2009
ΑΥΤΟ | ΑΥΤΟ | ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ
The Best of the Rest
(25 in total)
Tier B
Ορμητική είσοδος στο προσκήνιο για τους Αμερικανούς cult metal ήρωες Argus, οι οποίοι για κάποιο λόγο κατηγοριοποιήθηκαν ως doom μπάντα - στην πραγματικότητα έπαιζαν τίγκα κλασικό μέταλλο, συχνά με επικές διαθέσεις, ΟΚ και με πιο βαριά/αργόσυρτα περάσματα αλλά και ποιος δεν έχει σ’ αυτόν τον χώρο. Anyway, το ομώνυμο αυτό άλμπουμ τους είναι πρακτικά τέλειο για ντεμπούτο, με μπαράζ ριφάρες - δισολιάρες από τις καλύτερες Maiden παραδόσεις και αγέρωχα, εξαιρετικά φωνητικά.
- Ava Inferi - Blood of Bacchus
Η μαγεία του πορτογαλικού fado σε metal πλαίσιο, part 1. Μετά την αποχώρησή του από τους Mayhem ο φίλτατος Rune ρίχνει πια όλο το βάρος στο πολύ διαφορετικό συγκρότημα που είχε με το έτερόν του ήμισυ, Carmen Simoes (φωνάρα η κυρία Blasphemer), και το αποτέλεσμα είναι θριαμβευτικό. Οι In the Woods συναντούν τους (παλιούς) Moonspell και το συγκινησιακό βάρος είναι αβάσταχτο, ιδίως σε κάτι Appeler les Loups και - κυρίως - Tempestade.
Πώς κατάφερε ένας Νορβηγός μέσα σε λίγα χρόνια να αφομοιώσει σε τέτοιο βαθμό μια τόσο διαφορετική μουσική κουλτούρα, είναι άξιο απορίας - και θαυμασμού…
Δεύτερος και δυστυχώς τελευταίος δίσκος γι’ αυτό το one-of-a-kind συγκρότημα, από τις μεγαλύτερες περιπτωσάρες του heavy metal των 00s. Οι Blackholicus δεν θύμιζαν τίποτα και κανέναν (μόνο με Slough Feg μπορούν να γίνουν κάποιοι παραλληλισμοί, κι αυτοί μάλλον καταχρηστικά), στο μικρόφωνο μια κοπελιά που τσίριζε πάνκικα, θέματα κλασικότροπα, προγκ κλπ, γενικώς δεν ξέρεις τι σε περιμένει σε κάθε στροφή. Το επόμενο συγκρότημα που πρέπει να ανακαλύψουν όσοι ψάχνουν το πρωτότυπο, το διαφορετικό στο ατσάλι τους.
- The Builders and the Butchers - Salvation is a Deep Dark Well
Επιλογή σχεδόν αυτοκτονική τούτη δω. Τόσα χρόνια απολαμβάνω να κοροϊδεύω τον χρήστη @hopeto για όλες αυτές τις βλαχοαμερικανιές που καταβροχθίζει τη μία μετά την άλλη, ήρθε η στιγμή να παραδεχτώ ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας δίσκος σε αυτό που λένε Americana ο οποίος αγγίζει και μένα. Oh well, η μισή ντροπή δική μου κι όλη μαζί δική του. Δεν ξέρω αν μπορεί καν να θεωρηθεί country τούτο δω, μάλλον όχι απ’ ό,τι έχω καταλάβει, περισσότερο folk αλλά με αμερικάνικο άρωμα ακούγεται στ’ αυτιά μου. Και είναι απίστευτο.
- Children - Hard Times Hangin’ at the End of the World
Από το “re-thrash” φαινόμενο των 00s ελάχιστοι κατάφεραν να αποδείξουν ότι ήταν κάτι παραπάνω από Antrax/Exodus κλώνοι και ότι άξιζε να ασχοληθούμε μαζί τους για πάνω από 10 λεπτά. Όπως πάντα βέβαια υπάρχουν και οι αδικημένοι. Π.χ. οι Νεοϋρκέζοι Children, ένα συγκρότημα που δεν θύμιζε thrash σε τίποτα. Ούτε το όνομα, ούτε το image, ούτε το εξώφυλλο, τίποτα. Είχαν όμως το μόνο πράγμα που (θα έπρεπε να) έχει σημασία: Τρομερές κομματάρες - πρωτότυπες, καταιγιστικές, χορταστικές.
- Forsaken - After the Fall
Άλλος ένας δίσκος από το καλύτερα κρυμμένο μυστικό του epic doom metal (γιατί ποιος θα σκεφτόταν να ψάξει στη Μάλτα) και στέκομαι πιστός στο ραντεβού. Ίσως ό,τι καλύτερο έφτιαξαν ποτέ μαζί με το Dominaeon, που ξέρω, δεν σας λέει κάτι αυτό αλλά θα έπρεπε, αλήτες. Με τους Solitude Aeturnus διαλυμένους και τους Candlemass να παίρνουν σιγά σιγά την κάτω βόλτα (sad but true), δεν έχετε και πολλές ανάλογα ποιοτικές επιλογές σ’ αυτόν τον χώρο. Τι ωραίο συγκρότημα ρε πούστη μου.
