χ.)· την προσπάθεια «κατάλυσης» του νόμιμου πολιτεύματος ή δημιουργίας ανταγωνιστικών πολιτικών θεσμών απέναντι στην επίσημη ελληνική κυβέρνηση (και δεν εννοώ την κατοχική κυβέρνηση, αλλά την εξόριστη του Καΐρου)· τη σύμπλευση με τις εντολές άλλων, τρίτων χωρών στα εσωτερικά της πατρίδας «μας», χωρών μάλιστα που βρίσκονταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τους «φυσικούς μας συμμάχους»· τους αδιάκριτους φόνους συμπατριωτών αμάχων και, το κερασάκι στην τούρτα, τη σοβαρότατη κατηγορία και ρετσινιά για επιδίωξη δημιουργίας ενός μακεδονικού κράτους σε ελληνικά εδάφη -κάτι που γέννησε και την κατηγορία του «εαμοβούλγαρου» και, κατά την άποψή μου, αποτέλεσε και τον κύριο παράγοντα της βαθιά συντηρητικής και πατριωτικής στροφής του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου τα κατοπινά χρόνια. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες για το καθένα από αυτά τα ιστορικά επεισόδια, τα παρέθεσα για να δείξω πως το ποιος είναι «πραγματικός πατριώτης» δεν είναι κάτι το αυταπόδεικτο, ούτε τόσο προφανές όσο φαντάζει στην αφήγηση του Γράκχου. Αντίθετα, η ιστορία έχει δείξει πως αυτά τα πράγματα (το ποιος υπερασπίστηκε την πατρίδα και ποιος όχι· το ποιοι αξίζει να τιμώνται ως ήρωες και ποιοι όχι κλπ.) είναι αποκλειστικά και μόνο αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών. Για παράδειγμα, η αφήγηση του Γράκχου έκανε 30+ χρόνια για ν’ αναγνωριστεί επίσημα. Ακόμα και τότε, παρ’ όλα αυτά, κάποιοι αποκλείστηκαν από αυτήν την αναγνώριση, διατηρούν ακόμα τη ρετσινιά των «προδοτικών» ή «ύποπτων» στοιχείων και δεν τους έχει επιτραπεί μέχρι σήμερα να γυρίσουν στον τόπο τους και να διεκδικήσουν τις περιουσίες τους που κατασχέθηκαν από το ελληνικό κράτος. Ο λόγος; Μιλάνε άλλη γλώσσα, τόσο απλά. Το ότι πολέμησαν δίπλα-δίπλα σε άτομα που μετά από 30 χρόνια πήραν τα παράσημά τους, δεν αρκούσε για να τους εντάξει στην εθνική αφήγηση. Γιατί; Γιατί «πατρίδα», τελικά, σημαίνει πολλά-πολλά παραπάνω πράγματα από το αν πολέμησες κάποιους κατακτητές, τελικά. Θα επανέλθω σε αυτό αργότερα.
Συνεχίζοντας με τα ιστορικά παραδείγματα που ανέφερε ο Γράκχος, ήταν «προδότες» οι χουντικοί επειδή ανέτρεψαν τον νόμιμα εκλεγμένο ηγέτη ενός άλλου κράτους; Ή μήπως έδρασαν όντως στο όνομα της «πατρίδας» (ασχέτως αν δεν τους βγήκε κι έχασαν!) που έβλεπε ένα πολύτιμης αξίας οικόπεδο της Μεσογείου να κυβερνάται από έναν τύπο που αγνοούσε επιδεικτικά τις φωνές και τις διεργασίες για «ένωση με την πατρίδα», επέτρεπε στο εκεί κομμουνιστικό κόμμα να δρα νόμιμα και να εκπροσωπεί μία κοινωνική δύναμη του 45% (!) τη στιγμή που λίγα χρόνια πριν τα μέλη του συγκεκριμένου κόμματος εκτελούνταν ως προδότες κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο της Ε.Ο.Κ.Α. λόγω της άρνησης τους να προσχωρήσουν σε αυτόν και, τέλος, έκανε ανοίγματα (εν μέσω Ψυχρού Πολέμου) στην Ε.Σ.Σ.Δ. και ακολουθούσε τη γραμμή των «αδεσμεύτων»; Ποιοι έδρασαν, λοιπόν, για το «καλό της πατρίδας» και ποιος απειλούσε να τινάξει στον αέρα τα όσα με κόπο είχαν κατακτηθεί μέχρι τότε στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου; Και, αλήθεια, αν «πετύχαινε» το πραξικόπημα, η Κύπρος γινόταν «αμιγώς ελληνική» και πετιόταν στη θάλασσα το 18% του πληθυσμού της, θα λογίζονταν ως «προδότες» οι χουντικοί; Ή αποτιμούνται έτσι παρά μόνο επειδή χάσανε τον πόλεμο που προκάλεσαν;
