..Με λίγα λόγια

Συνήθως επιδιώκω να περνάει λίγος καιρός μεταξύ των δημοσιεύσεων μου εδώ, προκειμένου να μην κάνω κατάχρηση του χώρου (με άλλα λόγια, προσπαθώ να αφήνω και κανέναν άλλο να γράψει!), όμως μετά τη παραίνεση του φίλου @jonkyr αφ’ ενός, και του… θέματος της παραίνεσης αφ’ ετέρου, επανέρχομαι με το αγαπημένο…

Skyclad λοιπόν… το όνομα ίσως να μην προκαλεί ιδιαίτερα συναισθήματα σε κάποιον νεώτερο, πέραν μιας εγκυκλοπαιδικής φύσεως περιέργειας ενδεχομένως, για όσους όμως από εμάς είμασταν “εκεί” (σαν ενεργοί ακροατές εννοώ) σε όλη τη διάρκεια των 90’s, σημαίνει πολλά κι ακόμη περισσότερα!
Προς επίρρωσιν αυτού ας σημειώσω ενδεικτικά ότι στο δημοψήφισμα των αναγνωστών του Hammer το 1995 για τα καλύτερα metal album, οι Skyclad είχαν 4 δίσκους (από τους 5 έως τότε!) στους πρώτους 100, ενώ στο αντίστοιχο δημοψήφισμα το 2009… ούτε έναν!
Οι δε πρώτες επισκέψεις των Ουρανοντυμένων στη χώρα μας έχουν μείνει ιστορικές, τόσο στη συνείδηση του κοινού, όσο και για το ίδιο το συγκρότημα που παρόμοιας υποδοχής και αποδοχής τύγχανε μόνο στη Γερμανία. Την αγάπη που συνάντησαν μάλιστα την ανταπέδωσαν έμπρακτα με το γνωστό “A Stranger in the Garden” από το “Silent Whales…”

Εδώ όμως είμαστε για να μιλήσουμε για το “Prince of the Poverty Line”! Πρόκειται για το τέταρτο LP των Skyclad και το καλύτερο τους για μένα, αλλά και αρκετούς άλλους. Αν επιχειρούσα να το στοιχειοθετήσω αυτό, πέραν του αισθητικού παράγοντα που απορρίπτει την ασφάλεια της τεκμηρίωσης, θα έλεγα ότι κατ’ αρχήν, εδώ αποκρυσταλλώνεται ο προσωπικός ήχος τους (άπιαστο όνειρο για πολλούς), αυτός που στα επόμενα μπορεί να “παρεκτρεπόταν”, άλλοτε προς το metal κι άλλοτε προς το folk, όμως θα παρέμενε χαρακτηριστικός.
Άγνωστο αν αυτό οφείλεται στην καινούρια βιολονίστρια Cath Howell, η οποία πάντως δεν έμελλε να μακροημερεύσει, η τραχύτητα τους πλέον αμβλύνεται, χωρίς να έχουν χάσει καθόλου σε επιθετικότητα. Επίσης, όσο κι αν ακούγεται σαν σχήμα οξύμωρο, εδώ θα επιχειρήσουν και πράγματα έξω από τα καθιερωμένα όπως οι “avant garde” πειραματισμοί στο κορυφαίο “Land of the Rising Slum”.

Ο πρωταγωνιστής βέβαια δεν είναι άλλος από τον Martin Walkyier. Έχοντας μετατρέψει τους περιορισμούς της φωνής του σε πλεονέκτημα και με σπάνια εκφραστικότητα, ακούγεται κατά περίπτωση οργισμένος, πικρόχολος αλλά και μελαγχολικός – ειδικά το “One Piece Puzzle” είναι ένας γνήσιος, ειλικρινής σπαραγμός.
Οι δε στίχοι του είναι οι καλύτεροι στο metal στερέωμα. Πέραν των νοημάτων που φέρουν, είναι η λογοτεχνική αξία τους που τους κάνει τόσο απολαυστικούς. Άψογος στον χειρισμό της γλώσσας ο Martin, εξυφαίνει πανέξυπνα λογοπαίγνια, κάνει εύστοχες παραπομπές, ενώ οι βιβλικές αναφορές του είναι που πραγματικά… κλέβουν την παράσταση (εδώ θυμάται τη γυναίκα του Λώτ!)