Η μαγεία του πορτογαλικού fado σε metal πλαίσιο, part 2. Όπως και στους προαναφερθέντες Ava Inferi, έτσι και στους - ακόμα πιο obscure - Hyubris τη διαφορά κάνει ο συνδυασμός ατμοσφαιρικών/οπερατικών ηχοτοπίων με αυτή τη χαρακτηριστική γλυκόπικρη γεύση της μουσικής παράδοσης της χώρας των θαλασσοπόρων. Φωνάρα και εδώ, από την δεσποινίδα Filipa Mato, ενώ την παράσταση κλέβει αυτή η απίθανη ασκομαντούρα που όσο κυλάει το άλμπουμ τόσο περισσότερο βάζει τη σφραγίδα της στα μουσικά τεκταινόμενα.
Οι αγαπημένοι Σουηδοί doomsters διένυαν σίγουρα την πιο γόνιμη περίοδό τους τότε, κυκλοφορώντας μέσα σε λίγα χρόνια μια σειερά δίσκους που ήταν πάντα σε υψηλότατο επίπεδο (ενώ, θυμίζω, Daniel και Crister παράλληλα έδιναν πόνο και με τους Ereb Altor). Επειδή όμως το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, έπρεπε να βρίσκουν συνεχώς καινούργιους τρόπους να κρατάνε το ενδιαφέρον, όπως στο Silent Ruins, όπου εισέρχονται μέχρι και σε doom/death χωράφια - και το κάνουν άψογα.
- Kultur Shock - Integration
Στα Βαλκάνια γεννήθηκα / Από το ψέμα βαρέθηκα / Τώρα δρόμους περπατώ / Την αλήθεια για να πω / Όπου πάω τραγουδάω / Ούτε κλαίω, ούτε γελάω / Όμως πάντα προσπαθώ / Την αλήθεια να σας πω. Όχι δεν είναι κάτι δικό μου, είναι αυτούσιοι στίχοι στο Balcchanalia, κομμάτι από το Integration των Kultur Shock που περιλαμβάνει επίσης στίχους στα Βουλγάρικα, Σερβοκροατικά και Τούρκικα. Πώς γίνεται να μη σε συγκινεί αυτή η μπάντα; Μουσικές για γλέντι, μουσικές για κηδεία, μουσικές των άκρων. Μουσικές βαλκανικές.
- Madder Mortem - Eight Ways
Όπως έχει συμβεί και με τόσες άλλες περιπτώσεις, ο (uderground πάντα) ντόρος γύρω από τους Madder Mortem το 2009 είχε πια παρέλθει, και μάλλον ανεπιστρεπτί. Τέλεια Τώρα μπορούμε να “αναμετρηθούμε” όπως πρέπει. Καλοί μου φίλοι, δεν σας ζητώ δεύτερο All Flesh is Grass ή Deadlands, μόνο να ξεπεράσετε το Desiderata. Μπορείτε; Είστε σίγουροι; Για να δω τα πειστήρια. Χμμμμ ΝΑΙ. Ειδικά στο Get that Monster out of Here (μετά από πολλούς άλλους ύμνους) δεν έχω πια καμία αμφιβολία. ΕΠΟΣ. Μπράβο ρε λεβέντες (και λεβέντισσα).
- My Dying Bride - For Lies I Sire
Αν έπρεπε να ονομάσω ένα συγκρότημα που η ποιότητά του είναι αντιστρόφως ανάλογη του hype που προκαλεί ο εκάστοτε καινούργιος δίσκος του, τους My Dying Bride θα έλεγα. Apparently, excellence is boring (!). Πρέπει να είσαι ήδη οπαδός για να ξέρεις ότι (και) στο For Lies I Sire οι αειθαλείς Άγγλοι παραδίδουν μαθήματα ατμοσφαιρικού doom/death metal, αλλιώς ούτε που έδωσες σημασία, τι αδικία… Και μόνο που ακούς ξανά, μετά από τόσα χρόνια, εκείνους τους ήχους από βιολί, κάτι σκιρτάει μέσα σου.
- Paradise Lost - Faith Divides Us, Death Unites Us
The lost Paradise Lost album (αχαχούχα) στην πορεία αποκατάστασης της σχέσης μου μαζί τους: Δεν ασχολήθηκα καν όταν βγήκε, μην αντέχοντας την προοπτική μίας ακόμα απογοήτευσης. Το άκουσα τρία χρόνια αργότερα, όταν έφυγε εκείνο το απωθημένο που λέγαμε, και εξεπλάγην ευχάριστα με την ποιότητα …του πρώτου μισού, από το As Horizons End μέχρι το ομότιτλο. Το ρίχνει λίγο* το δεύτερο μισό, η αλήθεια είναι, αλλά η δουλειά έχει γίνει ήδη.
