1982
Α. Εκτός συναγωνισμού
Summary
Για τη δεύτερη συνεχόμενη ζωγραφιά της Λένας της Πλάτωνος, 13 τραγούδια με βάση την ποίηση του Καρυωτάκη, με κάλυψε επί της ουσίας η @Sh_Wo_f, οπότε εδώ θα ασκήσω αυτοσυγκράτηση και θα αναφερθώ μόνο σε μία ελληνική κυκλοφορία του '82, η οποία βέβαια συμβαίνει να κουβαλάει βαρύ συναισθηματικό φορτίο σε επίπεδο προσωπικής σύνδεσης, με μπόλικη νοσταλγία.
Δεν έχω ιδέα πότε πρωτάκουσα αυτό το άλμπουμ, το μόνο σίγουρο είναι ότι ήταν σε κασέτα που είχα βρει πιτσιρικάς στο πατρικό μου στο χωριό - δεν θυμάμαι καν αν ήταν του πατέρα μου ή της συχωρεμένης της μάνας μου, δεν έχει και σημασία όμως. Με την Φαραντούρη έχω μια ιδιότυπη σχέση αγάπης / μίσους, δεν θα τολμούσα ποτέ να την απορρίψω ως ερμηνεύτρια αλλά κάτι με αποτρέπει από το να μιλήσω γεμάτα επαινετικά για εκείνη. Όπως και να 'χει όμως εδώ όλο το ζουμί είναι οι θεϊκές συνθέσεις αυτού του τρομερού Τούρκου τραγουδοποιού, του Ζιλφί Λιβανελί. Έχουν σίγουρα αυτόν τον βαρύ ανατολίτικο αέρα, ταυτόχρονα όμως με κάποιον τρόπο μοιάζουν απελευθερωμένες από τις αυστηρότερες συμβάσεις της παράδοσης αυτής και σμίγουν - με δημιουργικό και όχι άγαρμπα τουριστικό τρόπο - με δυτικότροπες κατευθύνσεις. Και, βέβαια, σε συνδυασμό με τους στίχους του Κυρίου Προέδρου αυτοπροσώπως, διαμορφώνουν ένα κατάμαυρο μουσικό κλίμα που πραγματικά είναι απορίας άξιον πώς είχε αγγίξει σε τέτοιο βαθμό τον μικρό και άγουρο τότε Γράκχο.
Τούτη η στάχτη που τη σέρνει ο βοριάς… Λέιλιμ Λέι
Ήταν κάποτε τα φύλλα της καρδιάς… Λέιλιμ Λέι
Που τα μάρανε η μαύρη ξενιτιά… Λέιλιμ Λέι
Η αγάπη σου τα πήρε στη φωτιά… Λέιλιμ Λέι
Β. Το μεγάλο “what if”
Summary
Hot take: Συγκροτήματα όπως οι Diamond Head και οι Angel Witch δεν υστερούσαν καθόλου σε ταλέντο σε σχέση με ορισμένους ομογάλακτούς τους οι οποίοι ευτύχησαν να κάνουν μεγάλη καριέρα (Maiden, Saxon, Leppard), ίσα ίσα. Υποστηρίζω, και είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι ο μόνος, ότι τη χρονιά της NWOBHM έκρηξης, το 1980, οι καλύτεροι δίσκοι του είδους ήταν αυτοί που έβγαλαν οι δύο αναφερθέντες στην αρχή, πάνω από όλους τους άλλους, μετέπειτα αστέρες της σκληρής μουσικής. Ή, να σας το πω αλλιώς, αν πηγαίνατε στο LA τότε και ρωτούσατε τον Hetfield και τον Ulrich ποιο είναι το αγαπημένο τους αγγλικό συγκρότημα, ποιο νομίζετε ότι θα σας έλεγαν;; ΟΚ ίσως τους Motorhead, αλλά μετά; Ποιους θα λέγανε πρώτους;
Μα τότε γιατί ενώ οι άλλοι γεμίζανε στάδια, εκείνοι κάνανε μια τρύπα στο νερό και σύντομα διαλύθηκαν;
Είμαι λοιπόν της γνώμης ότι οι άλλοι πέτυχαν όχι απαραίτητα επειδή ήταν καλύτεροι σ’ αυτό που έκαναν ως συγκροτήματα καθαυτά, αλλά κυρίως επειδή είχαν συγκεντρώσει γύρω τους καλύτερες ομάδες. Επιτελεία, για να το θέσω πιο σωστά. Είναι τυχαίο που π.χ. οι Maiden από την αρχή σχεδόν είχαν τεθεί υπό την προστασία του δαιμόνιου Rod Smallwood και, από τον δεύτερο δίσκο και έπειτα, είχαν την τύχη να τους φτιάχνει τον ήχο ο ομολογουμένως κορυφαίος παραγωγός στην ιστορία του σκληρού ήχου, Martin Birch; Την ώρα που οι Diamond Head είχαν μπλέξει με τον κάθε άσχετο, από δισκογραφική και παραγωγή μέχρι management, και σε συνδυασμό με την κατανοητή αφέλεια που συνεπαγόταν το νεαρό της ηλικίας τους οδηγούνταν σε ένα μπαράζ λανθασμένων, για να μην πω αυτοκαταστροφικών αποφάσεων και επιλογών; Και αν, σε καθαρά υποθετικό σενάριο πάντα, οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί, βάζετε το χέρι στη φωτιά ότι δεν θα φτάναμε σήμερα να θεωρούνται οι Diamond Head το συγκρότημα - θρύλος του μέταλ και οι Maiden μια cult περίπτωση για τους μύστες;