Κι αν θέλουμε να πάμε ακόμα πιο πίσω στον χρόνο, πραγματικά αποκαλυπτικό είναι ένα άλλο, σχετικά ξεχασμένο πλέον, επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας -αυτό του Εθνικού Διχασμού. Μπορεί να φαντάζει πλέον πολύ μακρινή και «άνευ σημασίας» αυτή η βαθιά ρήξη που χαρακτήρισε τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό τότε (και ο μόνος λόγος γι’ αυτό είναι ότι σχετικά σύντομα «αντικαταστάθηκε» από το δίπολο «κομμουνιστής»/«εθνικόφρονας» που λίγο ή πολύ διατηρεί την αίγλη του μέχρι και σήμερα), αλλά αν μιλάμε με όρους «εθνικής προδοσίας» δεν γνωρίζω εάν υπάρχει άλλο πιο κραυγαλέο παράδειγμα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Εκεί, λοιπόν, που και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συνεργάστηκαν με ξένες δυνάμεις εις βάρος της «πατρίδας», ποιος ήταν ο προδότης και ποιος ο πατριώτης; Ο ένας παρέδωσε (κυριολεκτικά) Καβάλα, Δράμα και Σέρρες στη Βουλγαρία λόγω της γερμανόφιλης στάσης του (πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες εκτοπισμούς και θανάτους ελληνόφωνων που ζούσαν στην περιοχή), ο άλλος ανακήρυξε «νέα ελληνική κυβέρνηση» (!) με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και άφησε χαλαρά τους «συμμάχους μας» να βομβαρδίσουν λιγάκι την Αθήνα και να εισέλθουν τα στρατεύματά τους στην πόλη, μπας και πάρει ξανά τα ηνία της «παλιάς κυβέρνησης». Και οι δύο τάσεις (και δεν εννοώ, φυσικά, τα πρόσωπα αυτά καθ΄αυτά. Εννοώ τις κοινωνικές τάσεις που αυτά εκπροσωπούσαν. Αυτές που κάποια χρόνια μετά διαδήλωναν κατά χιλιάδες στην Αθήνα είτε ουρλιάζοντας «δεν-τα-θέ-λου-με! Δεν-τα-θέ-λου-με!» για τα εδάφη της Μικράς Ασίας, είτε πιο μετά απαιτούσαν να εκτελεστούν οι υπαίτιοι της καταστροφής ως προδότες, μιας και η Ελλάδα δεν μπορούσε να είχε ηττηθεί -απλούστατα είχε προδοθεί) παρουσιάζονταν και υποστήριζαν πως δρούσαν για το καλό της πατρίδας. Οι προδότες ήταν πάντα «οι άλλοι». Κι αν οι αντιστασιακοί του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. (όσοι τα κατάφεραν, τέλος πάντων) είχαν την τύχη ν’ αναγνωριστούνε κάποιες δεκαετίες πιο μετά και ν’ αποτινάξουν τη ρετσινιά του «προδότη», τι να πουν αυτοί οι άμοιροι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που καταδικάστηκαν κατά τη Δίκη των Έξι, εκτελέστηκαν και… τελικά αθωώθηκαν μετά θάνατον το 2010;
Τέλος πάντων, επανέρχομαι στο post του Γράκχου. Υποστηρίζεται αμέσως μετά πως ένας πατριώτης δεν μπορεί να μισεί τις πατρίδες άλλων, παρά μόνο να τις αγαπά και αυτές. Αφήνω κατά μέρος το αν αυτό έχει επαληθευτεί ιστορικά ποτέ ή αν, αντίθετα, μαθαίνουμε να δοξάζουμε ως ήρωες της πατρίδας αυτούς ακριβώς που σκότωσαν και σκοτώθηκαν για την πατρίδα αγωνιζόμενοι ενάντια σε πατρίδες άλλων. Αλλά ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι αυτό είναι μία κάποιου είδους σύγχυση, ένα μπέρδεμα, κι ότι έστω, το σωστό/ευκταίο θα ήταν (άσχετα αν συμβαίνει ή όχι) οι πατριώτες να αγαπάνε και τις πατρίδες άλλων.