1983
Α) Farewell to a Rock Legend
Summary
Αν άξιζε για μία μπάντα και έναν δίσκο να αφιερωθεί ξεχωριστό κομμάτι αυτού του ποστ… εδώ είμαστε. Τελευταίο άλμπουμ του κορυφαίου συγκροτήματος που έβγαλε ποτέ το Σμαραγδένιο Νησί και μια που είναι δισκάρα, δράττομαι της ευκαιρίας για το δέον Ύστατο Χαίρε σ’ αυτόν τον Rock Legend, όπως λέχθηκε το '79, “τώρα”, στα '83, τρία χρόνια πριν το Τέλος.
Εκείνη την εποχή πολλοί είχαν τους Thin Lizzy για ξοφλημένους, κυρίως λόγω της κατάστασης του Φιλ, με τις καταχρήσεις που είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν, αλλά και της σύγχυσης/κούρασης από τις ατέλειωτες αλλαγές στη σύνθεση του γκρουπ. Για άλλη μια φορά, όμως, ο ψηλός τους διέψευσε όλους. Έφερε στο συγκρότημα τον παιχταρά John Sykes από τους Tygers of Pan Tang και, μαζί με τα αδέρφια του που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ, τους Scott Gorham και Brian Downey, και με τον Darren Wharton μόνιμο πια μέλος στα πλήκτρα, έγραψε τον πιο heavy δίσκο της καριέρας του.
Όχι ότι δεν έχουμε βέβαια το γνώριμο πια “ταξίδι” στο οποίο μας πάει η μουσική των Thin Lizzy, με ευφυώς μελετημένες εναλλαγές ύφους και διάθεσης. Αρχικά για κάμποσο, όσο χρειάζεται, it hits you like a hammer, God damn, μετά ρίχνει τους τόνους στο The Sun Goes Down (πρώτο σφίξιμο στο στομάχι…) που για πολλοστή φορά αποδεικνύει ότι ειδικά σ’ αυτό το σκέλος, των ας-πούμε-μπαλαντοειδών κομματιών με ψυχή, συναίσθημα, φινέτσα και ούτε ίχνος ξεκωλιάς/τυρίλας, οι Lizzy ήταν το κορυφαίο συγκρότημα στην ιστορία του hard rock, και για το κλείσιμο μίας από τις καλυτερες πρώτες πλευρές δίσκου έβερ μας πετάνε στη μούρη και το ά-ρ-ρ-ω-σ-τ-ο γκρουβ με τις απίθανες κιθάρες του The Holy War… Η δεύτερη πλευρά είναι ελάχιστα πιο light, ελάχιστα όμως ε, και πάλι οι τραγουδάρες διαδέχονται η μία την άλλη, με τον Sykes ειδικά να ξεσαλώνει, λίγα χρόνια πριν γίνει πρώτου μεγέθους αστέρας πλάι στον Coverdale. Κάπως έτσι φτάνουμε στο Heart Attack, που γράφει τον επίλογο στη μαγική πορεία του Phil Lynnot και των Thin Lizzy, και δίνοντας προσοχή στο τι λέει το κομμάτι σού έρχεται το δεύτερο, ακόμα μεγαλύτερο σφίξιμο στο στομάχι…
Έτσι αποχαιρέτησαν οι Thin Lizzy και ο μεγάλος Φιλ. Όχι με έναν λυγμό, αλλά με έναν πάταγο, για να παραφράσω τον γνωστό στίχο του Τ. Σ. Έλιοτ. Τρία χρόνια αργότερα η ταλαιπωρημένη αυτή ψυχή υπέκυψε στο αναπόφευκτο τίμημα του ξέφρενου τρόπου ζωής που είχε υιοθετήσει, πιθανολογώ σε μια προσπάθεια να ξορκίσει τους δαίμονες που τον κατάτρεχαν ήδη από τη σκληρή παιδική του ηλικία, τη γεμάτη απώλεια και πόνο. Τέτοιο αλάνι και τζέντλεμαν μαζί η ροκ μουσική δεν ξανάδε. Να 'ναι ελαφρύ το χώμα, Phillip Paris Lynnot.
Β) Bolivarian Metal Attack (part 2)
Summary
Συνεχίζουμε λοιπόν στα 1983 να παρακολουθούμε στενά τους Βενεζουελάνους metal ήρωες Resistencia και Arkangel, που δύο χρόνια πριν μας ξετίναξαν με τα φανταστικά ντεμπούτα τους. Βέβαια στο ενδιάμεσο “ξεκουράστηκαν” μόνο οι πρώτοι.
Οι δεύτεροι είχαν ήδη κυκλοφορήσει το '82 τον δεύτερο δίσκο τους:
Επειδή όμως παίχτηκε μια περίεργη κατάσταση, τύπου το μισό ήταν ηχογραφημένο κανονικά στο studio και το άλλο μισό live (!!!) και εμείς εδώ αυτά τα ανορθόδοξα δεν τα επιβραβεύουμε (πάντα), παρότι γαμάει και δέρνει όσο και το ομώνυμο, επέλεξα να μην το περιλάβω στις αναφορές μου για την προηγούμενη χρονιά. Μικρό το κακό, το '83 έβγαλαν και πάλι δίσκο και οι δύο μπάντες οπότε είμαι στην ευχάριστη θέση να συνεχίσω να ενημερώνω όσους ενδιαφέρονται για νέες περιπέτειες στο λατινοαμερικάνικο, ισπανόφωνο heavy metal.