Για να μην παρανοηθώ, διευκρινίζω ότι δεν λέω πως οι Diamond Head είναι ανώτεροι των Maiden ή των Saxon. Σε καμία περίπτωση. Άλλωστε στην αποτίμηση της αξίας ενός συγκροτήματος δεν μετράνε μόνο το ταλέντο και το potential αλλά και η συνέπεια, η προσφορά. Αυτό που λέω είναι ότι μουσικά είχαν όλα τα φόντα να γίνουν εξίσου μεγάλοι με τους Saxon, ίσως ακόμα και με τους Maiden, αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία. Και αυτός είναι ο λόγος που τους χρίζω ένα από τα μεγάλα “what if” στην ιστορία αυτής της μουσικής.
Case in point, ο διάδοχος του αψεγάδιαστου/αριστουργηματικού Lightning to the Nations: Το Borrowed Time. Ας προσπαθήσουμε να μεταφερθούμε νοερά στην εποχή που βγήκε. Έχεις βγάλει ένα ντεμπούτο που έκανε όλη τη σκηνή να παραμιλάει, χάρη σ’ αυτό υπέγραψες συμβόλαιο με δισκογραφική, ο μουσικός Τύπος σε έχει χρίσει νέους Ζέπελιν, όλος ο κόσμος είναι στα πόδια σου. Αν είχες τη σωστή δισκογραφική, τον σωστό παραγωγό, τον σωστό μάνατζερ (και όχι τη μάνα του Sean Harris, αν είναι δυνατόν - true story), θα φρόντιζες σίγουρα να πιάσεις το νήμα από εκεί που το άφησες στο Lightning και, εκμεταλλευόμενος τα σαφώς περισσότερα μέσα που είχες στη διάθεσή σου αυτή τη φορά, θα έφτιαχνες έναν δεύτερο δίσκο - άξιο διάδοχο, αν όχι και ακόμα καλύτερο/πιο δυνατό θα πω εγώ - γιατί το ταλέντο, ξαναλέω, υπήρχε σε αφθονία.
Αντ’ αυτού, τι έκανες;
- Έριξες το volume από το 11 στο 6-7 και αν (!). Από εκεί που στο ντεμπούτο ήσουν μέσα στην τσίτα και στην γκάβλα, τα καινούργια κομμάτια τα τίγκαρες στα πλήκτρα και σε νωχελικούς υποτίθεται-προγκ ρυθμούς, εν έτει 1982 τώρα. ΓΙΑΤΙ.
- Έβαλες μέσα στο καινούργιο album 5 καινούργια κομμάτια όλα κι όλα, και για τον υπόλοιπο διαθέσιμο βινυλιακό χώρο είχες τη φαεινή ιδέα να προσφέρεις στους οπαδούς σου, ξαναζεσταμένη σούπα, το Lightning και το Am I Evil, που σιγά μη βρεθεί κανείς να προτιμάει να τα ακούσει σε αυτές τις ηχογραφήσεις. ΓΙΑΤΙ.
- Και η αγανάκτηση μεγαλώνει ακόμα περισσότερο σε όποιον έχει τύχει να ακούσει την επανακυκλοφορία με bonus ακυκλοφόρητα της εποχής που αν έμπαιναν στον δίσκο, άνετα θα τον ανέβαζαν δυο και τρία επίπεδα, αν όχι σε συνολική ποιότητα, τουλάχιστον σε νεύρο και ένταση. ΓΙΑΤΙ.
Το Borrowed Time δεν είναι κακός δίσκος. Ούτε καν μέτριος. Στο τσακίρ κέφι το λέω μέχρι και δισκάρα - πιθανότατα γιατί είναι: Ο Tatley παραμένει μάστορας στα κιθαριστικά riffs/solos, γενικότερα στο γράψιμο γαμηστερής μουσικής, τα φωνητικά του Sean Harris παραμένουν ασύγκριτα εθιστικά και, συνολικά, η ποιότητα κάνει μπαμ ότι είναι εκεί. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένας δίσκος που αγαπώ και μισώ ταυτόχρονα. Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία, η αρχή του τέλους για το συγκρότημα που έπρεπε να έχει γράψει Ιστορία στο μέταλ αλλά τελικά κατέληξε μια υποσημείωση σε πολύ μεγαλύτερης κλίμακας ιστορίες.