Εν κατακλείδι, ένα αδιαμφισβήτητο highlight μιας πολύ πλούσιας δεκαετίας. Όσοι πιστοί…

13 Likes

χτυπατε αλυπητα παιδια,κατα σειρα ο ενας πισω απο τον αλλον.Μεσα στη πρωτη συναυλια τους και στις 2 τελευταιες που ηρθαν.Τα λαιβ τους μαζι με Saxon για μενα ειναι ο ορισμος της ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ.
Και χωρις μετριο αλμπουμ γνωμη μου.Ακομα και με Κεβιν στα φωνητικα ειναι αξιοπρεπεστατα.

4 Likes

Ευχαριστώ για την ανάλυση. Για αυτόν τον δίσκο μπορούμε να γράφουμε για ώρες ο καθένας από εμάς, διότι απλούστατα βγάζει τέτοια πολυποίκιλα συναισθήματα που πολλές φορές είναι και δύσκολο να τα περιγράψεις. Ακόμη και να τα εντοπίσεις!

Στο πρώτο άκουσμα ο δίσκος με ξένισε, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι η αναπνοή μου συνήθως σταματάει όταν ακούω το Earth Mother, The Sun and The Furious Host από τον αμέσως προηγούμενο δίσκο τους, που δεν τον λες και σπουδαίο. Αλλά αυτό το τραγούδι είχε το “κάτι” που με έκανε να λατρέψω Skyclad (ήδη τους αγαπούσα).

Όταν όμως άκουσα δεύτερη και τρίτη φορά (+ διάβασα στίχους) από το ανυπέρβλητο αυτό έπος, τότε όλα αποκαλύφθηκαν. Ο Walkyier είναι ο Jim Morrison του μέταλ, ένας στιχουργός που όχι απλώς έχει να πει πράγματα, αλλά κτυπάει ακριβώς στο νεύρο που χρειάζεται για να σε κάνει να σηκώσεις κεφάλι από τον πόνο και να πεις “εϊ, τι κάνεις εκεί”!

Όσον αφορά στα live; Ούτε ήταν τυχαίο ότι στο site τους κάπου εκεί, στο τέλος των '90ς, οι τρεις από τους πέντε ανέφεραν τη συναυλία στο Ρόδον ως την καλύτερη καριέρας τους. Και πώς να μην είναι από τη στιγμή που κόντεψε να πέσει το Ρόδον. Και παρότι έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε, θυμάμαι ότι χάλασε το καλώδιο της κιθάρας κι αναγκάστηκαν να διακόψουν. To Thinking Allowed? ήταν; Δεν είμαι σίγουρος… Αλλά μέχρι να επανέλθουν, ο Μάρτιν ζητούσε συγγνώμη, ενώ ξανάπαιξαν το κομμάτι από την αρχή. Σεβασμός κι αγάπη στον πελάτη-οπαδό λέγεται αυτό.

Μόνο αγάπη για ένα από τα σημαντικότερα κι επιδραστικά συγκροτήματα του χώρου μας, αλλά και έναν από τους πιο χαρισματικούς, αλλά συνάμα προβληματικούς frontmen που υπάρχουν.

10 Likes

Σιγουρα μεσα στις 5 αγαπημενες μου ολων των εποχων. συγκροτημα σταθμος για αυτους που εζησαν τα 90s.

3 Likes

Εχω γραψει ξανα την αγαπη μου γιαυτον τον δισκο.

Now my body’s in the pages of “exchange and mart”
Ten pounds or nearest offer for one slightly broken heart.

Ολο δηλ το bellyfull of emptiness θα μπορουσε να γινει υμνος μανιφεστο μιας επαναστασης.

Οχι οτι πρόκειται να γινει μια οσο ζουμε αλλα λεμε τωρα.