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, με ποιες νοηματικές ακροβασίες (γιατί περί αυτού πρόκειται) ταυτίζεται η πατριωτική ιδεολογία με τη διεθνιστική. Με ποιον ακριβώς τρόπο και σε ποιο ερμηνευτικό πλαίσιο «πατριώτης» σημαίνει ότι… αγαπάς όλες τις πατρίδες (σαν να λέμε ότι αν είσαι οπαδός του Ολυμπιακού, ρε παιδί μου, αυτόματα αγαπάς τους βάζελους γιατί πάνω απ’ όλα μας ενώνει, ρε παιδιά, η αγάπη για τον χουλιγκανισμό και καταλαβαίνουμε ο μεν τις ευαισθησίες και τις κοσμοθεωρίες του δε). Λοιπόν, αν θέλουμε οι συζητήσεις μας να έχουν κάποιο νόημα θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε και τη διάκριση μεταξύ ενός ρεαλιστικού κι ενός ανεδαφικού ισχυρισμού. Χρειαζόμαστε, με λίγα λόγια, μία γλώσσα που να μεταφέρει εύληπτα μηνύματα και όχι σύγχυση. Αντιλαμβάνομαι, φυσικά ότι αυτή η προσπάθειά για μία ακριβή νοηματοδότηση των λέξεων κάνει μερικές φορές το λόγο ξύλινο και γεμάτο επιθετικούς προσδιορισμούς, ωστόσο για να είμαστε κατανοητοί ο ένας στον άλλον πρέπει πρωτίστως να έχουμε ένα κοινό λεξιλόγιο. Αν «γάτα» σημαίνει για την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων γύρω μας «ζώο που ανήκει στην οικογένεια των αιλουροειδών», εγώ δεν μπορώ να γράφω «γάτα» και να εννοώ «μουσακάς». Φυσικά αυτό ισχύει αν θέλουμε να μας καταλαβαίνει και κάποιος πέρα από τον ίδιο μας τον εαυτό. Ας έχουμε στο νου μας ότι αν ωθήσεις τον σχετικισμό στα άκρα, η ίδια η θέση του αυτοαναιρείται. Αν όλα είναι σχετικά, μάλλον είναι σχετικό και το αν είναι σχετικά. Νοητικά είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς μια τέτοια συζήτηση.
Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, πως όχι, το να αποκαλείσαι πατριώτης φυσικά και δεν σημαίνει ότι αγαπάς όλες τις πατρίδες του κόσμου -αν είναι ποτέ δυνατόν! Πατριωτισμός σημαίνει αφοσίωση και αγάπη για τη δικιά σου πατρίδα, συμπόρευση με τους ανθρώπους που ανήκουν στην ίδια πατρίδα μ’ εσένα, αναγνώριση της ενεργητικής σου ένταξης σε μία συγκεκριμένη κοινότητα, την εθνική. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ξυπνάς και κοιμάσαι διακατεχόμενος από ένα σοβινιστικό μίσος για το πώς θα πάρεις πίσω την Πόλη, αλλά ότι όταν οι περιστάσεις θα το απαιτήσουν, η εθνική κοινότητα θα υπερέχει οποιασδήποτε άλλης, θα αποτελεί προτεραιότητα. Αναφέρεις, Γράκχε, ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους, όταν ολόκληρος ο 20ος αιώνας είναι βουτηγμένος μέσα σε εκατόμβες νεκρών από ανθρώπους που σύρθηκαν στα πεδία των μαχών -ο καθένας θεωρώντας ότι εκείνη τη στιγμή κάνει το καλύτερο για την πατρίδα του, κανένας ξυπνώντας από ένα ξαφνικό μίσος για την γείτονα χώρα του, κανένας θέλοντας να παίξει τον «κακό» της ιστορίας. Απλούστατα, όταν η πατρίδα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, όλες οι άλλες «αγάπες για τις άλλες πατρίδες» γίνονται γαργάρα, ακόμα κι απ’ όσους διακήρυτταν τέτοια πράγματα -και η ιστορία (μα και η καθημερινή ζωή) είναι αμείλικτη πάνω σε αυτό. Υπάρχει άραγε πιο τραγικό παράδειγμα από αυτό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου; Μιλάμε για μία εποχή με τα πιο μαζικά σοσιαλιστικά κόμματα που υπήρξαν ποτέ, στο κατώφλι των επαναστάσεων σε Ρωσία και Γερμανία και με τον διεθνισμό (τον πραγματικό, όχι όπως τον εννοεί ο Γράκχος) στα φόρτε του, κι όμως, περιχαρείς εργάτες, λαοθάλασσες, άνθρωποι που τα προηγούμενα χρόνια είχαν γράψει κάποιες από τις λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος σπεύδουν να καταταχθούν για να υπερασπιστούν ο καθένας τη δική του πατρίδα. Έκτοτε το ίδιο έργο παίζεται μ’ επιτυχία σε κάθε πολεμική σύρραξη: κάθε άλλος δεσμός (θρησκευτικός, πολιτικός ή ό,τι άλλο) καταρρέει όταν απαιτείται ν’ αποδειχθεί η πρωτοκαθεδρία των εθνικών δεσμών.