Αρχικά να πω ότι οι υποψίες μου περί του πολιτικού προσανατολισμού αμφοτέρων γκρουπς εδώ επιβεβαιώνονται πανηγυρικά: Ο τίτλος και το εξώφυλλο του δίσκου των Arkangel τα λένε όλα, ακόμα δε περισσότερο φωνάζουν τίτλοι όπως Gusanos del Poder (=“Εξουσιαστικά Σκουλήκια”), Ni Plata Ni Religion, Desempleado (=“Άνεργος”) και, βέβαια, στο ίδιο κομμάτι, το πασίγνωστο σύνθημα - κραυγή “El Pueblo Unido Jamas Sera Vencido!”.
Α ρε παλιόπαιδα, με συγκινήσατε.
Βέβαια οι Arkangel δεν πουλάνε μόνο μπολιβαριανό αντιιμπεριαλισμό (με όλες του τις αντιφάσεις και
ανεπάρκειες), δεν υπάρχει τίποτα το βλοσυρό στη μουσική τους, ίσα ίσα που ενίοτε γίνεται απροκάλυπτο ροκενρόλ ξεφάντωμα (υπό μεταλλικό πρίσμα πάντα), α, μην ξεχάσω κάπου εδώ να αναφέρω ότι δεν πρέπει να έχει υπάρξει πιο γαμάτη/πωρωτική ροκ κραυγή στην Ιστορία απ’ αυτό το “A la carga, muchachos!”. Πίσω από το μικρόφωνο ο Paul Gillman (ο κύριος στην παραπάνω φωτό, μη ρωτήσετε ποιος από τους δύο, να χαρείτε), εμβληματική μορφή της λατινοαμερικάνικης μέταλ σκηνής και εμπνευστής του Rock Nacional προτάγματος (με κεντρική ιδέα ότι οι λατινοαμερικάνικες μπάντες δεν πρέπει απλά να πιθηκίζουν τους διάσημους Βρετανούς/Αμερικάνους ροκ/μέταλ συναδέλφους τους, αλλά να επιχειρούν να δημιουργήσουν δική τους σχολή και μουσικό χαρακτήρα - γαμάτο, αν με ρωτάτε), με υπεργκαβλωμένες ερμηνείες δίνει το σύνθημα να αρχίσει η δράση του μεταλλικού αντάρτικου πόλεων, ένας γνήσιος Ροκ Αρχάγγελος / Comandante της σκληρής μουσικής.
Από την πλευρά τους οι Resistencia στέκονται στο ύψος τους σε προοδευτικό/μαχητικό περιεχόμενο, με τίτλους όπως Los Pana Americanos και Hombres Libres del Mañana (=“Οι Ελεύθεροι του Αύριο” ), συνολικά όμως είναι πολύ διαφορετική μπάντα από τους Arkangel - πιο υπαινικτικοί, πιο επικολυρικοί, πιο ποιητικοί. Ίσως με επηρεάζει σ’ αυτή την εκτίμηση το εντελώς διακριτό στυλ του Cesar Somoza, που πραγματικά δεν μπορώ να τονίσω αρκετά πόσο απίθανος τραγουδιστής είναι/ήταν. Στον δεύτερο αυτό τους δίσκο, κατά τ’ άλλα, οι Resistencia έχουν ήδη αφήσει πολύ πίσω τους τις μουσικές επιλογές του Hencho en Venezuela και εξορμούν στο μέλλον: Θυσιάζουν μεν ένα μέρος της πώρωσης που χαρακτήριζε το ντεμπούτο, αλλά δεν υπάρχει λόγος για γκρίνια καθώς παραμένουν πολύ heavy ενώ παράλληλα εγκαινιάζουν μια περίοδό τους που χαρακτηρίζεται από πολύ ενδιαφέροντες πειραματισμούς, ακόμα και με latin παρεμβολές (!) και άλλα περιπετειώδη τερτίπια, σχεδόν προφητεύοντας (και, εντυπωσιακά, απ’ ό,τι φαίνεται αυτόνομα από τους Αγγλοσάξονες) την - σε λίγα χρόνια - επικείμενη έλευση του progressive metal!
Στα επόμενα χρόνια λοιπόν συνεχίζεται το συναρπαστικό ταξίδι των Resistencia σε αχαρτογράφητα μέταλ νερά, δυστυχώς όμως διακόπτεται η αφήγηση για τους Arkangel, οι οποίοι δέχτηκαν συντριπτικό πλήγμα χάνοντας το ισχυρότερο χαρτί τους, τον Gillman. Πάντως η σοδειά κρίνεται κάτι παραπάνω από ικανοποιητική και για άλλη μια φορά προτρέπω όποιον έχει περιέργεια να ακούσει κάτι μέταλ, αλλά διαφορετικό, να δώσει σ’ αυτά τα δύο τρομερά συγκροτήματα την ευκαιρία που αξίζουν.