*Λίγο είπα ε! Δεν είναι του πεταματού. Το Last Regret είναι σπουδαίο κομμάτι, μια χαρά και το Rise of Denial, αυτό το Living with Scars όμως τελείως cringe ρε…
Καλώς τα κριάρια. Μία από τις σημαντικότερες μπάντες για το εκ Σκανδιναβίας ορμώμενο ρεύμα αναβίωσης του κλασικού μέταλ, καθώς σε μεγάλο βαθμό του άνοιξαν τον δρόμο (μαζί με τους Wolf φυσικά), οι Σουηδοί Ram στο Lightbringer κατέθεσαν μάλλον τον καλύτερό τους δίσκο, γεμάτο Priest-ικό ατσάλι (με ολίγη από Mercyful Fate). Από στιχουργικό περιεχόμενο μόνο δεν το ‘χανε, βλ. Suomussalmi (ας τους πει κάποιος ότι οι Φινλανδοί “ήρωες” μετέπειτα συμμάχησαν με τον Χίτλερ…) που βέβαια κατά τ’ άλλα είναι μεγάλος ύμνος, τι να τους κάμω…
- Scythian - To Those Who Stand Against Us…
Τούτοι δω οι Λονδρέζοι τικάρουν όλα τα κουτιά μου σε ό,τι αφορά το ακραίο metal: α) συγκεντρώνουν τα καλύτερα στοιχεία από death, thrash, black, ακόμα και grindcore σε στιγμές, β) το κάνουν με χαρακτήρα και πρωτοτυπία, καταφέρνοντας να ακουστούν φρέσκοι, γ) δημιουργούν μια ατμόσφαιρα χάους χωρίς η μουσική τους να είναι χαοτική (και επίσης χωρίς να ακούγονται “βόθροι” - πολύ βασικό για μένα) και δ) εδώ έχουν γράψει ένα σωρό κομματάρες, με επιστέγασμα το επικό Kurgan Funeral Chant.
- Seventh Angel - The Dust of Years
This one is for the Doom Ladies @Silent_Winter / @OwlKitty. Τούτοι δω οι Άγγλοι είχαν βγάλει στα early 90s δύο εξαιρετικά άλμπουμ σε ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ, κατά βάση thrash αλλά με γενναίες δόσεις doom, κάτι που σπάνια έως ποτέ έχει ακουστεί. Κοντά 20 χρόνια μετά, στην πρόσκαιρη επιστροφή τους, αντιστρέφοντας τις παραμέτρους έπαιξαν κυρίως αργά ενώ και η “γαρνιτούρα” μεταφράζεται περισσότερο ως death παρά ως thrash. Όπως και να 'χει, διάολε, τι κομμάτια. Ειδικά εκείνο το φανταστικό Abelard and Heloise…
Η πιο υπέροχα απόκοσμη μπάντα στο μελωδικό doom (το ότι είναι ελληνική είναι το λιγότερο, αλλά εθνική περηφάνια ε) καταφέρνει το δεύτερο χτύπημά της και είναι εξίσου συντριπτικό με το πρώτο, κι ας είναι πολύ πιο σύντομο σε διάρκεια. Μέσα σε 21 λεπτά καταφέρνουν να “πουν” τόσα πολλά, να ξυπνήσουν τόσα συναισθήματα, να κάνουν τόσες ευαίσθητες χορδές μας να πάλλονται. Για άλλη μια φορά τι να πεις για τη φωνάρα της Τάνιας, τις συνθεσάρες του Μάνου, τις μαγικές πινελιές όπως εκείνα τα μεγαλοπρεπή πνευστά. Χίλια μπράβο ρε σεις.
Tier A
- Aherusia - And the Tides Shall Reveal the Traces
Αρχικά σκεφτόμουνα να γράψω το κείμενο για τους Aherusia υπό μορφή μαντινάδας (…) αλλά τελικά επικράτησε η σωφροσύνη και το γραφικόμετρο θα παραμείνει - για την ώρα - ασφαλές. Στο κάτω - κάτω οι ίδιοι στην πορεία απέδειξαν ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια μπάντα που “παίζει black metal με την κρητική λύρα σε ρόλο lead οργάνου” όπως τους είχα σχηματοποιήσει αρχικά, απλά δεν μπορώ να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, λόγω βιωμάτων ταυτιζόμουν - και ταυτίζομαι - σε βαθμό αηδίας με αυτό το (φαινομενικό) gimmick. Οι “πεπειραμένοι” γαμωσταυρέητορς μού βάζανε χέρι τότε, τι τους ακούς αυτούς τους Rotting Christ γ’ διαλογής κ.ο.κ., τίποτα εγώ, δεν χαμπάριαζα. Απλά έβαζα στο ριπίτ Lux Occulta και Methexis και ξαναπήγαινα στον έβδομο ουρανό με τις κοντυλιές του Αντώνη. Who would have thought “air lyra” could be a thing (ωχ, δεν τη γλιτώνει τελικά εκείνο το γραφικόμετρο…).