Προχωρώντας, θέλω να σχολιάσω και τον «αστερίσκο» του post του Γράκχου, τον οποίο εκλαμβάνω (και δεν νομίζω να παρεξηγώ κάτι) ως εξής: μιας και υπάρχουν «ισχυρότερα» και «ασθενέστερα» κράτη (από άποψη ανάπτυξης, Α.Ε.Π., υπεροπλίας κλπ.), θα έπρεπε να ζυγίζουμε αλλιώς τον πατριωτισμού του κάθε λαού. Ο πατριωτισμός των Αμερικάνων, για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να δικαιολογείται ή, τέλος πάντων, είναι κατακριτέος, προβληματικός ή ό,τι άλλο. Ο πατριωτισμός των Βιετναμέζων, από την άλλη, όχι μόνο δικαιολογείται, αλλά είναι και κάτι που θα έπρεπε ν’ αποτιμάμε θετικά. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο σκεπτικό εδράζεται σε τρία σημεία κατά τη γνώμη μου: πρώτον, αυτή η «διαβάθμιση» των κρατών σε «μεγάλα» και «μικρά», και ο ακόλουθος διαχωρισμός σε «καλούς»/«αμυντικούς» και «κακούς»/«επιθετικούς» πατριωτισμούς, είναι ένας τρόπος σκέψης που βραχυκυκλώνει και συχνά φέρνει (τουλάχιστον) σε αμηχανία όλους τους υπερασπιστές των «μικρών» κρατών ενάντια στις «υπερδυνάμεις». Ποιος θα ήθελε, άραγε, ανοιχτά και ξάστερα να υποστηρίξει τη «μικρούλα» Ουκρανία ενάντια στη «μεγάλη» Ρωσία, όταν ξέρει ότι η αυτή η «μικρούλα» έχει, όμως, χοντρές αμερικάνικες πλάτες από πίσω; Πόσο θερμά να υποστηρίξει κανείς το δίκαιο του ιρανικού πατριωτισμού ενάντια στην ισραηλινή επιθετικότητα; Θα έπρεπε τη δεκαετία του ’80 όλο το προοδευτικό κομμάτι της ανθρωπότητας να συνταχθεί με το αγώνα των Ταλιμπάν ενάντια στη σοβιετική εισβολή; Στην Κύπρο ποια ήταν η αμυνόμενη και ποια η επιτιθέμενη πλευρά τελικά; Ήταν νομιμοποιημένος ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του Κεμάλ ενάντια στα ελληνικά στρατεύματα στη Μικρά Ασία; Θέλω να πω ότι ναι μεν δεν έχουν όλες οι χώρες την ίδια «θέση» στον κόσμο, αλλά το να υπερασπιστείς το κάθε φορά «δίκαιο» του ενός πατριωτισμού ενάντια στον άλλον είναι κάτι που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και δεν είναι τόσο απλό όσο μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Δεύτερον, γενικότερα ο διαχωρισμός του πατριωτισμού σε «καλό»-«αμυνόμενο» και «κακό»-«επιθετικό», είναι κάτι το επίπλαστο. Ο πατριωτισμός δεν εμπεριέχει μία «απελευθερωτική» τάση που προηγείται και πρέπει να υποστηρίξουμε, η οποία «έπεται» από μία «καταπιεστική» που είναι κατακριτέα. Οι δύο «τάσεις» βρίσκονται σε απόλυτη συγχρονία και στενή διαπλοκή. Πρόκειται για μία συνύπαρξη που πραγματοποιείται συνήθως με ιδεολογική πρόταξη της «απελευθερωτικής» τάσης, αλλά με ουσιαστική κυριαρχία της «καταπιεστικής». Τη στιγμή που η πρώτη εμφανίζει την εθνική ιδεολογία με «θετικούς» όρους (αντίσταση, εξέγερση, αυτοδιάθεση), η δεύτερη ασκεί άμεση ή έμμεση βία που στοχεύει κατά κύριο λόγο στην εθνική ομογενοποίηση του εδάφους που διεκδικείται/«απελευθερώνεται». Χαρακτηριστικό παράδειγμα: όταν τα ελληνικά στίφη έμπαιναν στην Τριπολιτσά (κι αφού πρώτα είχαν αφήσει τους Αλβανούς μισθοφόρους και τους Οθωμανούς αξιωματούχους να αποχωρήσουν ανενόχλητοι εξαγοράζοντας τις ζωές τους), επιδόθηκαν σε μία σφαγή αμάχων άνευ προηγουμένου. Δεν εξοντώθηκε μόνο ο μουσουλμανικός πληθυσμός. Εξοντώθηκε και ο πολυπληθής εβραϊκός -χωρίς να υπάρχει κανένας (εμφανής) λόγος. Ο λόγος ήταν ακριβώς η ομογενοποίηση του απελευθερωμένου εδάφος. Η «τάση ολοκληρωτισμού» δίπλα-δίπλα στην «τάση ελευθερίας».