4 Likes

Πριν λίγες ημέρες, παρακολούθησα το ντοκιμαντέρ του Netflix “Conversations with a Killer: The Ted Bundy Tapes”, το οποίο και πραγματεύεται την ιστορία (ο Θεός να την κάνει) του Ted Bundy. Συνειρμικά, μού ήρθε στο μυαλό το ανατριχιαστικό κολλάζ στο εξώφυλλο του:

image

Το τι προηγήθηκε της κυκλοφορίας του συγκεκριμένου album αποτελεί -λίγο έως πολύ- μεταλλική ιστορία. Οι αφοί Björler έχουν ήδη αφήσει μέγιστη death metal παρακαταθήκη με τους At the Gates, στο πρώτο μισό των ‘90s. Όμως, έχει έρθει η ώρα για «φρέσκα κουλούρια», συνεπώς, προκύπτει η «γέννηση» των The Haunted.

Μετά από ένα τρομερό ντεμπούτο, ο «τρελάρας» Peter Dolving «παραδίδει την σκυτάλη» στον ακόμα πιο «θεόμουρλο» Marco Aro. Η όλη ημι-παρανοϊκή ατμόσφαιρα αποκτά και την splatter διάστασή της, όταν αποφασίζεται πως ο επερχόμενος δίσκος θα αφορά serial-killers.

To “(The Haunted) Made Me Do It” «σκεπάζεται» από τη βαριά Slayer «σκιά». Ωστόσο, παραμένει «αυτόφωτο» (δείγμα του εξαιρετικού ταλέντου των μελών της μπάντας) και, δίχως να κομίζει κάτι πραγματικά ρηξικέλευθο στον ήχο, παραμένει, 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ένα από τα πιο πωρωτικά κι «επικίνδυνα» thrash metal albums που ακούσαμε ποτέ.

Από την απίστευτη εισαγωγή του “Dark Intentions” και το «κολαστήριο» του εναρκτήριου “Bury Your Dead”, έως το «άρρωστο» κλείσιμο με το “Victim Iced”, οι The Haunted «κερνάνε» τον ακροατή απανωτά «σφηνάκια ολιγόλεπτου μίσους», παρέχοντας στον κάθε ψυχανώμαλο το κατάλληλο soundtrack για να προβεί στο όποιο στυγερό έγκλημα (δεν) «κατεβάζει» ο νους του ανθρώπου. Προσωπικές αδυναμίες (πλην των ανωτέρω) τα “Leech” και “The World Burns”. Το καλοκαίρι της κυκλοφορίας του, είχα να αντιμετωπίσω, στις διακοπές μου, έναν «σκληροπυρηνικό» μεταλλά, ο οποίος κατέκρινε την μπάντα, διότι, όπως ισχυριζόταν, «μαλάκωσε» τον ήχο της, φέρνοντας ως παράδειγμα το (απλά καταπληκτικό) “Hollow Ground”. Δυστυχώς, δεν είχαμε επαφή τα χρόνια που ακολούθησαν, ώστε να δω με τεράστιο ενδιαφέρον τι θα έλεγε την εποχή του “Unseen”, επί παραδείγματι.

Πανέμορφα «διεστραμμένο» album, εξαίρετο δείγμα thrash, μπαντάρα ολκής.

13 Likes

Ο πρωτος δισκος που ξεκινησα να ακουω απο The Haunted :metal:
Ισως πρεπει να θυμηθω ορισμενα πραγματακια παλι
Πανε και χρονια απο τοτε

Τεράστια μπάντα, έπαιξε μπαλίτσα στο θρας όσο λίγοι.