- Count Raven - Mammons War
Η μεγάλη επιστροφή των Σουηδών ηγετών του κλασικού doom metal είναι γεγονός, με έναν από τους καλύτερους reunion δίσκους όλων των εποχών και δεν παίρνω πίσω ούτε γράμμα απ’ αυτή τη δήλωση. Ο μεγάλος Fodde, (πάμε άλλη μια φορά) ένας από τους κορυφαίους metal κιθαρίστες έβερ και σίγουρα μέσα στους 2-3 τοπ του doom, σου αφήνει την αίσθηση ότι στη ζωή του έχει ακούσει α) Sabbath και β) διάφορα πράγματα από progressive rock, ίσως και μερικά soundtracks (όπως φαίνεται στο ομότιτλο του Mammons War ή στο Increasing Deserts). Αυτά! Απλή, απλούστατη η συνταγή του - σε κάθε κομμάτι ένα-δύο, άντε τρία Iommi-ικά riffs, ένα ή δύο τρο-με-ρά solos και κάποια τσαχπινιά με πλήκτρα (βλ. Scream, To Kill a Child κ.ά.) - αλλά δεν λαθεύει π-ο-τ-έ. Μόνο ανώτατη έμπνευση, μόνο κομματάρες, μόνο συγκίνηση ή πώρωση, μόνο doom, μόνο Dan motherfuckin’ Fodelius. ΟΥΓΚ
- Napalm Death - Time Waits For No Slave
Δεν υπάρχει αυτό που έχουν κάνει οι Napalm Death στον 21ο αιώνα. Έτσι είναι οι “βετεράνοι” ρε; Από το Enemy of the Music Business και μετά έχουν διαγράψει μια πορεία διαρκώς ανοδική, η οποία μάλιστα δεν δείχνει σημάδια επιβράδυνσης ή κούρασης. Κάθε καινούργιος δίσκος τους σου αφήνει την αίσθηση ότι είναι ακόμα καλύτερος από τον προηγούμενο, πιο πωρωτικός, πιο πλούσιος, πιο προκλητικός στο πώς συνδυάζουν το κλασικό τους grindcore με ενδιαφέρουσες πινελιές, πειραματισμούς, καινοτομίες οι οποίες εισάγονται με σοφό τρόπο, ώστε να μην υπονομεύεται ούτε στο ελάχιστο η απαράμιλλη ηχητική τους επίθεση και παράλληλα το ενδιαφέρον να διατηρείται αμείωτο από άλμπουμ σε άλμπουμ. Γι’ αυτό έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου ότι το grindcore δεν είναι θόρυβος “έτσι να διασκεδάσουμε ένα μισαωράκι”, για να το παίξεις στο ανώτατο επίπεδο πρέπει να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης. Όπως οι Napalm Death.
Και πείτε μου τώρα εσείς, όταν μια μπάντα από εκεί που δισκογραφούσε μια στις τόσες (για να ακριβολογύμε, η ακολουθία ήταν 1987 - 1989 - 2000 - 2008) ξαφνικά σπάει το μοτίβο και κυκλοφορεί δισκάρα μόλις έναν χρόνο μετά (από την προηγούμενη δισκάρα), τι ακριβώς πρέπει να υποθέσουμε; Αν εγώ βγάλω το συμπέρασμα ότι τα 8 χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ Collision Course και Electrify οι Paradox είχαν γράψει υλικό όχι για μία δισκάρα αλλά για κάμποσες (γιατί και το επόμενο δεν άργησε), θα είμαι ο περίεργος της υπόθεσης; Πάτε καλά μωρέ; Προσπαθείτε να με βγάλετε απ’ τα ρούχα μου; Ελάτε να σας φιλήσω ρε αλήτες. Πάλι με ξετινάξατε μ’ αυτόν τον συνδυασμό επιθετικότητας και μελωδικότητας που όμοιό του δεν βρίσκω σε άλλη thrash μπάντα, ούτε στη Γερμανία ούτε πουθενά. Λίγες παλιές μπάντες (από τα 80s δηλαδή) έχουν ανέβει στην εκτίμησή μου όσο οι Paradox.
- Protomen Act II: The Father of Death
Αφού λοιπόν την πατήσαμε με τις χρονολογίες του πρώτου Protomen (μεγάλο fail), ας εξιλεωθούμε μερικώς με την απόδοση του πρέποντος respect στον διάδοχό του, το Father of Death. Έναν δίσκο που δεν ξέρω αν είναι ανώτερος, ισάξιος ή υποδεέστερος του ντεμπούτου και υποψιάζομαι ότι δεν έχει και μεγάλη σημασία, γιατί η ουσία είναι ότι βάζει κι αυτός το λιθαράκι του στην αφήγηση της ιστορίας του Thomas Light και του Albert Wily. Να ξεκαθαριστεί δε, αν υποθέσουμε ότι χρειάζεται, ότι οι Protomen ΔΕΝ είναι μόνο για τους οπαδούς του Mega Man. Εγώ ας πούμε δεν έχω παίξει ποτέ το παιχνίδι, αλλά απολαμβάνω μια χαρά τη μουσική των Protomen. Είναι κλασική φάση rock opera, με την ιδιαιτερότητα της παραπομπής στην αισθητική των 80s, και όχι με κιτς τρόπο αλλά καλόγουστα, με πανέμορφες μελωδίες, εξαιρετικές ερμηνείες και σωστά πιασάρικη τραγουδοποιία.