Γ) Κι άλλο EP μωρέ;
...ναι, αλλά είναι αυτό:
Για πολλά χρόνια ήταν η απάντησή μου στην ερώτηση “ποιο είναι κατά τη γνώμη σου το καλύτερο metal EP;”. Πλέον δεν είμαι και τόσο σίγουρος, αλλά σε κάθε περίπτωση το Full Moon’s Eyes είναι ψηλά, πολύ ψηλά. Αυτοί οι Βέλγοι που έπαιζαν μέταλ παγκόσμιας κλάσης αλλά κατέληξαν άλλη μια cult περίπτωση που αφορά μερικές εκατοντάδες βλαμμένους (κλασικά εικονογραφημένα…) ξεκίνησαν κάθε άλλο παρά αθόρυβα. Με 17 λεπτά Ατσαλιού εντυπωσιακού από κάθε άποψη, σε ένα υλικό μοιρασμένο “αλφαδιά” (…δεν την έχω δει…) μεταξύ οριακά power/speed καταστάσεων (Full Moon’s Eyes, Rock Fever) και πιο στιβαρού mid tempo κοπανήματος (Heroes’ Museum, Paaaaaaaris by Niiiiiight), πάντα όμως γενναιόδωρο σε μελωδικά θέματα και με την υπέροχα καθάρια φωνή του Marc “Red Star” de Brauwer να βάζει τη σφραγίδα της στα τεκταινόμενα. Ήταν μόνο η αρχή για λίγους μεν αλλά τρομερούς full-length δίσκους των Ostrogoth που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια και ελπίζω να καταφέρω να χωρέσω σε λίστα τουλάχιστον έναν απ’ αυτούς.
Δ) Μια αναπληρωματική δεκάδα (+1) έτσι να βρίσκεται
Summary
Απόπειρα 1η για επανάληψη του μεταλλικού θριάμβου του Restless and Wild = Αχχχχχ close enough but not quite. Better luck next time.
Ας αφήσουμε τις πλάκες όμως. Το Restless ΔΕΝ αναπαράγεται. Κατά βάθος το ήξεραν και οι ίδιοι οι Wolf et al, και γι’ αυτό έπραξαν σοφά και δεν το προσπάθησαν καν. Φυσικά, όμως, επειδή το είχαν πιάσει το νόημα, δεν έκαναν και στροφή 180°. Μόνο στρατηγικές τροποποιήσεις στον core ήχο τους: Λίγο χαμηλότερες ταχύτητες, λίγο μεγαλύτερη εστίαση στα ρεφρέν και γενικά στα hooks, λίγο πιο καθαρή παραγωγή. Αποφεύγουμε λοιπόν και τον σκόπελο της απευθείας σύγκρισης με το ασύγκριτο, και αυτόν του ξενερώματος των οπαδών σε περίπτωση υπερβολικής απομάκρυνσης. Το λόγο τώρα έχουν οι συνθέσεις. Ξεκινάμε γαμιώντας με το ανθεμικό ομώνυμο και μετά η φάση είναι πάρε να ‘χεις, με προσωπικές αδυναμίες (για να μη βάλουμε πάλι όλο το δίσκο) τα Fight it Back, Head Over Heels, Losers and Winners και Guardian of the Night. Τα πάντα όλα όμως είναι διαποτισμένα απ’ αυτή την ακαταμάχητη αισθητική των Accept, αυτή την τόσο δική τους άποψη πάνω στο τι εστί Ατσάλι, αυτό που αργότερα είπαν τευτονικό αλλά στην τελική ποιος χέστηκε. Βασικά να πα να γαμηθεί ρε, ναι κι αυτό μεταλλικός θρίαμβος είναι.
Watch the Damned!
They’re gonna break their chains!
Δ̶ε̶ύ̶τ̶ε̶ρ̶ο̶ς̶- τρίτος δίσκος για τους πατέρες του ευρωπαϊκού επικού μέταλ, δεν υπήρχε κανένας λόγος για μεγάλες αλλαγές, δεν έγιναν και πάλι καλά. Ίδια συνταγή με το φανταστικό Death or Glory και τα ίδια αποθεωτικά αποτελέσματα: Οι ίδιες στακάτες κιθάρες, τα ίδια υμνικά ρεφρέν που δημιούργησαν σχολή (…ή θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει), η ίδια παιχνιδιάρικη προσμονή “αυτό τώρα ποιος θα το πει; Ετούτος ή ο άλλος;”, και, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, κομματάρες από την αρχή μέχρι το τέλος. Πώς έγινε και αυτή η γκρουπάρα, εκεί που είχε πάρει φόρα και έλεγες πω ρε, να, τώρα θα τα γαμήσουν όλα, ξαφνικά εξαφανίστηκε από το μέταλ προσκήνιο, δεν το κατάλαβα ποτέ.