Κρίμα και πάλι κρίμα.
Γ. Μια αναπληρωματική δεκάδα έτσι να βρίσκεται
Summary
Και που λέτε, μέρες αμφιταλαντευόμουν ποιο να βάλω εδώ πέρα, το δεύτερο Anvil ή το δεύτερο Demon. Δεν λέω ότι έχουν μεγάλη σχέση ηχητικά, απλά είχα καταλήξει στα υπόλοιπα και ήθελα να στρογγυλέψω την αναπληρωματική λίστα. Όπως λοιπόν έσπαγα την κεφάλα μου, παρατήρησα ότι κάμποσοι μνημονεύσατε - και με τα καλύτερα λόγια, όπως του αξίζει φυσικά - το Unexpected Guest. Και κάπως έτσι με βγάλατε από το αδιέξοδο - και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό: Εγώ θα γράψω για τους Anvil
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Ο ιδρυτής/κιθαρίστας/τραγουδιστής/τα πάντα των Anvil, ο Lips, είναι τρελός. Για δέσιμο ρε. Όποιος έχει δει την ταινία για τους Anvil ήδη κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Και να μην ξέρει κανείς τίποτα από τα γύρω - γύρω, όμως, το καταλαβαίνει ακούγοντας το Metal on Metal. Προσωπικά, ακούγοντας ειδικά το ομώνυμο, κάνω εικόνα στο μυαλό μου έναν αλλήθωρο που πριν μπει στο στούντιο έκανε και δυο-τρεις μυτιές (στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι παίζει να μην πήρε ποτέ ναρκωτικά - no need). Και η παλαβομάρα συνεχίζεται και στον υπόλοιπο δίσκο, π.χ. στο επιληπτικό Jackhammer, στο παροξυσμικό Heatsink, στην ούτε-τα-προσχήματα ρυθμική/μετρική random-ίλα του 666 (ήταν η Χρονιά Του ), στο επιπέδου Α’ Γυμνασίου (και από στίχους, και από επιδεξιότητα στην απόκρυψη της κλοπής του Crazy Train… ) Scenery κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση η ανωριμότητα δεν μπορεί να κρύψει το ταλέντο, όπως δείχνει και η απρόσμενη επικούρα του Mothra. Συνολικά, οι Anvil δεν θεωρούνται τυχαία συγκρότημα - σκαλοπάτι για να ολοκληρωθεί λίγο αργότερα η μετάβαση στο thrash metal. Ένα μάτσο τίμιοι ατσούμπαλοι που δεν γίνεται να μην τους συμπαθήσεις. Σεβασμός!
Την προηγούμενη βδομάδα κόπηκαν οριακά, αυτήν εδώ είχαν καπαρωμένη θέση από τα αποδυτήρια, καθότι το Self Destruction Blues (πιο αντιπροσωπευτικός τίτλος για τη hair metal σκηνή δεν έχει υπάρξει ποτέ) είναι αν όχι το καλύτερό τους album, σίγουρα μέσα στα δύο κορυφαία τους. Οι απίθανοι Φινλανδοί με βάση το Λονδίνο, που άλλαξαν σε μια νύχτα την αισθητική του LA όπως λέει ο θρύλος (όταν δηλαδή είδαν τις φωτογραφίες τους οι μέχρι τότε μαυροφορεμένοι της Sunset Strip), πέρα από το εξωφρενικό image είχαν να επιδείξουν τόνους glam/punk/hard rock attitude και κομματάρες μέχρι να σβήσει ο ήλιος. ΟΚ ιδιαίτερα heavy δεν ήταν αλλά το αναπλήρωναν και με το παραπάνω σε μαγκιά/αλητεία και έναν μοναδικό στα χρονικά συνδυασμό πουτανιάς και φινέτσας στην τραγουδοποιία, όπως δείχνουν κάτι Love’s an Injection, Cafe Avenue, Nothing New, Kill City, Desperados, Dead by X-Mas… Η απογείωση (όπως και η ανώμαλη προσγείωση) ερχόταν με τα χίλια.
Μισό να πάρω ένα χάπι, να μου περάσει ο ίλιγγος απ’ αυτή τη στροφή 180°. OK, το 'χω. Που λέτε χτες μια φίλη με ρώταγε “τελικά πώς φτάσαμε στο epic metal;”. Της έδωσα εννοείται τη σύντομη απάντηση (βρίσκεται πιο κάτω στο ίδιο ποστ), διάνθισα με κάτι μπλαμπλά περί αφομοίωσης επιρροών από τα 70ς (αποφεύγοντας πάντως να αναφέρω τη λέξη που αρχίζει από “Star” και τελειώνει σε “Gazer”, καθότι μου το ζήτησε η ίδια), άφησα μια αναφορά και σε ένα From the Fjords έτσι για το cult πρεστίζ, μέχρι και obscure νύξη στο πανάγνωστο αλλά φοβερό War of the Ring single των Βρετανών Arc από το '81 πέταξα, για το προφεσοριλίκι.