Τρίτον, εάν αποδεχτούμε το όλο πλαίσιο περί «υγιούς πατριωτισμού» που έθεσε αρχικά ο Γράκχος (εγώ δεν το δέχομαι, αλλά το χρησιμοποιώ τώρα για να εξηγήσω το σκεπτικό μου), το θεωρώ αρκετά αυθαίρετο να το αρνούμαστε ως αίσθημα που πηγάζει «φυσικά» κι «αυθόρμητα» από τη βάση της κοινωνίας -ανεξαρτήτως αν αυτή η κοινωνία ανήκει σε μία «αναπτυσσόμενη» ή μη χώρα. Οι Έλληνες, οι Ισραηλινοί ή οι Αμερικανοί δεν γίνονται πατριώτες επειδή λαμβάνουν υπόψη τη θέση της χώρας τους στον παγκόσμιο καταμερισμό δύναμης. Γίνονται πατριώτες επειδή όλοι εξίσου πηγαίνουν σχολείο, μαθαίνουν μία ιστορία (και όχι μια άλλη), βλέπουν συγκεκριμένες ταινίες, έχουν στις πλατείες τους συγκεκριμένα αγάλματα, ονοματίζουν τις οδούς τους με συγκεκριμένα τοπωνύμια, πηγαίνουν στρατό, ακούνε ιστορίες για ένδοξους προγόνους, μαθαίνουν ότι η χώρα τους απειλείται, δεν τους επιτρέπεται ποτέ να ξεχνάνε το 1821, το Ολοκαύτωμα ή την 11η Σεπτέμβρη αντίστοιχα κλπ. κλπ. Πώς «νομιμοποιούμε» το συναίσθημα των μεν και όχι των δε; Ειδικά όταν ξέρουμε (από την ίδια μας τη ζωή) ότι ο πατριωτισμός είναι ένα αίσθημα που καλλιεργείται, είναι κάτι που για τον έναν σημαίνει γλώσσα και θρησκεία, για τον άλλον το χωριό του και για τον τρίτο τα αγαπημένα του πρόσωπα. Δεν είναι μία λογική κατάληξη κάποιων ψυχρών κι αντικειμενικών νοηματικών υπολογισμών. Γι’ αυτό κι απαιτείται τόσος σκληρός αγώνας για να τον ξεριζώσεις από μέσα σου.
Κι αυτό μου δίνει την πάσα για να φτάσω επιτέλους στον πυρήνα της κριτικής μου στον Γράκχο. Που δεν είναι άλλος από αυτό που ανέφερα στην αρχή: στο post του η έννοια της πατρίδας/έθνους παρουσιάζεται ως κάτι το αυθύπαρκτο, το δεδομένο, με αποτέλεσμα οι επιλογές που μας μένουν να είναι απλά το πώς θα εκφράσουμε καλύτερα και πιο «σωστά» αυτά μας τα αντανακλαστικά. Κι όμως, παρότι έθνη και πατρίδες προφανώς και υπάρχουνε, δεν παύουν να αποτελούνε κοινωνικές κατασκευές και μάλιστα ιστορικά προσδιορισμένες. Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα που θα πρέπει να θέτουμε (ειδικά αν υποτίθεται δεν μας αρέσει αυτός ο κόσμος που ζούμε και προσπαθούμε για κάποιον καλύτερο), δεν είναι πώς θα υπηρετούμε καλύτερα αυτά τα ιδεώδη, αλλά ν’ αναρωτιόμαστε γιατί αυτά υπάρχουν, πώς γεννιούνται, σε τι εξυπηρετούν, να τα αποδομούμε κ.ο.κ. Αντιπαραβάλλοντας με μία άλλη πολύ διαδεδομένη κοινωνική κατασκευή, αυτήν της θρησκείας, κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την υλική της αποτύπωση ή την επιρροή της στις ζωές μιας μεγάλης πλειοψηφίας ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν τραγικό αν όσοι δεν αποδεχόμασταν την ύπαρξη ενός ανώτερου όντος, οδηγούμασταν σε μία λογική τύπου «για να δούμε, λοιπόν, ποιος είναι ο πιο ορθός τρόπος λατρείας: να κάνουμε προσηλυτισμό ή να σεβόμαστε το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας;» κλπ. κλπ. Είναι προφανές ότι αν έχεις καταλήξει εκεί έχεις χάσει από το οπτικό σου πεδίο μία ολόκληρη αντιπαράθεση, αυτήν της ριζικής αμφισβήτησης κι ερμηνείας τέτοιων ιδεολογιών.