- Spiritus Mortis - The God Behind the God
Σαν τον @ChrisP κι εγώ, ξέθαψα τούτο δω μετά από χρόνια και βασικά μούντζωνα τον εαυτό μου γι’ αυτό - το ότι δηλαδή χρειάστηκε να περάσει τόσος καιρός για να το ξαναβάλω να παίξει. Τι αρχοντική δισκάρα είναι αυτή! Κάνει την έκπληξη με το καλημέρα (για δίσκο με τραγουδιστή τον Albert, θα περίμενες αρχή full-on Reverend Bizarre) ανοίγοντας με το ισοπεδωτικό Man of Steel και στη συνέχεια απλά σε γλεντάει non-stop. Όποτε γουστάρει ρίχνει ταχύτητες, όποτε γουστάρει τις ξανανεβάζει, παντού παθιασμένες ερμηνείες και παιξίματα, ψαρωτικός όγκος, riffs και μελωδίες που έχουν τη στόφα του κλασικού, πραγματικά δεν θες και πολλά άλλα πράγματα στη ζωή σου. Δίσκος που ορίζει το κλασικό doom, γεφυρώνει το σήμερα με το ένδοξο χθες και παράλληλα δείχνει τον δρόμο προς το επιδοφόρα απελπισμένο αύριο, χωρίς να ακούγεται ούτε στιγμή “κουρασμένος” ή “παρωχημένος”.
- Ulcerate - Everything is Fire
Όπως θα εμπεδωθεί και τα επόμενα χρόνια, οι Ulcerate είναι πολύ, πάρα πολύ μπροστά σε ό,τι αφορά οποιαδήποτε παράμετρο του ακραίου ήχου. Έτσι, ήδη στο δεύτερο άλμπουμ τους έχουν γίνει masters στο να παίζουν με τον ακροατή και τις προσδοκίες του. Τρανό παράδειγμα το εναρκτήριο Drown Within, που μπαίνει δυσοίωνα αλλά απρόσμενα συγκρατημένα, σχεδόν εμβατηριακά, κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι τι θα γίνει τώρα, θα συνεχίσουν έτσι ή θα ακολουθήσει κάποιο ξέσπασμα; Και πότε; Εννοείται ότι τελικά το ξέσπασμα έρχεται, αλλά όταν το επιλέγουν εκείνοι και όχι όταν θέλεις ή το περιμένεις εσύ. Και αυτό το παιχνίδι γάτας - ποντικιού (το ποντίκι είσαι εσύ, αν δεν το κατάλαβες) συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του Everything is Fire, ενός δίσκου εντελώς κυριολεκτικού όσον αφορά το τι κάνει στα αυτιά σου και στην ψυχοσύνθεσή σου όταν κάνεις το “λάθος” να βάλεις να το ακούσεις.
Συνεχίζοντας λοιπόν αυτό που έλεγα πριν για το ρεύμα της thrash αναβίωσης: ΟΚ για ένα φεγγάρι είχε πλάκα αυτή η beer-and-white-sneakers nostalgia φάση, αλλά πολύ σύντομα (υπερβολικά σύντομα θα 'λεγε κανείς) έγινε εμφανές ότι για να μείνει κάτι λίγο πιο απτό, λίγο πιο ουσιαστικό, έπρεπε να βγει μπροστά κάποιος να δημιουργήσει μια καινούργια σχολή ώστε να κουβαλήσει το είδος προς το μέλλον - ή, τουλάχιστον, να μείνουν κάμποσα future classics από όλο αυτό το πράγμα, να πούμε ότι άξιζε τον κόπο. Τελικά έγινε πράξη το “τουλάχιστον” από τους Vektor, καθώς η υπόλοιπη σκηνή (με ελάχιστες εξαιρέσεις) αποδείχθηκε πλήρως ανάπηρη για να τους ακολουθήσει. It is what it is. Κρατάμε λοιπόν ό,τι μπορούμε, εν προκειμένω το βγαλμένο από επιστημονική φαντασία υπερτεχνικό thrash του Black Future, με τους Voivod-ισμούς του και τα υπόλοιπα κατορθώματά του, εν αναμονή των επόμενων επών.