Αυτό που ξέχασα να της πω ήταν ότι το αφήγημα της γέννησης του επικού μέταλ δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο χωρίς να υπάρχουν εκεί μέσα και οι Heavy Load, οι οποίοι προϋπήρχαν όλων των θρυλικών epic συγκροτημάτων της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, μηδενός εξαιρουμένου. Ίσως είναι επειδή οι Σουηδοί συνήθως λογίζονται κλασικομεταλλάδες και όχι αμιγώς επικοί. Και πράγματι, ξεκίνησαν στα 70ς με ένα μάλλον αδιάφορο ντεμπούτο, με τυπικό hard rock της εποχής, αν εξαιρέσεις το τελευταίο κομμάτι, το Son of the Northern Light, που είχε κάπως μεγαλύτερο ενδιαφέρον και με λίγη φαντασία προμήνυε τι θα ακολουθουσε: Δηλαδή τη δραματική βελτίωση στο Metal Conquest EP (με το Heathens from the North να κλέβει την παράσταση), για να φτάσουμε στο Death or Glory όπου η ραγκναρόπιτα έδεσε για τα καλά και τι να σας πω, εσείς αν δεν θέλετε μην το βάζετε στο epic metal, για μένα θα είναι πάντα οι Ευρωπαίοι Manowar. Μη μένετε στο Heavy Metal Angels (που βέβαια υπάρχει λόγος που το ξέρουν και οι πέτρες σήμερα), όλος ο δίσκος είναι μες στην γκάβλα λέμε.
Καιρός ήταν να τιμηθούν και οι Kiss. Όχι ότι έχω κάποιο πρόβλημα με αυτά που έκαναν στα 70ς, ίσα ίσα που μ’ αρέσουν σχεδόν όλα και μάλιστα πολύ, απλά η προτίμησή μου είναι στο Creatures of the Night, ίσως το πιο heavy album τους, με τραγουδάρες όπως το ομώνυμο, το Danger, το Killer, το War Machine κ.ο.κ. Το αστείο είναι ότι εδώ για πρώτη φορά δεν έχει τον ημίθεο της κιθάρας Ace Frehley, αλλά κατ’ εμέ ο Vinnie Vincent αποδείχθηκε άξιος αντικαταστάτης, για να μην αναφέρουμε και τους διάφορους guests που έβαλαν τις δικές τους πινελιές με εξαίσια σολίδια, ειδικά στο εναρκτήριο Creatures. Αυτά γενικά, για τους Kiss πάντα είναι λίγο δύσκολο να μιλάς και να γεμίζει το στόμα σου, ας είναι καλά ο ακραίος κυνισμός του Simmons που έκανε ανοιχτά λόγο για εμπορικό προϊόν όταν μιλούσε για το συγκρότημα. Όποιος τώρα θέλει εκτίμηση σε αστική ειλικρίνεια καλύτερα να ψάξει αλλού, παρ’ όλα αυτά ένα συγκρότημα δεν χρειάζεται να το σέβεσαι για να γουστάρεις τη μουσική του και οι Kiss είναι πολύ χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση για μένα, αν και δεν είναι η μόνη - see also next week’s list.
Το καλύτερο συγκρότημα που δεν ξέρει ούτε η μάνα του(ς), οι Legend από το Jersey, το παλιό, όχι το νέο, έναν χρόνο μετά το ομότιτλο ντεμπούτο τους με κάποιον τρόπο κατάφεραν να βγάλουν ακόμα πιο συγκλονιστικό δίσκο. Δεν έχει ούτε τώρα νόημα να παραθέσω highlights, θα έπρεπε να γράψω όλη την tracklist - ο δίσκος δεν κάνει κοιλιά ούτε στιγμή, μιλάμε για ατόφιο δεκάρι. Ξανά σάπια η παραγωγή αλλά ποιος χέστηκε, και πάλι καταφέρνουν να ακουστούν heavy αλλά με ένα εντελώς προσωπικό στυλ, βγάζοντας απαράμιλλο λυρισμό, μεταπηδώντας εντελώς αβίαστα από cool-as-fuck blues rock στιγμές σε βρετανικό ατσάλι, εναλλάσσοντας με αριστοτεχνικό τρόπο γκρούβες και speed-ιές, και, κυρίως, επιδεικνύοντας τρομερή άνεση στην τραγουδοποιία, με συνθέσεις απέριττες αλλά πάντα πανέξυπνες και εθιστικά απολαυστικές. Ρε σεις, ειλικρινά, κάντε τη χάρη στον εαυτό σας, οι λάτρεις του βρετανικού μέταλ - και όχι μόνο - και ανακαλύψτε αυτό το υπέροχο συγκρότημα.