Εγώ θέλω να σταθώ περισσότερο στο λαρύγγι του Dolving, το οποίο είναι από τα πιο ωραία που έχουμε ακούσει σε θρας(και όχι μόνο) δίσκους.
Το ομώνυμο τον πάει στην δεύτερη κορυφή (κορυφή θα είναι πάντα και για πάντα ο Αράυας) των καλύτερων φωνών στο θρας, με χαρακτηριστική άνεση. Φοβερό νεύρο, εξαιρετική χροιά.
Φυσικά όλο το ντεπούτο είναι ένας τεράστιος θρας δυναμίτης. Ριφφ δεν υπάρχει περισσευούμενο, ο ήχος είναι εξαιρετικός (η ελλειψη μπασαδούρας είναι ένα θετικό, τον κάνει ακόμα πιο τσιτωμένο), ο Dolving τους τραβάει στο ταβάνι και ακόμα ακούμε του-πα-του-πα από τον Ερλαντσον.

Ο δεύτερος δίσκος για μένα ήταν 1 βήμα πίσω, 2 μπροστά, αλλά προς άλλη κατεύθυνση. Η φυγή του Dolving τεράστια απώλεια, ο Marco ναι μεν καλούλης, αλλά ασύγκριτος με τον ΜΟΝΑΔΙΚΌ (από την άλλη για μένα είναι ο Bostaph των Haunted - αν δεν έχουν Dolving, πρέπει να έχουν Μαρκο).Σίγουρα πιο κοντά σε death metal προτυπα και λιγότερο εκφραστικός. Μουσικά βέβαια κάνανε και άλλη τεράστια μεταγραφή, με τον Γιένσεν στα τύμπανα. Ξεκάθαρα ανώτερος σε παίξιμο από πρώην (και νυν πλέον), ανεβάζει ένα σκαλοπάτι τα κομμάτια. Βέβαια στο ντεπούτο σίγουρα προτιμώ τον πρωην(νυν).
Kιθαριστικά, το πάνε ένα βήμα παραπέρα, γενόμενοι λίγο πιο Σουηδοί στην προσέγγισή τους, καθώς το νεύρο υπάρχει, αλλά έχει πάρει βαλεριάνα, οπότε και είναι λίγο πιο δαμασμένο σε σχέση με το πρώτο. Οι κιθάρες κεντάνε και κοιτάνε σε πιο μελο-ντεθ μονοπάτια εδω και εκεί. Σύνολο, ένα σκαλάκι μικρό κάτω από το πρώτο, αλλά όταν το πρώτο είναι καθαρό 10άρι, τότε το 8,5 είναι εξαιρετικός βαθμός(ετσι και αλλιώς).

Ο επόμενος δίσκος με άφησε ΕΝΤΕΛΏΣ απογοητευμένο. Παρόλο που ο δίσκος πήρε στεροειδή και βγήκε, παρόλο που είναι κουρδισμένοι πιο χαμηλά, παρόλο που οι ταχύτητες είναι εφάμιλλες του πρώτου ή και παραπάνω, εδώ μιλάμε για ένα φλατ αποτελέσμα. 3 οι λόγοι. 1, λιγότερη εμπνευση. 2. παραγωγή πιο γεμάτη, πιο μπάσα, με συνέπεια να μην ακούγεται τόσο νευρικό το υλικό και σίγουρα πιο βαβουριάρικο. 3. ο Αρο δεν μπορεί να ξεφύγει από την παραγωγή, χαμηλώνει και αυτός τις συχνότητες και έχουμε μια πλήρη αδιαφορία.
Το μόνο για μένα που σώνεται είναι το DOA- το οποίο είναι φυσικά η συνέχεια του Forensick από τον πρώτο δίσκο.

Tα 2 επόμενα είναι διαμάντια και πραγματικά θα ήταν κρίμα να ανεφερθούν εδώ - θα κάνω ξεχωριστο πόστ για αυτά.

4 Likes

Ρε, μήπως είσαι εσύ ο μεταλλάς που αναφέρω στο κείμενό μου;

Μ’ “έκαψες” με τα νυν και πρώην!

Επίσης, “rEVOLVEr” > “The Dead Eye”

3 Likes

:smiley:
Όχι γιατι τους θεωρώ εξαιρετικούς ακόμα και στο Unseen :smiley:
Ο Ερλαντσον φταίει που εγινε πρωην από νυν, και νυν από πρώην
!