Το 2009 οι πρωτοπόροι του NWOTHM Wolf συμπλήρωναν 10 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, έχοντας κυκλοφορήσει 4 δίσκους που ο ένας ήταν καλύτερος και πιο σαρωτικός από τον άλλον. Με έναν τρόπο έπρεπε να γιορταστεί αυτό, με κάτι σπέσιαλ. Το να μεταφραστεί αυτό στο magnum opus τους μάλλον παραήταν φιλόδοξο, το Ravenous δεν είναι τέτοιο. Τι θα λέγατε λοιπόν για ένα από τα καλύτερα έβερ τραγούδια τους, ή έστω ένα από τα απόλυτα riffs τους. Ναι! Αυτό ακριβώς έγινε εδώ. Speed On. Εύγλωττος τίτλος, χωρίς πολλά πολλά, και αυτό το riff ρε σεις… Αυτό το riff… Θέλω να βάλω τα κλάματα με το πόσο θεϊκό είναι. Όχι ότι σταματάνε εκεί τα highlights του Ravenous, κάθε άλλο, πάνε κι έρχονται τα modern heavy metal classics, ενώ σε κάποιες εκδόσεις περιλαμβάνεται και μία από τις αναπάντεχες διασκευές όλων των εποχών: Στο Alma Mater των Moonspell! Ποιος ήρθε; Κι όμως, γαμάει!
The Top 5
NUMBER FIVE
.............
Τη βδομάδα του 2004 οι Οld Season με το ντεμπούτο τους έμειναν οριακά εκτός πεντάδας, τώρα όμως τίποτα δεν γινόταν να τους στερήσει την ψήφο. Και η πλάκα είναι ότι το Archaic Creation δεν είναι απαραίτητα καλύτερο, απλά έπρεπε οπωσδήποτε να πλασαριστούν εδώ κάποια στιγμή οι λατρεμένοι Ιρλανδοί epic metallers και ήταν ουσιαστικά η τελευταία ευκαιρία: Το επόμενο άλμπουμ τους είναι αρκετά καλό, αλλά έχει μια κραυγαλέα έλλειψη - δεν τραγουδάει πια στους Old Season ο Frank Brennan, επίσης των Mourning Beloveth (γαμώτο πρέπει να ασχοληθώ και μ’ αυτούς κάποτε).
Και για να καταλάβει κανείς τη διαφορά μεταξύ του Frank και του κατά τ’ άλλα τίμιου John Bonham (δεν σας κάνω πλάκα, έτσι τον λένε τον σημερινό τραγουδιστή των Old Season) αρκεί να ακούσει το Beyond the Black του 2017 και αμέσως μετά τα δύο πρώτα τους, μεταξύ τους και αυτό εδώ: Δεν θα πω ότι ο Frank είναι όλα τα λεφτά, αλλά αυτή η χαρακτηριστική βαθιά, εκφραστική φωνή του ανεβάζει κάμποσα επίπεδα το έτσι κι αλλιώς φανταστικό υλικό της μπάντας, κάπου μεταξύ epic και doom, με έντονη παρουσία πλήκτρων αλλά χωρίς να ακούγονται ποτέ πομπώδεις ή βαρυφορτωμένοι, αντίθετα το feeling που βγαίνει είναι μιας περήφανης, μεγαλοπρεπούς μελαγχολίας. Κάπως σαν να στέκεσαι στο έρημο πια πεδίο της μάχης και να αναλογίζεσαι τι κέρδισες και τι έχασες.
Foul price that sees our freedom won…
NUMBER FOUR
.............
Άλλο ένα underground διαμάντι που παραμίλαγα τότε μαζί του την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι ασχολούνταν …με όλα αυτά τα γνωστά που έχουν αναφερθεί εδώ αυτή τη βδομάδα τέλος πάντων. Ανάποδος, μπορεί, αλλά αν δεν ακούσεις Manimal και το The Darkest Room μη βιαστείς να με κρίνεις. Πρέπει βέβαια να είσαι λάτρης του power metal για να μπορείς να νιώσεις.
Τότε θα εκτιμήσεις το εκλεκτικό μείγμα της μπάντας, που γεφυρώνει τα στυλ και των δύο πλευρών του Ατλαντικού (…ε ναι, φυσικά και είναι Σουηδοί, τι άλλο θα ήταν) και μάλιστα προσθέτοντας με έξυπνο τρόπο και κάποιες πιο “μοντέρνες” πινελιές, που κανονικά θα ακουγόταν τελείως μαλακία ένα τέτοιο αποτέλεσμα (δεν είμαι “ιδεολογικά” αντίθετος ε, εμπειρικά μιλάω), κι όμως οι Manimal το κάνουν να δουλεύει. Θα εκτιμήσεις τα σχετικά απλά αλλά πολύ αποτελεσματικά riffs, κυρίως σε mid tempo καταστάσεις, που υπηρετούν πάντα οτιδήποτε θέλει να πει το εκάστοτε κομμάτι και τίποτα περισσότερο. Θα εκτιμήσεις επίσης τις πλούσιες ενορχηστρώσεις, με ωραιότατα και πολύ μετρημένα πλήκτρα / πιάνα σε καίρια σημεία, να εμπλουτίζουν το άκουσμα.
Και, πάνω απ’ όλα, θα εκτιμήσεις την κα-τα-πλη-κτι-κή φωνή του Samuel Nyman - πεντακάθαρη, αρκούντως τσαμπουκαλεμένη όταν χρειάζεται και οργασμική όταν σημαδεύει τα αστέρια. Τι εύρος, τι εκφραστικότητα, τι πάθος - τι επικούς αοιδούς βγάζεις (ξανά και ξανά) μωρή Σουηδιάρα…
NUMBER THREE
.............