Mark, I don’t think we’re in Kansas anymore…
OK, αγνοήστε αυτόν τον περίεργο συνειρμό όπου το Κάνσας συμβολίζει τις “κλάιν-μάιν” προσεγγίσεις πάνω σε Rush, Hawkwind και δεν ξέρω κι εγώ τι σκατά άλλο όχι ιδιαίτερα επίκαιρο, και ας προχωρήσουμε στο παρασύνθημα. Στους (επιτέλους!) σωστούς Manilla, τους Επικούς, είμαι σταθερά διατεθειμένος να παραβλέψω τα πάντα. Και ερασιτεχνική αισθητική στο εξώφυλλο (όχι πάντα, εδώ όμως σίγουρα), και τα κρεατάκια στη μύτη του Μαρκ που απειλούν να ξεπηδήσουν από τα ηχεία και να σε πνίξουν, και τον ήχο περίπου σαν ντέμο, και την εκτός τόπου και χρόνου happy metal παρεμβολή όπως αυτή που ήδη αναφέρθηκε (εδώ τα παραβλέπουμε στους Manowar αυτά!). Γιατί αυτό που έχει σημασία είναι η κατάνυξη, η μυσταγωγία αυτού εδώ του, ομολογουμένως, δεύτερου πυλώνα του αμερικανικού επικού ήχου, για κάποιους δε και του μόνου σωστού/συνεπούς. Με το θεϊκό Crystal Logic οι Manilla εγκαινιάζουν έναν κύκλο / τετραλογία (τουλάχιστον) μεγαλείου η οποία όμως στην πορεία, κατ’ εμέ, είχε ακόμα πιο ψηλές κορυφές. Για (πραγματική) αρχή τους, όμως, καλύπτομαι - τι καλύπτομαι δηλαδή, τούμπες κάνω. Manilla fuckin’ Road ρε, πλάκα κάνουμε;
Είχαν προειδοποιήσει τον προηγούμενο χρόνο με εκείνο το θεόρατο EP, κάποιοι όμως δεν πρόσεχαν κι έτσι πολύ φυσικά έφαγαν πολύυυυυ ξύλο με το full-length ντεμπούτο των Mercyful Fate. Όλα όσα είχαν ήδη παρουσιαστεί στο EP αλλά περιορισμένα, εν είδει ορεκτικού, εδώ ξεδιπλώνονται σε όλο τους το σατανικό μεγαλείο. Οι Sherman / Denner γράφουν ανεξίτηλα τα ονόματά τους στην Ιστορία των αθάνατων κιθαριστικών διδύμων του heavy metal, ο Βασιλιάς με τις απονενοημένες κραυγές του αναπαριστά τον τρόμο, οι T. Hansen / Ruzz συνδιαμορφώνουν ένα από τα πιο πρωτότυπα και δυναμικά ρυθμικά σχήματα που είχε γνωρίσει το μέταλ μέχρι εκείνη τη στιγμή και όσο για τις συνθέσεις… τι να πει κανείς; Όλες έχουν αφήσει εποχή, αλλά αν έπρεπε ενδεικτικά και μόνο να επιλέξω κάποιες στιγμές στις οποίες έχω αδυναμία θα ονόμαζα ως τέτοιες το Evil, το Into the Coven, το Black Funeral (αυτό πάνω απ’ όλα βασικά) και, φυσικά, το όχι-σε-παρακαλώ-μην-τελειώσεις-ακόμα Satan’s Fall.
Με τη ρηξικέλευθη μουσική τους πρόταση οι Mercyful Fate θέλοντας και μη έμειναν στην Ιστορία ως εκ των πρωτοπόρων του black metal, μια εξέλιξη μάλλον άβολη/αποπροσανατολιστική αφού ειδικά οι πιο πιτσιρικάδες που έχουν ήδη γαλουχηθεί με Νορβηγούς, Γάλλους, Φινλανδούς, Κασκαδιανούς και λοιπούς γαμωσταυρέητορς και επιχειρούν να γνωριστούν με τους “προπάτορες” του είδους πολύ δύσκολα γίνεται να ψαρώσουν με την - επί της ουσίας - αμιγώς μεταλλική επίθεση των Δανών. Εδώ αυτό έχει παρατηρηθεί ότι συμβαίνει ακόμα και με τους Venom ξέρω γω… Πάντως οι Mercyful Fate αξίζουν να μπαίνουν σε ολόδική τους κατηγορία/κλάση και να μην τσουβαλιάζονται με άλλα πράγματα και λοιπούς πρωτοκυματικούς. Πώς το λέει το meme; ΘΑ ΣΕΒΕΣΤΕ.
Βρε καλώς τα μουνοπανάκια (part 1)
Τι έλεγα τις προάλλες για τους Kiss; Ότι δεν χρειάζεται να σέβεσαι/εκτιμάς ένα συγκρότημα για να μπορείς να απολαμβάνεις τη μουσική του;
Ακριβώς.
Γενικά θα εισπράξετε πολλή χολή εκ μέρους μου για τους superstars του μέταλ (έντιμη προειδοποίηση κι έτσι, ώστε να κανονίσει ο καθείς την πορεία του, αν είναι δηλαδή ας φάω και μπινελίκια, από μένα κανένα πρόβλημα, όπως ρίχνω, έτσι τρώω κιόλας). Παράλληλα όμως θα τους δείτε και σε κάμποσες λίστες μου. Γιατί;
Γιατί, αντικειμενικά, δεν γίνεται να λείπουν από τη λίστα ούτε του '83, ούτε του '84, ούτε του '86 (πιο πέρα δε βγαίνω μάνα μου - θα δούμε όμως κιόλας). Αφενός, πέρα από τα γνωστά και πανθομολογούμενα περί ιστορικής σημασίας κλπ, δίσκος που φέρει την υπογραφή του Μαστέιν δεν φοβάται τίποτα. Αφετέρου, φέρει και την υπογραφή (σε πρώιμο έστω στάδιο) του Κλιφ, οπότε σοβαρεύει το πράγμα. Περισσότερα δεν χρειάζεται να ειπωθούν. Παρότι κάνα δυο κομμάτια εδώ τα ψιλοβαριέμαι κι εγώ πλέον, συνολικά το Kill ‘em All είναι τεράστιος δίσκος και ένας απ’ αυτούς που θα υποδείκνυα αν μου ζήταγε κάποιος να του ονομάσω τρεις δίσκους να αρχίσει να ασχολείται με thrash metal. Για τους άλλους δύο θα τα πούμε τις επόμενες βδομάδες.