Αυτόν τον καιρό έχω ξεθάψει για τα καλά την 80ς δισκογραφία των Loudness και μου έχουν πετάξει τα μάτια όξω με το πόσο μπαντάρα ήταν - κυριολεκτικά κάθε δίσκος τους διεκδικεί με αξιώσεις θέση στη λίστα με τα καλύτερα κάθε χρονιάς, όσο σκληρός κι αν είναι ο διεθνής ανταγωνισμός. Στο μέταλ των 80ς (καλά, όχι μόνο στα 80ς, απλά επειδή αυτή την περίοδο εξετάζουμε την επίμαχη δεκαετία) υπάρχουν ένα σωρό συγκροτήματα που θεωρούνται αδικημένα και έχουν διατυπωθεί από μάχιμες cult/obscure stuff loving διαδικτυακές και μη κοινότητες διάφορες θεωρίες περί του τι έφταιξε γι’ αυτό σε σχέση με το καθένα απ’ αυτά. Συνήθως το πράγμα μπλέκει και άκρη δεν βγαίνει γιατί πέφτουμε σε αντιφάσεις κλπ, για τους Loudness πάντως το πράγμα είναι πολύ απλό: Τραγουδούσαν στα γιαπωνέζικα. Έλα ρε, το ξεπετάξαμε; Και η υποτιθέμενη εμμονή της Δύσης με την εξωτική Άπω Ανατολή; Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι, είναι γεγονός, ανέκαθεν γούσταραν να βάζουν λίγη Ιαπωνία στη ζωή τους, αυτό όμως ουδέποτε ήταν αρκετό για να εμποδίσει τον ενδόμυχο ρατσισμό τους απέναντι σε καθετί ασιατικής κ.ά. προέλευσης να βγει, αργά ή γρήγορα, στην επιφάνεια. Δεν έχει σημασία. Αν σας φαίνονται αστεία τα γιαπωνέζικα, είτε γενικά είτε “ε στο μέταλ εννοώ μωρέ”, μη σώσετε. Ο unsung hero της ηλεκτρικής κιθάρας Ακίρα Τακασάκι και η παρέα/συμμορία του δεν έχουν ανάγκη από συγκαταβατικές “έλα μωρέ για σχιστομάτηδες καλοί είναι” “γενναιοδωρίες”.
Εξομολόγηση αμαρτιών: Αυτός ο δίσκος παρ’ ολίγον δεν θα έκανε την εμφάνισή του σε τούτη τη λίστα. Ε, ντάξει, πολλοί Motorhead πλακώσανε αυτά τα χρόνια, θα είναι σίγουρα και στη λίστα της επόμενης βδομάδας (cheers @Curehead), δεν πειράζει μια χρονιά να κάτσουν πάγκο, κάτι τέτοια περίεργα με περιτριγύριζαν ως σκέψεις. Μου την πέσανε στον ύπνο μου όμως τα φαντάσματα και των τριών τους και με κάνανε τόπι στο ξύλο, ρε. “Τελευταίος δίσκος και με τους τρεις μας και δε θα πεις ούτε κουβέντα μωρή τζιγκολελέτα;” να μου ουρλιάζει στο ένα αυτί ο Λέμι, “τελευταίος Motorhead δίσκος μου και στο κλάσιμο ρε γαμημένε;” να μου ωρύεται στο άλλο αυτί ο Φαστ Έντι, και την ίδια ώρα ο Φίλθι Άνιμαλ να μου καίει τσιγάρα στο στομάχι. Και μέσα σ’ όλο αυτό το μαρτύριο να μου διαπερνάει το μυαλό το ω-θεοί ριφ του Bang to Rights και να γίνεται μια φάση pain-and-pleasure, πουτάνα όλα. Ξυπνάω κάθιδρος και συμμορφώνομαι πάραυτα, μ’ αυτά δεν παίζουνε. Βάλτο κι ας μη φτάνει σε επίπεδο ούτε τα προηγούμενα ούτε τα επόμενα. Motorhead αφού.