Επίσης rEVOLVEr = Dead Eye. Δεκάρια ξεκάθαρα και τα 2.
Εκαστο στο είδος του.

3 Likes

Από αυτά που ειπώθηκαν από τον @Sevek θα διαφωνίσω για το One Kill Wonder. Θεωρώ ότι οι 5 πρώτοι δίσκοι των Haunted είναι κορυφαίοι όλοι, απλά παίζουν μπάλα σε διαφορετικά υποείδη. Αλλά γενικά δεν είμαι καθόλου αντικειμενικός με Haunted, αποτελούν μεγάλο έρωτα, ο οποίος ξεκίνησε από το The Haunted Made me do it. Και έχω εξομολογήσει τον έρωτά μου για αυτούς στο δικό τους thread πιο παλιά…

Και πλάκα πλάκα, με ένα γρήγορο search που έκανα, είδα ότι πάλι είχαμε την ίδια διαφωνία και το 2017! χαχαχα!

3 Likes

Τουλάχιστον είμαστε σταθεροί στα γούστα μας!

1 Like

Αλλο επίπεδο η μπάντα με dolving, φάνηκε και τότε και τώρα… από τα μεγαλύτερα μπαμ της εποχής εκείνης το ντεμπούτο που βγήκε αν θυμάμαι καλά πάνω κάτω την ίδια εποχή με το ντεμπούτο το Soad (που κατά κάποιο τρόπο και τα δυο συναγωνίζονται σε παλαβομαρα) και λίγο πριν το Slipknot… ωραίες εποχές

3 Likes

Συγχωρέστε μου το back-to-back, αλλά έπρεπε.

Πόσο μαγευτικό είναι να γράφεις τη μία μέρα για τους The Haunted και την επομένη για το:

image

Φαινομενικά, αποτελεί «παράξενη» επιλογή από τη μνημειώδη δισκογραφία των Pink Floyd. Ωστόσο, θεωρώ πως πρόκειται για μία από τα πιο παρεξηγημένες και υποτιμημένες κυκλοφορίες των Βρετανών. Κατά την άποψή μου, πρόκειται για έναν δίσκο που κέρδισε δικαιωματικά τη θέση που του αρμόζει στην ιστορία του rock, προϊόντος του χρόνου και όχι κατά την εποχή της κυκλοφορίας του.

Η ανωτέρω τελική διαπίστωση αιτιολογείται βάσει δύο παραγόντων: Πρώτον, το “The Division Bell” «όφειλε» -σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη- να ανταποκριθεί στο «βάρος» της πρότερης δισκογραφίας του συγκροτήματος. Δεύτερον, δεν συμμετείχε σε αυτό ο Waters, με όση βαρύτητα επιφέρει αυτή η (δεύτερη) απουσία. Συνεπώς, πολλοί μίλησαν για προσωπικό δίσκο του Gilmour, για δίσκο που δεν δύναται να φέρει το όνομα Pink Floyd. O «μεγάλος» (Waters), δε, τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις το δίσκο, αναφέροντας ότι πρόκειται για «σκουπίδι» από την αρχή έως το τέλος και για κάτι που μοιάζει με Pink Floyd, αλλά δεν είναι.

Όσο και αν αγαπάμε τον Waters (αχ, αυτό το αλησμόνητο βράδυ του Ιουνίου του 2006 στη Μαλακάσα), δεν έχει δίκιο. Οι δηλώσεις του γίνονται, μάλλον, περισσότερο υπό το θυμικό των πρότερων (και σχετικά πρόσφατων την εποχή εκείνη) δικαστικών προστριβών του με τους υπολοίπους και λιγότερο ως αντικειμενική κριτική.

Ο χρόνος, όμως, «γιατρεύει» (ή τουλάχιστον «απαλύνει») σχεδόν τα πάντα. Άρα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το συγκεκριμένο album δεν είναι Pink Floyd υλικό; Ασφαλώς και όχι. Είναι το “The Division Bell” το καλύτερο Pink Floyd album; Ούτε καν. Ωστόσο, είναι μία αυθεντικότατη Pink Floyd κυκλοφορία κι ένας πολύ ωραίος δίσκος συνολικά.