Επιστρέφοντας σε αγαπημένα συγκροτήματα, έχουμε την υποτιθέμενη πέτρα του σκανδάλου, τον δίσκο που με κάποιο τρόπο κατάφερε να διχάσει τον κόσμο των Motorhead επειδή λέει “μαλακώσανε” σ’ αυτό, επειδή δεν έχει άλλο ένα Ace of Spades, επειδή ο Brian Robertson δεν κόλλαγε λέει με την όλη φάση και άλλα τέτοια…
Προσωπικά, το πιο πετυχημένο για το Another Perfect Day το διάβασα σε μια κριτική στα μέταλ αρκάιβς: It’s the same beast - just more colourful.
Και, διάολε, ισχύει, όχι μόνο για το φανταστικό εξώφυλλο αλλά και για το περιεχόμενο του δίσκου. Το νιώθεις ειδικά σε κομμάτια όπως το Die You Bastard, που ξεκινάει με ένα εντελώς κλασικό μπασορίφ του Λέμι, αλλά εκεί που ο Φαστ Έντι απλά θα έμπαινε δυνατά με το δικό του ριφ ή με power chord, ο Ρόμπο σε αιφνιδιάζει με ένα lead guitar θέμα που προσθέτει τσαχπινιά πριν αρχίσει “κανονικά” η επίθεση στα αυτιά σου. Παρόμοια μοτίβα παρατηρούνται και σε μια σειρά άλλα κομμάτια του Another Perfect Day, γενικά ο Ρόμπο θυμίζει - σε όσους το είχαν ξεχάσει - γιατί θεωρείται τόσο εμβληματικό το κιθαριστικό δίδυμο των Thin Lizzy στα 70ς, με εμπνευσμένες και μόνο πινελιές σε όλο τον καμβά οι οποίες τον καθιστούν χωρίς δεύτερη κουβέντα τον star of the show - χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι ο Λέμι και ο Φίλθι Άνιμαλ δεν ισοπεδώνουν, μην τρελαθούμε.
Το καλό μ’ αυτό το δίσκο είναι ότι μέσα στα χρόνια όχι απλώς δικαιώθηκε αλλά σε ορισμένους κύκλους εξυψώθηκε και στο Έβερεστ της δισκογραφίας των Motorhead! Υπερβολή; Δεν είμαι σίγουρος - αυτό και μόνο τα λέει όλα. Προσωπικά διστάζω να πω ότι το προτιμώ από το Ace of Spades ή το Overkill, αλλά κάτω από top 3 δεν πέφτει (πλέον) για κανένα πούστη λόγο. Το αυτό ισχύει για το πληθωρικό Shine, δεν πέφτει ποτέ από το top 5 μου Motorhead τραγουδιών και μάλιστα σε συγκεκριμένες μέρες και νύχτες είναι και το απόλυτο αγαπημένο μου, ναι, το είπα.
“Η πιο επικίνδυνη μπάντα στον κόσμο”, όπως βαφτίστηκαν κάποτε οι Motley, άρχισε την απογείωσή της κάπου εεεεεεδώ. Ναι, είχαν ήδη προκαλέσει θόρυβο με το Too Fast for Love ντεμπούτο τους, αλλά - επαναλαμβάνω - εκεί φαινόταν το πρωτόλειο της όλης προσπάθειας, η DIY (τι ειρωνεία) diamond-in-the-rough φάση. Κακά τα ψέματα, οι Motley “γεννήθηκαν” για να τους πάρει υπό την προστασία της η μουσική βιομηχανία, να τους ραφινάρει στο μέτρο του δυνατού και μετά να τους ξαμολήσει εκ νέου στο απροστάτευτο κοινό για να υποβληθεί σε face fucking από τα τρία εκείνα ρεμάλια (συν τον Mick). Και αυτό ακριβώς έγινε στο Shout at the Devil. Ο ήχος είναι πιο καθαρός και γεμάτος, οι συνθέσεις περισσότερο to-the-point, τα νιαουρίσματα του Vince αισθητά πιο απειλητικά, συνολικά το όλο πράγμα βρωμάει ότι εδώ έγινε μία από τις πιο απότομες ever μεταβάσεις από ερασιτεχνικό χυμαδιό σε μια φουλ επαγγελματική/ready-to-go μπάντα. Η συνέχεια γνωστή και κατά πολλούς - τους περισσότερους μάλλον - απεχθής. Πάντως, πείτε τους ποζέρια και ξεπουλητάρια όσο θέλετε, εγώ μια φορά δεν πωρώνομαι με πολλά κομμάτια σε hard rock/metal ύφος όσο με το Looks that Kill. ΝΑΙ, ΤΟ ΕΙΠΑ.
Στο εσωτερικό της επαναστατικής πτέρυγας του NWOBHM (…δηλαδή της σκηνής του Νιουκάστλ) έγινε σκληρή μάχη αυτή τη βδομάδα, μέχρι την ύστατη στιγμή, για το ποιο από τα δύο κλέφτικα ασκέρια θα έπαιρνε θέση σε τούτη τη λίστα: Οι Satan ή οι Raven. Στο νήμα όμως συνεκτιμήθηκαν αφενός το γεγονός ότι και τα δύο groups/albums σπέρνουν, αφετέρου ο ούτως ή άλλως αυθαίρετος χαρακτήρας της επιλογής του αριθμού των “honourable mentions”, και εν τέλει αντί της διάσπασης επελέγη η επαναστατική ενότητα. Συγχαρητήρια κύριοι, χωθήκατε αμφότεροι.