Αφού βάλαμε ήδη τα αδικημένα παιδιά ενός κατώτερου μέταλ θεού, ε, ας βάλουμε τώρα και την Άρια Φυλή του μέταλ, έτσι για το mindfuck. Άλλωστε με κάθε αφορμή μέχρι τώρα κάναμε τεμενάδες στο Μιχαλιό, στον κορυφαίο προσωπικό του δίσκο θα σωπαίναμε; Ναι, για το Assault Attack ο λόγος. Έναν δίσκο που μπορεί να μην περιέχει κάποιο κομμάτι τόσο τεράστιο όσο το Lost Horizons από το ομώνυμο του ξανθού δύο χρόνια πριν, αλλά έχει τρομακτικό upgrade στα φωνητικά με την προσθήκη του Graham Bonnet, αυτού του φανταστικού τραγουδιστή που σε όποιον δίσκο μ’ αυτόν έχω ακούσει δίνει το 110% του και σε πωρώνει, με αποτέλεσμα όλα τα τραγούδια να ανεβαίνουν επίπεδο και σε συνδυασμό με το όπως πάντα θεϊκό παίξιμο του Μιχαλιού να είναι όλα ένα κι ένα. Samurai, Desert Song, Broken Promises ενδεικτικές μόνο επιλογές από έναν πρακτικά τέλειο δίσκο εμπορικού μεν αλλά ποιοτικού hard rock / heavy metal.
Προκειμένου να εξιλεωθώ που δεν κατάφερα να χωρέσω το Rock Until You Drop στις ‘81 επιλογές μου (αλλά και που δεν είμαι σίγουρος ότι θα χωρέσει το All For One στις ‘83 επιλογές μου), το σώζω (ελπίζω) με αυτήν εδώ την αναφορά στο Wiped Out. Οι Raven θεωρούνται σχεδόν από τους πάντες ακρογωνιαίος λίθος αυτού του νεφελώδους υποείδους που αποκαλείται speed metal (βασικά ας αφήσω την γκρίνια γιατί τουλάχιστον δεν έπιασε ο όρος των ίδιων των Raven, το “athletic rock” - έλεος ) και σ’ αυτόν τον δεύτερο δίσκο τους αν μη τι άλλο δείχνουν γιατί. Όλα είναι στην τσίτα, υπάρχει διαρκώς μια αίσθηση ότι το τρένο όπου να ‘ναι θα εκτροχιαστεί (γι’ αυτό δεν χρειάζεται να ζητήσεις συγγνώμη Κούλη όλα καλά) αλλά με κάποιον τρόπο δεν εκτροχιάζεται, συνολικά ο δίσκος, το συγκρότημα γενικά, βγάζει κάτι το επικίνδυνο. Φυσικά αυτό είναι χαρακτηριστικό πολλών σχημάτων του NWOBHM, ειδικά στους Raven όμως υπάρχει σε αφθονία και είναι πολύ κρίσιμο αυτό γιατί τα επόμενα χρόνια κατ’ εμέ το βρίσκεις δύσκολα, ακόμα και σε θεωρητικά πιο ακραία στυλ όπως thrash, death, black κ.λπ. Ίσως είναι που σταδιακά έχασε έδαφος στη heavy μουσική η φιλοσοφία/αντίληψη/όπως θέλετε πείτε το, του χυμαδιού στη σύνθεση/εκτέλεση/ηχογράφηση, δεν ξέρω. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όποιος θεωρεί τον εαυτό του μεταλλά μάλλον του το οφείλει (του εαυτού του εννοώ βρε) να ακούσει τουλάχιστον αυτόν τον δίσκο από Raven - έτσι κι αλλιώς άπαξ και ακούσει αυτό, αργά ή γρήγορα θα επεκταθεί και στα υπόλοιπα.
Άλλη μια εμφάνιση των Σκορπιών σε λίστα, κάποιοι ίσως θα σκεφτούν ότι έχει καταντήσει λίγο αηδία η όλη υπόθεση, το θέμα όμως είναι ότι οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν μας αφήνουν να τους παραβλέψουμε, με την παροιμιώδη συνέπεια που έδειξαν σχεδόν σε όλα τα 70ς και τουλάχιστον στα early 80ς. Ό,τι και να πω εγώ π.χ. για το πόσο θεός είναι ο Uli Jon Roth και πόσο θεωρώ ότι δεν ήταν τίποτα το ίδιο στους Scorpions απ’ όταν σηκώθηκε κι έφυγε, πώς να αντισταθείς σε κομμάτια όπως το Blackout ή το όνομα-και-πράγμα Dynamite; Πώς να μην τους παραδεχτείς για το πόσο σωστή πουτανιά έβγαλαν στο No One Like You; Πώς να μην πωρωθείς με το “κοιτάχτε-κι-εμείς-πόσο-heavy-είμαστε-όταν-θέλουμε” China White; Ή πώς να μην τους βγάλεις το καπέλο για το πόσο αριστοτεχνικά απέφυγαν την παγίδα να ακουστούν ξεκωλιάρηδες στο When the Smoke is Going Down; Σε τελική ανάλυση δεν μπορώ να τους προσάψω καν ότι το κάρβουνο apparently άρχισε σιγά σιγά να σώνεται τα επόμενα χρόνια, καθότι - επαναλαμβάνω - μάλλον είχε ήδη σωθεί προ πολλού, πόσοι λοιπόν θα μπορούσαν να το πάνε για τόσα χρόνια με κεκτημένη ταχύτητα και μόνο; Να σημειωθεί τέλος ότι εδώ έχουμε μάλλον το καλύτερο παίξιμο αυτού του τίμιου εργάτη του γερμανικού hard rock, του Ματίας Γιαμπς. Για την ακρίβεια, παίζει τόσο καλά που δεν αποκλείω εκείνη την περίοδο να είχαν ψαρώσει κάμποσα τσουτσέκια (οπαδοί - δημοσιογράφοι) και να τον είχαν βαφτίσει ισάξιο του Uli ή του Μιχαλιού ξέρω γω. Δε βαριέσαι, στην πώρωση πάνω όλοι τις έχουμε πει τις μαλακίες μας.