Αν, λοιπόν, σκοπός μας είναι εκλογικεύουμε τον κόσμο γύρω μας και να μη ζούμε με μυθεύματα, η τοποθέτηση της ιδέας της πατρίδας μέσα στο ιστορικό-κοινωνικό της πλαίσιο (που δεν είναι άλλο από τον καπιταλιστικό κόσμο που αναδύθηκε ταυτόχρονα με τα έθνη-κράτη με τη μορφή που τα γνωρίζουμε και σήμερα), είναι ένα από τα πρωτεύοντα καθήκοντά μας -αυτό, και όχι να ψάχνουμε δικαιολογίες ώστε να διαιωνίζουμε τέτοιες αντιλήψεις, να τις εξωραΐζουμε ή (ακόμα χειρότερα) να ψαρεύουμε μέσα στα θολά νερά τους. Σαν ελάχιστη συνεισφορά σε αυτήν την προσπάθεια (γιατί η πραγματική κουβέντα εδώ ξεκινάει κι είναι ανεξάντλητη), θέλω ν’ αναπτύξω κάτι που ακροθιγώς ανέφερε ο ManosOrff (αν δεν κάνω λάθος) στο topic για τους Metallica.
Έχω παρατηρήσει ότι ενώ πολύς κόσμος (καλά, όχι και μιλιούνια) αποδέχεται ή, τέλος πάντων, μπορεί να κατανοήσει το πώς τα έθνη και οι πατρίδες είναι ιστορικά κατασκευάσματα, δεν υπήρχαν από πάντα κλπ. κλπ., «τσινάει» στο εξής: ότι παρ’ όλες αυτές τις κοινωνιολογικές αναλύσεις, δεν παύει η λέξη «πατρίδα» να χτυπάει σε μία ευαίσθητη φλέβα μέσα μας, σε κάτι πολύ-πολύ προσωπικό και βιωματικό που καμία σχέση δεν έχει με κράτη, ιστορίες κλπ. Να το πω αλλιώς: γι’ αυτούς «πατρίδα» δεν είναι το έδαφος της εθνικής επικράτειας, μα πρώτα και κύρια η γη που γεννήθηκαν, οι γειτονιές που μεγάλωσαν, η γλώσσα που τους έδωσε την ικανότητα να εκφράζουν ό,τι νιώθουν μέσα τους, οι κοντινοί τους άνθρωποι και οι αναμνήσεις αυτών κλπ. Ποιος δεν θα ήθελε να τα αγαπήσει ή να τα υπερασπίσει όλα αυτά -ένα κομμάτι του εαυτού του;
Είναι αλήθεια πως το κομμάτι της γης πάνω στο οποίο ζήσαμε τα χρόνια της νιότης μας, είναι στενά συνδεδεμένο με την ανάπτυξη των βαθύτερων συναισθημάτων μας -με τις εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας ειδικά να έχουν διαρκή επίδραση πάνω μας. Υπό αυτήν την έννοια η «πατρίδα» (με την έννοια του τόπου, πλέον) όντως παραμένει ένα κοινωνικό-συναισθηματικό πλαίσιο με το οποίο είμαστε εσωτερικά εξοικειωμένοι. Από πότε, όμως, αυτό το συναίσθημα ταυτίζεται με την «εθνική συνείδηση»; Η προέκταση αυτών των συναισθημάτων στις λογικές τους συνέπειες, κάλλιστα θα μπορούσε να οδηγήσει στην αγάπη για τη «μάνα γη», την πανανθρώπινη αδελφοσύνη, μία κοινή συνείδηση της ανθρωπότητας κλπ. (αυτό και όχι ο πατριωτισμός θα ήταν η λογική κατάληξη της γραμμή σκέψης του Γράκχου). Λοιπόν, είναι η εθνική ιδεολογία που παίρνει την κάθε προσωπική ιστορία, την κάθε ιδιαίτερη συναισθηματική ταύτιση, το κάθε ξεχωριστό βίωμα, την κάθε εντύπωση που αντλήσαμε από την ανεξάντλητη ποικιλία των παιδικών μας χρόνων, τους χίλιους δυο διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η καθεμιά μας αγάπησε, συγκρούστηκε, σημάδεψε και σημαδεύτηκε από τον στενότερο ή πιο διευρυμένο κύκλο γύρω της, για να τα εντάξει όλα αυτά βιαίως μέσα σε μία προκαθορισμένη φόρμα που αντικαθιστά κάθε αυθόρμητο και φυσικό δέσιμο στις προσωπικές μας σχέσεις με μια διατεταγμένη αγάπη για την πατρίδα. Γιατί αυτό είναι η «εθνική συνείδηση»: η βίαια συγκόλληση στοιχείων, συμπτώσεων και βιωμάτων χωρίς καμία εσωτερική σύνδεση κάτω από το αφηρημένο φαντασιακό του έθνους και της πατρίδας. Και για να το κλείνω, ας μην ξεχνάμε πως, στην τελική, το ότι «δενόμαστε» με τον τόπο που γεννηθήκαμε ή συνηθίσαμε μεγαλώνοντας, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συνδεθούμε συναισθηματικά με οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, την ομορφιά του οποίου θ’ ανακαλύψουμε στο μέλλον.