Οι πιο νουμπάδες Satan, οι οποίοι πάντως τα προηγούμενα χρόνια είχαν ήδη τρομοκρατήσει το βρετανικό underground με μια σειρά απίθανες κασέτες, με το Court in the Act ντεμπούτο τους έδωσαν τον πρώτο από τους πολλούς φανταστικούς δίσκους που θα έβαζαν στο ενεργητικό τους τις επόμενες δεκαετίες - και ιδίως την τελευταία. Κανονικά αρκεί απλά να παραπέμψω στο σχετικό κομμάτι στο τελευταίο ποστ του @Ian_Metalhead, έγραψε ό,τι ακριβώς σκόπευα κι εγώ. Αυτό που γίνεται σ’ αυτό το δίσκο μόνο ως μεταλλικό ολοκαύτωμα μπορεί να περιγραφεί. Αντί άλλου σχολίου απλά να σας μεταφέρω κάτι στο οποίο συμφωνήσαμε μια φορά κι έναν καιρό με τον @hopeto, ενώ τον παίζαμε από κοινού (αλλά ευτυχώς εξ αποστάσεως) ακούγοντας Satan: Πόσο γαμάτο είναι που κάποτε βγαίνανε συγκροτήματα με τέτοια ονόματα και έπαιζαν αυθεντικό heavy metal;
Για τους πιο παλαίουρες και ας πούμε ήδη καθιερωμένους Raven, πάλι, τι να λέμε. Είπα ήδη κάμποσα επ’ αφορμή του Wiped Out της προηγούμενης χρονιάς, οπότε για τον τρίτο απανωτό τους δυναμίτη, το All For One, αντί να επαναλαμβάνομαι για το πόσο ultra heavy ήταν για την εποχή, πόσο πωρωτικοί, πόσο επικίνδυνοι κλπ, ας περιοριστώ μόνο στο να σχολιάσω πόσο γαμάτα γυάλιζε το μάτι τους.
Να, κάπως έτσι.
Ή κάπως έτσι.
Και τώρα κάτι πραγματικά ιδιαίτερο. Ένα άλμπουμ και ένα συγκρότημα που μπήκε σ’ αυτή τη λίστα και γιατί το αξίζει, βεβαίως, αλλά κυρίως γιατί είναι μια καλή ευκαιρία να το μάθουν όσο γίνεται περισσότεροι, καθότι απ’ όσο ξέρω παραμένει μέχρι σήμερα από τις πολύ obscure περιπτώσεις. Και αν με ρωτάτε, καλά, τόσοι και τόσοι βγήκαν κι έπαιξαν μέταλ στα 80ς και σήμερα δεν τους θυμάται ούτε η μάνα τους, τι κάνει τούτους δω ξεχωριστούς;
Πρώτα απ' όλα, αυτό:
Ναι. Οι Sound Barrier είναι μια all-black, metal μπάντα (το κόμμα δεν ήταν ποτέ πιο απαραίτητο ), κάτι σπάνιο ακόμα και σήμερα, πόσο μάλλον 40 χρόνια πριν. Και τι, αρκεί αυτό; Όχι βέβαια. Οι Sound Barrier ξεχωρίζουν και ηχητικά. Το αφροαμερικάνικο στίγμα είναι πανταχού παρόν, από τα φωνητικά που έχουν αυτό το ιδιαίτερο “μαύρο” άρωμα, μέχρι τη μουσική αυτή καθαυτή που είναι μεν κατά βάση κλασικό heavy metal (“οι μαύροι Priest”, έτσι τους έχει χαρακτηρίσει ο Tom Morello) αλλά σε πάρα πολλά σημεία εκτρέπεται και προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κάνοντας το όλο άκουσμα ακόμα πιο ενδιαφέρον και ιντριγκαδόρικο. Υπάρχουν slap bass στιγμές, υπάρχουν τζαζίστικες γρατζουνιές στις κιθάρες, υπάρχουν ρυθμικές ακροβασίες εντελώς ασυνήθιστες για μέταλ συγκρότημα των 80ς, σε ένα φοβερά γκρούβι συνολικό πλαίσιο. Θα τολμούσα να πω ότι στο ντεμπούτο τους αυτό έπαιξαν (εδώ κι εκεί) funk metal, χρόνια πριν την εμφάνιση στο προσκήνιο συγκροτημάτων όπως οι Living Colour, King’s X, Extreme και Last Crack! Και μπορεί να γνώρισαν άδοξο τέλος στην εποχή τους, επειδή σύμφωνα με το αφήγημα οι ανίδεοι καρεκλοκένταυροι της τότε μουσικής βιομηχανίας δεν ήξεραν λέει πώς να τους πλασάρουν στο κοινό (ΕΛΕΟΣ), ποτέ δεν είναι αργά όμως για την ανακάλυψη ενός εξαιρετικού συγκροτήματος, όπως ήταν για μένα, και από τις πιο συναρπαστικές που έχω κάνει τα τελευταία χρόνια, τολμώ να πω. Ακούστε ενδεικτικά αυτό και αυτό.