Σε μια χρονιά λοιπόν με τόσες φανταστικές doom δισκάρες για όλα τα γούστα, από παραδοσιακό μέχρι οριακά χεβιμεταλλάδικο, και από επικό μέχρι πειραματικό και ατμοσφαιρογοτθικό, ο τίτλος του doom δίσκου της χρονιάς και ενός από τους καλύτερους γενικώς πάει στους (drum roll) Σουηδούς Griftegård με τον πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα full-length δίσκο τους, το Solemn - Sacred - Severe. Υποπτεύεστε ήδη όσοι δεν τους έχετε ακούσει (οι συντριπτικά περισσότεροι, φοβάμαι) ότι κάτι έχουν κάνει σωστά, τι όμως;
Είναι αυτό που λέμε καμιά φορά αλλά είναι καλό να το λέμε ακόμα πιο συχνά για να μην το ξεχνάμε, γιατί είναι μεν αλήθεια ότι ισχύει λίγο - πολύ για κάθε είδος μουσικής αλλά τολμώ να πω ότι εν προκειμένω είναι ακόμα πιο κρίσιμο: Στο doom πάνω απ’ όλα μετράει το συναίσθημα και σ’ αυτό το κομμάτι κανείς-δεν-το-κάνει-όπως-οι-Griftegård. Κανείς ρε, κανείς. Όταν μιλάει το συναίσθημα στο doom οι τυπικές αναλύσεις πάνε περίπατο. Τι σημασία έχει που όλα τα riffs εδώ είναι απλά, απλούστατα, στο όριο του απλοϊκού - μέχρι και riff …μίας νότας είναι το κύριο σε ένα κομμάτι (το Punishment & Ordeal). Τι σημασία έχει που η κατά τ’ άλλα απαράβατη αρχή της ποικιλίας εκφραστικών εργαλείων εδώ έχει πάει διακοπές - με τη μοναδική εναλλαγή να είναι μεταξύ αργού και πολύ αργού. Και τι σημασία έχει που τα παραπάνω είναι θεωρητικά συνταγή καταστροφής όταν μιλάμε για κομμάτια που φτάνουν μέχρι και τα 11 λεπτά.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κάθε φράση του Thomas Eriksson ακούγεται σαν να είναι η τελευταία του, ότι κάθε γρατζουνιά των Ola Blomkvist / Per Broddesson είναι λες και γίνεται όχι σε κιθάρα αλλά στα ίδια τους τα σώψυχα. Είναι ότι οι Griftegård μεταδίδουν πόνο με μια αμεσότητα ανατριχιαστική, που θα μπορούσε να επαναστατικοποιήσει την doom μουσική - αν υπήρχαν και άλλοι σαν κι αυτούς.
NUMBER TWO
.............
Με τους Dropkick Murphys και τους Flogging Molly να έχουν εξαντλήσει, δυστυχώς, τα δημιουργικά τους αποθέματα (και τους Tossers και Real McKenzies να κρατάνε ακόμα μεν, αλλά να έχουν επιλέξει μια niche πορεία που αντικειμενικά δεν μπορεί να “σηκώσει” επεκτάσεις, άλλο αν στην περίπτωσή τους δεν πειράζει και πολύ), ποιος θα αναλάβει να πάει το folk punk στο επόμενο επίπεδο, στην επόμενη πίστα αν προτιμάτε; Ο κλήρος πέφτει στους Dreadnoughts, οι οποίοι στο δεύτερο άλμπουμ τους, Victory Square, επιχειρούν το μεγάλο τόλμημα (μάλλον τη μεγάλη αποκοτιά) και τους βγαίνει 100%: Κόβουν τον ομφάλιο λώρο με τις μουσικές της “μαμάς” Ιρλανδίας (Καναδοί είναι, απλά υποθέτω ότι κρατάνε από κει κι αυτοί) και κάνουν ένα επικό άνοιγμα σε μια σειρά άλλες παραδοσιακές μουσικές της Ευρώπης, από σλαβικές, ουγγρικές, άλλες κεντροευρωπαϊκές μέχρι εβραϊκές και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.
ΟΚ, δεν έχει φύγει τελείως το “celtic” feeling, ακόμα το συναντάμε εδώ, όπως π.χ. στο απίθανο Grace O’ Malley. Πόσο πιο γαμάτο είναι όμως που εδώ έχουμε και κομμάτια όπως το εκρηκτικό Samovar, που σε μεταφέρει νοερά στην επαναστατημένη Ρωσία του Μεσοπολέμου (Koba understood…); Ή όπως το διονυσιακό Skrigjaargen Polka, μια στιγμή πραγματικά αποκαλυπτική, που σε κάνει να δεις με άλλο μάτι μια μουσική που μέχρι πρότινος θεωρούσες βαρετή, ξενέρωτη κ.λπ.; Καλά, “διονυσιακό” είναι ούτως ή άλλως η λέξη - κλειδί εδώ. Η αμεσότητα, το νεύρο, η ένταση που βγάζουν οι Dreadnoughts σπάνια βρίσκονται αλλού, ακούστε το εισαγωγικό δίδυμο των Hottress και Ivanhoe και προσπαθείτε να μείνετε ακίνητοι - φύσει αδύνατον. Ή προσπαθήστε να αντισταθείτε στον τσαμπουκά του Boneyard και του Amsterdam - μάταιο. Ακόμα και το a cappella / pirate song Eliza Lee σε κάνει να θες να σηκωθείς και να τα σπάσεις! Και, εκτός όλων των άλλων, οι Dreadnoughts έχουν και την οξυδέρκεια να κλείσουν τον δίσκο όπως πρέπει: Μετά από όλο αυτό το ξέφρενο γλέντι, πάρε ένα ομότιτλο αργόσυρτο, ατμοσφαιρικό, βουτηγμένο στην πίκρα και στο δάκρυ.