Υ.Γ. Τελευταίο και το βουλώνω. Είναι κρίμα (και άδικο) η κριτική στο έθνος να παρουσιάζεται ως ένα «αντιδραστικό αντανακλαστικό στα φασισταριά». Η κριτική στο έθνος διατυπώθηκε με τον πιο νηφάλιο, κρυστάλλινο και αδιάλλακτο τρόπο πολύ-πολύ πριν εμφανιστεί ο φασισμός ως κοινωνικό φαινόμενο. Δεν ήταν τίποτα άλλο από αυτήν την τρομερή βουή του «προλετάριοι, όλων των χωρών ενωθείτε!».
Αρχικά σχεδίαζα να απαντήσω με εξίσου ή περίπου εξίσου μακροσκελές κείμενο, καθότι άλλωστε έχουν τεθεί και ένα σωρό ζητήματα, είτε πραγματικά είτε σημειολογικά, τελικά όμως αποφάσισα να μην το κάνω. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, δεν είναι και ότι δεν έχω χρόνο να σκοτώσω. Ίσως απλά με κούρασαν - “στέγνωσαν” τα σεντόνια στο θρεντ των Metallica. Που μάλλον κακώς μπήκα στην όλη διαδικασία, θα μπορούσα να είχα εστιάσει την ενέργειά μου σε μια κουβέντα με πολύ περισσότερο βάθος και ουσία, όπως φαίνεται τούτη δω - αν ήξερα ότι θα άνοιγε εν πάση περιπτώσει. Βέβαια έπρεπε να το περιμένω ότι θα άνοιγε ή μάλλον ότι θα συνεχιζόταν, γιατί όταν έγραφα το δικό μου κείμενο, αν υπήρχε ένας συμφορουμίτης από τον οποίο περίμενα απάντηση, ήταν ακριβώς ο @Leper_Jesus. Anyway, bad luck.
The short version then:
Στην πραγματικότητα ο εχθρός και για τον Λέπερ και για μένα είναι ο ίδιος. Είναι ο εθνικισμός, ο φασισμός, σε τελική ανάλυση ο καπιταλισμός. Και οι δυο μας μισούμε την αστική εξουσία και όλα τα έμψυχα ή άψυχα εργαλεία της, που θα μας έστελναν (βασικά: απ’ ό,τι φαίνεται θα μας στείλουν, στο κοντινό ή λιγότερο κοντινό μέλλον) να σκοτώσουμε και να πεθάνουμε για την πατρίδα. Η βασική διαφορά μας, για όποιον δεν το έχει καταλάβει τέλος πάντων, είναι ότι ο μεν Λέπερ είναι αναρχικός (ή αντιεξουσιαστής, δεν θυμάμαι πώς ακριβώς αυτοπροσδιορίζεται, τέλος πάντων, ελπίζω να μην έχει θέμα), απ’ την άλλη εγώ είμαι μαρξιστής - λενινιστής, με μια λέξη κομμουνιστής (και κάθε μέρα της ζωής μου προσπαθώ όσο μπορώ να σταθώ αντάξιος αυτού του άκρως τιμητικού - για μένα - τίτλου, γιατί δεν είναι και εύκολο - αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα). Και η βασική αυτή διαφορά μεταφράζεται, σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο θέμα που έχουμε πιάσει και τα “γύρω - γύρω” του, σε δύο κρίσιμα σημεία τομής: α) εγώ πιστεύω ότι αυτή η αστική εξουσία την οποία μισούμε και οι δύο πρέπει να αντικατασταθεί από την εργατική εξουσία, ο δε Λέπερ από μια κατάσταση όπου δεν θα υπάρχει καθόλου εξουσία, κράτος, όλα αυτά, δεν είμαι και ειδικός στα του αναρχισμού να πω την αλήθεια αλλά θέλω να πιστεύω ότι κατανοώ τα βασικά, και β) ο Λέπερ σιχαίνεται επιπλέον την οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό που λέμε πατρίδα, πιθανολογώ επειδή οι αστοί (και πιο ειδικά εν προκειμένω οι εθνικιστές και οι φασίστες) την οικειοποιούνται, άρα κατ’ αυτόν εμείς που είμαστε απέναντι ταξικά δεν πρέπει καν να τη διεκδικούμε