Κλείσιμο της αναπληρωματικής λίστας με επιστροφή σε πιο γνώριμα πράγματα, με τον δεύτερο δίσκο των πιο λατρεμένα άσχημων cross-dressers στην Ιστορία του metal. Το You Can’t Stop Rock ‘n’ Roll είναι για πολλούς το κορυφαίο άλμπουμ των Twisted Sister, άποψη την οποία κατανοώ ακούγοντάς το αλλά δεν τη συμμερίζομαι, κυρίως επειδή μου λείπουν λίγο οι στιγμές που θυμίζουν horror b-movies, απ’ αυτές που είχαν αρκετές και τα δύο άλμπουμ που το περικυκλώνουν χρονικά, και το Under the Blade που προηγήθηκε και το Stay Hungry που ακολουθεί και θα τα πούμε γι’ αυτό την επόμενη βδομάδα. Με άλλα λόγια εδώ οι Sister εστιάζουν αποκλειστικά στην αμιγώς fun πλευρά τους, κάτι που βέβαια ουδόλως ενοχλεί όταν υπάρχουν κομματάρες όπως Like a Knife in the Back, We’re Gonna Make It κ.ο.κ. Αυτό το συγκρότημα ανέκαθεν ήταν περισσότερο song-oriented παρά riff-oriented, ενώ σε γενικές γραμμές οι στουντιακές ηχογραφήσεις τους αδυνατούν να αποτυπώσουν την ένταση που τους χαρακτήριζε στις ζωντανές εμφανίσεις τους (όπως έχει διαπιστώσει όποιος έχει ακούσει το Live at Hammersmith), στοιχεία και τα δύο που κανονικά θα με χάλαγαν αλλά δεν βγάζω κιχ γιατί όταν ακούω τον Dee Snider να τραγουδάει (για ό,τι σκατά θέλει) δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο - από τις πιο χαρακτηριστικές μέταλ φωνές έβερ.
Ε) Finally, the top 5
NUMBER FIVE
Summary
– Χα, σας προλάβανε λέει.
– Μας προλάβανε;
– Ναι γεια. Πρώτο άλμπουμ σ’ αυτό το νέο στυλ κι έτσι.
– Αααα… Κατάλαβα. Λες για τους άλλους, ε; Που την κάνανε για SF με ελαφρά; Επειδή δεν τους σήκωνε λέει το κλίμα στο LA; Τα χρυσούλια μου;
– Χαχα μην τους κοροϊδεύεις ρε, αν θέλετε να φανείτε πιο bad-ass, κάντε το με έργα.
– Έργα θες ε; Ε πάρτα τα έργα.
– Ωχ ωχ, ποιος έσβησε τα φώτα ρε;
– There can be only One
– Ρε σεις; Τι ορυμαγδός είναι αυτός στο Evil Has No Boundaries; Τι απίστευτη ριφάρα είναι αυτή στο Antichrist; Τι λύσσα είναι αυτή στο Black Magic; Τι πώρωση είναι αυτή που βγάζετε στο Tormentor;
– Καλά αυτά δεν είναι τίποτα, από δω και πέρα να δεις τι σου 'χουμε.
– Εντάξει καλά τα 'λεγες τελικά. Ποιο Σαν Φρανσίσκο τώρα… Εσείς είστε το thrash metal.
NUMBER FOUR
Summary
– Καλώς. Θα προσπαθήσω να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Το Deliver Us είναι ό,τι πιο επικολυρικό έχει φτιαχτεί ποτέ στο μέταλ (και αμφιβάλλω και αν θα ξεπεραστεί ποτέ). Τα κιθαριστικά θέματα/riffs/solos είναι ο τέλειος συνδυασμός μελαγχολίας και υμνικού feeling. Τα πλήκτρα έχουν ενσωματωθεί στις ενορχηστρώσεις καλύτερα από κάθε άλλη φορά σ’ αυτή τη μουσική. Ο Damien King με την κρυστάλλινη φωνή του όχι απλά ταιριάζει, είναι σαν να γεννήθηκε για να τραγουδήσει σ’ αυτό το συγκρότημα. Ο ντράμερ (oh hi Mark) παίζει όπως δεν έπαιξε ποτέ κανείς. Οι δε συνθέσεις, όλες, μία προς μία, φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Μόνο ένα τοσοδά παράπονο έχω: Για πρώτο άλμπουμ είναι λίιιιιγο σύντομο. Ήθελα κάνα-δυο κομμάτια παραπάνω. Βασικά ένα, μην είμαστε πλεονέκτες.
– Όχι, έχεις παρεξηγήσει. Δεν είναι πρώτο άλμπουμ.
– Έλα μου;
– Τι δεν κατάλαβες. Δεν είναι άλμπουμ. Έχουμε πει να προωθηθεί ως EP.
– WTF? EP με 6 κομμάτια και 28 λεπτά; Γιατί να το κάνετε αυτό;
– Ε, full-length σε αυτή τη διάρκεια; Πώς το βλέπεις;
– Κάτσε ρε, κάτσε. Μη βάλετε τέτοιο αυτογκόλ. Άλλο ένα κομμάτι και είναι και με τη βούλα κανονικό άλμπουμ. Για το θεό δηλαδή. Τόσες κομματάρες έχετε, να άκουγα χτες τα ντέμο σας. Winds of Thor, Soliloquy, Rainbow, City Walls of Troy… Έλα ρε δε γίνεται, όλο και κάποιο θα σε ψήνει να μπει, να μη θεωρείται EP, αμαρτία είναι.
– Χμμμ… Βασικά έχουμε και ένα καινούργιο, που λέει για μια κα Βικτώρια… Για άκου και πες.
– Ω ΘΕΟΙ Ορίστε ρε, αυτό είναι. Τώρα έχουμε αγγίξει την τελειότητα! Άρα το κλείνουμε; 7 κομμάτια, 34 λεπτά, το πρώτο άλμπουμ των Warlord;
– Μμμμμ όχι δεν ψήνομαι. Θα το αφήσουμε έτσι, EP.