Το “The Division Bell” έχει μία εγγενή ήπια προδιάθεση, η οποία οδηγεί σε χαλαρές ατμόσφαιρες, λυτρωτικού χαρακτήρα. Διακατέχεται από μία γλυκιά αίσθηση θαλπωρής και λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Στα αυτιά μου και στα μάτια μου (λόγω εξωφύλλου) απευθύνεται στους απόντες σαν να επιθυμεί να «ξορκίσει» το bad blood των προηγουμένων ετών, να «θάψει το τσεκούρι του πολέμου» και να τονίσει ότι οι Pink Floyd (και ο ήχος τους) δεν ανήκουν σε κανέναν, αλλά αποτελούν μία ανεξάρτητη ύπαρξη που δεν ορίζεται από τους δημιουργούς της, αλλά καθοδηγεί αυτούς, εν είδει μίας αόρατης, μυστικιστικής ενέργειας. Ο δίσκος φαντάζει σαν το επιστέγασμα όλων όσων προηγήθηκαν. Αν σκεφτόμουν έναν παραλληλισμό, θα έλεγα ότι μοιάζει σαν τα βαθύτατα φιλοσοφημένα αποφθέγματα που μας δίνουν στα στερνά τους άνθρωποι οι οποίοι έχουν βιώσει αμέτρητες εμπειρίες και δύνανται πλέον να ξεχωρίζουν τα σημαντικά από τα επουσιώδη.

Θεωρώ δευτερεύον να αναφερθώ σε μεμονωμένα τραγούδια, αν κι έχω τις προτιμήσεις μου (“Keep Talking”, “Wearing the Inside Out”, “Marooned”, “What Do You Want from Me”).

Ήσασταν πάντα όλοι μαζί, ανεξαρτήτως του ποιος έλειπε.

14 Likes

Έχοντας ήδη ξεκινήσει μια αναδρομή στα ένδοξα nineties, νομίζω ότι είναι κατάλληλη η ώρα να επισκεφτούμε το…

Όταν, το 1993, οι Saviour Machine έκαναν το ντεμπούτο τους με τον ομώνυμο δίσκο, παρουσίασαν ένα σύνολο τραγουδιών με θαυμαστή ποικιλομορφία και ωριμότητα, κερδίζοντας με άνεση τις εντυπώσεις. Το συγκρότημα από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά που, ενώ σκιαγραφούσαν πιστά την προσωπικότητα του, ταυτόχρονα όμως μπορούσαν να λειτουργήσουν παραπλανητικά, περιορίζοντας και αδικώντας τελικά την προσπάθεια τους. Οξύμωρο; Ίσως όχι και τόσο.

Κατ’ αρχήν οι Saviour Machine ήταν θιασώτες του gothic metal, μιας από τις κυρίαρχες “τάσεις” στα mid nineties. Ήταν όμως από τους λίγους που κατάφεραν να φτάσουν στην ουσία του, αυτή που ανιχνεύεται στην σκοτεινή ατμόσφαιρα και το ανάλογο συναίσθημα που σου υποβάλλει, χωρίς υπερβολικούς μελοδραματισμούς και γλυκερές μελωδίες, παραμένοντας πάντοτε metal όπως τo υπέροχο “Force of Entity” ή το “The Widow and the Bride” για παράδειγμα, προφανώς καταδεικνύουν. Δεν διηγούνταν ιστορίες για “καταδικασμένες αγάπες”, ούτε φλέρταραν με την ηλεκτρονική μουσική. Τέλος, δεν είχαν γυναίκα στα φωνητικά (αποκλειστικά ή μοιρασμένα) – είχαν όμως τον Eric Clayton.

