Συνήθως επιδιώκω να περνάει λίγος καιρός μεταξύ των δημοσιεύσεων μου εδώ, προκειμένου να μην κάνω κατάχρηση του χώρου (με άλλα λόγια, προσπαθώ να αφήνω και κανέναν άλλο να γράψει!), όμως μετά τη παραίνεση του φίλου @jonkyr αφ’ ενός, και του… θέματος της παραίνεσης αφ’ ετέρου, επανέρχομαι με το αγαπημένο…
Skyclad λοιπόν… το όνομα ίσως να μην προκαλεί ιδιαίτερα συναισθήματα σε κάποιον νεώτερο, πέραν μιας εγκυκλοπαιδικής φύσεως περιέργειας ενδεχομένως, για όσους όμως από εμάς είμασταν “εκεί” (σαν ενεργοί ακροατές εννοώ) σε όλη τη διάρκεια των 90’s, σημαίνει πολλά κι ακόμη περισσότερα!
Προς επίρρωσιν αυτού ας σημειώσω ενδεικτικά ότι στο δημοψήφισμα των αναγνωστών του Hammer το 1995 για τα καλύτερα metal album, οι Skyclad είχαν 4 δίσκους (από τους 5 έως τότε!) στους πρώτους 100, ενώ στο αντίστοιχο δημοψήφισμα το 2009… ούτε έναν!
Οι δε πρώτες επισκέψεις των Ουρανοντυμένων στη χώρα μας έχουν μείνει ιστορικές, τόσο στη συνείδηση του κοινού, όσο και για το ίδιο το συγκρότημα που παρόμοιας υποδοχής και αποδοχής τύγχανε μόνο στη Γερμανία. Την αγάπη που συνάντησαν μάλιστα την ανταπέδωσαν έμπρακτα με το γνωστό “A Stranger in the Garden” από το “Silent Whales…”
Εδώ όμως είμαστε για να μιλήσουμε για το “Prince of the Poverty Line”! Πρόκειται για το τέταρτο LP των Skyclad και το καλύτερο τους για μένα, αλλά και αρκετούς άλλους. Αν επιχειρούσα να το στοιχειοθετήσω αυτό, πέραν του αισθητικού παράγοντα που απορρίπτει την ασφάλεια της τεκμηρίωσης, θα έλεγα ότι κατ’ αρχήν, εδώ αποκρυσταλλώνεται ο προσωπικός ήχος τους (άπιαστο όνειρο για πολλούς), αυτός που στα επόμενα μπορεί να “παρεκτρεπόταν”, άλλοτε προς το metal κι άλλοτε προς το folk, όμως θα παρέμενε χαρακτηριστικός.
Άγνωστο αν αυτό οφείλεται στην καινούρια βιολονίστρια Cath Howell, η οποία πάντως δεν έμελλε να μακροημερεύσει, η τραχύτητα τους πλέον αμβλύνεται, χωρίς να έχουν χάσει καθόλου σε επιθετικότητα. Επίσης, όσο κι αν ακούγεται σαν σχήμα οξύμωρο, εδώ θα επιχειρήσουν και πράγματα έξω από τα καθιερωμένα όπως οι “avant garde” πειραματισμοί στο κορυφαίο “Land of the Rising Slum”.
Ο πρωταγωνιστής βέβαια δεν είναι άλλος από τον Martin Walkyier. Έχοντας μετατρέψει τους περιορισμούς της φωνής του σε πλεονέκτημα και με σπάνια εκφραστικότητα, ακούγεται κατά περίπτωση οργισμένος, πικρόχολος αλλά και μελαγχολικός – ειδικά το “One Piece Puzzle” είναι ένας γνήσιος, ειλικρινής σπαραγμός.
Οι δε στίχοι του είναι οι καλύτεροι στο metal στερέωμα. Πέραν των νοημάτων που φέρουν, είναι η λογοτεχνική αξία τους που τους κάνει τόσο απολαυστικούς. Άψογος στον χειρισμό της γλώσσας ο Martin, εξυφαίνει πανέξυπνα λογοπαίγνια, κάνει εύστοχες παραπομπές, ενώ οι βιβλικές αναφορές του είναι που πραγματικά… κλέβουν την παράσταση (εδώ θυμάται τη γυναίκα του Λώτ!)
Εν κατακλείδι, ένα αδιαμφισβήτητο highlight μιας πολύ πλούσιας δεκαετίας. Όσοι πιστοί…