– Μα… Μα…
– Άλλωστε το πλάνο για το πρώτο κανονικό άλμπουμ είναι ήδη έτοιμο. Άκου, θα σ’ αρέσει: Θα φέρουμε άλλον Damien King, περίπου 20 φορές λιγότερο ξεχωριστό και χαρισματικό απ’ αυτόν που έχουμε τώρα. Θα βάλουμε 4 κομμάτια ίδια με το EP, γιατί αυτό είναι πάντα καλή ιδέα. Και δεν θα το ηχογραφήσουμε ως τυπικό studio album, αυτά είναι βαρετά πράγματα. Θα είναι live album, αλλά χωρίς κοινό. Και θα βγάλουμε και μια βιντεοκασέτα που θα μας δείχνει να παίζουμε τον δίσκο! Τέλειο;
– ΜΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
– Δεν ακούω τίποτα. Είναι ολόσωστες κινήσεις, όλες. Θα δεις.
NUMBER THREE
Summary
– Ρε συ, σόρι που επιμένω, αλλά πρέπει να είμαι ειλικρινής, ακόμα δεν έχω καταλάβει τι παίχτηκε και έφυγες από τους Σάμπαθ.
– Έλα τέλος αυτή η ιστορία, ψάχνανε αφορμή, τη βρήκανε, πάμε παρακάτω τώρα.
– Αφού το θες… Για το νέο εγχείρημα έχεις μαζέψει πολύ δυνατή ομάδα βλέπω. Έχεις τους παλιόφιλους, Τζίμι, Βίνι… Επίσης αξίζεις συγχαρητήρια που είχες τα κάκαλα να φωνάξεις γυναίκα κιθαρίστρια. Αυτή την εποχή λίγοι θα το τολμούσαν.
– Τι σκατά λες ρε. Άντρας είναι.
– Και τον λένε Βίβιαν;
– Καλά, γελάς τώρα, αν ακούσεις όμως τι παίζει θα σου κοπεί το γελάκι. Μαχαίρι!
NUMBER TWO
Summary
– Κι άλλη μεταγραφή ρε;
– Γιατί, δε σ’ αρέσει ο νέους; Άκουσες το πρώτο κομμάτι; Πώς συστήνεται;
– Είναι σίγουρα ιδανικό για πρώτο performance, και επίσης θα τους ξεγελάσει όλους και θα νομίζουν για δεκαετίες ότι είναι καλύτερος από τον Μπερ.
– Εντάξει φτάνει με τους πρώην όμως. Ας εστιάσουμε στη μουσική. Ένα άγχος είχα, μη θεωρήσει ο κόσμος ότι είναι υπερβολικά αισθητό το downgrade σε σχέση με το προηγούμενο.
– What are you talking about. Καλύτερο είναι!
– Αλήθεια;
– Άκου που σου λέω ρε. Μπορεί τώρα να μην είναι έτσι το κλίμα, αλλά ο κλασικός δίσκος ο σωστός φαίνεται κυρίως από τα deep cuts του. Κάποτε θα το συνειδητοποιήσει και ο κόσμος. Θα το ακούει και θα λέει “ρε συ; Αυτό δεν έχει μόνο Trooper, Icarus, Eagles. Το Revelations το άκουσες; To Tame a Land; Still Life / Quest for Fire / Sun and Steel, γαμώ την πουτάνα μου μέσα;!”.
– Άρα επιτέλους πρωτιά;
– Εεεεεε σόρι μέιτ, πάλι σας τη φέρανε. Βλέπεις φέτος έχει και αυτό:
NUMBER ONE
Summary
– Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι μ’ αυτά τα παραπλανητικά σας ε.
– Τι πρόβλημα έχεις πάλι.
– Εναρκτήριο κομμάτι Warlord και είναι έτσι;
– Ναι, γιατί; Είναι γνήσιο ροκενρόλ από μια γνήσια ροκενρόλ μπάντα όπως είμαστε άλλωστε.
– Oh for fuck’s sake…
– Πού διαφωνείς δηλαδή!
– Πρόσεξέ με λίγο. Ανοίγετε μ’ αυτό το χαρωπό, ωραία; Μετά όμως μας πάτε στη Μεταλλική Βαλχάλα. Μας αποκαλύπτετε το Μυστικό του Ατσαλιού. Πετάτε το Γάντι στους εχθρούς του Μέταλ. Στάζετε Μίσος. Κάνετε summon τους Καβαλάρηδες της Αποκάλυψης. Δίνετε σήμα να αρχίσει Επέλαση για Εκδίκηση. Με νιώθεις τι σου λέω;
– Όχι, πού θες να καταλήξεις;
– Πρέπει να στο ζωγραφίσω δηλαδή; Δεν-είστε-ροκενρόλ-μπάντα. Δεν είστε ρε, τι να κάνουμε τώρα; Έχετε δώσει στον κόσμο το Δώρο του Επικού Μέταλ. Αυτό είναι η κλίση σας. Αυτό είναι το στοιχείο σας. Πότε θα το πάρετε χαμπάρι, την τρέλα μου μέσα;
– Μαλακίες. Μέταλ = Ροκενρόλ. Τα κομμάτια για μάχες, Βίκινγκς κλπ είναι για να πωρώνεται ο άλλος και να έρχεται στο σωστό mood για πάρτι με αλκοόλ και γκόμενες. Κάνω κάπου λάθος;
– I give up with you guys…