+1 (εκτάκτως)
Summary
Όπως και οι περισσότεροι συμμετέχοντες στο παιχνίδι, έχω πάρει τη συνειδητή απόφαση να αποφεύγω να περιλαμβάνω στις λίστες μου EPs, γιατί κάπου ώπα. Κάθε κανόνας όμως έχει τις εξαιρέσεις του, ναι, εξαιρέσεις, πληθυντικός, δεν (θα) είναι πολλές βέβαια αλλά εν προκειμένω για το 1982 θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη εκ μέρους μου να μην τοποθετήσω σε περίοπτη θέση το ομότιτλο EP - ντεμπούτο των Mercyful Fate, μία από τις σπουδαιότερες κυκλοφορίες όλων των εποχών σε αυτή τη διάρκεια. A Corpse Without Soul, Nuns Have No Fun, Doomed by the Living Dead, Devil Eyes, τέσσερα κομμάτια που για το καθένα απ’ αυτά οποιαδήποτε μπάντα θα ήταν περήφανη να το έχει γράψει, 22 λεπτά non-stop μεταλλικής ηδονής. Ακόμα κι αν οι αγαπημένοι μας Δανοί διαλύονταν μετά την κυκλοφορία αυτού του EP και αποδεικνυόταν το μοναδικό πράγμα που έκαναν ποτέ, θα ήταν αρκετό για να κλείσουν θέση στο Πάνθεον του heavy metal. Έλα όμως που δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που έκαναν…
Δ. Finally, the Top 5
NUMBER FIVE
Summary
– Ο Χριστός κι η Παναγία ΤΙΝΑΦΤΑΡΕ
– Κατάλαβες τώρα γιατί τα παίρνω στο κρανίο όταν ακούω για glam;
– Όχι ρε τι γκλαμ είμαστε σοβαροί τώρα; Αυτοί είναι το αντίθετο του γκλαμ!
– Και όχι μόνο οπτικά έτσι; Ακούς ας πούμε Destroyer ή Run for your Life…
– Καλά, μουσικά κι αν μιλάμε για καμία σχέση! Αυτά δεν είναι για γλεντζέδικα γκομενάκια στη Σάνσετ Στριπ…
– Πιο πολύ σαν ηχητική υπόκρουση σε horror b-movie!
– Και βέβαια πιο πολύ απ’ όλα το ομώνυμο, ε;
– A glint of steel and a flash of light | You know you’re not going home tonight…
– Μπα πανάθεμά σε σατανά, κόφτο!
– ΜΟΝΟ ΣΙΣΤΕΡ ΡΕ ΚΑΡΓΙΟΛΙΑ
NUMBER FOUR
Summary
– Εντάξει, να σου πω κάτι; Μια χαρά το πάει ο δίσκος μέχρι τώρα αλλά δεν είναι κάπως παραπλανητική η όλη φάση;
– Τι εννοείς;
– Ε, ξέρω γω; Battle Hymns; Και εξώφυλλο ο αετός του πολέμου; Δεν κολλάνε, πώς να το πω. Ροκενρολάδικο μέταλ ακούμε. Ωραίο, ξαναλέω, αλλά…
– Μη βιάζεσαι, δεν έχει τελειώσει ο δίσκος…
– Ρε άλλα δυο κομμάτια έχει, τι μπορεί να αλλάξει;
– Μη βιάζεσαι σου λέω… Ώπα, ώπα, να, τώρα…
Περίπου ένα τέταρτο αργότερα
– Λοιπόν; Τι έχεις να πεις τώρα;
–
– Στα 'λεγα; ΣΤΑ 'ΛΕΓΑ;
– KILL! KILL! Ω-Ω-Ω-ΩΩΩΩΩΩ
– Ωχ ωχ, και τους είπα ρε να γράψουνε για τις παρενέργειες. Λίγο νερό ρε μαλάκες.
NUMBER THREE
Summary
– Τι έπαθε ο νέους ρε, γιατί ουρλιάζει;
– Ε του ‘πρηξε λίγο ταρχίδια ο Μάρτιν, άστον, καλό θα του κάνει.
– Έχουμε πρόβλημα; Γιατί εγώ ακούω αυτό το 22 Acasia Avenue και…
– …και λες, τι κάνει τώρα το παλικάρι ρε.