O εν λόγω, εκτός από στιχουργός και βασικός συνθέτης (μαζί με τον κιθαρίστα αδελφό του Jeff) είναι ευλογημένος με μια καταπληκτική φωνή, η οποία στοιχειώνει τα τραγούδια είτε ακούγεται βαρύτονος, είτε παθιασμένος, οπερετικός, να ψιθυρίζει τις μελωδίες κλπ. Ο άνθρωπος είναι παντού και πάντα άψογος. Ο Eric Clayton ήταν το μεγάλο ατού των Saviour Machine, αφού πέραν της υπέροχης φωνής, διέθετε και μια ξεχωριστή σκηνική παρουσία.

Το δεύτερο στοιχείο που τους καθόριζε ήταν ότι επρόκειτο για χριστιανική μπάντα. Ούτε εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την συνηθισμένη θεματολογία εν είδει κηρύγματος που επαναλαμβάνει, μάλλον αβασάνιστα, τις γνωστές ηθικολογίες. Οι Saviour Machine στέκονταν με σκεπτικισμό και κριτική διάθεση απέναντι σε αυτά που τους δίδαξαν ως χριστιανικό δόγμα (την παπική δηλαδή εκδοχή του).
Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα το – ούτως ή άλλως διαχρονικό τους αριστούργημα – “Jesus Christ”, μια “σκοτεινή” προσευχή όπου, αφού παρατεθούν όλα όσα απαράδεκτα κάνουν οι άνθρωποι εν ονόματι Του, ακολουθεί η παράκληση για τη λύτρωση. Με τέτοιους στίχους επόμενο ήταν το συγκρότημα να μην γίνει δεκτό με ενθουσιασμό ούτε από πολλούς “σατανικούς” metalheads, ούτε από τους φανατικούς χριστιανούς.

Όλοι όσοι τους απέρριψαν δεν ευτύχησαν να γίνουν κοινωνοί του εξαίρετου πρώτου δίσκου τους (που θα μπορούσε πάντως να διαρκεί λιγότερο από 70΄ – άλλη μια “τάση” της εποχής εκείνης!). Δεν έλαβαν μέρος στη μυσταγωγία που εκπορεύεται από την μελωδία του πιάνου του “Legion”, δεν παρασύρθηκαν από το χείμαρρο των συναισθημάτων που μπορεί να εκμαιεύσει το “Carnival of Souls”, δεν αφέθηκαν στην ακαταμάχητη γοητεία του “Christians and Lunatics”, ούτε βίωσαν το μεγαλείο του “A World Alone”.

Ου γαρ οίδασι…

11 Likes

Επισης να αναφερω αν δεν τοχα γραψει ο CLAYTON ηταν ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΣ στη συναυλια τους!Δεν θυμαμαι τραγουδιστη σε συναυλια να με εχει συνεπαρει τοσο!Μιλαμε για τη περσινη ετσι:Δυστυχως δεν ειχα παει τη πρωτη φορα που ειχαν ερθει και ακομα δεν εχω καταλαβει γιατι τους εχασα τοτε

4 Likes

Το 98 ηταν αν θυμαμαι καλα στον μυλο που τους ειχα δει κ αυτό το NO ORDER που εγραψε στην σημαια του ΟΗΕ -μετα απο μια ιεροτελεστια που εκανε με κατι σαν δισκοποτηρο κ κατι σαν αιμα το οποιο χρησιμοποιησε για να το γράψει- μου εχει καρφωθει στο μυαλο από τοτε.

4 Likes

Πρέπει να ΄σαι το πρώτο άτομο στην ιστορία που μιλώντας για το “The division bell” δεν αναφέρει το “High hopes”!

5 Likes

Χα, χα, χα, λες να είμαι ο πρώτος και τελευταίος;

Σίγουρα, πάντως, δεν το έκανα για να φανώ διαφορετικός, ψαγμένος ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο.

M’ αρέσει το “High Hopes”, αλλά σίγουρα όχι τόσο, όσο τα υπόλοιπα που ανέφερα.

Αλλά, τι περιμένεις από έναν άνθρωπο σαν εμένα που το αγαπημένο του Pink Floyd κομμάτι όλων των εποχών είναι το “Set the Controls for the Heart of the Sun”;

2 Likes

Υμνος
Τελος

3 Likes