Όταν ανακάλυψα τους Dreadnoughts το 2009 (τυχαία, από μια συλλογή με διάφορα folk punks) έλεγα “ω ρε φίλε, τι φλέβα χρυσού χτύπησα”. Ακόμα το λέω.
NUMBER ONE
.............
Όταν πήρα το παιχνίδι τελείως ζεστά (εντάξει, μήνες πίσω), κάποια στιγμή σκεφτόμουνα έτσι στα πρόχειρα - χωρίς να το πολυψάξω δηλαδή - άραγε ποιος δίσκος θα είναι το #1 μου την τάδε χρονιά, βδομάδες μετά, κι αν θα είναι αυτό που έχω στο μυαλό μου τώρα ή αυτό που είχα τότε ή κάτι άλλο που τώρα δεν μου 'ρχεται. Ε, μία από τις πιο σίγουρες χρονιές ήταν το 2009. Όταν σκέφτηκα αυτό, αυτόματα η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου ήταν "μα προφανώς και θα είναι το Axe to Fall των Converge".
Αυτό το παιχνίδι ενίοτε μας κάνει να παρασυρόμαστε από τον ενθουσιασμό μας και να λέμε μεγάλα λόγια. Πριν λίγο καιρό σε μια συζήτησή μας ο χρήστης Χοπέτος αναρωτήθηκε μήπως είναι λίγο too much όλη αυτή η αποθέωση που πέφτει από πολλούς και διάφορους, “είναι όντως ρεαλιστικό τόσοι δίσκοι να σου αλλάζουν τη ζωή;” κ.λπ. Σχεδόν αντανακλαστικά υπεραμύνθηκα αυτής της τάσης (επειδή κι εγώ έχω λερωμένη τη φωλιά μου, obviously), “εντάξει ρε συ, πάθος για τη μουσική είναι αυτό, υγιές είναι, δεν το επικρίνω” και τέτοια. Δεν κρύβω όμως ότι προβληματίστηκα λίγο. Μήπως στην προσπάθειά μας να δείξουμε πόσο αγαπάμε κάποια συγκροτήματα / κάποιους δίσκους τα εξωραΐζουμε σε έναν βαθμό; Θέλω να πιστεύω πως όχι.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα δηλώσω τώρα είμαι 101% βέβαιος ότι δεν είναι κανένας ενθουσιασμός που μου έχει πάρει τη μιλιά, κανένα πάθος που μου θολώνει την κρίση: Δεν υπάρχει πιο πωρωτικός τρόπος να ανοίξεις ένα άλμπουμ απ’ ό,τι με το Dark Horse. Και δεν υπάρχει πρώτη πλευρά δίσκου τόσο καταστροφική, ντελιριακή, πάρτα-όλα-στη-μάπα-ρε, όσο η πρώτη πλευρά του δίσκου, με τα ακολουθούντα Reap What You Sow, ομότιτλο, Effigy | ωραίο, σάπιο doomy διάλειμμα με Worms Will Feed, Rats Will Feast | Wishing Well και Damages. Απλά έτσι είναι, τι να κάνουμε τώρα. Κανείς δεν βαράει τόσο δολοφονικά όσο οι Converge.
Όπως επίσης κανείς δεν “κόβει” τόσο βαθιά όσο οι Converge, όπως κάνουν στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, που φυσικά έχει κι αυτή τις βόμβες διασποράς της αλλά μη γελιόμαστε, βασικά έχει αυτά τα Cruel Bloom και Wretched World εκεί στο τέλος. Είχατε δεν είχατε, πάλι κομμάτια μας κάνατε.
Αυτά, δεν νομίζω ότι μπορώ να προσθέσω κάτι. Οι Converge άνοιξαν τη δεκαετία με έναν από τους 10 κορυφαίους δίσκους της και την έκλεισαν με άλλον έναν από τους 10 κορυφαίους δίσκους της.
Εξώφυλλο της χρονιάς
Θα μπορούσε να είναι πολλά άλλα σ’ αυτή τη θέση, αλλά βασικά ρε συ @Lupin έλα λίγο και πες μου, δεν έχει κάτι από anime αυτό εδώ; Έτσι κάτι steampunk, κάτι σαν Μιγιαζάκι ξέρω γω;