– Ακριβώς. Και όχι μόνο σ’ αυτό δηλαδή, και στο Children of the Damned, και στο ομώνυμο, και στο Run to the Hills…
– Αυτό σου λέω, όλα καλά πήγαν. Όποιος αγαπάει παιδεύει. Γενικά έχω ένα πολύ καλό προαίσθημα για το άλμπουμ.
– Και μάλιστα έχοντας μειώσει στο ελάχιστο τις δισολίες έτσι;
– Όχι ρε. Κάτσε, ισχύει αυτό τώρα;
– Κι όμως! Το ξέρω, δεν του φαίνεται, αλλά είναι αλήθεια (check it out). Να σου πω και κάτι ακόμα όμως. Αυτό το τελευταίο κομμάτι…
– Ναι τι; Μη μου πεις ότι δε σ’ αρέσει;
– Όχι ρε τι λες τώρα, το καλύτερο απ’ όλα είναι. Απλά…
– Απλά, τι;
– Δεν ξέρω ρε, μου φαίνεται περίεργα γνώριμο, δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Μήπως τα 'χει ξαναπεί αυτά κανείς άλλος;
– Σώπα μωρέ, κι αν είναι έτσι, ποιος θα το προσέξει ποτέ…
NUMBER TWO
Summary
– Σαν να αγριέψαμε λίγο απότομα;
– Ε τι να γίνει, έπρεπε. Μην πει ένα συγκρότημα να παίξει λίιιιγο πιο ξένοιαστα για ΕΝΑΝ (1) δίσκο, τσουπ αρχίζουν οι παπαριές. Και να ξεχνάνε όλοι ξαφνικά ποιος και τι είσαι ξέρω γω. Οπότε χρειαζόταν έτσι μια υπενθύμιση.
– Αυτό ρε δεν είναι απλή υπενθύμιση, αυτό είναι όλεθρος. Και πριν καν πατήσεις play δηλαδή. Έχουμε το εξώφυλλο της χρονιάς;
– Πολύ εύκολα, μ’ αυτό κλείνει ο κύκλος με τα 4-5 καλύτερα/πιο bad-ass εξώφυλλα όλων των εποχών, που άνοιξε το '79.
– Έχουμε την καλύτερη παραγωγή έβερ;
– Όλο και κάποιος άλλος θα καταφέρει κάποια στιγμή να αναπαράγει αυτό το ρέον ατσάλι που έχουμε πετύχει εδώ (back to this in a few weeks), αλλά ακόμα και τότε θα νιώθω αρκετά άνετα.
– Έχουμε την καλύτερη εισαγωγή / καλύτερο εναρκτήριο κομμάτι έβερ;
– Τουλάχιστον μέχρι να το ξεπεράσουμε οι ίδιοι .
– Και μετά το πάμε Riding on the Wind / Bloodstone / Take These Chains Off, ρε να σου πω μήπως το παρακάνουμε με το ξύλο στον ακροατή; Πώς θα αντέξει αυτή τη συνεχή εναλλαγή μεταξύ φουλ τσίτας και άρρωστων γκρουβς;
– Σώπα μωρέ, άλλο που δε θέλουνε. Στο ομώνυμο άλλωστε δεν ακούς τι γίνεται;
– Πω εδώ έχουμε κάμποσα # καλύτερα έβερ # ή τέλος πάντων στοιχεία για πάνθεον, οι κραυγές και ιδίως η τελευταία (ηχητικοποιεί το εξώφυλλο!), τα ριφ, το σόλο, η δισολία… Ρε συ; Το γαμήσαμε λίγο.
– Ρε βάρα τους εκεί λέμε! Να μην τολμήσουν να ξαναπούν μαλακίες.
NUMBER ONE
Summary
– Πάνω από Priest; Αλήθεια τώρα;
– Άκουσέ το.
– Τι να ακούσω μωρέ μας δουλεύεις; Τιναφτά τα χαϊντί χαϊντό, μέταλ ακούμε τώρα υποτίθεται;
– Wait for it…
– ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ
– Περίμενε έχει κι άλλα. Άκου δω στο Shake your Heads και μετά Neon Nights.
– Αμάν; Ποιος φώναξε τους Γερμανούς ρομαντικούς στο πανηγύρι; Και πώς κολλήσανε τόσο άψογα; Με ποιο δικαίωμα;
– Χαχ τα κάνει και στο Stealing_μπλαμπλαμπλά εν τω μεταξύ, του Λύκου τερτίπια είναι αυτά.
– Ρε δεν υπάρχουν αυτά που παίζει το παλικάρι στην κιθάρα! Θα 'λεγε κανείς ότι έχει πάρει φωτιά
– Κάτσε κάτσε γιατί το καλύτερο στο αφήσανε για το τέλος. Άκου…
– …
Εντάξει έχεις δίκιο. Είναι το #1.