ιδεολογικά, ενώ εγώ πιστεύω ότι αυτό μπορεί να γίνει (το ιδεολογικό “αγκάλιασμα” της λέξης δηλαδή), με απαραίτητες προϋποθέσεις βέβαια ότι αφενός δεν ξεχνάμε ούτε στιγμή πως το βασικό ζητούμενο είναι η επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας, αφετέρου έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι πρώτα απ’ όλα είμαστε διεθνιστές, με άλλα λόγια δεν προέχει “το καλό της πατρίδας” αλλά το γενικό συμφέρον των λαών του κόσμου και κυρίως βέβαια της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Ξετυλίγοντας λοιπόν περαιτέρω αυτό το νήμα, το παραπάνω “α” συνεπάγεται ότι όταν αρχίσει η επαναστατική διαδικασία στην Ελλάδα (ναι - όταν, όχι αν) εγώ και ο Λέπερ είναι αρκετά πιθανό σε διάφορα σημεία της να βρεθούμε να πολεμάμε πλάι - πλάι (άλλωστε υπάρχουν και ιστορικά προηγούμενα) αλλά μάλλον ακόμα πιο πιθανό αυτό να μην κρατήσει πολύ, για την ακρίβεια μέχρι να φτάσει το όλο πράγμα στο “διά ταύτα”, δηλαδή με τι είδους κοινωνία θέλουμε να αντικαταστήσουμε τούτην εδώ την καπιταλιστική που κατά τ’ άλλα συμφωνούμε ότι δεν τη θέλουμε. Το δε “β” ότι ο Λέπερ, προδομένος απ’ αυτήν του την πλήρη και αδιαπραγμάτευτη άρνηση κάθε επίκλησης στην έννοια “πατρίδα”, πιθανότατα θα απωλέσει εθελοντικά την ευκαιρία να ενταχθεί στο ένοπλο κομμάτι της κοινωνίας που θα τη φέρει πανηγυρικά στην άρχουσα τάξη και αντί να στρέψει τα όπλα που αυτή του έδωσε εναντίον του “εχθρού της πατρίδας”, θα τα στρέψει ενάντια στην ίδια. Και το ειρωνικό σε αυτό είναι ότι λίγο πριν ο Λέπερ υποχωρήσει άδοξα στο παρασκήνιο της Ιστορίας (αν δεν πάθει κάτι χειρότερο) θα περνάει γενεές δεκατέσσερις τον Γράκχο που ξεσκεπάστηκε ως άλλος ένας άθλιος εθνοπατριώτης, ενώ στην πραγματικότητα η αγάπη του Γράκχου είναι για τον τόπο του, όπως ακριβώς το περιέγραψε και ο ίδιος ο Λέπερ, και όχι για μια αφηρημένη εθνοπατριωτική έννοια - απλά δεν έχει πρόβλημα όλο αυτό να το πει απλά “πατρίδα”, έχοντας κατανοήσει ότι η ίδια λέξη μπορεί να έχει εντελώς διαφορετικό νόημα για άτομα που προέρχονται από διαφορετική κοινωνική τάξη.
Άλλη “πατρίδα” έχει ο κεφαλαιοκράτης, άλλη “πατρίδα” έχει ο προλετάριος.
Γνωρίζεις και μπορείς να περιγράφεις και τις διαφωνίες μας επί του συγκεκριμένου, αλλά και γενικότερα. Οι συζητήσεις πάνω σε αυτές, ακόμα κι αν σε στιγμές αναπόφευκτα εκρήγνυνται λόγω των εκατέρωθεν φλογερών ταμπεραμέντων που θέλουν να δουν αυτόν τον κόσμο της αθλιότητας να καταρρέει, έχουν μια αξία. Μακάρι να γίνονταν συχνότερα κι από περισσότερα άτομα.
Ε μα σου είπα, τι να κάνω, την πάτησα με τους μαλάκες τους Metallica και όλες αυτές τις παπαριές ότι μέχρι το And Justice ήταν αντισυστημικοί και μετά “δεν κατάλαβες, δεν έγιναν ακριβώς συστημικοί” μπλαμπλαμπλά. Τα 'φτυσα κι εγώ, τι να πω.
Καλά δεν φταίει το τοπικ, η μπάντα φταίει που έχει γίνει τόσο μεγάλη ως όνομα που εξαναγκάζει κόσμο να κάνει ρεβιζιονισμό για κάθε κομμάτι της ιστορίας της αν χρειαστεί.